Language of document : ECLI:EU:T:2011:618

Υπόθεση T-190/08

Chelyabinsk electrometallurgical integrated plant OAO (CHEMK) και Kuzneckie ferrosplavy OAO (KF)

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής – Περιθώριο κέρδους – Ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές – Ζημία – Αιτιώδης σύνδεσμος – Καταγγελία – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της τιμής εξαγωγής

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 9)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ

(Άρθρο 253 ΕΚ)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Πρότερη κοινοποίηση προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου σε παραγωγό εγκατεστημένο στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας

(Συμφωνία σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου, άρθρο 36 § 2· κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαιώματα άμυνας

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 1)

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Δικαίωμα προσβάσεως

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 7 και 8 § 4)

7.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 3 §§ 2, 5 και 6, 4 § 1 και 5 § 4)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Απόδειξη του αιτιώδους συνδέσμου

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 7)

1.      Από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού1225/2009) προκύπτει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να θεωρήσουν ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστη σε δύο περιπτώσεις, όταν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου ή λόγω συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου. Πέραν των περιπτώσεων αυτών, τα θεσμικά όργανα οφείλουν, όταν υφίσταται τιμή εξαγωγής, να προσδιορίζουν το ντάμπινγκ βάσει της τιμής αυτής.

(βλ. σκέψη 26)

2.      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), όταν η τιμή εξαγωγής καθορίζεται βάσει της τιμής πωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή ή επί άλλης εύλογης βάσεως, πραγματοποιούνται προσαρμογές ώστε να συνυπολογιστούν όλες οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, καθώς και το περιθώριο κέρδους, προκειμένου να προσδιοριστεί αξιόπιστη τιμή εξαγωγής στο επίπεδο των κοινοτικών συνόρων. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 2, παράγραφος 9, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1225/2009), οι δαπάνες για τις οποίες πραγματοποιείται προσαρμογή περιλαμβάνουν εύλογο περιθώριο για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και διοικητικά έξοδα και το κέρδος.

Το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, ενώ προβλέπει προσαρμογή όσον αφορά το περιθώριο κέρδους, δεν προβλέπει συγκεκριμένη μέθοδο υπολογισμού ή καθορισμού του εν λόγω περιθωρίου. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η διάταξη αυτή είναι ο εύλογος χαρακτήρας του περιθωρίου κέρδους για το οποίο πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή.

Αν ο παραγωγός και ο εισαγωγέας συνδέονται μεταξύ τους, το εύλογο περιθώριο κέρδους μπορεί να υπολογιστεί όχι βάσει στοιχείων προερχόμενων από τον συνδεδεμένο εισαγωγέα, τα οποία έχουν ενδεχομένως επηρεαστεί λόγω του συνδέσμου αυτού, αλλά στοιχείων προερχόμενων από ανεξάρτητο εισαγωγέα.

Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού επιβάλλει στα θεσμικά όργανα μόνον την υποχρέωση να χρησιμοποιήσουν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν αν τούτο θα είναι το πραγματικό περιθώριο κέρδους του συνδεδεμένου εισαγωγέα ή το υποθετικό περιθώριο κέρδους των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων.

Σε κάθε περίπτωση, τα θεσμικά όργανα διαθέτουν στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας ευρεία διακριτική εξουσία, οπότε ο έλεγχος που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης είναι περιορισμένος. Ο καθορισμός εύλογου περιθωρίου κέρδους δεν εξαιρείται από την αρχή αυτή, δεδομένου ότι προϋποθέτει κατ’ ανάγκην πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

(βλ. σκέψεις 27-30, 38)

3.      Από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 253 EK πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της αρχής της Ένωσης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, ο δε δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του.

Συναφώς, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να απαντά, με την αιτιολογία ενός κανονισμού περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, δεν απαιτείται να παρατίθενται στην αιτιολογία όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις της αιτιολογίας πρέπει να κρίνονται βάσει ιδίως του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η πράξη και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν τον οικείο τομέα. Αρκεί το Συμβούλιο να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που είναι ουσιώδεις για την όλη οικονομία του κανονισμού αυτού.

