Language of document : ECLI:EU:C:2021:324

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 22ας Απριλίου 2021 (1)

Υπόθεση C824/19

TC,

UB

κατά

Komisia za zashtita ot diskriminatsia,

VA

παρισταμένης της:

Varhovna administrativna prokuratura

[αίτηση του Varhoven administrativen sad
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Διάκριση λόγω αναπηρίας – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του ενόρκου από τυφλό άτομο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση για την άσκηση καθηκόντων ενόρκου – Κανόνες ποινικής δικονομίας – Άρθρο 5 – Εύλογες προσαρμογές – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη – Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία – Άρθρο 13 – Πρόσβαση στη δικαιοσύνη»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας στο πλαίσιο της εργασίας. Ειδικότερα, αφορά την άσκηση καθηκόντων ενόρκου σε ποινική δίκη, δραστηριότητα στην προκειμένη περίπτωση αμειβόμενη και, επομένως, ασκούμενη σε επαγγελματική βάση από τυφλό άτομο.

2.        Το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει την οδηγία 2000/78/ΕΕ (2), η οποία απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας, υπό το πρίσμα της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών της 13ης Δεκεμβρίου 2006 για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (3) (στο εξής: Σύμβαση του ΟΗΕ), και να διευκρινίσει αν ο πλήρης αποκλεισμός της συμμετοχής των τυφλών ατόμων ως ενόρκων σε ποινική δίκη, στο πλαίσιο αμειβόμενης δραστηριότητας, μπορεί να δικαιολογείται βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η όραση αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση κατά τη διάταξη αυτή.

3.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των TC και UB, προέδρου δικαστηρίου και δικαστή ποινικού τμήματος, αντιστοίχως, και, αφετέρου, της Komisia za zashtita ot diskriminatsia (Επιτροπής καταπολεμήσεως των διακρίσεων, Βουλγαρία) και της VA, ενόρκου του εν λόγω ποινικού τμήματος, η οποία πάσχει από τύφλωση. Οι TC και UB βάλλουν κατά της αποφάσεως της Επιτροπής καταπολεμήσεως των διακρίσεων με την οποία τους επιβλήθηκαν πρόστιμα για διάκριση λόγω αναπηρίας εις βάρος της VA, στην οποία δεν επέτρεψαν να λάβει μέρος ως ένορκος στη σύνθεση του δικαστηρίου.

4.        Η υπόθεση θα οδηγήσει το Δικαστήριο να σταθμίσει, αφενός, την υποχρέωση του κράτους-εργοδότη να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την ένταξη των ατόμων με αναπηρία στον εργασιακό βίο, εν προκειμένω για την άσκηση της αμειβόμενης δραστηριότητας του ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις, και, αφετέρου, τους εθνικούς κανόνες της ποινικής δικονομίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση δίκαιης δίκης.

5.        Κατόπιν της αναλύσεώς μου, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι, εφόσον πρόκειται για αμειβόμενη δραστηριότητα, τα κράτη μέλη οφείλουν να ερμηνεύουν, στο μέτρο του δυνατού, τους κανόνες της ποινικής τους δικονομίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η συμμετοχή τυφλών ατόμων ως ενόρκων σε ποινικές υποθέσεις. Ειδικότερα, προκειμένου περί ατόμου όπως αυτό της κύριας δίκης, το οποίο πληροί τα κριτήρια που προβλέπει το εθνικό δίκαιο ώστε να είναι ένορκος στις υποθέσεις αυτές και το οποίο έχει γίνει δεκτό για εργασία με την ιδιότητα αυτή, θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο πλήρης αποκλεισμός του εν λόγω ατόμου από τη συμμετοχή σε τέτοιες υποθέσεις, επί τη βάσει της τεκμαιρόμενης, λόγω της αναπηρίας του, ανικανότητας ασκήσεως καθηκόντων ενόρκου, δεν είναι σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας και συνιστά διάκριση αντιβαίνουσα προς την οδηγία 2000/78, όπως αυτή ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του ΟΗΕ.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το διεθνές δίκαιο

6.        Η Σύμβαση του ΟΗΕ, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω αναπηρίας, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 27 της Συμβάσεως, και προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να θεσπίζουν εύλογες διευκολύνσεις για την προάσπιση της ισότητας και την εξάλειψη των διακρίσεων.

7.        Το άρθρο 13 της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρόσβαση στη δικαιοσύνη», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την αποτελεσματική ισότιμη πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία στη δικαιοσύνη, μέσω και της παροχής διαδικαστικών και ανάλογων με την ηλικία διευκολύνσεων, για να διευκολύνουν την άμεση και έμμεση συμμετοχή τους, περιλαμβανομένων και των μαρτυρικών καταθέσεων, σε όλες τις νομικές διαδικασίες, περιλαμβανομένου του ανακριτικού και άλλων προκαταρκτικών σταδίων.»

Β.      Το δίκαιο της Ένωσης

8.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 17, 20 και 23 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

«(17)      Η παρούσα οδηγία δεν απαιτεί την πρόσληψη, προαγωγή ή διατήρηση στη θέση απασχόλησης ή την παροχή εκπαίδευσης σε άτομο που δεν είναι κατάλληλο, ικανό και πρόθυμο να εκτελεί τα βασικά καθήκοντα της εν λόγω θέσης απασχόλησης, ή να παρακολουθήσει έναν δεδομένο κύκλο εκπαίδευσης, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης να προβλέπονται εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες.

[…]

(20)      Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα, δηλαδή μέτρα αποτελεσματικά και πρακτικά για τη διαμόρφωση της θέσης εργασίας ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες, παραδείγματος χάριν με τη διαμόρφωση του χώρου ή με προσαρμογή του εξοπλισμού, του ρυθμού εργασίας, της κατανομής καθηκόντων ή της παροχής μέσων κατάρτισης ή πλαισίωσης.

[…]

(23)      Σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται με το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, με μια ειδική ανάγκη, την ηλικία ή το γενετήσιο προσανατολισμό, συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι νόμιμος και η επαγγελματική προϋπόθεση ανάλογη. Οι περιπτώσεις αυτές πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη στην Επιτροπή.»

9.        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο·

[…].

5.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»

10.      Το άρθρο 3 παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)      τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών,

[…]

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,·

[…]».

11.      Το άρθρο 4 της ιδίας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικές απαιτήσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη.»

12.      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, με τίτλο «Εύλογες προσαρμογές για τα πρόσωπα με ειδικές ανάγκες», ορίζει τα εξής:

«Για να εξασφαλισθεί η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης έναντι προσώπων με ειδικές ανάγκες, προβλέπονται εύλογες προσαρμογές. Αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το πρόσωπο με ειδικές ανάγκες να μπορεί να έχει πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκεί ή να προάγεται στο επάγγελμά του, ή προκειμένου να του παρέχεται εκπαίδευση, αρκεί τα μέτρα αυτά να μη συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη. Η επιβάρυνση δεν είναι δυσανάλογη όταν αντισταθμίζεται επαρκώς με μέτρα λαμβανόμενα στο πλαίσιο της πολιτικής ενός κράτους μέλους υπέρ των ατόμων με ειδικές ανάγκες.»

Γ.      Το βουλγαρικό δίκαιο

13.      Το άρθρο 6 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας (DV αριθ. 56, της 13ης Ιουλίου 1991, όπως τροποποιήθηκε, DV αριθ. 12, της 6ης Φεβρουαρίου 2007) ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«(1)      Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι όσον αφορά την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά τους.»

14.      Κατά το άρθρο 48 του εν λόγω Συντάγματος:

«(1)      Οι πολίτες έχουν δικαίωμα στην εργασία. Το κράτος μεριμνά για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος.

(2)      Το κράτος διασφαλίζει τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος στην εργασία των ατόμων με σωματική και ψυχική αναπηρία […]».

15.      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του zakon za zashtita ot diskriminatsia (νόμου περί προστασίας από τις δυσμενείς διακρίσεις) (DV αριθ. 86, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, όπως τροποποιήθηκε, DV αριθ. 26, της 7ης Απριλίου 2015, στο εξής: νόμος περί απαγορεύσεως των διακρίσεων) απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση που βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην αναπηρία.

16.      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων:

«Δεν συνιστά διάκριση:

η διαφορετική μεταχείριση ατόμου η οποία βασίζεται σε χαρακτηριστικό σχετιζόμενο με έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, εφόσον το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, λόγω της φύσεως μιας εργασίας ή μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ή των όρων εκτελέσεως αυτής της εργασίας ή της δραστηριότητας, και εφόσον ο σκοπός αυτός είναι θεμιτός και η συγκεκριμένη προϋπόθεση δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο».

17.      Το άρθρο 66 του zakon za sadebnata vlast (νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων) (DV αριθ. 64, της 7ης Αυγούστου 2007, όπως τροποποιήθηκε, DV αριθ. 29, της 8ης Απριλίου 2019, στο εξής: νόμος περί οργανώσεως των δικαστηρίων) προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, στη σύνθεση του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται υποθέσεως σε πρώτο βαθμό περιλαμβάνονται και «sadebni zasedateli» (ένορκοι), οι οποίοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους δικαστές.

