Language of document : ECLI:EU:C:2017:928

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ELEANOR SHARPSTON

της 30ής Νοεμβρίου 2017(1)

Υπόθεση C-147/16

Karel de Grote– Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen VZW

κατά

Susan Romy Jozef Kuijpers

[αίτηση του Vredegerecht te Antwerpen
(ειρηνοδικείου Αμβέρσας, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες σε συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές – Αυτεπάγγελτη εξέταση από τον εθνικό δικαστή του ζητήματος αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 – Άρθρο 2, στοιχείο γʹ – Έννοια του “επαγγελματία”»






1.        Όταν εκπαιδευτικό ίδρυμα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα χορηγεί στους σπουδαστές του δάνεια, μέσω των οποίων τους παρέχεται η δυνατότητα να αποπληρώσουν τα έξοδα εγγραφής τους και τις δαπάνες για εκπαιδευτικά ταξίδια υπό τη μορφή προγράμματος εξοφλήσεως μέσω άτοκων δόσεων, ενεργεί ως «επαγγελματίας» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ (2); Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος σπουδαστής δεν έχει διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαδικασία που κινήθηκε για την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού πλέον τόκων και λοιπών εξόδων, οφείλει ο εθνικός δικαστής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η σχετική σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας;

2.        Τα ζητήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ εκπαιδευτικού ιδρύματος και ενός εκ των σπουδαστών του. Παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να καθορίσει περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 καθώς και τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις που τα εθνικά δικαστήρια έχουν βάσει της οδηγίας αυτής.

 Νομικό πλαίσιο

 Οδηγία 93/13

3.        Η οδηγία 93/13 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 100α της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρου 114 ΣΛΕΕ). Σκοποί της είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει ότι οι συμβάσεις που συνάπτονται με καταναλωτές δεν περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες και να παράσχει προστασία στους καταναλωτές έναντι της ενδεχόμενης καταχρήσεως της ισχύος των πωλητών ή των παρεχόντων υπηρεσίες (3). Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας (4).

4.        Η δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας εκθέτει ότι οι κανόνες που αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες εφαρμόζονται «σε κάθε σύμβαση» που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή. Αναφέρει ρητώς ότι, συνεπεία αυτού, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι συμβάσεις εργασίας, οι συμβάσεις που αφορούν κληρονομικά δικαιώματα, οι συμβάσεις οικογενειακού δικαίου καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τη σύσταση και το καταστατικό εταιριών. Πάντως, η οδηγία έχει εφαρμογή σε όλες τις εμπορικές, επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών δραστηριοτήτων δημοσίου δικαίου (5).

5.        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13:

«Η παρούσα οδηγία έχει αντικείμενο την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών, οι οποίες αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή.»

6.        Το άρθρο 2, στοιχεία βʹ και γʹ, ορίζει ότι ως «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η [οδηγία 93/13], ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ ως «επαγγελματίας» (6) νοείται «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η [οδηγία 93/13], ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, είτε δημόσια[ς] είτε ιδιωτικής».

7.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «[ρ]ήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση».

 Η βελγική νομοθεσία

8.        Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον Marktpraktijkenwet (νόμο σχετικά με τις πρακτικές της αγοράς), της 6ης Απριλίου 2010. Με τον νόμο αυτόν, αντί του όρου «επαγγελματίας» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας προκειμένου να οριστεί το πεδίο εφαρμογής της, εισήχθη ο όρος «επιχείρηση». Το άρθρο I.1, παράγραφος 1, του Wetboek Economisch Recht (κώδικα οικονομικού δικαίου) ορίζει ότι ως επιχείρηση νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει μακροπρόθεσμους οικονομικούς σκοπούς, συμπεριλαμβανομένων των ενώσεων των προσώπων αυτών».

9.        Το άρθρο 806 του Gerechtelijk Wetboek (κώδικα πολιτικής δικονομίας) προβλέπει τις υποχρεώσεις των δικαστηρίων στις περιπτώσεις ερημοδικίας: «σε περίπτωση ερημοδικίας, το δικαστήριο δέχεται την αγωγή ή τους αμυντικούς ισχυρισμούς του διαδίκου που παρίσταται, εκτός αν η ένδικη διαδικασία, η αγωγή ή οι αμυντικοί ισχυρισμοί αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη».

 Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

10.      Η S. Kuijpers ήταν σπουδάστρια στο Karel de Grote Hogesschool (πανεπιστημιακό κολλέγιο Karel de Grote, στο εξής: KdG). Στις 3 Φεβρουαρίου 2014, της ζητήθηκε από το KdG να καταβάλει συνολικό ποσό 1 546 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε, αφενός, στα τέλη εγγραφής της για τα ακαδημαϊκά έτη 2012/13 και 2013/14 και, αφετέρου, στη συμμετοχή της στις δαπάνες ενός εκπαιδευτικού ταξιδιού. Δεδομένου ότι αδυνατούσε να καταβάλει το εν λόγω ποσό εφάπαξ, η KdG studievoorzieningsdienst (στο εξής: KdG Stuvo), ήτοι η υπηρεσία φοιτητικής μέριμνας του KdG, προσέφερε στην S. Kuijpers ένα πρόγραμμα αποπληρωμής μέσω άτοκων δόσεων. Βάσει του προγράμματος αυτού, η KdG Stuvo χορήγησε στην S. Kuijpers το ποσό που η τελευταία χρειαζόταν για να πληρώσει το KdG. Αρχής γενομένης από τις 25 Φεβρουαρίου 2014, η S. Kuijpers έπρεπε να καταβάλλει στην KdG Stuvo 200 ευρώ μηνιαίως για επτά μήνες. Η τελική δόση 146 ευρώ έπρεπε να καταβληθεί στις 25 Σεπτεμβρίου 2014.