(βλ. σκέψεις 44-45)

4.      Το άρθρο 36, παράγραφος 2, της Συμφωνίας σταθεροποίησης και σύνδεσης μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους, αφενός, και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αφετέρου, προβλέπει, αφενός, ότι το Συμβούλιο σταθερότητας και σύνδεσης ενημερώνεται για την υπόθεση ντάμπινγκ μόλις κινηθεί η διαδικασία της έρευνας και, αφετέρου, ότι αν δεν παύσει η πρακτική ντάμπινγκ ή δεν εξευρεθεί άλλη ικανοποιητική λύση εντός τριάντα ημερών από την παραπομπή της υποθέσεως στο Συμβούλιο σταθερότητας και σύνδεσης, μπορούν να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η αμοιβαία γνωστοποίηση πληροφοριακών στοιχείων μεταξύ της Επιτροπής και των εγκατεστημένων στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας παραγωγών-εξαγωγέων είναι υποχρεωτική πριν την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη ικανοποιητικής λύσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Για τον ίδιο λόγο, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το σκεπτικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων τα θεσμικά όργανα κρίνουν απαραίτητη την επιβολή προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να γνωστοποιούνται στους παραγωγούς-εξαγωγείς, καθώς θα ήταν δυσχερές γι’ αυτούς να προτείνουν ικανοποιητική λύση χωρίς τα στοιχεία αυτά.

Επομένως, η περίπτωση του εγκατεστημένου στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο οποίος, επωφελούμενος από την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, έλαβε εκ των προτέρων το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο, σχετικά με την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ, δεν ταυτίζεται με την περίπτωση του παραγωγού ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος, με το οποίο δεν έχει συναφθεί τέτοια συμφωνία. Υπό τις περιπτώσεις αυτές, η γνωστοποίηση του προσωρινού ενημερωτικού εγγράφου στον πρώτο, αλλά όχι στον δεύτερο παραγωγό, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διότι οι εμπλεκόμενες εταιρίες δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, η δε διαφορετική μεταχείριση θεμελιώνεται σε κανονιστική διάταξη.

(βλ. σκέψεις 68-69, 72)

5.      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) αφορά τα της ενημερώσεως των ενδιαφερομένων. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να ζητούν τη γνωστοποίηση των περιστατικών και του σκεπτικού βάσει των οποίων επιβλήθηκαν τα προσωρινά μέτρα, και ορίζει τη σχετική διαδικασία. Το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι οι σχετικές αιτήσεις υποβάλλονται εγγράφως αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, τα δε πληροφοριακά στοιχεία κοινοποιούνται εγγράφως το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αιτήσεως.

Ωστόσο, το γράμμα του άρθρου αυτού δεν συνηγορεί υπέρ της θέσεως ότι το προσωρινό ενημερωτικό έγγραφο μπορεί να κοινοποιηθεί στους εξαγωγείς μόνο μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ, κατόπιν γραπτού αιτήματος. Από το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ζητήσουν την κοινοποίηση του ενημερωτικού εγγράφου μόνο μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και εγγράφως, πλην όμως το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να κοινοποιήσει αυτεπαγγέλτως το εν λόγω έγγραφο πριν την επιβολή των προσωρινών μέτρων και χωρίς να της έχει υποβληθεί σχετικό γραπτό αίτημα.

(βλ. σκέψεις 81-82)

6.      Κατ’ ουσίαν, το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 6, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009) προβλέπει ότι οι ενδιαφερόμενοι δύνανται, εφόσον υποβάλουν γραπτό αίτημα, να μελετήσουν τον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας και να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των στοιχείων του φακέλου, τις οποίες η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη της. Αφετέρου, το άρθρο 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009) προβλέπει ότι τα μέρη που προτείνουν την ανάληψη υποχρεώσεως υποχρεούνται να παράσχουν και μια μη εμπιστευτική περιγραφή της υποχρεώσεως, δυνάμενη να κοινοποιηθεί στους ενδιαφερόμενους τους οποίους αφορά η έρευνα.