18.      Κατά το άρθρο 67, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων:

«Ένορκος δύναται να εκλεγεί κάθε Βούλγαρος πολίτης που έχει ικανότητα δικαίου ο οποίος:

1.      είναι ηλικίας 21 έως 68 ετών·

2.      διαθέτει διεύθυνση κατοικίας η οποία να εξακολουθεί να ισχύει σε δήμο που ανήκει στη δικαστική περιφέρεια του δικαστηρίου στο οποίο ζητεί να διοριστεί·

3.      έχει ολοκληρώσει τουλάχιστον τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση·

4.      δεν έχει καταδικασθεί για ποινικό αδίκημα εκ προθέσεως, ακόμη και σε περίπτωση άρσεως των συνεπειών της καταδίκης·

5.      δεν πάσχει από ψυχική νόσο.»

19.      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας) (DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2015, όπως τροποποιήθηκε, DV αριθ. 16, της 22ας Φεβρουαρίου 2019, στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας) ορίζει τα εξής:

«Στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει ο παρών κώδικας, στις συνθέσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων λαμβάνουν μέρος ένορκοι.»

20.      Το άρθρο 13 του εν λόγω κώδικα προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι το δικαστήριο, η εισαγγελική αρχή και οι ανακριτικές αρχές, ενεργώντας εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα μέτρα για την εύρεση της αντικειμενικής αλήθειας και, στην παράγραφο 2, ότι η αντικειμενική αλήθεια αποδεικνύεται σύμφωνα με τον τρόπο και τα μέσα που προβλέπει ο ως άνω κώδικας.

21.      Δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, το δικαστήριο, η εισαγγελική αρχή και οι ανακριτικές αρχές αποφαίνονται βάσει της δικανικής τους πεποιθήσεως.

22.      Κατά το άρθρο 18 του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο, η εισαγγελική αρχή και οι ανακριτικές αρχές αποφαίνονται επί τη βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσωπικώς συλλέξει και εξετάσει, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.      Η VA είναι περιορισμένα ικανή για εργασία επί μονίμου βάσεως λόγω απώλειας της οράσεώς της. Παρακολούθησε ανώτατες σπουδές νομικής, πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις επαγγελματικής επάρκειας και, εν συνεχεία, εργάστηκε στην Ένωση Τυφλών και στις δομές τυφλών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

24.      Το 2014 η VA διορίστηκε ως ένορκος στο Sofiyski gradski sad (δικαστήριο της πόλεως της Σόφιας, Βουλγαρία), κατόπιν διαδικασίας που διεξήχθη από το δημοτικό συμβούλιο της πόλεως αυτής. Τοποθετήθηκε στο Sofiyski rayonen sad (πρωτοβάθμιο περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) και, κατόπιν κληρώσεως, στο έκτο ποινικό τμήμα του δικαστηρίου αυτού, στη σύνθεση του οποίου μετείχε η δικαστής UB καθώς και άλλοι τρεις ένορκοι. Ορκίστηκε ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου στις 25 Μαρτίου 2015.

25.      Επί ενάμισι περίπου έτος, ήτοι από τις 25 Μαρτίου 2015 έως τις 9 Αυγούστου 2016, η VA δεν έλαβε μέρος σε καμία ποινική ακροαματική διαδικασία. Τον Μάιο του 2015 υπέβαλε αίτημα στον TC, πρόεδρο του Sofiyski rayonen sad (πρωτοβάθμιου περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας) να τοποθετηθεί σε σύνθεση με άλλον δικαστή, όμως δεν έλαβε απάντηση.

26.      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2015, η VA προσέφυγε στην Επιτροπή καταπολεμήσεως των διακρίσεων, υποστηρίζοντας ότι είχε υποστεί δυσμενή μεταχείριση λόγω της αναπηρίας της από τη δικαστή UB, καθόσον η τελευταία δεν της είχε επιτρέψει να λάβει μέρος σε καμία ποινική διαδικασία, και από τον πρόεδρο του δικαστηρίου TC, ο οποίος δεν απάντησε στο αίτημά της να τοποθετηθεί σε σύνθεση με άλλον δικαστή ώστε να δυνηθεί να ασκήσει το δικαίωμά της να εργαστεί ως ένορκος.

27.      Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2017 η Επιτροπή καταπολεμήσεως των διακρίσεων, αφού άκουσε τους UB και TC, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για διάκριση λόγω αναπηρίας εις βάρος της VA, ιδίως κατά την έννοια του άρθρου 4 του νόμου περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, και επέβαλε πρόστιμο ύψους 500 και 250 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 256 και 128 ευρώ) αντιστοίχως σε έκαστο εξ αυτών.

28.      Οι UB και TC προσέβαλαν αμφότεροι την απόφαση αυτή ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), το οποίο απέρριψε τις σχετικές προσφυγές. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι η κατ’ αρχήν επιβολή περιορισμών στην πρόσβαση σε ένα επάγγελμα ή σε συγκεκριμένη δραστηριότητα, όπως αυτή του ενόρκου, με την αιτιολογία ότι η οικεία αναπηρία καθιστά αδύνατη την πλήρη άσκηση της δραστηριότητας, δεν είναι σύννομη. Βεβαίως, οι κανόνες της ποινικής δικονομίας απαιτούν από τον ένορκο να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές της διαδικασίας αυτής, ήτοι, προκειμένου περί δικαστικού σχηματισμού, την αμεσότητα, την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας και τη διαμόρφωση δικανικής πεποιθήσεως. Ωστόσο, το να τεκμαίρεται ότι η ύπαρξη αναπηρίας στερεί σε κάθε περίπτωση από ένα άτομο την ικανότητα να τηρήσει τις αρχές αυτές συνιστά διάκριση. Το εν λόγω δικαστήριο προσέθεσε ότι το γεγονός ότι η VA έλαβε μέρος σε μια σειρά από ακροαματικές διαδικασίες επί ποινικών υποθέσεων από τις 9 Αυγούστου 2016, ημερομηνία κατά την οποία ετέθη σε ισχύ νομοθετική μεταρρύθμιση με την οποία εισήχθη η με ηλεκτρονικό τρόπο κατανομή των ενόρκων στις συνθέσεις των δικαστηρίων, επιβεβαιώνει τις ως άνω εκτιμήσεις.

29.      Οι UB και TC άσκησαν αναίρεση κατά των αποφάσεων του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Varhoven administrativen sad (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία). Προς στήριξη της αιτήσεώς της, η UB υποστήριξε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη κρίση εκτίμησε ότι ο νόμος περί απαγορεύσεως των διακρίσεων κατισχύει του υπέρτερης ισχύος κώδικα ποινικής δικονομίας και των αρχών που καθιερώνει ο κώδικας αυτός. Υπογράμμισε ότι, ως ποινική δικαστής, είναι υποχρεωμένη να τηρεί τον νόμο περί απαγορεύσεως των διακρίσεων και τις ως άνω αρχές κατά την εξέταση των υποθέσεων που φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς και να διασφαλίζει τον ισότιμο χειρισμό, από όλα τα μέλη της συνθέσεως του δικαστηρίου, των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και την εκ μέρους τους άμεση εκτίμηση της συμπεριφοράς των διαδίκων. Από την πλευρά του, ο TC υποστήριξε ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει το άρθρο 7, παράγραφος 1, σημείο 2, του εν λόγω νόμου περί υπάρξεως ουσιαστικής και καθοριστικής επαγγελματικής προϋποθέσεως. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς τους, τα καθήκοντα του ενόρκου δεν μπορούν να ασκούνται από άτομα των οποίων η αναπηρία οδηγεί σε μη τήρηση των εν λόγω αρχών.

30.      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια αν η άνιση μεταχείριση τυφλού ατόμου, όπως η VA, κατά την άσκηση καθηκόντων ενόρκου, είναι θεμιτή υπό το πρίσμα των διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), της Συμβάσεως του ΟΗΕ, καθώς και της οδηγίας 2000/78 που αποσκοπεί στη διασφάλιση της ισότητας στην απασχόληση και στην εργασία των ατόμων με αναπηρία.

31.      Ως εκ τούτου, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάγεται από την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 2, της [Συμβάσεως του ΟΗΕ], καθώς και του άρθρου [2], παράγραφοι 1, 2 και 3, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2000/78] ότι ένα άτομο με αναπηρία οράσεως δύναται να ασκεί καθήκοντα ενόρκου (sadeben zasedatel) και να λαμβάνει μέρος σε ποινικές δίκες ή

2)      [αφορά] η επίμαχη εν προκειμένω αναπηρία ατόμου που πάσχει από μόνιμη τύφλωση χαρακτηριστικό που αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση για την άσκηση καθηκόντων ενόρκου (sadeben zasedatel), ώστε η ύπαρξή της να δικαιολογεί άνιση μεταχείριση μη συνιστώσα διάκριση λόγω “αναπηρίας”;»

32.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Νοεμβρίου 2019. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η VA, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Ανάλυση

33.      Κατ’ αρχάς, επισημαίνω προκαταρκτικώς ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2000/78 δεν αφορούν το σύνολο των ενόρκων σε ποινικές υποθέσεις, αλλά μόνον εκείνους που κατά το βουλγαρικό σύστημα, όπως αυτό περιγράφεται στην απόφαση περί παραπομπής, ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο αμειβόμενης και, ως εκ τούτου, επαγγελματικής δραστηριότητας.

