Language of document : ECLI:EU:T:2021:895

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Τοποθέτηση σε τρίτη χώρα – Οικογενειακή κατοικία που διατίθεται από τη Διοίκηση – Αθέτηση της υποχρεώσεως του υπαλλήλου να διαμένει στην κατοικία αυτή με την οικογένειά του – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική κύρωση της αναστολής προαγωγής κατά κλιμάκιο – Αποκατάσταση της ζημίας την οποία έχει υποστεί η Ένωση – Άρθρο 22 του ΚΥΚ – Απόρριψη της προσφυγής-αγωγής επί της ουσίας – Αναίρεση της αποφάσεως – Επανεξέταση της αναιρετικής αποφάσεως από το Δικαστήριο και εξαφάνισή της – Αναπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο»

Στην υπόθεση T‑693/16 P-RENV-RX,

HG, εκπροσωπούμενος από την L. Levi, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον T. Bohr, επικουρούμενο από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής πρωτοδίκως,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F‑149/15, EU:F:2016:155),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise (εισηγητή), P. Nihoul, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2020,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

2        Με την αίτηση αναιρέσεως την οποία άσκησε δυνάμει του άρθρου 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αναιρεσείων, HG, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ζητεί την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως με την οποία το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την προσφυγή-αγωγή του με κύριο αίτημα, κατ’ αρχάς, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2015, με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική κύρωση της αναστολής προαγωγής κατά κλιμάκιο για χρονικό διάστημα 18 μηνών και η υποχρέωση να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη εξαιτίας του η Επιτροπή, ύψους 108 596,35 ευρώ (στο εξής: επίδικη απόφαση), και, στο μέτρο που απαιτείτο, να ακυρωθεί η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του κατά της επίδικης αποφάσεως, περαιτέρω, επικουρικώς, να μειωθεί η περιλαμβανόμενη στην απόφαση αυτή χρηματική κύρωση και, τέλος, να υποχρεωθεί η Επιτροπή σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη και την προσβολή της φήμης που υποστηρίζει ότι υπέστη, τις οποίες εκτιμά σε 20 000 ευρώ, καθώς και να καταδικαστεί η ίδια στα δικαστικά έξοδα.

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

[παραλειπόμενα]

39      Η πρώτη αναιρετική απόφαση, με την οποία αναιρέθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση λόγω πλημμέλειας στη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού του αποφανθέντος Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, εκδόθηκε κατόπιν της διαδικασίας αυτής, αλλά εξαφανίσθηκε στη συνέχεια από το Δικαστήριο, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 1 και 3 ανωτέρω, η δε εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως αναπέμφθηκε στο Γενικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, η υπόθεση που είχε αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει της πρώτης αναιρετικής αποφάσεως προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής-αγωγής που είχε ασκήσει ο νυν αναιρεσείων (στο εξής: αναιρεσείων) ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (υπόθεση T‑440/18 RENV) περατώθηκε με απόφαση της Γραμματείας της 26ης Μαρτίου 2020.

[παραλειπόμενα]

45      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Ιουνίου 2021. Η προφορική διαδικασία περατώθηκε αυθημερόν.

46      Ο αναιρεσείων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        εφόσον παρίσταται ανάγκη, να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        επικουρικώς, να μειώσει την περιλαμβανόμενη στην επίδικη απόφαση χρηματική κύρωση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει χρηματική ικανοποίηση ύψους 20 000 ευρώ για ηθική βλάβη και προσβολή φήμης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

47      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·

–        να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

[παραλειπόμενα]

 Επί των λόγων αναιρέσεως που προβάλλονται κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος που έγινε δεκτή στην επίδικη απόφαση

[παραλειπόμενα]

–       Επί του λόγου αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας όσον αφορά την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος η οποία έγινε δεκτή στην επίδικη απόφαση

83      Ο αναιρεσείων εκθέτει, κατ’ αρχάς, στο σημείο 11 της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εξετάζοντας τα επιχειρήματά του «σχετικά με το μη υποστατό των προβαλλόμενων παραβάσεων του καθήκοντος πίστεως», έκρινε, στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον η υποχρέωση πίστεως που υπέχει υπάλληλος της Ένωσης έναντι αυτής επιβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, δεν ασκούν επιρροή οι λόγοι για τους οποίους ο αναιρεσείων αθέτησε την υποχρέωση αυτή, εάν υποτεθεί ότι οι λόγοι αυτοί θεωρηθούν αποδεδειγμένοι. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, κατά την εφαρμογή του άρθρου 22 του ΚΥΚ βάσει του οποίου μπορεί να θεμελιωθεί οικονομική ευθύνη υπαλλήλου έναντι της Ένωσης λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του, η ΑΔΑ έπρεπε να λάβει υπόψη τυχόν ελαφρυντικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να συναχθούν από τους λόγους για τους οποίους ο υπάλληλος προέβη στην παράβαση αυτή. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παραβιαζόταν η αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, κρίνοντας ότι οι λόγοι που εξηγούν τη συμπεριφορά του δεν ασκούν επιρροή, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, τόσο υπό το πρίσμα του άρθρου 22 του ΚΥΚ όσο και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.

[παραλειπόμενα]

86      Το άρθρο 22, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει ότι «[ο] υπάλληλος δύναται να υποχρεωθεί να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας την οποία έχει υποστεί η Ένωση λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του».

[παραλειπόμενα]

90      Το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[ο] υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα της Ένωσης», καθιερώνει το καθήκον πίστεως των υπαλλήλων της Ένωσης έναντι αυτής. Το καθήκον αυτό μνημονεύεται ρητώς στη συνέχεια του ίδιου εδαφίου, στην τρίτη περίοδο, με την οποία διευκρινίζεται ότι ο υπάλληλος εκτελεί τις εργασίες που του ανατίθενται κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, τηρώντας το καθήκον πίστεως που υπέχει έναντι της Ένωσης. Ρητή αναφορά στο καθήκον αυτό γίνεται και στο άρθρο 17α του ΚΥΚ το οποίο αφορά τους περιορισμούς του δικαιώματος της ελευθερίας εκφράσεως των υπαλλήλων. Ο τρόπος τηρήσεως του καθήκοντος πίστεως καθορίζεται με γνώμονα ορισμένες πτυχές ή περιστάσεις σε πλείονες διατάξεις του ΚΥΚ όπως τα άρθρα 12, 12β ή 17α.

[παραλειπόμενα]

93      Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι αν οι λόγοι για τους οποίους ένας υπάλληλος επιδεικνύει συμπεριφορά υπαγορευομένη εν όλω ή εν μέρει από συμφέροντα διαφορετικά από εκείνα της Ένωσης ή ακόμη και συμπεριφορά αντίθετη προς τα συμφέροντα αυτά, όπως, για παράδειγμα, η βούληση πρόκλησης ζημίας, η διαφθορά, η αδιαφορία, τα πολιτικά κίνητρα, η βούληση απόκτησης οφέλους για τον ίδιο ή για άλλους, μια αφόρητη εξωτερική πίεση, μια προσωπική επιτακτική ανάγκη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια τέτοια συμπεριφορά συνιστά, ή όχι, ένδειξη παράβασης του καθήκοντος πίστεως έναντι της Ένωσης.

94      Στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έδωσε αρνητική απάντηση στηριζόμενο στην απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2013, Gomes Moreira κατά ECDC (F‑80/11, EU:F:2013:159). Με την απόφαση αυτή κρίθηκε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 65 και 66, ότι η διαπίστωση παραβάσεως πλειόνων εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων οι οποίες αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη διασφάλιση της πίστεως των υπαλλήλων δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι ο οικείος υπάλληλος προκάλεσε ζημία στην Ένωση ή ότι η συμπεριφορά του αποτέλεσε αντικείμενο καταγγελιών. Η εκτίμηση αυτή στηρίχθηκε σε προγενέστερη απόφαση (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2001, E κατά Επιτροπής, T‑24/98 και T‑241/99, EU:T:2001:175, σκέψη 76) στην οποία έγινε δεκτό ότι για τη διαπίστωση παραβάσεως πλειόνων υποχρεώσεων της ίδιας φύσεως δεν απαιτείται ο οικείος υπάλληλος να έχει επιδιώξει την απόκτηση προσωπικού οφέλους από τη συμπεριφορά του ή να έχει προκαλέσει ζημία στο θεσμικό όργανο. Σε άλλη υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, Τζοάνος κατά Επιτροπής (T‑74/96, EU:T:1998:58, σκέψη 66), η οποία μνημονεύεται ως νομολογιακό προηγούμενο στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2001, E κατά Επιτροπής (T‑24/98 και T‑241/99, EU:T:2001:175), όσον αφορά ενδεχόμενη αθέτηση της υποχρεώσεως του υπαλλήλου να ζητήσει άδεια για την άσκηση εξωτερικής δραστηριότητας, η οποία εμπίπτει στην υποχρέωση πίστεως και η οποία έχει γενική ισχύ, κρίθηκε ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη τέτοιας παραβάσεως, είναι περιττή η εξέταση του ζητήματος κατά πόσον η εν λόγω δραστηριότητα ενδέχεται να συνεπάγεται σύγκρουση συμφερόντων λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων που ασκεί ο εν λόγω υπάλληλος.

