Language of document : ECLI:EU:T:2021:902

Υπόθεση T-158/19

Patrick Breyer

κατά

Ευρωπαϊκού Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2021

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία “Ορίζων 2020” (2014-2020) – Κανονισμός (ΕΕ) 1290/2013 – Έγγραφα σχετικά με το ερευνητικό έργο “iBorderCtrl: Intelligent Portable Border Control System” – Εξαίρεση που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτου – Μερική άρνηση παροχής πρόσβασης – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»

1.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρεώσεις του οικείου θεσμικού οργάνου στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης πρόσβασης – Υποχρέωση πλήρους ελέγχου των αιτήσεων πρόσβασης ήδη από την αρχική αίτηση – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 7 και 8)

(βλ. σκέψεις 30-36)

2.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Έλεγχος του κινδύνου προσβολής του συμφέροντος που προστατεύεται από κάποια από τις εν λόγω εξαιρέσεις – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να εφαρμόσει γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας – Δεν συντρέχει

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2)

(βλ. σκέψη 63)

3.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Συνεκτική εφαρμογή με τον κανονισμό 1290/2013 σχετικά με το πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την καινοτομία «Ορίζων 2020» – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου – Συμβιβασμός με την προστασία της εμπιστευτικότητας των εγγράφων

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση, και 1290/2013, άρθρο 3)

(βλ. σκέψεις 66-71)

4.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου – Περιεχόμενο – Πληροφορίες που περιέχονται σε έγγραφα σχετικά με ερευνητικό έργο οι οποίες δεν εμπίπτουν στην επίμαχη εξαίρεση – Υποχρέωση παροχής μερικής πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση, και § 6)

(βλ. σκέψεις 83-87, 117-122, 124, 131, 142, 147, 154, 166, 167)

5.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά αποφάσεως οργανισμού της Ένωσης με την οποία παρασχέθηκε μερική μόνο πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα – Απόκτηση πρόσβασης από τον προσφεύγοντα, με δικά του μέσα, στο πλήρες κείμενο εγγράφου του οποίου το περιεχόμενο είχε αποκρυβεί μερικώς – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Έλλειψη αντικτύπου στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και στον δικαστικό έλεγχο

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

(βλ. σκέψεις 158-160)

6.      Θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη γνωστοποίηση των εγγράφων – Βάρος αποδείξεως – Δημόσιο συμφέρον για τη διάδοση των αποτελεσμάτων των έργων που χρηματοδοτούνται από κονδύλια της Ένωσης το οποίο διασφαλίζεται από τις νομοθετικές και συμβατικές διατάξεις

(Κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1049/2001, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση, και 1290/2013)

(βλ. σκέψεις 187, 188, 192, 197-203)

7.      Ένδικη διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως – Απόκτηση πρόσβασης από τον προσφεύγοντα, με δικά του μέσα, στο πλήρες κείμενο εγγράφου του οποίου το περιεχόμενο είχε αποκρυβεί μερικώς – Συνεκτίμηση της εν λόγω συμπεριφοράς κατά την κατανομή των δικαστικών εξόδων

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 135 § 2)

(βλ. σκέψη 209)

Σύνοψη

Το 2016 ο Ευρωπαϊκός Εκτελεστικός Οργανισμός Έρευνας (REA) συνήψε με κοινοπραξία επιχειρήσεων, δυνάμει του προγράμματος-πλαισίου έρευνας και καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Ορίζων 2020», συμφωνία επιχορήγησης ερευνητικού έργου, το οποίο επρόκειτο να συμβάλει στη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Βάσει του κανονισμού 1049/2001 (1), ο προσφεύγων, φυσικό πρόσωπο, ζήτησε να του παρασχεθεί πρόσβαση σε πλείονα έγγραφα σχετικά με τα διάφορα στάδια της ανάπτυξης του εν λόγω έργου, τα οποία είχαν διαβιβάσει στον REA τα μέλη της εν λόγω κοινοπραξίας. Ο REA παρέσχε μερική μόνο πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, προβάλλοντας ως δικαιολογία για την άρνηση παροχής πλήρους πρόσβασης την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001, και ειδικότερα εκείνης που αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μελών της οικείας κοινοπραξίας (2).

Επιληφθέν προσφυγής κατά της απόφασης (3) με την οποία ο REA παρέσχε μερική πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα, το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την εν λόγω απόφαση στο μέτρο που, αφενός, ο REA δεν εξέτασε πλήρως την αίτηση πρόσβασης και, αφετέρου, δεν παρέσχε πρόσβαση στις περιεχόμενες στα σχετικά έγγραφα πληροφορίες οι οποίες δεν ενέπιπταν στην επίμαχη εξαίρεση.