34.      Εν συνεχεία υπογραμμίζω ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ένορκος, η VA, δεν παρουσιάζει απλώς δυσλειτουργία της οράσεως, αλλά πάσχει από ολική τύφλωση.

35.      Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα απαντήσω στα προδικαστικά ερωτήματα, εξετάζοντάς τα από κοινού. Κατ’ αρχάς, θα διαπιστώσω, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, ότι η κατάσταση ενός ατόμου όπως η VA εμπίπτει σαφώς στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 και θα επικεντρωθώ στη συνέχεια στο ουσιώδες ζήτημα αν η διαφορετική μεταχείριση του ατόμου αυτού εμπίπτει σε κάποια παρέκκλιση, ιδίως αυτήν της διατάξεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, περί υπάρξεως ουσιαστικής και καθοριστικής προϋποθέσεως, και αν εξυπηρετεί την επίτευξη θεμιτού σκοπού με αναλογικό τρόπο.

Α.      Επί της εφαρμογής της οδηγίας 2000/78

36.      Υπενθυμίζω ότι, όπως προκύπτει από τον τίτλο και το προοίμιο της οδηγίας 2000/78, σκοπός αυτής είναι να θεσπίσει ένα γενικό πλαίσιο προκειμένου να διασφαλίζεται για κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία, παρέχοντας αποτελεσματική προστασία από τις διακρίσεις οι οποίες στηρίζονται σε κάποιον από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 1, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναπηρία (οι ειδικές ανάγκες) (4).

37.      Η υπό κρίση υπόθεση εμπίπτει όντως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.

38.      Πρώτον, όπως επισήμανα στις προκαταρκτικές παρατηρήσεις μου, η υπό κρίση υπόθεση αφορά την άσκηση καθηκόντων ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις στο πλαίσιο αμειβόμενης εργασίας (5). Ειδικότερα, από τα στοιχεία που παρέχει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η άσκηση καθηκόντων ενόρκου γίνεται με καταβολή αμοιβής, έχει δε, όπως φαίνεται, αόριστη χρονική διάρκεια.

39.      Δεύτερον, η υπό κρίση υπόθεση αφορά την αναπηρία (ή τις ειδικές ανάγκες), κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78, όπως ορίζεται στη νομολογία, ως μειονεκτικότητα οφειλόμενη, ιδίως, σε σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση, η οποία, σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς, μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου προσώπου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους (6). Πράγματι, η βλάβη μιας αισθήσεως, εν προκειμένω της οράσεως, συνιστά σωματική πάθηση κατά την έννοια του άρθρου αυτού.

40.      Τρίτον, η άνιση μεταχείριση της VA, η οποία πιθανότατα δεν αμφισβητείται ότι συνδέεται άμεσα με την αναπηρία της, αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, ειδικότερα με την ιδιότητα του ενόρκου, και έναν όρο απασχόλησης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής, και συγκεκριμένα τη μη ύπαρξη ολικής απώλειας της οράσεως.

41.      Επομένως, η μεταχείριση της VA από τη δικαστή και από τον πρόεδρο του ως άνω δικαστηρίου, η οποία συνίσταται στο ότι δεν ορίστηκε ποτέ ως ένορκος σε καμία ποινική δίκη, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78. Η VA στερήθηκε της δυνατότητας ασκήσεως της αμειβόμενης δραστηριότητας του ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις για τον λόγο ότι πάσχει από τύφλωση, ήτοι, επομένως, λόγω ενός χαρακτηριστικού που συνδέεται άμεσα με έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, και ειδικότερα με την αναπηρία (ειδική ανάγκη).

42.      Πρέπει ωστόσο να εξεταστεί αν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση εμπίπτει σε κάποια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή.

Β.      Επί της υπάρξεως παρεκκλίσεως από την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας

43.      Δύο διατάξεις της οδηγίας 2000/78 είναι κρίσιμες προκειμένου να εκτιμηθεί αν διαφορετική μεταχείριση βασιζόμενη άμεσα στην αναπηρία μπορεί παρά ταύτα να επιτρέπεται και, επομένως, να μη συνιστά απαγορευόμενη διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.

44.      Κατ’ αρχάς, το άρθρο 2, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η οδηγία αυτή δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία είναι αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων προσώπων.

45.      Η διάταξη αυτή μπορεί να καταλαμβάνει ένα νομοθετικό μέτρο που αποσκοπεί στην προστασία ενός τρίτου, όπως ο εκάστοτε κατηγορούμενος, του οποίου τα δικαιώματα υπερασπίσεως ενδέχεται να θίγονται στο πλαίσιο ποινικής δίκης. Ωστόσο, κατά το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 5, ένα τέτοιο μέτρο απαιτείται να προβλέπεται στον νόμο. Εν προκειμένω δεν προκύπτει ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό δίκαιο προβλέπει, μέσω ενός τέτοιου μέτρου, ότι η αμειβόμενη δραστηριότητα του ενόρκου δεν μπορεί να ασκείται από τυφλά άτομα (7). Επισημαίνω, εξάλλου, ότι το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο εναπόκειται, εφόσον είναι αναγκαίο, να εξακριβώσει το ζήτημα αυτό, δεν μνημονεύει τη συγκεκριμένη διάταξη. Επομένως, ο αποκλεισμός των ατόμων που πάσχουν από μόνιμη τύφλωση από την εκτέλεση καθηκόντων ενόρκου δεν δικαιολογείται, εν προκειμένω, βάσει του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 5.

46.      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2000/78, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικές απαιτήσεις», τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε χαρακτηριστικό όπως μια ιδιαίτερη σωματική ικανότητα, που συνδέεται με έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων και η αναπηρία, δεν συνιστά διάκριση αν το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση», εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση αναλογική.

47.      Η πιθανότητα να δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση λόγω αναπηρίας επί τη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, αποτελεί το κεντρικό ζήτημα των υπό κρίση προδικαστικών ερωτημάτων. Υπενθυμίζω ότι η δικαστής και ο πρόεδρος του δικαστηρίου υποστηρίζουν ότι οι κανόνες και οι αρχές της ποινικής δικονομίας, ήτοι η αρχή της αμεσότητας, η άμεση εκτίμηση των αποδείξεων με σκοπό τη διαπίστωση της αντικειμενικής αλήθειας, ο σχηματισμός δικανικής πεποιθήσεως και ο ισότιμος χειρισμός των αποδείξεων από τα μέλη της συνθέσεως του κρίνοντος δικαστηρίου αντιτίθενται στη δυνατότητα συμμετοχής ενός τυφλού ατόμου ως ενόρκου στην ποινική δίκη. Κατ’ αυτούς, η όραση αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση για τη δραστηριότητα του ενόρκου, προκειμένου να τηρούνται οι εν λόγω κανόνες και αρχές.

48.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ιδιαίτερη σωματική ικανότητα μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 για την άσκηση του επαγγέλματος του χειριστή αεροσκαφών (8) ή του πυροσβέστη (9). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένας ιδιαίτερος βαθμός οπτικής οξύτητας μπορεί κατ’ αναλογίαν να θεωρηθεί ως ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση για την άσκηση του επαγγέλματος του οδηγού βαρέων οχημάτων (10).

49.      Ισχύει το ίδιο και για την ικανότητα οράσεως όσον αφορά την άσκηση της αμειβόμενης δραστηριότητας του ενόρκου σύμφωνα με τους κανόνες και τις αρχές της ποινικής δικονομίας;

50.      Υπενθυμίζω ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2000/78, μόνο σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις μπορεί να έχει εφαρμογή η παρέκκλιση περί υπάρξεως ουσιαστικής και καθοριστικής επαγγελματικής προϋποθέσεως, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1.

51.      Οι εθνικοί κανόνες της ποινικής δικονομίας, τους οποίους επικαλούνται η δικαστής και ο πρόεδρος του δικαστηρίου προς υποστήριξη της απόψεώς τους, αποσκοπούν στη διασφάλιση δίκαιης δίκης.

