Language of document : ECLI:EU:T:2014:1077

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 2014 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Χρηματοπιστωτικός τομέας — Τραπεζικό δάνειο χορηγηθέν με εγγύηση του Δημοσίου — Ενίσχυση αποσκοπούσα στην αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους — Άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ — Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά — Κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων — Σύμφωνος χαρακτήρας με τις ανακοινώσεις της Επιτροπής για τις ενισχύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσεως — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑487/11,

Banco Privado Português, SA, με έδρα τη Λισσαβώνα (Πορτογαλία),

Massa Insolvente do Banco Privado Português, SA, με έδρα τη Λισσαβώνα,

εκπροσωπούμενες από τους C. Fernández Vicién, F. Pereira Coutinho, M. Esperança Pina, T. Mafalda Santos, R. Leandro Vasconcelos και A. Kéri, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Flynn και τη M. Afonso,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/346/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 33/09 (πρώην NN 57/09, πρώην CP 191/09) την οποία χορήγησε η Πορτογαλία υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου υπέρ της BPP (ΕΕ 2011, L 159, σ. 95),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka και V. Kreuschitz (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Μαρτίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Banco Privado Português, SA (στο εξής: BPP) είναι χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στη Λισσαβώνα (Πορτογαλία) και παρέχει υπηρεσίες ιδιωτικής τραπεζικής, συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις και υπηρεσίες διαχειρίσεως κεφαλαίων και επενδύσεων στην Πορτογαλία, την Ισπανία και, σε μικρότερο βαθμό, στη Βραζιλία και τη Νότιο Αφρική. Οι πελάτες της BPP είναι, ιδίως, καταθέτες από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μεταξύ των οποίων πέντε φορείς αμοιβαίας αγροτικής πίστεως, ένα ταμιευτήριο, πλείονα συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρίες. Οι μετοχές της BPP δεν έχουν εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Στις 30 Ιουνίου 2008 τα εγγεγραμμένα στον ισολογισμό της BPP στοιχεία ενεργητικού ανέρχονταν στα 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή ποσοστό μικρότερο του 1 % του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην Πορτογαλία. Το σύνολο των εταιρικών μεριδίων της BPP κατέχεται από την εταιρία χαρτοφυλακίου Privado Holding SGPS (sociedade gestora de participações sociais), SA (στο εξής: εταιρία χαρτοφυλακίου).

2        Από τον Σεπτέμβριο του 2008, η BPP αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας της επιδεινώσεως της παγκόσμιας οικονομικής καταστάσεως. Ως εκ τούτου, στις 24 Νοεμβρίου 2008, γνωστοποίησε επίσημα στην κεντρική τράπεζα της Πορτογαλίας (στο εξής: Τράπεζα της Πορτογαλίας) ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να βρεθεί σε αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεων πληρωμών που υπέχει. Από 1ης Δεκεμβρίου 2008, η Τράπεζα της Πορτογαλίας αποφάσισε μεταξύ άλλων, να «απαλλάξει την BPP, για χρονικό διάστημα τριών μηνών, από την υποχρέωση ακριβούς εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από συμβάσεις τις οποίες είχε συνάψει προγενέστερα, ιδίως στο πλαίσιο της δραστηριότητας ιδιωτικής τραπεζικής, καθόσον τούτο ήταν αναγκαίο για την αναδιάρθρωση και την εξυγίανσή της».

3        Με την αριθ. 31268‑A/2008 απόφαση, της 1ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία δημοσιεύθηκε στο Diário da República, σειρά Β, αριθ. 235, της 4ης Δεκεμβρίου 2008, οι πορτογαλικές αρχές αποφάσισαν να χορηγήσουν στην BPP εγγύηση του Δημοσίου, βάσει του νόμου αριθ. 112/97, της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, δηλαδή εκτός του πλαισίου του πορτογαλικού νομικού καθεστώτος περί εγγυήσεων που διέπεται από τον νόμο αριθ. 60‑A/2008, της 20ής Οκτωβρίου 2008, όπως εγκρίθηκε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφασή της C(2008) 6527, της 29ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση NN 60/08 που χορήγησε η Πορτογαλία — Καθεστώς εγγυήσεων υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στην Πορτογαλία (ΕΕ 2009, C 9, σ. 2). Αυτή η εγγύηση του Δημοσίου χορηγήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2008 και αφορούσε δάνειο ύψους 450 εκατομμυρίων ευρώ το οποίο θα χορηγούσε στην BPP κοινοπραξία αποτελούμενη από έξι πορτογαλικές τράπεζες, συγκεκριμένα δε τις Banco Comercial Português, SA, Caixa Geral de Depósitos, SA, Banco Espírito Santo, SA, la Banco BPI, SA, Banco Santander Totta, SA και Caixa Central — Caixa Central de Crédito Agrícola Mútuo, CRL (στο εξής: πιστώτριες τράπεζες). Σύμφωνα με τις σχετικές ρήτρες των συμβάσεων δανείου και της εγγυήσεως του Δημοσίου, το ποσό του δανείου προοριζόταν αποκλειστικά για την κάλυψη των στοιχείων του παθητικού της BPP που είχαν εγγραφεί στον από 24 Νοεμβρίου 2008 ισολογισμό της και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μόνον για την εξόφληση των καταθετών και των λοιπών πιστωτών και όχι για την κάλυψη των χρεών των άλλων θυγατρικών της εταιρίας χαρτοφυλακίου. Η χρονική διάρκεια του δανείου περιοριζόταν σε διάστημα έξι μηνών, δυνάμενη να ανανεωθεί για μέγιστο χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων μηνών. Το επιτόκιο ορίσθηκε ίσο με το επιτόκιο Euribor προσαυξημένο κατά 100 μονάδες βάσης. Η προμήθεια ασφάλειας για την εγγύηση του Δημοσίου καθορίσθηκε στις 20 μονάδες βάσης, λαμβανομένων υπόψη των ασφαλειών που παρείχε η BPP.

4        Δυνάμει συμβάσεως περί συστάσεως ασφαλειών την οποία σύναψαν στις 5 Δεκεμβρίου 2008 η BPP, το Πορτογαλικό Δημόσιο και η Τράπεζα της Πορτογαλίας, η BPP προέβη στη σύσταση ασφαλειών υπέρ του Πορτογαλικού Δημοσίου, συγκεκριμένα δε στη σύσταση δικαιώματος προτιμησιακής εγγυήσεως επί ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού της, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν κινητές αξίες και κινητά περιουσιακά στοιχεία, καθώς και υποθήκης πρώτης τάξεως επί ακινήτων που ανήκαν στις θυγατρικές της εταιρίας χαρτοφυλακίου. Κατά τον χρόνο εκείνο, η αξία των ασφαλειών αυτών υπολογιζόταν στα 672 εκατομμύρια ευρώ, ενώ στις 7 Μαΐου 2010, η Τράπεζα της Πορτογαλίας υπολόγισε την αξία αυτή στα 582 εκατομμύρια ευρώ.

5        Στις 5 Δεκεμβρίου 2008 οι πορτογαλικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι χορηγήθηκε εγγύηση του Δημοσίου υπέρ της BPP.

6        Με την απόφαση C(2009) 1892 τελικό, της 13ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση NN 71/08 — Πορτογαλία, Auxílio estatal ao Banco Privado Português — BPP (ΕΕ C 174, σ. 1, στο εξής: απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009), η Επιτροπή αποφάσισε, χαρακτηρίζοντας την απόφαση αυτή ως επείγον μέτρο, να μην εγείρει αντιρρήσεις όσον αφορά τη χορήγηση εγγυήσεως του Δημοσίου στην BPP, για τον λόγο ότι ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΕΚ.

7        Με την αριθ. 13364-A/2009 απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στο Diário da República, σειρά Β, αριθ. 109, της 5ης Ιουνίου 2009, οι πορτογαλικές αρχές παρέτειναν για χρονικό διάστημα έξι μηνών την ισχύ της επίμαχης εγγυήσεως του Δημοσίου. Ενημέρωσαν σχετικώς την Επιτροπή με την από 23 Ιουνίου 2009 ηλεκτρονική επιστολή, χωρίς, πάντως, να της κοινοποιήσουν επισήμως την παράταση αυτή, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

8        Στις 23 Δεκεμβρίου 2008, 12 Ιανουαρίου 2009, 19 Φεβρουαρίου 2009, 24 Απριλίου 2009 και 10 Ιουλίου 2009, αντιστοίχως, η BPP υπέβαλε στην Τράπεζα της Πορτογαλίας σχέδια εξυγιάνσεως, κανένα από τα οποία δεν κοινοποιήθηκε από τις πορτογαλικές αρχές στην Επιτροπή.

[παραλειπόμενα]

10      Με την από 23 Ιουνίου 2009 επιστολή προς την Επιτροπή, οι πορτογαλικές αρχές ισχυρίσθηκαν ότι η παράταση της χρονικής διάρκειας της ισχύος της εγγυήσεως του Δημοσίου κατά έξι μήνες είχε ως σκοπό να καταστήσει δυνατή στην BPP την οριστικοποίηση σχεδίου αναδιαρθρώσεως και εξυγιάνσεως και την εντός συντόμου χρονικού διαστήματος εξεύρεση λύσεως με την οποία θα διασφαλίζονται τα συμφέροντα των πελατών της, ιδίως δε εκείνων που είχαν επενδύσει σε προϊόν εγγυημένης αποδόσεως.

11      Στις 15 Ιουλίου 2009 η Επιτροπή κάλεσε τις πορτογαλικές αρχές να υποβάλουν επειγόντως το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP, έστω και υπό τη μορφή προσχεδίου, υπενθυμίζοντάς τους ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε καταστεί παράνομη από τις 6 Ιουνίου 2009. Ελλείψει απαντήσεως εκ μέρους των πορτογαλικών αρχών, η Επιτροπή τους απηύθυνε έγγραφο υπομνήσεως στις 6 Οκτωβρίου 2009, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1).

12      Με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2009 και με επιστολή που απηύθυνε αυθημερόν στην Πορτογαλική Δημοκρατία, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, όσον αφορά τη χορήγηση εγγυήσεως του Δημοσίου στην BPP και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (ΕΕ C 56, σ. 10, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας). Με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ζήτησε επίσης από την Πορτογαλική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, να υποβάλει το σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP εντός προθεσμίας 30 ημερών από της λήψεως της επιστολής της, δηλαδή έως τις 22 Δεκεμβρίου 2009.