11.      Η συναφθείσα σύμβαση περιείχε την ακόλουθη ρήτρα:

«Αν το ποσό που χορηγήθηκε υπό μορφή δανείου δεν εξοφληθεί (εν όλω ή εν μέρει) εμπροθέσμως, επιβαρύνεται αυτομάτως και χωρίς να απαιτείται έγγραφη όχληση του δανειολήπτη με ετήσιο επιτόκιο 10 % επί του ληξιπρόθεσμου ποσού της οφειλής από την επομένη της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας πληρωμής, εφόσον δεν έχει επιτευχθεί διακανονισμός της οφειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, για την κάλυψη των εξόδων εισπράξεως οφείλεται επίσης αποζημίωση, η οποία με την παρούσα σύμβαση ορίζεται στο 10 % του ληξιπρόθεσμου ποσού της οφειλής, με ελάχιστο όριο τα 100 ευρώ.»

12.      Η S. Kuijpers, παρά το γεγονός ότι οχλήθηκε εξωδίκως, δεν κατέβαλε τις δόσεις που όφειλε.

13.      Στις 27 Νοεμβρίου 2015, το KdG επέδωσε στην S. Kuijpers την αγωγή που είχε καταθέσει εναντίον της ενώπιον του Vredegerecht te Antwerpen (ειρηνοδικείου Αμβέρσας, Βέλγιο), ζητώντας (βάσει της συμβάσεως που είχε συναφθεί με την KdG Stuvo) να του καταβληθεί το κεφάλαιο (1 546 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας προς 10 % από τις 25 Φεβρουαρίου 2014 (269,81 ευρώ) και εξόδων (154,60 ευρώ). Με παρεμπίπτουσα απόφαση που εξέδωσε στις 4 Φεβρουαρίου 2016, το εν λόγω δικαστήριο επιδίκασε στο KdG το κεφάλαιο των 1 546 ευρώ. Ωστόσο, διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως ως προς τους τόκους και τα έξοδα, προκειμένου να γνωρίσει τη θέση του KdG σχετικά με την πιθανότητα υποβολής αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Στις 4 Μαρτίου 2016, το KdG ανέπτυξε προφορικώς τις παρατηρήσεις του επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Η S. Kuijpers δεν παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

14.      Το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 806 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αφ’ ης στιγμής η S. Kuijpers δεν παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ίδιο οφείλει να δεχθεί την αγωγή του KdG, εκτός αν η ένδικη διαδικασία ή η αγωγή αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη. Τούτο εγείρει το ζήτημα, πρώτον, αν ο εθνικός δικαστής δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον η σύμβαση στην οποία στηρίζεται η αγωγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας 93/13, και, δεύτερον, αν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν την αυτεπάγγελτη εξέταση, για τον λόγο ότι οι διατάξεις σχετικά με τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες δεν συνιστούν επιτακτικές διατάξεις, συνάδουν με την εν λόγω οδηγία (7). Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες επίσης ως προς το αν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων για τις καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες αποκλειστικά σε συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και «επιχειρήσεων» (8), είναι συμβατές με την οδηγία 93/13.

15.      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να του παράσχει καθοδήγηση επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)      Μήπως ο εθνικός δικαστής, όταν έχει επιληφθεί αγωγής κατά καταναλωτή αφορώσας την εκτέλεση συμβάσεως και όταν βάσει των δικονομικών κανόνων του εσωτερικού δικαίου έχει μόνο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή αντίκειται στους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, έχει ομοίως την εξουσία να εξετάσει και να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και σε περίπτωση ερημοδικίας, ότι η επίμαχη σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 93/13], όπως έχει μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο;

2)      Πρέπει ένα ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο παρέχει επιδοτούμενη εκπαίδευση σε καταναλωτή, να θεωρηθεί επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο πλαίσιο της συμβάσεως για την παροχή της εκπαιδεύσεως αυτής έναντι πληρωμής των εξόδων εγγραφής, ενδεχομένως προσαυξημένων με ποσά που αφορούν την κάλυψη των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε το εκπαιδευτικό ίδρυμα;

3)      Εμπίπτει η σύμβαση μεταξύ καταναλωτή και επιδοτούμενου ελεύθερου εκπαιδευτικού ιδρύματος, η οποία αφορά την από το εν λόγω ίδρυμα παροχή επιδοτούμενης εκπαιδεύσεως, στο πεδίο εφαρμογής της [οδηγίας 93/13] και πρέπει ένα ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο παρέχει επιδοτούμενη εκπαίδευση σε καταναλωτή, να θεωρηθεί επαγγελματίας κατά την έννοια της πιο πάνω οδηγίας, στο πλαίσιο της συμβάσεως για την παροχή της εκπαιδεύσεως αυτής;»

16.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Αυστριακή, η Βελγική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 9 Μαρτίου 2017, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

 Ερώτημα 1

17.      Με αυτό το ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν έχει την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσον μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, παρά την ερημοδικία του καταναλωτή. Το συγκεκριμένο ερώτημα συνδέεται με την ύπαρξη εθνικής ρυθμίσεως κατά την οποία τα δικαστήρια μπορούν να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως μόνο αν η αγωγή αντίκειται σε εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως. Θα εξετάσω πρώτα το ζήτημα αυτό, καθόσον το ερώτημα αν έχει εν προκειμένω εφαρμογή η οδηγία 93/13 (και αν η δυνατότητα εφαρμογής της μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως) προηγείται, από λογικής απόψεως, τόσο των ζητημάτων που αφορούν το νομικό καθεστώς των συμβαλλομένων σε συγκεκριμένη σύμβαση όσο και αυτών που αφορούν τη νομιμότητα των όρων της συμβάσεως αυτής.

