Language of document :

Αναίρεση που άσκησαν στις 11 Σεπτεμβρίου 2023 οι Vincenzo D’Agostino και Dafin Srl κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 25 Ιουλίου 2023 στην υπόθεση T-424/22, D’Agostino και Dafin κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση C-566/23 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Vincenzo D’Agostino, Dafin Srl (εκπρόσωπος: M. De Siena, δικηγόρος)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα

Οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση της απορριπτικής διάταξης που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο στις 25 Ιουλίου 2023 στην υπόθεση T-424/22 μεταξύ του Vincenzo D’ Agostino, ενεργούντος ιδίω ονόματι και υπό την ιδιότητα του μοναδικού διαχειριστή της Dafin s.r.l., και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και, ως εκ τούτου, να γίνουν δεκτά τα αιτήματα που διατύπωσαν πρωτοδίκως. Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από την Πρόεδρό της Christine Lagarde, διότι η ΕΚΤ:

I.α) προκάλεσε την κατάρρευση της αξίας των ανηκόντων στον Vincenzo D’Agostino χρηματοοικονομικών τίτλων, οι οποίοι προσκομίστηκαν στο παράρτημα 3 του δικογράφου της προσφυγής που ασκήθηκε πρωτοδίκως και καλούνται SI FTSE.COPERP, με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια ίση προς τη συνολική αξία του επενδυθέντος κεφαλαίου, ύψους 450 596,28 ευρώ, καθότι, στις 12 Μαρτίου 2020 η Christine Lagarde, υπό την ιδιότητα της Προέδρου της ΕΚΤ, προφέροντας την περίφημη φράση «Δεν είμαστε εδώ για τη μείωση των διαφορών μεταξύ επιτοκίων δανεισμού (spread), δεν είναι αυτή η αποστολή της ΕΚΤ», προκάλεσε σημαντική πτώση της αξίας των τίτλων σε όλα τα χρηματιστήρια του κόσμου και δη πτώση 16,92 % στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου, ποσοστό το οποίο ουδέποτε είχε καταγραφεί στην ιστορία του εν λόγω θεσμού και των άλλων χρηματιστηρίων του κόσμου, ανακοινώνοντας σε συνέντευξη τύπου, η οποία μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι η ΕΚΤ δεν θα στήριζε πλέον την αξία τίτλων εκδοθέντων από χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και, ως εκ τούτου, ανακοινώνοντας τον ριζικό αναπροσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής την οποία ακολουθούσε η ΕΚΤ ενόσω Πρόεδρός της ήταν ο Mario Draghi, του οποίου η θητεία έληξε τον Νοέμβριο του 2019·

I.β) με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά και συνεπεία της εν λόγω ιλιγγιώδους πτώσης του δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου, προκάλεσε τη μείωση της αξίας της περιουσίας του νυν αναιρεσείοντος·

I.γ) συνεπεία της ουσιαστικής και σημαντικής μείωσης της αξίας της περιουσίας του νυν αναιρεσείοντος, τον υποχρέωσε, προκειμένου να καλύψει την εν λόγω μείωση, και με την ιδιότητά του ως εγγυητή της εταιρίας Dafin s.r.l. για το πιστωτικό όριο το οποίο είχε χορηγηθεί στην εν λόγω εταιρία από την Banca Fideuram s.p.a., να εξοφλήσει το αναλωθέν μέρος του εν λόγω πιστωτικού ορίου αντλώντας την αναγκαία χρηματοδότηση δια της πώλησης, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, άλλων τίτλων κυριότητάς του, με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία ύψους 2 534 422,16 ευρώ το 2020 και περαιτέρω 336 517,30 ευρώ κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 15 Απριλίου 2021, και, ως εκ τούτου, συνολική ζημία ύψους 2 870 939,30 ευρώ·

I.δ) προκάλεσε στον αναιρεσείοντα περιουσιακή ζημία λόγω διαφυγόντος κέρδους ύψους 1 013 074,00 ευρώ·

I.ε) ως εκ τούτου, προκάλεσε στον αναιρεσείοντα περιουσιακή ζημία συνολικού ύψους 4 334 609,28 ευρώ.

    Κατά συνέπεια:

να υποχρεώσει την ΕΚΤ, εκπροσωπούμενη από την Πρόεδρό της, στην αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που συνίσταται σε θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος, στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και στην αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με την «απώλεια ευκαιρίας» υπέρ του Vincenzo D’Agostino, όλων των ζημιών και βλαβών εκτιμώμενων βάσει των κριτηρίων τα οποία μνημονεύονται στα οικεία κεφάλαια και παραγράφους της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής, δια της καταβολής των εξής ποσών:

II.1) 4 334 609,28 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας,

II.2) 1 000 000,00 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης,

II.3) και, ως εκ τούτου, στην καταβολή του συνολικού ποσού 5 321 535,68 ευρώ.

Άπαντα τα ανωτέρω ποσά προσαυξάνονται με τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους από τις 12 Μαρτίου 2020, ημερομηνία επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, και μέχρι την πραγματική επανόρθωση.