52.      Ο σκοπός αυτός είναι σαφώς θεμιτός. Πράγματι, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και στο άρθρο 47 του Χάρτη. Το ζήτημα που τίθεται είναι αν για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης είναι αναγκαίο ο ένορκος να βλέπει και αν, στην περίπτωση αυτή, ο αποκλεισμός της συμμετοχής ενός τυφλού ατόμου ως ενόρκου σε οποιαδήποτε ποινική υπόθεση αποτελεί πρόσφορη και μη υπερβαίνουσα το αναγκαίο μέτρο ρύθμιση για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

53.      Στη συνέχεια των προτάσεών μου, θα εξηγήσω ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό προκύπτει από προσεκτική στάθμιση μεταξύ δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφενός, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη (επιμέρους ενότητα 1) και, αφετέρου, του δικαιώματος του ατόμου με αναπηρία να μην υφίσταται διάκριση στην εργασία (11) (επιμέρους ενότητα 2), πριν από τη συναγωγή συμπερασμάτων στο πλαίσιο υποθέσεως όπως αυτής της κύριας δίκης (επιμέρους ενότητα 3).

1.      Το θεμελιώδες δικαίωμα σε δίκαιη δίκη

54.      Προκειμένου να γίνουν κατανοητοί οι κανόνες της δίκαιης δίκης που αφορούν τον ένορκο σε ποινικές υποθέσεις, θα παρουσιάσω, κατ’ αρχάς, εν συντομία τον ρόλο που επιτελεί ο ένορκος και θα τονίσω τα διακυβεύματα που προκύπτουν εξ αυτού.

α)      Ο ρόλος του ενόρκου στην ποινική δίκη

55.      Οι ένορκοι είναι πολίτες οι οποίοι συμμετέχουν συλλογικώς στην απονομή της δικαιοσύνης σε ποινικές υποθέσεις, διαμορφώνοντας, μόνοι τους ή μαζί με επαγγελματίες δικαστές, ετυμηγορία επί της ενοχής, ενίοτε δε, μαζί με τους τακτικούς δικαστές, και επί της ποινής (12).

56.      Σε αντίθεση με τους επαγγελματίες δικαστικούς λειτουργούς, δεν έχουν κατάρτιση δικαστή. Λόγω του ότι επιλέγονται μεταξύ των πολιτών, κατά κανόνα με κλήρωση, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν την κοινωνία καθ’ όλο το εύρος της (13).

57.      Οι ένορκοι συμμετέχουν στη διαδικασία, είτε ως μέλη ενός «παραδοσιακού», όπως αποκαλείται, σώματος ενόρκων, ήτοι στο πλαίσιο δίκης κατά την οποία οι επαγγελματίες δικαστές δεν επιτρέπεται να μετέχουν στις διασκέψεις για τη διαμόρφωση ετυμηγορίας επί της ενοχής, είτε ως μέλη μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η οποία απαντάται στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, οι ένορκοι μετέχουν στις συνεδριάσεις και στις διασκέψεις μαζί με τους επαγγελματίες δικαστές (14).

58.      Ο θεσμός του σώματος των ενόρκων πηγάζει από τη βούληση να μετάσχουν τα μέλη της κοινωνίας των πολιτών στην απονομή της δικαιοσύνης, ιδίως στα σοβαρότερα ποινικά αδικήματα (15). Με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στη δημιουργία ενός αμερόληπτου δικαστηρίου, ήτοι απαλλαγμένου από προκαταλήψεις ή μεροληψία (16).

59.      Λαμβανομένου υπόψη του καθοριστικού ρόλου των ενόρκων στην ποινική δίκη, δεδομένου ότι μοιράζονται ή αναλαμβάνουν μόνοι τους την ευθύνη διαμορφώσεως ετυμηγορίας επί της ενοχής, η οποία μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για τον κατηγορούμενο όσον αφορά τη στέρηση της ελευθερίας του, τα κράτη μέλη έχουν προβλέψει κανόνες ποινικής δικονομίας οι οποίοι διέπουν τη διαδικασία της δίκης και ισχύουν πλήρως και για τους ενόρκους.

β)      Οι κανόνες και οι αρχές της ποινικής δικονομίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση δίκαιης δίκης

60.      Οι κανόνες και οι αρχές της ποινικής δικονομίας που μνημονεύουν τόσο η δικαστής και ο πρόεδρος του δικαστηρίου όσο και το δικάσαν πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι η αρχή της αμεσότητας, η άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, η οποία πρέπει να καθιστά δυνατή την εύρεση της αντικειμενικής αλήθειας, και ο σχηματισμός δικανικής πεποιθήσεως.

61.      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είχε επανειλημμένως την ευκαιρία να ασχοληθεί με την αρχή της αμεσότητας, η οποία ισχύει σε πολλές έννομες τάξεις. Οι εκτιμήσεις του αντανακλώνται σε μια πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου (17). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της αμεσότητας αποτελεί ένα από τα σημαντικά στοιχεία της ποινικής δίκης. Η αρχή αυτή συνεπάγεται ότι όσοι έχουν την ευθύνη να αποφασίζουν για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου οφείλουν κατ’ αρχήν να εξετάζουν τους μάρτυρες αυτοπροσώπως και να αξιολογούν την αξιοπιστία τους. Κρίθηκε δε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα αποτελεί σύνθετη εργασία, η οποία, υπό κανονικές συνθήκες, δεν μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με απλή ανάγνωση του περιεχομένου της καταθέσεώς του, όπως αυτή έχει καταγραφεί στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας (18). Ειδικότερα, είναι σημαντικό να μπορεί ο κατηγορούμενος να αντιπαρατεθεί προς τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστή ο οποίος θα εκδώσει εν τέλει απόφαση (19). Ως δικαστής νοείται εν προκειμένω το σύνολο των μελών του δικαστικού σχηματισμού, οπότε στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται και οι ένορκοι.

62.      Επομένως, η αμεσότητα συνεπάγεται την ανάγκη εξετάσεως των μαρτύρων κατά την ακροαματική διαδικασία και άμεσης εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων κατά τη διάρκεια αυτής (20). Όπως αναφέρει κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας P. Léger στις προτάσεις του επί της υποθέσεως Baustahlgewebe (21), η έννοια της «αμεσότητας» προϋποθέτει άμεση σχέση μεταξύ του δικαστή και του διαδίκου, συνεπάγεται δε ότι ο δικαστής που δεν ήταν παρών στην ακροαματική διαδικασία δεν επιτρέπεται να μετάσχει στην έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της υποθέσεως (22).

63.      Η δικανική πεποίθηση συνδέεται με την εν λόγω άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων κατά την ακροαματική διαδικασία (23).

64.      Συμμετέχοντας στην ακροαματική διαδικασία και ακούγοντας τους διαδίκους να αντιπαρατίθενται ενώπιόν τους, οι ένορκοι λαμβάνουν άμεσα γνώση των κρίσιμων για την καταδίκη ή την απαλλαγή στοιχείων και μπορούν με τον τρόπο αυτό να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση ως προς την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου.

65.      Η εν λόγω διαδικασία σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως είναι κοινή σε πολλά δίκαια της ηπειρωτικής Ευρώπης, αντικατοπτρίζεται δε σε ορισμένες οδηγίες προς τους ενόρκους, σύμφωνα με τις οποίες αυτοί οφείλουν να διερωτώνται και να αναζητούν με τη λογική τους ποια εντύπωση τους δημιούργησαν τα προσκομισθέντα σε βάρος του κατηγορουμένου αποδεικτικά στοιχεία και όσα αυτός προέβαλε προς υπεράσπισή του (24).

66.      Για να μπορούν να σχηματίσουν δικανική πεποίθηση οι δικαστές και οι ένορκοι κατόπιν της συζητήσεως της υποθέσεως απαιτείται, κατ’ αρχήν, να δύνανται να ακούσουν την ακροαματική διαδικασία, πράγμα που, σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ισχύει στην περίπτωση της VA.

67.      Κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι αν ο δικαστής που ακούει την ακροαματική διαδικασία είναι απαραίτητο να μπορεί και να βλέπει, προκειμένου να κρίνει σύμφωνα με τους κανόνες της δίκαιης δίκης, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της αμεσότητας και στον σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, ήτοι προκειμένου να εκπληρώνει πλήρως τα καθήκοντά του.

68.      Τονίζω ότι από τους κανόνες και τις αρχές που μόλις εξέθεσα δεν προκύπτει αυτομάτως ότι η όραση αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική προϋπόθεση για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης σε ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας διεξάγεται προφορικώς ενώπιον των δικαστών και των ενόρκων.

69.      Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις κατά τις οποίες η όραση φαίνεται ότι είναι απαραίτητη για την ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων του ενόρκου. Πρόκειται για τις υποθέσεις όπου τα κρίσιμα για την ετυμηγορία αποδεικτικά στοιχεία είναι φωτογραφίες, ταινίες καταγεγραμμένες μέσω συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, γραφικές απεικονίσεις ή σχέδια, όπου η εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων εξαρτάται πλήρως ή κατά κύριο λόγο από την οπτική εντύπωση που αυτά προκαλούν.