18.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κανόνας κατά τον οποίο καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία και υπέχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, ακόμη και σε περίπτωση ερημοδικίας του καταναλωτή.

19.      Η Βελγική Κυβέρνηση συντάσσεται με την άποψη της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 806 του κώδικα πολιτικής δικονομίας στοιχεί με την ερμηνεία αυτή, καθόσον, για να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως ο εθνικός δικαστής αν τίθεται ζήτημα δημοσίας τάξεως, πρέπει πρώτα να καθορίσει αν η επίμαχη διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων δημοσίας τάξεως. Η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει να εφαρμόζεται η ίδια συλλογιστική όσον φορά τις διατάξεις οδηγιών, όπως η οδηγία 93/13.

20.      Αποτελεί, πράγματι, πάγια νομολογία ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν μια ρήτρα η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τη εν λόγω οδηγίας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής (9).

21.      Ωστόσο, παραμένει το ζήτημα αν ο εθνικός δικαστής έχει την ίδια υποχρέωση επίσης στην περίπτωση ερημοδικίας του καταναλωτή.

22.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, θα πρέπει να υπομνησθούν διάφορες αρχές οι οποίες έχουν ήδη διατυπωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου.

23.      Πρώτον, «το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η [οδηγία 93/13] στηρίζεται συγκεκριμένα στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους» (10).

24.      Δεύτερον, η διάταξη που προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές «αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου, με την οποία επιδιώκεται, αντί της απορρέουσας από τη σύμβαση τυπικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, η εξασφάλιση μιας ουσιαστικής ισορροπίας, ικανής να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα [(11)]». Πρέπει δε να «θεωρηθεί ως ισοδύναμο προς τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως της ίδιας βαθμίδας στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως» (12). Η εξέταση του ζητήματος αν η οδηγία έχει εφαρμογή σε συγκεκριμένη κατάσταση προηγείται, από λογικής απόψεως, της αναλύσεως αυτής (βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων και υποσημείωση).

25.      Τρίτον, η ανισότητα που υφίσταται μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλόμενους στη σύμβαση (13). Η θετική αυτή παρέμβαση συνίσταται στην αυτεπάγγελτη εξέταση από δικαστήριο, αφενός, του ζητήματος αν η επίμαχη σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, αφετέρου, της νομιμότητας των όρων της. Πράγματι, η προστασία που η εν λόγω οδηγία παρέχει στους καταναλωτές εκτείνεται στις περιπτώσεις όπου ο καταναλωτής δεν προβάλλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής είτε επειδή αγνοεί τα δικαιώματά του είτε επειδή αποθαρρύνεται να τα προβάλλει λόγω των δικαστικών εξόδων που συνεπάγεται η άσκηση αγωγής (14).

26.      Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, ελλείψει εναρμονίσεως των εθνικών μηχανισμών, οι δικονομικοί κανόνες που καθιστούν δυνατή την εν λόγω θετική παρέμβαση εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τούτο δεν συνεπάγεται δυσμενέστερη μεταχείριση από εκείνη που επιφυλάσσει η ρύθμιση που διέπει παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (15).

27.      Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το ζήτημα της μη κατ’ αντιμωλία διαδικασίας στο πλαίσιο της υποθέσεως Asturcom Telecomunicaciones, η οποία αφορούσε σύμβαση που περιείχε ρήτρα διαιτησίας. Η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε ερήμην της ενδιαφερόμενης καταναλώτριας και η ίδια δεν άσκησε αγωγή προς ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως εντός της προβλεπόμενης από την εθνική νομοθεσία προθεσμίας. Έτσι, η διαιτητική απόφαση απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Όταν η Asturcom επεδίωξε να εκτελέσει την απόφαση, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι η ρήτρα διαιτησίας είχε καταχρηστικό χαρακτήρα. Πάντως, η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία ουδέν προέβλεπε όσον αφορά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρητρών διαιτησίας από το αρμόδιο για την έκδοση απογράφου δικαστήριο επί διαιτητικής αποφάσεως έχουσας αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εθνικό δικαστήριο ερώτησε το Δικαστήριο αν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το κύρος του συνυποσχετικού διαιτησίας και, κατά συνέπεια, να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση στην περίπτωση που κρίνει ότι το συνυποσχετικό περιέχει καταχρηστική ρήτρα (16).

28.      Συνεκτιμώντας τη σημασία της αρχής του δεδικασμένου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη τηρήσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να βαίνει μέχρι του σημείου να απαιτείται από το εθνικό δικαστήριο να επανορθώσει εξ ολοκλήρου τις συνέπειες της πλήρους αδράνειας του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, ο οποίος ούτε μετέσχε στη διαιτητική διαδικασία ούτε άσκησε αγωγή προς ακύρωση της διαιτητικής αποφάσεως, η οποία, ως εκ τούτου, απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (17).