95      Σε αντίθεση με όσα δέχθηκε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, από την προαναφερθείσα νομολογία δεν προκύπτει ότι οι λόγοι για τους οποίους ένας υπάλληλος επιδεικνύει συμπεριφορά παραβαίνουσα ορισμένες από τις υποχρεώσεις που υπέχει έναντι της Ένωσης δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν ο υπάλληλος παρέβη το καθήκον του πίστεως έναντι της Ένωσης.

96      Βεβαίως, μολονότι ορισμένες περιστάσεις δεν ασκούν εκ φύσεως επιρροή συναφώς, όπως οι περιστάσεις που επισημάνθηκαν στις αποφάσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 94 ανωτέρω, το ζήτημα αν μια συμπεριφορά είναι αντίθετη προς το καθήκον πίστεως εξαρτάται ακριβώς από το πλαίσιο στο οποίο η συμπεριφορά εντάσσεται. Για παράδειγμα, ένας υπάλληλος ενδέχεται να θεωρεί ότι ενεργεί υπέρ των συμφερόντων της Ένωσης κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά, στην πραγματικότητα, να αντιστρατεύεται  τα συμφέροντα αυτά διότι οι απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα περίπλοκης και καινοφανούς καταστάσεως υπερβαίνουν τις δυνατότητές του, πράγμα που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την εκ μέρους του παράβαση του καθήκοντος πίστεως ακόμη και αν παρέβλεψε τα συμφέροντα της Ένωσης σε δεδομένη χρονική στιγμή. Ένα σοβαρό προσωπικό πρόβλημα υπαλλήλου μπορεί να τον οδηγήσει να θέσει προσωρινά σε δεύτερη μοίρα τα συμφέροντα της Ένωσης στο πλαίσιο της συμπεριφοράς του, χωρίς, αναλόγως των περιστάσεων, να μπορεί πάντοτε να του προσαφθεί εξ αυτού του λόγου παράβαση του καθήκοντος πίστεως. Αντιστρόφως, αν ένας υπάλληλος υποστηρίζει ότι δεν έλαβε υπόψη τα συμφέροντα της Ένωσης διότι η κατάσταση υπερέβαινε τις δυνατότητές του ή ότι έθεσε τα συμφέροντα της Ένωσης σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με σοβαρά προσωπικά προβλήματα, δεν είναι άνευ σημασίας το ζήτημα αν ο υπάλληλος αυτός γνωστοποίησε στους ιεραρχικώς προϊσταμένους του τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και ποια συμπεριφορά επέδειξε στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να εκτιμηθεί αν τήρησε το καθήκον πίστεως έναντι της Ένωσης.

97      Επομένως, η εκτίμηση της πίστεως ενός προσώπου συνεπάγεται την εκτίμηση της συμπεριφοράς του έναντι της οντότητας ή του προσώπου έναντι του οποίου υπέχει το εν λόγω καθήκον πίστεως ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο. Το άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ το οποίο ορίζει ότι «[ο] υπάλληλος οφείλει να ασκεί τα καθήκοντά του και να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη του τα συμφέροντα της Ένωσης» προβλέπει συναφώς μια γενική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει την πίστη έναντι της Ένωσης, αλλά δεν συνιστά απόλυτο ορισμό της ο οποίος να αποκλείει τη συνεκτίμηση του πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η πίστη αυτή, η οποία απαιτείται βάσει του άρθρου 11, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του ΚΥΚ, όπου μνημονεύεται η υποχρέωση των υπαλλήλων της Ένωσης να εκτελούν τις εργασίες τους «τηρώντας το καθήκον πίστεως […] έναντι της Ένωσης».

98      Συναφώς, στο πλαίσιο των αποφάσεων στις οποίες στηρίχθηκε, άμεσα ή έμμεσα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 151 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εκτίμηση κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, διάφορες εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεις επιβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό αφορά τις υποχρεώσεις αυτές καθεαυτές, αλλά δεν σημαίνει ότι, γενικότερα, η πίστη την οποία επιδεικνύει υπάλληλος της Ένωσης ή η έλλειψή της πρέπει να εκτιμάται ανεξαρτήτως των περιστάσεων υπό τις οποίες ο εν λόγω υπάλληλος υιοθέτησε συγκεκριμένη συμπεριφορά και των λόγων για τους οποίους επέδειξε τη συμπεριφορά αυτή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος ήταν άνευ σημασίας προκειμένου να διαπιστωθεί η παράβαση του καθήκοντος πίστεως που υπείχε.

99      Περαιτέρω, ορθώς ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 22 του ΚΥΚ, για τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς υπαλλήλου ως βαρέος προσωπικού πταίσματος, η ΑΔΑ οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις και δεν αρκεί απλώς η διαπίστωση ότι ο εν λόγω υπάλληλος παρέβη κανόνες στους οποίους υπόκειται ή, με άλλα λόγια, δεν αρκεί απλώς η διαπίστωση ότι αθέτησε ορισμένες από τις υποχρεώσεις του.

[παραλειπόμενα]

102    Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, ο δικαστής της ουσίας μπορεί, προκειμένου να απορρίψει λόγους, ισχυρισμούς ή επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων, να στηριχθεί σε διαπιστώσεις, εκτιμήσεις και χαρακτηρισμούς που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη πράξη, εφόσον αυτά είναι νόμιμα, και, επιπλέον, να αιτιολογήσει την απόρριψη των λόγων, ισχυρισμών και επιχειρημάτων αυτών με τις δικές του νομικές εκτιμήσεις (πρβλ. διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2004, UER κατά M6 κ.λπ., C‑470/02 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:565, σκέψεις 69 και 70, και απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, EU:C:2010:541, σκέψη 65). Αντιθέτως, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, ο δικαστής της ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση ή αιτιολογία αυτήν του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη προκειμένου να αιτιολογήσει την πράξη αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, DIR International Film κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑164/98 P, EU:C:2000:48, σκέψη 38, και της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής, C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψεις 88 και 89). Εντούτοις, όταν ασκεί πλήρη δικαιοδοσία, όπως, βάσει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σε χρηματικές διαφορές μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της και ειδικότερα, βάσει του άρθρου 22, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, στις διαφορές που αφορούν την οικονομική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Ένωσης, ο δικαστής της ουσίας μπορεί να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως και, ως εκ τούτου, να προβεί συναφώς σε δική του εκτίμηση ή να παραθέσει δική του αιτιολογία προκειμένου να δικαιολογήσει την καταβολή ποσού από διάδικο στον αντίδικο (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1987, Houyoux και Guery κατά Επιτροπής, 176/86 και 177/86, EU:C:1987:461, σκέψη 16, και της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, επισημαίνοντας, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατάσταση του αναιρεσείοντος ήταν παράτυπη από τον Σεπτέμβριο του 2008, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επανέλαβε εκτίμηση που περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 37 της επίδικης αποφάσεως. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επανάληψη της εκτιμήσεως αυτής αποσκοπούσε απλώς στην αντίκρουση των επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος σχετικά με την εκτίμηση της ζημίας που είχε ενδεχομένως προκαλέσει στην Ένωση, της οποίας την ύπαρξη αμφισβητούσε έως τον Σεπτέμβριο 2009, αλλά, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με αυτή το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν διαπίστωνε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 22 του ΚΥΚ συνέτρεχαν από τον Σεπτέμβριο του 2008. Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν χαρακτήρισε ως βαρύ προσωπικό πταίσμα τη συμπεριφορά που επέδειξε ο αναιρεσείων μεταξύ Σεπτεμβρίου 2008 και Δεκεμβρίου 2008 ούτε, εξάλλου, δημιούργησε την εντύπωση ότι η ΑΔΑ είχε δεχθεί την ύπαρξη βαρέος προσωπικού πταίσματος για χρονικό διάστημα που άρχιζε από τον Σεπτέμβριο του 2008 και, ως εκ τούτου, δεν παραμόρφωσε τα στοιχεία της δικογραφίας ως προς το ζήτημα αυτό όπως, επίσης, υποστηρίζει ο αναιρεσείων στο σημείο 14 της αιτήσεως αναιρέσεως.

104    Εξάλλου, διαπιστώνοντας, στην εν λόγω σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αντιπροσωπεία στερήθηκε από τον Ιανουάριο του 2009 της δυνατότητας να χρησιμοποιήσει την υπηρεσιακή κατοικία του αναιρεσείοντος για νέους σκοπούς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του αναιρεσείοντος, πρόσθεσε, βεβαίως, ένα στοιχείο αιτιολογίας σε σχέση με την επίδικη απόφαση η οποία αναφέρει μόνον ότι η ζημία προέκυπτε από την εκ μέρους της Ένωσης κάλυψη της δαπάνης για την αδικαιολόγητη μίσθωση του οικογενειακού διαμερίσματος που τέθηκε στη διάθεση του αναιρεσείοντος. Εντούτοις, η εν λόγω πρόσθετη αιτιολογία που παρέθεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έγκειται απλώς στο ότι η συμπεριφορά του αναιρεσείοντος δεν κατέστησε δυνατή τη μείωση της ζημίας που διαπιστώθηκε με την επίδικη απόφαση, αλλά δεν προσδιορίζει επιπλέον ζημία. Επιπροσθέτως, η εκτίμηση αυτή ενδέχεται να εμπίπτει στην άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ως προς την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος, εξουσία την οποία ο αναιρεσείων είχε ζητήσει, εξάλλου, από το εν λόγω δικαστήριο να ασκήσει. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης προσδιόρισε, στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια νέα υποθετική ζημία η οποία δεν δύναται να στοιχειοθετήσει την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος. Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι από την πρόσθετη αιτιολογία που παρέθεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να συναχθεί παραμόρφωση των στοιχείων της δικογραφίας όπως αυτή ορίστηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω.