[παραλειπόμενα]

14      Στις 3 Δεκεμβρίου 2009 οι πορτογαλικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι η ισχύς της εγγυήσεως του Δημοσίου θα παρατεινόταν κατά έξι μήνες, συγκεκριμένα δε έως τις 5 Ιουνίου 2010, για τον λόγο ότι, μεταξύ άλλων, «η άμεση αδυναμία πληρωμών της BPP θα έθετε προδήλως σε κίνδυνο τη λύση που εξεταζόταν εκείνη τη χρονική στιγμή» και ότι «οι πιστώτριες τράπεζες [είχαν] δεχθεί να παραταθεί η χρονική διάρκεια ισχύος [του δανείου] κατά έξι μήνες, άνευ τροποποιήσεως των σχετικών όρων και άνευ επιπλέον χρηματοδοτήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρατεινόταν και η ισχύς της αντίστοιχης εγγυήσεως του Δημοσίου». Η ισχύς της εγγυήσεως του Δημοσίου παρατάθηκε ως άνω με την απόφαση 26556‑B/2009, η οποία δημοσιεύθηκε στο Diário da República, σειρά Β΄, αριθ. 236, της 7ης Δεκεμβρίου 2009, χωρίς, πάντως, οι πορτογαλικές αρχές να κοινοποιήσουν επισήμως την απόφαση αυτή στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

15      Με έγγραφο που απέστειλαν στην Επιτροπή στις 25 Φεβρουαρίου 2010, οι πορτογαλικές αρχές εξέθεσαν τα στοιχεία τα οποία, κατ’ αυτές, έπρεπε να χρησιμεύσουν ως βάση για την εξεύρεση λύσεως στα προβλήματα που είχε προκαλέσει η BPP σε σημαντικό μέρος των πελατών της, συγκεκριμένα δε σε εκείνους που είχαν επενδύσεις σε προϊόν «απόλυτης αποδόσεως», στοιχείο το οποίο, μεταξύ άλλων μέτρων, είχε οδηγήσει στη σύσταση ενός Fundo Especial de Investimento (FEI) (ειδικού κεφαλαίου επενδύσεων).

16      Στο ίδιο έγγραφο, πέραν των μέτρων των οποίων εξεταζόταν η λήψη προκειμένου να εξευρεθεί λύσει προς όφελος των πελατών της BPP, οι πορτογαλικές αρχές μνημόνευσαν εκ νέου την ανάγκη χορηγήσεως της εγγυήσεως του Δημοσίου και της παρατάσεως της ισχύος της, δεδομένου ότι η χρηματοδότηση της BPP υπήρξε αναγκαίο μέσο βραχείας διαρκείας προκειμένου να εξακολουθήσει να λειτουργεί το εν λόγω χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, να καταστεί εφικτή εν συνεχεία η εκπόνηση μελέτης βιωσιμότητας και, επίσης, να διασφαλισθεί η σταθερότητα του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, οι πορτογαλικές αρχές επισήμαναν με το έγγραφο αυτό ότι αποκλειστικός σκοπός της εγγυήσεως του Δημοσίου ήταν να καταστήσει δυνατή στην BPP την υποβολή σχεδίου αναδιαρθρώσεως και, εν τέλει, υλοποίηση λύσεως διασφαλίζουσας την προστασία των επενδυτών της. Τέλος, στο επίμαχο έγγραφο, οι πορτογαλικές αρχές εξέθεσαν το περιεχόμενο των σχεδίων αναδιαρθρώσεως και εξυγιάνσεως της BPP της 12ης Ιανουαρίου, της 27ης Απριλίου και της 10ης Ιουνίου 2009 και την εκ μέρους της Τράπεζας της Πορτογαλίας και της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως απόρριψη των εν λόγω σχεδίων.

17      Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, η οποία τέθηκε σε ισχύ το μεσημέρι της 16ης Απριλίου 2010, η Τράπεζα της Πορτογαλίας ανακάλεσε την τραπεζική άδεια της BPP, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία αναδιαρθρώσεως ή ανακεφαλαιοποιήσεώς της.

18      Την 21η Απριλίου 2010 οι πιστώτριες τράπεζες ζήτησαν την εκτέλεση της εγγυήσεως του Δημοσίου και, στις 7 Μαΐου 2010, το Πορτογαλικό Δημόσιο τους εξόφλησε το συνολικό ποσό του δανείου για το οποίο είχε χορηγηθεί η εγγύηση αυτή.

19      Στις 22 Απριλίου 2010 η Τράπεζα της Πορτογαλίας ζήτησε από το εμποροδικείο Λισσαβώνας να κινήσει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως της BPP (υπόθεση 519/10.5TYLSB), βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 199/2006, της 25ης Οκτωβρίου 2006, και πρότεινε να διορισθεί συμβούλιο εκκαθαρίσεως. Με διάταξη της 23ης Απριλίου 2010, το εμποροδικείο Λισσαβώνας αποφάσισε να συνεχισθεί η διαδικασία εκκαθαρίσεως ορίζοντας επιτροπή εκκαθαρίσεως και τάσσοντας προθεσμία 30 ημερών για την αναγγελία των απαιτήσεων.

20      Στις 20 Ιουλίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2011/346/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C33/09 (πρώην NN 57/09, πρώην CP 191/09), την οποία χορήγησε η Πορτογαλία υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου υπέρ της BPP (ΕΕ 2011, L 159, σ. 95, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία έκρινε την ενίσχυση αυτή μη συμβατή με την εσωτερική αγορά (άρθρο 1) και ζήτησε από την Πορτογαλική Δημοκρατία την άμεση και πραγματική ανάκτηση της ενισχύσεως (άρθρα 2 και 3).

[παραλειπόμενα]

22      Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2011, κατόπιν αιτήματος των πορτογαλικών αρχών, η επιτροπή εκκαθαρίσεως αναγνώρισε την ενοχική αξίωση του Πορτογαλικού Δημοσίου μέχρι του ποσού του δανείου, βάσει της οποίας υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα των πιστωτών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2011, οι BPP και Massa Insolvente do Banco Privado Português, SA (στο εξής, από κοινού: προσφεύγουσα) άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον κρίνει την επίμαχη ενίσχυση παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά για το χρονικό διάστημα από 5ης Δεκεμβρίου 2008 έως 5 Ιουνίου 2009·

–        επικουρικότερον, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν διατάσσεται η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν διατάσσεται η ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως για το χρονικό διάστημα από 5ης Δεκεμβρίου 2008 έως 5 Ιουνίου 2009·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

[παραλειπόμενα]

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει το κύριο και τα επικουρικά αιτήματα·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

[παραλειπόμενα]

32      Δεδομένου ότι τροποποιήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να κινήσει την προφορική διαδικασία.

34      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απήντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαρτίου 2014. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι δέχεται την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να συμπεριλάβει στη δικογραφία το υπόμνημα αντικρούσεως, μολονότι είχε υποβληθεί εκπρόθεσμα, στοιχείο το οποίο καταχωρίσθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Σκεπτικό

 Συνοπτική έκθεση των λόγων ακυρώσεως

35      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως.

[παραλειπόμενα]

43      Σύμφωνα με την εν γένει οικονομία των διατάξεων του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να εξετασθεί, καταρχάς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και από πεπλανημένη ερμηνεία της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εν συνεχεία, θα εξετασθούν ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της εισάγουσας παρέκκλιση διατάξεως του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, και ο τέταρτος, ο πέμπτος, ο έκτος και ο έβδομος λόγος ακυρώσεως και, στο τέλος μόνον, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

44      Κατά την προσφεύγουσα, μολονότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπέχει εντούτοις την υποχρέωση να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία μιας υποθέσεως. Ως εκ τούτου, οφείλει να προβεί σε ορθή ανάλυση της καταστάσεως της αγοράς, της θέσεως του δικαιούχου και των ανταγωνιστών του στο πλαίσιο της αγοράς αυτής και των όρων του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και να «επισημαίνει το πλεονέκτημα που παρέχεται με το μέτρο [ενισχύσεως] στο πλαίσιο του εμπορίου [αυτού]», με γνώμονα τα διαθέσιμα κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς της πραγματικά και νομικά στοιχεία. Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών και δεν έλαβε υπόψη ότι η BPP δεν ασκούσε πλέον δραστηριότητα αντίστοιχη του συνήθους εταιρικού σκοπού της από της 24ης Νοεμβρίου 2004, ούτε ότι η εγγύηση του Δημοσίου αποσκοπούσε αποκλειστικώς στην κάλυψη ορισμένων στοιχείων του παθητικού, τα οποία ήταν προγενέστερα της ημερομηνίας χορηγήσεως της εν λόγω εγγυήσεως. Συνεπώς, αφενός, η Επιτροπή παρέβλεψε ότι, από της ημερομηνίας αυτής, η BPP δεν αποτελούσε πλέον ανταγωνίστρια των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μολονότι, διαπιστώνοντας ότι η BPP «θα μπορούσε να εισέλθει ή να επιστρέψει στην αγορά βραχυπρόθεσμα», η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι η BPP δεν δραστηριοποιούταν πλέον στην αγορά. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η εγγύηση του Δημοσίου αποσκοπούσε αποκλειστικά στην κάλυψη ορισμένων στοιχείων του παθητικού της BPP που είχαν εγγραφεί στον από 24 Νοεμβρίου 2008 ισολογισμό της και έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μόνον για την εξόφληση των καταθετών και των λοιπών πιστωτών και όχι για τη δραστηριοποίηση της εταιρίας στην αγορά ή την κάλυψη είτε των χρεών των άλλων θυγατρικών της εταιρίας χαρτοφυλακίου είτε της μη περιουσιακής ή άλλης ευθύνης από άλλες δραστηριότητες ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες που παρείχε, άμεσα ή έμμεσα, η BPP. Ως εκ τούτου, η χορήγηση της εν λόγω εγγυήσεως ούτε χρησίμευσε για να καταστήσει δυνατή στην BPP την άσκηση συνήθους δραστηριότητας χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στην αγορά, ως πραγματικής ή δυνητικής ανταγωνίστριας, ούτε εδύνατο να της παράσχει πλεονέκτημα που να νοθεύει τον ανταγωνισμό σε σχέση με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Η αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνει την κρίση αυτή, καθόσον στη εν λόγω σκέψη η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εκκαθάριση της BPP κατέδειξε ότι δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού.

[παραλειπόμενα]

46      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι «η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική εξουσία» βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αρκεί η υπόμνηση ότι το επιχείρημα αυτό παραβλέπει προδήλως την πάγια νομολογία, κατά την οποία έχει γίνει δεκτό ότι η έννοια της ενισχύσεως έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων, οπότε, αφενός, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, καταρχήν, να ασκούν πλήρη έλεγχο όσον αφορά το ζήτημα αν ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, πλην εξαιρέσεως, η Επιτροπή δεν διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψεις 111 έως 113). Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

47      Πρέπει, πάντως, να διακριβωθεί αν οι εκτιμήσεις της Επιτροπής περί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, όπως παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 60 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενέχουν ή όχι πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πραγματικά περιστατικά, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, καθόσον κάνει λόγο για «εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών», πρέπει να νοηθεί ως παραπέμπουσα τόσο στο κριτήριο περί πλεονεκτήματος όσο και στα κριτήριο περί επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

48      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς αν, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε ορθώς την εγγύηση του Δημοσίου ως μέτρο ενισχύσεως βάσει του οποίου παρέχεται οικονομικό πλεονέκτημα στην BPP.

 Επί του αν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της BPP

49      Κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής δεν είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά, καθόσον έχουν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

50      Ως εκ τούτου, μόνον τα πλεονεκτήματα που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από κρατικούς πόρους ή συνιστούν πρόσθετη επιβάρυνση για το Δημόσιο πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, από το γράμμα της διατάξεως αυτής και από τους κανόνες περί διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα πλεονεκτήματα που παρέχονται με άλλους τρόπους και όχι από κρατικούς πόρους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των διατάξεων (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2013, C‑399/10 P και C‑401/10 P, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 99 και παρατιθέμενη νομολογία).

