Language of document : ECLI:EU:T:2018:456

Υπόθεση T‑449/14

Nexans France SAS
και
Nexans SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των ηλεκτρικών καλωδίων – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ – Διαρκής και ενιαία παράβαση – Παράνομος χαρακτήρας της απόφασης διενέργειας ελέγχου – Εύλογη διάρκεια – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Αρχή του προσωποπαγούς της ευθύνης – Αλληλέγγυα ευθύνη για την καταβολή του προστίμου – Επαρκής απόδειξη της παράβασης – Διάρκεια της παράβασης – Πρόστιμα – Αναλογικότητα –Ίση μεταχείριση – Πλήρης δικαιοδοσία»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2018

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία της Επιτροπής να διενεργεί ελέγχους – Έκταση και όρια – Πραγματοποίηση αντιγράφων-εικόνων των σκληρών δίσκων υπολογιστών κατά τον έλεγχο – Διενέργεια έρευνας στο περιεχόμενο των αντιγράφων-εικόνων στα γραφεία της Επιτροπής – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 20 § 1, 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και 4)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία της Επιτροπής να διενεργεί ελέγχους – Απόφαση διατάσσουσα τη διενέργεια ελέγχου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Οριοθέτηση του γεωγραφικού και του χρονικού πεδίου του ελέγχου – Μη ορισμός ημερομηνίας περάτωσης του ελέγχου – Τήρηση εύλογης προθεσμίας

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 §§ 2 και 4)

3.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία της Επιτροπής να διενεργεί ελέγχους – Υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας με τις εθνικές αρχές – Περιεχόμενο – Υποχρέωση επικοινωνίας με την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του οικείου κράτους μέλους πριν από την έκδοση της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Τρόπος αποδείξεως – Προσφυγή σε μια δέσμη ενδείξεων – Απαιτούμενος βαθμός αποδεικτικής ισχύος όσον αφορά τις επιμέρους ενδείξεις – Επιτρέπεται η συνολική εκτίμηση δέσμης ενδείξεων

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

5.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Αποδεικτική ισχύς των εκούσιων καταθέσεων στις οποίες προβαίνουν οι κύριοι μετέχοντες σε σύμπραξη προκειμένου να τύχουν εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παραβάσεως και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο της έννοιας του βάρους αποδείξεως – Απόδειξη της απαρχής της παραβάσεως

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

7.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία – Έλεγχος της νομιμότητας – Έκταση και όρια – Πλήρης δικαιοδοσία αυστηρώς περιοριζόμενη στον καθορισμό του ποσού του επιβληθέντος προστίμου

(Άρθρα 101 § 1, 261 και 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2, και 31)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Υποχρέωση συνεκτιμήσεως των συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 22)

9.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Περιεχόμενο – Δεν μπορεί η επιχείρηση να αξιώσει την χωρίς δυσμενείς διακρίσεις εφαρμογή παράνομης μεταχειρίσεως άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

1.      Η πραγματοποίηση αντιγράφου-εικόνας του σκληρού δίσκου των υπολογιστών της επιχείρησης που αποτελεί αντικείμενο ελέγχου, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, εμπίπτει στις εξουσίες που απονέμει στην Επιτροπή το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού αυτού, εφόσον εντάσσεται στο πλαίσιο της χρήσης, από την Επιτροπή, ψηφιακής τεχνολογίας έρευνας, σκοπός της οποίας είναι η αναζήτηση συναφών με την έρευνα πληροφοριών στον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή, διά της χρήσεως ειδικού λογισμικού.

Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι, προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του κανονισμού, η Επιτροπή δύναται να διενεργεί κάθε αναγκαίο έλεγχο σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων. Όσον αφορά τις εξουσίες που διαθέτει η Επιτροπή κατά τη διενέργεια ελέγχου, το άρθρο 20, παράγραφος 2,του κανονισμού 1/2003 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι υπάλληλοι και τα λοιπά συνοδεύοντα άτομα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την Επιτροπή για τη διενέργεια ελέγχου έχουν την εξουσία να ελέγχουν τα βιβλία καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής του, να λαμβάνουν ή να αποκτούν υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα των εν λόγω βιβλίων και εγγράφων.

Πάντως, κατά το μέτρο που το αντίγραφο των δεδομένων που αποθηκεύονται σε ψηφιακό μέσο αποθήκευσης δεδομένων της υποκείμενης σε έλεγχο επιχείρησης δημιουργείται κατά την έρευνα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αναζήτηση, στα γραφεία της Επιτροπής, συναφών με την έρευνα εγγράφων, η δημιουργία τέτοιου αντιγράφου εμπίπτει στις εξουσίες που απονέμει στην Επιτροπή το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 1/2003.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003 δεν επιτάσσει να διενεργείται ο έλεγχος των βιβλίων ή των επαγγελματικών εγγράφων των ελεγχόμενων επιχειρήσεων αποκλειστικά στους χώρους τους, εφόσον δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί ο έλεγχος αυτός εντός του χρόνου που είχε αρχικά προβλεφθεί. Υποχρεώνει μόνον την Επιτροπή να διασφαλίζει έναντι των ελεγχόμενων επιχειρήσεων, κατά την εξέταση των εγγράφων στα γραφεία της, εγγυήσεις όμοιες με αυτές που ισχύουν κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

(βλ. σκέψεις 50, 51, 53, 56, 60)

2.      Η αιτιολογία της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003 οριοθετεί το πεδίο των εξουσιών που διαθέτουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής δυνάμει της παραγράφου 2 της διάταξης αυτής, διά του καθορισμού, μεταξύ άλλων, του γεωγραφικού και του χρονικού πεδίου εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου.

Όσον αφορά το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, το γεγονός ότι στην απόφαση αυτή αναφέρεται ότι ο έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί «σε όλους τους χώρους» της ελεγχόμενης επιχείρησης δεν αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να συνεχίσει τον έλεγχο στα γραφεία της.

Όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής της απόφασης περί διενέργειας ελέγχου, ο μη καθορισμός ημερομηνίας περάτωσης του ελέγχου με την απόφαση αυτή δεν σημαίνει ότι ο έλεγχος μπορεί να έχει απεριόριστη διάρκεια. Συναφώς, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί εύλογη προθεσμία, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 65-69)

3.      Η Επιτροπή υποχρεούται μεν, κατά το άρθρο 20, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1/2003 «να διαβουλευθεί» ή να «ενημερώσει εγκαίρως» την αρμόδια για τον ανταγωνισμό αρχή του Βελγίου, εφόσον σκοπεύει να διενεργήσει έλεγχο στους χώρους επιχείρησης εγκατεστημένης στο Βέλγιο, αλλά δεν υποχρεούται να επικοινωνήσει με την εν λόγω αρχή, εφόσον σκοπεύει, για πρακτικούς λόγους, να συνεχίσει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες την εξέταση των εγγράφων που είχε αρχίσει στο πλαίσιο ελέγχου διενεργηθέντος βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού 1/2003 στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

(βλ. σκέψη 90)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 122)

5.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 127-131)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 132-134)

7.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 140)

8.      Σύμφωνα με τη διατύπωση της παραγράφου 22 των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων του 2006, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη το εάν η παράβαση είχε ή όχι πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά ως επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης για τον υπολογισμό του προστίμου. Αρκεί το καθορισθέν από την Επιτροπή ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα ληφθεί υπόψη να δικαιολογείται από άλλα στοιχεία ικανά να επηρεάσουν την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παράβασης, όπως είναι η φύση της παράβασης, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων και η γεωγραφική έκτασή της.

(βλ. σκέψη 156)

9.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 163, 164)

10.    Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 174-186)