Language of document : ECLI:EU:T:2018:180

Υπόθεση T271/10 RENV

(Δημοσίευση αποσπασμάτων)

H

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Εθνικός εμπειρογνώμονας αποσπασμένος στην EUPM στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – Απόφαση περί μετακινήσεως – Αρμοδιότητα του αρχηγού της EUPM να εκδώσει απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Κατάχρηση εξουσίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Ηθική παρενόχληση»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 11ης Απριλίου 2018

1.      Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου – Επιτρέπεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 84 § 1)

2.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Μη στρατιωτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Εξουσία διορισμού του προσωπικού σε κάθε μη στρατιωτική αποστολή της Ένωσης – Αρμοδιότητα του διοικητή μη στρατιωτικών επιχειρήσεων – Εξουσία διορισμού και μετακινήσεως του προσωπικού στο εσωτερικό κάθε μη στρατιωτικής αποστολής – Αρμοδιότητα του αρχηγού της οικείας μη στρατιωτικής αποστολής – Μετακίνηση αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Απαίτηση διαβουλεύσεως με το κράτος μέλος προέλευσης – Δεν υφίσταται

(Απόφαση 2009/906/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 6)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Έλλειψη αιτιολογίας ή ανεπαρκής αιτιολογία – Λόγος διαφορετικός από εκείνον που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα

(άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)

4.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μη στρατιωτική αποστολή στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας – Μέτρο μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Ελάχιστες απαιτήσεις

(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ)

5.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Μη στρατιωτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Μετακίνηση που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο ηθικής παρενόχλησης – Προσφυγή του οικείου αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Σχετικές λεπτομέρειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 12α)

6.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Μη στρατιωτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Προσφυγή του οικείου αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Λόγοι – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια – Απόφαση σύμφωνη προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Κατάχρηση εξουσίας – Δεν συντρέχει

7.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων – Απόφαση περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου – Έκταση του ελέγχου – Περιορισμένος έλεγχος αναφορικά ιδίως με την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση

(Άρθρο 275 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47)

8.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Σωρευτικές προϋποθέσεις

(Άρθρο 340, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 37)

2.      Ο διορισμός του προσωπικού σε κάθε μη στρατιωτική αποστολή της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2009/906, σχετικά με την αστυνομική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, αποτελεί αρμοδιότητα του Διοικητή Μη Στρατιωτικών Επιχειρήσεων, ο οποίος, υπό τον πολιτικό έλεγχο και τη στρατηγική διοίκηση της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας και υπό τη γενική εξουσία του Ύπατου Εκπροσώπου, ασκεί τη διοίκηση και τον έλεγχο, σε στρατηγικό επίπεδο, για τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή όλων των μη στρατιωτικών αποστολών στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και ο οποίος είναι ο γενικός διοικητής όλων των αρχηγών μη στρατιωτικών αποστολών. Αντιθέτως, στο εσωτερικό κάθε αποστολής, η αρμοδιότητα διορισμού και μετακινήσεως του προσωπικού εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Αρχηγού της οικείας μη στρατιωτικής αποστολής και μόνον.

Συγκεκριμένα, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο επιχειρησιακός έλεγχος, που ασκείται στο θέατρο των επιχειρήσεων από τον Αρχηγό της αποστολής, συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη δυνατότητά του να λαμβάνει το συντομότερο δυνατόν αποφάσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η μετακίνηση του προσωπικού, και να επιβάλει τις εν λόγω αποφάσεις στο αποσπασμένο από τα κράτη μέλη προσωπικό, προς τον σκοπό εκπλήρωσης της αποστολής.

Ο επιχειρησιακός έλεγχος συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη δυνατότητα του Αρχηγού της οικείας μη στρατιωτικής αποστολής να λαμβάνει το συντομότερο δυνατόν αποφάσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η μετακίνηση του προσωπικού, και να επιβάλει τις εν λόγω αποφάσεις στο αποσπασμένο από τα κράτη μέλη προσωπικό, προς τον σκοπό εκπλήρωσης της αποστολής. Επομένως, ο επιχειρησιακός αυτός χαρακτήρας δεν συμβιβάζεται με μια διαδικασία προηγούμενης διαβουλεύσεως με την αρχή αποσπάσεως του αποσπασμένου προσωπικού.

(βλ. σκέψεις 69, 70, 78)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 88)

4.      Η αιτιολογία που επιβάλλεται από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της προσβαλλομένης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Από την αιτιολογία αυτή πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο το σκεπτικό του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον μεν ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

Συναφώς, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Επομένως, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός γνωστού στον ενδιαφερόμενο πλαισίου, το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του εις βάρος του ληφθέντος μέτρου. Αφετέρου, ο βαθμός ακρίβειας της αιτιολογίας της πράξεως πρέπει να είναι ανάλογος των υλικών δυνατοτήτων και των τεχνικών συνθηκών ή της προθεσμίας εντός της οποίας αυτή πρέπει να εκδοθεί.

Επομένως, αρκεί η αιτιολογία μιας πράξεως που επιβάλει ένα μέτρο μετακινήσεως του προσωπικού, στο εσωτερικό μη στρατιωτικής αποστολής της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, να προσδιορίζει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους ο συντάκτης της πράξεως αυτής εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον ενδιαφερόμενο.