51      Χαρακτηρίζονται ως ενισχύσεις, μεταξύ άλλων, και οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως και οι οποίες, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή εννοία, είναι της ίδιας φύσεως και έχουν τα ίδια αποτελέσματα, δεδομένου ότι το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τις κρατικές παρεμβάσεις με γνώμονα τα αποτελέσματά τους (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα στη σκέψη 50 απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψεις 101 και 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Εξάλλου, κρατική παρέμβαση η οποία δύναται να περιαγάγει τις επιχειρήσεις στην περίπτωση των οποίων έχει εφαρμογή σε πλεονεκτικότερη θέση απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις και, συγχρόνως, να ενέχει επαρκώς συγκεκριμένο κίνδυνο επιπλέον επιβαρύνσεως του Δημοσίου στο μέλλον, ενδέχεται να επιβαρύνει τους κρατικούς πόρους. Ειδικότερα, η παροχή πλεονεκτημάτων υπό μορφή εγγυήσεως του Δημοσίου ενδέχεται να συνεπάγεται πρόσθετη επιβάρυνση του Δημοσίου (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα στη σκέψη 50 απόφαση Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψεις 106 και 107 και παρατιθέμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της εγγυήσεως του Δημοσίου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 24 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή είχε κρίνει κατ’ ουσίαν ότι, χάρη στην εγγύηση του Δημοσίου, η BPP έτυχε χρηματοδοτήσεως την οποία δεν θα μπορούσε να λάβει στην αγορά και ότι, κατά το μέτρο αυτό, έτυχε οικονομικού πλεονεκτήματος που ενίσχυε τη θέση της έναντι των ανταγωνιστών της, τούτο συνεπαγόταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και είχε επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Στην αιτιολογική σκέψη 38 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι προσαύξηση 20 μονάδων βάσεως ήταν χαμηλότερη εκείνης που έπρεπε να εφαρμοσθεί βάσει της συστάσεως της ΕΚΤ, της 20ής Οκτωβρίου 2008, στην οποία γινόταν λόγος για σταθερή προσαύξηση 50 μονάδων βάσεως για τις εγγυήσεις που χορηγούνται σε φερέγγυες τράπεζες για χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους. Στην αιτιολογική σκέψη 39 της ιδίας αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι «ανεξαρτήτως της υψηλής αξίας των παρεχομένων ασφαλειών, η προμήθεια ασφάλειας της εγγυήσεως του Δημοσίου θα εξακολουθούσε να είναι σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη που θα κρινόταν κανονικά ως προσήκουσα στην περίπτωση προβληματικών τραπεζών».

[παραλειπόμενα]

55      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει σαφώς ότι, αφενός, ήδη από της εκδόσεως της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή είχε προβεί σε πάγια και συνεπή εκτίμηση της εγγυήσεως του Δημοσίου ως μέτρου ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, αφετέρου, στην αιτιολογική σκέψη 59 της προσβαλλομένης αποφάσεως, απήντησε στο επιχείρημα των πορτογαλικών αρχών, όπως το επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της δίκης αυτής, ότι η BPP έπαυσε να δραστηριοποιείται στην αγορά από 1ης Δεκεμβρίου 2008.

56      Όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, ούτε με τον υπό εξέταση λόγο ακυρώσεως ούτε με κάποιον άλλο από τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής της, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι, αφενός, χωρίς την εγγύηση του Δημοσίου, δηλαδή υπό «συνήθεις» συνθήκες αγοράς, η BPP δεν θα μπορούσε να λάβει το δάνειο με τους ευνοϊκούς χρηματοοικονομικούς όρους υπό τους οποίους της το χορήγησαν οι πιστώτριες τράπεζες και, αφετέρου, η προμήθεια ασφάλειας για τη χορήγηση της εγγυήσεως του Δημοσίου αυτή καθαυτή ήταν σαφώς μικρότερη από ό,τι θεωρείται γενικώς προσήκον στην περίπτωση προβληματικών τραπεζών (βλ. αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε ότι αυτό το οικονομικό πλεονέκτημα χρηματοδοτήθηκε με κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι το κριτήριο αυτό συνέτρεξε το αργότερο κατόπιν της εκ μέρους του Πορτογαλικού Δημοσίου αποπληρωμής του δανείου στις πιστώτριες τράπεζες, κατ’ εκτέλεση της εγγυήσεως του Δημοσίου (βλ. αιτιολογική σκέψη 56 in fine της προσβαλλομένης αποφάσεως).

57      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αμφισβητεί μόνον ότι η παροχή του πλεονεκτήματος αυτού συνδέεται με ανταγωνιστική δραστηριότητα της BPP εντός της αγοράς έναντι των λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ακόμη, όμως, κι αν υποτεθεί ότι το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να γίνει δεκτό, δεν θα ασκούσε καμία επιρροή στο ζήτημα του χαρακτηρισμού της εγγυήσεως του Δημοσίου ως ενισχύσεως.

58      Κατά συνέπεια, ορθώς αποφάνθηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η BPP απήλαυε πλεονεκτήματος εκ κρατικών πόρων.

 Επί των κριτηρίων της οικονομικής δραστηριότητας, των επιπτώσεων στο εμπόριο και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού

59      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, από τις 24 Νοεμβρίου 2008, η BPP δεν δραστηριοποιούταν πλέον στην αγορά ως πραγματική ή δυνητική ανταγωνίστρια άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, εκείνο το χρονικό διάστημα, η BPP διατηρούσε την ιδιότητα της επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον εξακολουθούσε να ασκεί οικονομική δραστηριότητα, έστω και περιορισμένη (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2011, C‑437/09, AG2R Prévoyance, Συλλογή 2011, σ. I‑973, σκέψεις 41 και 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑347/09, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 25 και 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο περί επιπτώσεων στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, έχει κριθεί ότι, οσάκις χρηματοοικονομική ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση επηρεάζει το εμπόριο αυτό. Συναφώς, το γεγονός ότι οικονομικός τομέας, όπως αυτός των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποτέλεσε το αντικείμενο σημαντικής διαδικασίας απελευθερώσεως σε κοινοτικό επίπεδο, η οποία ενίσχυσε τον ανταγωνισμό που ήδη διασφάλιζε η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων κατά τη Συνθήκη, μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις των ενισχύσεων επί του ανταγωνισμού, καθώς και για συνέπειές τους στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006, C‑222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑289, σκέψεις 141, 142 και 145, πρώτη περίπτωση, καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

61      Τρίτον, όσον αφορά το κριτήριο περί στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι ενισχύσεις που σκοπούν να απαλλάξουν μια επιχείρηση από τις δαπάνες στις οποίες θα έπρεπε φυσιολογικά να υποβληθεί η ίδια στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της νοθεύουν, καταρχήν, τους όρους του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2009, C‑494/06 P, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, Συλλογή 2009, σ. I‑3639, σκέψη 54· βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C‑156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑6857, σκέψη 30).

62      Τέταρτον, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να χαρακτηρίσει κρατικό μέτρο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι υφίστανται πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και ότι υφίσταται πράγματι στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά απλώς ότι η ενίσχυση μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο αυτό και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 2011, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑4727, σκέψη 134).

63      Εν προκειμένω, η τραπεζική άδεια της BPP ανακλήθηκε μόλις στις16 Απριλίου 2010, η δε επιχείρηση τέθηκε υπό εκκαθάριση μόλις στις 22 και 23 Απριλίου 2010. Ως εκ τούτου, μεταξύ της 24ης Νοεμβρίου 2008 και των προαναφερθεισών ημερομηνιών, η επιχείρηση εξακολουθούσε να δραστηριοποιείται στην αγορά. Επομένως, κατά τη χορήγηση της εγγυήσεως του Δημοσίου, η BPP δεν αποτελούσε απλώς δικαιούχο «επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αλλά και ασκούσε, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, τουλάχιστον, περιορισμένη εμπορική δραστηριότητα συνισταμένη στην παροχή ή στη διαχείριση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών, διαχείριση της οποίας η συνέχεια κατέστη δυνατή χάρη στο δάνειο και στην εγγύηση του Δημοσίου.

64      Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι δεν υφίστατο τέτοια εμπορική δραστηριότητα της BPP.

65      Επομένως, πρώτον, την 1η Δεκεμβρίου 2008, η Τράπεζα της Πορτογαλίας αποφάσισε μεταξύ άλλων, να «απαλλάξει την BPP, για χρονικό διάστημα τριών μηνών, από την υποχρέωση ακριβούς εκπληρώσεως των υποχρεώσεων από συμβάσεις που είχε συνάψει προγενέστερα, ιδίως στο πλαίσιο της δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών ιδιωτικής τραπεζικής, καθόσον τούτο ήταν αναγκαίο για την αναδιάρθρωση και την εξυγίανσή [της]», στοιχείο που συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη συνέχιση της παρουσίας της στην αγορά κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα.

66      Δεύτερον, τόσο η σύμβαση δανείου όσο και η σύμβαση περί εγγυήσεως του Δημοσίου, όπως εγκρίθηκε με την απόφαση 31268-A/2008, της 1ης Δεκεμβρίου 2008, είχαν ως σκοπό την κάλυψη των στοιχείων του παθητικού της BPP που είχαν εγγραφεί στον από 24 Νοεμβρίου 2008 ισολογισμό της, καθώς και την εξόφληση των καταθετών και των λοιπών πιστωτών της που είχαν εκδηλωθεί κατά τον χρόνο εκείνο. Δεδομένου ότι το ζήτημα της χρηματοδοτήσεως των οφειλών αυτών είχε προσωρινά επιλυθεί, το στοιχείο αυτό καταδεικνύει αφεαυτού ότι η BPP κατόρθωσε να συνεχίσει, σε ορισμένο βαθμό, την εμπορική δραστηριότητά της.

67      Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι, μεταξύ της 23ης Δεκεμβρίου 2008 και της 10ης Ιουλίου 2009, η BPP υπέβαλε πλείονα σχέδια αναδιαρθρώσεως στην Τράπεζα της Πορτογαλίας, τα οποία δεν δέχθηκε η δεύτερη, λόγος για τον οποίο κανένα από αυτά δεν κοινοποιήθηκε από τις πορτογαλικές αρχές στην Επιτροπή (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Τα σχέδια αυτά αναδιαρθρώσεως, όμως, μπορούσαν να έχουν ως τελικό σκοπό αποκλειστικά την εξυγίανση και αναδιάρθρωση της BPP, προκειμένου αυτή να ασκήσει πλήρως εκ νέου τη συνήθη εμπορική δραστηριότητά της. Συναφώς, πρέπει επίσης να μνημονευθούν, καταρχάς, οι παράγραφοι 2, 30 και 31 της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα που λήφθηκαν για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της τρέχουσας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης» (ΕΕ 2008, C 270, σ. 8, στο εξής: ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών), στην οποία συνδέεται η αναδιάρθρωση με την ανάκτηση της βιωσιμότητας των οικείων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εν συνεχεία το σημείο 4 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί της αποκατάστασης της βιωσιμότητας και [της] αξιολόγησης των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 2009, C 195, σ. 9), και, τέλος, η παράγραφος 17 της ανακοινώσεως της Επιτροπής που φέρει τον τίτλο «Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων» (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως). Ομοίως, η Επιτροπή υποστήριξε ορθώς ότι η από 23 Ιουνίου 2009 επιστολή των πορτογαλικών αρχών, καθώς και το έγγραφο που απέστειλαν οι αρχές αυτές στην Επιτροπή στις 25 Φεβρουαρίου 2010, επιβεβαίωναν ότι οι εν λόγω αρχές είχαν συνδέσει τη χορήγηση και την παράταση της χρονικής διάρκειας της ισχύος της εγγυήσεως του Δημοσίου με την ανάγκη να καταστεί δυνατή στην BPP, ιδίως, η εκπόνηση σχεδίου αναδιαρθρώσεως και, ως εκ τούτου, να συνεχισθεί προσωρινά η παρουσία της στην αγορά.

