Language of document : ECLI:EU:T:2023:640

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 18ης Οκτωβρίου 2023 (*)

«Εμπορική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 2020/502 – Μέτρα επιβληθέντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις εισαγωγές ορισμένων παράγωγων προϊόντων αλουμινίου και χάλυβα – Απόφαση της Ένωσης για την αναστολή εμπορικών παραχωρήσεων και άλλων ισοδύναμων υποχρεώσεων – Πρόσθετοι τελωνειακοί δασμοί επί των εισαγωγών προϊόντων που προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες – Προσφυγή ακυρώσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Παραδεκτό – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης»

Στην υπόθεση T‑402/20,

Zippo Manufacturing Co., με έδρα το Bradford, Pennsylvania (Ηνωμένες Πολιτείες),

Zippo GmbH, με έδρα το Emmerich am Rhein (Γερμανία),

Zippo SAS, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τον R. MacLean και τον D. Sevilla Pascual, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Flett, G.-D. Balan και M. Mataija,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους G. De Baere, πρόεδρο, G. Steinfatt και K. Kecsmár (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: M. Zwozdziak-Carbonne, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως δε:

–        τη διάταξη της 6ης Μαΐου 2021, για την εξέταση, μαζί με την ουσία της υπόθεσης, της ένστασης απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 2020·

–        το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 12ης Ιουλίου 2022 και τις απαντήσεις των διαδίκων που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 και 10 Αυγούστου 2022·

–        το μέτρο διεξαγωγής αποδείξεων της 21ης Σεπτεμβρίου 2022 και την απάντηση της Επιτροπής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2022,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησαν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Zippo Manufacturing Co. (στο εξής: ZMC), Zippo GmbH και Zippo SAS, ζητούν την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/502 της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2020, περί ορισμένων μέτρων εμπορικής πολιτικής που αφορούν ορισμένα προϊόντα καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ 2020, L 109, σ. 10, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός), κατά το μέρος που τις αφορά.

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

2        Οι προσφεύγουσες ανήκουν στον ίδιο όμιλο εταιριών. Δραστηριοποιούνται στην κατασκευή, τη διανομή και την εμπορία μηχανικών αντιανεμικών αναπτήρων από μέταλλο, με το σήμα Zippo, καθώς και στην εξυπηρέτηση του πελάτη μετά την πώληση. Τα προϊόντα αυτά κατασκευάζονται από τη ZMC, η οποία εμφανίζεται ως ο μόνος γνωστός κατασκευαστής του συγκεκριμένου είδους προϊόντων στις Ηνωμένες Πολιτείες.

3        Η ZMC εξάγει μέρος των προϊόντων της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα εν λόγω προϊόντα υπόκεινται σε δασμούς κατά την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, υπαγόμενα στη διάκριση 9613 80 00 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (στο εξής: κωδικός ΣΟ 9613 80 00) που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1). Ο κωδικός ΣΟ 9613 80 00 καλύπτει τους «Άλλους αναπτήρες κάθε είδους», οι οποίοι περιλαμβάνονται στους «Αναπτήρες κάθε είδους (με εξαίρεση τα είδη ανάφλεξης της κλάσης 3603), έστω και μηχανικοί ή ηλεκτρικοί, και τα μέρη τους εκτός από τις πέτρες και τα φιτίλια».

4        Τα επίμαχα προϊόντα πωλούνται από τη ZMC στις θυγατρικές της, Zippo GmbH και Zippo SAS, καθώς και σε εξουσιοδοτημένους ανεξάρτητους διανομείς, προς τον σκοπό της εμπορίας τους στο έδαφος της Ένωσης. Τα προϊόντα πωλούνται στο πλαίσιο σύμβασης «Ελεύθερο Επί του Πλοίου» (FOB), όπερ σημαίνει ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα προϊόντα αυτά μεταβιβάζονται στους συνδεδεμένους ή ανεξάρτητους διανομείς κατά τον χρόνο της παράδοσης των προϊόντων στον λιμένα ή στον αερολιμένα των Ηνωμένων Πολιτειών ενόψει της εξαγωγής τους. Οι συμφωνίες διανομής μεταξύ της ZMC και των διανομέων διευκρινίζουν επίσης ότι το συνολικό κόστος των δασμών βαρύνει τους διανομείς.

5        Στις 24 Ιανουαρίου 2020 οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θέσπισαν μέτρα υπό τη μορφή δασμολογικής αύξησης για τις εισαγωγές ορισμένων παράγωγων προϊόντων αλουμινίου και ορισμένων παράγωγων προϊόντων χάλυβα, με ισχύ από τις 8 Φεβρουαρίου 2020 και για αόριστη διάρκεια.

6        Τα μέτρα αυτά, τα οποία χαρακτηρίστηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως μέτρα ασφαλείας, συνιστούσαν, κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέτρα διασφάλισης ληφθέντα για τον περιορισμό των εισαγωγών με σκοπό την προστασία της εγχώριας βιομηχανίας από τον ξένο ανταγωνισμό και την εξασφάλιση, συνακόλουθα, της εμπορικής ανάπτυξης της χώρας. Η Επιτροπή έκρινε, επομένως, ότι έπρεπε να θεσπιστούν μέτρα προς εκτέλεση του κανονισμού (ΕΕ) 654/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, περί ασκήσεως των δικαιωμάτων της Ένωσης για την εφαρμογή και την επιβολή των διεθνών εμπορικών κανόνων και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΕΕ 2014, L 189, σ. 50).

7        Στις 6 Μαρτίου 2020, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 654/2014, η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των ενδιαφερομένων, θέτοντας στη διάθεσή τους προς τον σκοπό αυτόν έντυπο αναρτηθέν στον διαδικτυακό τόπο της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Εμπορίου της Επιτροπής. Η συλλογή των πληροφοριών έληξε στις 13 Μαρτίου 2020. Μεταξύ των μέτρων που εξετάστηκαν κατά το πέρας της εν λόγω συλλογής, η Επιτροπή ανέφερε τη δυνατότητα επιβολής πρόσθετων τελωνειακών δασμών επί ορισμένων προϊόντων καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών και, μεταξύ άλλων, σε πρώτο στάδιο επί των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00. Δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι οι προσφεύγουσες δεν συμμετείχαν στη συλλογή πληροφοριών.

8        Στις 6 Απριλίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος άρχισε να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 7 Απριλίου 2020.

9        Το άρθρο 1 του προσβαλλόμενου κανονισμού έχει ως εξής:

«1.      Η Επιτροπή προβαίνει, αμέσως και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως τις 7 Απριλίου 2020, σε γραπτή κοινοποίηση προς το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών του ΠΟΕ ότι, εφόσον δεν υπάρχει απόρριψη από το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών, η Ένωση αναστέλλει, από τις 8 Μαΐου 2020, την εφαρμογή παραχωρήσεων ως προς τον εισαγωγικό δασμό για τις συναλλαγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο της [Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του] 1994, για τα προϊόντα τα οποία απαριθμούνται στην παράγραφο 2.