105    Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, στα σημεία 21 έως 23 της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι, κατά την εξέταση των επιχειρημάτων του σχετικά με «την παράβαση των διατάξεων που αφορούν την πενταετή παραγραφή ή την εύλογη προθεσμία», το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, πενταετής παραγραφή, η οποία προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής‑αγωγής, δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωσή του.

[παραλειπόμενα]

107    Στις σκέψεις 167 και 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, στηριζόμενο στην απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2016, DF κατά Επιτροπής (T‑782/14 P, EU:T:2016:29, σκέψη 54), υπογράμμισε ότι το άρθρο 85 του ΚΥΚ αποσκοπεί στην αναζήτηση ποσών αχρεωστήτως εισπραχθέντων από υπάλληλο και ότι, εν προκειμένω, ο αναιρεσείων δεν είχε λάβει κανένα ποσό από το θεσμικό όργανο, αλλά είχε προκαλέσει χρηματική ζημία σε αυτό, τα δε ποσά που κατέβαλε το όργανο αυτό στον εκμισθωτή δεν καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.

[παραλειπόμενα]

109    Επί της ουσίας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από την απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2016, DF κατά Επιτροπής (T‑782/14 P, EU:T:2016:29), στην οποία παρέπεμψε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, και η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 107 ανωτέρω, δεν μπορεί συναχθεί ότι το άρθρο 85 του ΚΥΚ δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία παρέχεται πλεονέκτημα σε είδος. Πράγματι, με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 54 της εν λόγω αποφάσεως, εκδοθείσας επί υποθέσεως στην οποία ο αναιρεσείων υπάλληλος, από τον οποίο ζητήθηκε η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος επιδόματος, υποστήριξε ότι δεν θα μπορούσε να ανακτήσει το μέρος του ποσού που είχε μεταβιβαστεί στην πρώην σύζυγό του στο πλαίσιο καταβολής διατροφής, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει ότι το άρθρο 85 του ΚΥΚ αφορά μόνο την οικονομική σχέση μεταξύ του υπαλλήλου ο οποίος έλαβε αντικανονικές καταβολές και του οικείου θεσμικού οργάνου, ανεξαρτήτως των ενδεχόμενων συνεπειών για τον υπάλληλο της αναζήτησης έναντι άλλων προσώπων τα οποία επωφελήθηκαν άμεσα ή έμμεσα από τις αντικανονικές καταβολές που αποτέλεσαν το αντικείμενο της ανακτήσεως από το εν λόγω όργανο, δεδομένου ότι τα ζητήματα αυτά άπτονται του ιδιωτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, η εν λόγω απόφαση δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν ένα πλεονέκτημα σε είδος, όπως η παροχή υπηρεσιακού διαμερίσματος, μπορεί να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην οικονομική σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του οργάνου στο οποίο υπηρετεί και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Εξάλλου, τίποτα δεν αποκλείει την ανάκτηση αδικαιολογήτως παρασχεθέντος πλεονεκτήματος σε είδος, το οποίο ισοδυναμεί με έμμεση καταβολή ποσού. Σε αντίθετη περίπτωση, τα θεσμικά όργανα δεν θα μπορούσαν ποτέ να επιτύχουν την απόδοση των εν λόγω αδικαιολογήτως παρασχεθέντων πλεονεκτημάτων, εκτός αν κινήσουν τη διαδικασία του άρθρου 22 του ΚΥΚ και αποδείξουν την ύπαρξη βαρέος προσωπικού πταίσματος των οικείων υπαλλήλων, κάτι το οποίο θα ήταν απρόσφορο σε ορισμένες περιστάσεις και θα είχε ως αποτέλεσμα άνιση μεταχείριση μεταξύ των υπαλλήλων που επωφελήθηκαν αδικαιολογήτως παρασχεθέντος πλεονεκτήματος υπό τη μορφή άμεσης καταβολής χρηματικού ποσού και των υπαλλήλων που επωφελήθηκαν αχρεωστήτως παρασχεθέντος πλεονεκτήματος υπό τη μορφή παροχής σε είδος. Επομένως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κρίνοντας ότι ο αναιρεσείων, εφόσον δεν είχε λάβει άμεσα κανένα ποσό από το όργανο στο οποίο υπηρετούσε, δεν μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 85 του ΚΥΚ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

110    Ωστόσο, εάν το σκεπτικό αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, πλην όμως το διατακτικό της αποφάσεως είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Η ίδια προσέγγιση ισχύει και για την ανάλυση από τον δικαστή της ουσίας λόγου ή σκέλους λόγου προβαλλομένου με το δικόγραφο του ενδίκου βοηθήματος, μεμονωμένα εξεταζόμενου (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, Lestelle κατά Επιτροπής, C‑30/91 P, EU:C:1992:252, σκέψεις 27 έως 29).

111    Εν προκειμένω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπενθύμισε επίσης, στη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με τη συμπεριφορά του, ο αναιρεσείων προκάλεσε οικονομική ζημία στο θεσμικό όργανο στο οποίο υπηρετεί. Η υπενθύμιση αυτή οδηγεί στην επισήμανση ότι η ΑΔΑ δεν απέδειξε την ύπαρξη οικονομικής ευθύνης του αναιρεσείοντος στηριζόμενη στο άρθρο 85 του ΚΥΚ το οποίο αφορά την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων κατόπιν της διαπιστώσεως αδικαιολογήτως παρασχεθέντος πλεονεκτήματος, αλλά στηριζόμενη στο άρθρο 22 του ΚΥΚ σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστη η Ένωση λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος των υπαλλήλων της κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων τους, βάσει του προσδιορισμού της ζημίας που υπέστη η Ένωση συνεπεία βαρέος προσωπικού πταίσματος του αναιρεσείοντος.

112    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι προϋποθέσεις προσφυγής στο άρθρο 85 και στο άρθρο 22 του ΚΥΚ είναι σαφώς διαφορετικές, όπως και το πλαίσιo στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω άρθρα. Η απόφαση για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων προϋποθέτει απλώς, κατά το άρθρο 85 του ΚΥΚ, την απόδειξη ότι ποσό ή αντίστοιχο πλεονέκτημα παρασχέθηκε αντικανονικά στον οικείο υπάλληλο και ότι αυτός γνώριζε την αντικανονικότητα ή ότι αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε ο υπάλληλος δεν μπορούσε να την αγνοεί, ενώ η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση αποκατάστασης ζημίας βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ προϋποθέτει την απόδειξη βαρέος προσωπικού πταίσματος του υπαλλήλου που προκάλεσε τη ζημία αυτή. Η απόφαση για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων μπορεί να εκδοθεί, αφού, κατά περίπτωση, συγκεντρωθούν πραγματικά στοιχεία ή υποβληθούν παρατηρήσεις από τον οικείο υπάλληλο, μόλις αποδειχθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 85 του ΚΥΚ, ενώ η απόφαση με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση αποκατάστασης ζημίας βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ λαμβάνεται, βάσει του δεύτερου εδαφίου της διατάξεως αυτής, μόνο κατόπιν τηρήσεως της πειθαρχικής διαδικασίας, ήτοι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διακριβωθεί η ύπαρξη βαρέος πταίσματος, κατ’ αρχήν κατόπιν διεξαγωγής έρευνας, διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου και του τελικού σταδίου της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας ενώπιον της ΑΔΑ, όπως προβλέπεται στο παράρτημα IX του ΚΥΚ. Οι εν λόγω διαφορές ως προς τη φύση και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τις προϋποθέσεις λήψεως των εν λόγω αποφάσεων δικαιολογούν τη δυνατότητα της ΑΔΑ, αναλόγως των περιστάσεων, να ενεργεί δυνάμει του άρθρου 22 του ΚΥΚ ενώ θα μπορούσε να ενεργήσει βάσει του άρθρου 85 του ΚΥΚ, μολονότι οι κανόνες ή οι αρχές όσον αφορά τις προθεσμίες δεν ταυτίζονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πράγμα το οποίο μπορεί, άλλωστε, επίσης να δικαιολογηθεί από τις διαφορές αυτές.

113    Λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 111 και 112 ανωτέρω, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ορθώς απέρριψε τον κανόνα της ειδικής παραγραφής του άρθρου 85 του ΚΥΚ, τον οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων.

114    Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, στα σημεία 24 και 25 της αιτήσεως αναιρέσεως, ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, εξετάζοντας τα επιχειρήματά του σχετικά με την «παράβαση των διατάξεων που αφορούν την πενταετή παραγραφή ή την εύλογη προθεσμία», υπέπεσε επίσης σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας τα επικουρικά επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής κατά τα οποία, αν δεν είχε εφαρμογή η πενταετής παραγραφή του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, «ως παράμετρος, επίσης, της εύλογης προθεσμίας» για την εφαρμογή του άρθρου 22 του ΚΥΚ, η πενταετής παραγραφή που ορίζει το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1).