68      Τέταρτον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 15 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, των οποίων οι γενικές αρχές έχουν κριθεί εφαρμοστέες βάσει της παραγράφου 10 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ενισχύσεις με σκοπό τη διάσωση, όπως οι εγγυήσεις του Δημοσίου, τεκμαίρεται ότι αποτελούν, ως εκ της φύσεώς τους, προσωρινή και ανακλητή συνδρομή, περιορίζομενη σε μέγιστη χρονική διάρκεια έξι μηνών, με «κύριο [σκοπό να καταστήσουν δυνατή] στην προβληματική επιχείρηση [τη συνέχιση των δραστηριοτήτων] της για το διάστημα που απαιτείται για την [εκπόνηση] σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης». Ομοίως, κατά την παράγραφο 30 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, «[σ]τις περιπτώσεις που πρέπει να γίνει προσφυγή στο καθεστώς εγγυήσεων προς όφελος μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, το εν λόγω μέτρο επείγουσας διάσωσης με στόχο τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του αφερέγγυου οργανισμού [...] πρέπει απαραιτήτως να συνοδευτεί [...] από κατάλληλες ενέργειες που θα οδηγήσουν σε αναδιάρθρωση ή εκκαθάριση του δικαιούχου», με συνέπεια να «απαιτείται η [κοινοποίηση] σχεδίου αναδιάρθρωσης ή εκκαθάρισης για τους αποδέκτες των πληρωμών βάσει της εγγύησης». Συνεπώς, εν προκειμένω, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, η εγγύηση του Δημοσίου, όπως εγκρίθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 για χρονικό διάστημα έξι μηνών, είχε ως σκοπό, κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, την προσωρινή συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας της BPP μέχρις ότου υποβάλουν οι πορτογαλικές αρχές το εξεταζόμενο σχέδιο αναδιαρθρώσεως.

69      Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν δύναται να αποδείξει ότι δεν υπήρξε συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας της BPP έως τις 16 Απριλίου 2010, ημερομηνία οριστικής ανακλήσεως της τραπεζικής αδείας της.

[παραλειπόμενα]

72      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, από της 24ης Νοεμβρίου 2008, η BPP δεν ασκούσε πλέον εμπορική δραστηριότητα και, επομένως, η περίπτωσή της δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η Επιτροπή διαπίστωσε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, κατά το χρονικό διάστημα εκείνο, η BPP αποτελούσε επιχείρηση που εξακολουθούσε να ασκεί τέτοια εμπορική δραστηριότητα, έστω και περιορισμένη, και απήλαυε οικονομικού πλεονεκτήματος.

73      Από τα ανωτέρω συνάγεται επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της προμνημονευθείσας στις σκέψεις 60 έως 62 νομολογίας, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η παροχή του επίμαχου πλεονεκτήματος δεν εδύνατο να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τους όρους του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, καθιστώντας δυνατό στην BPP να εξακολουθήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα και σε ορισμένο βαθμό να ασκεί την εμπορική δραστηριότητά της, η επίμαχη ενίσχυση αφενός μεν ενίσχυσε την οικονομική θέση της σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες στο ενδοκοινοτικό εμπόριο επιχειρήσεις, αφετέρου δε την απήλλαξε προσωρινά από έξοδα —συγκεκριμένα δε υψηλότερα έξοδα χρηματοδοτήσεως για την εξόφληση των υποχρεώσεών της πληρωμών— στα οποία θα έπρεπε κανονικά να υποβληθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεως της περιουσίας της ή των καθημερινών εμπορικών δραστηριοτήτων της.

74      Τέλος, καθόσον η προσφεύγουσα διατείνεται ότι στην αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνεται, κατά τρόπο που ενέχει αντίφαση, ότι δεν υφίστατο στρέβλωση του ανταγωνισμού, αρκεί να επισημανθεί ότι η αιτιολογική σκέψη αυτή αφορά μόνον τη μελλοντική κατάσταση της BPP, κατόπιν της ανακλήσεως της τραπεζικής αδείας της και τη θέση της υπό εκκαθάριση, στοιχείο βάσει του οποίου η Επιτροπή αποφάνθηκε, κατά τρόπο συμβατό με την προηγούμενη εκτίμησή της όσον αφορά την κατάσταση προ της εν λόγω ανακλήσεως, ότι, στο μέλλον «δεν θα υπάρχει [...] κίνδυνος στρεβλώσεως του ανταγωνισμού συνδεόμενος με την BPP».

75      Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ

 Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

76      Κατά την προσφεύγουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ότι η εγγύηση του Δημοσίου πληροί τις προϋποθέσεις παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, καθόσον η εν λόγω εγγύηση αποσκοπεί στην «αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους», ιδίως κατά το χρονικό διάστημα από τις 5 Ιουνίου 2009 έως τις 15 Απριλίου 2010, ούτε οι προϋποθέσεις περί συμβατού που διευκρινίζονται με την ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών στον τίτλο «3. Εγγυήσεις που καλύπτουν υποχρεώσεις χρηματοπιστωτικών οργανισμών». Συναφώς, η προσφεύγουσα διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το πλαίσιο εντός του οποίου ενέκρινε η Επιτροπή την εγγύηση του Δημοσίου με την από 13 Μαρτίου 2009 απόφασή της δεν είχε μεταβληθεί και εξακολουθούσε να υφίσταται έως τις 15 Απριλίου 2010. Επομένως, το μέτρο αυτό εξακολουθούσε να δικαιολογείται, η δε παράταση της ισχύος του ήταν μάλιστα αναγκαία για να ελεγχθεί ο συστημικός κίνδυνος λόγω αδυναμίας πληρωμών εκ μέρους της BPP. Με την προσβαλλόμενη απόφασή της, όμως, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, μη λαμβάνοντας υπόψη το ζήτημα αυτό και παραλείποντας να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η προβαλλόμενη επίμαχη ενίσχυση ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά.

[παραλειπόμενα]

 Υπόμνηση του περιεχομένου της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009

[παραλειπόμενα]

 Υπόμνηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως

[παραλειπόμενα]

 Εκτίμηση

82      Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν υιοθέτησε εκ νέου την αρχική εκτίμησή της, όπως αυτή παρετίθετο στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009, ως προς το αν η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και των κριτηρίων που παρατίθενται στην ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, μολονότι η παράταση της εγγυήσεως του Δημοσίου, της οποίας οι όροι και οι προϋποθέσεις δεν είχαν τροποποιηθεί, ήταν απαραίτητη για την «αντιμετώπιση σοβαρής διαταράξεως της [πορτογαλικής] οικονομίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ.

83      Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, αφενός, η παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, η έννοια της «σοβαρής διαταράξεως της οικονομίας κράτους μέλους» πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑57/00 P και C‑61/00 P, Freistaat Sachsen κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9975, σκέψη 98). Αφετέρου, η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η άσκηση της οποίας προϋποθέτει εκτιμήσεις οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εντός κοινοτικού πλαισίου. Το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, κατά τον εκ μέρους του έλεγχο νομιμότητας της ασκήσεως της ελευθερίας αυτής, δεν δύναται να υποκαταστήσει την εκτίμηση της αρμόδιας αρχής με τη δική του επί του σχετικού ζητήματος, αλλά πρέπει απλώς να εξετάσει αν η υπό κρίση εκτίμηση ενέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C‑148/04, Unicredito Italiano, Συλλογή 2005, σ. I‑11137, σκέψη 71, και προμνημονευθείσα στη σκέψη 62 απόφαση Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 176).

84      Εν συνεχεία, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 περιελάμβανε προσωρινή και επείγουσα μόνον εκτίμηση επί του συμβατού της επίμαχης ενισχύσεως, η δε έγκριση της Επιτροπής ήταν σαφώς περιορισμένη χρονικά και συνοδευόταν από τον όρο ότι οι πορτογαλικές αρχές θα τηρήσουν τη δέσμευσή τους να υποβάλουν, εντός προθεσμίας έξι μηνών, δηλαδή έως τις 5 Ιουνίου 2009, σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP. Επιπλέον, στην εν λόγω απόφαση λαμβάνεται ρητώς υπόψη η δέσμευση των αρχών αυτών να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή κάθε ενδεχόμενη παράταση της εγγυήσεως του Δημοσίου πέραν του αρχικού χρονικού διαστήματος των έξι μηνών, το οποίο αφορούσε η προσωρινή έγκριση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 39, 41 και 44 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009). Στο πλαίσιο αυτό, στερείται σημασίας το ότι τα ουσιώδη στοιχεία αυτά εξηγούνται αναλυτικά μόνο στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής και όχι στο διατακτικό της, όπου απλώς εκτίθεται η απόφαση της Επιτροπής να μην εγείρει αντιρρήσεις, δεδομένου ότι το διατακτικό πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το εν λόγω σκεπτικό (βλ., σχετικώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2007, T‑387/04, EnBW Energie Baden-Württemberg κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1195, σκέψη 127 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Πρέπει να διευκρινισθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 31 και 32 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών η οποία, στην παράγραφό της 10, παραπέμπει στις γενικές αρχές που διατυπώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως. Έτσι, στην παράγραφο 30 της εν λόγω ανακοινώσεως, απαιτείται, κατ’ ουσίαν, σε ό,τι, βεβαίως, αφορά την εφαρμογή καθεστώτος εγγυήσεως σε ατομικές περιπτώσεις, το μέτρο επείγουσας διασώσεως που σκοπεί να διασφαλίσει τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του αφερέγγυου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να ακολουθείται από κατάλληλα μέτρα για την αναδιάρθρωση ή την εκκαθάριση του δικαιούχου, στοιχείο που συνεπάγεται την ανάγκη κοινοποιήσεως σχεδίου αναδιαρθρώσεως με σκοπό να διασφαλισθεί η ανάκτηση της βιωσιμότητάς της μακροπρόθεσμα ή σχεδίου εκκαθαρίσεως. Εξάλλου, από την παράγραφο 10 της ιδίας ανακοινώσεως, σε συνδυασμό με την παράγραφο 15 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, προκύπτει ότι έκτακτα μέτρα διασώσεως, όπως είναι η εγγύηση του Δημοσίου, δεν πρέπει, καταρχήν, να υπερβαίνουν τη χρονική διάρκεια του εξαμήνου. Ομοίως, από την παράγραφο 25, στοιχεία α΄ και γ΄, των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών προκύπτει ότι οι ενισχύσεις για τη διάσωση που έχουν τη μορφή εγγυήσεως πρέπει να «λήγ[ουν] εντός έξι μηνών κατ’ ανώτατο όριο» και «κατά την κοινοποίησή τους, να συνοδεύονται από δέσμευση του [οικείου] κράτους μέλους να υποβάλει στην Επιτροπή, το αργότερο εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της ενίσχυσης διάσωσης [...], είτε σχέδιο αναδιάρθρωσης, είτε σχέδιο εκκαθάρισης, είτε αποδείξεις [...] ότι έχει αποσβεσθεί η εγγύηση». Τέλος, στις παραγράφους 28 και 29 των ιδίων κατευθυντήριων γραμμών, διευκρινίζεται, αφενός, ότι «η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να κινήσει αυτή τη διαδικασία [...] εάν θεωρεί ότι έχει γίνει κακή χρήση [...] της εγγύησης ή ότι, μετά την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας, η αδυναμία επιστροφής της ενίσχυσης δεν είναι πλέον δικαιολογημένη» και, αφετέρου, ότι «[η] έγκριση ενισχύσεων διάσωσης δεν προδικάζει τη μετέπειτα έγκριση ενισχύσεων βάσει σχεδίου αναδιάρθρωσης, το οποίο πρέπει να εκτιμηθεί με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του».

