Language of document : ECLI:EU:T:2014:664

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 7ης Ιουλίου 2014 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως — Περιβάλλον — Οδηγία 94/62/ΕΚ — Συσκευασίες και απορρίμματα συσκευασίας — Οδηγία 2013/2/ΕΕ — Ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό — Επαγγελματική ένωση — Πράξη που δεν θίγει άμεσα τον προσφεύγοντα — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑202/13,

Group’Hygiène, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους J.‑M. Leprêtre και N. Chahid‑Nouraï, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την A. Alcover San Pedro και τον J.‑F. Brakeland,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της οδηγίας 2013/2/ΕΕ της Επιτροπής, της 7ης Φεβρουαρίου 2013, για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 94/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 37, σ. 10), καθόσον η Επιτροπή περιλαμβάνει τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό, πλην εκείνων που αποτελούν μέρη μηχανών παραγωγής και δεν χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση προϊόντος ως μονάδας πωλήσεως, στον κατάλογο των παραδειγμάτων προϊόντων που παρατίθενται προς επεξήγηση της εφαρμογής των κριτηρίων τα οποία διευκρινίζουν την έννοια της «συσκευασίας»,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 20 Δεκεμβρίου 1994, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν την οδηγία 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας (ΕΕ L 365, σ. 10), η οποία αποσκοπούσε, σύμφωνα με το άρθρο της 1, στην εναρμόνιση των διαφόρων εθνικών μέτρων που αφορούν τη διαχείριση των συσκευασιών και των απορριμμάτων συσκευασίας, προκειμένου, αφενός, να προληφθούν και να μειωθούν οι επιπτώσεις τους στο περιβάλλον των κρατών μελών και των τρίτων χωρών και να εξασφαλιστεί, με τον τρόπο αυτό, υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, και, αφετέρου, στη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και την αποτροπή του ενδεχόμενου προκλήσεως εμποδίων στο εμπόριο καθώς και στρεβλώσεων και περιορισμών του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προς τούτο, η οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα προλήψεως της δημιουργίας απορριμμάτων συσκευασίας και μειώσεως της τελικής διαθέσεώς τους, ιδίως με την καθιέρωση συστημάτων, αφενός, ανακτήσεως ή συλλογής των χρησιμοποιημένων συσκευασιών ή των απορριμμάτων συσκευασίας και, αφετέρου, επαναχρησιμοποιήσεως ή αξιοποιήσεως των συλλεγομένων συσκευασιών ή απορριμμάτων συσκευασίας.

2        Η οδηγία 94/62 έχει σκοπό, σύμφωνα με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της και το άρθρο της 2, να καλύψει ευρέως όλες τις συσκευασίες που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης.

3        Στο άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62 παρέχεται ο ορισμός της έννοιας της «συσκευασίας».

4        Ως προς το σημείο αυτό, η οδηγία 94/62 τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ L 47, σ. 26), η οποία αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στη διευκρίνιση του ορισμού της έννοιας της «συσκευασίας», με την εισαγωγή ορισμένων κριτηρίων και την προσθήκη του παραρτήματος Ι που περιέχει επεξηγηματικά παραδείγματα, θετικά ή αρνητικά, της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών (αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2004/12). Η οδηγία 2004/12 τροποποίησε το άρθρο 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62 προσθέτοντας δύο εδάφια, μεταξύ των οποίων το τέταρτο, το οποίο προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21, και, εν ανάγκη, αναθεωρεί τα επεξηγηματικά παραδείγματα του παραρτήματος Ι. Οι σωλήνες και οι κύλινδροι που περιβάλλονται από ελαστικό υλικό περιλαμβάνονται πλέον ρητώς μεταξύ των προϊόντων τα οποία, στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει κατά προτεραιότητα.

5        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, σημείο 1, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 94/62 και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21 της οδηγίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 7 Φεβρουαρίου 2013, την οδηγία 2013/2/ΕΕ για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 94/62 (ΕΕ L 37, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία). Με την προσβαλλόμενη οδηγία, η Επιτροπή περιέλαβε στον κατάλογο των παραδειγμάτων προϊόντων που αποτελούν συσκευασία, που περιεχόταν στο παράρτημα Ι της οδηγίας 94/62, μεταξύ άλλων τους «ρόλ[ους], σωλήνες και κυλ[ίνδρους] που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό (π.χ. πλαστική μεμβράνη, αλουμίνιο, χαρτί), εκτός από τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που αποτελούν μέρη μηχανών παραγωγής και δεν χρησιμοποιούνται για την παρουσίαση προϊόντος ως μονάδας πώλησης» (στο εξής: ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό).

