Language of document : ECLI:EU:T:2011:619

Υπόθεση T-192/08

Transnational Company «Kazchrome» AO και

ENRC Marketing AG

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές σιδηροπυριτίου καταγωγής πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Κίνας, Αιγύπτου, Καζακστάν και Ρωσίας – Αιτιώδης σύνδεσμος – Κοινοτικό συμφέρον – Άρνηση συνεργασίας – Διαθέσιμα στοιχεία – Επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Κριτήρια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρo 3 §§ 6 και 7, και 2009/1225, άρθρo 3 §§ 6 και 7)

2.      Διεθνείς συμφωνίες – Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου –GATT του 1994 – Άμεσο αποτέλεσμα – Δεν υφίσταται – Δεν επιτρέπεται η αμφισβήτηση της νομιμότητας κοινοτικής πράξεως με επίκληση των συμφωνιών του ΠΟΕ – Εξαιρέσεις – Κοινοτική πράξη που αποσκοπεί στην εφαρμογή τους ή στην οποία παραπέμπουν ρητώς και συγκεκριμένα οι συμφωνίες αυτές

(Άρθρο 230 EK· Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3, και 1225/2009, άρθρο 3)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Υποχρεώσεις των οργάνων

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρo 3 § 7, και 1225/3, άρθρο 3 § 7)

5.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός τους στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών – Αντιντάμπινγκ

6.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία – Διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου – Υποχρεώσεις των οργάνων

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3 § 7, και 172/1225, άρθρο 3 § 7)

7.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Προσδιορισμός του αντικειμένου της διαφοράς – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής – Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 44 § 1, στοιχείο γ΄)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Συνεκτίμηση πληροφοριακών στοιχείων σχετικών με χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της έρευνας – Επιτρέπεται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 6 § 1 και 21 § 1, και 2009/1225, άρθρα 6 § 1 και 21 § 1)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 21 § 1, και 1225/21, άρθρο 21 § 1)

10.    Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Κανονισμός περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ

(Άρθρο 253 ΕΚ)

11.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διεξαγωγή της έρευνας – Διαθέσιμα δεδομένα – Δυνατότητα χρήσεως σε περίπτωση ματαιώσεως του επιτόπιου ελέγχου

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 18 §§ 1 και 3, και 2009/1225, άρθρο 18 §§ 1 και 3)

12.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έκταση της υποχρεώσεως της Επιτροπής να ελέγξει τα στοιχεία που προσκομίζουν οι ενδιαφερόμενοι – Στοιχεία παρεχόμενα κατόπιν του χαρακτηρισμού ως επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς – Περιλαμβάνονται

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρα 2 § 7, στοιχείο β΄, 6 § 8 και 16 § 1, και 1225/2009, άρθρα 2 § 7, στοιχείο β΄, 6 § 8 και 16 § 1)

13.    Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν θίγεται το κύρος κανονισμού με τον οποίο επιβάλλεται οριστικός δασμός – Προϋποθέσεις

(Κανονισμοί του Συμβουλίου 384/96, άρθρο 3 § 7, και 1225/3, άρθρο 3 § 7)

1.      Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα της διατάξεως αυτής, από το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα πρέπει να αποδείξουν ότι οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, λόγω του όγκου τους και των τιμών (ανάλυση περί καταλογισμού). Περαιτέρω, από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν αποδίδεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (απαλλακτικής ανάλυση).

Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι τα θεσμικά όργανα να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις των άλλων παραμέτρων.

Για τον λόγο αυτό, είναι σε ορισμένες περιπτώσεις απαραίτητη η συνολική εξέταση των παραμέτρων αυτών. Τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση που τα θεσμικά όργανα διαπιστώσουν, μετά από εξατομικευμένη ανάλυση, ότι κάθε μία από τις λοιπές παραμέτρους είχε επιπτώσεις στην κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας, χωρίς, όμως, οι επιπτώσεις αυτές να μπορούν να χαρακτηριστούν ως σημαντικές.