[παραλειπόμενα]

127    Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, τόσο ο αναιρεσείων όσο και το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρερμήνευσαν το πεδίο εφαρμογής του νόμου μνημονεύοντας, αντιστοίχως, στο σημείο 130 του δικογράφου της προσφυγής‑αγωγής, τις διατάξεις του άρθρου 81 του κανονισμού 966/2012 για να προβληθεί παραγραφή ή μη τήρηση εύλογης προθεσμίας και, στη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, οι οποίες θεσπίστηκαν για την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, προκειμένου να αιτιολογηθεί η διακοπή της προβαλλόμενης προθεσμίας.

128    Πράγματι, στο πλαίσιο του κανονισμού 966/2012, ο οποίος όριζε τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονταν στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, το άρθρο 81 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο «Πράξεις εσόδων» και έπεται, στο ίδιο κεφάλαιο, των άρθρων 78, 79 και 80 τα οποία καθιερώνουν αντιστοίχως τις αρχές κατά τις οποίες βεβαιώνονται οι απαιτήσεις, εντέλλεται και πραγματοποιείται η είσπραξή τους. Το εν λόγω άρθρο 81 ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, ότι, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, οι οποίες δεν αφορούν την προκειμένη περίπτωση, οι απαιτήσεις της Ένωσης έναντι τρίτων υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή και, στην παράγραφο 2, ότι ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για την προθεσμία παραγραφής. Το άρθρο 80 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, περί της εφαρμογής του άρθρου 78 του κανονισμού 966/2012, προβλέπει, στην παράγραφο 3, ότι ο διατάκτης που βεβαίωσε απαίτηση ενημερώνει σχετικά τον οφειλέτη με χρεωστικό σημείωμα, το οποίο πρέπει να διευκρινίζει την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής πέραν της οποίας καθίστανται απαιτητοί τόκοι υπερημερίας αν η οφειλή δεν έχει ακόμη εξοφληθεί. Το άρθρο 93 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 του κανονισμού 966/2012, ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, ότι η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων της Ένωσης έναντι τρίτων αρχίζει να υπολογίζεται από την εκπνοή της εν λόγω καταληκτικής προθεσμίας πληρωμής και, στην παράγραφο 2, ότι η προθεσμία αυτή διακόπτεται με οποιαδήποτε πράξη θεσμικού οργάνου ή κράτους μέλους που ενεργεί αιτήσει θεσμικού οργάνου η οποία κοινοποιείται στον τρίτο με σκοπό την είσπραξη της οφειλής.

129    Κατά συνέπεια, κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω δίκαιο, η προβαλλόμενη από τον αναιρεσείοντα ένσταση παραγραφής, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 81 του κανονισμού 966/2012, δεν μπορεί παρά να αφορά στάδιο μεταγενέστερο της βεβαιώσεως της απαιτήσεως, το οποίο, ειδικότερα, αρχίζει από την καταληκτική ημερομηνία πληρωμής που μνημονεύεται στο χρεωστικό σημείωμα που αποστέλλεται στον τρίτο οφειλέτη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προβληθεί όσον αφορά τα προγενέστερα στάδια που οδηγούν στη βεβαίωση της απαιτήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψεις 86 έως 89). Εντούτοις, εν προκειμένω, ο αναιρεσείων θεωρεί υπερβολικά μεγάλο το χρονικό διάστημα μεταξύ της επελεύσεως των γενεσιουργών της απαιτήσεως γεγονότων και της ημερομηνίας της διαπιστώσεως της απαιτήσεως με την επίδικη απόφαση, δηλαδή πριν από την ίδια τη βεβαίωσή της κατά την έννοια του άρθρου 78 του κανονισμού 966/2012. Επομένως, είτε κατ’ άμεση εφαρμογή είτε ακόμη και ως παράμετρος της εύλογης προθεσμίας, η πενταετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 81 του κανονισμού 966/2012 δεν μπορεί να εφαρμοστεί προς όφελος του αναιρεσείοντος.

130    Συνεπώς, τo Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εσφαλμένως παρέθεσε τις διατάξεις του άρθρου 93, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, οι οποίες συνιστούν διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 81 του κανονισμού 966/2012, απαντώντας στην επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος σχετικά με την ένσταση παραγραφής που στηρίζεται στο τελευταίο άρθρο. Ωστόσο, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κατά το οποίο η σχετική με τα επίμαχα μισθώματα απαίτηση δεν είχε παραγραφεί βάσει των κανόνων των δημοσιονομικών ρυθμίσεων είναι, εντούτοις, βάσιμο για τους νομικούς λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 129 ανωτέρω.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, βάσει των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στη σκέψη 110 ανωτέρω ως προς τη δυνατότητα αντικατάστασης της νομικής αιτιολογίας από το αναιρετικό δικαστήριο και του γεγονότος ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την αίτηση αναιρέσεως άλλα επιχειρήματα με σκοπό να επικρίνει την εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ανάλυση του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβλήθηκε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την πενταετή παραγραφή ή την εύλογη προθεσμία, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αναιρέσεως που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος, κατά το μέρος που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 81 του κανονισμού 966/2012.

[παραλειπόμενα]

 Επί των λόγων αναιρέσεως που προβάλλονται κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις διαδικαστικές πλημμέλειες και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που προβλήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας

[παραλειπόμενα]

–       Επί του λόγου αναιρέσεως ο οποίος αφορά πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας όσον αφορά τις διαδικαστικές πλημμέλειες και την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που προβλήθηκαν ενώπιόν του

[παραλειπόμενα]

156    Στο σημείο 28 της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει, κατ’ αρχάς, κατά της διαλαμβανόμενης στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εκτιμήσεως επί της αρχής, υποστηρίζοντας ότι οι αιτιάσεις που γίνονται δεκτές εις βάρος υπαλλήλου δεν μπορούν να μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αναλόγως των απαντήσεών του, προκειμένου όχι να μετριασθεί η βαρύτητά τους, αλλά να συνεχιστεί πάση θυσία η κινηθείσα εις βάρος του πειθαρχική διαδικασία. Αυτός ο τρόπος ενέργειας δεν θα παρείχε στον οικείο υπάλληλο τη δυνατότητα να αμυνθεί εγκαίρως. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

[παραλειπόμενα]

159    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της αιτήσεως αναιρέσεως που εκτίθενται στη σκέψη 156 ανωτέρω σχετικά με την εκτίμηση επί της αρχής η οποία παρατίθεται στο τέλος της σκέψης 155 ανωτέρω, από το παράρτημα IX του ΚΥΚ σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία προκύπτει ότι πριν από τη διαδικασία αυτή προηγείται στάδιο έρευνας, διεξαγόμενο από την OLAF ή την ΑΔΑ, η οποία μπορεί να διαθέτει ειδική υπηρεσία με συναφή αρμοδιότητα όπως η IDOC εντός της Επιτροπής. Μόνο μετά το πέρας του εν λόγω σταδίου έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του ίδιου παραρτήματος, κινείται, κατά περίπτωση, η πειθαρχική διαδικασία, με ή χωρίς προηγούμενη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου ανάλογα με τη βαρύτητα της προβλεπόμενης κυρώσεως. Επομένως, στην περίπτωση που ζητηθεί η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, το προβαλλόμενο πταίσμα του εν λόγω υπαλλήλου προσδιορίζεται στην αναφορά της ΑΔΑ η οποία συνοδεύει την υποβολή της υποθέσεως στο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω παραρτήματος κατά το οποίο στην εν λόγω αναφορά «πρέπει να σημειώνονται με σαφήνεια τα προσαπτόμενα και, εφόσον συντρέχει λόγος οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεσθεί, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων». Ακριβώς σε σχέση με το πταίσμα που προσδιορίζεται στην αναφορά αυτή, η οποία διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 2, του ίδιου παραρτήματος, θα αξιολογηθεί η συμπεριφορά του εν λόγω υπαλλήλου, τόσο από το πειθαρχικό συμβούλιο όσο και από την ΑΔΑ, λαμβανομένων επίσης υπόψη των συμπληρωματικών στοιχείων που προσκομίστηκαν κατά το εν λόγω στάδιο της πειθαρχικής διαδικασίας, και, ενδεχομένως, θα του επιβληθεί κύρωση. Ως προς το εν λόγω πταίσμα, το οποίο του προσάπτει η ΑΔΑ κατόπιν διεξαγωγής έρευνας, ο οικείος υπάλληλος θα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα άμυνάς του σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12 έως 22 του εν λόγω παραρτήματος, λαμβάνοντας ιδίως γνώση του συνόλου του φακέλου και υποβάλλοντας γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις στο πειθαρχικό συμβούλιο και, μετά τη διατύπωση της γνώμης του συμβουλίου αυτού, στην ΑΔΑ. Επομένως, ενδεχόμενες προσαρμογές σχετικά με το περιεχόμενο του πταίσματος κατά το στάδιο της έρευνας κατά το οποίο οι αρμόδιες υπηρεσίες διεξάγουν την έρευνα βάσει ενδεχόμενης ύπαρξης πταίσματος δεν είναι δυνατόν να συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, όπως ορθώς έκρινε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, ακόμη και αν, λαμβανομένων υπόψη των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν, το πταίσμα που διαπιστώθηκε κατά το πέρας της έρευνας είναι ευρύτερο ή σοβαρότερο από το τυχόν πταίσμα που είχε αρχικώς προσδιοριστεί. Συναφώς, τα άρθρα 1 και 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, τα οποία αμφότερα αφορούν το στάδιο της έρευνας, αναφέρουν ότι, όταν αποκαλύπτεται το ενδεχόμενο εμπλοκής υπαλλήλου σε υπόθεση, ο υπάλληλος αυτός ενημερώνεται σχετικώς εφόσον αυτό δεν βλάπτει τη διεξαγωγή της έρευνας. Το γεγονός αυτό ουδόλως επιβάλλει την υποχρέωση να αποκρυσταλλωθεί το ενδεχόμενο πταίσμα ήδη από την έναρξη των ερευνών (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 1997, N κατά Επιτροπής, T‑273/94, EU:T:1997:71, σκέψη 79). Επομένως, η πλάνη περί το δίκαιο που προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως ως προς τη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αποδείχθηκε.