6        Η οδηγία 94/62 μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο ιδίως με τα άρθρα L 541-10 επ. και R 543-42 επ. του Περιβαλλοντικού Κώδικα, όπως αυτά τροποποιήθηκαν, στο πλαίσιο της μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2004/12, με την υπουργική απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με τα παραδείγματα εφαρμογής των κριτηρίων που διευκρινίζουν την έννοια της «συσκευασίας» που καθορίζονται στο άρθρο R 543-43 του Περιβαλλοντικού Κώδικα (JORF της 23ης Φεβρουαρίου 2012, σ. 3070). Από τα άρθρα L 541‑10 II και R 543-56 του Περιβαλλοντικού Κώδικα προκύπτει ότι οι παραγωγοί, οι εισαγωγείς ή οι επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για την πρώτη διάθεση στη γαλλική αγορά των προϊόντων που καταναλώνονται ή χρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά και διατίθενται συσκευασμένα στο εμπόριο υποχρεούνται να συμβάλλουν ή να μεριμνούν για τη διαχείριση του συνόλου των δικών τους απορριμμάτων συσκευασίας. Προς τούτο, προσδιορίζουν τις συσκευασίες των οποίων η διαχείριση έχει ανατεθεί σε οργανισμό ή εξουσιοδοτημένη επιχείρηση και προβαίνουν στην ανάκτηση των λοιπών συσκευασιών. Το άρθρο R 543-43 I καθορίζει τα κριτήρια ορισμού της έννοιας της «συσκευασίας» και προβλέπει ότι με απόφαση του αρμόδιου για το περιβάλλον υπουργού παρέχονται παραδείγματα επεξηγηματικά της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών.

7        Η προσβαλλόμενη οδηγία μεταφέρθηκε στο γαλλικό δίκαιο με την υπουργική απόφαση της 6ης Αυγούστου 2013, περί τροποποιήσεως της υπουργικής αποφάσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με τα παραδείγματα εφαρμογής των κριτηρίων που διευκρινίζουν την έννοια της «συσκευασίας» που καθορίζονται στο άρθρο R 543-43 του Περιβαλλοντικού Κώδικα (JORF της 27ης Αυγούστου 2013, σ. 14487), με την προσθήκη, ως παραδείγματος προϊόντος αποτελούντος συσκευασία, των ρόλων, σωλήνων και κυλίνδρων που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό.

8        Η προσφεύγουσα, Group’Hygiène, είναι επαγγελματική συνδικαλιστική οργάνωση γαλλικού δικαίου η οποία, σύμφωνα με το καταστατικό της, εκπροσωπεί τα συμφέροντα των κατασκευαστών προϊόντων μιας χρήσεως για την προσωπική υγιεινή, την υγεία και το σφούγγισμα υγρών, όπως χαρτιά υγείας και χαρτιά οικιακής χρήσεως, οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους στη γαλλική αγορά. Τα μέλη της Group’Hygiène κατασκευάζουν προϊόντα των οποίων τα υποθέματα είναι σωλήνες από χαρτόνι που βρίσκονται στο κέντρο των ρόλων χαρτιού υγείας ή απορροφητικού χαρτιού.

9        Τον Ιανουάριο του 2013, ένας ιδιωτικός οργανισμός οικολογικής διαχειρίσεως εξουσιοδοτημένος στη Γαλλία για τη διαχείριση των απορριμμάτων συσκευασίας (στο εξής: οργανισμός οικολογικής διαχειρίσεως) ενήγαγε διάφορα μέλη της προσφεύγουσας ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων, προβάλλοντας ότι δεν είχαν δηλώσει, στο πλαίσιο της συμμετοχής στο σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασίας, τα απορρίμματα που συνιστούσαν οι ρόλοι, οι σωλήνες και οι κύλινδροι που χρησιμοποιούνταν στα προϊόντα τα οποία διέθεταν στη γαλλική αγορά και ότι, κατά συνέπεια, δεν είχαν καταβάλει το σχετικό τέλος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Απριλίου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου 2013, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Ιουλίου 2013, η Sphère France SAS και η Schweitzer SAS ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας.