86      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν έθεσε εν αμφιβόλω την αρμοδιότητα της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, να δίνει έγκριση με περιορισμένη χρονική ισχύ και να τη συνοδεύει με τον όρο της τηρήσεως των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει το κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, ούτε και το ότι, εν προκειμένω, οι πορτογαλικές αρχές δεσμεύθηκαν πράγματι κατά τον τρόπο που εξετέθη στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009.

87      Πρώτον, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 31 και 32 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή ακολούθησε πιστά τα εφαρμοστέα κριτήρια που διατυπώθηκαν με την ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ερμηνευόμενα με γνώμονα τις κατευθυντήριες γραμμές περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, δεδομένου ότι ο χρονικός περιορισμός και οι όροι από τους οποίους εξηρτάτο η προσωρινή έγκριση της Επιτροπής στηρίζονταν στην εφαρμογή της ανακοινώσεως αυτής.

88      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ορθώς αποφάνθηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, από τις 5 Ιουνίου 2009, τα εφαρμοστέα κριτήρια για την προσωρινή έγκριση της επίμαχης ενισχύσεως, όπως αυτή χορηγήθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009, δεν πληρούνταν ή δεν πληρούνταν πλέον, διότι, αντιθέτως προς τις δεσμεύσεις τους, αφενός, ακόμη και μετά την εκπνοή της ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας, οι πορτογαλικές αρχές παρέλειψαν να υποβάλουν σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP και, αφετέρου, οι εν λόγω αρχές παρέτειναν δις την ισχύ της εγγυήσεως του Δημοσίου πέραν του ανώτατου χρονικού διαστήματος των έξι μηνών, όπως επιτρέπει η απόφαση αυτή και η ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, χωρίς, όμως, να κοινοποιήσουν επίσημα στην Επιτροπή τις παρατάσεις αυτές.

89      Τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση περί του αν η επίμαχη ενίσχυση κρίνεται συμβατή βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, ήδη στην αιτιολογική σκέψη 39 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, είχε κρίνει κατ’ ουσίαν ότι, αφενός, ανεξαρτήτως της υψηλής αξίας των παρεχομένων ασφαλειών, η προμήθεια ασφάλειας για την εγγύηση του Δημοσίου εξακολουθούσε να είναι σημαντικά χαμηλότερη από εκείνη που θα κρινόταν κανονικά προσήκουσα στην περίπτωση προβληματικών τραπεζών και ότι, αφετέρου, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορούσε να δεχθεί ως προσήκουσα την προμήθεια ασφάλειας αυτή, καθόσον διασφαλίζει την επιβίωση της BPP για σύντομο χρονικό διάστημα διασώσεως, τούτο δε αποκλειστικώς και μόνον υπό τον όρο της υποβολής σχεδίου αναδιαρθρώσεως εντός εξάμηνης προθεσμίας. Η εκτίμηση αυτή ανταποκρίνεται στα όσα επιτάσσει η παράγραφος 30 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 15 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, κατά τις οποίες μια ενίσχυση διασώσεως μπορεί να είναι μόνον προσωρινή και ανακλητή, έχουσα περιορισμένη χρονική διάρκεια έξι μηνών, και πρέπει να ακολουθείται από την υποβολή είτε σχεδίου αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως είτε από την απόδειξη ότι το δάνειο αποπληρώθηκε και ότι, στην περίπτωση εγγυήσεως του Δημοσίου, η εγγύηση αυτή έληξε. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε κατά τρόπο συνεπή προς τα ανωτέρω, στη σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προμήθεια ασφάλειας για την εγγύηση του Δημοσίου ήταν μικρότερη από εκείνη που θα έπρεπε να απαιτείται κανονικά, βάσει της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, για να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση είναι συμβατή και ότι η έγκριση προμήθειας ασφάλειας αυτού του ύψους, στην από 13 Μαρτίου 2009 απόφασή της, συνοδευόταν από τον όρο περί υποβολής σχεδίου αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως.

90      Από τα ανωτέρω συνάγεται επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι το πλαίσιο εντός του οποίου η Επιτροπή είχε εγκρίνει προσωρινά την εγγύηση του Δημοσίου με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 δεν είχε μεταβληθεί και εξακολουθούσε να υφίσταται έως τις 15 Απριλίου 2010.

91      Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και υπερέβη τα όρια της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, όπως εξειδικεύεται με την ανακοίνωση περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ενδεχομένως δε και ότι παρεξέκλινε παρανόμως από τους κανόνες που η ίδια έχει επιβάλει σχετικώς στον εαυτό της (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑75/05 P και C‑80/05 P, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, Συλλογή 2008, σ. I‑6619, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεδομένου ότι εν προκειμένω η Επιτροπή ακολούθησε πιστά τους κανόνες της εν λόγω ανακοινώσεως για να κρίνει την ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

92      Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ, κρίνοντας ότι, καθόσον δεν υποβλήθηκε τέτοιο σχέδιο αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως έως τις 5 Ιουνίου 2009, η εγγύηση του Δημοσίου και η παράταση της ισχύος της πέραν της 5ης Ιουνίου 2009 έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως μη συμβατές με την εσωτερική αγορά.

93      Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

94      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα, πρώτον, προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έλαβε υπόψη ότι με την εγγύηση του Δημοσίου δεν παρασχέθηκε στην BPP κανένα οικονομικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει εντολή ανακτήσεως. Συγκεκριμένα, η χορήγηση της εγγυήσεως αυτής δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζημιών της BPP ούτε και μετέβαλε το αρνητικό ισοζύγιό της. Επομένως, η εντολή ανακτήσεως δεν ήταν κατάλληλη για την επίτευξη του κύριου στόχου που έπρεπε να επιδιωχθεί, δηλαδή της άρσεως της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού την οποία είχε προκαλέσει το παρασχεθέν οικονομικό πλεονέκτημα. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

95      Αρκεί η παραπομπή στα όσα προεκτέθηκαν στις σκέψεις 56 έως 58 για να γίνει δεκτό ότι αυτό το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Καθόσον η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η χορήγηση της εγγυήσεως του Δημοσίου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ζημιών της BPP ούτε και μετέβαλε το αρνητικό ισοζύγιό της, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, αφενός μεν η BPP κατόρθωσε να λάβει δάνειο με τους ευνοϊκούς χρηματοοικονομικούς όρους υπό τους οποίους της το χορήγησαν οι πιστώτριες τράπεζες αποκλειστικά χάρη στην εν λόγω εγγύηση, αφετέρου δε η προμήθεια ασφάλειας για τη χορήγηση της εγγυήσεως του Δημοσίου αυτή καθαυτή ήταν σαφώς μικρότερη από ό,τι θεωρείται γενικώς προσήκον στην περίπτωση προβληματικών τραπεζών (βλ. αιτιολογική σκέψη 57 της προσβαλλομένης αποφάσεως και σκέψη 89 της παρούσας αποφάσεως ανωτέρω), διαπίστωση την οποία δεν αμφισβητεί ουσιαστικά η προσφεύγουσα.

96      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κυρίως, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διατάσσοντας την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως αποκλειστικά για διαδικαστικούς λόγους, συγκεκριμένα δε λόγω της μη υποβολής σχεδίου αναδιαρθρώσεως και της παραλείψεως κοινοποιήσεως των παρατάσεων της ισχύος της εγγυήσεως του Δημοσίου. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις «αρχές της ουσιαστικής δικαιοσύνης, της αναλογικότητας και της καταλληλότητας». Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρανόμως διέταξε την ανάκτηση όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιουνίου 2009 μολονότι, κατά το χρονικό διάστημα αυτό, η BPP απήλαυε της εγκρίσεως της εν λόγω ενισχύσεως, η οποία είχε χορηγηθεί με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009.

97      Όσον αφορά την κύρια αιτίαση που προβάλλεται με τον δεύτερο αυτό λόγο ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο σκοπεί να θέσει σε εφαρμογή το άρθρο 108, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως που έχει καταβληθεί στον δικαιούχο, εκτός αν η ανάκτηση αυτή αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση παράνομης ενισχύσεως διά της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Ως εκ τούτου, το κράτος μέλος αποδέκτης αποφάσεως που το υποχρεώνει να ανακτήσει τις παράνομες ενισχύσεις οφείλει να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Συναφώς, το οικείο κράτος πρέπει να επιτύχει την πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2012, C‑243/10, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

98      Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή ανακτήσεως σκοπεί να αποκαταστήσει την προ της χορηγήσεως της ενισχύσεως υφιστάμενη στην αγορά κατάσταση. Ειδικότερα, η ανάκτηση ενισχύσεων μη συμβατών με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην άρση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε λόγω του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του οποίου είχε τύχει στην αγορά και έναντι των ανταγωνιστών του ο δικαιούχος της ενισχύσεως αυτής, αποκαθιστώντας κατά τον τρόπο αυτό την υφιστάμενη προ της καταβολής της εν λόγω ενισχύσεως κατάσταση (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Απριλίου 1995, C‑348/93, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1995, σ. I‑673, σκέψη 27, και της 17ης Νοεμβρίου 2011, C‑496/09, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2011, σ. I‑11483, σκέψη 61). Οι αρχές αυτές μνημονεύονται επίσης στις παραγράφους 13 και 14 της ανακοινώσεως της Επιτροπής που φέρει τον τίτλο «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και [μη συμβατές με την εσωτερική αγορά] κρατικές ενισχύσεις» (ΕΕ 2007, C 272, σ. 4).

99      Λαμβανομένων υπόψη των αρχών αυτών και του γεγονότος ότι, εν προκειμένω, ορθώς αποφάνθηκε η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι υφίσταται κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και, ως εκ τούτου, ότι η ενίσχυση αυτή είναι παράνομη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορθώς διέταξε η Επιτροπή το πορτογαλικό Δημόσιο να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, περιλαμβανομένου του πλεονεκτήματος που συνδεόταν με τη χορήγηση της εγγυήσεως του Δημοσίου. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στις σκέψεις 56, 73 και 95, χάρη στη χορήγηση της εν λόγω εγγυήσεως, παρασχέθηκε στην BPP οικονομικό πλεονέκτημα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, το οποίο δικαιολογεί την εντολή περί ανακλήσεως αυτού του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος προκειμένου να αποκατασταθεί στην οικεία αγορά η προϋφιστάμενη της καταβολής της εν λόγω ενισχύσεως κατάσταση. Ως εκ τούτου, η κύρια αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως αποκλειστικά για διαδικαστικούς λόγους στερείται ερείσματος και πρέπει να απορριφθεί.

