Language of document : ECLI:EU:T:2021:568

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΚ) 443/2009 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΚ) 725/2011 – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/158 – Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/583 – Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα – Μέθοδος δοκιμών – Επιβατικά αυτοκίνητα»

Στην υπόθεση T‑359/19,

Daimler AG, με έδρα τη Στουτγάρδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους N. Wimmer, C. Arhold και G. Ollinger, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις K. Talabér-Ritz και A. Becker,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2019/583 της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 2019, για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση του προσωρινού υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των στόχων για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2017 και ορισμένων κατασκευαστών που ανήκουν στην σύμπραξη της Volkswagen για τα ημερολογιακά έτη 2014, 2015 και 2016 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2019, L 100, σ. 66), καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη, σχετικά με την προσφεύγουσα, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 και την εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που αποδίδεται στις οικολογικές καινοτομίες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, V. Tomljenović, F. Schalin (εισηγητή), P. Škvařilová-Pelzl και I. Nõmm, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Φεβρουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Στο πλαίσιο του στόχου που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από ελαφρά οχήματα, διασφαλιζομένης συγχρόνως της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσαν τον κανονισμό (ΕΚ) 443/2009, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τα πρότυπα επιδόσεων για τις εκπομπές από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, στο πλαίσιο της ολοκληρωμένης προσέγγισης της Κοινότητας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από ελαφρά οχήματα (ΕΕ 2009, L 140, σ. 1).

2        Προς επίτευξη του στόχου αυτού, το άρθρο 4 του κανονισμού 443/2009 προβλέπει ότι, για το ημερολογιακό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2012 και κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, κάθε κατασκευαστής επιβατικών αυτοκινήτων εξασφαλίζει ότι οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 δεν υπερβαίνουν τον στόχο του ειδικών εκπομπών που καθορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I του κανονισμού ή, σε περίπτωση που στον κατασκευαστή έχει παραχωρηθεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 11 του ίδιου κανονισμού, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παρέκκλιση.

3        Ο στόχος των ειδικών ορίων εκπομπής κάθε κατασκευαστή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 443/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, προκειμένου να καθοριστούν οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κάθε κατασκευαστή, τα κράτη μέλη συλλέγουν τα δεδομένα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8 του κανονισμού 443/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ του εν λόγω κανονισμού, ιδίως τις εκπομπές CO2 για κάθε νέο επιβατικό αυτοκίνητο που ταξινομήθηκε στην επικράτειά τους κατά το προηγούμενο έτος, όπως αυτά καθορίζονται στο πλαίσιο της έγκρισης τύπου οχημάτων και καταγράφονται στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης που προβλέπεται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007, για τη θέσπιση πλαισίου για την έγκριση των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους, και των συστημάτων, κατασκευαστικών στοιχείων και χωριστών τεχνικών μονάδων που προορίζονται για τα οχήματα αυτά (οδηγία‑πλαίσιο) (ΕΕ 2007, L 263, σ. 1).

4        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταχωρεί τα δεδομένα αυτά σε δημοσίως προσβάσιμο μητρώο. Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού 443/2009, υπολογίζει επίσης προσωρινά, το αργότερο στις 30 Ιουνίου κάθε έτους, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2, τον στόχο ειδικών εκπομπών και τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, για κάθε κατασκευαστή, και κοινοποιεί τα δεδομένα αυτά στους εν λόγω κατασκευαστές.

5        Μετά την παρέλευση προθεσμίας τριών μηνών από την κοινοποίηση αυτή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι κατασκευαστές μπορούν να γνωστοποιούν στην Επιτροπή τυχόν σφάλματα, η Επιτροπή είτε επιβεβαιώνει είτε τροποποιεί τα δεδομένα που έχουν υπολογιστεί προσωρινά το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 443/2009. Η Επιτροπή δημοσιεύει τα τελικά δεδομένα υπό τη μορφή του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού καταλόγου στον οποίο εμφαίνονται, για κάθε κατασκευαστή, ο στόχος που έχει καθοριστεί για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος καθώς και η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών.

6        Αν οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 ενός κατασκευαστή υπερβαίνουν τον στόχο του που έχει καθοριστεί για το ίδιο ημερολογιακό έτος, η Επιτροπή επιβάλλει το προβλεπόμενο στο άρθρο 9 του κανονισμού 443/2009 τίμημα υπέρβασης εκπομπών. Κατά την επιβολή του τιμήματος αυτού, η Επιτροπή στηρίζεται στα δεδομένα που έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

7        Ο κανονισμός 443/2009 σκοπεί όχι μόνο στην προστασία του περιβάλλοντος και στη μείωση των εκπομπών CO2 από τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα, αλλά και στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και σκοπεί, ειδικότερα, στην παροχή κινήτρων για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες. Ως εκ τούτου, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αυτοκινητοβιομηχανίας, ο κανονισμός «προωθεί ενεργά την οικολογική καινοτομία και συνεκτιμά τις μελλοντικές τεχνολογικές εξελίξεις» (βλ. αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 443/2009).

8        Κατά συνέπεια, το άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009, σχετικά με την οικολογική καινοτομία, προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι εξοικονομήσεις CO2 που επιτυγχάνονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών. Προς τούτο, κατά τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 του κατασκευαστή, οι εξοικονομήσεις αυτές αφαιρούνται από τις ειδικές εκπομπές CO2 των οχημάτων στα οποία χρησιμοποιούνται οι τεχνολογίες αυτές.

9        Στις 25 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 725/2011, σχετικά με την καθιέρωση διαδικασίας για την έγκριση και πιστοποίηση καινοτομικών τεχνολογιών για τον περιορισμό των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2011, L 194, σ. 19).

10      Προκειμένου να επιτύχει τη μείωση των εκπομπών CO2 βάσει καινοτόμου τεχνολογίας κατά τον καθορισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 των κατασκευαστών, ένας κατασκευαστής μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή την έγκριση μιας καινοτόμου τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας. Προς τούτο, πρέπει να υποβάλει αίτηση για την έγκριση καινοτόμου τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Η αίτηση αυτή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, να περιλαμβάνει τη μεθοδολογία δοκιμών που θα χρησιμοποιηθεί για τεκμηρίωση της μείωσης των εκπομπών CO2 χάρη στην καινοτόμο τεχνολογία ή, εφόσον η μεθοδολογία αυτή έχει ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή, αναφορά στην εγκεκριμένη μεθοδολογία. Η εν λόγω μέθοδος δοκιμών πρέπει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, να παρέχει αποτελέσματα επαληθεύσιμα, επαναλήψιμα και συγκρίσιμα και να είναι ικανή να τεκμηριώνει με ρεαλιστικό τρόπο και με ισχυρή στατιστική σημαντικότητα τα οφέλη όσον αφορά τις εκπομπές CO2 που προκύπτουν από την καινοτόμο τεχνολογία, και, κατά περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη την αλληλεπίδραση με άλλες οικολογικές καινοτομίες. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η Επιτροπή δημοσιεύει κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την προετοιμασία των μεθόδων δοκιμών για τις διάφορες δυνητικά καινοτόμες τεχνολογίες, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.

11      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δημοσίευσε έγγραφο με τίτλο «Tεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες για τη σύνταξη των αιτήσεων για την έγκριση καινοτόμων τεχνολογιών σύμφωνα με τον κανονισμό 443/2009» (στο εξής: τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες). Το σημείο 4, με τίτλο «Μέθοδοι δοκιμών», των εν λόγω τεχνικών κατευθυντήριων οδηγιών προβλέπει ότι η αίτηση για την έγκριση οικολογικής καινοτομίας πρέπει να περιλαμβάνει τη μέθοδο δοκιμών που παρέχει ακριβή και επαληθεύσιμα αποτελέσματα. Από το σημείο αυτό προκύπτει, επομένως, ότι ο αιτών μπορεί να επιλέξει μεταξύ δύο διαφορετικών προσεγγίσεων, ήτοι μεταξύ της πλήρους προσεγγίσεως και της απλοποιημένης προσεγγίσεως. Σύμφωνα με τη μέθοδο της πλήρους προσεγγίσεως, ο αιτών πρέπει να αναπτύξει ο ίδιος τη μέθοδο δοκιμών και, εφόσον είναι αναγκαίο, να στηρίξει την εν λόγω μέθοδο σε δεδομένα και υλικά στοιχεία. Τα σχετικά έγγραφα πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνοδεύουν την αίτηση για την έγκριση και να αξιολογούνται από ανεξάρτητο και πιστοποιημένο φορέα για τη σύνταξη της έκθεσης επαλήθευσης. Η απλοποιημένη προσέγγιση συνεπάγεται ότι ο αιτών μπορεί να χρησιμοποιήσει προκαθορισμένες λειτουργίες και τα βασικά δεδομένα που περιέχονται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες.