2.      Κατά συνέπεια, η Ένωση εφαρμόζει πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς στις εισαγωγές στην Ένωση των προϊόντων που απαριθμούνται παρακάτω και κατάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ως εξής:

α)      Στο πρώτο στάδιο, από τις 8 Μαΐου 2020 εφαρμόζονται πρόσθετοι κατ’ αξία δασμοί ύψους 20 % και 7 % στις εισαγωγές των προϊόντων που προσδιορίζονται ως εξής:

Κωδικός ΣΟ

Πρόσθετος κατ’ αξία δασμός

9613 80 00

20 %

3926 30 00

7 %

[…]».

10      Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού:

«Η Ένωση εφαρμόζει τους πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς που προβλέπονται στο άρθρο 1 εφόσον, και στον βαθμό που, οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόσουν ή εφαρμόσουν εκ νέου μέτρα διασφάλισης κατά τρόπο που θα μπορούσε να επηρεάσει τα προϊόντα που προέρχονται από την Ένωση. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται η ημερομηνία κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παύσει να εφαρμόζουν τα μέτρα διασφάλισης.»

11      Με έγγραφο της 22ας Μαΐου 2020, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή το σύνολο της προπαρασκευαστικής αλληλογραφίας και των εγγράφων εργασίας που αφορούσαν την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, στηριζόμενες στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43). Κατόπιν της απάντησης της Επιτροπής, στις 24 Ιουλίου 2020, και της επιβεβαιωτικής αίτησης των προσφευγουσών, της 14ης Αυγούστου 2020, η Επιτροπή επέτρεψε, στις 27 Νοεμβρίου 2020, την πλήρη πρόσβαση σε κάποια από τα ζητηθέντα έγγραφα, τη μερική πρόσβαση σε ορισμένα από τα εν λόγω έγγραφα και απέρριψε τις αιτήσεις πρόσβασης σχετικά με τα υπόλοιπα έγγραφα.

12      Επιπλέον, με έγγραφο της 2ας Ιουνίου 2020, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από την Επιτροπή την εξαίρεση των προϊόντων τους από το πεδίο εφαρμογής του προσβαλλόμενου κανονισμού, βάσει της αιτιολογικής σκέψης 19 του κανονισμού. Με έγγραφο της 16ης Ιουνίου 2020, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα.

13      Κατόπιν της αναγγελίας εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σχετικά με την τροποποίηση των μέτρων διασφάλισης από 1ης Ιανουαρίου 2022, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/2083, της 26ης Νοεμβρίου 2021, για την αναστολή των μέτρων εμπορικής πολιτικής που αφορούν ορισμένα προϊόντα καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τα οποία επιβλήθηκαν με τους εκτελεστικούς κανονισμούς (ΕΕ) 2018/886 και (ΕΕ) 2020/502 (ΕΕ 2021, L 246, σ. 41). Ο κανονισμός αυτός αναστέλλει, μεταξύ άλλων, τους επιβληθέντες με τον προσβαλλόμενο κανονισμό πρόσθετους κατ’ αξία δασμούς επί των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2023.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό και, ειδικότερα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 2 του κανονισμού, κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στις προσφεύγουσες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

16      Με την ένσταση που προέβαλε βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες. Κατά την Επιτροπή, ο κανονισμός αυτός αποτελεί πράξη γενικής ισχύος της Ένωσης η οποία αφορά τις προσφεύγουσες λόγω μιας κατάστασης προσδιοριζόμενης αντικειμενικά από την πράξη σε σχέση με τον σκοπό της, ο οποίος συνίσταται στην αποκατάσταση της εμπορικής ισορροπίας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κατόπιν της επέκτασης των μέτρων διασφάλισης σε ορισμένα παράγωγα προϊόντα αλουμινίου και ορισμένα παράγωγα προϊόντα χάλυβα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη.

17      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αρνήθηκε εκ νέου τον ισχυρισμό ότι οι προσφεύγουσες ανήκαν σε κλειστό κύκλο οικονομικών φορέων κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού. Ανέφερε, ωστόσο, ότι γνώριζε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι το μέτρο το οποίο προέβλεπε ο κανονισμός αυτός σχετικά με τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 θα εφαρμοζόταν, κατά ένα μεγάλο μέρος του, στα προϊόντα των προσφευγουσών. Αντιθέτως, αρνήθηκε ότι γνώριζε, κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, ότι οι προσφεύγουσες ήταν οι μόνες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστήριξαν οι προσφεύγουσες με τα δικόγραφά τους, οι εξαγωγές τους προς την Ένωση αυξήθηκαν κατόπιν της επιβολής των επίμαχων πρόσθετων δασμών.

18      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός τις αφορά ατομικά και άμεσα, όπως αφορά μια πράξη τον αποδέκτη της, και ότι, συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

19      Υπενθυμίζεται ότι το παραδεκτό προσφυγής ασκούμενης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, εξαρτάται από την προϋπόθεση να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο αυτό ενεργητική νομιμοποίηση, όπερ συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αφορά το πρόσωπο αυτό άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, εφόσον η πράξη το αφορά άμεσα (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20      Οι προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), χωρίς όμως τούτο να καταλήγει σε κατάργηση των εν λόγω προϋποθέσεων, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από τη Συνθήκη ΛΕΕ (βλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο κανονιστικός χαρακτήρας μιας προσβαλλόμενης πράξης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αφορά η πράξη αυτή άμεσα και ατομικά ορισμένα ενδιαφερόμενα νομικά ή φυσικά πρόσωπα (απόφαση της 18ης Μαΐου 1994, Codorniu κατά Συμβουλίου, C‑309/89, EU:C:1994:197, σκέψη 19· βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑480/93 και T‑483/93, EU:T:1995:162, σκέψη 66).

 Επί της προϋποθέσεως περί ατομικού επηρεασμού

22      Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιτρέπει στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ασκούν προσφυγή κατά πράξης γενικής ισχύος, όπως είναι ο κανονισμός, μόνον όταν η πράξη αυτή, επιπλέον του ότι αφορά άμεσα τα πρόσωπα αυτά, τα επηρεάζει επίσης λόγω ορισμένων ιδιαίτερων ιδιοτήτων τους ή μιας πραγματικής κατάστασης η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη μιας αποφάσεως. Με άλλα λόγια, οι προβαλλόμενες από τον προσφεύγοντα παραβάσεις πρέπει να είναι ικανές να τον εξατομικεύουν κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη της πράξης (βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθούν οι αντιρρήσεις της Επιτροπής που ερείδονται στη φύση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

24      Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχει, ως εκ της φύσεώς του, αποτελέσματα erga omnes δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μια τέτοιου είδους πράξη να περιλαμβάνει μέτρα τα οποία εφαρμόζονται ατομικά επί ορισμένων οικονομικών φορέων (πρβλ. διάταξη της 30ής Απριλίου 2003, VVG International κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑155/02, EU:T:2003:125, σκέψεις 40 έως 42). Επομένως, ναι μεν η εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού γίνεται βάσει μιας αντικειμενικά προσδιοριζόμενης κατάστασης, πλην όμως οι προσφεύγουσες δύνανται να προσκομίσουν στοιχεία ικανά να τις εξατομικεύσουν κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη της πράξης.