29.      Πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει ότι, όταν ο εθνικός δικαστής που επιλαμβάνεται αιτήσεως εκδόσεως απογράφου μιας έχουσας αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου διαιτητικής αποφάσεως πρέπει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες, αν μια ρήτρα διαιτησίας αντιβαίνει προς τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, οφείλει επίσης να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας διαιτησίας υπό το πρίσμα της εν λόγω οδηγίας, όταν διαθέτει τα αναγκαία προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία (18).

30.      Στο πλαίσιο της υποθέσεως VB Pénzügyi Lízing, το εθνικό δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν ο εθνικός δικαστής όφειλε να διατάξει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδείξεων προκειμένου να εξακριβώσει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι απαραίτητα ώστε να εκτιμήσει αν υφίσταται ρήτρα απονομής αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας, στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει διεξαγωγή αποδείξεων μόνον εφόσον το έχει ζητήσει ένας εκ των διαδίκων (19). Το Δικαστήριο έκρινε ότι, προς εξασφάλιση της επιδιωκόμενης από τον νομοθέτη της Ένωσης προστασίας των καταναλωτών, ο εθνικός δικαστής πρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις και ανεξαρτήτως του περιεχομένου των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, να καθορίσει αν η επίμαχη ρήτρα αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, έτσι ώστε να κρίνει αν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 (20).

31.      Η προσέγγιση αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση Banco Español de Crédito (μια υπόθεση που αφορούσε τον καταχρηστικό ή μη χαρακτήρα όρου σχετικά με το επιτόκιο υπερημερίας με το οποίο επιβαρύνονταν δόσεις δανείου). Το Δικαστήριο έκρινε ότι δικονομικός κανόνας ο οποίος δεν παρέχει απολύτως καμία εξουσία στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας όταν ο καταναλωτής δεν έχει ασκήσει ανακοπή, ακόμη και αν το εθνικό δικαστήριο διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, είναι ικανός να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα της προστασίας στην οποία αποσκοπεί η οδηγία 93/13 (21).

32.      Στην απόφαση ERSTE Bank Hungary, το Δικαστήριο διευκρίνισε περαιτέρω την κρίση αυτή ορίζοντας ότι η αποτελεσματική δικαστική προστασία την οποία εγγυάται η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην παραδοχή ότι κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη θα φέρει την υπόθεση στα εθνικά δικαστήρια (22). Επισημαίνω ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταναλωτής, αν δεν είναι ο διάδικος που έχει κινήσει τη διαδικασία, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί στη θέση του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η διαδικασία· η δικαστική δε απόφαση θα επηρεάσει τη νομική του κατάσταση, ανεξαρτήτως του αν μετέσχε ή όχι στη δίκη.

33.      Κατά την άποψή μου, από τη νομολογία μπορούν συναχθούν οι ακόλουθες αρχές: (i) η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν απαιτεί από τα εθνικά δικαστικά συστήματα να επέμβουν αν ουδείς εκ των συμβαλλομένων έχει φέρει την υπόθεση στα εθνικά δικαστήρια· (ii) αν κινηθεί ένδικη διαδικασία, τα δικαστήρια αυτά οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως, σε όλες τις περιπτώσεις και ανεξαρτήτως του περιεχομένου των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, αν η επίμαχη σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13· (iii) στην περίπτωση που τούτο ισχύει, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν επίσης αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό ή μη χαρακτήρα των όρων της σχετικής συμβάσεως· (iv) ο επιτακτικός χαρακτήρας των κανόνων που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία σημαίνει ότι αυτοί έχουν εφαρμογή ανεξάρτητα από το καθεστώς που η εθνική έννομη τάξη παρέχει στους εθνικούς κανόνες εφαρμογής τους και ανεξάρτητα από τις διαδικαστικές ενέργειες και τους ισχυρισμούς των διαδίκων.

34.      Το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν είναι ο διάδικος που κίνησε τη δίκη, δεν παρέστη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή δεν επικαλέστηκε την οδηγία 93/13 ουδόλως μεταβάλλει το ως άνω συμπέρασμα.

35.      Σε αυτό το πλαίσιο, η βελγική νομοθεσία η οποία επιτρέπει στα δικαστήρια να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως μόνον αν η αγωγή αντίκειται σε εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως, χωρίς παράλληλα να τους παρέχει την εξουσία να διαπιστώσουν αν η αγωγή αντίκειται στις αρχές που διατυπώνει η οδηγία 93/13, ενδέχεται να είναι προβληματική.

36.      Πάντως, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης. Όταν ο εθνικός δικαστής έχει την εξουσία, βάσει των δικονομικών κανόνων του εσωτερικού δικαίου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το κύρος νομικού μέτρου υπό το πρίσμα των εθνικών κανόνων δημοσίας τάξεως, θα πρέπει να ασκεί την εξουσία αυτή επίσης όσον αφορά τους επιτακτικούς κανόνες της Ένωσης, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Με επιφύλαξη την ερμηνεία αυτή, συμφωνώ με την άποψη της Βελγικής Κυβερνήσεως, η οποία στηρίζεται στην απόφαση Asbeek Brusse και de Man Garabito (23), ότι, κατά το άρθρο 806 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν μια ρήτρα είναι καταχρηστική υπό το πρίσμα της οδηγίας 93/13, κατά τον ίδιο τρόπο που εξετάζει το ζήτημα αυτό όσον αφορά τους εθνικούς κανόνες δημοσίας τάξεως.

37.      Κατά συνέπεια, συνάγω ότι τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία και έχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, ακόμη και όταν τούτο δεν τους ζητήθηκε ειδικά, μεταξύ άλλων λόγω της ερημοδικίας του καταναλωτή.