70.      Τούτο συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών, προσβολών της σωματικής ακεραιότητας ενός ατόμου, μεταξύ των οποίων εγκλήματα σεξουαλικής βίας, ή υποθέσεις απάτης διά χρήσεως πλαστού εγγράφου, στις οποίες τα αποδεικτικά στοιχεία περιέχονται κατ’ εξοχήν σε οπτικό υλικό (25). Η περιγραφή των φωτογραφιών ή των ταινιών, όπως και η συζήτηση επ’ αυτών κατά την ακροαματική διαδικασία, παρέχουν βεβαίως τη δυνατότητα στον ένορκο να διαμορφώσει άποψη, πλην όμως η άποψη αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της εντυπώσεως που του προκαλούν άμεσα οι φωτογραφίες ή οι ταινίες. Επιπλέον, ακόμη και αν είναι δυνατόν ο τυφλός ένορκος να λάβει ο ίδιος προσωπικώς τη βοήθεια ενός αμερόληπτου τρίτου, η παρέμβαση αυτού του τρίτου προσώπου ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο ο ένορκος θα αντιληφθεί τις φωτογραφίες και τις ταινίες. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα είναι σε θέση να διαμορφώσει τη δική του άποψη άμεσα από τα αποδεικτικά στοιχεία, παρά μόνο έμμεσα, ήτοι με τη μεσολάβηση του τρίτου.

71.      Πέραν των ως άνω περιπτώσεων, παραμένει ζητούμενο αν η όραση μπορεί να θεωρηθεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση για την πλήρη άσκηση της δραστηριότητας του ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις.

72.      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, απουσία σχετικής ρυθμίσεως στο δίκαιο της Ένωσης, ο καθορισμός των κανόνων της ποινικής δικονομίας αποτελεί κατά βάση ζήτημα μόνον του εθνικού δικαίου. Ειδικότερα, ούτε το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ούτε το άρθρο 47 του Χάρτη ρυθμίζουν το παραδεκτό των αποδείξεων αυτό καθεαυτό, ζήτημα που άπτεται πρωτίστως του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών (26). Το ίδιο ισχύει και για τους κανόνες που διέπουν την εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αποκτώνται στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά υπόπτων για την τέλεση εγκληματικών πράξεων (27).

73.      Επίσης, το δίκαιο της Ένωσης δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις ορισμού ενός προσώπου ως ενόρκου, όπως η ηλικία, ο τόπος κατοικίας ή η μη καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα (28). Παρατηρώ ότι η διανοητική ή σωματική αναπηρία, ή ακόμη και κατάσταση της υγείας που εμποδίζει την άσκηση καθηκόντων ενόρκου, αποτελεί κώλυμα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών στο δίκαιο πολλών κρατών μελών (29). Επομένως, η τυφλότητα θεωρείται συχνά ότι αποτελεί κώλυμα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.

74.      Επισημαίνω σχετικώς ότι, στην περίπτωση ενόρκου στη Γερμανία, ο οποίος είχε αποκλειστεί από τη συμμετοχή σε ποινικές υποθέσεις λόγω της τυφλότητάς του και ο οποίος είχε ασκήσει προσφυγή για παράβαση της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω αναπηρίας, το Bundesverfassungsgericht (Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, Γερμανία) έκρινε ότι ο αποκλεισμός του επί τη βάσει της προβλεπόμενης στο ποινικό δίκαιο αρχής της αμεσότητας δεν αντέβαινε στο γερμανικό Σύνταγμα (30). Κατά τη γνώμη μου, οι κανόνες της ποινικής δικονομίας και, ιδίως, αρχές όπως αυτή της αμεσότητας, είναι καθ’ όλα θεμιτό να οδηγούν στον αποκλεισμό της συμμετοχής τυφλών ενόρκων σε ορισμένες ποινικές υποθέσεις. Επισημαίνω, εξάλλου, ότι η ύπαρξη τέτοιας αναπηρίας μπορεί επίσης να συνιστά λόγο αποκλεισμού από τον κατάλογο των ενόρκων που μπορούν να οριστούν σε ποινικές υποθέσεις, δυνάμει ειδικών διατάξεων του εθνικού ποινικού δικαίου (31).

75.      Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον, βάσει γενικών αρχών του ποινικού δικαίου όπως αυτές που προβάλλονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο τυφλός ένορκος μπορεί να θεωρηθεί ανίκανος να ασκήσει τα καθήκοντά του σε όλες τις ποινικές υποθέσεις.

76.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78 περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω αναπηρίας στον τομέα της απασχόλησης και περί προστασίας των ατόμων με αναπηρία με σκοπό την ένταξή τους στον εργασιακό βίο, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του ΟΗΕ. Πρέπει να εξεταστεί αν οι διατάξεις αυτές περιορίζουν το ευρύ περιθώριο δράσεως που καταλείπεται στα κράτη μέλη όσον αφορά τον ορισμό των ενόρκων σε ποινικές υποθέσεις και τη δυνατότητα αποκλεισμού των τυφλών ενόρκων.

2.      Το θεμελιώδες δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία να μην υφίστανται διακρίσεις στο πλαίσιο της απασχολήσεως και της εργασίας

77.      Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από το προοίμιο της οδηγίας 2000/78, η Ένωση δεσμεύεται να καταπολεμήσει τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για την εξάλειψη των ανισοτήτων που βασίζονται σε αυτήν. Μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνεται η σημασία που έχει η προώθηση της εντάξεως των ατόμων με αναπηρία στην επαγγελματική ζωή μέσω της λήψεως κατάλληλων μέτρων (32), με σκοπό τη συμβολή στην πλήρη συμμετοχή των ατόμων αυτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή, καθώς και στην προσωπική τους ανέλιξη (33).

78.      Η ένταξη αυτή διασφαλίζεται με την υιοθέτηση εκ μέρους των εργοδοτών, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα, «εύλογων προσαρμογών» προς όφελος των ατόμων με αναπηρία, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ήτοι κατάλληλων μέτρων, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται σε κάθε συγκεκριμένη κατάσταση, ώστε το άτομο με αναπηρία να μπορεί να εκτελεί μια εργασία, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά δεν συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.

79.      Η αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2000/78 διευκρινίζει ότι τα εν λόγω κατάλληλα μέτρα είναι αποτελεσματικά και πρακτικά μέτρα για τη διαμόρφωση της θέσεως εργασίας ανάλογα με την αναπηρία, όπως παραδείγματος χάριν η διαμόρφωση των εγκαταστάσεων, η προσαρμογή του εξοπλισμού ή η κατανομή των καθηκόντων (34).

80.      Προκειμένου να προσδιοριστεί το είδος των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία αφορά τυφλό άτομο που επιθυμεί να εργαστεί ως ένορκος σε ποινικές δίκες, πρέπει να γίνει αναφορά στη Σύμβαση του ΟΗΕ.

81.      Πράγματι, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Glatzel (35), η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παραγώγου δικαίου απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες. Συνεπώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 13 της Συμβάσεως του ΟΗΕ, το οποίο αφορά την «πρόσβαση στη δικαιοσύνη» των ατόμων με αναπηρία. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την αποτελεσματική ισότιμη πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία στη δικαιοσύνη, μέσω και της παροχής διαδικαστικών διευκολύνσεων, ώστε να διευκολύνουν την άμεση και έμμεση συμμετοχή τους, μεταξύ άλλων και ως μαρτύρων, σε όλες τις ένδικες διαδικασίες.

82.      Τη διάταξη αυτή εξειδικεύει πρόσφατο έγγραφο με τίτλο «Διεθνείς αρχές και οδηγίες σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία», το οποίο δημοσιεύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη (36). Σκοπός του εγγράφου αυτού είναι να δώσει πλήρεις κατευθύνσεις και πρακτικές οδηγίες σχετικά με τον τρόπο διασφαλίσεως της εν λόγω προσβάσεως στη δικαιοσύνη (37), οι οποίες ωστόσο δεν είναι δεσμευτικές.

83.      Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές και οδηγίες, το δικαίωμα ισότιμης προσβάσεως στη δικαιοσύνη συνεπάγεται ότι τα άτομα με αναπηρία πρέπει να μπορούν να συμμετέχουν με άμεσο τρόπο στην ένδικη διαδικασία, μεταξύ άλλων και ως ένορκοι. Προς τον σκοπό αυτόν, τα κράτη καλούνται να εξαλείψουν όλα τα εμπόδια που συνδέονται με την αναπηρία, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών διατάξεων, τα οποία εμποδίζουν τα άτομα με αναπηρία να είναι δικαστές ή ένορκοι, και να εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων αυτών στο σύστημα της συμμετοχής ενόρκων, παρέχοντάς τους κάθε αναγκαία βοήθεια καθώς επίσης και εύλογες προσαρμογές και διαδικαστικές διευκολύνσεις (38). Οι προσαρμογές αυτές περιλαμβάνουν τον ορισμό ανεξάρτητων μεσολαβητών ή παρόχων διευκολύνσεων, εκπαιδευμένων για να βοηθούν στην επικοινωνία των μερών, όπως οι διερμηνείς οι οποίοι πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους με αποτελεσματικό, ακριβή και αμερόληπτο τρόπο. Περιλαμβάνουν επίσης την παροχή τεχνικής βοήθειας υπό μορφή χρήσεως φωνητικών τηλεπικοινωνιακών μέσων (39).