25      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ZMC είναι η μόνη εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες γνωστή παραγωγός-εξαγωγέας των προϊόντων που υπόκεινται στους επίμαχους πρόσθετους δασμούς. Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες, στηριζόμενες στα στοιχεία της Eurostat τα οποία χρησιμοποίησε και η Επιτροπή για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, υποστηρίζουν ότι, κατόπιν συνυπολογισμού των εξόδων αεροπορικής μεταφοράς, χερσαίας μεταφοράς, ασφάλισης και λοιπών σχετικών εξόδων αποστολής καθώς και κατόπιν εφαρμογής της ισχύουσας συναφώς συναλλαγματικής ισοτιμίας, η αξία των εξαγωγών των επίμαχων προϊόντων από τη ZMC προς την Ένωση προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τη συνολική αξία των προερχόμενων από τις Ηνωμένες Πολιτείες εισαγωγών προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 για το 2019.

26      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το γεγονός ότι η ZMC είναι η σημαντικότερη παραγωγός-εξαγωγέας των προϊόντων που υπόκεινται στα επίμαχα μέτρα δεν είναι από μόνο του ικανό να την εξατομικεύσει, δεν είναι εντούτοις άνευ σημασίας, καθόσον εντάσσεται σε ένα σύνολο στοιχείων που συνιστούν μια ιδιαίτερη κατάσταση η οποία διακρίνει την προσφεύγουσα, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, έναντι οποιουδήποτε άλλου οικονομικού φορέα (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή κλήθηκε να τοποθετηθεί επί των αριθμητικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες. Μολονότι το εν λόγω θεσμικό όργανο εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς το αν η ZMC ήταν η μοναδική παραγωγός-εξαγωγέας των επίμαχων προϊόντων, εντούτοις δέχθηκε ότι τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι προσφεύγουσες και τα στοιχεία που προέρχονταν από τη Eurostat ήταν παραπλήσια. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία προς αντίκρουση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν συναφώς οι προσφεύγουσες.

28      Επιπλέον, όσον αφορά την άρνηση εκ μέρους της Επιτροπής του ισχυρισμού περί ύπαρξης κλειστού κύκλου οικονομικών φορέων, λόγω του ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά επίσης κάθε εγκατεστημένο στο έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών, υφιστάμενο ή δυνητικό εξαγωγέα προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να εξατομικεύσουν τον προσφεύγοντα κατά την έννοια της σχετικής νομολογίας (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 17, και της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 66).

29      Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει πρόσθετους δασμούς στα προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες προϊόντα που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 και ότι τα προϊόντα αυτά εμπίπτουν στην οικονομική δραστηριότητα των προσφευγουσών. Δεύτερον, το σύνολο των προϊόντων που η ZMC εξάγει προς την Ένωση προέρχεται από το έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών. Τρίτον, οι προσφεύγουσες, χωρίς να αντικρουστούν βασίμως από την Επιτροπή, προσκόμισαν έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα δε δύο βεβαιώσεις επαγγελματικών οργανώσεων, και αριθμητικά στοιχεία τα οποία αποσκοπούν να αποδείξουν ότι η ZMC είναι η μοναδική παραγωγός-εξαγωγέας προϊόντων του κωδικού ΣΟ 9613 80 00 από το εν λόγω έδαφος προς την Ένωση. Τέταρτον, τα στοιχεία της Eurostat που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού συμπίπτουν με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σχετικά με τη ZMC. Πέμπτον, η Επιτροπή, μολονότι υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαδικασία λήψης μέτρων εξισορρόπησης δεν προβλέπει επίσημο στάδιο για τον προσδιορισμό των παραγωγών ή των εξαγωγέων τους οποίους ενδέχεται να αφορούν τα οικεία μέτρα, αναγνώρισε εντούτοις ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, ήταν ενήμερη για την ύπαρξη της «Zippo», η οποία χαρακτηριζόταν ως «μεγάλος Αμερικανός εξαγωγέας» των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, καθώς και για το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των εξαγωγών της εν λόγω δασμολογικής κατηγορίας, την οποία αφορά ο προσβαλλόμενος κανονισμός, συνιστούσαν εξαγωγές της «Zippo». Έκτον, η Επιτροπή εξήγησε επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η επιλογή των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο των μέτρων εξισορρόπησης είχε πραγματοποιηθεί, μεταξύ άλλων, προκειμένου να «ωθήσει το άλλο μέρος, εν προκειμένω τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, να αποσύρει τα ασυμβίβαστα με τον ΠΟΕ μέτρα διασφάλισης» και ότι, στο πλαίσιο αυτό, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η χώρα προέλευσης των προϊόντων ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Έβδομον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, χωρίς να αντικρουστούν επί του σημείου αυτού από την Επιτροπή, ότι η πολιτεία της Pennsylvania, όπου είναι εγκατεστημένη η ZMC, αποτελεί μία από τις πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών που ελήφθησαν υπόψη για τη συγκεκριμένη επιλογή.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, από τα στοιχεία της δικογραφίας, επί των οποίων οι διάδικοι εξέφρασαν τις απόψεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συνάγεται ότι υφίσταται ένα σύνολο πραγματικών και νομικών στοιχείων που συνιστούν μια ιδιαίτερη κατάσταση η οποία διακρίνει τη μία εκ των προσφευγουσών, όσον αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, έναντι οποιουδήποτε άλλου οικονομικού φορέα και καταδεικνύει, συνεπώς, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός την αφορά ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

31      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά τη ZMC.

 Επί της προϋποθέσεως περί άμεσου επηρεασμού

32      Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋπόθεση κατά την οποία η απόφαση που προσβάλλεται με προσφυγή πρέπει να αφορά άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει αμιγώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42, και της 3ης Δεκεμβρίου 2020, Changmao Biochemical Engineering κατά Distillerie Bonollo κ.λπ., C‑461/18 P, EU:C:2020:979, σκέψη 58).

33      Επιπλέον, επιβάλλεται να υπομνησθεί, αφενός, ότι η επιταγή να μην απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή της πράξης δεν πρέπει να συγχέεται με την προϋπόθεση περί άμεσου επηρεασμού και, αφετέρου, ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης σχετικά με τον άμεσο επηρεασμό του προσφεύγοντος, απλώς και μόνον η ύπαρξη εκτελεστικών μέτρων δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο επηρεασμός αυτός, δεδομένου ότι το κρίσιμο νομικό κριτήριο είναι ότι δεν καταλείπεται καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της επίμαχης πράξης που είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεσή της (βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, Uzina Metalurgica Moldoveneasca κατά Επιτροπής, T‑245/19, EU:T:2022:295, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ο οποίος αφορά ατομικά τη ZMC, την αφορά και άμεσα.

35      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 1, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι, εφόσον δεν εκφράσει αντιρρήσεις το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η Ένωση αναστέλλει, από τις 8 Μαΐου 2020, την εφαρμογή παραχωρήσεων ως προς τον εισαγωγικό δασμό για τις συναλλαγές με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο πλαίσιο της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΕΕ 1994, L 336, σ. 11, στο εξής: ΓΣΔΕ του 1994), για τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, οι δε πρόσθετοι κατ’ αξία δασμοί ύψους 20 % εφαρμόζονται από την ημερομηνία αυτή στις εισαγωγές των εν λόγω προϊόντων. Επιπλέον, το άρθρο 2 του κανονισμού ορίζει ότι η Ένωση εφαρμόζει τους πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς εφόσον, και στον βαθμό που, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εφαρμόσουν ή εφαρμόσουν εκ νέου μέτρα διασφάλισης κατά τρόπο που θα μπορούσε να επηρεάσει τα προϊόντα που προέρχονται από την Ένωση.