12      Η Επιτροπή αξιολογεί, ακολούθως, την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 10 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, και, κατά περίπτωση, εκδίδει απόφαση εγκρίσεως της καινοτόμου τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας. Η απόφαση αυτή αναφέρει τα πληροφοριακά στοιχεία που απαιτούνται για την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 σύμφωνα με το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των εξαιρέσεων από το δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

13      Κατασκευαστής οχημάτων που επιθυμεί να επωφεληθεί από τη μείωση των μέσων ειδικών εκπομπών του σε CO2 ώστε να καλύψει τον στόχο των ειδικών εκπομπών του μέσω εξοικονόμησης CO2 προερχόμενης από οικολογική καινοτομία, κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 443/2009, μπορεί στη συνέχεια, παραπέμποντας στην απόφαση της Επιτροπής περί εγκρίσεως συγκεκριμένης οικολογικής καινοτομίας, να ζητήσει από την προβλεπόμενη στην οδηγία 2007/46 εθνική εγκριτική αρχή την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση της οικολογικής αυτής καινοτομίας στα οχήματά του, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Οι εξοικονομήσεις εκπομπών CO2, που πιστοποιούνται για τους τύπους οχημάτων, μνημονεύονται τόσο στον αντίστοιχο φάκελο έγκρισης τύπου που παραδίδεται από την εθνική εγκριτική αρχή όσο και στο πιστοποιητικό συμμόρφωσης των οικείων οχημάτων που εκδίδεται από τον κατασκευαστή.

14      Όσον αφορά την πιστοποίηση εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που πραγματοποιείται από τις εθνικές εγκριτικές αρχές και τη συνεκτίμηση των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 για τον καθορισμό των μέσων ειδικών ορίων εκπομπής CO2 ενός κατασκευαστή, ο εκτελεστικός κανονισμός 725/2011 προβλέπει, στο άρθρο του 12, επανεξέταση των πιστοποιήσεων από την Επιτροπή διενεργούμενη σε ad hoc βάση. Ο τρόπος της ad hoc επαλήθευσης αυτής και οι ενδεχόμενες επακόλουθες συνέπειες καθορίζονται στις παραγράφους 1 έως 3 του εν λόγω άρθρου.

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Στις 2 Δεκεμβρίου 2013 και στις 6 Μαΐου 2014, η Robert Bosch GmbH υπέβαλε δύο αιτήσεις για την έγκριση δύο τύπων εναλλακτών υψηλής αποδόσεως ως οικολογικών καινοτομιών. Η πρώτη αίτηση, η οποία είναι η κρίσιμη στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, αφορούσε τους εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως με διόδους υψηλής αποδόσεως (στο εξής: εναλλάκτες HED). Στο πλαίσιο της αίτησης αυτής, η Robert Bosch ζήτησε την έγκριση πλειόνων μοντέλων εναλλακτών HED, με τις ονομασίες PL 3Q-130 HED, PL 3Q-150 HED, EL 6-140 HED, EL 7-150 HED, EL 7-150 Plus HED, EL 7-175 Plus HED, EL 8-180 HED, EL 8Q-180 HED και EL 8Q-190 HED, ως οικολογικών καινοτομιών. Στο πλαίσιο της υποβολής της αιτήσεώς της, η Robert Bosch ακολούθησε την απλοποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες. Η Robert Bosch παρέθεσε, μεταξύ άλλων, πρωτόκολλο για τις μετρήσεις των δοκιμών σχετικά με κάθε μοντέλο εναλλάκτη. Στα πρωτόκολλα αυτά για τις μετρήσεις, η Robert Bosch παρείχε πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο δοκιμών που εφαρμόστηκε για κάθε εναλλάκτη. Στα εν λόγω πρωτόκολλα για τις μετρήσεις, η Robert Bosch επισήμανε, επίσης, ότι ορισμένοι εναλλάκτες είχαν «προετοιμαστεί» (ήτοι οι EL 7-175 Plus HED και EL 8Q-190 HED), ότι η ποσότητα λιπαντικών ελαίων που περιεχόταν σε συγκεκριμένους εναλλάκτες είχε μειωθεί κατά 25 % (ήτοι στους PL 3Q-130 HED και PL 3Q-150 HED), ότι ορισμένοι εναλλάκτες είχαν βελτιστοποιηθεί (ήτοι ο EL 7-150 HED) ή ότι, ακόμη, σε συγκεκριμένους εναλλάκτες (ήτοι στον EL 8Q-190 HED) είχαν προστεθεί φλάντζες. Η προετοιμασία, η οποία μπορεί να συνίσταται στη μείωση της ποσότητας των λιπαντικών ελαίων που περιεχόταν στους ένσφαιρους τριβείς των εναλλακτών, στην αντικατάσταση του δακτυλίου στεγανοποιήσεως των ένσφαιρων τριβέων με προστατευτική πλάκα ή, ακόμη, στην προσθήκη φλάντζας με σκοπό την όσο το δυνατόν ταχύτερη εξάλειψη των περιττών λιπαντικών ελαίων, σκοπεί στον περιορισμό της διάρκειας του στρωσίματος. Οι διάφορες μέθοδοι προετοιμασίας, στις οποίες περιλαμβάνεται το στρώσιμο, προσδιορίζονται με τον γενικό όρο προπαρασκευή.

16      Συμφώνως προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η αίτηση που υπέβαλε η Robert Bosch περιείχε έκθεση επαλήθευσης που είχε συνταχθεί στις 14 Νοεμβρίου 2013 (στο εξής: έκθεση επαλήθευσης) από ανεξάρτητο και πιστοποιημένο φορέα, ήτοι την TÜV SÜD Industrie Service GmbH (στο εξής: TÜV SÜD). Συμφώνως προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η TÜV SÜD επαλήθευσε τη μέθοδο δοκιμών που χρησιμοποίησε η Robert Bosch. Εν συνεχεία, με την έκθεση επαλήθευσης, η TÜV SÜD επιβεβαίωσε ότι η εν λόγω μέθοδος δοκιμών ήταν κατάλληλη για την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που προκύπτει από την οικολογική καινοτομία. Η επαληθευθείσα μέθοδος δοκιμών ήταν αυτή που περιγράφεται στις υπ’ αριθ. 0 124 90A 0GB απαιτήσεις για τις μετρήσεις της αποδόσεως που εξέδωσε η Verband der Automobilindustrie (Γερμανική Ομοσπονδία της Αυτοκινητοβιομηχανίας, στο εξής: VDA) στις 2 Νοεμβρίου 2010. Το σημείο 6.1.1 των εν λόγω απαιτήσεων για τις μετρήσεις έχει ως εξής:

«6.1.1 Στρώσιμο των ένσφαιρων τριβέων/“προετοιμασμένοι ένσφαιροι τριβείς”

Για να είναι δυνατή η μέτρηση της αποδόσεως ενός εναλλάκτη με αποδεκτό βαθμό ακρίβειας, οι καινούργιοι ένσφαιροι τριβείς πρέπει να στρώνονται εκ των προτέρων.