Η ανάλυση περί αιτιώδους συνδέσμου δεν είναι απαραίτητο να αφορά την κοινοτική βιομηχανία συνολικά, με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστη ένας μεμονωμένος κοινοτικός παραγωγός εξ άλλης αιτίας, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλες τις λοιπές γνωστές παραμέτρους που προξένησαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, και, αφετέρου, να εξασφαλίζουν ότι η οφειλόμενη στις εν λόγω παραμέτρους ζημία δεν καταλογίζεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού δεν ορίζει ότι, κατά την εξέταση αυτή, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη η ζημία που προκαλείται από άλλες παραμέτρους στην κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Συνεπώς, ενδέχεται, υπό σε ορισμένες προϋποθέσεις, η ζημία που μεμονωμένα υπέστη ένας κοινοτικός παραγωγός από άλλη αιτία, πέραν των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να πρέπει να συνεκτιμηθεί, εφόσον αποτελεί μέρος της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνολικά. Ωστόσο, το ενδεχόμενο αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα υποχρεούνται να εξετάζουν συστηματικά την περίπτωση εκάστου κοινοτικού παραγωγού χωριστά.

(βλ. σκέψεις 30-31, 37, 41-45, 88, 180, 194-195, 209)

2.      Οι συμφωνίες Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), λόγω της φύσεως και της οικονομίας τους, δεν περιλαμβάνονται, καταρχήν, στους κανόνες βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων των οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ. Ωστόσο, στην περίπτωση που η Κοινότητα θέλησε να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που είχε αναλάβει στο πλαίσιο του ΠΟΕ ή στην περίπτωση που η κοινοτική πράξη ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των Συμφωνιών ΠΟΕ εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει τη νομιμότητα της σχετικής πράξεως της Ένωσης με γνώμονα τους κανόνες του ΠΟΕ. Τέτοια είναι η περίπτωση του κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, σκοπός του οποίου είναι να μεταφερθούν στο δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο του δυνατού, οι κανόνες της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994. Επιπλέον, μολονότι η ερμηνεία των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ από το όργανο επιλύσεως διαφορών του ΠΟΕ δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του κύρους ενός εφαρμοστικού κανονισμού, δεν υπάρχει διάταξη που να απαγορεύει στο Γενικό Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη του την ερμηνεία αυτή, όταν σκοπεύει να ερμηνεύσει διάταξη του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 32-33, 36)

3.      Το ζήτημα αν η κοινοτική βιομηχανία υπέστη ζημία και αν η ζημία αυτή οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, καθώς και το ζήτημα αν άλλες γνωστές παράμετροι συνέβαλαν στην επέλευση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών ζητημάτων, για την οποία τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Εντεύθεν προκύπτει ότι ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης επί των εκτιμήσεων των θεσμικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 51, 90, 164)

4.      Δεν ευσταθεί η θέση ότι, εφόσον η ανάλυση σχετικά με τον αιτιώδη σύνδεσμό μεταξύ των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία στηρίχθηκε στη θεωρητική ονομαστική παραγωγική δυνατότητα, και όχι στην πραγματική παραγωγική δυνατότητα, παραβιάζεται ο κανόνας περί μη καταλογισμού. Συγκεκριμένα, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μεταστροφή της χρήσεως των μέσων παραγωγής καθιστά επιτακτική την προσαρμογή των σχετικών με την παραγωγική δυνατότητα στοιχείων, εντούτοις τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να αντικατοπτρίζουν κάθε προσωρινή παύση της λειτουργίας των εγκαταστάσεων παραγωγής. Αντιθέτως, στις περιπτώσεις αυτές, τα θεσμικά όργανα πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009) και να προβαίνουν στη δέουσα ανάλυση περί μη καταλογισμού, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να διαχωρίζεται και να διακρίνεται η ζημία που ενδεχομένως οφείλεται στις προσωρινές παύσεις της παραγωγής από τη ζημία που οφείλεται στις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 105, 109)

5.      Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλονται όχι μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών που μπορούν να καταλήξουν σε επιβολή κυρώσεων, αλλά και στο πλαίσιο διαδικασιών έρευνας που προηγείται της εκδόσεως κανονισμών αντιντάμπινγκ, οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις οικείες επιχειρήσεις άμεσα και ατομικά και να έχουν δυσμενείς γι’ αυτές συνέπειες. Ειδικότερα, πρέπει να δίδεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα, ήδη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν.