36      Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του προσβαλλόμενου κανονισμού, δεν έχουν κανένα περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τον συντελεστή των επίμαχων πρόσθετων δασμών επί των εισαγωγών στην Ένωση και την επιβολή των δασμών αυτών στα επίμαχα προϊόντα καθώς και ότι, συνεπώς, πληρούται το δεύτερο κριτήριο για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 32 ανωτέρω [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Crown Equipment (Suzhou) και Crown Gabelstapler κατά Συμβουλίου, T‑643/11, EU:T:2014:1076, σκέψη 28 (μη δημοσιευθείσα)· της 3ης Μαΐου 2018, Distillerie Bonollo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑431/12, EU:T:2018:251, σκέψη 50, και διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, Καμπότζη και CRF κατά Επιτροπής, T‑246/19, EU:T:2020:415, σκέψεις 66, 68 και 108].

37      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το πρώτο κριτήριο το οποίο διατυπώνεται στη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 32 ανωτέρω, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η ZMC δεν βαρύνεται με την καταβολή των επίμαχων πρόσθετων δασμών, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω.

38      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα αυτή δεν καταβάλλει τους εν λόγω δασμούς δεν είναι αποφασιστικής σημασίας και ότι η διαπίστωση περί άμεσου επηρεασμού μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία (πρβλ. διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, Καμπότζη και CRF κατά Επιτροπής, T‑246/19, EU:T:2020:415, σκέψη 107).

39      Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 υπέκειντο, πριν από την έναρξη ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, σε παγιοποιημένο συντελεστή 2,7 % που προέκυπτε, μεταξύ άλλων, από την εφαρμογή των πολυμερών παραχωρήσεων δυνάμει της ΓΣΔΕ του 1994. Δεύτερον, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ανέστειλε προσωρινά τις παραχωρήσεις αυτές και επέβαλε πρόσθετους κατ’ αξία δασμούς με συντελεστή 20 % στα εν λόγω προϊόντα. Τρίτον, σύμφωνα με το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού και μέχρι την αναστολή του με τον εκτελεστικό κανονισμό 2021/2083, οι δασμοί επιβάλλονταν από την Ένωση εφόσον, και στον βαθμό που, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής εφάρμοζαν ή εφάρμοζαν εκ νέου μέτρα διασφάλισης κατά τρόπο που θα μπορούσε να επηρεάσει τα προερχόμενα από την Ένωση προϊόντα. Τέταρτον, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 9 και 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδεδειγμένα μέτρα εξισορρόπησης έπρεπε να λάβουν τη μορφή μέτρων εμπορικής πολιτικής συνιστάμενων, μεταξύ άλλων, στην επιβολή πρόσθετων δασμών, ανάλογων προς τα αποτελέσματα των μέτρων διασφάλισης που επιβλήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, χωρίς ωστόσο να είναι υπερβολικοί. Πέμπτον, όπως προκύπτει από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 7 και 8 του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι δασμοί αυτοί επιβλήθηκαν ως απάντηση στα μέτρα διασφάλισης τα οποία ελήφθησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τα οποία μπορούσαν να έχουν σημαντικές αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στους σχετικούς κλάδους παραγωγής της Ένωσης. Έκτον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 29 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ZMC είναι η μόνη εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες γνωστή παραγωγός-εξαγωγέας των προϊόντων τα οποία εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 και επί των οποίων επιβλήθηκαν οι επίμαχοι πρόσθετοι δασμοί. Έβδομον, τα προϊόντα αυτά εισάγονται στην Ένωση, μεταξύ άλλων, από θυγατρικές της ZMC, οι οποίες είναι υπόχρεες για την καταβολή των εν λόγω δασμών. Όγδοον, από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες σε συμμόρφωση με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια του 2021, διάστημα κατά το οποίο οι δασμοί ήταν σε ισχύ, το μερίδιο των προϊόντων που εισήγαγαν στην Ένωση οι θυγατρικές αυτές αντιστοιχούσε σε ποσοστό άνω του 80 % του όγκου των εισαγόμενων στην Ένωση προϊόντων της ZMC.

40      Επομένως, αφενός, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ ανάλογο τρόπο προς τα μέτρα διασφάλισης τα οποία θέσπισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τα μέτρα εξισορρόπησης που θέσπισε ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιδιώκουν, διά της επιβολής πρόσθετων δασμών ανάλογων προς τα αποτελέσματα των μέτρων διασφάλισης, να επιφέρουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών που εξάγουν προς την Ένωση τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των μέτρων, στις οποίες περιλαμβάνεται η ZMC υπό την ιδιότητά της ως μοναδικής παραγωγού-εξαγωγέα των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 29 ανωτέρω. Επιπλέον, εν προκειμένω, οι εν λόγω επιπτώσεις επιτείνονται όσον αφορά τη ZMC λόγω της ιδιότητάς της ως μητρικής εταιρίας εταιριών οι οποίες εισάγουν στην Ένωση περισσότερο από το 80 % του όγκου των προϊόντων αυτών με προέλευση τις Ηνωμένες Πολιτείες και οι οποίες, ως εκ τούτου, επιβαρύνονται με την καταβολή του μεγαλύτερου μέρους των πρόσθετων δασμών που επέβαλε ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, οι αρνητικές επιπτώσεις τις οποίες επιδίωκε η Επιτροπή με την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού αφορούσαν άμεσα τη ZMC.

41      Αφετέρου, αναστέλλοντας την εφαρμογή του παγιοποιημένου συντελεστή 2,7 % στις εισαγωγές των προϊόντων που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00 και επιβάλλοντας στα προϊόντα αυτά πρόσθετους κατ’ αξία δασμούς ύψους 20 %, ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά της Ένωσης το οποίο υφίστατο όσον αφορά τα εν λόγω προϊόντα μέχρι την έναρξη ισχύος των πρόσθετων δασμών (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, Καμπότζη και CRF κατά Επιτροπής, T‑246/19, EU:T:2020:415, σκέψεις 60 και 61). Επομένως, στον βαθμό που η Επιτροπή δεν αντέκρουσε βασίμως την ιδιότητα της ZMC ως μοναδικής εγκατεστημένης στις Ηνωμένες Πολιτείες παραγωγού-εξαγωγέα των επίμαχων προϊόντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θίγει το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά της Ένωσης και όσον αφορά τα προϊόντα της ZMC και, κατά συνέπεια, παράγει άμεσα έννομα αποτελέσματα επί της εταιρίας αυτής.