13      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

14      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει «με άμεση ισχύ» την προσβαλλόμενη οδηγία, καθόσον προσθέτει στον κατάλογο των παραδειγμάτων συσκευασίας του παραρτήματος Ι της οδηγίας 94/62 τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό, με εξαίρεση τους προοριζόμενους για βιομηχανική χρήση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να ακυρώσει μερικώς «με άμεση ισχύ» την προσβαλλόμενη οδηγία·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί της ενστάσεως απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας.

18      Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο της υπό κρίση προσφυγής επικαλούμενη τρεις λόγους, αντλούμενους, ο πρώτος, από την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας, καθόσον η ακύρωση της προσβαλλομένης οδηγίας δεν είναι ικανή να προσπορίσει όφελος ούτε στην ίδια την προσφεύγουσα ούτε στα μέλη της, ο δεύτερος, από το ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν αποτελεί κανονιστική πράξη η οποία αφορά άμεσα τα μέλη της προσφεύγουσας και δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και ο τρίτος, από την έλλειψη νομιμοποιήσεως της προσφεύγουσας, λόγω του ότι η πράξη δεν θίγει άμεσα και ατομικά τα μέλη της.

19      Δεδομένου ότι η Group’Hygiène είναι ένωση εκπροσωπούσα τα συμφέροντα των κατασκευαστών προϊόντων μιας χρήσεως για την προσωπική υγιεινή, την υγεία και το σφούγγισμα υγρών, μπορεί καταρχήν, κατά τη νομολογία, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως μόνον αν τα πρόσωπα που εκπροσωπεί, ή ορισμένα από αυτά, έχουν ατομικό έννομο συμφέρον ή αν έχει η ίδια έννομο συμφέρον (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C‑182/03 και C‑217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2012, T‑381/11, Eurofer κατά Επιτροπής, σκέψη 18).

20      Η προσφεύγουσα δεν επικαλείται ίδιο έννομο συμφέρον προς ακύρωση της προσβαλλομένης οδηγίας, υποστηρίζει όμως ότι τα μέλη της έχουν συμφέρον προς ακύρωση της προσφυγής καθώς και ότι νομιμοποιούνται ατομικώς προς άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της οδηγίας αυτής.

21      Πρέπει καταρχάς να εξεταστεί κατά πόσον τα μέλη της προσφεύγουσας νομιμοποιούνται προς άσκηση προσφυγής.

22      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

23      Κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Συνεπώς, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ιδιώτες, όπως τα μέλη της προσφεύγουσας, μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά οδηγίας μόνον εφόσον η οδηγία αυτή είτε αποτελεί κανονιστική πράξη που τους αφορά άμεσα και η οποία δεν συνεπάγεται τη λήψη εκτελεστικών μέτρων είτε τους αφορά άμεσα και ατομικά [βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2010, T‑262/10, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑7697, σκέψη 19, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑483/11, Sepro Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 29].

24      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τον λόγο απαραδέκτου που αντλείται από την έλλειψη άμεσου επηρεασμού, καθόσον ο λόγος αυτός στηρίζεται στην προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής που είναι κοινή στη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία πράξεων που αναφέρονται ανωτέρω στη σκέψη 22.

25      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν θίγει άμεσα τη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας. Κατά την Επιτροπή, το ότι η οδηγία αυτή μπορεί να τα επηρεάσει οικονομικώς δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι τα αφορά άμεσα. Εξάλλου, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την υλοποίηση των σκοπών της οδηγίας 94/62 όσον αφορά τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό, οι οποίοι προστέθηκαν με την προσβαλλόμενη οδηγία στον κατάλογο των παραδειγμάτων προϊόντων που αποτελούν συσκευασία κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62.

26      Η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό πρέπει να θεωρούνται στο εξής ως συσκευασίες, χωρίς να αφήνει συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Επομένως, η προσβαλλόμενη οδηγία έχει ως ευθεία και άμεση συνέπεια την επιβολή στα μέλη της Group’Hygiène πρόσθετων υποχρεώσεων, ιδίως οικονομικών, λόγω της συμμετοχής τους στο σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασίας που δημιουργούν τα προϊόντα αυτά.

