Language of document : ECLI:EU:T:2021:895

Υπόθεση T693/16 P RENV-RX

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

HG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2021

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Τοποθέτηση σε τρίτη χώρα – Οικογενειακή κατοικία που διατίθεται από τη Διοίκηση – Αθέτηση της υποχρεώσεως του υπαλλήλου να διαμένει στην κατοικία αυτή με την οικογένειά του – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική κύρωση της αναστολής προαγωγής κατά κλιμάκιο – Αποκατάσταση της ζημίας την οποία έχει υποστεί η Ένωση – Άρθρο 22 του ΚΥΚ – Απόρριψη της προσφυγής-αγωγής επί της ουσίας – Αναίρεση της αποφάσεως – Επανεξέταση της αναιρετικής αποφάσεως από το Δικαστήριο και εξαφάνισή της – Αναπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο»

1.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Καθήκον πίστεως – Περιεχόμενο – Διαπίστωση παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Λόγοι στους οποίους οφείλεται η συμπεριφορά του υπαλλήλου – Περιλαμβάνονται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11)

(βλ. σκέψεις 93-98)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Δυνατότητα να ληφθεί υπόψη συμπληρωματικό στοιχείο αιτιολογίας σε σχέση με την προσβαλλόμενη πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 22, εδ. 3, και 91 § 1)

(βλ. σκέψεις 102, 104)

3.      Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος – Πεδίο εφαρμογής – Πλεονέκτημα σε είδος που παρέχεται στον υπάλληλο – Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 85)

(βλ. σκέψη 109)

4.      Υπάλληλοι – Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντος – Προθεσμία παραγραφής – Επίκληση από υπάλληλο που υπέπεσε σε βαρύ προσωπικό πταίσμα – Διαδικασία αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων και διαδικασία αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη η Ένωση λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος υπαλλήλου – Διαφορετικές προϋποθέσεις εφαρμογής – Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 22 και 85)

(βλ. σκέψεις 112, 113)

5.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Πταίσμα που πρέπει να γίνει δεκτό για τους σκοπούς της πειθαρχικής διαδικασίας – Προσδιορισμός του πταίσματος από τη Διοίκηση – Μεταβολή της έκτασης ή της φύσης του πταίσματος κατά το στάδιο της έρευνας – Επιτρεπτό υπό το πρίσμα του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 1 έως 3 και 12 §§ 1 και 2)

(βλ. σκέψη 159)

6.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Διεξαγωγή αποδείξεων από τις επιφορτισμένες με την έρευνα υπηρεσίες – Υποχρέωση της Διοίκησης να περιλάβει τη διεξαγωγή αποδείξεων στον φάκελο που διαβιβάζεται στο πειθαρχικό συμβούλιο και στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο βʹ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 13 § 1)

(βλ. σκέψη 163)

7.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κύρωση – Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής – Γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου – Δυνατότητα προσβολής της γνώμης από τον ενδιαφερόμενο στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως επιβολής κυρώσεων – Προϋποθέσεις – Συνεκτίμηση, στην απόφαση επιβολής κυρώσεων, της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το πειθαρχικό συμβούλιο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 3 και 11 έως 18)

(βλ. σκέψη 170)

8.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Αποστολή και εξουσίες που αντιστοιχούν στο πειθαρχικό συμβούλιο και στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή – Πειθαρχικό συμβούλιο – Εξουσία ελέγχου του νομοτύπου της διαδικασίας έρευνας – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 17 και 18)

(βλ. σκέψη 240)

9.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Ειδικές και κατά παρέκκλιση διατάξεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που τοποθετούνται σε τρίτη χώρα – Διάθεση υπηρεσιακής κατοικίας – Κατοικία διαστάσεων κατάλληλων για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας του υπαλλήλου – Υποχρέωση του υπαλλήλου να διαμένει σε αυτή με την οικογένειά του – Παραβίαση – Βαρύ προσωπικό πταίσμα – Ζημία την οποία υπέστη η Ένωση και η οποία αντιστοιχεί στα καταβληθέντα για την οικογενειακή κατοικία μισθώματα – Υποχρέωση του υπαλλήλου να αποκαταστήσει την εν λόγω ζημία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 11 και 22 και παράρτημα X, άρθρο 5 § 1)

(βλ. σκέψεις 295, 300, 302)

10.    Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προθεσμίες – Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργεί εντός εύλογης προθεσμίας – Εκτίμηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 22 και 85· κανονισμός 966/2012 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 81)

(βλ. σκέψεις 307-310)