84.      Στην περίπτωση τυφλού ατόμου, οι εν λόγω προσαρμογές θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή υλικής βοήθειας, όπως η παροχή εγγράφων σε γραφή μπράιγ (braille), προσωπικής βοήθειας, όπως η συνδρομή ενός τρίτου αμερόληπτου και διοριζόμενου με όρκο προσώπου, ή μπορούν να είναι οργανωτικής φύσεως, όπως ο ορισμός του τυφλού ενόρκου μόνο σε υποθέσεις που δεν απαιτούν οπτική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων.

85.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τέτοιου είδους προσαρμογές πρέπει να προβλέπονται όσον αφορά ενόρκους, όπως η VA, και ότι ο πλήρης αποκλεισμός της συμμετοχής τυφλών ατόμων ως ενόρκων σε ποινικές υποθέσεις είναι υπερβολικά περιοριστικό μέτρο και αντιβαίνει στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας.

86.      Αν και συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό την άποψη αυτή όσον αφορά περιπτώσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, εντούτοις θα καταδείξω, στην επιμέρους ενότητα 3 που ακολουθεί, ότι η απάντηση στα τιθέμενα ζητήματα εξαρτάται εν μέρει από τις επιλογές που έχουν κάνει τα κράτη μέλη σχετικά με την προστασία των συμφερόντων του κατηγορουμένου στο πλαίσιο διεξαγωγής δίκαιης δίκης, ήτοι από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους.

3.      Συνέπειες από τη στάθμιση των δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων στην υπό κρίση υπόθεση

87.      Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι τα κράτη μέλη είναι, σε μεγάλο βαθμό, ελεύθερα να θεσπίζουν κανόνες ποινικής δικονομίας της επιλογής τους, προκειμένου να διασφαλίζουν τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και να προστατεύουν με τον τρόπο αυτόν τα συμφέροντα του κατηγορουμένου.

88.      Διαπιστώνω ότι, μολονότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να υιοθετούν εύλογες προσαρμογές για τα άτομα με αναπηρία, εντούτοις ορισμένοι κανόνες της ποινικής δικονομίας ενδέχεται να περιορίζουν τη δυνατότητα τέτοιων προσαρμογών προς όφελος ενόρκου που είναι τυφλός και τη συμμετοχή του στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων.

89.      Τούτο συμβαίνει όταν οι κανόνες προβλέπουν ότι στα καθήκοντα του ενόρκου περιλαμβάνεται η συμμετοχή σε ενδεχόμενη αυτοψία στον τόπο τελέσεως του εγκλήματος, κατά την οποία λαμβάνει χώρα αναπαράσταση της πράξεως. Στην περίπτωση αυτή, όπως συμβαίνει και στις υποθέσεις όπου τα αποδεικτικά στοιχεία περιέχονται κατά βάση σε οπτικό υλικό, παραδείγματος χάρη σε φωτογραφίες (40), η όραση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ουσιαστική προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσει ο ένορκος να διαμορφώσει ιδία άποψη για τις ενώπιόν του αναπαριστώμενες πράξεις, χωρίς να δύναται οποιαδήποτε προσαρμογή να αντισταθμίσει την αναπηρία του.

90.      Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κανόνων αποδείξεως του εθνικού δικαίου, οι οποίοι ενδέχεται να απαγορεύουν την παρουσία τρίτου προσώπου μαζί με τον ένορκο, επειδή η παρουσία του προσώπου αυτού οδηγεί σε υπέρβαση του μέγιστου αριθμού ατόμων που επιτρέπεται να λαμβάνουν μέρος στη διάσκεψη ή παραβιάζει την αρχή της αμεσότητας εν στενή εννοία, νοούμενη δηλαδή ως αποκλείουσα την παρεμβολή ενός ενδιάμεσου προσώπου, έστω και αμερόληπτου, μεταξύ του ενόρκου και του αποδεικτικού στοιχείου που εναπόκειται στον ένορκο να εκτιμήσει (41).

91.      Όπως επισήμανα στα σημεία 73 και 74 των παρουσών προτάσεων, άλλοι κανόνες μπορεί επίσης να προβλέπουν ότι τα άτομα με σωματική αναπηρία, όπως η τυφλότητα, δεν επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, να περιλαμβάνονται στους καταλόγους ενόρκων σε ποινικές υποθέσεις. Οι κανόνες αυτοί, οι οποίοι ενδέχεται να εμποδίζουν την παρουσία οποιουδήποτε τυφλού ενόρκου κατά την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών, πιθανόν εξηγούνται, κυρίως, από μια αντίληψη περί της σημασίας που έχει η γλώσσα του σώματος στην ποινική δίκη, σύμφωνα με την οποία η έκφραση του προσώπου ή οι κινήσεις του σώματος εν γένει αποτελούν κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση του αποδεικτικού στοιχείου, καθιστώντας την όραση ουσιαστική και καθοριστικής σημασίας προϋπόθεση για την άσκηση καθηκόντων ενόρκου (42).

92.      Υπογραμμίζω, ωστόσο, ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά τέτοιου είδους διατάξεις του εθνικού δικαίου σχετικά με τη δραστηριότητα του ενόρκου ή τις προϋποθέσεις επιλογής αυτού. Ειδικότερα, ο νόμος περί οργανώσεως των δικαστηρίων που διέπει την επιλογή των ενόρκων δεν επιβάλλει προϋπόθεση ελάχιστης σωματικής ικανότητας ούτε προβλέπει ως λόγο αποκλεισμού την ύπαρξη σωματικής αδυναμίας ή αναπηρίας ή άλλου προβλήματος σωματικής υγείας που μπορεί να εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων τους.

93.      Ως εκ τούτου, μολονότι η VA πάσχει από τύφλωση, εντούτοις από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να είναι ένορκος. Άλλωστε, διορίστηκε ως ένορκος στο Sofiyski gradski sad (δικαστήριο της πόλεως της Σόφιας) και τοποθετήθηκε σε ποινικό τμήμα δικαστηρίου της πόλεως αυτής, ενώπιον του οποίου έδωσε τον προβλεπόμενο όρκο.

94.      Η πλήρης στέρησή της από τη δυνατότητα πραγματικής ασκήσεως της δραστηριότητας του ενόρκου οφειλόταν στην εκτίμηση εκ μέρους δύο προσώπων περί της τεκμαιρόμενης, λόγω της αναπηρίας της, ανικανότητάς της να ασκήσει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, λαμβανομένων υπόψη αρχών του εθνικού ποινικού δικαίου, όπως της αμεσότητας και του σχηματισμού δικανικής πεποιθήσεως.

95.      Το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν η βάσει της εκτιμήσεως αυτής πλήρης στέρηση της δυνατότητας ασκήσεως της δραστηριότητας του ενόρκου είναι σύμφωνη με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

96.      Υπενθυμίζω ότι η διάταξη αυτή, η οποία συνιστά παρέκκλιση από το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως των ατόμων με αναπηρία, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και ότι, σύμφωνα με το γράμμα αυτής, η διαφορετική μεταχείριση η οποία βασίζεται σε ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, πρέπει να προβλέπεται από το κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι εναπόκειται πρώτα στον εθνικό νομοθέτη να σταθμίσει τα θεμελιώδη δικαιώματα που σχετίζονται με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και την προστασία των ατόμων με αναπηρία, προβλέποντας, ενδεχομένως, στην εθνική νομοθεσία ότι η όραση αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση. Επίσης, η προϋπόθεση αυτή πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή να είναι ικανή να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, χωρίς να υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο.

97.      Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου δεν προκύπτει με σαφήνεια από το εθνικό δίκαιο ότι ο νομοθέτης έχει προβλέψει ότι η όραση αποτελεί τέτοια προϋπόθεση, εκτιμώ ότι η οδηγία 2000/78, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του ΟΗΕ, επιβάλλει οι κανόνες και οι αρχές του ποινικού δικαίου να ερμηνεύονται κατά τρόπον ώστε ο πάσχων από τύφλωση ένορκος να μπορεί, κατά το δυνατόν, να λαμβάνει μέρος στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων.

98.      Συναφώς, όπως ήδη εξέθεσα, στο πλαίσιο των συστημάτων ποινικής δικονομίας στα οποία η ακροαματική διαδικασία είναι κεφαλαιώδους σημασίας και στα οποία, σύμφωνα με την αρχή της αμεσότητας, όλα τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να παρουσιάζονται κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον των ενόρκων, το γεγονός ότι ένας ένορκος πάσχει από τύφλωση δεν τον εμποδίζει κατ’ ανάγκην να ασκήσει τα καθήκοντα του ενόρκου. Κατ’ αρχήν, εφόσον δύναται να ακούσει τη συζήτηση της υποθέσεως, πρέπει να θεωρηθεί ικανός να σχηματίσει δικανική πεποίθηση επί ίσοις όροις με τους υπόλοιπους ενόρκους, τουλάχιστον στις υποθέσεις στις οποίες δεν απαιτείται εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων βασιζόμενη στην οπτική εντύπωση που προκαλούν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

99.      Εκτιμώ ότι αυτήν την έννοια έχει η οδηγία 2000/78, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του ΟΗΕ, η οποία αποσκοπεί, όπως προανέφερα, στην ένταξη των ατόμων με αναπηρία στον κοινωνικό και στον εργασιακό βίο. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά δραστηριότητα όπως αυτή του ενόρκου, η οποία παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα, μέσω της συμμετοχής του στην απονομή της δικαιοσύνης, να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο στην κοινωνία. Η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο από το γεγονός ότι οι ένορκοι θεωρείται ότι εκπροσωπούν το κοινωνικό σύνολο σε όλο το εύρος του, επομένως είναι σημαντικό να μην αποκλείονται από τα καθήκοντά αυτά τα άτομα με αναπηρία, όπως η τύφλωση.