27      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, τόσο ως εκ της μορφής όσο και ως εκ του περιεχομένου της, αποτελεί πράξη γενικής ισχύος η οποία εφαρμόζεται επί αντικειμενικώς καθοριζομένων καταστάσεων και αφορά, γενικώς και αφηρημένως, όλους τους επιχειρηματίες των κρατών μελών οι οποίοι ασκούν τις δραστηριότητές τους στον τομέα των συσκευασιών που αποτελούνται από τα προϊόντα που περιελήφθησαν με την προσβαλλόμενη οδηγία στο παράρτημα Ι της οδηγίας 94/62, συμπεριλαμβανομένων των αποτελουμένων από ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό.

28      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως χαρακτηρίσει τις οδηγίες ως πράξεις έχουσες γενική ισχύ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Φεβρουαρίου 1984, 70/83, Kloppenburg, Συλλογή 1984, σ. 1075, σκέψη 11, και της 29ης Ιουνίου 1993, C‑298/89, Γιβραλτάρ κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑3605, σκέψη 16· διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1995, C‑10/95 P, Asocarne κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. I‑4149, σκέψη 29). Ωστόσο, δεν αποκλείεται να μπορούν, υπό ορισμένες περιστάσεις, οι διατάξεις μιας τέτοιας πράξεως γενικής ισχύος να αφορούν άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89, Codorniu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑1853, σκέψεις 19 έως 22· αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2000, T‑172/98, T‑175/98 έως T‑177/98, Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2487, σκέψη 30, και της 2ας Μαρτίου 2010, T‑16/04, Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2010, σ. II‑211, σκέψη 96).

29      Εξάλλου, όσον αφορά την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού όπως αυτή προβλεπόταν στο άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, για να επηρεάζεται ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο άμεσα από την πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής πρέπει η πράξη αυτή να επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάστασή του και να μην αφήνει καμία διακριτική ευχέρεια στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από αυτήν καθαυτήν τη ρύθμιση της Ένωσης χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων [απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43· αποφάσεις Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 28, σκέψη 52· Arcelor κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 28, σκέψη 97, και Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 23, σκέψη 27].

30      Αυτό σημαίνει ότι, οσάκις πράξη οργάνου της Ένωσης απευθύνεται σε κράτος μέλος και η ενέργεια στην οποία οφείλει να προβεί το εν λόγω κράτος μέλος κατόπιν αυτής της πράξεως έχει χαρακτήρα αυτόματο ή, εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς την τελική έκβαση, η πράξη αφορά άμεσα οποιοδήποτε θιγόμενο από την ενέργεια αυτή πρόσωπο. Αν, αντιθέτως, η πράξη παρέχει στο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει, τότε αυτή η ενέργεια ή η αδράνεια του κράτους μέλους είναι εκείνη η οποία αφορά άμεσα το θιγόμενο πρόσωπο και όχι αυτήν καθαυτήν η πράξη. Δηλαδή, η εν λόγω πράξη δεν πρέπει να εξαρτάται, προκειμένου να παραγάγει τα αποτελέσματά της, από την άσκηση διακριτικής εξουσίας εκ μέρους τρίτου, εκτός αν είναι προφανές ότι μια τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνον προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3259, σκέψη 46).

31      Δεδομένου ότι η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού που προβλέπει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν τροποποιήθηκε, η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή και στην υπό κρίση περίπτωση (διάταξη του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2013, C‑586/11 P, Regione Puglia κατά Επιτροπής, σκέψη 31· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2011, T‑259/10, Ax κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 21, και της 12ης Οκτωβρίου 2011, T‑149/11, GS κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 19).

32      Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν αυτή καθαυτήν η προσβαλλόμενη οδηγία επηρεάζει τη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας.

33      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της κατ’ αυτού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 1986, 152/84, Marshall, Συλλογή 1986, σ. 723, σκέψη 48, και της 7ης Μαρτίου 1996, C‑192/94, El Corte Inglés, Συλλογή 1996, σ. I‑1281, σκέψη 15· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1994, C‑91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I‑3325, σκέψη 25). Επομένως, μια οδηγία η οποία, όπως εν προκειμένω, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεωρήσουν ορισμένα προϊόντα ως συνιστώντα συσκευασία, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62, δεν μπορεί από μόνη της, πριν από τη θέσπιση των κρατικών μέτρων για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη και ανεξαρτήτως των μέτρων αυτών, να επηρεάσει ευθέως τη νομική κατάσταση των επιχειρηματιών, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 28, σκέψη 54).