42      Το γεγονός το οποίο επικαλείται η Επιτροπή, ότι δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο όγκoς των προϊόντων που εξήγαγε η ZMC προς το έδαφος της Ένωσης σημείωσε αύξηση, δεν μεταβάλλει το ανωτέρω συμπέρασμα. Ειδικότερα, αφενός, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αύξηση αυτή οφείλεται, μεταξύ άλλων, σε αναδιοργάνωση της διανομής των προϊόντων τους και σε αύξηση των σημείων πωλήσεως στην αγορά της Ένωσης. Επιπλέον, αν δεν είχαν επιβληθεί οι δασμοί τους οποίους θέσπισε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, η εν λόγω αύξηση θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι οι επίμαχοι δασμοί επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός σχετικά σύντομου χρονικού διαστήματος, ήτοι από τις 8 Μαΐου 2020 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021. Αφετέρου, το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που επιδιώχθηκαν μέσω της έκδοσης κανονισμού για τη θέσπιση μέτρων εξισορρόπησης, όπως ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεν είναι καθοριστικής σημασίας για την εκτίμηση της συνδρομής του κριτηρίου περί άμεσου επηρεασμού, στον βαθμό που αρκεί η επίμαχη πράξη να μεταβάλει αυτομάτως και αμέσως τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος. Για τους λόγους που αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 40 και 41 ανωτέρω, ο προσβαλλόμενος κανονισμός παρήγαγε άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης της ZMC κατ’ αυτόματο και άμεσο τρόπο.

43      Επομένως, συνάγεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα τη ZMC και, ως εκ τούτου, η εταιρία αυτή διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

44      Κατά πάγια δε νομολογία, η οποία βασίζεται σε λόγους οικονομίας της δίκης, αν πλείονες προσφεύγοντες προσβάλλουν την ίδια πράξη και αποδεικνύεται ότι ένας εξ αυτών διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση, παρέλκει η εξέταση της ενεργητικής νομιμοποίησης των λοιπών προσφευγόντων (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. Κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 37, και της 24ης Οκτωβρίου 2019, EPSU και Goudriaan κατά Επιτροπής, T‑310/18, EU:T:2019:757, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της διαπίστωσης ότι η ZMC νομιμοποιείται ενεργητικώς να ζητήσει την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν η Zippo GmbH και η Zippo SAS νομιμοποιούνται ενεργητικώς να ασκήσουν προσφυγή κατά του ίδιου κανονισμού βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

46      Επισημαίνεται δε ότι οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν προσφυγή κατά του προσβαλλόμενου κανονισμού, πράγμα το οποίο δεν αμφισβητεί, εξάλλου, η Επιτροπή.

47      Συναφώς, το γεγονός ότι, κατόπιν της έναρξης ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού, οι επίμαχοι πρόσθετοι κατ’ αξία δασμοί ανεστάλησαν δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού 2021/2083 μετά την άσκηση της προσφυγής δεν ασκεί επιρροή επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής. Πράγματι, ο εν λόγω εκτελεστικός κανονισμός ούτε κατήργησε ούτε εξάλειψε τον προσβαλλόμενο κανονισμό από την έννομη τάξη της Ένωσης, της οποίας, ως εκ τούτου, εξακολουθεί αυτός να αποτελεί μέρος. Επιπλέον, ο εκτελεστικός κανονισμός 2021/2083 προβλέπει ότι η αναστολή της ισχύος του προσβαλλόμενου κανονισμού λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Πλην όμως, οι προσφεύγουσες διατηρούν έννομο συμφέρον και προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επανάληψης των προσαπτόμενων παράνομων ενεργειών στο μέλλον, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο τυχόν διατήρησης των επίμαχων πρόσθετων δασμών (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑595/14, EU:C:2015:847, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Μαΐου 2018, Distillerie Bonollo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑431/12, EU:T:2018:251, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

49      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως.

50      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

51      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η διεξαχθείσα από την Επιτροπή διαδικασία συλλογής πληροφοριών που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 10 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν ήταν σύμφωνη προς την αρχή της χρηστής διοίκησης. Κατ’ αρχάς, η διαδικασία αυτή ήταν αδιαφανής, καθόσον διοργανώθηκε σε μέρος του διαδικτυακού τόπου της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής, το οποίο ήταν σχεδόν μη ορατό και στο οποίο η πρόσβαση ήταν δύσκολη. Εν συνεχεία, έστω και αν η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να δημοσιεύσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω διαδικασία, μια τέτοια δημοσίευση θα ήταν, ωστόσο, σύμφωνη με την αρχή της χρηστής διοίκησης. Τέλος, η διαδικασία δεν παρέσχε στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να ακουστούν πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού και, λαμβανομένης υπόψη της αυστηρότητας των μέτρων που σχεδιάζονταν σε βάρος των συμφερόντων τους, δεν έγινε σεβαστό το δικαίωμά τους σε προηγούμενη ακρόαση, κατά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 2, του Χάρτη.

52      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διαδικασία της συλλογής πληροφοριών που διεξήχθη στο προπαρασκευαστικό στάδιο της θέσπισης του προσβαλλόμενου κανονισμού ικανοποιούσε πλήρως τις απαιτήσεις του άρθρου 9 του κανονισμού 654/2014. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι έλαβε τις συμβολές ενδιαφερομένων, όπερ επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Επιπλέον, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να επικοινωνεί ατομικώς με κάθε επιχείρηση της οποίας οι οικονομικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να επηρεαστούν από τα μέτρα εξισορρόπησης. Το συγκεκριμένο δικαίωμα προστατεύεται δεόντως με τη δημοσίευση στο διαδίκτυο δημόσιας ανακοίνωσης, η οποία παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να ενημερωθούν και να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους, μεταξύ άλλων ζητώντας πληροφορίες, συμβουλές ή συνάντηση.

53      Κατά πρώτον, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις των προσφευγουσών όσον αφορά την επιλογή του τρόπου επικοινωνίας και την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τον τρόπο επικοινωνίας τον οποίον προέκρινε η Επιτροπή προκειμένου να οργανώσει τη συλλογή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014 πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

54      Ειδικότερα, όταν η Επιτροπή σχεδιάζει να εκδώσει εκτελεστική πράξη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, προς τον σκοπό, μεταξύ άλλων, της εξισορρόπησης των παραχωρήσεων στις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει, αφενός, ότι η Επιτροπή αναζητεί πληροφορίες και απόψεις σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένους τομείς, μέσω ανακοίνωσης που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή με άλλα κατάλληλα δημόσια μέσα επικοινωνίας, μνημονεύοντας την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθούν οι σχετικές συμβολές, και, αφετέρου, ότι λαμβάνει υπόψη τις υποβαλλόμενες συμβολές.

55      Όπως, όμως, αναγνωρίζουν οι ίδιες οι προσφεύγουσες, επισημαίνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τους ενδιαφερομένους για τη διενέργεια της συλλογής πληροφοριών αποκλειστικά μέσω δημοσίευσης σχετικής ανακοίνωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι μπορούσε να διασφαλίσει τη δημοσιότητα της συλλογής αυτής με «άλλα κατάλληλα δημόσια μέσα επικοινωνίας».

56      Εν προκειμένω, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, όσον αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η δημοσιότητα της συλλογής πληροφοριών που πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοσή του, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, διασφαλίστηκε μέσω ιστοσελίδας, με τίτλο «Διαβουλεύσεις», του διαδικτυακού τόπου της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής. Από την ιστοσελίδα αυτή, το κοινό μπορούσε να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τις διαβουλεύσεις που διεξήγαν στον τομέα της εμπορικής πολιτικής οι υπηρεσίες της Επιτροπής, ιδίως προκειμένου να συμβάλει σε αυτές.