επικουρικώς, να υποχρεώσει την ΕΚΤ να καταβάλει τα όποια ποσά θα προσδιοριστούν κατά τη διάρκεια της δίκης, κατά το μέτρο που ήθελε κριθεί εύλογο και κατόπιν πραγματογνωμοσύνης της οποίας η διενέργεια θα διαταχθεί από το Δικαστήριο·

να υποχρεώσει την ΕΚΤ να καταβάλει τυχόν περαιτέρω ποσό το οποίο το Δικαστήριο ήθελε προσδιορίσει και εκκαθαρίσει, κατά δίκαιη κρίση, ως αποκατάσταση της ζημίας που συνδέεται με την απώλεια ευκαιρίας·

V)    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

VI)     να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της αναιρέσεώς τους, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τους επέτρεψε, κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αντικρούσεως της ΕΚΤ, δικαίωμα το οποίο οι αναιρεσείοντες προτίθεντο να ασκήσουν προσκομίζοντας στη συζήτηση τεχνική έκθεση ορκωτού πραγματογνώμονα προκειμένου να εκτιμηθεί αν η διαπιστωθείσα πτώση των δεικτών των τιμών του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου μπορεί να αποδοθεί στην πανδημία Covid, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, ή στη δήλωση της Προέδρου της ΕΚΤ, όπως οι ίδιοι προβάλλουν.

Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες τονίζουν ότι ήδη από το στάδιο της προσφυγής, είχαν προσκομίσει αποδείξεις ως προς την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της επίδικης δήλωσης και της πτώσης του δείκτη τιμών του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου και της συνακόλουθης απώλειας της αξίας των τίτλων του νυν αναιρεσείοντος, υπογραμμίζοντας ότι, από το δελτίο τύπου έπειτα από τη συνέντευξη τύπου της Προέδρου της ΕΚΤ στις 12 Μαρτίου 2020, τον σχολιασμό από τα ιταλικά και διεθνή ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης καθώς και τις δηλώσεις του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας προκύπτει ότι ήταν γενική πεποίθηση ότι η πτώση των τιμών στα διεθνή χρηματιστήρια είχε προκληθεί αποκλειστικώς από την επίμαχη δήλωση της Προέδρου της ΕΚΤ. Εξάλλου, η πρωτοβουλία της Προέδρου της ΕΚΤ να ζητήσει συγνώμη και να διορθώσει τη δήλωσή της ήταν ενδεικτική του ότι είχε αναγνωρίσει ότι είχε προκαλέσει εξαιρετικά επιβλαβείς συνέπειες στις αγορές.

Τρίτον, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 16 έως 33 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της ΕΚΤ καθόσον, εν προκειμένω, η ΕΚΤ δεν ενήργησε κατά παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις τις οποίες επικαλούνται είναι θεσμικοί κανόνες οι οποίοι καθορίζουν τις αρμοδιότητες των διαφόρων οργάνων της ΕΚΤ, απονέμοντάς τους ειδικές εξουσίες. Οι κανόνες αυτοί απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες και δη το δικαίωμα των ιδιωτών τα διάφορα όργανα να ενεργούν εντός των ορίων των θεσμικών αρμοδιοτήτων που τους εκχωρούνται από τον νόμο, σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Τέταρτον, επικουρικώς, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που οι κανόνες τους οποίους παρέβη η Πρόεδρος της ΕΚΤ δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει δεκτό καθόσον είναι απόρροια συσταλτικής ερμηνείας του άρθρου 340 ΣΛΕΕ. Η διάταξη αυτή, όπως και το άρθρο 2043 του ιταλικού αστικού κώδικα, δεν προβαίνει σε διάκριση η οποία προσδίδει υπέρτερη σημασία στους κανόνες που αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες έναντι άλλων κανόνων, συνδέοντας την ύπαρξη αξίωσης αποζημίωσης του ζημιωθέντος μόνο με την παράβαση των κανόνων που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία. Επιπλέον, το σκεπτικό είναι αντίθετο προς τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-868/16, με την οποία έγινε δεκτό ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί με κάθε παράνομη συμπεριφορά που προκαλεί ζημία ικανή να προκαλέσει τέτοια ευθύνη.

Πέμπτον, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, ότι οι νυν αναιρεσείοντες υποστήριξαν μεν ότι η Πρόεδρος της ΕΚΤ ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας πλην όμως δεν ανέπτυξαν ειδικώς την επιχειρηματολογία τους στο δικόγραφο της προσφυγής και παρουσίασαν το γεγονός αυτό απλώς και μόνον ως συνέπεια των παραβάσεων των διατάξεων που μνημονεύονται στο δικόγραφο της προσφυγής, οι οποίες δεν αποσκοπούν στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι κατάχρηση εξουσίας είναι «η χρήση της εξουσίας κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τις νομοθετικές επιταγές», και συντρέχει όταν ένα όργανο της Ένωσης υποπίπτει σε παραβίαση γενικών αρχών, όπως η αντικειμενικότητα, η καλή πίστη, η δέουσα επιμέλεια· κατά την άποψή τους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την επίδικη δήλωση η Πρόεδρος της ΕΚΤ παραβίασε την αρχή της αντικειμενικότητας και της δέουσας επιμέλειας.

Έκτον, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι, όσον αφορά την περιουσιακή ζημία την οποία προβάλλουν ότι υπέστησαν, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 35 της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης, εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο περιγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής, όπου ο Vincenzo D’ Agostino επεξηγεί ότι, όσον αφορά το πιστωτικό όριο που χορήγησε στην εταιρία η τράπεζα Banca Fideuram, συνεπεία της μείωσης της περιουσίας του λόγω της ολοσχερούς απώλειας της αξίας των τίτλων SI FISTE COPERP εξαιτίας της κατάρρευσης των τιμών του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου κατόπιν της επίμαχης δήλωσης, ως εγγυητής της εταιρίας Dafin s.r.l. και φοβούμενος την αντίδραση της προαναφερθείσας τράπεζας, εξασφάλισε ρευστότητα για να καλύψει το εν λόγω πιστωτικό όριο πωλώντας άλλους τίτλους που είχε στην κατοχή του σε χαμηλές τιμές, με αποτέλεσμα να υποστεί περαιτέρω ζημία.

____________