 Ερωτήματα 2 και 3

 Γενικές παρατηρήσεις

38.      Πριν εξετάσω την ουσία των ερωτημάτων 2 και 3, τα οποία ορθότερο είναι να εξεταστούν από κοινού, θα πρέπει να καθοριστεί το περιεχόμενό τους.

39.      Η χρήση του όρου «επιχείρηση» στο κείμενο του ερωτήματος 2 φαίνεται κάπως περίεργη στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών. Υποθέτω ότι αυτό εξηγείται από τη διατύπωση των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας στις οποίες στηρίζεται η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

40.      Όπως διευκρινίζει με τις γραπτές της παρατηρήσεις η Βελγική Κυβέρνηση, ο όρος «επιχείρηση», ο οποίος έλκει την καταγωγή του από το δίκαιο του ανταγωνισμού, χρησιμοποιήθηκε από τον Βέλγο νομοθέτη προκειμένου να μεταφερθεί στην εθνική έννομη τάξη ο όρος «επαγγελματίας» που απαντά στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13 (24). Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό είναι εκείνο που ώθησε το εθνικό δικαστήριο να θέσει το ερώτημα αν ένα επιδοτούμενο ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως εν προκειμένω το KdG, μπορεί να θεωρηθεί «επιχείρηση» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

41.      Πάντως, από την ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνάγεται ότι, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό συγκεκριμένης έννοιας, η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού της οικείας ρυθμίσεως (25).

42.      Η οδηγία 93/13 όντως ορίζει τον όρο «επαγγελματίας» χωρίς να παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας, η εν λόγω έκφραση πρέπει να θεωρηθεί ότι περιγράφει μια αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

43.      Συνεπώς, το νόημα του όρου «επαγγελματίας» δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε να μεταφέρει τον εν λόγω όρο στην εσωτερική έννομη τάξη. Ανεξάρτητα από το αν ο εθνικός νομοθέτης έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «πωλητής ή πάροχος υπηρεσιών», «επιχειρηματική δραστηριότητα», «έμπορος», «επιχείρηση» ή «επαγγελματίας», ο συγκεκριμένος όρος πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ομοιόμορφο, σύμφωνα με τον ορισμό που παρατίθεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13. Ως εκ τούτου, κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι το τι σημαίνει η έννοια «επιχείρηση» στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, ούτε το πώς ερμηνεύεται η εν λόγω έννοια από τη νομολογία σχετικά με την παροχή υπηρεσιών. Κρίσιμο είναι αν η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ καταναλωτή και νομικού προσώπου, όπως το KdG, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13.

44.      Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι εκείνο στο οποίο αποβλέπει το αιτούν δικαστήριο με την υποβολή αμφοτέρων των ερωτημάτων 2 και 3 είναι να διευκρινιστεί αν ένα επιδοτούμενο ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως το KdG, μπορεί να θεωρηθεί «επαγγελματίας» κατά την έννοια του ορισμού που παρατίθεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13.

 Το περιεχόμενο της έννοιας «επαγγελματίας»

45.      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ένα επιδοτούμενο ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπως το KdG, δεν μπορεί να θεωρηθεί «πάροχος υπηρεσιών» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13. Οι συμβάσεις παροχής «υπηρεσιών» προϋποθέτουν ένα στοιχείο αμοιβής το οποίο, εν προκειμένω, είτε λείπει είτε είναι ελάχιστο. Και τούτο, επειδή το επίμαχο εν προκειμένω δημόσιο ίδρυμα υπηρετεί κοινωνικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς οι οποίοι απευθύνονται στο σύνολο των πολιτών.Την ίδια άποψη συμμερίζεται η Αυστριακή Κυβέρνηση.

46.      Αντιθέτως, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτού του είδους τα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι «επαγγελματίες» κατά την έννοια της οδηγίας. Η συναφθείσα μεταξύ του εκπαιδευτικού ιδρύματος και των σπουδαστών του σύμβαση εμπίπτει στις επαγγελματικές δραστηριότητες του εν λόγω ιδρύματος. Είναι αδιάφορο αν το αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων αυτών συνίσταται στην αποκόμιση κέρδους.

47.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της κύριας εκπαιδευτικής δραστηριότητας του KdG και της περιστασιακής, δευτερεύουσας δραστηριότητάς του ως πιστωτικού ιδρύματος. Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τη δεύτερη περίπτωση. Μολονότι η κύρια εκπαιδευτική δραστηριότητα του KdG είναι γενικού συμφέροντος και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, η περιστασιακή δευτερεύουσα δραστηριότητά του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

48.      Κατ’ εμέ, το σημείο αφετηρίας για την ερμηνεία του όρου «επαγγελματίας» πρέπει να είναι το ίδιο το γράμμα του ορισμού που παρατίθεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13. Η συγκεκριμένη έννοια αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία: «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο» «είτε δημόσι[ο] είτε ιδιωτικ[ό]», «που ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας» και «κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία».

49.      Ο ορισμός αυτός πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού που επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία (26). Έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και βασίζεται σε εξακριβώσιμα στοιχεία (27). Ο όρος «επαγγελματίας» απαντά ειδικά στην οδηγία 93/13 και έχει, κατά την άποψή μου, ευρύτερο περιεχόμενο σε σχέση με τους όρους που χρησιμοποιούνται σε διάφορα άλλα νομοθετήματα στο δίκαιο του καταναλωτή (28).