100    Όσον αφορά το επικουρικής σημασίας ζήτημα αν η Επιτροπή εδύνατο να διατάξει την ανάκτηση του οικονομικού πλεονεκτήματος που παρασχέθηκε με την εγγύηση του Δημοσίου κατά το χρονικό διάστημα από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιουνίου 2009 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 71 και 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθόσον την αφορούσε η προσωρινή έγκριση που χορηγήθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009, πρέπει να ληφθούν υπόψη, καταρχάς, τα όσα προεκτέθηκαν στις σκέψεις 88 και 89.

101    Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η παράγραφος 15 και η παράγραφος 25, στοιχεία α΄ και γ΄, των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, των οποίων οι γενικές αρχές έχουν εφαρμογή βάσει της παραγράφου 10 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, δεν αποφαίνονται ούτε ως προς το αντικείμενο ούτε ως προς την έκταση εφαρμογής, επί της ουσίας ή χρονικά, ούτε ως προς τους όρους εφαρμογής εντολής ανακτήσεως. Ως εκ τούτου, η παράγραφος 25, στοιχεία α΄και γ΄, των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών απλώς περιγράφει τις προϋποθέσεις ενδεχόμενης εγκρίσεως ενισχύσεως για τη διάσωση. Βάσει των διατάξεων της παραγράφου 25, στοιχείο α΄, αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, αφού παρέλθει η ανώτατη επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια των έξι μηνών απαιτείται, καταρχήν, «κάθε δάνειο να έχει αποπληρωθεί και κάθε εγγύηση να έχει λήξει» και, βάσει των διατάξεων της παραγράφου 25, στοιχείο γ΄, των ιδίων αυτών κατευθυντήριων γραμμών, απαιτείται επίσης η «απόδειξη ότι το δάνειο αποπληρώθηκε και ότι, στην περίπτωση εγγυήσεως του Δημοσίου, και/ή εγγύηση αυτή έληξε». Επομένως, με την εν λόγω παράγραφο 25 δεν ορίζεται ούτε το πλεονέκτημα που συνδέεται με ένα τέτοιο δάνειο ή μια τέτοια εγγύηση, που θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο εντολής ανακτήσεως, ούτε τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της, ο οποίος, όσον αφορά τις εγγυήσεις, αποτελεί το αντικείμενο του σημείου 4.2 της ανακοινώσεως της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 [...] ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2008, C 155, σ. 10, στο εξής: ανακοίνωση περί εγγυήσεων) και της ανακοινώσεως της Επιτροπής, της 19 Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ C 14, σ. 6, στο εξής: ανακοίνωση περί υπολογισμού των επιτοκίων αναφοράς).

102    Ωστόσο, περιορίζοντας τη δυνατότητα εγκρίσεως ενισχύσεων για τη διάσωση «με τη μορφή εγγυήσεων δανείων ή με τη μορφή δανείων» σε εκείνες με «προσωρινό και ανακλητό χαρακτήρα», οι παράγραφοι 15 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως στηρίζονται στη γενική παραδοχή ότι κάθε πλεονέκτημα που παρέχεται προσωρινά βάσει ενισχύσεως για τη διάσωση, με οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να αποδίδεται εφόσον δεν συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις εγκρίσεως στις οποίες υπόκειται η προσωρινή παροχή του. Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον ανακλητό χαρακτήρα και με το πνεύμα που διέπει την ενίσχυση για τη διάσωση, η οποία έχει ως αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει δυνατή στην προβληματική επιχείρηση τη διέλευση μιας σύντομης περιόδου κρίσεως, μετά την οποία είτε θα κατορθώσει να εξυγιανθεί αφεαυτής, στοιχείο που προϋποθέτει την υποχρέωσή της να επιστρέψει την ενίσχυση, είτε θα υποβάλει σχέδιο αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως. Στην περίπτωση εγγυήσεως του Δημοσίου, η αρχή αυτή επιτάσσει κατ’ ανάγκη την απόδοση του οικονομικού πλεονεκτήματος που συνεπαγόταν η εν λόγω εγγύηση για τον δικαιούχο κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο είχε χορηγηθεί, δεδομένου ότι απλώς η κατάργησή της από τούδε και στο εξής δεν αρκεί προς τούτο, διότι είναι αντίθετη προς την έννοια της ανακτήσεως, όπως αυτή υπομνήσθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 97 και 98.

103    Δεδομένου ότι εν προκειμένω, όμως, οι πορτογαλικές αρχές δεν τήρησαν τις δεσμεύσεις τους κατά την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009, η οποία στηριζόταν σε πιστή και συνεπή εφαρμογή της παραγράφου 30 της ανακοινώσεως περί χρηματοπιστωτικών οργανισμών, σε συνδυασμό με τις παραγράφους 15 και 25 των κατευθυντήριων γραμμών περί διασώσεως και αναδιαρθρώσεως, η Επιτροπή εδύνατο να περιλάβει το χρονικό διάστημα αυτό στην εντολή ανακτήσεως με σκοπό την πλήρη απόδοση του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος.

104    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, διατάσσοντας την ανάκτηση του πλεονεκτήματος που συνδέεται με τη χορήγηση εγγυήσεως του Δημοσίου καθόσον κάλυπτε το χρονικό διάστημα από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιουνίου 2009.

105    Κατά συνέπεια, και η επικουρική αιτίαση του δευτέρου αυτού σκέλους πρέπει να απορριφθεί.

106    Τρίτον, όσον αφορά τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, ιδίως στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρώτον, το σημείο 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, δεύτερον, τους όρους περί προμήθειας ασφάλειας που προβλέπει το ειδικό καθεστώς εγγυήσεων υπέρ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Πορτογαλία, βάσει του πορτογαλικού νόμου 60‑A/2008, της 20ής Οκτωβρίου 2008, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση 1219‑A/2008, της 23ης Οκτωβρίου 2008, όπως εγκρίθηκαν με την απόφαση C(2008) 6527, και, τρίτον, τα «σπρεντ» (αποκλίσεις μεταξύ επιτοκίων) που ίσχυαν στην Πορτογαλία μεταξύ Δεκεμβρίου 2008 και Απριλίου 2010 για τις νέες χορηγήσεις δανείων από τα εθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

107    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στο σημείο 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων αντιστοιχούν σε «κύριο» και «επικουρικό κριτήριο». Επομένως, η Επιτροπή δεν έπρεπε να υπολογίσει το ποσό της προβαλλομένης ενισχύσεως βάσει της «διαφοράς μεταξύ ενός θεωρητικού επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου με το οποίο χορηγήθηκε τελικώς το δάνειο χάρη στην εγγύηση [του Δημοσίου], [αφού αφαιρέθηκαν οι προμήθειες που είχαν ενδεχομένως καταβληθεί]», διότι στην αγορά υπήρχαν παρεμφερή στοιχεία τα οποία δεν εξετάσθηκαν.

108    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το σημείο 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων προβλέπει ότι, «[γ]ια μια μεμονωμένη εγγύηση θα πρέπει να υπολογίζεται το ισοδύναμο επιχορήγησης μιας εγγύησης ως η διαφορά μεταξύ της αγοραίας τιμής της εγγύησης και της τιμής που καταβάλλεται στην πραγματικότητα». Στο σημείο αυτό διευκρινίζονται επίσης τα εξής:

«Όταν η αγορά δεν παρέχει εγγυήσεις για τη συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγής, δεν είναι διαθέσιμη αγοραία τιμή για την εγγύηση. Στην περίπτωση αυτή, το στοιχείο ενίσχυσης πρέπει να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους, δηλαδή ως η διαφορά μεταξύ του συγκεκριμένου επιτοκίου της αγοράς που θα έπρεπε να καταβάλει η εταιρεία αυτή χωρίς την εγγύηση και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού ληφθούν υπόψη οι καταβληθείσες προμήθειες. Εάν δεν υπάρχει επιτόκιο της αγοράς και το κράτος μέλος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ως προσεγγιστική τιμή το επιτόκιο αναφοράς, η Επιτροπή τονίζει ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς [...] για τον υπολογισμό της έντασης της ενίσχυσης μιας μεμονωμένης ενίσχυσης. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να καταβάλλεται η δέουσα προσοχή στην προσαύξηση που πρέπει να προστεθεί στο βασικό επιτόκιο έτσι ώστε να ληφθούν υπόψη τα σχετικά χαρακτηριστικά κινδύνου που συνδέονται με την καλυπτόμενη πράξη, την επιχείρηση στην οποία παρέχεται η εγγύηση και τις [ασφάλειες που έχουν συσταθεί]».

109    Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση κατά την οποία αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται αγοραία τιμή, υποχρεούται να υπολογίσει το στοιχείο ενισχύσεως «με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους», χωρίς να δύναται, λόγω του αυτοπεριορισμού κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως (βλ. την προμνημονευθείσα στη σκέψη 91 νομολογία) να απεκδυθεί της υποχρεώσεως αυτής ή της μεθόδου υπολογισμού.

110    Από το γράμμα των αιτιολογικών σκέψεων 81 και 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, όμως, ότι, ανεξαρτήτως της ορθής παραπομπής στην ανακοίνωση περί εγγυήσεων, όπως αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όπως είναι εφαρμοστέα εν προκειμένω, η Επιτροπή μνημόνευσε εκ παραδρομής τις διατάξεις της προηγούμενης ανακοινώσεώς της «για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 [...] ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων» (ΕΕ 2000, C 71, σ. 14) και, ειδικότερα, το σημείο της 3.2, πρώτη περίπτωση, κατά το οποίο «για εγγυήσεις δανείων, το ισοδύναμο επιχορήγησης για δεδομένο έτος μπορεί […] να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου με ευνοϊκούς όρους, όπου η επιδότηση επιτοκίου αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που λήφθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, αφού αφαιρεθούν [οι καταβληθείσες προμήθειες]». Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός προσήκουσας αγοραίας τιμής όσον αφορά την προμήθεια ασφάλειας της εγγυήσεως του Δημοσίου, οπότε έπρεπε να καθορισθεί εύλογη αξία αναφοράς. Πλην όμως, χωρίς να παραπέμψει στην, προμνημονευθείσα στη σκέψη 108, απόλυτη και μη υποκείμενη σε όρους υποχρέωσή της, η Επιτροπή διευκρίνισε τα εξής:

«Όπως [επισημάνθηκε] στην πρώτη περίπτωση του σημείου 3.2 της ανακοίνωσης [...] για τις εγγυήσεις, “το ισοδύναμο επιχορήγησης” ενός εγγυημένου δανείου σε ένα δεδομένο έτος μπορεί να υπολογιστεί με τον ίδιο τρόπο όπως το ισοδύναμο επιχορήγησης ενός δανείου υπό ευνοϊκούς όρους. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της ενίσχυσης μπορεί να υπολογιστεί με βάση τη διαφορά μεταξύ ενός θεωρητικού επιτοκίου της αγοράς και του επιτοκίου που επιτεύχθηκε χάρη στην κρατική εγγύηση, [αφού αφαιρεθούν οι προμήθειες που έχουν ενδεχομένως καταβληθεί].»