Συνακόλουθα, προβλέπεται στρώσιμο διάρκειας μίας ώρας με ταχύτητα που αντιστοιχεί σε n=10 000 στροφές/λεπτό και πλήρως φορτισμένο εναλλάκτη που παράγει μέγιστη δυνατή τάση αντίστοιχη σε U=13,5V. Αντί του στρωσίματος αυτού, μπορεί, επίσης, να παρατηρηθεί η καμπύλη τάσεων ενός πλήρως φορτισμένου εναλλάκτη για μεγάλη χρονική διάρκεια (για παράδειγμα, μέτρηση της θερμότητας “RB-warm” κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τεσσάρων ωρών λειτουργίας του εναλλάκτη και σε διαφορετικές ταχύτητες περιστροφής).

Το στρώσιμο που περιγράφηκε προηγουμένως (στρώσιμο διάρκειας 1 ώρας με πλήρως φορτισμένο εναλλάκτη και με ταχύτητα που αντιστοιχεί σε n=10 000 στροφές/λεπτό ή [παρατήρηση της] καμπύλης τάσεων ενός πλήρως φορτισμένου εναλλάκτη για μεγάλη χρονική διάρκεια) είναι η ελάχιστη απαίτηση. Μετά το εν λόγω στρώσιμο, οι διακυμάνσεις που οφείλονται στην τριβή των ένσφαιρων τριβέων είναι σε κάθε περίπτωση τόσο υψηλές, ώστε να μην είναι δυνατόν να μετρηθεί με ακρίβεια το επίπεδο αποδόσεως.

Για να μειωθούν οι διακυμάνσεις που οφείλονται στην τριβή των ένσφαιρων τριβέων και να μπορέσει να μετρηθεί η απόδοση με ακρίβεια, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται “προετοιμασμένοι ένσφαιροι τριβείς” κατά την κατασκευή [των εναλλακτών]. Η χρήση “προετοιμασμένων ένσφαιρων τριβέων” συνιστάται, επίσης, για τη μέτρηση που πραγματοποιείται στο εργοστάσιο (έλεγχος του δείκτη ποιότητας).

Ως “προετοιμασμένοι ένσφαιροι τριβείς” νοούνται οι ένσφαιροι τριβείς που διαθέτουν μία πλευρά Α και μία πλευρά Β, δεν περιλαμβάνουν λάστιχο στεγανοποιήσεως και περιέχουν κατά περίπου 20 % μειωμένη ποσότητα λιπαντικών ελαίων σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα που περιέχεται στους καινούργιους ένσφαιρους τριβείς. Οι προετοιμασμένοι ένσφαιροι τριβείς καθιστούν δυνατή την προσομοίωση προς καλοστρωμένους ένσφαιρους τριβείς.»

17      Επιπλέον, με την έκθεση επαλήθευσης, η TÜV SÜD επαλήθευσε, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Robert Bosch, αν η μείωση εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται από την καινοτόμο τεχνολογία υπερέβαινε την ελάχιστη μείωση του 1 g CO2/km που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011.

18      Στις 30 Ιανουαρίου 2015, η Επιτροπή ενέκρινε τους δύο τύπους εναλλακτών με την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2015/158 για την έγκριση δύο εναλλακτών υψηλής απόδοσης Robert Bosch ως καινοτόμων τεχνολογιών για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα δυνάμει του κανονισμού αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2015, L 26, σ. 31).

19      Η προσφεύγουσα, Daimler AG, είναι γερμανική εταιρία κατασκευάστρια αυτοκινήτων που τοποθετεί σε ορισμένα επιβατικά αυτοκίνητα εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως Robert Bosch.

20      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί από το 2015 και το 2016 τα μοντέλα εναλλακτών HED Bosch EL 7-150 Plus HED και Bosch EL 7-175 Plus HED (στο εξής: επίδικοι εναλλάκτες) σε ορισμένα από τα οχήματά της.

21      Σύμφωνα με το άρθρο 11 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σχετικά με την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 από οικολογικές καινοτομίες, η προσφεύγουσα αιτήθηκε και της χορηγήθηκε από την Kraftfahrt‑Bundesamt (Ομοσπονδιακή Αρχή Μηχανοκίνητων Οχημάτων, Γερμανία, στο εξής: ΚΒΑ) η πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται με τη χρήση των επίδικων οικολογικών καινοτομιών σε ορισμένα οχήματά της.

22      Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έκδοσης της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2018/144, της 19ης Ιανουαρίου 2018, για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση [του προσωρινού υπολογισμού] των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των σκοπών για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2016, σύμφωνα με τον κανονισμό αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2018, L 25, σ. 64), έλαβε υπόψη την εξοικονόμηση των εκπομπών CO2 που επιτεύχθηκε μέσω των εν λόγω εναλλακτών.

23      Κατά τη διάρκεια του έτους 2017, η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σχετικά με την επανεξέταση των πιστοποιήσεων, προέβη σε ad hoc επανεξέταση των πιστοποιήσεων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας που επιτυγχάνονται με τη χρήση των επίδικων εναλλακτών.

24      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πιστοποιημένες από την KBA εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 ήταν πολύ υψηλότερες από τις εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 που μπορούσαν να αποδειχθούν διά της εφαρμογής της μεθόδου δοκιμών που, κατά τη γνώμη της, προβλέπεται από το άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158, σε συνδυασμό με το παράρτημα της εκτελεστικής της αποφάσεως 2013/341/ΕΕ, της 27ης Ιουνίου 2013, περί της έγκρισης του εναλλάκτη υψηλής αποδόσεως «Valeo Efficient Generation Alternator» ως καινοτόμου τεχνολογίας για τη μείωση των εκπομπών CO2 από επιβατικά οχήματα δυνάμει του κανονισμού αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2013, L 179, σ. 98).

25      Με έγγραφο της 7ης Μαρτίου 2018, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα σχετικά με τις διαπιστωθείσες αποκλίσεις και της έταξε προθεσμία 60 ημερών προκειμένου να αποδείξει την ορθότητα των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2.

26      Μεταξύ της 16ης Μαρτίου και της 24ης Ιουλίου 2018, ήτοι κατόπιν της πωλήσεως της δραστηριότητας της Robert Bosch και της συνακόλουθης μεταβολής της εταιρικής επωνυμίας της σε SEG Automotive GmbH, που αποτελεί τη σημερινή επωνυμία της εταιρίας, πραγματοποιήθηκαν ανταλλαγές απόψεων μεταξύ της Επιτροπής, της προσφεύγουσας και του κατασκευαστή των επίδικων εναλλακτών.

27      Με έγγραφο της 22ας Οκτωβρίου 2018, με τίτλο «Κοινοποίηση της ανάκλησης των πιστοποιημένων εξοικονομήσεων εκπομπών CO2 που επιτυγχάνονται μέσω οικολογικών καινοτομιών που αποδόθηκαν στα οχήματα της Daimler AG στα οποία έχουν τοποθετηθεί εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως Bosch HED EL 7-150 και 175 plus», η Επιτροπή γνωστοποίησε, κατ’ ουσίαν, στην προσφεύγουσα ότι, κατόπιν της ανταλλαγής απόψεων με την προσφεύγουσα και τον κατασκευαστή των εναλλακτών, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι διαπιστωθείσες διαφορές στα επίπεδα μειώσεως εκπομπών CO2 οφείλονταν στις διαφορετικές μεθόδους δοκιμών που είχαν χρησιμοποιηθεί. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα ότι οι πιστοποιημένες εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 με αναφορά στην εκτελεστική απόφαση 2015/158 δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 που αφορούσαν την προσφεύγουσα για το έτος 2017. Τέλος, η Επιτροπή κάλεσε την προσφεύγουσα να ελέγξει τον κατάλογο των οικείων οχημάτων και να της γνωστοποιήσει τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

28      Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε τον κατάλογο των οικείων οχημάτων και αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις στις οποίες είχε προβεί η Επιτροπή στο από 22 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό της.

29      Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-751/18, με αίτημα την ακύρωση του από 22 Οκτωβρίου 2018 εγγράφου.

30      Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2019, η Επιτροπή απάντησε στις παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει η προσφεύγουσα με την από 22 Νοεμβρίου 2018 επιστολή της.