57      Επιπλέον, βάσει των ίδιων εγγράφων της δικογραφίας, διαπιστώνεται ότι, πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή ζήτησε να της παρασχεθούν πληροφορίες από τους ενδιαφερομένους μέσω εντύπου το οποίο αυτοί έπρεπε να συμπληρώσουν και στο οποίο είχαν πρόσβαση από την ίδια σελίδα του διαδικτυακού τόπου της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου της Επιτροπής. Το έγγραφο παρουσίασης στο οποίο επισυναπτόταν το εν λόγω έντυπο διευκρίνιζε, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο της συγκεκριμένης συλλογής πληροφοριών, τα μέτρα που σχεδίαζε να λάβει η Επιτροπή κατόπιν της συλλογής αυτής και την προθεσμία εντός της οποίας οι ενδιαφερόμενοι μπορούσαν να της υποβάλουν, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πληροφορίες και απόψεις, ήτοι το αργότερο στις 13 Μαρτίου 2020 το μεσημέρι, ώρα Βρυξελλών (Βέλγιο). Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν μέρος στη διαβούλευση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε εντούτοις, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι έλαβε συμβολές από έξι ενδιαφερομένους, εκ των οποίων όμως καμία δεν αφορούσε τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00.

58      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, ενεργώντας κατά τον τρόπο που περιγράφηκε στις σκέψεις 56 και 57 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 9 του κανονισμού 654/2014.

59      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των προσφευγουσών, υπενθυμίζεται ότι όλες οι πράξεις της Ένωσης πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, δεδομένου ότι ο σεβασμός αυτός αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητάς τους την οποία ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει στο πλαίσιο του πλήρους συστήματος μέσων παροχής ένδικης προστασίας που καθιερώνει η Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 285).

60      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης κατά τη διάρκεια κάθε διοικητικής διαδικασίας στον τομέα της άμυνας κατά μέτρων εμπορικής πολιτικής εκ μέρους χωρών μη μελών της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως που καθιερώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Σύμφωνα με τη σχετική με την αρχή της χρηστής διοίκησης νομολογία, στις περιπτώσεις που τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2012, JBF RAK κατά Συμβουλίου, T‑555/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:262, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· της 25ης Ιανουαρίου 2017, Rusal Armenal κατά Συμβουλίου, T‑512/09 RENV, EU:T:2017:26, σκέψη 189 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Μαρτίου 2020, Eurofer κατά Επιτροπής, T‑835/17, EU:T:2020:96, σκέψη 143).

61      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψη 43).

62      Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, την άποψή του κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Εκτός αυτού, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης επιδιώκει διττό σκοπό. Αφενός, συμβάλλει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη εξέταση του φακέλου και εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε βλαπτική απόφαση λαμβάνεται εν πλήρη γνώσει της κατάστασης και επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διορθώσει ένα λάθος ή στον ενδιαφερόμενο να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί η απόφαση, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, ΕΥΕΔ κατά De Loecker, C‑187/19 P, EU:C:2020:444, σκέψεις 68 και 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει τονίσει τη σημασία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και το ευρύτατο περιεχόμενό του στην έννομη τάξη της Ένωσης, κρίνοντας ότι το δικαίωμα αυτό πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης επιβάλλεται ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατύπωσης [βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 326 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

64      Επομένως, δεδομένου του χαρακτήρα της ως θεμελιώδους και γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας, στα οποία συγκαταλέγεται το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δεν μπορεί ούτε να αποκλείεται ούτε να περιορίζεται από κανονιστική διάταξη και η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει, ως εκ τούτου, να διασφαλίζεται τόσο σε περίπτωση πλήρους έλλειψης ειδικής ρύθμισης όσο και σε περίπτωση ύπαρξης ρύθμισης η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αρχή [βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 327 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

65      Πράγματι, το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, ως θεμελιώδους αρχής και δικαιώματος της έννομης τάξης της Ένωσης, ενεργοποιείται όταν η Διοίκηση προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη, ήτοι πράξη δυνάμενη να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα του οικείου ιδιώτη ή κράτους μέλους, δεδομένου ότι η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ρητού προς τούτο κανόνα προβλεπόμενου από το δευτερογενές δίκαιο (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑260/11, EU:T:2014:555, σκέψη 64).

66      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι καμία διάταξη του κανονισμού 654/2014 δεν αποκλείει ούτε περιορίζει ρητώς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης των επιχειρήσεων των οποίων τα προϊόντα υπόκεινται σε μέτρα εξισορρόπησης που προβλέπονται σε εκτελεστική πράξη εκδοθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

67      Επιπλέον, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, στον βαθμό που προβλέπει την υποχρέωση της Επιτροπής να αναζητεί πληροφορίες και απόψεις σχετικά με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης όσον αφορά συγκεκριμένα αγαθά ή υπηρεσίες ή σε συγκεκριμένους τομείς, δεν συνιστά εφαρμογή του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των επιχειρήσεων. Πράγματι, τα ιδιαίτερα συμφέροντα των επιχειρήσεων αυτών δεν συμπίπτουν με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, ιδίως όταν πρόκειται για επιχείρηση τρίτου κράτους. Είναι αληθές ότι, όταν μια επιχείρηση έχει συμμετάσχει σε μια τέτοια συλλογή πληροφοριών, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί ότι, λόγω των πληροφοριών ή της γνώμης που υπέβαλε, προέβαλε λυσιτελώς και αποτελεσματικώς τα συμφέροντά της ή στοιχεία σχετικά με την προσωπική κατάστασή της. Εντούτοις, όταν μια επιχείρηση, της οποίας τα συμφέροντα ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς από τα μέτρα που προβλέπει εκτελεστική πράξη εκδοθείσα από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, δεν έχει συμμετάσχει σε μια τέτοια συλλογή πληροφοριών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το δικαίωμά της να τύχει προηγούμενης ακρόασης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, δεν υπέστη προσβολή απλώς και μόνον λόγω του ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να οργανώσει την εν λόγω συλλογή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 1, του συγκεκριμένου κανονισμού.

68      Αφετέρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα μέτρα που προβλέπει ο προσβαλλόμενος κανονισμός έχουν ως σκοπό, βάσει του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, την εξισορρόπηση των παραχωρήσεων στις εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, υπό τη μορφή μέτρων εμπορικής πολιτικής που συνίστανται στην αναστολή των δασμολογικών παραχωρήσεων και στην επιβολή πρόσθετων δασμών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00.

69      Συνεπώς, οι παραγωγοί των προϊόντων τα οποία αφορούν οι ανωτέρω αυξημένοι τελωνειακοί δασμοί και τα οποία εξάγονται από το τρίτο αυτό κράτος προς την Ένωση δεν είναι αποδέκτες των επίμαχων μέτρων εξισορρόπησης, καθόσον αυτά εντάσσονται, κατ’ αρχήν, στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Ένωσης και του συγκεκριμένου τρίτου κράτους.