50.      Το πρώτο σκέλος του εν λόγω ορισμού, δηλαδή η έκφραση «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, είτε δημόσι[ο] είτε ιδιωτικ[ό]», καθιστά σαφές ότι ο χαρακτηρισμός, το νομικό καθεστώς και τα ειδικά χαρακτηριστικά που το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει βάσει του εθνικού δικαίου ουδεμία επιρροή ασκούν όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως «επαγγελματία» (29).

51.      Η χρήση της λέξεως «κάθε» δείχνει ότι ο ορισμός πρέπει να ερμηνεύεται υπό ευρεία έννοια, ώστε να καλύπτει το σύνολο των φυσικών ή νομικών προσώπων που μπορεί να επιβάλουν καταχρηστικές συμβατικές ρήτρες στους καταναλωτές.

52.      Το δεύτερο σκέλος του ορισμού απαιτεί ο επαγγελματίας να «ενεργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας».

53.      Η οδηγία δεν οριοθετεί τις δραστηριότητες αυτές με οποιονδήποτε άλλον τρόπο πέραν του γεγονότος ότι συνίστανται στην εμπορία αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών (30). Η προσέγγιση που υιοθετείται είναι λειτουργική: η σύμβαση πρέπει να αποτελεί μέρος των δραστηριοτήτων που ένα πρόσωπο ασκεί στο πλαίσιο της εμπορίας, της επιχειρήσεως ή του επαγγέλματός του. Τόσο ο ορισμός της έννοιας του «καταναλωτή» όσο και ο ορισμός της έννοιας του «επαγγελματία» εξαρτώνται από το πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται η δράση του ενδιαφερομένου προσώπου (31). Ο «καταναλωτής» και ο «επαγγελματίας» βρίσκονται στα δύο αντίθετα άκρα της σχετικής δικαιοπραξίας. Ο καταναλωτής, ο οποίος θεωρείται ευάλωτος, και σε ασθενέστερη θέση, βρίσκεται στο ένα άκρο· ο δε επαγγελματίας, ο οποίος κατέχει θέση ισχύος που του παρέχει τη δυνατότητα να επιβάλει τους όρους του στη συναλλαγή, βρίσκεται στο άλλο άκρο. Ο ορισμός δεν περιέχει καμία προϋπόθεση σχετικά με τη φύση ή με το αντικείμενο των δραστηριοτήτων του επαγγελματία.

54.      Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της οδηγίας δεν προκύπτει ότι από το πεδίο εφαρμογής της εξαιρούνται συγκεκριμένου είδους εμπορικές, επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Είναι αληθές ότι η δέκατη αιτιολογική σκέψη αναφέρει ότι η οδηγία δεν προορίζεται να καλύψει ορισμένες κατηγορίες συμβάσεων, όπως αυτές που αφορούν τα κληρονομικά δικαιώματα (32), αλλά δεν υφίσταται παρόμοια διάταξη η οποία αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Αντιθέτως, η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη ρητώς αναφέρει ότι η οδηγία καλύπτει επίσης εμπορικές, επιχειρηματικές και επαγγελματικές δραστηριότητες δημοσίου δικαίου.

55.      Στην απόφαση Šiba, το Δικαστήριο έκρινε ότι δικηγόρος ο οποίος στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας παρέχει έναντι αμοιβής νομικές υπηρεσίες σε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί ως ιδιώτης είναι «επαγγελματίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13 και ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των εν λόγω δραστηριοτήτων δεν αναιρεί το συγκεκριμένο συμπέρασμα (33).

56.      Στο ευρύτερο πλαίσιο των οδηγιών που αφορούν τα δικαιώματα των καταναλωτών, το Δικαστήριο έχει κρίνει ομοίως ότι ο όρος «εμπορευόμενος», που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας φορείς που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένη αποστολή δημοσίου συμφέροντος. Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι από τον όρο «εμπορευόμενος» καλύπτεται οργανισμός διεπόμενος από το δημόσιο δίκαιο και επιφορτισμένος με ορισμένη αποστολή γενικού συμφέροντος, όπως η διαχείριση συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας (34). Κατά την άποψή μου, η συλλογιστική αυτή κάλλιστα μπορεί να μεταφερθεί στην έννοια «επαγγελματίας» στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13 (η οποία εξάλλου –σε αντίθεση με την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές– ρητώς ορίζει ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα).

57.      Μολονότι στην υπόθεση εκείνη το Δικαστήριο αναφέρθηκε στον «εμπορευόμενο» ως το πρόσωπο το οποίο ασκεί αμειβόμενη δραστηριότητα, έπραξε τούτο για να τονίσει ότι από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές δεν εξαιρούνται ούτε φορείς επιφορτισμένοι με αποστολή γενικού συμφέροντος ούτε αυτοί που έχουν νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου (35). Συχνά, οι αποστολές δημόσιου χαρακτήρα και συμφέροντος ασκούνται συνολικώς επί μη κερδοσκοπικής βάσεως. Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι ο κερδοσκοπικός ή μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του οργανισμού δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας «επαγγελματίας» για τους σκοπούς συγκεκριμένης συμβάσεως.

58.      Όσον αφορά τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, θεωρώ ότι το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, ότι η δημόσια εκπαίδευση που χρηματοδοτείται κυρίως από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί υπηρεσία κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ, δεν σημαίνει ότι, συνεπεία αυτού, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 όταν συνάπτουν συμβάσεις οι οποίες περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες.