[παραλειπόμενα]

162    Εντούτοις, η αιτιολογία που παρατίθεται στη σκέψη 161 ανωτέρω δεν αρκεί, κατά νόμο, για την απόρριψη της αιτίασης του αναιρεσείοντος σχετικά με την απουσία, από τον φάκελο που διαβιβάστηκε από την ΑΔΑ στο πειθαρχικό συμβούλιο και από τον ατομικό του φάκελο, στους οποίους είχε πρόσβαση, του αποτελέσματος της εκ μέρους της IDOC διεξαγωγής αποδείξεων σχετικά με την ύπαρξη του εν λόγω κανόνα κατά τον οποίο δεν χορηγείται υπηρεσιακή κατοικία υπό συνθήκες όπως αυτές που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων.

163    Πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί ότι η διεξαγωγή αποδείξεων που προβλέπει το εν λόγω μέτρο πράγματι έλαβε χώρα, όπως προκύπτει από την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του αναιρεσείοντος από την ΑΔΑ της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, στην οποία επισημαίνεται ότι «από την επικοινωνία με την ΕΥΕΔ δεν επιβεβαιώθηκε απολύτως η ύπαρξη τέτοιου κανόνα και πρακτικής εντός της ΕΥΕΔ» και ότι «η ύπαρξη του εν λόγω κανόνα [δεν] αποδεικνύεται». Ο ίδιος ο αναιρεσείων ανέφερε, στη διοικητική ένσταση που υπέβαλε κατά της επίδικης αποφάσεως, παρόμοια εξήγηση που δόθηκε από τους εκπροσώπους της ΑΔΑ κατά τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου. Ωστόσο, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ ορίζει ότι, από την παραλαβή της αναφοράς της ΑΔΑ από το πειθαρχικό συμβούλιο, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος δικαιούται να λάβει πλήρη γνώση του ατομικού του φακέλου καθώς και αντίγραφα όλων των εγγράφων της διαδικασίας. Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας μετά το πέρας του σταδίου της έρευνας. Υπενθυμίζεται ότι η τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει σε επιβολή κυρώσεων αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να τηρείται ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα (απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, 85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 9). Επιπλέον, έχει κριθεί ότι, στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει θέση όσον αφορά κάθε έγγραφο το οποίο το θεσμικό όργανο προτίθεται να χρησιμοποιήσει εναντίον του, εκτός αν, όσον αφορά τη νομιμότητα της αποφάσεως που εκδίδεται κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής, το έγγραφο αυτό δεν είναι, εν τέλει, καθοριστικής σημασίας (πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2001, E κατά Επιτροπής, T‑24/98 και T‑241/99, EU:T:2001:175, σκέψεις 92 και 93). Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ συμβάλλει πλέον, επίσης, στην τήρηση της αρχής που διατυπώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, το οποίο αποσκοπεί στη διασφάλιση του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελό του. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διεξαγωγή αποδείξεων των επιφορτισμένων με την έρευνα υπηρεσιών, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός της, πρέπει να περιλαμβάνεται στον φάκελο που διαβιβάζεται στο πειθαρχικό συμβούλιο και στον ενδιαφερόμενο. Εν προκειμένω, πρέπει, επιπλέον, να παρατηρηθούν τα εξής: κατ’ αρχάς, η ΑΔΑ χρησιμοποίησε, κατά τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου, το αποτέλεσμα του εν λόγω μέτρου διεξαγωγής αποδείξεων επισημαίνοντας ότι δεν είχε επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του κανόνα που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων, τούτο δε χωρίς προηγουμένως να γνωστοποιήσει στον αναιρεσείοντα το αποτέλεσμα αυτό περιλαμβάνοντάς το στον φάκελο· στη συνέχεια, το πειθαρχικό συμβούλιο επανέλαβε, κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 38 της γνώμης του, το συμπέρασμα αυτό· τέλος, το συμπέρασμα αυτό επισημάνθηκε επίσης και στην απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος από την ΑΔΑ. Δεν αποκλείεται, αν ο αναιρεσείων είχε μπορέσει να λάβει γνώση, αφού επελήφθη της υποθέσεως το πειθαρχικό συμβούλιο, του περιεχομένου της εκ μέρους της IDOC διεξαγωγής αποδείξεων, να μπορούσε, ιδίως αν η διεξαγωγή αποδείξεων ήταν συνοπτική, άτυπη ή ελάχιστα τεκμηριωμένη, να αναπτύξει λεπτομερέστερα τα συναφή επιχειρήματά του και, για παράδειγμα, να ζητήσει, με πειστικότερο τρόπο σε σχέση με τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα που απηύθυνε προς το πειθαρχικό συμβούλιο στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, την επανάληψη των σχετικών ερευνών, υποβάλλοντας ως αίτημα, ιδίως, να διαταχθεί από το πειθαρχικό συμβούλιο η διεξαγωγή έρευνας κατ’ αντιπαράσταση βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

[παραλειπόμενα]

169    Πράγματι, κρίνοντας, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος σχετικά με την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πειθαρχικό συμβούλιο ήταν αλυσιτελείς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

170    Σε περίπτωση που η πειθαρχική διαδικασία περιλαμβάνει την παρέμβαση του πειθαρχικού συμβουλίου, δηλαδή, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των άρθρων 3 και 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, όταν η ΑΔΑ κινεί πειθαρχική διαδικασία θεωρώντας πιθανή την επιβολή κυρώσεως αυστηρότερης από την έγγραφη προειδοποίηση ή την επίπληξη, η παρέμβαση αυτή συνιστά ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας, διότι αποτελεί το χρονικό σημείο μιας διεξοδικής κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας με τη διεξαγωγή, ενδεχομένως, συμπληρωματικής έρευνας προς τις έρευνες που διεξήχθησαν προηγουμένως και διότι η ΑΔΑ αποφαίνεται, στη συνέχεια, συνεκτιμώντας τις εργασίες του πειθαρχικού συμβουλίου, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογημένη γνώμη του η οποία εκδίδεται κατά πλειοψηφία, αλλά ακόμη και τις διαφορετικές απόψεις που ενδεχομένως εξέφρασαν ορισμένα από τα μέλη του, όπως προκύπτει από τα άρθρα 12 έως 18 του εν λόγω παραρτήματος. Συναφώς, ο αναιρεσείων ορθώς υπογραμμίζει ότι, όταν η ΑΔΑ αποκλίνει από τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, οφείλει να αιτιολογήσει την απόκλιση αυτή κατά τρόπο εμπεριστατωμένο, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2015, Bedin κατά Επιτροπής, F‑128/14, EU:F:2015:51, σκέψη 29, της 18ης Ιουνίου 2015, CX κατά Επιτροπής, F‑27/13, EU:F:2015:60, σκέψεις 57 και 58, και της 10ης Ιουνίου 2016, HI κατά Επιτροπής, F‑133/15, EU:F:2016:127, σκέψη 147). Επομένως, η παρέμβαση του πειθαρχικού συμβουλίου συνιστά, σε περίπτωση που αυτό πρέπει να επιληφθεί της υποθέσεως, όπως εν προκειμένω, ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, ο δε υπάλληλος στον οποίο επιβλήθηκε κύρωση κατόπιν της εν λόγω διαδικασίας πρέπει κατ’ αρχήν να είναι σε θέση να προσβάλει τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν η ΑΔΑ υιοθετεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία αυτό προέβη. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ίδια η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραδεκτής προσφυγής ακυρώσεως (απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 1985, F. κατά Επιτροπής, 228/83, EU:C:1985:28, σκέψη 16). Επομένως, επί προσφυγής, όπως εν προκειμένω, με την οποία ζητείται μόνον η ακύρωση της τελικής αποφάσεως της ΑΔΑ περί επιβολής κυρώσεως, μπορεί να κριθεί ότι λόγος ή αιτίαση που βάλλει κατά της εκ μέρους του πειθαρχικού συμβουλίου ή ενός εκ των μελών του εκτιμήσεως είναι αλυσιτελής μόνο στην περίπτωση που η ΑΔΑ, με την τελική απόφασή της, αποκλίνει σαφώς από την εκτίμηση αυτή, ή σαφώς δεν την λαμβάνει υπόψη, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι, πράγματι, η τελική απόφαση και όχι η γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου ή η άποψη ορισμένων μελών του. Στις λοιπές περιπτώσεις, θα ήταν υπέρμετρα τυπολατρική η απαίτηση να μνημονεύει ο προσφεύγων με τους λόγους ακυρώσεως και τις αιτιάσεις του συγκεκριμένα χωρία της επίδικης αποφάσεως για να βάλει κατά της εκτίμησης που διατυπώθηκε στο πλαίσιο των εργασιών του πειθαρχικού συμβουλίου, ενώ η ΑΔΑ έλαβε υπόψη την εκτίμηση αυτή για να εκδώσει την απόφασή της.