31      Στις 3 Απριλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/583, για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση του προσωρινού υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των στόχων για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2017 και ορισμένων κατασκευαστών που ανήκουν στην σύμπραξη της Volkswagen για τα ημερολογιακά έτη 2014, 2015 και 2016 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2019, L 100, σ. 66, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η αιτιολογική σκέψη 13 της εν λόγω εκτελεστικής αποφάσεως αναφέρει ότι η πιστοποιημένη εξοικονόμηση CO2 που αποδίδεται στους επίδικους εναλλάκτες δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των μέσων ειδικών εκπομπών της προσφεύγουσας.

32      Με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2020, Daimler κατά Επιτροπής (T‑751/18, EU:T:2020:5), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του από 22 Οκτωβρίου 2018 εγγράφου ως απαράδεκτη για τον λόγο, ιδίως, ότι το εν λόγω έγγραφο δεν αποτελούσε πράξη δεκτική προσφυγής.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουνίου 2019, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

34      Τα υπομνήματα αντικρούσεως, απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Σεπτεμβρίου, 16 Οκτωβρίου και 28 Νοεμβρίου 2019 αντιστοίχως.

35      Κατόπιν προτάσεως του δεύτερου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την παρούσα υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

36      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε ορισμένες ερωτήσεις.

37      Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπροθέσμως.

38      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, πίνακας 1 και πίνακας 2, καθορίζονται, σχετικά με εκείνη, στη στήλη Δ των πινάκων αυτών, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 και, στη στήλη Θ των εν λόγω πινάκων, η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 από τις οικολογικές καινοτομίες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

40      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158, λόγω της εφαρμογής εσφαλμένου συντελεστή Willans· ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, λόγω ελλείψεως της ειδικής προπαρασκευής κατά την ad hoc εξέταση· ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 λόγω του ότι δεν ελήφθη υπόψη η πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 για το ημερολογιακό έτος 2017· ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

41      Η προσφεύγουσα παραιτήθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπερ σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του λόγου αυτού ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, λόγω ελλείψεως ειδικής προπαρασκευής κατά την ad hoc εξέταση

42      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτελεστική απόφαση 2015/158 προβλέπει ειδική προπαρασκευή.

43      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα συνάγει από τη διατύπωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158 ότι η απόφαση αυτή προβλέπει τη διενέργεια προπαρασκευής. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή γνώριζε ότι η Robert Bosch είχε διεξαγάγει τις δοκιμές στις οποίες στηρίχθηκε η αίτηση για την έγκριση της οικολογικής καινοτομίας της και στων οποίων το πλαίσιο οι εναλλάκτες είχαν υποστεί ειδική προπαρασκευή. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τον φάκελο που είχε προσκομίσει η Robert Bosch στην Επιτροπή προκύπτει ότι οι εναλλάκτες είχαν υποστεί ειδική προπαρασκευή.

44      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι γενικές νομικές επιταγές σχετικά με τη μέθοδο δοκιμών επιβάλλουν τη διεξαγωγή ειδικής προπαρασκευής.

45      Κατά την προσφεύγουσα, σκοπός του κανονισμού 443/2009 είναι η προώθηση της ανάπτυξης και της χρήσης των οικολογικών καινοτομιών υπό πραγματικές συνθήκες. Τούτο απαιτεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, προπαρασκευή των εναλλακτών που αντιστοιχεί σε στρώσιμο με διάρκεια περίπου 250 ωρών. Επομένως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τη μέθοδο δοκιμών που περιλαμβάνει την προπαρασκευή. Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι σε περίπτωση δοκιμής εναλλάκτη που δεν έχει υποστεί προπαρασκευή, όπως της δοκιμής που διενήργησε η Επιτροπή, τα αποτελέσματα αντιπροσωπεύουν μόλις το 1 % περίπου της συνολικής υπό κανονικές συνθήκες διάρκειας δυνατής χρήσης του εναλλάκτη. Κατά την προσφεύγουσα, τα αποτελέσματα των δοκιμών είναι, εξάλλου, γενικώς ασαφή και μεταβλητά κατά την επίμαχη περίοδο.

46      Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η προσέγγιση αυτή συνάδει, επίσης, με τα όσα προβλέπει η διαδικασία δοκιμών η οποία διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 715/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2007, που αφορά την έγκριση τύπου μηχανοκινήτων οχημάτων όσον αφορά εκπομπές από ελαφρά επιβατηγά και εμπορικά οχήματα (Euro 5 και Euro 6) και σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες επισκευής και συντήρησης των οχημάτων (ΕΕ 2007, L 171, σ. 1), ήτοι τον νέο ευρωπαϊκό κύκλο οδήγησης ή την παγκόσμια εναρμονισμένη διαδικασία δοκιμών ελαφρών οχημάτων (worldwide harmonized light vehicles test procedure), ο οποίος αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για τη μέτρηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης των οικολογικών καινοτομιών.

47      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η σύμφωνη με τις οδηγίες του κατασκευαστή ειδική προπαρασκευή των εναλλακτών υψηλής αποδόσεως που εγκρίθηκαν ως οικολογικές καινοτομίες συνιστά αναγκαίο και αναπόσπαστο μέρος της μεθόδου δοκιμών που εφαρμόζεται για τις εν λόγω οικολογικές καινοτομίες, ώστε να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της συμβατότητας των ανωτέρω οικολογικών καινοτομιών με τα κριτήρια περί του επαληθεύσιμου, επαναλήψιμου και συγκρίσιμου χαρακτήρα των αποτελεσμάτων της εν λόγω μεθόδου δοκιμών.

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ούτε η εκτελεστική απόφαση 2013/341 ούτε η εκτελεστική απόφαση 2015/158 προβλέπουν ρητώς ότι η προπαρασκευή αποτελεί μέρος της μεθόδου δοκιμών που περιγράφεται στις εν λόγω αποφάσεις.

49      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκτελεστική απόφαση 2015/158 συνιστά νομοθετική πράξη γενικής ισχύος η οποία πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Κατά την Επιτροπή, ακόμη και αν μπορούσε να γίνει δεκτό ότι τα σχετικά με το ιστορικό της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής έγγραφα αποτελούν σημείο αναφοράς για την ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως, τα οικεία έγγραφα δεν θα μπορούσαν παρά να απαρτίζονται από γενικώς διαθέσιμες πληροφορίες –όπως, για παράδειγμα, συνοπτικές περιγραφές των αιτήσεων για την έγκριση οικολογικής καινοτομίας που δημοσιεύονται στον ιστότοπο της Επιτροπής.

50      Πέραν του ότι δεν είχε σημασία για την ερμηνεία της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158 το αν η Επιτροπή ενδεχομένως γνώριζε ότι η αιτούσα είχε διενεργήσει ειδική προπαρασκευή ή το αν η Επιτροπή είχε την πρόθεση να προκαλέσει τη διενέργεια της εν λόγω προπαρασκευής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε ότι η εφαρμοσθείσα από τη Robert Bosch μέθοδος δοκιμών συνεπαγόταν την προπαρασκευή των επίδικων εναλλακτών. Η Επιτροπή διατείνεται ότι δεν αρκεί η απλή μνεία στις από 2 Νοεμβρίου 2010 απαιτήσεις για τις μετρήσεις στο κείμενο της έκθεσης επαλήθευσης. Εν πάση περιπτώσει, κατά την Επιτροπή, από το σημείο 6.1.1 των εν λόγω απαιτήσεων δεν μπορεί να συναχθεί καμία συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τη φύση και τις ειδικές λεπτομέρειες ή την απαιτούμενη, βάσει των απαιτήσεων για τις μετρήσεις, διάρκεια μιας προπαρασκευής.