111    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή επέλεξε τη μέθοδο υπολογισμού του ύψους του σχετικού με την επίμαχη εγγύηση οικονομικού πλεονεκτήματος την οποία θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να επιλέξει κατά το σημείο 4.2 την ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, δηλαδή αυτήν του υπολογισμού του ισοδυνάμου επιχορηγήσεως δανείου με προνομιακό επιτόκιο. Υπό τις συνθήκες αυτές, όμως, απλώς και μόνον το ότι μνημόνευσε πεπλανημένα τις διατάξεις της προηγούμενης ανακοινώσεως και έκανε χρήση του όρου «μπορεί» αντί του όρου «πρέπει» δεν δύναται να καταστήσει πλημμελή την προσέγγιση που υιοθετήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση.

112    Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, καθόσον με αυτήν προβάλλεται παράβαση του σημείου 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, η δε ενδεχόμενη ύπαρξη παρεμφερών στοιχείων εντός της αγοράς για τον καθορισμό της αγοραίας τιμής της εγγυήσεως του Δημοσίου πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της δεύτερης και της τρίτης αιτιάσεως.

113    Με τη δεύτερη και την τρίτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη την προμήθεια ασφάλειας που προέβλεπε το ειδικό καθεστώς εγγυήσεως υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Πορτογαλία, όπως εγκρίθηκε με την απόφαση C(2008) 6527, ούτε των «σπρεντ» που ίσχυαν στην Πορτογαλία από τον Δεκέμβριο του 2008 έως τον Απρίλιο του 2010 στο πλαίσιο των νέων χορηγήσεων δανείων εκ μέρους των εθνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία ήταν σημαντικά χαμηλότερα από το επιτόκιο που διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της υψηλής αξίας των ασφαλειών που παρασχέθηκαν.

114    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως διατείνεται η Επιτροπή, αυτό το ειδικό καθεστώς αφορούσε μόνον τα πορτογαλικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που πληρούσαν τα κριτήρια φερεγγυότητας του επίμαχου νόμου, στοιχείο το οποίο ελήφθη υπόψη στη σκέψη 39 της προμνημονευθείσας αποφάσεως. Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι προβληματικό ίδρυμα που κινδυνεύει να πτωχεύσει, όπως η BPP κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως του Δημοσίου, δεν μπορούσε να απολαύει του εν λόγω ειδικού καθεστώτος και, ως εκ τούτου, να τύχει των επιτοκίων που προβλέπονταν σε αυτό. Βασίμως, επίσης, επισήμανε η Επιτροπή ότι, εν πάση περιπτώσει, οι συντελεστές της προμήθειας ασφαλείας που προέβλεπε το εν λόγω ειδικό καθεστώς δεν αντιστοιχούσαν, εξ ορισμού, στις συνθήκες της αγοράς.

115    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, η οποία αντλείται από το ότι η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη τα «σπρεντ» που ίσχυαν στην Πορτογαλία από τον Δεκέμβριο του 2008 έως τον Απρίλιο του 2010, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, λαμβανομένης υπόψη της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της BPP κατά τον χρόνο χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως, η Επιτροπή εδύνατο να κρίνει ότι ήταν ελάχιστα πιθανό να μπορέσει η BPP να λάβει τραπεζικό δάνειο από την αγορά χωρίς την παρέμβαση του πορτογαλικού Δημοσίου και ότι ήταν αδύνατο να καθορισθεί προσήκουσα αγοραία τιμή για την προμήθεια ασφαλείας της εγγυήσεως του Δημοσίου (αιτιολογικές σκέψεις 81 και 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, οι περιστάσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η εν λόγω εγγύηση και ειδικότερα, πρώτον, οι χρηματοοικονομικές δυσχέρειες της BPP που επέβαλαν την εκ μέρους της Τράπεζας της Πορτογαλίας προσωρινή απαλλαγή από την υποχρέωση εξοφλήσεων οφειλών, δεύτερον το ιδιαιτέρως υψηλό ποσό των αναγκαίων κεφαλαίων για να εξακολουθήσει η BPP να δραστηριοποιείται στην αγορά, που ανερχόταν συγκεκριμένα σε 450 εκατομμύρια ευρώ, και, τρίτον, η κρίση της εθνικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς χρηματοπιστωτικής αγοράς ήταν τέτοια που η Επιτροπή μπορούσε να αποφανθεί, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη, ότι, παρά τον όγκο των παρεχόμενων ασφαλειών, η BPP δεν θα ήταν σε θέση να λάβει από την αγορά παρόμοια εγγύηση χρηματοοικονομικής στηρίξεως τέτοιου ύψους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή στηρίχθηκε βασίμως, σύμφωνα με το σημείο 4.2 της ανακοινώσεως περί εγγυήσεων, στη μέθοδο υπολογισμού του ισοδυνάμου επιχορηγήσεως δανείου με προνομιακό επιτόκιο.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος «χρηστής διοικήσεως»

[παραλειπόμενα]

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

122    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η εντολή ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως, τουλάχιστον όσον αφορά την ανάκτηση που διατάχθηκε για το χρονικό διάστημα από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιουνίου 2009, για το οποίο ίσχυε η έγκριση που δόθηκε με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009. Κατά την προσφεύγουσα, η BPP μπορούσε δικαιολογημένα να έχει την πεποίθηση, αφενός, ότι η διαδικασία «συνεχιζόταν όπως προβλέπεται εκ του νόμου» και ότι, αφετέρου και επικουρικώς, η εγγύηση του Δημοσίου ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά το χρονικό διάστημα αυτό.

[παραλειπόμενα]

124    Καταρχάς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η συλλογιστική της προσφεύγουσας στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε επιχειρήματα που τείνουν να καταδείξουν τη ματαίωση των προβαλλομένων ως δικαιολογημένων προσδοκιών της και όχι παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, όπως έχει ερμηνευθεί κατά τη νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑17/01, Sudholz, Συλλογή 2004, σ. I‑4243, σκέψη 34, και της 7ης Ιουνίου 2005, C‑17/03, VEMW κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑4983, σκέψη 80). Ως εκ τούτου, η ανάλυση πρέπει να περιορισθεί στην προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

125    Η αρχή αυτή προστατεύει κάθε ιδιώτη στον οποίο θεσμικό όργανο, φορέας ή οργανισμός της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Τέτοιες διαβεβαιώσεις αποτελούν, ανεξαρτήτως της μορφής με την οποία κοινοποιήθηκαν, οι ακριβείς, άνευ επιφυλάξεων και συγκλίνουσες πληροφορίες (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2010, C‑537/08 P, Kahla Thüringen Porzellan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑12917, σκέψη 63, και της 13ης Ιουνίου 2013, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 132). Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο διενεργεί η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις δικαιούχοι ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο της ενισχύσεως μόνον εφόσον η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και υπό τον όρο ότι ένας επιμελής οικονομικός φορέας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγείται χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, γεγονός που την καθιστά παράνομη κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει, κατά το χρονικό σημείο αυτό, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, C‑81/10 P, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Με γνώμονα αυτές τις αρχές της νομολογίας πρέπει να εξετασθεί το βάσιμο των διαφόρων αιτιάσεων και επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

127    Πρώτον, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η Επιτροπή της παρέσχε, σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις δυνάμενες να της δημιουργήσουν βάσιμες προσδοκίες. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 119 ανωτέρω, η απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 περιείχε μόνον προσωρινή και επείγουσα κρίση επί του συμβατού της επίμαχης ενισχύσεως, συνοδευόμενη από τον όρο οι πορτογαλικές αρχές να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους να υποβάλουν, εντός προθεσμίας έξι μηνών, δηλαδή έως τις 5 Ιουνίου 2009, σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP και να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή κάθε ενδεχόμενη παράταση της ισχύος της εγγυήσεως του Δημοσίου πέραν του εξάμηνου αρχικού χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, όπως προκύπτει από συνδυαστική ερμηνεία των αιτιολογικών σκέψεων 39, 41 και 44 της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009, σχετικά με την οποία η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η BPP είχε λάβει γνώση της κατά τη διοικητική διαδικασία, καθώς και των σκέψεων 8 έως 10 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω), η BPP δεν μπορούσε να έχει τη θεμιτή προσδοκία ότι, κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, η επίμαχη ενίσχυση θα κρινόταν τελικά συμβατή με την εσωτερική αγορά.

128    Δεύτερον, όσον αφορά το χρονικό διάστημα που παρήλθε από την έκδοση της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009 έως εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα δυνάμενο να καταδείξει ότι το εν λόγο χρονικό διάστημα δεν ήταν εύλογο ή μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένες προσδοκίες στην BPP. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η Επιτροπή υπενθύμισε στις πορτογαλικές αρχές, στις 15 Ιουλίου και 6 Οκτωβρίου 2009, δηλαδή λίγο μετά την καταληκτική ημερομηνία της 5ης Ιουνίου 2009, την ανάγκη υποβολής σχεδίου αναδιαρθρώσεως της BPP (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω). Εξάλλου, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μόνο έναν μήνα αργότερα, συγκεκριμένα δε στις 10 Νοεμβρίου 2009, απόφαση η οποία, βεβαίως, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα μόλις στις 6 Μαρτίου 2010, με την οποία εξέθετε τους λόγους στους οποίους στήριζε τις επιφυλάξεις της ως προς το συμβατό της εγγυήσεως του Δημοσίου με την εσωτερική αγορά (σκέψεις 8 έως 10 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας). Επιπροσθέτως, στη σκέψη 9 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε σαφώς ότι, ελλείψει σχεδίου αναδιαρθρώσεως, «δεν μπορούσε να εκτιμήσει αν η χορηγηθείσα στις 5 Δεκεμβρίου 2008 εγγύηση του Δημοσίου και η από 5 Ιουνίου 2009 παράταση της ισχύος της [ήταν] συμβατές με την [εσωτερική] αγορά από απόψεως τόσο της χρονικής διάρκειας όσο και της προμήθειας ασφάλειας της εγγυήσεως». Τέλος, η απόφαση αυτή συνδυάστηκε με εντολή προς τις πορτογαλικές αρχές να υποβάλουν σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP έως τις 22 Δεκεμβρίου 2009 (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω), ως προς την οποία η προσφεύγουσα δεν διατείνεται καν ότι η BPP δεν είχε λάβει γνώση της κατά το χρονικό σημείο εκείνο.

129    Ως εκ τούτου, με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έθεσε εν αμφιβόλω το συμβατό της εγγυήσεως του Δημοσίου με την εσωτερική αγορά όσον αφορά ολόκληρο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, περιλαμβανομένης της περιόδου από τις 5 Δεκεμβρίου 2008 έως τις 5 Ιουνίου 2009, βάσει του σκεπτικού που εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 127. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την παρέλευση του χρονικού διάστηματος δεκαπέντε μηνών μεταξύ της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009 και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως στοιχείο στο οποίο μπορούν να βασισθούν δικαιολογημένες προσδοκίες ότι η Επιτροπή θα κρίνει, πάντως, την επίμαχη ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά. Συναφώς, απλώς και μόνον το γεγονός ότι στην απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009 δεν μνημονεύθηκε ρητώς η δυνατότητα μεταγενέστερης κηρύξεως της ενισχύσεως ως μη συμβατής, η οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται την ανάκτηση ex tunc του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος, δεν αρκεί για να στηριχθούν σε αυτήν τέτοιες δικαιολογημένες προσδοκίες, δεδομένου ότι με τη μεταγενέστερη προσέγγιση της Επιτροπής τηρήθηκαν οι εφαρμοστέοι κανόνες που υπομνήσθηκαν στις ανωτέρω σκέψεις 85, 101 και 102, με τη δε απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας επισημάνθηκε άνευ αμφισημίας ότι, ελλείψει σχεδίου αναδιαρθρώσεως της BPP, η προσωρινή έγκριση της επίμαχης ενισχύσεως, όπως είχε χορηγηθεί με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2009, δεν ήταν δυνατό να επικυρωθεί ή να παραταθεί με την απόφαση που θα εκδιδόταν κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας.

