Language of document :

Προσφυγή της 27ης Ιουνίου 2019 – Coppo Gavazzi κατά Κοινοβουλίου

(Υπόθεση T-389/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Maria Teresa Coppo Gavazzi (Μιλάνο, Ιταλία) (εκπρόσωπος: M. Merola, δικηγόρος)

Καθού: Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να κηρύξει ανυπόστατη ή να ακυρώσει στο σύνολό της την πράξη με την οποία η προσφεύγουσα πληροφορήθηκε, διά της προσβαλλόμενης ανακοίνωσης, ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επαναπροσδιόρισε τα δικαιώματα σε σύνταξη γήρατος και διέταξε την ανάκτηση του καταβεβλημένου ποσού με βάση τον προηγούμενο υπολογισμό της συντάξεως∙

να διατάξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποδώσει όλα τα αχρεωστήτως παρακρατηθέντα ποσά προσαυξημένα με τους νόμιμους τόκους από την ημερομηνία παρακράτησης του ποσού και να υποχρεώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκτελέσει την εκδοθησομένη απόφαση και να προβεί σε όλες τις πρωτοβουλίες, πράξεις ή αποφάσεις που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της άμεσης και στο ακέραιο αποκατάστασης του αρχικού μέτρου παροχής συντάξεων∙

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πράξης με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επαναπροσδιόρισε τα δικαιώματα σε σύνταξη γήρατος της προσφεύγουσας κατόπιν θέσεως σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2019 της απόφασης αριθ. 14/2018 του Ufficio di Presidenza della Camera dei Deputati (Προεδρείου της Βουλής, Ιταλία) και διέταξε την ανάκτηση του καταβεβλημένου με βάση τον προηγούμενο υπολογισμό ποσού.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους.

Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει την αναρμοδιότητα του συντάκτη της πράξης, την παραβίαση του ουσιώδους τύπου και τη διαρκή παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Υποστηρίζεται συναφώς ότι η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι παράνομη διότι πάσχει σοβαρές και πρόδηλες παραβιάσεις κυρίως διαδικαστικής φύσεως, και ιδίως: η απόφαση υιοθετήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και όχι από το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 11α, παράγραφος 6 και στο άρθρο 25, παράγραφος 3, του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ανακοίνωση στερείται παντελώς αιτιολογίας όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε και οι οποίοι συνεπάγονται την αυτόματη εφαρμογή της ιταλικής απόφασης.

Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα επικαλείται την έλλειψη νομικής βάσης της προσβαλλόμενης πράξης και την πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 75 των Μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Υποστηρίζεται συναφώς ότι η προσβαλλόμενη πράξη ορίζει εσφαλμένως ως νομική βάση το παράρτημα III των κανονιστικών ρυθμίσεων περί καταβολής των εξόδων και αποζημιώσεων των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΑΒ) και το άρθρο 75 των Μέτρων εφαρμογής του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (στο εξής: μέτρα εφαρμογής). Το ίδρυμα παροχής συντάξεων που προβλέπεται από τις κανονιστικές ρυθμίσεις ΕΑΒ καταργήθηκε στις 14 Ιουλίου 2009, με την έναρξη ισχύος του καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όσον αφορά το άρθρο 75 των Μέτρων εφαρμογής, το οποίο παραπέμπει στο παράρτημα ΙΙΙ των κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΑΒ, αυτό δεν εξουσιοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υιοθετήσει μέτρα όπως το προσβαλλόμενο.

Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανακοίνωση παραβιάζει προφανώς την επιφύλαξη νομοθετικής αρμοδιότητας που ορίζεται στο άρθρο 75, παράγραφος 2, των Μέτρων εφαρμογής, το οποίο αναφέρεται ρητώς στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία, αποκλείοντας συνεπώς τη συνάφεια των εσωτερικών συνεδριάσεων της Βουλής ενός κράτους μέλους.

Υποστηρίζεται συναφώς ότι οι προβλεπόμενες στην απόφαση αριθ. 14/2018 του Προεδρείου της ιταλικής Βουλής τροποποιήσεις υιοθετήθηκαν όχι με νόμο του κράτους, αλλά κατόπιν απλής διάσκεψης του Προεδρείου της ιταλικής Βουλής.

Με τον τέταρτο λόγο της προσφυγής, η προσφεύγουσα επικαλείται την πρόδηλη παραβίαση των γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου, όπως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της διατήρησης των κεκτημένων δικαιωμάτων και της αρχής της ισότητας.

Υποστηρίζεται συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει κατάφωρα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πρώην βουλευτών στη μη παραβίαση των κεκτημένων από αυτούς δικαιωμάτων, καθώς και στις προσδοκίες που βασίζονται στο κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τη θητεία τους. Επιπλέον, η σημαντική μείωση των αποδοχών των πρώην βουλευτών με βάση την προηγούμενη νομοθετική ρύθμιση δεν στηρίζεται σε προσήκουσα εκ του νόμου αιτιολογία ή σε επιτακτική απαίτηση όπως προβλέπεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

____________