100. Προσθέτω ότι πρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να δοθεί, κατ’ αρχήν και εκ προοιμίου, αρνητική απάντηση στο ζήτημα αν άτομο που πάσχει από τύφλωση είναι ικανό να ασκεί τα καθήκοντα του ενόρκου. Ένα άτομο με τη συγκεκριμένη αναπηρία πρέπει βεβαίως να μπορεί να απαλλαγεί από την άσκηση καθηκόντων ενόρκου, εφόσον το επιθυμεί, ωστόσο, αντιστρόφως, η δυνατότητα ασκήσεως τέτοιων καθηκόντων δεν πρέπει να αποκλείεται αυτομάτως. Από το γεγονός ότι η VA έλαβε μέρος στην εκδίκαση μεγάλου αριθμού ποινικών υποθέσεων (43), χωρίς, όπως φαίνεται, να αντιμετωπίσει δυσχέρειες, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, μπορεί να συναχθεί ότι είναι ικανή να ασκεί τα εν λόγω καθήκοντα τηρώντας τους κανόνες της ποινικής δικονομίας. Εφόσον συμβαίνει κάτι τέτοιο και ελλείψει διατάξεως του εθνικού δικαίου σχετικά με τα ελάχιστα όρια σωματικής ικανότητας ή σωματικής υγείας του ενόρκου εν γένει, εκτιμώ ότι η πλήρης στέρηση των πασχόντων από τύφλωση ατόμων από τη δυνατότητα ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας του ενόρκου δεν πληροί την απαιτούμενη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 προϋπόθεση αναλογικότητας, καθόσον υπερβαίνει, τουλάχιστον, το αναγκαίο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό μέτρο.

101. Διευκρινίζω, τέλος, ότι ο κανόνας που επικαλείται η δικαστής UB στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τον οποίο η ίδια οφείλει να διασφαλίζει τον ισότιμο χειρισμό, από όλα τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού, των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται σε μια υπόθεση (44), δεν αντιτίθεται στο να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση ενός τυφλού ενόρκου, ιδίως με τη χορήγηση σε αυτόν υλικής, προσωπικής ή οργανωτικής βοήθειας. Τουναντίον, η εκτίμηση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στις εύλογες προσαρμογές τις οποίες το κράτος-εργοδότης υποχρεούται να εγγυάται στα άτομα με αναπηρία σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 17 της οδηγίας αυτής (45).

102. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, υποχρεούται να ερμηνεύει, κατά το δυνατόν, το εθνικό του δίκαιο υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας 2000/78, προκειμένου να επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή, ήτοι η ένταξη των ατόμων με αναπηρία όπως η τύφλωση, στον εργασιακό βίο, εν προκειμένω όσον αφορά την αμειβόμενη δραστηριότητα του ενόρκου, και να μην αποκλείονται τα άτομα αυτά παρά μόνον εάν δεν είναι ικανά να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της θέσεώς τους. Υπογραμμίζω ότι είναι σημαντικό να μην υπάρχει προκατάληψη σχετικά με το ζήτημα αυτό, ήτοι να μην αποκλείονται εκ προοιμίου από τις σχετικές δραστηριότητες τα άτομα αυτά επειδή δεν βλέπουν. Πρέπει να εξακριβώνεται αν τα άτομα αυτά είναι ικανά να ασκούν, με ή χωρίς ειδική βοήθεια (46), τα καθήκοντα του ενόρκου, από τα οποία δεν έχουν ζητήσει τα ίδια να απαλλαγούν.

103. Διευκρινίζω ότι η προσέγγιση αυτή δεν εμποδίζει τον αποκλεισμό ενός τυφλού ατόμου, όπως η VA, από την εκδίκαση ορισμένων ποινικών υποθέσεων, στις οποίες η όραση είναι ουσιαστική και καθοριστική για την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως στις υποθέσεις που μνημονεύονται στο σημείο 69 των παρουσών προτάσεων. Αντιθέτως, ελλείψει διατάξεων του εθνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, σχετικών με τα ελάχιστα όρια σωματικής ικανότητας ή σωματικής υγείας του ενόρκου εν γένει, ο πλήρης αποκλεισμός του ατόμου αυτού από την εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων επί τη βάσει της τεκμαιρόμενης, λόγω της αναπηρίας του, ανικανότητας ασκήσεως καθηκόντων ενόρκου, είναι, κατά τη γνώμη μου, δυσανάλογα περιοριστικός και συνιστά διάκριση αντίθετη προς την οδηγία 2000/78, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του ΟΗΕ.

V.      Πρόταση

104. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την ένταξη τυφλού ατόμου στον εργασιακό βίο, συμπεριλαμβανόμενης της παροχής στο άτομο αυτό της δυνατότητας ασκήσεως, στο μέτρο του εφικτού, της αμειβόμενης δραστηριότητας του ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις.

2)      Ελλείψει διατάξεων του εθνικού ποινικού δικονομικού δικαίου, σχετικών με τα ελάχιστα όρια σωματικής ικανότητας ή σωματικής υγείας του ενόρκου εν γένει και προκειμένου περί τυφλού ατόμου το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου για να ασκεί καθήκοντα ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις, στο πλαίσιο αμειβόμενης δραστηριότητας, και το οποίο έχει γίνει δεκτό για εργασία με την ιδιότητα του ενόρκου σε δικαστήριο, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5 της οδηγίας 2000/78, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 5, σημείο 2, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, αντιτίθενται στον πλήρη αποκλεισμό του ατόμου αυτού από την εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων επί τη βάσει της τεκμαιρόμενης, λόγω της αναπηρίας του, ανικανότητας ασκήσεως των καθηκόντων αυτών.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).


3      Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35).


4      Πρβλ., όσον αφορά τις διακρίσεις λόγω ηλικίας, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 39).


5      Επισημαίνω ότι τούτο δεν συμβαίνει σε πολλά κράτη μέλη, στα οποία η εκτέλεση καθηκόντων ενόρκου σε ποινικές υποθέσεις αποτελεί υποχρέωση των πολιτών, για την οποία καταβάλλεται αποζημίωση και όχι αμοιβή και η οποία έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και δεν συνιστά απασχόληση ή εργασία κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Ο ένορκος που καλείται να ασκήσει καθήκοντα σε ποινική δίκη μπορεί να κληθεί και πάλι στο μέλλον, κατά κανόνα, όμως, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα.


6      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark (C‑335/11 και C‑337/11, EU:C:2013:222, σκέψη 38), και της 18ης Μαρτίου 2014, Z. (C‑363/12, EU:C:2014:159, σκέψη 77).


7      Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων, το οποίο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις ορισμού ενός ατόμου ως ενόρκου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται απαίτηση σχετική με τη σωματική ικανότητα ή τη σωματική υγεία.


8      Βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 67).


9      Βλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf (C‑229/08, EU:C:2010:3, σκέψη 40).


10      Αυτό συνάγω από την απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψεις 49, 50 και 72).


11      Ο Χάρτης προβλέπει θεμελιώδη δικαιώματα κάθε ενδιαφερομένου να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω αναπηρίας και να μπορεί να έχει πρόσβαση, μεταξύ άλλων, στον εργασιακό βίο, δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 21 και 26. Η οδηγία 2000/78 ρυθμίζει την εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών, κατά το μέρος τους που αφορά το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως στην απασχόληση και την εργασία, όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο της οδηγίας και από τη σχετική με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας παράγραφο 3 αυτής.


12      Πολλά κράτη μέλη έχουν επιλέξει τη διεξαγωγή ποινικών δικών ενώπιον ενόρκων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία συγκριτικού δικαίου που παρατίθενται στην απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Νοεμβρίου 2010, Taxquet κατά Βελγίου (CE:ECHR:2010:1116JUD000092605, § 43), είκοσι ένα εκ των είκοσι επτά κρατών μελών έχουν κάνει την επιλογή αυτή.