51      Επομένως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν οι απαιτήσεις για τις μετρήσεις ή άλλες λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες δοκιμές είχαν επισυναφθεί στην αίτηση για την έγκριση των επίδικων εναλλακτών ως οικολογικής καινοτομίας και ακόμη και αν η Επιτροπή μπορούσε να συναγάγει την πληροφορία ότι η αιτούσα είχε διεξαγάγει ειδική προπαρασκευή για τη μέτρηση της εξοικονόμησης των εκπομπών CO2 που προέκυψε από τη χρήση της καινοτόμου τεχνολογίας στους επίδικους εναλλάκτες υψηλής αποδόσεως, δεν θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι με την εκτελεστική απόφαση 2015/158 η Επιτροπή ενέκρινε (σιωπηρώς) την προπαρασκευή ή ότι το συγκεκριμένο είδος προπαρασκευής αποτελεί μέρος της μεθόδου δοκιμών που περιγράφεται στο παράρτημα της αποφάσεως αυτής.

52      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η αίτηση για την έγκριση της οικείας οικολογικής καινοτομίας στηριζόταν στην απλοποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες. Η απλοποιημένη αυτή προσέγγιση στηρίζεται αποκλειστικά στο κεφάλαιο 5 των ανωτέρω κατευθυντήριων οδηγιών. Κάθε απόκλιση από τις ενδείξεις που περιέχονται στις εν λόγω κατευθυντήριες οδηγίες πρέπει, κατά την Επιτροπή, να είναι δικαιολογημένη.

53      Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι γενικές νομικές απαιτήσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα σχετικά με τον καθορισμό της μεθόδου δοκιμών για τις οικολογικές καινοτομίες δεν συνιστούν λόγο ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εκτελεστική απόφαση 2013/341 ή η εκτελεστική απόφαση 2015/158 είναι παράνομες ή ότι οι εκτελεστικές αυτές αποφάσεις πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η μέθοδος δοκιμών την οποία προβλέπουν περιλαμβάνει την ειδική προπαρασκευή, όπως επιθυμεί η προσφεύγουσα.

54      Τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν η διάρκεια και η φύση της προπαρασκευής μιας οικολογικής καινοτομίας, η οποία δεν ρυθμίζεται από την επίμαχη νομική πράξη, έπρεπε να ευθυγραμμιστεί με τις οδηγίες του οικείου κατασκευαστή, δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί ο συγκρίσιμος χαρακτήρας της μεθόδου δοκιμών που θα υπαγορευόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπερ αντιβαίνει στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 443/2009 ή στο άρθρο 6 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Η Επιτροπή φρονεί ότι, σύμφωνα με την ανωτέρω ερμηνεία, κάθε κατασκευαστής θα μπορούσε να καθιερώνει ειδική προπαρασκευή που να προβλέπει τη μέτρηση της εξοικονόμησης των εκπομπών CO2 που προκύπτουν από τη χρήση της οικείας οικολογικής καινοτομίας κατά το χρονικό σημείο της μέγιστης αποδόσεως της εν λόγω οικολογικής καινοτομίας.

55      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου και ίσης μεταχειρίσεως, δεν μπορεί να επιτραπεί ειδική προπαρασκευή η οποία δεν προβλέπεται ρητώς ως μέρος της εφαρμοστέας μεθόδου δοκιμών. Κατά την άποψή της, ως προϋποθέσεις μεθόδου δοκιμών που δύνανται να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μιας δοκιμής μπορούν να γίνουν δεκτές μόνον εκείνες που ορίζονται ρητώς στην επίμαχη νομική πράξη. Η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν πρέπει να εφαρμόζονται προϋποθέσεις που δεν προσδιορίζονται στη νομική πράξη και ότι δεν είναι δυνατόν κενό νόμου να καλυφθεί με τις κατευθυντήριες οδηγίες του κατασκευαστή.

56      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 ορίζει ότι η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι οι πιστοποιήσεις και η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που αποδίδονται σε μεμονωμένα οχήματα επαληθεύονται σε βάση ad hoc. Εφόσον διαπιστώσει ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της πιστοποιημένης εξοικονόμησης εκπομπών CO2 και της εξοικονόμησης που έχει διαπιστώσει χρησιμοποιώντας την κατάλληλη μέθοδο ή μεθόδους δοκιμών, η Επιτροπή ενημερώνει τον κατασκευαστή για τα συμπεράσματά της. Ο κατασκευαστής μπορεί, εντός εξήντα ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης, να υποβάλει στην Επιτροπή στοιχεία που τεκμηριώνουν την ακρίβεια της πιστοποιημένης εξοικονόμησης CO2. Αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν υποβληθούν εντός της οριζόμενης χρονικής περιόδου ή αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τα παρεχόμενα στοιχεία δεν είναι ικανοποιητικά, μπορεί να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη την πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 στον υπολογισμό του μέσου όρου των ειδικών εκπομπών του εν λόγω κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος.

57      Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 ορίζει ότι «η μέθοδος δοκιμών που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο ε) παρέχει αποτελέσματα επαληθεύσιμα, επαναλήψιμα και συγκρίσιμα και είναι ικανή να τεκμηριώνει με ρεαλιστικό τρόπο και με ισχυρή στατιστική σημαντικότητα τα οφέλη όσον αφορά τις εκπομπές CO2 που προκύπτουν από την καινοτομική τεχνολογία, και, κατά περίπτωση, λαμβάνει υπόψη την αλληλεπίδραση με άλλες οικολογικές καινοτομίες».

58      Εν προκειμένω, οι διαπιστωθείσες από την Επιτροπή αποκλίσεις στηρίζονται στο γεγονός ότι, για την πιστοποίηση από την KBA, η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που προκύπτει από τη χρήση των οικείων εναλλακτών καθορίστηκε βάσει ειδικής προπαρασκευής, ενώ για την ad hoc επαλήθευση που διενήργησε η Επιτροπή, δεν πραγματοποιήθηκε η εν λόγω προπαρασκευή. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι εκτελεστικές αποφάσεις 2013/341 και 2015/158 σιωπούν ως προς το ζήτημα αν οι επίμαχοι εναλλάκτες είχαν υποστεί προπαρασκευή.

59      Διαπιστώνεται, όμως, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η προσφεύγουσα παρείχε στην Επιτροπή στοιχεία που αποδεικνύουν την ακρίβεια της πιστοποιημένης εξοικονόμησης εκπομπών CO2 βάσει της μεθόδου δοκιμών την οποία υποστηρίζει και στο πλαίσιο της οποίας οι επίμαχοι εναλλάκτες είχαν υποστεί ειδική προπαρασκευή.

60      Από τα στοιχεία της δικογραφίας της υπό κρίση υπόθεσης μπορεί, επίσης, να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Robert Bosch είχε εφαρμόσει τη μέθοδο δοκιμών που περιλαμβάνει ειδική προπαρασκευή για την έγκριση των επίδικων εναλλακτών ως οικολογικής καινοτομίας. Συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι της εταιρίας SEG Automotive επισήμαναν ότι η προκάτοχος της εν λόγω εταιρίας, Robert Bosch, έλαβε τα αποτελέσματα που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα που είχαν καταρτιστεί βάσει των δοκιμών στο πλαίσιο των οποίων είχαν τοποθετηθεί φλάντζες στους ένσφαιρους τριβείς των εναλλακτών και οι ένσφαιροι τριβείς είχαν απολιπανθεί. Ομοίως, από την αλληλογραφία μεταξύ των εκπροσώπων της προσφεύγουσας, της Επιτροπής και της SEG Automotive συνάγεται ότι οι εκπρόσωποι της τελευταίας ανέφεραν ότι είχε πραγματοποιηθεί ειδική προπαρασκευή. Από τη δικογραφία προκύπτει, επίσης, ότι η Επιτροπή διενήργησε τις επαληθεύσεις για την έγκριση των εν λόγω εναλλακτών ως οικολογικής καινοτομίας βάσει της έκθεσης επαλήθευσης. Στη σελίδα 5 της εν λόγω έκθεσης επισημαίνεται ότι η Robert Bosch προσδιόρισε τα αποτελέσματα των δοκιμών βάσει των VDA αριθ. 0 124 90A 0GB απαιτήσεων για τις μετρήσεις της αποδόσεως που εκδόθηκαν στις 2 Νοεμβρίου 2010. Οι απαιτήσεις αυτές προβλέπουν ρητώς ότι τα αποτελέσματα των δοκιμών δεν είναι αξιόπιστα χωρίς την πραγματοποίηση προπαρασκευής.