Η υπό κρίση υπόθεση παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αναπτύξει και να συμπληρώσει τη νομολογία του σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα στο πλαίσιο του χρηματοδοτούμενου από την Ένωση ερευνητικού έργου, καθώς και τη νομολογία του σχετικά με την υποχρέωση πλήρους ελέγχου μιας αίτησης πρόσβασης ήδη από το στάδιο της αρχικής αίτησης. Επιπλέον, η υπόθεση παρέσχε στο Γενικό Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί καινοφανών ζητημάτων τα οποία άπτονται, μεταξύ άλλων, των συνεπειών του κανονισμού 1290/2013 (4) στο πλαίσιο αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα που υποβάλλεται δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 και των συνεπειών της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος η οποία συνίσταται στην απόκτηση πρόσβασης, με δικά του μέσα και προτού το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί της προσφυγής, στα αποκρυβέντα τμήματα εγγράφου στο οποίο του είχε παρασχεθεί μερική μόνο πρόσβαση.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, εν προκειμένω, ο REA παρέβη την υποχρέωσή του να διενεργήσει πλήρη έλεγχο του συνόλου των εγγράφων που αφορούσε η αίτηση πρόσβασης, υποχρέωση η οποία ισχύει όχι μόνον κατά την εξέταση επιβεβαιωτικής αίτησης πρόσβασης, αλλά και κατά την εξέταση αρχικής αίτησης πρόσβασης. Συγκεκριμένα, ο REA δεν αποφάνθηκε επί της αρχικής αίτησης πρόσβασης κατά το μέρος που η εν λόγω αίτηση αφορούσε την πρόσβαση στα σχετικά με την έγκριση του επίμαχου έργου έγγραφα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έθιξε προδήλως τους επιδιωκόμενους από τον κανονισμό 1049/2001 σκοπούς.

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, αφενός, με την επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης, ο προσφεύγων επισήμανε ρητώς ότι αυτή συνιστούσε συνέχεια της αρχικής αίτησης η οποία, αφορούσε, μεταξύ άλλων, τα σχετικά με την έγκριση του επίμαχου έργου έγγραφα. Επομένως, κανένα στοιχείο δεν παρείχε στον REA τη δυνατότητα να θεωρήσει ότι, στο πλαίσιο της επιβεβαιωτικής αίτησης, ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από το εν λόγω αίτημα. Αφετέρου, με την επιβεβαιωτική αίτηση, ο προσφεύγων δεν υποχρεούνταν να αμφισβητήσει ρητώς την παράλειψη του REA να αποφανθεί, με την αρχική απόφασή του, επί μέρους της αρχικής αίτησής του. Συγκεκριμένα, η εν λόγω παράλειψη είχε ως συνέπεια τη μη έναρξη του δεύτερου σταδίου της διαδικασίας ως προς τα έγγραφα που αφορά η εν λόγω παράλειψη. Επιπλέον, παρότι, σε περίπτωση άρνησης παροχής πρόσβασης, ένα πρόσωπο μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση πρόσβασης, η παράλειψη του οργανισμού να αποφανθεί επί μέρους της αίτησης πρόσβασης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με άρνηση παροχής πρόσβασης. Συνεπώς, η δυνατότητα υποβολής νέας αίτησης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη θεραπεία μη πλήρους εξέτασης εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου της πρώτης αίτησης πρόσβασης ούτε να συνιστά επιχείρημα υπέρ της απώλειας της δυνατότητας του αιτούντος να ασκήσει προσφυγή.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται επί της συνεκτικής εφαρμογής, εν προκειμένω, των κανονισμών 1290/2013 και 1049/2001. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο κανόνας που προβλέπεται στον κανονισμό 1290/2013, κατά τον οποίο τα έγγραφα που ανακοινώνονται ως εμπιστευτικού χαρακτήρα στο πλαίσιο δράσης, όπως το επίμαχο έργο, τηρούνται εμπιστευτικά (5), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης πρόσβασης τρίτου στα εν λόγω έγγραφα. Το γεγονός ότι, εν προκειμένω, τα μέρη της συμφωνίας επιχορήγησης χαρακτήρισαν εμπιστευτικά τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στον REA συνιστά ένδειξη ότι το περιεχόμενό τους είναι ευαίσθητο από την άποψη των συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός των εγγράφων ως εμπιστευτικών στο πλαίσιο έργου δεν αρκεί για να δικαιολογείται η εφαρμογή της εξαίρεσης περί προστασίας των εμπορικών συμφερόντων που προβλέπεται στον κανονισμό 1049/2001. Επομένως, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απαλλάσσει τον REA, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης της αίτησης πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα, από την υποχρέωση να εξετάσει αν τα έγγραφα εμπίπτουν εν όλω ή εν μέρει στην εν λόγω εξαίρεση.