Επιπλέον, το ζήτημα αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει, καταρχήν, να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων, το αργότερο, κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 89-92)

5.      Η ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως μπορεί να προβληθεί προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως το οποίο δεν στρέφεται κατά της απορρίψεως αιτήματος αρωγής που υποβάλλει υπάλληλος που θεωρεί ότι είναι θύμα παρενοχλήσεως, αλλά το οποίο στρέφεται κατά άλλων αποφάσεων της διοίκησης.

Ειδικότερα, η ύπαρξη ενός πλαισίου ηθικής παρενοχλήσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη, όταν ο δράστης της παρενοχλήσεως αυτής είναι επίσης ο υπογράφων την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αποδειχθεί ότι η απόφαση αυτή ελήφθη με σκοπό να βλάψει τον υπάλληλο και ότι, ως εκ τούτου, εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη φερόμενη ηθική παρενόχληση που προβάλλεται προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως στρεφόμενου κατά αποφάσεως περί μετακινήσεως, η εν λόγω απόφαση ενδέχεται να έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας, αν εκδόθηκε με σκοπό να θίξει την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα του υπαλλήλου.

Συναφώς, οι αποσπασμένοι από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπάλληλοι, των οποίων το καταστατικό διέπεται από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι αποσπασμένοι από τα κράτη μέλη υπάλληλοι υπόκεινται στους ίδιους κανόνες όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων τους στο θέατρο των επιχειρήσεων. Επομένως, τίποτε δεν εμποδίζει έναν υπάλληλο αποσπασμένο από ένα κράτος μέλος να επικαλεσθεί την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως προς στήριξη αιτήματος ακυρώσεως στρεφόμενου κατά αποφάσεως περί μετακινήσεως.

Εξάλλου, είναι δυνατόν τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται προς απόδειξη της υπάρξεως ηθικής παρενοχλήσεως, έστω και αν δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια κατά την έννοια της νομολογίας που αναπτύχθηκε σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 12α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ένωσης, να επιτρέπουν, ωστόσο, να συναχθεί ότι η απόφαση περί μετακινήσεως εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και ότι θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό.

(βλ. σκέψεις 105-108)

6.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται από εθνικό υπάλληλο αποσπασμένο σε μη στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεως περί μετακινήσεως που τον αφορά, η έννοια της κατάχρησης εξουσίας έχει σαφώς καθορισμένο περιεχόμενο και αναφέρεται στην άσκηση, εκ μέρους μιας διοικητικής αρχής, των εξουσιών της με σκοπό διαφορετικό εκείνου για τον οποίο της έχουν απονεμηθεί.

Συναφώς, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για την οργάνωση των υπηρεσιών τους σε συνάρτηση με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και για την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν προς εκπλήρωση της αποστολής αυτής, υπό τον όρο ωστόσο ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και τηρουμένης της αντιστοιχίας μεταξύ θέσεως και βαθμού.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα αν η εν λόγω αρχή κινήθηκε εντός μη επιλήψιμων ορίων και αν χρησιμοποίησε την εξουσία της εκτιμήσεως κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο.

Επιπλέον, κατάχρηση εξουσίας υπάρχει μόνον όταν υφίστανται αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις επιτρέπουσες να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από αυτόν που ορίζουν οι εφαρμοστέες διατάξεις, εφόσον δε μια απόφαση δεν κρίθηκε αντίθετη προς το συμφέρον της υπηρεσίας, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση εξουσίας.

Συναφώς, δεν αρκεί η επίκληση ορισμένων πραγματικών περιστατικών προς στήριξη των προβαλλομένων ισχυρισμών, αλλά πρέπει επιπλέον να προσκομίζονται αρκούντως συγκεκριμένες, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις, τέτοιες ώστε να στοιχειοθετείται ή, τουλάχιστον, να πιθανολογείται το αληθές των ισχυρισμών αυτών, ελλείψει των οποίων δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ακρίβεια των ισχυρισμών του οικείου θεσμικού οργάνου.

Επομένως, η συνολική εκτίμηση των ενδείξεων περί καταχρήσεως εξουσίας δεν μπορεί να βασίζεται σε απλούς ισχυρισμούς, σε ενδείξεις μη αρκούντως ακριβείς ή μη αντικειμενικές και μη συναφείς.

(βλ. σκέψεις 110-115)

7.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει, κατά το άρθρο 275 ΣΛΕΕ, αρμοδιότητα όσον αφορά το επιχειρησιακό σκέλος αποφάσεως περί μετακινήσεως αποσπασμένου εθνικού υπαλλήλου. Αντιθέτως, ο έλεγχος που ασκεί επιτρέπεται να αφορά την εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και, καταχρήσεως εξουσίας επ’ ευκαιρία του μέτρου της μετακινήσεως. Δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον Αρχηγό μιας αποστολής όσον αφορά την εκτίμηση των γεγονότων και περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί είναι περιορισμένος και ισχύει, ειδικότερα, για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίχθηκαν τέτοια μέτρα.

Συναφώς, ο Αρχηγός της αποστολής που εξέδωσε την απόφαση αυτή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη μέτρων περί μετακινήσεως του προσωπικού στο θέατρο των επιχειρήσεων. Εντούτοις, αυτή η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να εξετάσει, κατά την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε ο οικείος Αρχηγός της αποστολής.

Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση η οποία αφορά ατομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, ούτως ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αφηρημένη πιθανολόγηση των προβαλλομένων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί είναι τεκμηριωμένοι.

(βλ. σκέψεις 155-157)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 170, 171)