[παραλειπόμενα]

 Επί της προσφυγής ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως και επί των παρεπόμενων αιτημάτων

[παραλειπόμενα]

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά διαδικαστικές πλημμέλειες θίγουσες τις προπαρασκευαστικές της επίδικης αποφάσεως πράξεις

[παραλειπόμενα]

239    Όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 147 ανωτέρω, ο αναιρεσείων προσάπτει στο πειθαρχικό συμβούλιο, πρώτον, στο σημείο 59 του δικογράφου της προσφυγής‑αγωγής, ότι δεν αποφάνθηκε επί του νομότυπου της συγκλήσεώς του και γενικότερα επί των διαδικαστικών ζητημάτων που είχε θέσει ο αναιρεσείων με το υπερασπιστικό υπόμνημα που του απηύθυνε, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 19 ανωτέρω.

240    Συναφώς, ορθώς το πειθαρχικό συμβούλιο, στα σημεία 1 και 2 της γνώμης του, εξέθεσε κατ’ ουσίαν ότι δεν όφειλε να ελέγξει το νομότυπο της διαδικασίας έρευνας, αλλά μόνο το νομότυπο της ενώπιόν του διαδικασίας. Πράγματι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το άρθρο 18 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η αποστολή του πειθαρχικού συμβουλίου έγκειται στην έκδοση αιτιολογημένης γνώμης ως προς την πραγματική τέλεση των προσαπτόμενων πράξεων και, κατά περίπτωση, ως προς την κύρωση που κρίνει ότι πρέπει να επισύρουν οι πράξεις αυτές. Είναι έργο της ΑΔΑ, η οποία έχει την εξουσία επιβολής κυρώσεως στον οικείο υπάλληλο, να ελέγξει το νομότυπο της διαδικασίας έρευνας καθώς και της πειθαρχικής διαδικασίας συνολικά και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, έργο του δικαστή που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ να προβεί επίσης στον εν λόγω έλεγχο. Το πειθαρχικό συμβούλιο οφείλει, όπως κάθε διοικητικό ή συμβουλευτικό όργανο, να διασφαλίζει το νομότυπο της ενώπιόν του διαδικασίας, η οποία συνιστά ένα από τα στάδια της πειθαρχικής διαδικασίας. Εξάλλου, αν το συμβούλιο αυτό θεωρεί ότι, πριν από τη σύγκλησή του, η διαδικασία έρευνας ήταν ανεπαρκής, οφείλει να τη συμπληρώσει, πέραν των γραπτών ή προφορικών δηλώσεων στις οποίες προέβησαν ενώπιόν του ο οικείος υπάλληλος και η ΑΔΑ, με τις δικές του ερωτήσεις ή ακόμη και με κατ’ αντιπαράσταση έρευνα, όπως προβλέπει το άρθρο 17 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Εν προκειμένω, στα σημεία 1 και 2 της γνώμης του, το πειθαρχικό συμβούλιο επισήμανε ότι δεν είχε την εξουσία να αποφανθεί επί τυχόν πλημμελειών που ενέχει η προγενέστερη της συγκλήσεώς του διαδικασία, αλλά βεβαιώθηκε ότι είχε δοθεί δυνατότητα να υποβάλει ο αναιρεσείων παρατηρήσεις επί του σημειώματος της IDOC της 31ης Οκτωβρίου 2013, βάσει του οποίου κινήθηκε η έρευνα σχετικά με την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος και το οποίο έπρεπε να συμπεριληφθεί στον φάκελο που διαβιβάστηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο, και υπενθύμισε ότι είχε και το ίδιο δυνηθεί να λάβει εγκαίρως γνώση του περιεχομένου του. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, ο αναιρεσείων δεν προσάπτει στο πειθαρχικό συμβούλιο ότι δεν διεξήγαγε συμπληρωματικές έρευνες, μέσω υποβολής ερωτήσεων ή διενέργειας έρευνας. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος τα οποία εκτίθενται στο σημείο 59 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής και μνημονεύονται στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τα οποία προσάπτεται στο πειθαρχικό συμβούλιο ότι δεν αποφάνθηκε επί ορισμένων προβαλλόμενων διαδικαστικών πλημμελειών.

[παραλειπόμενα]

 Επί των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι αφορούν την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος (τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως και έκτος λόγος ακυρώσεως)

286    Το άρθρο 22 του ΚΥΚ ορίζει ότι ο υπάλληλος της Ένωσης δύναται να υποχρεωθεί να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας την οποία έχει υποστεί η Ένωση λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.

[παραλειπόμενα]

295    Ο αναιρεσείων γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατό να συνεχίζεται η κατάσταση κατά την οποία αυτός και η οικογένειά του δεν διέμεναν σε υπηρεσιακό διαμέρισμα, κατάλληλου εμβαδού για τη στέγασή τους, το οποίο ο ίδιος είχε ζητήσει, μολονότι η διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας δεν τον υποχρέωσε να παραδώσει την εν λόγω υπηρεσιακή κατοικία. Ο αναιρεσείων παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων και κατά τη δεύτερη ακρόασή του από την OLAF, ότι η εν λόγω διοικητική προϊσταμένη είχε επιμείνει προκειμένου η οικογένειά του να διαμείνει μαζί του στο εν λόγω διαμέρισμα και δεν αρνείται ότι μια υπηρεσιακή κατοικία προοριζόμενη για τη στέγαση οικογένειας θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να στεγάζει την οικογένεια του υπαλλήλου. Συναφώς, οι σχετικές διατάξεις του παραρτήματος X του ΚΥΚ και οι κανόνες εφαρμογής τους δεν μπορούν παρά να ερμηνεύονται, σε συνδυασμό με τη συνεκτίμηση των συμφερόντων της Ένωσης, στην οποία οφείλουν να προβαίνουν οι υπάλληλοί της κατά το άρθρο 11 του ΚΥΚ, υπό την έννοια ότι ο υπάλληλος που ζήτησε υπηρεσιακή κατοικία διαστάσεων κατάλληλων για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειάς του πρέπει να διαμένει στην εν λόγω κατοικία μαζί με την οικογένειά του ή να γνωστοποιεί ότι πρέπει να εγκαταλείψει την ως άνω κατοικία όταν παρατεταμένες δυσκολίες εμποδίζουν, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, τη μετακόμιση της οικογένειάς του σε αυτή. Ως προς τον εν λόγω υπάλληλο, τούτο αποτελεί ζήτημα που άπτεται του καθήκοντος πίστεως.

296    Εν προκειμένω, αν ένα πρόβλημα ελαττωματικού βερνικώματος του ξύλινου πατώματος κατέστησε αδύνατη την εγκατάσταση της οικογένειας στην κατοικία, κάτι για το οποίο φέρει ευθύνη ο ιδιοκτήτης, θα έπρεπε ο αναιρεσείων να αρνηθεί να παραλάβει τον χώρο ή να προβεί σε άλλη κατάλληλη ενέργεια απευθυνόμενος στην αντιπροσωπεία προκειμένου αυτή να θέσει τον ιδιοκτήτη προ των ευθυνών του.

297    Τέλος, ακόμη και αν η παρουσία ενός φίλου ως «φύλακα του διαμερίσματος» μπορεί να ανταποκρινόταν στη μέριμνα του προσφεύγοντος να μην καταληφθεί το υπηρεσιακό διαμέρισμά του άκαιρα από τρίτους, εντούτοις η εν λόγω μακροπρόθεσμη συμφωνία «φυλάξεως του διαμερίσματος» δικαιολογείτο αποκλειστικά και μόνο από το γεγονός ότι ο αναιρεσείων δεν διέμενε μόνιμα στο διαμέρισμα αυτό λόγω του ότι η οικογένειά του δεν είχε εγκατασταθεί μαζί του σε αυτό.

298    Συνεπώς, κανένας από τους λόγους που αφορούν τα προβλήματα υγείας της συζύγου και του τέκνου του, τις εσωτερικές ατέλειες του διαμερίσματος ή τη συμπεριφορά της διοικητικής προϊσταμένης της αντιπροσωπείας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη προσωπική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και δεν μπορούν να αποδείξουν ότι παρέμεινε πιστός έναντι της Ένωσης από τον Ιανουάριο του 2009, δηλαδή μετά τους πρώτους τέσσερις μήνες από την έναρξη της μισθώσεως, καθόσον δεν πρότεινε να εγκαταλείψει το κατάλληλο για οικογένεια διαμέρισμα το οποίο του παρασχέθηκε και το διατήρησε προς όφελός του, έστω και αν επέδειξε σχετική ειλικρίνεια ως προς την κατάσταση έναντι της διοικητικής προϊσταμένης της αντιπροσωπείας.