59.      Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μαθήματα παρεχόμενα από συγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα στο πλαίσιο εκπαιδευτικού συστήματος, τα οποία χρηματοδοτούνται αποκλειστικά ή κυρίως από τον δημόσιο προϋπολογισμό, εξαιρούνται από τον ορισμό των υπηρεσιών, καθόσον με την εγκαθίδρυση και την εφαρμογή του συστήματος αυτού το κράτος δεν αποβλέπει στην άσκηση αμειβομένων δραστηριοτήτων αλλά εκπληρώνει την αποστολή του έναντι των πολιτών του στον κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα (36).

60.      Πάντως, επίσης κατά πάγια νομολογία, μαθήματα που διδάσκονται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα τα οποία χρηματοδοτούνται κυρίως από ιδιωτικούς πόρους (και μάλιστα ιδίως, αλλά όχι κατ’ ανάγκην, από τους σπουδαστές ή τους γονείς τους) αποτελούν «υπηρεσίες» κατά την έννοια του άρθρου 57 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ο σκοπός τους έγκειται στην παροχή υπηρεσίας έναντι αμοιβής (37).

61.      Από τις δύο αυτές γραμμές της νομολογίας προκύπτει ότι το Δικαστήριο θεωρεί ότι το ουσιώδες στοιχείο για τον ορισμό των υπηρεσιών για τους σκοπούς του άρθρου 57 ΣΛΕΕ είναι το αν η υπηρεσία παρέχεται έναντι αμοιβής και όχι η φύση των ασκούμενων δραστηριοτήτων.

62.      Η σχετική με την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές νομολογία (38) επιβεβαιώνει την προσέγγιση αυτή στον βαθμό που υπάγει φορείς δημοσίου δικαίου επιφορτισμένους με αποστολές γενικού συμφέροντος, όπως η διαχείριση συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως υγείας, στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας (39). Η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει την ίδια νομική βάση με την οδηγία 93/13, δηλαδή το άρθρο 95 ΕΚ (πρώην άρθρο 100α της Συνθήκης ΕΟΚ, νυν άρθρο 114 ΣΛΕΕ) σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών. Η νομική αυτή βάση ρητώς τονίζει την ανάγκη νομοθετικής κατοχυρώσεως ενός υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών (40), δηλαδή σκοπό ο οποίος δεν επιδιώκεται από το 57 ΣΛΕΕ το οποίο αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

63.      Τέλος, το γράμμα της οδηγίας 93/13 δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη φύση και τον σκοπό των επίμαχων δραστηριοτήτων ή τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς τους. Αντιθέτως, ρητώς ορίζει ότι δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (41).

64.      Επομένως, φρονώ ότι το γεγονός ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο παρέχει επιδοτούμενη εκπαίδευση δεν εμποδίζει να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό είναι «επαγγελματίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 93/13.

65.      Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ορισμού του «επαγγελματία» («κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία»), τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 καθιστούν σαφές ότι η οδηγία έχει εφαρμογή σε ρήτρες που περιλαμβάνονται «στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός καταναλωτή» οι οποίες δεν αποτέλεσαν «αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης» (42). Η δέκατη αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζει το ευρύ περιεχόμενο της έννοια αυτής. «Κάθε σύμβαση» που συνάπτεται μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή (εξαιρουμένων των συμβάσεων όπως οι συμβάσεις εργασίας, οι συμβάσεις που αφορούν κληρονομικά δικαιώματα, οι συμβάσεις οικογενειακού δικαίου καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τη σύσταση και το καταστατικό εταιριών) καλύπτεται από την οδηγία (43). Μια σύμβαση μπορεί να είναι είτε γραπτή είτε προφορική (44). Το αντικείμενο της συμβάσεως δεν ασκεί επιρροή για την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (45).

66.      Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η οδηγία 93/13 ορίζει τις συμβάσεις, επί των οποίων έχει εφαρμογή, με γνώμονα την ιδιότητα των συμβαλλομένων, αναλόγως του αν ενεργούν ή όχι στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Το κριτήριο αυτό αντιστοιχεί στην αντίληψη στην οποία στηρίζεται το σύστημα προστασίας που θέσπισε η οδηγία, δηλαδή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως. Επομένως, ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται τους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (46).

67.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι «επαγγελματίας» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως νομικού καθεστώτος ή χαρακτηριστικών, το οποίο: (i) προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες οποιουδήποτε είδους ή τύπου και (ii) συνάπτει σύμβαση με καταναλωτή η οποία (iii) συνδέεται με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ο χαρακτήρας (δημόσιος ή ιδιωτικός), το αντικείμενο (δημόσια ή ιδιωτική αποστολή ή αποστολή γενικού συμφέροντος) καθώς και ο σκοπός (κερδοσκοπικός ή μη κερδοσκοπικός) στον οποίο αποβλέπει το πρόσωπο αυτό, δεν ασκούν επιρροή. Στην περίπτωση που η επίμαχη σύμβαση έχει συναφθεί μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία και συνδέεται με τις επιχειρηματικές, εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες του δεύτερου, το αντικείμενό της είναι επίσης αδιάφορο.

68.      Επομένως, φρονώ ότι επιδοτούμενο ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα δύναται να θεωρηθεί «επαγγελματίας» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 όταν συνάπτει καλυπτόμενες από την εν λόγω οδηγία συμβάσεις για σκοπούς που συνδέονται με τις δραστηριότητές του. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει στην προκειμένη περίπτωση και αν η συναφθείσα μεταξύ της S. Kuijpers και του KdG σύμβαση παραβιάζει τους επιτακτικούς κανόνες που θέσπισε η οδηγία αυτή.