34      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία επηρέασε άμεσα τα μέλη της προτού καν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη και ανεξαρτήτως της μεταφοράς αυτής.

35      Πρώτον, η προσφεύγουσα αναφέρεται στις οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες τα μέλη της υφίστανται ή κινδυνεύουν να υποστούν εξ αιτίας της εκδόσεως της προσβαλλομένης οδηγίας, καθόσον περιλαμβάνει τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό στον κατάλογο των παραδειγμάτων συσκευασίας. Υποστηρίζει ότι τα μέλη της προσφεύγουσας, που χρησιμοποιούν τα προϊόντα αυτά εντός των προϊόντων που κατασκευάζουν, είναι υποχρεωμένα να συμμετέχουν στο σύστημα διαχειρίσεως των συσκευασιών που συνιστούν τα προϊόντα αυτά και οφείλουν να καταβάλλουν, στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες χρηματικές συνδρομές. Η εκκρεμής ενώπιον γαλλικού δικαστηρίου διαφορά μεταξύ της προσφεύγουσας και του οργανισμού οικολογικής διαχειρίσεως επιβεβαιώνει τον αναπόφευκτο και επικείμενο χαρακτήρα των οικονομικών επιπτώσεων.

36      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτές οι συνέπειες δεν οφείλονται στην προσβαλλόμενη οδηγία, αλλά από την εκ μέρους των γαλλικών αρχών μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη. Πράγματι, η οδηγία αυτή περιορίζεται στην τροποποίηση του καταλόγου των παραδειγμάτων προϊόντων που πρέπει να θεωρούνται ή να μη θεωρούνται ως συσκευασίες, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62. Η απλή εγγραφή ορισμένων προϊόντων, μεταξύ άλλων των ρόλων, σωλήνων και κυλίνδρων που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό, στον κατάλογο των παραδειγμάτων συσκευασίας δεν επιβάλλει στους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των συσκευασιών από τέτοια προϊόντα υποχρεώσεις συμμετοχής στο σύστημα διαχειρίσεώς τους. Είναι μεν αληθές ότι το άρθρο 1 της προσβαλλομένης οδηγίας και το παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής έχουν ως συνέπεια ότι οι ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό πρέπει στο εξής να θεωρούνται, στα εθνικά νομικά συστήματα, ως συνιστώντες συσκευασία, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62, πλην όμως η προσβαλλόμενη οδηγία δεν περιέχει καμία συγκεκριμένη υπόδειξη σχετικά με τα μέτρα που θα ληφθούν από τις εθνικές αρχές για την επίτευξη των στόχων που επιβάλλονται από την οδηγία 94/62 όσον αφορά τα προϊόντα αυτά.

37      Ειδικότερα, η απορρέουσα από το άρθρο 7 της οδηγίας 94/62 υποχρέωση καθιερώσεως ενός συστήματος επιστροφής, συλλογής και αξιοποιήσεως των απορριμμάτων που προέρχονται από προϊόντα προσδιοριζόμενα από την προσβαλλόμενη οδηγία ως συνιστώντα συσκευασία δεν έχει άμεση εφαρμογή στα μέλη της προσφεύγουσας. Πράγματι, απαιτείται η έκδοση πράξεως εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους, προκειμένου να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο το κράτος αυτό προτίθεται να εφαρμόσει την εν λόγω υποχρέωση όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, T‑136/04, Freiherr von Cramer-Klett και Rechtlerverband Pfronten κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1805, σκέψη 52).

38      Ως εκ τούτου, οι εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, και όχι η ίδια η οδηγία, είναι ικανές να επηρεάσουν νομικώς την κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας.

39      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως θίγουσα άμεσα τα δικαιώματα των εν λόγω μελών ή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών.