11.    Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Καταγγελία γεγονότων βάσει των οποίων είναι δυνατόν να τεκμαίρεται η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας ή σοβαρής παράβασης – Προστασία κατά πειθαρχικών διώξεων – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 22α § 1)

(βλ. σκέψη 315)

12.    Υπαλληλικές προσφυγές – Πλήρης δικαιοδοσία – Περιεχόμενο – Δυνατότητα μειώσεως του ποσού της χρηματικής αποζημιώσεως που απαιτείται να καταβάλει υπάλληλος λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος – Συμβολή του θεσμικού οργάνου στην πλήρη επέλευση της ζημίας την οποία υπέστη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 22, εδ. 3, και 91 § 1)

(βλ. σκέψεις 318, 319)

Σύνοψη

Ο αναιρεσείων, HG, τοποθετήθηκε ως σύμβουλος σε αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε τρίτη χώρα μεταξύ των ετών 2008 και 2013. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έθεσε στη διάθεσή του, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπηρεσιακό διαμέρισμα που μίσθωνε η ίδια, αντίστοιχο προς τις ανάγκες της οικογένειάς του, από τον Σεπτέμβριο 2008, για διάρκεια δύο ετών.

Εντούτοις, ο αναιρεσείων διέμενε στο εν λόγω διαμέρισμα μερικές μόνον ημέρες την εβδομάδα, χωρίς την οικογένειά του, επικαλούμενος παρατεταμένα οικογενειακά προβλήματα και εσωτερικές ατέλειες του διαμερίσματος, για τα οποία ενημέρωσε τη διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας από τον Οκτώβριο 2008.

Κατόπιν της ολοκληρώσεως έρευνας που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), η οποία συνέστησε στην Επιτροπή να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά του αναιρεσείοντος και να αναζητήσει από αυτόν τα μισθώματα που κατέβαλε για το διαμέρισμα, και, ακολούθως, έρευνας της Υπηρεσίας Ερευνών και Πειθαρχικών Κυρώσεων της Επιτροπής (IDOC), η Επιτροπή αποφάσισε, τον Ιούλιο 2014, να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου προκειμένου να επιβληθεί κύρωση λόγω παράβασης πλειόνων υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) και προκειμένου να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να επιστρέψει τα μισθώματα βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ περί επανόρθωσης εκ μέρους των υπαλλήλων της ζημίας την οποία έχει υποστεί εξαιτίας τους η Ένωση. Στα τέλη Οκτωβρίου 2014, το πειθαρχικό συμβούλιο διατύπωσε τη γνώμη του, συστήνοντας στην Επιτροπή να ανακτήσει από τον αναιρεσείοντα τα καταβληθέντα μισθώματα για τους μήνες από τον Ιανουάριο 2009 έως τον Αύγουστο 2010 και να του επιβάλει κύρωση αναστολής προαγωγής κατά κλιμάκιο για περίοδο 18 μηνών.

Τον Φεβρουάριο του 2015, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) της Επιτροπής εξέδωσε απόφαση (στο εξής: επίδικη απόφαση) σύμφωνη προς τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου.

Δεδομένου ότι η διοικητική ένσταση που υπέβαλε ο αναιρεσείων κατά της επίδικης αποφάσεως απορρίφθηκε, ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγή-αγωγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και, επικουρικώς, τη μείωση του επιστρεπτέου στην Επιτροπή ποσού. Εντούτοις, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε την προσφυγή-αγωγή (1).

Κατόπιν αναιρέσεως που άσκησε ο αναιρεσείων, το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί την πρωτοβάθμια απόφαση, με την αιτιολογία ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης είχε παραμορφώσει το περιεχόμενο της δικογραφίας, είχε υποπέσει σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και είχε παραβιάσει την υποχρέωση αιτιολογήσεως. (2) Εντούτοις, αποφαινόμενο επί της ουσίας, το Γενικό Δικαστήριο επικυρώνει την επιβληθείσα πειθαρχική κύρωση, μειώνοντας όμως το ποσό της χρηματικής αποζημιώσεως που οφείλεται στην Επιτροπή. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο του καθήκοντος πίστεως των υπαλλήλων, τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της οικονομικής ευθύνης υπαλλήλου λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος καθώς και τους κανόνες που διέπουν τις πειθαρχικές διαδικασίες.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το καθήκον πίστεως που επιβάλλει στους υπαλλήλους ιδίως το άρθρο 11 του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η εκτίμηση της πίστεως ενός προσώπου ισοδυναμεί με εκτίμηση της συμπεριφοράς του έναντι της οντότητας ή του προσώπου έναντι του οποίου υπέχει το εν λόγω καθήκον πίστεως ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο και ότι, συνεπώς, οι λόγοι που οδήγησαν έναν υπάλληλο να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά συνεκτιμώνται προκειμένου να κριθεί αν ο υπάλληλος παρέβη το καθήκον πίστεως έναντι της Ένωσης. Τούτου δοθέντος, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει το συμπέρασμα της επίδικης αποφάσεως η οποία διαπιστώνει ότι ο αναιρεσείων παρέβη το καθήκον πίστεως, διευκρινίζοντας ότι στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος έχει ζητήσει υπηρεσιακή κατοικία διαστάσεων κατάλληλων για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειάς του, το καθήκον πίστεως επιτάσσει να διαμένει στην εν λόγω κατοικία μαζί με την οικογένειά του ή να γνωστοποιήσει ότι εγκαταλείπει την κατοικία όταν παρατεταμένες δυσκολίες εμποδίζουν, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος, τη μετακόμιση της οικογένειάς του σε αυτή.

Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει ακολούθως την ενδεχόμενη οικονομική ευθύνη του αναιρεσείοντος δυνάμει του άρθρου 22 του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα να υποχρεωθεί ο υπάλληλος να επανορθώσει το σύνολο ή μέρος της ζημίας την οποία έχει υποστεί η Ένωση λόγω βαρέος προσωπικού πταίσματος κατά την άσκηση ή επ’ ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του.

Υπενθυμίζει, προκαταρκτικώς, τη δυνατότητα του δικαστή της ουσίας, όταν ασκεί πλήρη δικαιοδοσία βάσει του άρθρου 22 του ΚΥΚ, να προβεί σε δική του εκτίμηση ή να παραθέσει τη δική του αιτιολογία για τη στοιχειοθέτηση της οικονομικής ευθύνης υπαλλήλου, καθώς και να προσθέσει, συναφώς, συμπληρωματικά στοιχεία αιτιολογίας σε σχέση με την επίδικη απόφαση.

Ακολούθως το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, ήτοι της παρατεταμένης παράτυπης χρήσης του υπηρεσιακού διαμερίσματός του, μετά την παρέλευση ευλόγου χρονικού διαστήματος, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια έναντι της αντιπροσωπείας προκειμένου να επιστρέψει το διαμέρισμα, ως βαρέος προσωπικού πταίσματος ικανού να θεμελιώσει την οικονομική ευθύνη του δυνάμει του άρθρου 22 του ΚΥΚ. Επιπλέον, για τη συνολική διάρκεια της μισθώσεως, η Ένωση υπέστη ζημία που αντιστοιχεί στο σύνολο των μισθωμάτων που καταβλήθηκαν για το κατάλληλο για τη στέγαση οικογένειας υπηρεσιακό διαμέρισμα που χορηγήθηκε στον αναιρεσείοντα, χωρίς η μίσθωση τέτοιου διαμερίσματος να δικαιολογείται και χωρίς τη δυνατότητα να έχει το διαμέρισμα καμία χρησιμότητα. Το γεγονός ότι η μίσθωση δεν μπορούσε να καταγγελθεί κατά το πρώτο μισθωτικό έτος, το οποίο επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν επηρεάζει την προαναφερθείσα διαπίστωση.

Εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο, ασκώντας πλήρη δικαιοδοσία, διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, η οποία εκπροσωπείτο εν προκειμένω επί τόπου από τη διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας, συνέβαλε στην πλήρη επέλευση της ζημίας την οποία υπέστη, ενώ θα μπορούσε να μειώσει την έκτασή της. Προς τον σκοπό αυτό, η διοικητική προϊσταμένη της αντιπροσωπείας θα όφειλε να απαιτήσει από τον αναιρεσείοντα να αποχωρήσει από το υπηρεσιακό του διαμέρισμα, αντί να περιορισθεί στην υπενθύμιση ότι η κατάστασή του είναι παράτυπη. Συνακόλουθα και συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά κατά δίκαιη κρίση ότι πρέπει να μειωθεί η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η Ένωση.