61      Διαπιστώνεται, εξάλλου, ότι στα πρωτόκολλα για τις μετρήσεις των δοκιμών που περιλαμβάνονται στον φάκελο που αφορά την εκτελεστική απόφαση 2015/158 επισημαίνεται ότι ένα μοντέλο των επίμαχων εναλλακτών, ήτοι το μοντέλο EL 7‑175 Plus HED, είχε υποστεί ειδική προπαρασκευή. Συγκεκριμένα, η ένδειξη «με προετοιμασμένους ένσφαιρους τριβείς» περιλαμβάνεται στο υπ’ αριθ. 10s01855T 5 πρωτόκολλο για τις μετρήσεις, της 13ης Οκτωβρίου 2010, και στο υπ’ αριθ. 10s01855 πρωτόκολλο για τις μετρήσεις, της 13ης Οκτωβρίου 2010. Τα εν λόγω πρωτόκολλα για τις μετρήσεις των δοκιμών καθιστούν, επιπλέον, δυνατή τη διαπίστωση ότι πέντε άλλα μοντέλα εναλλακτών τα οποία αφορά η εκτελεστική απόφαση 2015/158, αλλά δεν είναι επίμαχα εν προκειμένω, είχαν υποστεί προπαρασκευή (βλ. σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως).

62      Πρέπει, εξάλλου, να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να υπάρξει αντίκρουση ως προς το σημείο αυτό από την Επιτροπή, ότι η προπαρασκευή αποτελεί συνήθη πρακτική στη βιομηχανία. Η ίδια η Επιτροπή διευκρίνισε ότι, κατόπιν της διατάξεως της 22ας Ιανουαρίου 2020, Daimler κατά Επιτροπής (T‑751/18, EU:T:2020:5), την προσέγγισαν δέκα κατασκευαστές εναλλακτών που προπαρασκευάζουν τους εναλλάκτες με διάφορους τρόπους και επιθυμούσαν να τους κοινοποιηθεί η θέση της Επιτροπής ως προς το επίμαχο ζήτημα.

63      Ωστόσο, όπως επιβεβαιώνουν οι διάδικοι, η μέθοδος προπαρασκευής μπορεί να διαφέρει ουσιωδώς ανάλογα με τις τεχνικές ιδιαιτερότητες κάθε εναλλάκτη (όπως είναι ο χρόνος περιστροφής, η απολίπανση, οι φλάντζες κ.λπ.), ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για εναλλάκτες του ίδιου ή διαφορετικών κατασκευαστών.

64      Εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι η μέθοδος δοκιμών την οποία υποστηρίζει η προσφεύγουσα δεν είναι επιτρεπτή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή αναφέρει μόνο, στο από 22 Οκτωβρίου 2018 έγγραφό της, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εφαρμόσει την «επίσημη» μέθοδο δοκιμών που προβλέπεται από τις εκτελεστικές αποφάσεις 2013/341 και 2015/158, επισημαίνει δε απλώς στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ανωτέρω εκτελεστικές αποφάσεις ούτε προέβλεπαν ούτε επέτρεπαν την προπαρασκευή.

65      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι μια μέθοδος δοκιμών που περιλαμβάνει προπαρασκευή αποτελεί, όπως αναφέρεται στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, συνήθη πρακτική στη βιομηχανία των εναλλακτών και συνιστά τον κανόνα στα οικεία νομοθετικά κείμενα, όπως είναι ο κανονισμός 715/2007, ο οποίος προβλέπει μεθόδους δοκιμών υπό συνθήκες πραγματικής οδήγησης.

66      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι από το σημείο 6.1.1 των VDA αριθ. 0 124 90A 0GB απαιτήσεων για τις μετρήσεις, που εκδόθηκαν στις 2 Νοεμβρίου 2010, προκύπτει ότι, προκειμένου να μειωθεί η διακύμανση των τιμών που οφείλεται στην τριβή των ένσφαιρων τριβέων και να καταστεί δυνατή η ακριβής μέτρηση της αποδόσεως, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούνται «προετοιμασμένοι ένσφαιροι τριβείς» κατά την κατασκευή των εναλλακτών. Η χρήση των «προετοιμασμένων ένσφαιρων τριβέων» συνιστάται επίσης για την εργοστασιακή μέτρηση (βλ. σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως).

67      Εξάλλου, η μέθοδος δοκιμών που υποστηρίζει η προσφεύγουσα ελέγχθηκε, επίσης, από την TÜV SÜD, η οποία, υπό την ιδιότητά της ως ανεξάρτητου και πιστοποιημένου φορέα, επαλήθευσε και επιβεβαίωσε, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, ότι η μέθοδος δοκιμών της Robert Bosch ήταν κατάλληλη για την πιστοποίηση της εξοικονόμησης εκπομπών CO2 που προκύπτει από τους εν λόγω εναλλάκτες και ότι η μέθοδος αυτή τηρούσε τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.

68      Επομένως, η μέθοδος την οποία υποστηρίζει η προσφεύγουσα πρέπει να θεωρηθεί κατάλληλη και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της οικείας αξιολογήσεως. Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εν λόγω μέθοδος δοκιμών παρέχει αποτελέσματα τα οποία δεν είναι επαληθεύσιμα, επαναλήψιμα και συγκρίσιμα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Αντιθέτως, όταν η Επιτροπή κοινοποίησε τα ερωτήματά της σχετικά με την πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 της προσφεύγουσας, η τελευταία παρείχε, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, στοιχεία που αποδεικνύουν την ακρίβεια των σχετικών με την εν λόγω εξοικονόμηση στοιχείων. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατόπιν των ερωτημάτων της Επιτροπής, η SEG Automotive διενήργησε νέες μετρήσεις σχετικά με τους εν λόγω εναλλάκτες, από τις οποίες προέκυψε ότι η απόδοση (σχέση μεταξύ της παραγόμενης ηλεκτρικής ισχύος και της απορροφώμενης μηχανικής ισχύος) των εναλλακτών ευρισκόταν στο αναμενόμενο επίπεδο και ότι η ληφθείσα τιμή αντιστοιχούσε στις τιμές αποδόσεως που επιβεβαίωσε η TÜV SÜD στην έκθεση επαλήθευσης. Η SEG Automotive κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αποκλίσεις μεταξύ των τιμών που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των δοκιμών που πραγματοποίησε η Επιτροπή και εκείνων που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο των δοκιμών που πραγματοποίησε η ίδια οφείλονταν στο γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε πραγματοποιήσει προπαρασκευή.

69      Πράγματι, η μέθοδος δοκιμών που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά την ad hoc επαλήθευση δεν περιλάμβανε προπαρασκευή, όπερ δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Εξάλλου, η εν λόγω μέθοδος δεν προβλεπόταν με ακριβή τρόπο από τα νομοθετικά κείμενα και δεν αποτελούσε τον κανόνα στη βιομηχανία. Επομένως, η εν λόγω μέθοδος δοκιμών διέφερε ουσιωδώς από εκείνη που χρησιμοποίησε η Robert Bosch και υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

70      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 δεν καθορίζει ποια είναι η μέθοδος δοκιμών που πρέπει να εφαρμόζεται για τη διενέργεια της ad hoc επαλήθευσης. Εντούτοις, από την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 13 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει, στο πλαίσιο της ad hoc επαλήθευσης, να επαληθεύσει αν η πιστοποιημένη εξοικονόμηση αντιστοιχεί στο επίπεδο εξοικονόμησης που προκύπτει από την απόφαση για την έγκριση μιας τεχνολογίας ως οικολογικής καινοτομίας. Πάντως, η μέθοδος δοκιμών που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, σε επαλήθευση της αντιστοιχίας μεταξύ της πιστοποιημένης εξοικονόμησης της προσφεύγουσας και της εξοικονόμησης που προκύπτει από την εκτελεστική απόφαση 2015/158. Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας διαφορετική μέθοδο δοκιμών, η Επιτροπή κατέστησε πράγματι αδύνατη τη σύγκριση μεταξύ της πιστοποιημένης εξοικονόμησης εκπομπών σε σχέση με την εξοικονόμηση που προκύπτει από την εκτελεστική απόφαση 2015/158.