Όσον αφορά τις αποκλίσεις και τα σφάλματα σχετικά με τα κύρια πραγματικά περιστατικά και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων κρίνεται σκόπιμη η επιβολή προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ, δεν πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να συγχέουν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με την ύπαρξη σφαλμάτων δυνάμενων να θίξουν τη νομιμότητα του κανονισμού με τον οποίον επιβάλλεται ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, το γεγονός δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή έχει προσβάλει τα δικαιώματα αυτά. Σε κάθε περίπτωση, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας δεν υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα να απαντούν σε κάθε επιχείρημα που προβάλλει ένας παραγωγός-εξαγωγέας κατά τη διαδικασία, αλλά μόνο να παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υπερασπίζονται λυσιτελώς τα συμφέροντά τους.

(βλ. σκέψεις 110, 319, 321, 326-327, 332)

6.      Τα θεσμικά όργανα παραβιάζουν το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009), εφόσον δεν διαχωρίζουν και δεν διακρίνουν τις επιπτώσεις των σημαντικών επενδύσεων στις οποίες προέβη η κοινοτική βιομηχανία κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα από τις επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το ίδιο ισχύει και για την παράλειψη των θεσμικών οργάνων να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις της μη αποδοτικότητας ορισμένων κοινοτικών παραγωγών στο σύνολο της κοινοτικής βιομηχανίας.

Ωστόσο, η παράβαση αυτή δικαιολογεί ακύρωση ενός εφαρμοστικού κανονισμού, όπως ο κανονισμός 172/2008, μόνον εφόσον θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά του, καθιστώντας ελαττωματική τη σχετική με τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάλυση των θεσμικών οργάνων. Τούτο δεν συμβαίνει όταν οι εν λόγω επενδύσεις δεν έχουν συμβάλει σε σημαντικό βαθμό στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία κατά το χρονικό διάστημα το οποίο αφορούσε η έρευνα.

(βλ. σκέψεις 116, 119-120, 180-182, 211)

7.      Κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχεία γ΄ και δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς, τα αιτήματα του προσφεύγοντος και συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορούν ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο, για να είναι παραδεκτή η προσφυγή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το δικόγραφο. Η προσφυγή μπορεί μεν να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, ως προς συγκεκριμένα σημεία, με παραπομπές σε αποσπάσματα εγγράφων που επισυνάπτονται στο δικόγραφο πλην όμως η γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ακόμη και αν αυτά επισυνάπτονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν καλύπτει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας που πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής.

(βλ. σκέψη 212)

8.      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) δεν έχει εφαρμογή όσον αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής κοινοτικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), πράγμα που συνεπάγεται ότι τα στοιχεία που είναι μεταγενέστερα του χρονικού διαστήματος το οποίο αφορούσε η έρευνα δεν μπορούν κανονικά να ληφθούν υπόψη ενόψει της διαπιστώσεως αυτής. Συγκεκριμένα, ο καθορισμός μιας περιόδου έρευνας και η απαγόρευση λήψεως υπόψη στοιχείων μεταγενέστερων αυτής έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν ότι τα αποτελέσματα της έρευνας θα είναι αντιπροσωπευτικά και αξιόπιστα. Η περίοδος έρευνας που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αποβλέπει ιδίως στο να διασφαλίζει ότι τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο προσδιορισμός του ντάμπινγκ και της ζημίας δεν επηρεάζονται από τη συμπεριφορά των ενδιαφερόμενων παραγωγών που έπεται της κινήσεως της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, επομένως, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται μετά το πέρας της διαδικασίας μπορεί όντως να καλύψει τη ζημία που απορρέει από το ντάμπινγκ.