13      Βλ. τα απαιτούμενα προσόντα βάσει του νόμου περί οργανώσεως των δικαστηρίων, σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


14      Τα κράτη μέλη στα οποία προβλέπονται μικτά ορκωτά δικαστήρια είναι, εκτός της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, η Τσεχική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Κροατίας, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Δημοκρατία της Πολωνίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας. Τα κράτη μέλη που έχουν επιλέξει το παραδοσιακό σώμα ενόρκων είναι το Βασίλειο του Βελγίου, η Ιρλανδία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Δημοκρατία της Μάλτας και η Δημοκρατία της Αυστρίας.


15      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Νοεμβρίου 2010, Taxquet κατά Βελγίου (CE:ECHR:2010:1116JUD000092605, § 83).


16      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του ΕΔΔΑ της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Κυπριανού κατά Κύπρου (CE:ECHR:2005:1215JUD007379701, § 118).


17      Βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:208, σημεία 94 επ.).


18      Βλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628, σκέψη 42).


19      Βλ. μνημονευόμενες αποφάσεις στην απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka (C‑38/18, EU:C:2019:628, σκέψη 43).


20      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 29ης Ιουνίου 2017, Lorefice κατά Ιταλίας, (CE:ECHR:2017:0629JUD006344613, § 36 και 43).


21      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger επί της υποθέσεως Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (C‑185/95 P, EU:C:1998:37, σημεία 82 και 83).


22      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 2ας Δεκεμβρίου 2014, Cutean κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2014:1202JUD005315012, § 60 έως 73).


23      Όπως προκύπτει από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 16ης Νοεμβρίου 2010, Taxquet κατά Βελγίου (CE:ECHR:2010:1116JUD000092605, § 95), η δικανική πεποίθηση πρέπει να βασίζεται στην ακροαματική διαδικασία.


24      Βλ., μεταξύ άλλων, οδηγίες προς τους ενόρκους στη Γαλλία, σύμφωνα με το άρθρο 353 του κώδικα ποινικής δικονομίας. Στο Βέλγιο, το άρθρο 342 του κώδικα ποινικής δικονομίας προέβλεπε παρόμοιες οδηγίες. Η έννοια της «δικανικής πεποιθήσεως» συχνά αντιδιαστέλλεται προς τον μηχανισμό του common law, σύμφωνα με τον οποίο η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας («beyond reasonable doubt»). Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Dominique Inchauspé, «σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται κατά την ακροαματική διαδικασία» («L’intime conviction» σε Traité de psychiatrie légale, εκδ. Bruylant, 2017, σ. 603 έως 617).


25      Αναφέρομαι, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση υποθέσεων παιδικής πορνογραφίας, στις οποίες ο ένορκος μπορεί να κληθεί να εκτιμήσει από φωτογραφίες αν οι απεικονιζόμενοι σε αυτές είναι, κατ’ αυτούς, προδήλως ανήλικοι.


26      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψεις 41 και 42), και απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Φεβρουαρίου 2005, Graviano κατά Ιταλίας (CE:ECHR:2005:0210JUD001007502, § 36).


27      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 41).


28      Άλλα κριτήρια είναι, μεταξύ άλλων, ένα ελάχιστο μορφωτικό επίπεδο (βλ. για το βουλγαρικό δίκαιο στο σημείο 18 των παρουσών προτάσεων) ή η άσκηση κυβερνητικών ή νομοθετικών καθηκόντων, η εκλογή σε θέση αξιωματούχου τοπικής αυτοδιοίκησης ή η άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων.


29      Τούτο ισχύει μεταξύ άλλων στη Δανία, στη Γερμανία και στην Αυστρία (βλ. «La place des jurés populaires dans le procès pénal», Étude de législation comparée, αριθ. 285, Ιούλιος 2018, Sénat [γαλλική Γερουσία], Γαλλία). Η Βουλγαρία προβλέπει ως κώλυμα μόνον τη διανοητική αναπηρία. Η Ισπανία, αντιθέτως, προβλέπει ρητώς στη μεταρρύθμιση του νόμου περί ενόρκων, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2018, ότι τα άτομα με αναπηρία δεν αποκλείονται από την άσκηση καθηκόντων ενόρκου [Ley Orgánica 1/2017, de 13 de diciembre, de modificación de la Ley Orgánica 5/1995, de 22 de mayo, del Tribunal del Jurado, para garantizar la participación de las personas con discapacidad sin exclusiones (εκτελεστικός νόμος 1/2017, της 13ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του εκτελεστικού νόμου 5/1995, της 22ας Μαΐου 1995, περί ορκωτών δικαστηρίων, για τη διασφάλιση της χωρίς αποκλεισμούς συμμετοχής των ατόμων με αναπηρία)] (ΒΟΕ αριθ. 303, της 14ης Δεκεμβρίου 2017, σ. 123527).


30      Βλ. απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2004 (ECLI:DE:BVerfG:2004:rk20040310.2bvr057701). Σημειώνω ωστόσο ότι, με την απόφασή του, το εν λόγω δικαστήριο ρητώς άφησε ανοικτό το ζήτημα αν το γερμανικό Σύνταγμα επιβάλλει τον αποκλεισμό των τυφλών ενόρκων.


31      Βλ., μεταξύ άλλων, το γαλλικό ποινικό δίκαιο, κατά το οποίο η τυφλότητα μπορεί να συνιστά «σπουδαίο λόγο» για τον αποκλεισμό ενός ενόρκου με τη συγκεκριμένη αναπηρία (άρθρο 258 του γαλλικού κώδικα ποινικής δικονομίας και σχόλια των Angevin, H., και Le Gall, H-C., «Cour d’assises-Composition-Jury» JurisClasseur Procédure pénale, Φεβρουάριος 2021, τεύχος 20-20).


32      Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2000/78, η οποία παραπέμπει στον κοινοτικό χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, και αιτιολογική σκέψη 8 της ίδιας οδηγίας.


33      Βλ. αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας 2000/78, η οποία απηχεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 26 του Χάρτη, με τίτλο «Ένταξη των ατόμων με αναπηρίες», κατά το οποίο «[η] Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να επωφελούνται μέτρων που θα τους εξασφαλίζουν την αυτονομία, την κοινωνική και επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο». Βλ., επίσης, απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Glatzel (C‑356/12, EU:C:2014:350, σκέψεις 77 και 78).


34      Υπογραμμίζω ότι στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτουν περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά τις ενδεχόμενες εύλογες προσαρμογές, σε σχέση με εκείνες που εξετάστηκαν στην υπόθεση Tartu Vangla (C‑795/19, EU:C:2020:961), η οποία αφορούσε την περίπτωση ενός σωφρονιστικού υπαλλήλου με ακουστική αναπηρία. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανα στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως εκείνης, η χρήση ακουστικού βαρηκοΐας και η διαμόρφωση της θέσεως εργασίας θα μπορούσαν να παράσχουν στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα καθήκοντά του.


35      C‑356/12 (EU:C:2014:350, σκέψη 70).


36      Οι εν λόγω αρχές και οδηγίες, οι οποίες διατυπώθηκαν υπό τη διεύθυνση της ειδικής εισηγήτριας των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, δημοσιεύθηκαν τον Αύγουστο του 2020.


37      Βλ. τον πρόλογο στο εν λόγω έγγραφο αρχών και οδηγιών του ΟΗΕ, της Ύπατης Αρμοστού των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του ανθρώπου.


38      Βλ. «Principes et directives internationaux sur l’accès à la justice des personnes handicapées» («Διεθνείς αρχές και οδηγίες σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία»), όπ.π., οδηγίες 7.2 (b) και 7.2 (c).


39      Βλ. «Principes et directives internationaux sur l’accès à la justice des personnes handicapées» («Διεθνείς αρχές και οδηγίες σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία»), όπ.π., οδηγία 3.


40      Βλ. τα παραδείγματα που μνημονεύονται στα σημεία 69 και 70 των παρουσών προτάσεων.


41      Τέτοιοι κανόνες υφίστανται στο δίκαιο του common law, κατά το οποίο επίσης απορρίπτονται ως απαράδεκτες οι εξ ακοής μαρτυρίες, ήτοι αυτές τις οποίες δεν άκουσε απευθείας ένας μάρτυρας, αλλά περιήλθαν σε γνώση του εκ διηγήσεως τρίτου.


42      Επισημαίνω ότι η αντίληψη αυτή δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή. Γίνεται επίσης δεκτό ότι οι τα τυφλά άτομα αναπτύσσουν συχνά άλλες αισθήσεις, ιδιαιτέρως την ακοή, με την οποία μπορούν να εντοπίζουν στη φωνή σημεία που δεν μπορούν να αντιληφθούν με την όραση.


43      Στις γραπτές παρατηρήσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, η VA διευκρινίζει ότι έλαβε μέρος σε 48 συνθέσεις και εξέτασε 200 υποθέσεις.


44      Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.


45      Υπενθυμίζω ότι, κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η ικανότητα ενός ενόρκου να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσεώς του πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη των εύλογων προσαρμογών που ο εργοδότης οφείλει να προβλέψει υπέρ αυτού.


46      Εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα αναφέρει στις γραπτές παρατηρήσεις της, η VA δεν ζήτησε βοήθεια προκειμένου να απαλλαγεί από τα καθήκοντα της ενόρκου.