 Πρόταση

69.      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Vredegerecht te Antwerpen (ειρηνοδικείου Αμβέρσας, Βέλγιο) ως εξής:

–        Τα εθνικά δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία και υπέχουν την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ακόμη και αν τούτο δεν τους ζητήθηκε ειδικά, μεταξύ άλλων λόγω της ερημοδικίας του καταναλωτή.

–        Επιδοτούμενο ελεύθερο εκπαιδευτικό ίδρυμα δύναται να θεωρηθεί «επαγγελματίας» κατά την έννοια της οδηγίας 93/13 όταν συνάπτει καλυπτόμενες από την εν λόγω οδηγία συμβάσεις για σκοπούς που συνδέονται με τις δραστηριότητές του. Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εξακριβώσει, σε κάθε επιμέρους υπόθεση, αν τούτο ισχύει και αν η επίμαχη σύμβαση παραβιάζει τους επιτακτικούς κανόνες που θέσπισε η οδηγία αυτή.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).


3      Βλ. τέταρτη και ένατη αιτιολογική σκέψη.


4      Αιτιολογική σκέψη 12.


5      Αιτιολογική σκέψη 14.


6      Στο κείμενο της οδηγίας στη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα, χρησιμοποιείται ενιαίος όρος, ήτοι ο όρος «professionnel» και «verkoper» αντιστοίχως.


7      Το εθνικό δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά τη φύση των ημεδαπών διατάξεων σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων. Δεν είναι βέβαιο αν, κατά το εθνικό δίκαιο, αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως διατάξεις «δημοσίας τάξεως».


8      Η έννοια της «επιχειρήσεως» στη βελγική νομοθεσία εφαρμογής μπορεί να ερμηνευθεί ως στενότερη σε σχέση με αυτή του «επαγγελματία» (μέρος του ορισμού του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/13) και ότι, ως εκ τούτου, εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας συμβάσεις όπως η επίμαχη εν προκειμένω.


9      Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C-137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 56). Στην τελευταία υπόθεση, το Δικαστήριο ρητώς διέκρινε, στις σκέψεις 49 έως 52 της αποφάσεώς του, μεταξύ του ζητήματος αν μια σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 (πρώτο στάδιο εξετάσεως) και του καταχρηστικού ή μη χαρακτήρα των όρων της εν λόγω συμβάσεως (δεύτερο στάδιο εξετάσεως).


10      Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 52).


13      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 39).


14      Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C-168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 29) (βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων). Εν προκειμένω, αν η S. Kuijpers αδυνατούσε να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις 200 ευρώ του προγράμματος αποπληρωμής της KdG Stuvo, ενδεχομένως δίστασε να αποταθεί σε δικηγόρο για τη νομική της εκπροσώπηση ενόψει της επικείμενης δίκης.


15      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Faber (C-497/13, EU:C:2014:2403, σημεία 57 έως 59).


16      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 20 έως 27).


17      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 47).


18      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C-40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 53).


19      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C-137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 45).


20      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C-137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 51).


21      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C-618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 53).


22      Απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, ERSTE Bank Hungary (C-32/14, EU:C:2015:637, σκέψη 63).


23      Απόφαση της 30ής Μαΐου 2013 (C-488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 45).


24      Βλ. σημείο 8 των παρουσών προτάσεων.


25      Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Schottelius (C-247/16, EU:C:2017:638, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Wathelet (C-149/15, EU:C:2016:840, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


27      Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Wathelet (C-149/15, EU:C:2016:217, σημείο 44).


28      Ασφαλώς, η διαφορετική ορολογία σε αυτά τα νομοθετήματα αντικατοπτρίζει τις διαφορές μεταξύ των πεδίων εφαρμογής τους. Έτσι, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ και δʹ, της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πωλήσεως και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ 1999, L 171, σ. 12), χρησιμοποιούνται οι όροι «πωλητής» και «παραγωγός»· στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), χρησιμοποιείται ο όρος «εμπορευόμενος»· στο άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66), χρησιμοποιείται ο όρος «πιστωτικός φορέας»· και στο άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), χρησιμοποιείται ο όρος «έμπορος».


29      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C-59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 26).


30      Έβδομη αιτιολογική σκέψη.


31      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Costea (C-110/14, EU:C:2015:271, σημείο 20).


32      Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διάταξη μέσω της οποίας να αποκτούν συγκεκριμένο αποτέλεσμα οι εξαιρέσεις που προβλέπονται από την τρίτη ημιπερίοδο της αιτιολογικής αυτής σκέψεως.


33      Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψεις 24 και 25).


34      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψεις 37 και 41).


35      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 32).


36      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1993, Wirth (C-109/92, EU:C:1993:916, σκέψη 15).


37      Απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Zanotti (C-56/09, EU:C:2010:288, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


38      Βλ. σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


39      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs (C‑59/12, EU:C:2013:634, σκέψεις 37 και 41).


40      Βλ. άρθρο 100α, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ και άρθρο 95, παράγραφος 3, ΣΕΚ.


41      Αιτιολογική σκέψη 14. Βλ., επίσης, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψεις 24 και 25).


42      Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψη 19).


43      Αιτιολογική σκέψη 10.


44      Αιτιολογική σκέψη 11.


45      Διάταξη της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Dumitraș (C-534/15, EU:C:2016:700, σκέψη 27).


46      Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2015, Šiba (C-537/13, EU:C:2015:14, σκέψεις 21 και 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).