40      Οι οικονομικές επιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα δεν αφορούν, εν πάση περιπτώσει, τη νομική κατάσταση των μελών της, αλλά την πραγματική τους κατάσταση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Salamander κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 28, σκέψη 62, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑122/05, Benkö κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2939, σκέψη 47). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι ικανή να επηρεάσει την πραγματική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι τον αφορά άμεσα. Μόνον η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων παρέχει στον διοικούμενο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πράξη επηρεάζει τη θέση του στην αγορά, τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159, σκέψη 7, και διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1998, T‑189/97, Comité d’entreprise de la Société française de production κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑335, σκέψη 48, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑343/10, Etimine και Etiproducts κατά ΕΟΧΠ, Συλλογή 2011, σ. II‑6611, σκέψη 41). Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα απλώς ισχυρίστηκε ότι στα μέλη της επιβάλλονταν πρόσθετες οικονομικές υποχρεώσεις σχετικές με τη διαχείριση των απορριμμάτων συσκευασίας που συνίστανται σε ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό, δεν αποδείχθηκε η συνδρομή τέτοιων ειδικών περιστάσεων.

41      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη οδηγία επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση των μελών της, καθόσον ο οργανισμός οικολογικής διαχειρίσεως μπορούσε να την επικαλεστεί απευθείας στις εκκρεμούσες ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου διαφορές προκειμένου να απαιτήσει από αυτά εισφορές στο πλαίσιο της συμμετοχής τους στο σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων που συνιστούν οι ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό.

42      Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 33, μια οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να δημιουργεί υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της κατ’ αυτού. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμο.

43      Τρίτον, αβάσιμο είναι και το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η προσβαλλόμενη οδηγία αφορά άμεσα τα μέλη της, ανεξαρτήτως της μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη, στο μέτρο που η οδηγία αυτή δεν αφήνει καμία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέτρα μεταφοράς. Ασφαλώς αληθεύει, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν αφήνει στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια ως προς το κατά πόσον θα θεωρούνται στο εξής οι ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό ως συσκευασία, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, της οδηγίας 94/62. Ωστόσο, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των μέτρων που θα λάβουν για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 94/62 όσον αφορά τα προϊόντα αυτά. Οι τυχόν συνέπειες στη νομική κατάσταση των μελών της προσφεύγουσας δεν απορρέουν από υποχρέωση επιτεύξεως του αποτελέσματος αυτού, αλλά από την επιλογή των μέτρων τα οποία το κράτος μέλος αποφασίζει να λάβει προς επίτευξη αυτού του αποτελέσματος (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2008, C‑125/06 P, Επιτροπή κατά Infront WM, Συλλογή 2008, σ. I‑1451, σκέψεις 62 και 63).

44      Πράγματι, ούτε η οδηγία 94/62 ούτε η προσβαλλόμενη οδηγία καθορίζουν το σύστημα διαχειρίσεως των απορριμμάτων συσκευασίας οικιακών προϊόντων μιας χρήσεως, όπως οι ρόλοι, σωλήνες και κύλινδροι που χρησιμοποιούνται στα προϊόντα που κατασκευάζουν τα μέλη της προσφεύγουσας, το οποίο θα επέτρεπε την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών. Επαφίενται στα κράτη μέλη για την επιλογή του καταλληλότερου συστήματος (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑309/02, Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz, Συλλογή 2004, σ. I‑11763, σκέψη 42). Η οδηγία 94/62 αφήνει επίσης στα κράτη μέλη την επιλογή του καθορισμού της κατηγορίας των επιχειρηματιών που υποχρεούνται να συμμετάσχουν στα συστήματα επιστροφής, συλλογής και αξιοποιήσεως των συσκευασιών καθώς και των απορριμμάτων συσκευασίας τα οποία καθιερώνουν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/62, υπό την προϋπόθεση ότι τα συστήματα αυτά «επιτρέπουν τη συμμετοχή των οικονομικών παραγόντων των συγκεκριμένων τομέων καθώς και των αρμόδιων δημόσιων αρχών» (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C‑26/05, Plato Plastik Robert Frank, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 33). Συνεπώς, ούτε η οδηγία 94/62 ούτε η προσβαλλόμενη οδηγία προβλέπουν υποχρεωτική συμμετοχή των χρηστών συσκευασιών, όπως τα μέλη της προσφεύγουσας, σε σύστημα διαχειρίσεως συσκευασιών το οποίο θα καθιερώσει η Γαλλική Δημοκρατία όσον αφορά τους ρόλους, σωλήνες και κυλίνδρους που περιβάλλονται από περιελιγμένο ελαστικό υλικό.