71      Η Επιτροπή προβάλλει ότι η μέθοδος δοκιμών που χρησιμοποίησε δικαιολογείται από λόγους ίσης μεταχειρίσεως και ασφάλειας δικαίου. Εντούτοις, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μέθοδος δοκιμών της Επιτροπής συνεπάγεται την όμοια αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων, με συνέπεια να μη διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται όμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις κατά τον ίδιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 20ής Ιουνίου 2019, ExxonMobil Production Deutschland, C‑682/17, EU:C:2019:518, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, αν η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τις τεχνικές ιδιαιτερότητες του κάθε εναλλάκτη και τον τρόπο με τον οποίο αυτός έχει προπαρασκευαστεί, ελλοχεύει ο κίνδυνος η μέθοδος δοκιμών, η οποία συνίσταται στη διενέργεια δοκιμών επί εναλλακτών που δεν έχουν υποστεί προπαρασκευή, να είναι ευνοϊκή ως προς ορισμένους κατασκευαστές αυτοκινήτων και δυσμενής ως προς άλλους.

72      Ομοίως, η θέση της Επιτροπής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους ασφάλειας δικαίου. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις (απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑290/12, EU:T:2015:221, σκέψη 50). Δεδομένου ότι η ad hoc επαλήθευση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες για τους κατασκευαστές αυτοκινήτων, ότι η μέθοδος δοκιμών που χρησιμοποίησε η Επιτροπή εν προκειμένω δεν προβλέπεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή ούτε από την εκτελεστική απόφαση 2015/158 ούτε από κανένα άλλο νομοθετικό κείμενο και ότι η μέθοδος αυτή δεν αποτελεί συνήθη πρακτική στη βιομηχανία, η εν λόγω μέθοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

73      Τα συμπεράσματα αυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η Robert Bosch υπέβαλε την αίτησή της για την έγκριση των εν λόγω εναλλακτών ως οικολογικής καινοτομίας βάσει της απλοποιημένης προσέγγισης που προβλέπεται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες.

74      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν μια αίτηση υποβάλλεται βάσει της απλοποιημένης προσέγγισης που προβλέπεται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες, η Επιτροπή οφείλει να επαληθεύσει την αίτηση πριν από την έγκρισή της και να διατυπώσει, ενδεχομένως, αντιρρήσεις όσον αφορά την καταλληλότητα της μεθόδου δοκιμών στο πλαίσιο της πλήρους εξέτασης του φακέλου την οποία πρέπει να διενεργήσει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 15, 16 και 60 έως 63 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της πληροφορίες που περιέχονταν, μεταξύ άλλων, στην έκθεση επαλήθευσης που κατήρτισε η TÜV SÜD, τις οποίες δεν μπορούσε να αγνοήσει χωρίς να στερήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 7 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 έκθεση από την πρακτική αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον, η Επιτροπή διέθετε πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στα πρωτόκολλα για τις μετρήσεις των δοκιμών και της παρείχαν τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι οι επίδικοι εναλλάκτες είχαν υποστεί προπαρασκευή για την έγκρισή τους ως οικολογικών καινοτομιών και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι η χρήση της προπαρασκευής αποτελούσε συνήθη πρακτική στη βιομηχανία. Επομένως, αν η Επιτροπή είχε ερωτήσεις ή αντιρρήσεις ως προς την προπαρασκευή, θα έπρεπε να υποβάλει σχετικό ερώτημα στη Robert Bosch πριν εκδώσει την εκτελεστική απόφαση 2015/158. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η Robert Bosch στηρίχθηκε στην απλοποιημένη προσέγγιση που προβλέπεται στις τεχνικές κατευθυντήριες οδηγίες δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προβολή των αντιρρήσεων ως προς τη μέθοδο δοκιμών για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ad hoc επαλήθευσης.

75      Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα ότι, εν πάση περιπτώσει, η Robert Bosch, στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης των εναλλακτών HED, δεν παρείχε συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την προπαρασκευή. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει αντιρρήσεις ή να ζητεί συμπληρωματικές διευκρινίσεις όσον αφορά τη μέθοδο δοκιμών, η οποία, εν προκειμένω, περιλάμβανε ειδική προπαρασκευή και για την οποία γίνεται λόγος στην έκθεση επαλήθευσης. Αν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις ή δεν ζητηθούν διευκρινίσεις στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, η Επιτροπή δεν μπορεί εγκύρως, κατά την ad hoc επαλήθευση που διενεργεί ως προς την προσφεύγουσα, να χρησιμοποιήσει διαφορετική μέθοδο δοκιμών.

76      Πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι πληροφορίες που δεν δημοσιοποιούνται δεν μπορούν να θεωρηθούν μέρος της εκτελεστικής αποφάσεως 2015/158 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/341, δεδομένου ότι πρόκειται για αποφάσεις γενικής ισχύος. Συναφώς, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, η Επιτροπή υποχρεούται να πραγματοποιήσει «συνοπτική περιγραφή της καινοτομικής τεχνολογίας και της μεθοδολογίας δοκιμών που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο γ)». Ο «συνοπτικός» χαρακτήρας της περιγραφής αυτής συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η εν λόγω δημοσιοποίηση δεν πρέπει να έχει εξαντλητικό χαρακτήρα.

77      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε την ad hoc επαλήθευση σύμφωνα με το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέκλεισε τη δοκιμαστική μέθοδο που περιλαμβάνει προπαρασκευή.

78      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, όπερ αρκεί για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως συμφώνως προς τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

79      Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011, λόγω του ότι δεν ελήφθη υπόψη η πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 για το ημερολογιακό έτος 2017

80      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 είναι σαφές και μη διφορούμενο: ο μη συνυπολογισμός της εξοικονόμησης προβλέπεται μόνο για το επόμενο ημερολογιακό έτος, ήτοι, εν προκειμένω, για το 2019. Κατά την προσφεύγουσα, η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και πρέπει να παρέχει στον κατασκευαστή τη δυνατότητα να συνεχίσει, κατά τρόπο αξιόπιστο, τον «προγραμματισμό του στόλου του», λαμβάνοντας υπόψη, για τις εκπομπές CO2, την εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που προέκυψε από τις οικολογικές καινοτομίες. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο μη συνυπολογισμός της πιστοποιημένης εξοικονόμησης εκπομπών CO2 για τα παρελθόντα έτη (ex tunc) θα παραβίαζε την αρχή αυτή.

81      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο τρόπος με τον οποίο ενήργησε είναι σύμφωνος με τον κανονισμό 443/2009 και το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011.

82      Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, από τους ανωτέρω κανονισμούς προκύπτει ότι πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις επιδόσεις των κατασκευαστών σχετικά με τις εκπομπές CO2 κατά τον καθορισμό του μέσου όρου των εκπομπών τους για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Στην πράξη, η Επιτροπή επεξεργάζεται τα στοιχεία που διαβιβάζουν σε εκείνη τα κράτη μέλη εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος, μετά το πέρας του ημερολογιακού έτους. Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία που αφορούν τις οικολογικές καινοτομίες.

83      Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι, όταν διαπιστώνει ότι οι πιστοποιημένες εκπομπές οικολογικής καινοτομίας δεν μπορούν να επαληθευθούν, τούτο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για το έτος που προηγείται του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η διαπίστωση αυτή. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η φράση «επόμενο ημερολογιακό έτος» πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι η Επιτροπή δεν έχει το δικαίωμα να μη συνυπολογίζει την εξοικονόμηση εκπομπών CO2 την οποία έχει επιβεβαιώσει με επίσημη απόφαση για ένα συγκεκριμένο έτος.

