Language of document :

Προσφυγή της 8ης Οκτωβρίου 2010 - MOL κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-499/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: MOL Magyar Olaj- és Gázipari Nyrt. (Βουδαπέστη, Ουγγαρία) (εκπρόσωποι: N. Niejahr, δικηγόρος, F. Carlin, barrister και C. van der Meer, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που διατάσσει την ανάκτηση της ενισχύσεως από την προσφεύγουσα, και

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2010) 3553 τελικό, της 9ης Ιουνίου 2010, με την οποία κηρύχθηκε ασύμβατο προς την κοινή αγορά το καθεστώς ενισχύσεως που έθεσαν σε εφαρμογή οι ουγγρικές αρχές υπέρ της Hungarian Oil and Gas Plc ("MOL") κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της MOL και της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, βάσει της οποίας η εν λόγω εταιρία απαλλάσσεται, στην πράξη, από την υποχρέωση καταβολής αυξημένου μεταλλευτικού τέλος, μετά από σχετική τροποποίηση του ουγγρικού νόμου για τα μεταλλεία τον Ιανουάριο του 2008 [Κρατική ενίσχυση C 1/09 (πρώην NN 69/08)]. Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ως δικαιούχος της εικαζομένης κρατικής ενισχύσεως και η απόφαση αυτή υποχρεώνει τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας να ανακτήσει την ενίσχυση, πλέον τόκων, από την προσφεύγουσα.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη των αιτημάτων της.

Πρώτον, υποστηρίζει ότι η καθής υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι η συναφθείσα το 2005 συμφωνία παρατάσεως της ισχύος των μεταλλευτικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη τροποποίηση του νόμου για τα μεταλλεία το 2008 συνιστούν παράνομη και ασύμβατη προς την κοινή αγορά κρατική ενίσχυση και διέταξε την ανάκτησή της, πλέον τόκων, από την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καθής παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον έκρινε:

ότι η συμφωνία παρατάσεως του 2005 και η τροποποίηση του νόμου για τα μεταλλεία το 2008 συνιστούν, από κοινού, ενιαίο μέτρο κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

ότι το φερόμενο ως μέτρο ενισχύσεως έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, στηριζόμενη στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ως σύστημα αναφοράς πρέπει να θεωρηθεί το καθεστώς αδειοδοτήσεως, και όχι ο νόμος για τα μεταλλεία·

ότι το φερόμενο ως μέτρο ενισχύσεως παρείχε πλεονέκτημα στην προσφεύγουσα, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατέβαλλε υψηλότερα μεταλλευτικά τέλη από εκείνα τα οποία θα όφειλε ελλείψει του εν λόγω μέτρου ή βάσει της τροποποιήσεως του νόμου για μεταλλεία το 208 και, εν πάση περιπτώσει, μολονότι η Δημοκρατία της Ουγγαρίας ενήργησε εν προκειμένω ως επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες στην οικεία αγορά και η συμφωνία παρατάσεως δικαιολογούνταν για οικονομικούς λόγους·

ότι το φερόμενο ως μέτρο ενισχύσεως προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού, καίτοι οι λοιπές επιχειρήσεις της οικείας αγοράς δεν κατέβαλλαν υψηλότερα τέλη δυνάμει του νόμου για τα μεταλλεία, όπως τροποποιήθηκε.

Δεύτερον, και επικουρικώς, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η καθής παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν εξέτασε τη συμφωνία παρατάσεως (η οποία δεν αποτελούσε μέτρο ενισχύσεως κατά το χρονικό διάστημα από τη σύναψή της το 2005 και έως το 2008, οπότε τροποποιήθηκε ο νόμος για τα μεταλλεία και κατέστη κρατική ενίσχυση μόνον αφού τέθηκε σε ισχύ ο τροποποιηθείς το 2008 νόμου για τα μεταλλεία) βάσει των κανόνων που ισχύουν για τις υφιστάμενες ενισχύσεις.

Τρίτον, και επικουρικότερον, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί ότι το μέτρο συνιστά νέα ενίσχυση, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καθής παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού [659/1999] στο μέτρο που διέταξε ανάκτηση της ενισχύσεως, διότι η ανάκτηση των σχετικών ποσών από την προσφεύγουσα αντιβαίνει τόσο στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, λόγω της νόμιμης προσδοκίας της προσφεύγουσας ότι η συμφωνία παρατάσεως θα διατηρηθεί σε ισχύ, όσο και στην αρχή της ασφάλειας δικαίου.

____________