[παραλειπόμενα]

300    Στο στάδιο αυτό της αναλύσεως, πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένης υπόψη της μη αναγκαίας δαπάνης δημοσίου χρήματος η οποία οφείλεται στη στάση του αναιρεσείοντος και του γεγονότος ότι παρέμεινε στο υπηρεσιακό διαμέρισμά του μετά την παρέλευση ευλόγου χρονικού διαστήματος, ορθώς η ΑΔΑ δέχθηκε ότι το προσωπικό πταίσμα του αναιρεσείοντος ήταν βαρύ, δεδομένου ότι από τον Ιανουάριο του 2009, τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της μισθώσεως, μέχρι τη λήξη της τον Αύγουστο του 2010, εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί παρατύπως το υπηρεσιακό διαμέρισμά του χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια έναντι της αντιπροσωπείας προκειμένου να επιστρέψει το διαμέρισμα. Ως εκ τούτου, ορθώς διαπιστώθηκε, όσον αφορά την εν λόγω περίοδο, πταίσμα που μπορεί να θεμελιώσει την οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ.

[παραλειπόμενα]

302    Όσον αφορά τη ζημία που προκάλεσε η στάση του αναιρεσείοντος, πρέπει κατ’ αρχάς να απορριφθεί το επιχείρημα του τελευταίου, που διατυπώθηκε στα σημεία 120 έως 123 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι σε περίπτωση λύσεως της μισθώσεως κατά το πρώτο έτος θα εξακολουθούσε, παρά τη λύση, να οφείλεται το μίσθωμα για όλο το έτος αυτό, γεγονός που, κατά τον αναιρεσείοντα, απέκλειε κάθε ζημία της Ένωσης κατά το πρώτο έτος της μισθώσεως από τον Σεπτέμβριο του 2008 έως τον Αύγουστο του 2009. Η ζημία της Ένωσης υφίσταται, πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία ο αναιρεσείων θεωρήθηκε υπαίτιος με την επίδικη απόφαση, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Αύγουστο του 2010, επομένως και για το συγκεκριμένο διάστημα από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2009, δεδομένου ότι, κατά το διάστημα αυτό, η Ένωση πλήρωνε υπηρεσιακό διαμέρισμα κατάλληλο για τη στέγαση οικογένειας για υπάλληλο ο οποίος διέμενε σε αυτό μόνος και μερικές μόνον ημέρες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ενώ μάλιστα διέθετε άλλο οικογενειακό διαμέρισμα σε κοντινή απόσταση όπου διέμενε η οικογένειά του και όπου διαβιούσε εν μέρει και ο ίδιος. Περαιτέρω, η ζημία αυτή προκλήθηκε πράγματι από τον αναιρεσείοντα ο οποίος, αφού ζήτησε τέτοιο υπηρεσιακό διαμέρισμα, δεν έθεσε τέρμα στην προαναφερθείσα κατάσταση, καθόσον δεν πρότεινε να επιστρέψει το εν λόγω διαμέρισμα μετά από μερικούς μήνες. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 296 ανωτέρω, αν ένα διαρκές πρόβλημα ελαττωματικού βερνικώματος του ξύλινου πατώματος πράγματι καθιστούσε αδύνατη την εγκατάσταση της οικογένειας στο υπηρεσιακό διαμέρισμα, γεγονός για το οποίο θα ευθυνόταν ο ιδιοκτήτης, ο αναιρεσείων θα έπρεπε να αρνηθεί ευθύς εξαρχής την παραλαβή του χώρου ή να προβεί σε άλλη κατάλληλη ενέργεια απευθυνόμενος στην αντιπροσωπεία προκειμένου αυτή να μπορέσει να θέσει ταχέως και κατηγορηματικώς τον ιδιοκτήτη προ των ευθυνών του. Η ζημία αυτή αποδεικνύεται επίσης έως τη λήξη της μισθώσεως, στο μέτρο που ο αναιρεσείων, μη θέτοντας το διαμέρισμά του στη διάθεση της αντιπροσωπείας, εμπόδισε την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει το ακίνητο αυτό ενώ αυτή κατέβαλλε τα σχετικά μισθώματα, ειδικότερα εμποδίζοντάς τη να το χρησιμοποιήσει κατά διαφορετικό τρόπο, όπως επισήμανε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στη σκέψη 159 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ή τουλάχιστον την εμπόδισε να λύσει τη μίσθωση χωρίς κυρώσεις από τον Σεπτέμβριο του 2009, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να μειώσει τη ζημία που πράγματι υπέστη η Ένωση. Συναφώς, το γεγονός ότι στη σύμβαση μισθώσεως προβλέφθηκε περίοδος κατά την οποία ο μισθωτής δεν μπορούσε να καταγγείλει τη μίσθωση κατά το πρώτο έτος, εκτός αν καταβάλλονταν παρ’ όλα αυτά τα μισθώματα κατά το διάστημα αυτό, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ζημία ως προς την περίοδο αυτή, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Κατά το εν λόγω διάστημα, η αντιπροσωπεία όντως κατέβαλλε χρήματα για υπηρεσιακό διαμέρισμα κατάλληλο για τη στέγαση οικογένειας, κατόπιν αιτήματος του αναιρεσείοντος, χωρίς τούτο να δικαιολογείται και χωρίς τη δυνατότητα να έχει το διαμέρισμα καμία χρησιμότητα για αυτή.

303    Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων υποστηρίζει, στη σκέψη 125 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, ότι, στο μέτρο που θα δικαιούτο μικρότερο υπηρεσιακό διαμέρισμα για άγαμους, η ζημία της Ένωσης περιορίζεται στη διαφορά που υφίσταται μεταξύ του μισθώματος του οικογενειακού υπηρεσιακού διαμερίσματος στο οποίο διέμενε και του μισθώματος ενός τέτοιου μικρότερου υπηρεσιακού διαμερίσματος. Το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μόνον αν ο αναιρεσείων είχε πράγματι ζητήσει ένα υπηρεσιακό διαμέρισμα για άγαμους κατά τη διάρκεια της μισθώσεως που αφορούσε το οικογενειακό διαμέρισμα, αλλά, ελλείψει της περιστάσεως αυτής, η οποία περιορίζεται σε απλή εικασία, δεδομένου μάλιστα ότι η σύζυγός του ήταν ιδιοκτήτρια διαμερίσματος στη Νέα Υόρκη στο οποίο κατοικούσε η οικογένειά του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου της μισθώσεως η Ένωση υπέστη πράγματι ζημία αντιστοιχούσα στο σύνολο των μισθωμάτων που κατέβαλε για το υπηρεσιακό διαμέρισμα που διατέθηκε στον αναιρεσείοντα μολονότι η μίσθωσή του δεν ήταν αναγκαία. Επομένως, η ζημία αυτή εκτείνεται, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, στην περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2009 και Αυγούστου 2010 για την οποία κρίθηκε, στη σκέψη 300 ανωτέρω, ότι ο αναιρεσείων υπέπεσε σε βαρύ προσωπικό πταίσμα.

[παραλειπόμενα]

307    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 106 και 114 ανωτέρω, ο αναιρεσείων επικαλείται την πενταετή παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ και, επικουρικώς, ως παράμετρο της εύλογης προθεσμίας για την εφαρμογή του άρθρου 22 του ΚΥΚ, την πενταετή παραγραφή που καθιερώνει το άρθρο 81 του κανονισμού 966/2012. Όπως κρίθηκε στις σκέψεις 113 και 129 ανωτέρω, καμία από τις δύο αυτές διατάξεις δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν προσδιορίζει την προθεσμία εντός της οποίας, σε σχέση με τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, πρέπει να διενεργηθεί έρευνα, να κινηθεί πειθαρχική διαδικασία και να εκδοθεί απόφαση διαπιστώνουσα την οικονομική ευθύνη υπαλλήλου βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ. Εντούτοις, μπορεί να ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ συνιστά έκφανση της προθεσμίας παραγραφής την οποία δέχθηκε ο νομοθέτης όσον αφορά ορισμένες σχέσεις της Ένωσης με τους υπαλλήλους της, έστω και αν βάσει των διαφορών που χαρακτηρίζουν την εφαρμογή του άρθρου 22 του ΚΥΚ σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 85 του ΚΥΚ, οι οποίες υπογραμμίστηκαν στη σκέψη 112 ανωτέρω, προθεσμία ανάλογης διάρκειας που πρέπει να τηρηθεί στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρο 22 του ΚΥΚ δεν μπορεί να αποτελεί προθεσμία μη δυνάμενη να διακοπεί, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

308    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, σε περίπτωση που ο νομοθέτης δεν προέβλεψε προθεσμία παραγραφής, η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να ασκούν τις εξουσίες τους εντός εύλογης προθεσμίας (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, πρέπει να διακριβωθεί αν οι υπηρεσίες της Επιτροπής και η ΑΔΑ, διενεργώντας έρευνα, κινώντας πειθαρχική διαδικασία και αποδεχόμενες τελικώς οικονομική ευθύνη του ενάγοντος για την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2009 και Αυγούστου 2010, παραβίασαν, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, την αρχή της εύλογης προθεσμίας προς ενέργεια.