70      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, η Επιτροπή μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα εξισορρόπησης υπό τη μορφή μέτρων εμπορικής πολιτικής ουσιαστικά ισοδύναμων με το επίπεδο των παραχωρήσεων που επηρεάζονται από τα μέτρα διασφάλισης που έλαβε το τρίτο κράτος, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού.

71      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 του προσβαλλόμενου κανονισμού, η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα διασφάλισης που έλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήταν δυνατό να έχουν σημαντικές αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις για τους σχετικούς κλάδους παραγωγής της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τρόπο ανάλογο προς τα μέτρα διασφάλισης που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σύμφωνα με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, τα μέτρα εξισορρόπησης που θέσπισε ο κανονισμός αυτός προορίζονται, διά της επιβολής πρόσθετων δασμών, ανάλογων προς τα αποτελέσματα των μέτρων διασφάλισης, να επιφέρουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών που εξάγουν προς την Ένωση τα προϊόντα επί των οποίων έχουν εφαρμογή τα εν λόγω μέτρα.

72      Κατά συνέπεια, μέτρο εξισορρόπησης προβλεπόμενο από εκτελεστική πράξη εκδοθείσα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, ακόμη και αν δεν έχει ληφθεί κατόπιν ατομικής διαδικασίας σε βάρος των επιχειρήσεων εξαγωγής των προϊόντων τα οποία αφορά το οικείο μέτρο, μπορεί να συνιστά μέτρο ικανό να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα των επιχειρήσεων αυτών.

73      Η δε νομολογία του Δικαστηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 63 ανωτέρω έχει δεχθεί ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα αυτό διασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής για το ίδιο πράξης. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα των επιχειρήσεων εξαγωγής των προϊόντων τα οποία αποτελούν αντικείμενο των μέτρων εξισορρόπησης που προβλέπονται από κανονισμό εκδοθέντα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, μεταξύ άλλων υπό τη μορφή πρόσθετων δασμών, να επικαλεστούν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη λήψη των εν λόγω μέτρων.

74      Με το υπόμνημα αντικρούσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η διαδικασία έκδοσης εκτελεστικής πράξης, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, δεν προβλέπει τον προσδιορισμό των παραγωγών ή των εξαγωγέων των οποίων τα προϊόντα είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μέτρων εξισορρόπησης. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη και λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 62 και 63 ανωτέρω, όταν η διεξαγωγή της διαδικασίας έκδοσης της εν λόγω πράξης καταλήγει στον προσδιορισμό, από την Επιτροπή, ενός φυσικού ή νομικού προσώπου του οποίου τα συμφέροντα ενδέχεται να επηρεαστούν δυσμενώς από τα προβλεπόμενα στην πράξη μέτρα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πρόσωπο αυτό επιβάλλεται να έχει τη δυνατότητα να προβάλει τα στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης τα οποία συνηγορούν υπέρ του να εκδοθεί η πράξη, να μην εκδοθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο.

75      Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι γνώριζε, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, όχι μόνον ότι τα προϊόντα των προσφευγουσών περιλαμβάνονταν μεταξύ εκείνων επί των οποίων θα εφαρμόζονταν οι επίμαχοι πρόσθετοι δασμοί, αλλά και ότι οι εν λόγω δασμοί τις αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό.

76      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο εν λόγω προσδιορισμός των προϊόντων που φέρουν το σήμα Zippo κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν ήταν αποτέλεσμα της συλλογής πληροφοριών στην οποία προέβη η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014. Ειδικότερα, όπως εκτίθεται στη σκέψη 57 ανωτέρω, η Επιτροπή διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν είχε λάβει συμβολές σχετικά με τα προϊόντα του κωδικού ΣΟ 9613 80 00. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή προσδιόρισε, με δική της πρωτοβουλία, τα προϊόντα των προσφευγουσών ως προϊόντα που θα αποτελούσαν αντικείμενο των μέτρων εξισορρόπησης που σχεδιάζονταν με τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

77      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, οι προσφεύγουσες είχαν δικαίωμα να τύχουν προηγούμενης ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού.

78      Εντούτοις, η άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης είναι δυνατό να υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κατά το οποίο:

«Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.»

79      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, δεν συνιστούν απόλυτες προνομίες, αλλά επιδέχονται περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρούμενων δικαιωμάτων [βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 207 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 337 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

80      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης των προσφευγουσών, δεν επικαλείται περιορισμό του δικαιώματος αυτού ο οποίος να δικαιολογείται, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, από λόγους που αντλούνται από την επιδίωξη σκοπών γενικού συμφέροντος. Αντιθέτως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ολόκληρη η διαδικασία έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού υπέκειτο στις προθεσμίες που προκύπτουν από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης και ότι η συλλογή των πληροφοριών έπρεπε κατ’ ανάγκην να ενταχθεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή, με τον ισχυρισμό αυτόν, υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο, δεν διέθετε, πρακτικά, τον χρόνο που ήταν αναγκαίος για να ακούσει τις προσφεύγουσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου που έπρεπε να αφιερώσει στα διάφορα στάδια της συγκεκριμένης διαδικασίας, μεταξύ άλλων στη συλλογή πληροφοριών του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 654/2014, και των προθεσμιών τις οποίες επιβάλλουν οι εφαρμοστέοι όροι της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε επίσης ότι τα επίμαχα μέτρα εξισορρόπησης έπρεπε να ληφθούν την 1η Απριλίου 2020, προκειμένου να τηρηθούν οι όροι της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, και ότι μια συλλογή πληροφοριών διάρκειας μίας εβδομάδας τον Μάρτιο του 2020 ήταν το μέγιστο δυνατόν γι’ αυτήν.

81      Συναφώς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, επισημαίνεται ότι η διαδικασία έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού έπρεπε να διεξαχθεί εντός των προθεσμιών που προκύπτουν από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι η αναστολή των εμπορικών παραχωρήσεων έναντι του τρίτου κράτους που έχει λάβει μέτρα διασφάλισης πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας 90 ημερών από την εφαρμογή των μέτρων αυτών και μετά την παρέλευση προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών του ΠΟΕ έλαβε τη γραπτή κοινοποίηση της αναστολής. Επομένως, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, δεδομένου ότι τα ληφθέντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μέτρα, λόγω των οποίων εκδόθηκε ο προσβαλλόμενος κανονισμός, τέθηκαν σε ισχύ στις 8 Φεβρουαρίου 2020, τα ληφθέντα από την Επιτροπή μέτρα εξισορρόπησης έπρεπε να τεθούν σε ισχύ εντός προθεσμίας 90 ημερών, ήτοι το αργότερο στις 8 Μαΐου 2020. Επιπλέον, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την ημερομηνία αυτή, ήτοι το αργότερο στις 7 Απριλίου 2020, η Επιτροπή έπρεπε να έχει ειδοποιήσει συναφώς το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών του ΠΟΕ.

82      Σημειωτέον ότι, προκειμένου να τηρηθούν οι ανωτέρω προθεσμίες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε στις 6 Απριλίου 2020.