130    Τρίτον, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, εν πάση περιπτώσει, ως αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η μη υποβολή σχεδίου αναδιαρθρώσεως της BPP πρέπει να καταλογισθεί εξ ολοκλήρου στις πορτογαλικές αρχές. Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο και ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους δεν κοινοποιήθηκε σχέδιο αναδιαρθρώσεως στην Επιτροπή, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράλειψη αυτή ούτε ότι δημιούργησε οποιαδήποτε δικαιολογημένη προσδοκία στην BPP εντός του πλαισίου αυτού. Αντιθέτως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 128 ανωτέρω, μετά την καταληκτική ημερομηνία της 5ης Ιουνίου 2009, η Επιτροπή έλαβε όλα τα κατάλληλα μέτρα για να παρακινήσει τις πορτογαλικές αρχές να της υποβάλουν σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPP το συντομότερο δυνατόν.

131    Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή, με την προγενέστερη πρακτική της ως προς τη λήψη αποφάσεως στην περίπτωση άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που επλήγησαν από την χρηματοοικονομική κρίση, δημιούργησε στην BPP τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι η επίμαχη ενίσχυση θα κριθεί τελικά συμβατή με την εσωτερική αγορά, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ούτε απέδειξε ότι, στις άλλες αυτές υποθέσεις, η Επιτροπή αντιμετώπισε κατάσταση παρεμφερή με αυτήν της προκειμένης υποθέσεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν αντέκρουσε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, στις άλλες αυτές υποθέσεις, τα κράτη μέλη υπέβαλαν σχέδια αναδιαρθρώσεως ή εκκαθαρίσεως των οικείων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εν πάση περιπτώσει, καθόσον η προσφεύγουσα προβάλλει, στο πλαίσιο αυτό, σε βάρος της παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το ζήτημα αυτό θα εξετασθεί στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος «δίκαιης μεταχειρίσεως» (βλ. σκέψεις 136 έως 143 κατωτέρω).

132    Πέμπτον, είναι αλυσιτελές και, εν πάση περιπτώσει, στερείται νομικού ερείσματος το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η εντολή ανακτήσεως αποτελεί «κύρωση» σε βάρος της BPP και θίγει σοβαρά τα συμφέροντα των επενδυτών και των πιστωτών της. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η εντολή ανακτήσεως παράνομης ενισχύσεως δεν συνιστά κύρωση εν στενή εννοία, αλλά σκοπεί αποκλειστικά να αποκαταστήσει την προτέρα της χορηγήσεως της ενισχύσεως κατάσταση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψεις 178 έως 182· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑230/01 έως T‑232/01 και T‑267/01 έως T‑269/01, Diputación Foral de Álava κ.λπ., η οποία δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 377). Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί εάν και κατά πόσον ο χαρακτηρισμός εντολής ανακτήσεως ως «κυρώσεως» δύναται να επηρεάσει το περιεχόμενο της προστασίας της οποίας θα μπορούσε να απολαύει η BPP βάσει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, δεν πληρούνται τα σχετικά κριτήρια εφαρμογής της αρχής αυτής.

133    Έκτον, λαμβανομένων υπόψη των όσων προεκτέθηκαν στις σκέψεις 89 και 99, κακώς διατείνεται η προσφεύγουσα ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση διατάσσεται η ανάκτηση αποκλειστικά για λόγους διαδικασίας. Επιπλέον, οι δικαιούχοι ενισχύσεως δεν μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το νομότυπο ενισχύσεως σε περίπτωση κατά την οποία αυτή χορηγήθηκε, όπως συνέβη με την κατ’ επανάληψη παράταση της ισχύος της εγγυήσεως του Δημοσίου εν προκειμένω, κατά παράβαση της υποχρεώσεως προηγούμενης κοινοποιήσεως στην Επιτροπή και της απαγορεύσεως εκτελέσεως της εν λόγω ενισχύσεως βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, είναι παράνομη (βλ., σχετικώς, προμνημονευθείσα στη σκέψη 125 απόφαση France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

134    Τέλος, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να ανακτούν τις παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις δεν περιορίζεται ή τίθεται εν αμφιβόλω επειδή ο δικαιούχος της εγγυήσεως είναι αφερέγγυος (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑42/93, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4175, σκέψη 33).

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει αβάσιμος και ως εν μέρει αλυσιτελής.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος «δίκαιης μεταχειρίσεως»

136    Προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται πλείονες αποφάσεις περί ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσεως. Εξ αυτών συνάγει, κατ’ ουσίαν, ότι η BPP έτυχε άνισης ή άδικης μεταχειρίσεως. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, ειδικά στην απόφασή της 2012/660/ΕΕ, της 27ης Μαρτίου 2012, σχετικά με τα μέτρα SA.26909 (2011/C) που έλαβε η Πορτογαλία στο πλαίσιο της αναδιαρθρώσεως της Banco Português de Negócios (BPN) (ΕΕ L 301, σ. 1), επέδειξε μεγαλύτερη «ανοχή» προς τις πορτογαλικές αρχές απ’ ό,τι στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι, πρώτον, τα δύο επίμαχα μέτρα είχαν κοινοποιηθεί σχεδόν ταυτόχρονα, δεύτερον, και στην περίπτωση της BPN οι πορτογαλικές αρχές είχαν καθυστερήσει να υποβάλουν σχέδιο αναδιαρθρώσεως και, τρίτον, τα μέτρα προς στήριξη της BPN, περιλαμβανομένης εγγυήσεως του Δημοσίου, ήταν «ασυγκρίτως σημαντικότερα από χρηματοοικονομικής απόψεως».

[παραλειπόμενα]

138    Λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που εκτέθηκαν συνοπτικά στη σκέψη 136 ανωτέρω, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

139    Η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις ούτε κατά όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός και αν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικώς. Ο παρεμφερής χαρακτήρας διαφορετικών καταστάσεων εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν. Τα στοιχεία αυτά πρέπει, ιδίως, να καθορίζονται και να εκτιμώνται με γνώμονα το αντικείμενο και τον σκοπό της πράξεως της Ένωσης με την οποία καθιερώνεται η επίμαχη διάκριση. Πρέπει, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί που διέπουν τον τομέα στον οποίο εμπίπτει η οικεία πράξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C‑127/07, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., Συλλογή 2008, σ. I‑9895, σκέψεις 23, 25 και 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 12ης Μαΐου 2011, C‑176/09, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. I‑3727, σκέψεις 31 και 32).

140    Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς ότι οι καταστάσεις των υποθέσεων επί των οποίων η Επιτροπή εξέδωσε τις άλλες αποφάσεις στο πλαίσιο της χρηματοοικονομικής κρίσεως ήταν, τουλάχιστον, παρεμφερείς εκείνης της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

141    Όσον αφορά ειδικότερα τον παρεμφερή χαρακτήρα της καταστάσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που αφορά την BPN σε σχέση με εκείνη που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα πραγματικά περιστατικά που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η BPN και η BPP βρίσκονταν σε παρεμφερή κατάσταση ως προς την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διότι μόνον η κατά το μάλλον ή ήττον ταυτόχρονη κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων από τις πορτογαλικές αρχές μέτρων ενισχύσεως των δύο αυτών τραπεζών δεν έχει συναφώς καθοριστική σημασία. Επομένως, αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 14 της αποφάσεως που αφορά την BPN προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την προκειμένη περίπτωση, οι πορτογαλικές αρχές είχαν πράγματι υποβάλει στην Επιτροπή σχέδιο αναδιαρθρώσεως της BPN, βεβαίως με καθυστέρηση και παρέχοντας μεταγενέστερα, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, συμπληρωματικά στοιχεία. Αφετέρου, στην περίπτωση της BPN, η Επιτροπή κίνησε, με την από 24 Οκτωβρίου 2011 απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας (ΕΕ C 371, σ. 14 και 15), την επίσημη διαδικασία ελέγχου βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όχι επειδή ουδόλως είχε υποβληθεί σχέδιο αναδιαρθρώσεως, αλλά επειδή το αρχικώς υποβληθέν σχέδιο αναδιαρθρώσεως είχε καταστεί παρωχημένο λόγω της πωλήσεως της BPN, ενώ η υποβολή αναθεωρημένου σχεδίου έπρεπε να εκτιμηθεί μεταγενέστερα από την Επιτροπή. Λαμβανομένης υπόψη, όμως, της καθοριστικής σημασίας που έχει η εκ μέρους των πορτογαλικών αρχών μη υποβολή σχεδίου αναδιαρθρώσεως της BPP για να κριθεί η επίμαχη ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά (βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως), οι ουσιώδεις αυτές διαφορές μεταξύ των καταστάσεων της BPN και της BPP, αντιστοίχως, δικαιολογούν αφεαυτών ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν είναι παρεμφερείς και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να έχει εν προκειμένω εφαρμογή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως την επικαλείται η προσφεύγουσα.

142    Όσον αφορά τις λοιπές αποφάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα, αρκεί η διαπίστωση ότι παρέλειψε να παράσχει διευκρινίσεις βάσει των οποίων θα καταστεί δυνατή η κρίση περί του ενδεχομένως παρεμφερούς χαρακτήρα των επίμαχων καταστάσεων, οπότε η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή για τους λόγους που προεκτέθηκαν στη σκέψη 131.

143    Ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

[παραλειπόμενα]

162    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί το αίτημα της προσφεύγουσας να υποχρεωθεί η Επιτροπή, στο πλαίσιο μέτρου για την οργάνωση της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει προκειμένου να περιληφθεί στη δικογραφία πλήρη έκδοση του εγγράφου που είχε επισυναφθεί στο υπόμνημα αντικρούσεως ως έγγραφο B.2, περιλαμβανομένων ορισμένων συνημμένων σε αυτό εγγράφων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

163    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

164    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε ως προς το σύνολο των προβληθέντων λόγων, πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το αίτημα της δεύτερης.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Banco Privado Português, SA και Massa Insolvente do Banco Privado Português, SA φέρουν τα έξοδά τους, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2014.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Συνοπτική έκθεση των λόγων ακυρώσεως

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί του αν υφίσταται οικονομικό πλεονέκτημα υπέρ της BPP

Επί των κριτηρίων της οικονομικής δραστηριότητας, των επιπτώσεων στο εμπόριο και της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ

Υπόμνηση των επιχειρημάτων των διαδίκων

Υπόμνηση του περιεχομένου της αποφάσεως της 13ης Μαρτίου 2009

Υπόμνηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως

Εκτίμηση

Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος «χρηστής διοικήσεως»

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος «δίκαιης μεταχειρίσεως»

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.


1 —      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.