Εξάλλου, αφενός, το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού δεν θέτει χρονικό περιορισμό όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα θεσμικά όργανα προκειμένου να διαπιστώσουν την ύπαρξη κοινοτικού συμφέροντος. Αφετέρου, η εξέταση του κοινοτικού συμφέροντος απαιτεί αξιολόγηση των πιθανών συνεπειών τόσο της εφαρμογής όσο και της μη εφαρμογής των σχεδιαζόμενων μέτρων για το συμφέρον της κοινοτικής βιομηχανίας και για τα άλλα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Η αξιολόγηση αυτή συνεπάγεται πρόβλεψη στηριζόμενη σε υποθέσεις σχετικά με μελλοντικές εξελίξεις, η οποία καθιστά αναγκαία την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Η αξιολόγηση αυτή εμπίπτει στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή και, συνεπώς, υπόκειται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, ήτοι στη εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 221-224, 227)

9.      Η εκτίμηση του κοινοτικού συμφέροντος, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 21, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009), προϋποθέτει στάθμιση των συμφερόντων των εμπλεκομένων και του γενικού συμφέροντος. Ωστόσο, προγενέστερη απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι τα επιβληθέντα κατά το παρελθόν μέτρα αντιντάμπινγκ δεν έχουν διορθωτικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις εισαγωγές πανομοιότυπου προϊόντος προερχόμενου από τις ίδιες χώρες ως προς τις οποίες διεξάγεται η έρευνα μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, εφόσον συμβάλλει στη διαπίστωση του αν το κοινοτικό συμφέρον επιτάσσει την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 240-241)

10.    Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να καταφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία, η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη βαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται να απαντούν, με την αιτιολογία του προσωρινού ή του οριστικού κανονισμού, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία. Εφόσον η Επιτροπή έχει αναλύσει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τις συνέπειες των μέτρων αντιντάμπινγκ για τους ενδιαφερόμενους και το Συμβούλιο εξέτασε κατά τρόπο συντομότερο, αλλ’ εξίσου σαφή, τις επιπτώσεις που είχε η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα θεσμικά όργανα έχουν παραβιάσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 256-257)

11.    Στις έρευνες που διεξάγονται στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, η ματαίωση επιτόπιου ελέγχου με υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου πρέπει να εξεταστεί βάσει της παραγράφου 1 και όχι της παραγράφου 3 του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν παράγραφοι 3 και 1 του άρθρου 18 του κανονισμού 1225/2009). Συγκεκριμένα, αφενός, η ματαίωση του επιτόπιου ελέγχου, μολονότι δεν εμπίπτει στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, πρέπει εντούτοις να χαρακτηριστεί, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής ανωτέρας βίας, ως άρνηση προσβάσεως σε πληροφοριακά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή κρίνει απαραίτητα, κατά την έννοια της πρώτης περιπτώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. Αφετέρου, δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 18, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού με σκοπό την καταστρατήγηση της υποχρεώσεως αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, όταν ο έλεγχος αυτός κρίνεται απαραίτητος από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. Βεβαίως, κατά τη διάταξη αυτή, αν τα πληροφοριακά στοιχεία δεν είναι άρτια από κάθε άποψη, η χρήση των διαθέσιμων στοιχείων αποκλείεται μόνον εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια Σε περίπτωση, όμως, μη αποδοχής της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο ενδιαφερόμενος όντως έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

Όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός δεν απονέμει στην Επιτροπή καμία εξουσία έρευνας που να της επιτρέπει να εξαναγκάζει τους παραγωγούς ή εξαγωγείς τους οποίους αφορά η καταγγελία να συμμετέχουν στην έρευνα ή να παρέχουν πληροφορίες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την εκούσια συνεργασία των ενδιαφερομένων μερών όσον αφορά την παροχή των αναγκαίων στοιχείων εντός των τασσομένων προθεσμιών. Η μη αποδοχή της διενέργειας επιτόπιου ελέγχου αντιβαίνει στον σκοπό της ειλικρινούς συνεργασίας και της επιμέλειας, στην επίτευξη των οποίων κατατείνει το άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού.