45      Το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές έχουν ήδη θεσπίσει μέτρα δυνάμει της οδηγίας 94/62 δεν συνεπάγεται ότι το περιθώριο εκτιμήσεως του κράτους μέλους για την εφαρμογή της προσβαλλομένης οδηγίας είναι καθαρά θεωρητικό, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται οι εθνικές αρχές να λάβουν και άλλα είδη μέτρων βάσει της οδηγίας αυτής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2008, T‑366/06, Calebus κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 43).

46      Τέταρτον, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα το οποίο αντλεί η προσφεύγουσα από την απόφαση Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 23, σύμφωνα με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η επίδικη απόφαση, προβλέποντας απαγόρευση της εμπορίας της επίμαχης χημικής ουσίας, επηρέαζε άμεσα τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών. Πρώτον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η πράξη που προσέβαλαν οι προσφεύγουσες στην υπόθεση εκείνη ήταν απόφαση η οποία, κατά το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όμως, στην υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη πράξη είναι οδηγία, η οποία, κατά το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεσμεύει τα κράτη μέλη όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πλην όμως αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

47      Δεύτερον, αντίθετα προς την απόφαση την οποία αφορούσε η υπόθεση Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 23, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν προβλέπει καμία απαγόρευση ή υπόδειξη προς τα μέλη της προσφεύγουσας, αλλά αφήνει τα κράτη μέλη να καθορίσουν τις συνέπειες, για τους εμπλεκόμενους επιχειρηματίες, της εγγραφής ορισμένων προϊόντων στον κατάλογο των παραδειγμάτων συσκευασίας από πλευράς των στόχων της οδηγίας 94/62.

48      Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2009, T‑420/05, Vischim κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σ. II‑3841), και σύμφωνα με το οποίο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα στην υπόθεση εκείνη μπορούσε παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά οδηγίας η οποία προέβλεπε τους όρους διαθέσεως στην αγορά της Ένωσης μιας δραστικής ουσίας που αποτελούσε συστατικό φυτοπροστατευτικών προϊόντων. Πράγματι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η επίμαχη οδηγία επηρέαζε άμεσα τη νομική κατάσταση της προσφεύγουσας ως εταιρίας που παρήγε αυτή τη δραστική ουσία. Όμως, οι περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, καθόσον η προσβαλλόμενη στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής οδηγία δεν προβλέπει όρους εμπορίας των συσκευασιών που αποτελούνται από τα προϊόντα τα οποία εγγράφει στον κατάλογο του παραρτήματος Ι της οδηγίας 94/62.

49      Συνεπώς, οι περιστάσεις τις οποίες αφορούσαν τόσο η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 23 (σκέψη 29), όσο και η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Vischim κατά Επιτροπής, ανωτέρω σκέψη 48 (σκέψη 77), διαφέρουν από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

50      Δεδομένου ότι ο άμεσος επηρεασμός αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού κοινή στις προσφυγές που βάλλουν κατά πράξεων των οποίων ο προσφεύγων δεν είναι αποδέκτης και σε εκείνες που βάλλουν κατά κανονιστικών πράξεων που δεν περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον η προσβαλλόμενη οδηγία αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, ώστε να συναχθεί ότι τα μέλη της προσφεύγουσας δεν νομιμοποιούνται εν προκειμένω προς άσκηση προσφυγής (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διατάξεις Ax κατά Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 31, σκέψη 25, και GS κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, ανωτέρω σκέψη 31, σκέψη 28).

51      Εφόσον τα μέλη της προσφεύγουσας δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση προσφυγής, η δε προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε επηρεασμό δικού της συμφέροντος, πρέπει να κριθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε ανωτέρω στη σκέψη 19, ότι η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του βασίμου του λόγου απαραδέκτου που αντλείται από την έλλειψη εννόμου συμφέροντος των μελών της προσφεύγουσας.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Sphère France και της Schweitzer υπέρ της προσφεύγουσας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2001, C‑341/00 P, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑5263, σκέψεις 33 έως 37).

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Παρέλκει η απόφανση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Sphère France SAS και της Schweitzer SAS.

3)      Καταδικάζει την Group’Hygiène να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Λουξεμβούργο, 7 Ιουλίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Kanninen


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.