Στο μέτρο που ο αναιρεσείων επικαλείται την πενταετή παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 85 του ΚΥΚ σε περίπτωση αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων και, επικουρικώς, εκείνη που προβλέπεται στον κανονισμό για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (3), το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι, προκειμένου να ανακτήσουν πλεονέκτημα εις είδος, όπως η παροχή υπηρεσιακού διαμερίσματος, τα θεσμικά όργανα μπορούν, ανάλογα με τις περιστάσεις, είτε να ασκήσουν αγωγή για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων δυνάμει του εν λόγω άρθρου 85 είτε να ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 22 του ΚΥΚ, υπογραμμίζοντας ότι οι διαδικασίες που προβλέπουν οι δύο αυτές διατάξεις διαφέρουν τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τις προϋποθέσεις έκδοσης των οικείων αποφάσεων. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή προσέφυγε στη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 22 του ΚΥΚ, δεν τυγχάνει εφαρμογής η πενταετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 85 του ΚΥΚ, ούτε εξάλλου εκείνη που προβλέπεται στον κανονισμό για τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης. Δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν καθόρισε προθεσμία για την έκδοση της απόφασης δυνάμει του άρθρου 22, η Επιτροπή ήταν απλώς υποχρεωμένη, βάσει των επιταγών της ασφάλειας δικαίου, να εκδώσει απόφαση εντός εύλογης προθεσμίας, πράγμα που συνέβη εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως.

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναγνωρίζει στον αναιρεσείοντα την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 22α  του ΚΥΚ ως ελαφρυντική περίσταση όσον αφορά την οικονομική του ευθύνη. Πράγματι, ακόμη και αν ορθώς ο αναιρεσείων κατήγγειλε τη δόλια συμπεριφορά ενός συναδέλφου, δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ιδιότητα αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση, καθόσον τα καταγγελθέντα πραγματικά περιστατικά ήταν ήδη γνωστά και ουδεμία σχέση είχαν με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά σε βάρος του.

Όσον αφορά, τέλος, τους κανόνες που διέπουν τις πειθαρχικές διαδικασίες, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι δεν απαιτείται να έχει αποκρυσταλλωθεί το πιθανό πταίσμα που προσάπτεται στον υπάλληλο ήδη από το στάδιο της έρευνας που προηγείται της κατά κυριολεξία πειθαρχικής διαδικασίας, αλλά ότι είναι δυνατές προσαρμογές κατά το στάδιο της έρευνας ανάλογα με την εξέλιξή της. Ειδικότερα, σε περίπτωση πειθαρχικής διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, το πταίσμα που προσάπτεται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο προσδιορίζεται στην αναφορά της ΑΔΑ που συνοδεύει την υποβολή της υποθέσεως στο πειθαρχικό συμβούλιο, η οποία έπεται του σταδίου της έρευνας.

Αντιθέτως προς όσα υποστήριζε ο ενάγων, είναι έργο της ΑΔΑ –και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, του επιληφθέντος δικαστή– να ελέγξει το νομότυπο της διαδικασίας έρευνας και, ακολούθως, της πειθαρχικής διαδικασίας συνολικά, και όχι του πειθαρχικού συμβουλίου το οποίο οφείλει να ελέγξει μόνον το νομότυπο της ενώπιόν του διαδικασίας. Εντούτοις, αν το τελευταίο θεωρεί ανεπαρκή την προηγηθείσα διαδικασία έρευνας, οφείλει να τη συμπληρώσει με τις δικές του ερωτήσεις ή ακόμη και με κατ’ αντιπαράσταση έρευνα.

Όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων των επιφορτισμένων με την έρευνα υπηρεσιών, το Γενικό Δικαστήριο απαιτεί, προκειμένου να γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας, αυτή να περιλαμβάνεται στον φάκελο που διαβιβάζεται στο πειθαρχικό συμβούλιο και στον ενδιαφερόμενο, κατά μείζονα λόγο όταν η ΑΔΑ ή το πειθαρχικό συμβούλιο στηρίζονται στο αποτέλεσμα της εν λόγω διεξαγωγής αποδείξεων.

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι επί προσφυγής με την οποία ζητείται μόνον η ακύρωση της τελικής αποφάσεως της ΑΔΑ περί επιβολής κυρώσεως, οι λόγοι και οι αιτιάσεις που προβάλλει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου που προηγείται της αποφάσεως αυτής είναι αλυσιτελείς μόνον στο μέτρο που η τελική απόφαση αποκλίνει σαφώς από τις ως άνω εκτιμήσεις ή σαφώς δεν τις λαμβάνει υπόψη.


1      Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, HG κατά Επιτροπής (F‑149/15, EU:F:2016:155).


2      Το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη αναιρέσει την πρωτοβάθμια απόφαση, με απόφαση της 19ης Ιουλίου 2018, HG κατά Επιτροπής (T‑693/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:492), λόγω πλημμέλειας στη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Εντούτοις αυτή η πρώτη αναιρετική απόφαση εξαφανίσθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής (C‑542/18 RX II και C‑543/18 RX II, EU:C:2020:232), και η αίτηση αναιρέσεως αναπέμφθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


3      Άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1),