Δεν έχει έρεισμα στο γράμμα των διατάξεων αυτών η άποψη ότι η προσθήκη της προτάσεως ενός παραγωγού, περί αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 8, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Οι διατάξεις αυτές, μολονότι υποχρεώνουν, αφενός, τους ενδιαφερόμενους που έχουν υποβάλει πρόταση περί αναλήψεως υποχρεώσεων ως προς τις τιμές να υποβάλουν και μη εμπιστευτικό κείμενο της προτάσεώς τους και, αφετέρου, την Επιτροπή να παρέχει πρόσβαση στο εν λόγω μη εμπιστευτικό κείμενο στους ενδιαφερόμενους που έχουν υποβάλει γραπτό αίτημα, εντούτοις δεν περιέχουν κανένα στοιχείο ούτε, κατά μείζονα λόγο, επιβάλλουν υποχρέωση σχετικά με το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να προστίθεται αντίγραφο της προτάσεως περί αναλήψεως υποχρεώσεων στον μη εμπιστευτικό φάκελο της διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 84-85)

7.      Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παραγράφων 2, 5 και 6 του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν παραγράφων 2, 5 και 6 του άρθρου 3 του κανονισμού 1225/2009) προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι ο προσδιορισμός της ζημίας προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων, των επιπτώσεων του όγκου ή/και του επιπέδου των τιμών των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία, η δε εξέταση αυτή συνίσταται σε αξιολόγηση των οικονομικών παραμέτρων και δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση της εν λόγω βιομηχανίας.

Εξάλλου, η έννοια της κοινοτικής βιομηχανίας, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφοι 2, 5 και 6, του βασικού κανονισμού, ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού (νυν άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), κατά το οποίο ο όρος «κοινοτική βιομηχανία» θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 5, παράγραφος 4, του κανονισμού 1225/2009), της συνολικής κοινοτικής παραγωγής των εν λόγω προϊόντων.

Επιπλέον, το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού ορίζει τα της ενάρξεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η καταγγελία θεωρείται ότι έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό της κοινοτικής βιομηχανίας, εφόσον υποστηρίζεται από κοινοτικούς παραγωγούς των οποίων η παραγωγή αθροιζόμενη αντιπροσωπεύει ποσοστό άνω του 50 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συγκεκριμένου προϊόντος.

Επομένως, από την ανάλυση των διατάξεων αυτών προκύπτει, αφενός, ότι η διαπίστωση των κοινοτικών οργάνων περί προκλήσεως ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία δεν προϋποθέτει ότι όλες οι συναφείς οικονομικές παράμετροι και δείκτες είναι οπωσδήποτε αρνητικές. Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα πρέπει να αξιολογούν την επίπτωση των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά –δηλαδή στο σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ή, τουλάχιστον, στους παραγωγούς που υποστήριξαν την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και των οποίων η παραγωγή αθροιζόμενη υπερβαίνει το 50 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του οικείου προϊόντος–, έχοντας, όμως, ευχέρεια επιλογής της μεθόδου που θα χρησιμοποιήσουν προς τούτο. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν οι προσφεύγουσες, τα θεσμικά όργανα δύνανται είτε να αποδείξουν ότι προκλήθηκε ζημία σε κάθε κοινοτικό παραγωγό είτε να αποδείξουν την πρόκληση τέτοιας ζημίας, βάσει συγκεντρωτικών ή σταθμισμένων στοιχείων, για το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών που απαρτίζουν την κοινοτική βιομηχανία κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 111-114)

8.      Κατά τη διαδικασίας θεσπίσεως μέτρων αντιντάμπινγκ, η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που έχει υποστεί η κοινοτική βιομηχανία δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της λεγόμενης «απαλλακτικής» αναλύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλείται από άλλες παραμέτρους στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στο να έχουν τα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις άλλων παραμέτρων, είναι δυνατόν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ζημία που υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός μεμονωμένα από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να πρέπει να συνεκτιμάται, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά.

(βλ. σκέψη 172)