Τέλος, από την οικονομία του βασικού κανονισμού προκύπτει, αφενός, ότι απόκειται στα θεσμικά όργανα να αποφασίσουν αν, προς εξακρίβωση των προσκομισθέντων από ενδιαφερόμενο πληροφοριακών στοιχείων, κρίνουν απαραίτητη την επιβεβαίωση των στοιχείων αυτών με επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις του εν λόγω ενδιαφερομένου, και, αφετέρου, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος παρεμποδίζει την εξακρίβωση των στοιχείων, αν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού και να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 270-276)

12.    Δεδομένου ότι το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 (νυν άρθρο 6, παράγραφος 8, του κανονισμού 1255/2009) δεν θέτει όρια στο περιεχόμενο της υποχρεώσεως εξακριβώσεως των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν προς θεμελίωση των διαπιστώσεων των θεσμικών οργάνων, υποχρεώσεως η οποία ισχύει για τα στοιχεία που προσκομίζει ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεις που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς. Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1225/2009) δεν θέτει κανένα περιορισμό όσον αφορά τη δυνατότητα διενέργειας επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις των ενδιαφερομένων, εφόσον τούτο κρίνεται σκόπιμο από την Επιτροπή. Επομένως, η δεύτερη αυτή διάταξη επιτρέπει στην Επιτροπή να διενεργεί επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του αιτήματός του να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ελέγξει, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, τα προσκομισθέντα προς στήριξη του αιτήματος πληροφοριακά στοιχεία.

Επομένως, το ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1225/2009) δεν επιβάλλει τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου στις εγκαταστάσεις παραγωγού-εξαγωγέα που ζητεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να διενεργηθεί τέτοιος έλεγχος. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, στο πλαίσιο της εξετάσεως αιτήματος περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται υπό το καθεστώς αυτό, ισοδυναμεί με την επιβολή πρόσθετης προϋποθέσεως, πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β΄, του βασικού κανονισμού.

(βλ. σκέψεις 294-296)

13.    Στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα δεν είναι υποχρεωμένα να ζητήσουν από τους κοινοτικούς παραγωγούς διευκρινίσεις σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής καταστάσεώς τους, διότι δεν είναι οι εν λόγω παραγωγοί αρμόδιοι να προβούν στην ανάλυση περί μη καταλογισμού, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού 384/96 (νυν άρθρο 3, παράγραφος 7, του κανονισμού 1225/2009). Αντιθέτως, την ανάλυση αυτή διενεργούν τα θεσμικά όργανα, Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της τηρήσεως των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει την πληροφόρηση των εξαγωγέων σχετικά με τα κύρια γεγονότα και εκτιμήσεις βάσει των οποίων εξετάζεται το ενδεχόμενο επιβολής προσωρινών δασμών, η προσβολή των δικαιωμάτων αυτών δεν μπορεί, αφεαυτής, να καταστήσει πλημμελή τον κανονισμό περί επιβολής των οριστικών δασμών, δεδομένου ότι ένας τέτοιος κανονισμός είναι διαφορετικός από τον κανονισμό περί επιβολής προσωρινών δασμών, εφόσον κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού αυτού διορθώθηκε η πλημμέλεια την οποία ενείχε η διαδικασία εκδόσεως του αντίστοιχου κανονισμού περί επιβολής προσωρινού δασμού.

(βλ. σκέψεις 314, 319)