84      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, συναφώς, ότι, για λόγους προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν μπορούσε να τροποποιήσει εκ των υστέρων, μεταξύ άλλων, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 της προσφεύγουσας για το ημερολογιακό έτος 2016 που καθορίστηκαν με την εκτελεστική απόφαση 2018/144, λαμβάνοντας υπόψη την επίμαχη εν προκειμένω εξοικονόμηση εκπομπών CO2, όταν διαπίστωσε, κατά τη διάρκεια του 2018, ότι η ακρίβεια των επίμαχων πιστοποιήσεων δεν μπορούσε να αποδειχθεί ούτε στο πλαίσιο της επαλήθευσής τους ούτε από την προσφεύγουσα.

85      Εξάλλου, η φράση «δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη» που περιέχεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 επιβεβαιώνει, κατά την Επιτροπή, ότι η πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 που προκύπτει από τη χρήση των οικολογικών καινοτομιών και ελήφθη υπόψη στο παρελθόν για τον καθορισμό των επιδόσεων σχετικά με τις εκπομπές ενός κατασκευαστή «δεν» μπορεί «πλέον», κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 443/2009, να λαμβάνεται υπόψη από τη στιγμή που αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να επαληθευθεί. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν έπρεπε να ακολουθήσει τη συλλογιστική που προέβαλε η προσφεύγουσα, στην πράξη, θα έπρεπε να εκδώσει απόφαση με την οποία θα λάμβανε υπόψη την εξοικονόμηση εκπομπών CO2, ενώ θα γνώριζε ότι η εξοικονόμηση αυτή δεν μπορεί να επαληθευθεί.

86      Η Επιτροπή φρονεί ότι μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 προσκρούει στον κανονισμό 443/2009, ο οποίος απαιτεί όσο το δυνατόν ακριβέστερα βασικά στοιχεία για τη διαπίστωση των επιδόσεων σχετικά με τις εκπομπές κάθε κατασκευαστή. Παραπέμπει, συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 25 του εν λόγω κανονισμού και στην αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού (ΕΕ) 1014/2010 της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με την παρακολούθηση και την αναφορά δεδομένων ταξινόμησης των καινούργιων επιβατικών αυτοκινήτων κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αριθ. 443/2009 (ΕΕ 2010, L 293, σ. 15). Επομένως, η Επιτροπή διατείνεται ότι η εφαρμογή του κανονισμού 443/2009 υπό την έννοια αυτή θα αντέβαινε στο άρθρο 12 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προϋποθέτει ότι οι εξοικονομήσεις εκπομπών CO2 που προκύπτουν από τη χρήση οικολογικών καινοτομιών και λαμβάνονται υπόψη για τις επιδόσεις ενός κατασκευαστή «πρέπει να έχουν επαληθευμένη συμβολή στη μείωση του CO2».

87      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 προβλέπει τα εξής:

«2. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν υποβληθούν εντός της οριζόμενης χρονικής περιόδου, ή αν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι τα παρεχόμενα στοιχεία δεν είναι ικανοποιητικά, μπορεί η Επιτροπή να αποφασίσει να μην λάβει υπόψη την πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 στον υπολογισμό του μέσου όρου των ειδικών εκπομπών του εν λόγω κατασκευαστή για το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Ο κατασκευαστής του οποίου η πιστοποιημένη εξοικονόμηση CO2 δεν λαμβάνεται πλέον υπόψη μπορεί να υποβάλει αίτηση για νέα πιστοποίηση των οικείων οχημάτων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 11.»

88      Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή πραγματοποιεί κάθε χρόνο, βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού 443/2009, προσωρινό υπολογισμό, σε σχέση με κάθε κατασκευαστή, των μέσων ειδικών εκπομπών CO2, του στόχου ειδικών εκπομπών και της διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών τιμών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος (βλ. σκέψεις 4 και 5 της παρούσας αποφάσεως). Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ή τροποποιεί τα στοιχεία που υπολογίσθηκαν προσωρινά το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου κάθε έτους, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 443/2009. Ο υπολογισμός αυτός διενεργείται με βάση τα στοιχεία που απέστειλαν τα κράτη μέλη για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

89      Υπό το πρίσμα του πλαισίου αυτού, η Επιτροπή ερμήνευσε το άρθρο 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 κρίνοντας ότι δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η πιστοποιημένη εξοικονόμηση εκπομπών CO2 για τον υπολογισμό, κατά το έτος 2018, των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 που αφορούν το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, ήτοι το 2017. Εντούτοις, μολονότι η ερμηνεία αυτή είναι απόρροια λογικής συλλογιστικής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω ερμηνεία είναι αντίθετη προς το σαφές και μη διφορούμενο γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011. Συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατόν η φράση «επόμενο ημερολογιακό έτος» να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά στην πραγματικότητα το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Επιπλέον, η ερμηνεία της Επιτροπής εγείρει ερωτήματα υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου (βλ. σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως).

90      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι η ερμηνεία της Επιτροπής, πέραν του ότι δεν είναι σαφής και ακριβής, είναι δυσμενής για την προσφεύγουσα καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αναδρομικά, δυσμενή αποτελέσματα για εκείνη, ενώ τα εν λόγω αποτελέσματα θα έπρεπε να αφορούν μόνον το «επόμενο ημερολογιακό έτος».

91      Ούτε η φράση «δεν λαμβάνονται πλέον υπόψη» που περιέχεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 αρκεί, εξάλλου, για να ερμηνευθεί η φράση «επόμενο ημερολογιακό έτος» κατά τρόπο αντίθετο προς το σαφές και μη διφορούμενο γράμμα της.

92      Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 12 του εκτελεστικού κανονισμού 725/2011 πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να καθιστά τη διάταξη αυτή σύμφωνη με τον κανονισμό 443/2009, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι, κατ’ εφαρμογήν πάγιας νομολογίας, ένας εκτελεστικός κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή όταν πρόκειται για διάταξη εκτελεστικού κανονισμού της οποίας η έννοια είναι σαφής και όχι διφορούμενη, οπότε δεν χρήζει ερμηνείας (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, Canadian Solar Emea κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑162/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:124, σκέψη 150 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Σε αντίθετη περίπτωση, η αρχή της σύμφωνης με τις διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης ερμηνείας θα παρείχε έρεισμα για ερμηνεία contra legem της διάταξης αυτής, όπερ δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό (πρβλ. διάταξη της 17ης Ιουλίου 2015, EEB κατά Επιτροπής, T‑685/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:560, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτή η ερμηνεία κατά την οποία το «επόμενο ημερολογιακό έτος» αφορά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο διενεργήθηκε η ad hoc επαλήθευση.

94      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, πίνακας 1 και πίνακας 2, καθορίζονται, σχετικά με εκείνη, στη στήλη Δ των πινάκων αυτών, οι μέσες ειδικές εκπομπές CO2 και, στη στήλη Θ των εν λόγω πινάκων, η εξοικονόμηση εκπομπών CO2 από τις οικολογικές καινοτομίες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

96      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι, πίνακας 1 και πίνακας 2, στήλες Δ και Θ, της εκτελεστικής αποφάσεως (ΕΕ) 2019/583 της Επιτροπής, της 3ης Απριλίου 2019, για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση του προσωρινού υπολογισμού των μέσων ειδικών εκπομπών CO2 και των στόχων για τις ειδικές εκπομπές των κατασκευαστών επιβατικών αυτοκινήτων για το ημερολογιακό έτος 2017 και ορισμένων κατασκευαστών που ανήκουν στην σύμπραξη της Volkswagen για τα ημερολογιακά έτη 2014, 2015 και 2016 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 443/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ακυρώνεται καθόσον διευκρινίζει, σχετικά με την Daimler AG, τις μέσες ειδικές εκπομπές CO2 και την εξοικονόμηση εκπομπών CO2 από τις οικολογικές καινοτομίες.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Daimler.

Παπασάββας

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

 

      Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.