83      Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 και 76 ανωτέρω, η Επιτροπή είχε προσδιορίσει, με δική της πρωτοβουλία, τα προϊόντα που φέρουν το σήμα Zippo ως προϊόντα τα οποία επηρεάζονταν από τα μέτρα εξισορρόπησης που προβλέπονταν στον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος βρισκόταν τότε στο στάδιο της έκδοσης.

84      Υπό τις εν λόγω συνθήκες, η Επιτροπή όφειλε, αφενός, να διασφαλίσει την τήρηση των προθεσμιών που προκύπτουν από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης και, αφετέρου, να ακούσει τις προσφεύγουσες, οι οποίες είχαν δικαίωμα να τύχουν προηγούμενης ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω.

85      Πλην όμως, εν προκειμένω, η Επιτροπή αρκείται να προβάλλει την ύπαρξη του εν λόγω άρθρου, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η τήρηση των προθεσμιών τις οποίες αυτό επιβάλλει εμπόδιζε την ακρόαση των προσφευγουσών. Συναφώς, πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες προθεσμίες και η ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να εκδοθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός ήταν γνωστές στην Επιτροπή. Δεύτερον, η επιλογή της Επιτροπής να απαντήσει, με μέτρα εξισορρόπησης θεσπιζόμενα βάσει του κανονισμού 654/2014, στα μέτρα διασφάλισης που θέσπισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτυπώθηκε στις 6 Μαρτίου 2020 στην αίτηση για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων που υποβλήθηκε στον ΠΟΕ κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, όπως προκύπτει από την υποσημείωση της αιτιολογικής σκέψης 4 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Τρίτον, μολονότι η Επιτροπή δήλωσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η συλλογή πληροφοριών κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 654/2014 «διάρκειας μίας εβδομάδας τον Μάρτιο [του 2020] ήταν το μέγιστο δυνατόν [γι’ αυτήν]», δεν εξήγησε, εντούτοις, για ποιο λόγο η ακρόαση των προσφευγουσών, βάσει του δικαιώματός τους προηγούμενης ακρόασης, θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο ούτε γιατί η λήψη των παρατηρήσεών τους δεν μπορούσε να διεξαχθεί παράλληλα με την εν λόγω συλλογή πληροφοριών ή μετά από αυτήν, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 6ης Μαρτίου 2020, ημερομηνίας υποβολής στον ΠΟΕ της αιτήσεως για τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων, και της 1ης Απριλίου 2020, ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή επισήμανε ότι έπρεπε να ληφθούν τα επίμαχα μέτρα εξισορρόπησης. Τέταρτον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω, η Επιτροπή συνέλεξε μόνον έξι συμβολές από τους ενδιαφερομένους κατά τη συλλογή πληροφοριών και σημειώνεται ότι δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προκειμένου να εξηγήσει για ποιον λόγο η εξέταση των παρατηρήσεων των προσφευγουσών, πλέον των έξι συμβολών που συνελέγησαν από τις 6 έως τις 13 Μαρτίου 2020, θα είχε ως συνέπεια να μην κατορθώσει η ίδια να εκδώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό εντός των προθεσμιών που προκύπτουν από τους όρους της συμφωνίας του ΠΟΕ για τα μέτρα διασφάλισης, μεριμνώντας ταυτόχρονα ώστε να γίνει σεβαστό το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης των προσφευγουσών σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη.

86      Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ήταν αδύνατον να παράσχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να εκφράσουν λυσιτελώς την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, καίτοι αναγνωρίζει ότι τις είχε εντοπίσει με δική της πρωτοβουλία εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, πρέπει να θεωρηθεί ότι διέθετε τον χρόνο που ήταν αναγκαίος ώστε να παράσχει στις προσφεύγουσες τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους προηγούμενης ακρόασης.

87      Είναι αληθές ότι η προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση του επίμαχου κανονισμού μόνον εφόσον η πλημμέλεια αυτή θα μπορούσε να έχει επηρεάσει το αποτέλεσμα της διαδικασίας θίγοντας, ως εκ τούτου, με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου, T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψεις 224 και 225 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα η υποχρέωση να αποδείξει ότι η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται εντελώς, δεδομένου ότι θα μπορούσε να αμυνθεί αποτελεσματικότερα αν δεν υφίστατο η συγκεκριμένη διαδικαστική πλημμέλεια (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου, T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 214 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Συναφώς, με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα σχεδιαζόμενα μέτρα εξισορρόπησης σχετικά με τα προϊόντα τους αποτελούσαν τα πλέον επαχθή σχεδιαζόμενα μέτρα εξισορρόπησης, τόσο ως προς το εύρος τους όσο και ως προς το ύψος τους, συγκρινόμενα με τα μέτρα που αφορούσαν άλλους κλάδους παραγωγής των Ηνωμένων Πολιτειών. Επισημαίνουν επίσης τον ιδιαίτερα αυστηρό χαρακτήρα ενός μέτρου που επιβάλλεται εις βάρος μιας μόνον επιχείρησης, η οποία υφίσταται το σύνολο των συνεπειών τις οποίες συνεπάγονται τα επίμαχα μέτρα εξισορρόπησης, ή ακόμη το γεγονός ότι τα προϊόντα τους δεν σχετίζονται με εκείνα ως προς τα οποία επιβλήθηκαν τα μέτρα διασφάλισης που θέσπισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με αποτέλεσμα τα ληφθέντα από την Επιτροπή μέτρα να μην είναι ικανά να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων διασφάλισης. Υποστηρίζουν επιπλέον ότι η Επιτροπή, βάλλοντας ειδικά κατά των προσφευγουσών, θέσπισε μέτρο συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις, παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να επιλέξει άλλα προϊόντα, τα οποία θα αφορούσαν πλείονες επιχειρήσεις, και να κατανείμει δικαιότερα τα επίμαχα μέτρα εξισορρόπησης.

89      Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αν είχε δοθεί στις προσφεύγουσες η δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους προηγούμενης ακρόασης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού, θα ήταν σε θέση, μεταξύ άλλων, να προβάλουν τα επιχειρήματα που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 88 ανωτέρω.

90      Στον βαθμό δε που η ZMC είναι η μοναδική παραγωγός-εξαγωγέας των επίμαχων προϊόντων, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 29 ανωτέρω, δεν αποκλείεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός να είχε διαφορετικό περιεχόμενο αν οι προσφεύγουσες είχαν ακουστεί από την Επιτροπή πριν από την έκδοση του κανονισμού αυτού.

91      Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης των προσφευγουσών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης του προσβαλλόμενου κανονισμού και, ως εκ τούτου, παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, η δε προσβολή αυτή είναι δυνατόν να επηρέασε το αποτέλεσμα της διαδικασίας.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτός ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως και, συνεπώς, να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός κατά το μέρος που αφορά τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλονται με την προσφυγή ούτε να κριθεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες με επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2023.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των προσφευγουσών.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2020/502 της Επιτροπής, της 6ης Απριλίου 2020, περί ορισμένων μέτρων εμπορικής πολιτικής που αφορούν ορισμένα προϊόντα καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κατά το μέρος που αφορά τα προϊόντα που εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 9613 80 00.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

De Baere

Steinfatt

Kecsmár

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Οκτωβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.