Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 29 Ιουλίου 2022 η Tirrenia di navigazione SpA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) στις 18 Μαΐου 2022 στην υπόθεση T-593/20, Tirrenia di navigazione SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-514/22 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: Tirrenia di navigazione SpA (εκπρόσωποι: B. Nascimbene, F. Rossi Dal Pozzo, A. Moriconi, avvocati)

Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 18ης Μαΐου 2022, στην υπόθεση T-593/20.

να ακυρώσει την απόφαση (ΕΕ) 2020/1412 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2020, μόνο ως προς τα άρθρα της 2, 3 και 4 και, επικουρικώς, ως προς τα άρθρα της 6 και 7, τα οποία διατάσσουν την ανάκτηση των φερόμενων ενισχύσεων, κηρύσσοντας την ανάκτηση αυτή άμεση και αποτελεσματική.

επικουρικώς προς το σημείο 2: να αναπέμψει την υπόθεση σε άλλο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα ασκεί αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου T-593/20, Tirrenia di navigazione SpA κατά Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα ακυρώσεως των άρθρων 2, 3 και 4 της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/1412 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2020 και, επικουρικώς, των άρθρων 6 και 7 της ίδιας αποφάσεως, με τα οποία η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένα μέτρα υπέρ της αναιρεσείουσας έπρεπε να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση των άρθρων 107, παράγραφος 1, και 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η απόφασή του πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον αναφέρει ότι η αναιρεσείουσα δεν διασφάλισε τη συμμόρφωση προς τους όρους που αναφέρονται στο σημείο 25, στοιχείο γ', των κατευθυντήριων γραμμών του 2004.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει αντιθέτως ότι η ιταλική Κυβέρνηση α) είχε ενημερώσει δεόντως την Επιτροπή σχετικά με το σχέδιο ιδιωτικοποίησης του υποκαταστήματος της επιχείρησης, β) είχε επιβεβαιώσει την πρόθεσή της να επιστρέψει την ενίσχυση διάσωσης μέσω των εσόδων από την ιδιωτικοποίηση πριν από τη λήξη της εξάμηνης προθεσμίας και γ) είχε δημοσιεύσει το σχέδιο εκκαθάρισης στον ιστότοπό της. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα είχε δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να έχει πλήρη γνώση των δικών της σχεδίων, δηλαδή των σχεδίων της να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση στο πλαίσιο του σχεδίου εκκαθάρισης και στη συνέχεια να επιστρέψει την ενίσχυση διάσωσης.

Κατά την αναιρεσείουσα, η τυπολατρική προσέγγιση της Επιτροπής, την οποία υιοθέτησε και το Γενικό Δικαστήριο, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καθώς και στην αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την παράβαση των άρθρων 107, παράγραφος 1, και 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσον αφορά την απαλλαγή από ορισμένους φόρους.

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η απόφασή του πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον έκρινε, όσον αφορά τους «έμμεσους φόρους», ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της άμυνάς της είναι βάσιμος.

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στο προσαπτόμενο στην αναιρεσείουσα ως μέτρο ενίσχυσης το οποίο έχει ως αντικείμενο την απαλλαγή από ορισμένους φόρους, και οι σχετικές διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένες.

Η εν λόγω απαλλαγή από τον φόρο εταιριών εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την επέλευση μελλοντικών και αβέβαιων γεγονότων, πράγμα που απέτρεψε μέχρι σήμερα την παγίωση οποιουδήποτε πλεονεκτήματος υπέρ της αναιρεσείουσας και καθιστά απολύτως τυχαίο, όπως αναγνωρίζεται στην απόφαση, να προκύψει ένα τέτοιο πλεονέκτημα στο μέλλον.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί επίσης ότι, πέραν της απουσίας πλεονεκτήματος, δεν υφίστανται και άλλα συστατικά στοιχεία της έννοιας της ενίσχυσης: η επίπτωση του μέτρου στο ενδοενωσιακό εμπόριο και η νόθευση του ανταγωνισμού.

Ως εκ τούτου, η ως άνω απαλλαγή δεν εμπίπτει στην έννοια της κρατικής ενίσχυσης του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και δεν συνιστά επομένως κρατική ενίσχυση.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της αναλογικότητας.

Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και ότι η απόφασή του στερείται αιτιολογίας, καθόσον αυτό διαπιστώνει ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης (ΕΕ) 2020/1412 δεν ήταν, στο σύνολό της, υπερβολικά χρονοβόρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας. Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι ο λόγος απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως είναι βάσιμος.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί επίσης ότι η απόφαση (ΕΕ) 2020/1412 δεν μπορεί, σύμφωνα με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και με τα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να διατάξει την ανάκτηση των επίμαχων μέτρων ενίσχυσης από την τεθείσα υπό αναγκαστική διαχείριση Tirrenia.

Κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή παραβίασε τις προαναφερθείσες γενικές αρχές και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να συμπεριλάβει στον φάκελο της έρευνας ένα αποδεικτικό στοιχείο.

Η αναιρεσείουσα παραπονείται για το ότι δεν μπόρεσε να επισυνάψει στο φάκελο της υποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την απόφαση της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, σχετικά με τα μέτρα SA.32014, SA.32015, SA.32016 (2011/C) (πρώην 2011/NN) που εφαρμόστηκαν από την Ιταλία και την Regione Sardegna υπέρ της Saremar (C(2021)6990 τελικό), την οποία έλαβε από την Επιτροπή μετά από αίτηση πρόσβασης σε έγγραφα.

Κατά την αναιρεσείουσα, ενόψει της σπουδαιότητας της αποφάσεως Saremar, η μη συμπερίληψη του πρόσθετου αυτού αποδεικτικού στοιχείου στον φάκελο κατέστησε πλημμελή την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, τόσο διότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Κανονισμού Διαδικασίας του και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που επιβάλλεται σε κάθε θεσμικό όργανο της ΕΕ, όσο και λόγω της προφανούς προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της αναιρεσείουσας.

____________