Εν συνεχεία, μετά την εξακρίβωση της πραγματοποίησης από τον REA συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξέτασης των ζητηθέντων εγγράφων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του REA να παράσχει πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες που περιέχονταν σε πλείονα εκ των εν λόγω εγγράφων δεν δικαιολογούνταν από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας. Πρόκειται, ειδικότερα, για τις πληροφορίες που αφορούν γενικά ζητήματα τα οποία ενδέχεται να τεθούν ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου σχεδιασμού του συστήματος και του έργου που εκπονήθηκε από τα μέλη της κοινοπραξίας και τα οποία δεν αφορούν τις αξιολογήσεις σχετικά με τις συγκεκριμένες νομικές και δεοντολογικές συνέπειες του επίμαχου έργου ή, ακόμη, τις λύσεις που προβλέπονται για την ανάπτυξη των τεχνολογιών ή των λειτουργικών δυνατοτήτων του εν λόγω έργου.

Όσον αφορά τα ζητηθέντα έγγραφα ή τα τμήματα των εν λόγω εγγράφων ως προς τα οποία ο REA ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενέπιπταν στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των μελών της κοινοπραξίας, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο θα δικαιολογούσε τη γνωστοποίηση στο κοινό των πληροφοριών που εμπίπτουν στην εν λόγω εξαίρεση (6).

Στο πλαίσιο αυτό, αποφαινόμενο ιδίως επί της ύπαρξης δημοσίου συμφέροντος για τη διάδοση των αποτελεσμάτων των έργων που χρηματοδοτούνται από κονδύλια της Ένωσης, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι το εν λόγω συμφέρον διασφαλίζεται με τη θέσπιση των νομοθετικών και συμβατικών διατάξεων για τη διάδοση των αποτελεσμάτων των έργων που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του προγράμματος «Ορίζων 2020» και ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε την αναγκαιότητα γνωστοποίησης των πληροφοριών που καλύπτονται από τη σχετική εξαίρεση. Όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι ο κανονισμός 1290/2013 προβλέπει τόσο υποχρέωση των συμμετεχόντων σε δράση να διαδίδουν τα αποτελέσματα του έργου, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών, όσο και το δικαίωμα πρόσβασης των θεσμικών και άλλων οργάνων και οργανισμών της Ένωσης καθώς και των κρατών μελών στις πληροφορίες που αφορούν τα αποτελέσματα που παράγουν οι εν λόγω συμμετέχοντες (7).

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός ότι ο προσφεύγων απέκτησε πρόσβαση, με δικά του μέσα, στο πλήρες κείμενο εγγράφου το οποίο του είχε γνωστοποιηθεί από τον REA με μερική απόκρυψη πληροφοριών και δημοσίευσε το εν λόγω πλήρες κείμενο στο διαδίκτυο δεν αναιρεί το συμφέρον του να εξασφαλίσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στο μέτρο που ο REA είχε αρνηθεί την πρόσβαση στα αποκρυβέντα τμήματα του εγγράφου αυτού. Η εν λόγω συμπεριφορά ουδεμία ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης επί του σημείου αυτού και στον σχετικό δικαστικό έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ενεργώντας τοιουτοτρόπως, ο προσφεύγων δεν τήρησε τις προβλεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης διαδικασίες σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα και δεν ανέμεινε επίσης την έκβαση της διαφοράς προκειμένου να γνωρίζει αν μπορεί ή όχι να αποκτήσει νομίμως πρόσβαση στο πλήρες κείμενο του επίμαχου εγγράφου. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την εν λόγω συμπεριφορά του προσφεύγοντος κατά την κατανομή των δικαστικών εξόδων, καταδικάζοντας τον προσφεύγοντα στην καταβολή των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο REA χωρίς εύλογη αιτία.


1       Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).


2       Άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001.


3       Απόφαση του REA, της 17ης Ιανουαρίου 2019 [ARES(2019) 266593], σχετικά με την παροχή μερικής πρόσβασης σε έγγραφα.


4       Κανονισμός (ΕΕ) 1290/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση των κανόνων συμμετοχής και διάδοσης του «Ορίζων 2020 – Πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και καινοτομίας (2014-2020)» και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1906/2006 (ΕΕ 2013, L 347, σ. 81).


5       Άρθρο 3 του κανονισμού 1290/2013.


6       Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε έγγραφο όταν η γνωστοποίησή του θα έθιγε, μεταξύ άλλων, την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, «εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον».


7       Άρθρα 4, 43 και 49 του κανονισμού 1290/2013.