309    Ο εύλογος χαρακτήρας προθεσμίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε το όργανο της Ένωσης, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, ο εύλογος χαρακτήρας προθεσμίας δεν μπορεί να εξεταστεί με αναφορά σε ένα ακριβές ανώτατο όριο, προσδιοριζόμενο κατά τρόπο αφηρημένο (βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C‑566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψεις 99 και 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

310    Εν προκειμένω, η περίοδος για την οποία διαπιστώθηκε βαρύ πταίσμα του αναιρεσείοντος εκτείνεται από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Αύγουστο του 2010. Η OLAF ενημέρωσε τον αναιρεσείοντα για την έναρξη έρευνας που τον αφορούσε λόγω της χρήσεως του υπηρεσιακού διαμερίσματος τον Μάρτιο του 2012, δηλαδή λιγότερο από δύο έτη μετά το πέρας της εν λόγω συνεχούς περιόδου. Κατόπιν της ολοκληρώσεως του σταδίου της έρευνας, στο οποίο μετείχαν διαδοχικώς η OLAF και η IDOC, η ΑΔΑ κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά του αναιρεσείοντος τον Ιούλιο 2014 και εξέδωσε την επίδικη απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, η οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος τον Φεβρουάριο του 2015. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 με την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως του αναιρεσείοντος. Βάσει της εν λόγω αλληλουχίας των πραγματικών περιστατικών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διοικητική αρχή δεν άσκησε τις εξουσίες της εντός μη εύλογου χρονικού διαστήματος.

[παραλειπόμενα]

 Επί των νέων λόγων ακυρώσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας

[παραλειπόμενα]

315    Η εκ μέρους του αναιρεσείοντος καταγγελία δόλιων ενεργειών ενός εκ των συναδέλφων του στη Νέα Υόρκη έγινε με ηλεκτρονικό μήνυμά του προς την IDOC στις 13 Μαΐου 2013, το οποίο προσκομίστηκε στο παράρτημα 36 του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής. Το μήνυμα αυτό εστάλη ενώ είχε ήδη κινηθεί έρευνα σε βάρος του αναιρεσείοντος όσον αφορά τη χρήση του υπηρεσιακού διαμερίσματός του και επιδίωκε, κατ’ αρχάς, να κλονίσει την αξιοπιστία δύο ενοχοποιητικών σε βάρος του μαρτυριών που είχαν ληφθεί υπόψη από την OLAF. Υπό τις συνθήκες αυτές ο αναιρεσείων ανέφερε την δυνητικώς παράτυπη, για διάφορους λόγους, συμπεριφορά του εν λόγω συναδέλφου, ο οποίος σχετιζόταν με τα δύο πρόσωπα που κατέθεσαν ως μάρτυρες. Από το μήνυμα αυτό προκύπτει ότι η καταγγελία του αναιρεσείοντος αφορούσε εν μέρει πραγματικά περιστατικά που είχαν προδήλως ήδη γίνει γνωστά στους ιεραρχικώς προϊσταμένους της αντιπροσωπείας και στον ίδιο πριν από αρκετό χρονικό διάστημα και εν μέρει πραγματικά περιστατικά τα οποία είχαν περιέλθει σε γνώση της OLAF από άλλα πρόσωπα της αντιπροσωπείας, πριν να προβεί ο ίδιος ο αναιρεσείων στη σχετική γνωστοποίηση προς την IDOC πολλούς μήνες αφού έλαβε τυχαία γνώση των περιστατικών αυτών. Επομένως, η καταγγελία του αναιρεσείοντος δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της μαρτυρίας δημοσίου συμφέροντος σχετικά με γεγονότα βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας και τα οποία διαπιστώνει υπάλληλος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22α του ΚΥΚ, αλλά εντάσσεται απλώς στο πλαίσιο της υπεράσπισης των συμφερόντων του ίδιου του υπαλλήλου. Ως εκ τούτου ο αναιρεσείων δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ιδιότητα αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση σε σχέση με πραγματικά περιστατικά τα οποία ουδεμία σχέση είχαν με τα περιστατικά που κατήγγειλε, ακόμη και αν αυτά αποδείχθηκαν ακριβή.

[παραλειπόμενα]

317    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν κατά της επίδικης αποφάσεως δεν ευδοκίμησε, πρέπει να απορριφθεί το ακυρωτικό αίτημα του αναιρεσείοντος, περιλαμβανομένου του αιτήματος που στρέφεται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο παραπέμπει στο σκεπτικό που παρέθεσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις σκέψεις 43 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του αιτήματος της μειώσεως του ποσού της χρηματικής αποζημιώσεως που απαιτείται να καταβάλει ο αναιρεσείων

318    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο αναιρεσείων, ζητώντας με τα αιτήματά του να ασκήσει ο δικαστής την κατά το άρθρο 22, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ πλήρη δικαιοδοσία προκειμένου να μειωθεί η απαιτούμενη από αυτόν με την επίδικη απόφαση χρηματική αποζημίωση, δεν προέβαλε κανένα ιδιαίτερο επιχείρημα προς δικαιολόγηση της ζητουμένης μειώσεως, πέραν εκείνων που προέβαλε προς στήριξη των λόγων ακυρώσεως. Εντούτοις, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στο σημείο 60 των προτάσεών της στην υπόθεση Γκόγκος κατά Επιτροπής (C‑583/08 P, EU:C:2010:118), σε ό,τι αφορά τις καθαρά χρηματικές πτυχές κάθε διαφοράς μεταξύ της Ένωσης και των υπαλλήλων της, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να περιορίζεται σε απλό έλεγχο της νομιμότητας των επίμαχων πράξεων, αλλά έχει δικαιοδοσία να εξετάσει και τη σκοπιμότητά τους και, επομένως, να υποκαταστήσει την εκτίμηση της ΑΔΑ με τη δική του εκτίμηση. Συναφώς, το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ παρέχει στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα, στις χρηματικές διαφορές, και στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως και κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Περαιτέρω, η εν λόγω δικαιοδοσία μπορεί να ασκηθεί ακόμη και ελλείψει σχετικού αιτήματος (πρβλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:118, σημείο 61) και, κατά μείζονα λόγο, στην περίπτωση που υποβάλλεται το αίτημα αυτό, ελλείψει κάθε ειδικής επιχειρηματολογίας που προβάλλεται προς στήριξη του εν λόγω αιτήματος. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της τηρήσεως της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, το ζήτημα του ρόλου που διαδραμάτισε η διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας συζητήθηκε διεξοδικά τόσο με τα υπομνήματα των διαδίκων όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ιδίως με τις συναφείς ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο.

319    Από τη συζήτηση αυτή και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας δεν απαίτησε από τον αναιρεσείοντα να εγκαταλείψει την υπηρεσιακή κατοικία του, αλλά του υπενθύμισε απλώς το παράτυπο της καταστάσεώς του (βλ. σκέψη 274 ανωτέρω). Μολονότι το γεγονός αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη βαρέος πταίσματος εκ μέρους του αναιρεσείοντος το οποίο συνίσταται στην παράταση της παράτυπης χρήσεως του υπηρεσιακού διαμερίσματός του από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Αύγουστο του 2010 (βλ. σκέψη 300 ανωτέρω), εξ αυτού προκύπτει ότι, λόγω ελλείψεως κατάλληλης πρωτοβουλίας της προϊσταμένης που εκπροσωπούσε επί τόπου την Επιτροπή μολονότι αυτή γνώριζε πλήρως την κατάσταση, η Επιτροπή συνέβαλε στην πλήρη επέλευση της ζημίας που υπέστη ενώ θα μπορούσε να μειώσει την έκτασή της, δεδομένου ότι τίποτα δεν εμπόδιζε μια τέτοια πρωτοβουλία, ιδίως αν αυτή συνίστατο στο να απαιτηθεί από τον αναιρεσείοντα να αποδεσμεύσει το υπηρεσιακό διαμέρισμα, εφόσον δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις διαμονής σε αυτό. Επομένως και λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά κατά δίκαιη κρίση ότι πρέπει να μειωθεί η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωση (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 1985, Adams κατά Επιτροπής, 145/83, EU:C:1985:448, σκέψεις 53 και 54, και της 11ης Ιουλίου 2007, Schneider Electric κατά Επιτροπής, T‑351/03, EU:T:2007:212, σκέψεις 332 και 334).

320    Συνεπώς, πρέπει να καθοριστεί, κατά το άρθρο 22 του ΚΥΚ, η οφειλόμενη από τον αναιρεσείοντα αποζημίωση λόγω της ζημίας που υπέστη η Ένωση συνεπεία του βαρέος προσωπικού πταίσματος στο οποίο αυτός υπέπεσε δεδομένου ότι δεν προέβη σε καμία ενέργεια προκειμένου να αποδεσμεύσει το υπηρεσιακό διαμέρισμά του από τον Ιανουάριο του 2009 στο ποσό των 80 000 ευρώ κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως, όπερ σημαίνει είτε ότι τα ποσά, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων τόκων, τα οποία ο αναιρεσείων έχει τυχόν ήδη καταβάλει και υπερβαίνουν το εν λόγω ποσό θα του επιστραφούν από την Επιτροπή είτε ότι η τελευταία θα απαιτήσει από τον αναιρεσείοντα τυχόν πρόσθετες καταβολές έως το εν λόγω ποσό. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι απαιτούμενες καταβολές ή επιστροφές ποσών προσαυξάνονται με τόκους βάσει του επιτοκίου το οποίο ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, υπολογιζόμενους από την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F149/15).

2)      Ορίζει το ύψος της αποζημιώσεως που οφείλει ο HG στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας αποφάσεως στο ποσό των 80 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή στην υπόθεση F149/15.

4)      Ο HG και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα στις υποθέσεις F149/15, T693/16 P, T440/18 RENV και T693/16 PRENVRX.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.