Language of document : ECLI:EU:C:2016:473

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 22ας Ιουνίου 2016 (1)

Υπόθεση C‑41/15

Gerard Dowling

Padraig McManus

Piotr Skoczylas

Scotchstone Capital Fund Limited

κατά

Minister for Finance


Παρεμβαίνοντες: Permanent TSB Group Holdings plc and Permanent TSB plc

[αίτηση του High Court (Ιρλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Δίκαιο των εταιριών — Οδηγία 77/91/ΕΟΚ — Προστασία των συμφερόντων των μετόχων όσον αφορά το κεφάλαιο ανώνυμης εταιρίας — Οδηγία 2011/77/ΕΕ — Χρηματοοικονομική συνδρομή παρασχεθείσα στην Ιρλανδία — Ανακεφαλαιοποίηση της Irish Life and Permanent plc — Οδηγία 2001/24/ΕΚ — Μέτρα εξυγιάνσεως»





1.        Παρέβη η Ιρλανδική Κυβέρνηση θεμελιώδεις διατάξεις του εταιρικού δικαίου της Ένωσης, όταν, το καλοκαίρι του 2011, απέκτησε τον έλεγχο της Irish Life and Permanent Group Holdings plc (κατόπιν Permanent TSB Group Holdings plc· στο εξής: ILPGH ή εταιρία) και, εντός του ίδιου πλαισίου, της θυγατρικής της Irish Life and Permanent plc (κατόπιν Permanent TSB plc· στο εξής: ILP ή τράπεζα); Τούτο αποτελεί το κεντρικό ζήτημα της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί το High Court (Ιρλανδία).

2.        Σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσα στις προτάσεις μου της 18ης Φεβρουαρίου 2016 στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (2), φρονώ, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, ότι τα δικαιώματα που παρέχει στους μετόχους η οδηγία 77/91/ΕΟΚ (στο εξής: δεύτερη οδηγία) (3) δεν θίγονται από την εκ μέρους κράτους μέλους επείγουσα ανακεφαλαιοποίηση προβληματικού πιστωτικού ιδρύματος κεντρικής σημασίας για τη βάση της οικονομίας του, ελλείψει της οποίας η εν λόγω οικονομία ενδέχεται να υποστεί σοβαρή ζημία και, συνακόλουθα, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομία άλλων κρατών μελών.

3.        Συνεπώς, φρονώ ότι το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση μέτρο ελήφθη σε συμφωνία με το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, σε τελική ανάλυση, πρόκειται για ζήτημα που πρέπει να διακριβωθεί από το High Court.

I –    Νομικό πλαίσιο

 Α –       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η δεύτερη οδηγία

4.        Κατά το άρθρο 8 της δεύτερης οδηγίας, οι μετοχές δεν δύνανται να εκδίδονται για ποσό κατώτερο από την ονομαστική τους αξία ή, σε περίπτωση ελλείψεως ονομαστικής αξίας, από τη λογιστική τους αξία.

5.        Κατά το άρθρο 25 της δεύτερης οδηγίας, κάθε αύξηση του κεφαλαίου πρέπει να αποφασίζεται από τη γενική συνέλευση, εκτός εάν έχει εκ των προτέρων επιτραπεί με το καταστατικό, την ιδρυτική πράξη ή τη γενική συνέλευση υπό τους όρους που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

6.        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας ορίζει ότι κατά την αύξηση του καλυφθέντος κεφαλαίου με εισφορές σε μετρητά, οι μετοχές πρέπει να προσφερθούν κατά προτίμηση στους μετόχους ανάλογα με το τμήμα του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύουν οι μετοχές τους. Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 4, το δικαίωμα προτιμήσεως δεν επιτρέπεται να περιορισθεί ή να αποκλεισθεί από το καταστατικό ή τη συστατική πράξη, παρά μόνο με απόφαση της γενικής συνελεύσεως υπό τους όρους που προβλέπονται στην εν λόγω παράγραφο.

2.      Οδηγία 2001/24/ΕΚ (4)

7.        Στο άρθρο 2 της οδηγίας 2001/24 («Ορισμοί») ορίζονται τα «μέτρα εξυγίανσης» ως «τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων».

8.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/24 («Λήψη μέτρων εξυγίανσης – Εφαρμοστέο δίκαιο») ορίζει ότι οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγιάνσεως πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη υποκαταστημάτων. Τα μέτρα αυτά διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Αφού τεθούν σε ισχύ στο κράτος μέλος όπου ελήφθησαν, τα εν λόγω μέτρα παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, ακόμη και αν οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις που δεν πληρούνται.

9.        Στο άρθρο 9 της οδηγίας 2001/24 («Έναρξη διαδικασίας εκκαθάρισης – Ενημέρωση των άλλων αρμόδιων αρχών») θεσπίζονται κανόνες ουσιαστικώς όμοιοι με αυτούς του άρθρου 3 σχετικά με τις αποφάσεις ενάρξεως διαδικασίας εκκαθαρίσεως.

3.      Απόφαση 2011/77/ΕΕ (στο εξής: εκτελεστική απόφαση) (5)

10.      Η εκτελεστική απόφαση εκδόθηκε βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 407/2010 (6), ειδικότερα βάσει του άρθρου της 3, παράγραφος 3. Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 3 της αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(1)      Η Ιρλανδία πρόσφατα αντιμετώπισε αυξημένες πιέσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών όσον αφορά τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ιρλανδίας μετά τα εκτενή μέτρα κρατικής στήριξης του εξασθενημένου χρηματοοικονομικού τομέα. Λόγω του υπερβολικού του ανοίγματος στους τομείς των ακινήτων και των κατασκευαστικών έργων, το εγχώριο τραπεζικό σύστημα σημείωσε μεγάλες ζημίες μετά την κατάρρευση των τομέων αυτών. Η τρέχουσα κρίση στον οικονομικό και στον τραπεζικό τομέα είχε δραματικές επιπτώσεις και στα δημόσια οικονομικά της χώρας, επιτείνοντας τον αντίκτυπο της ύφεσης. Η μείωση των φορολογικών εσόδων και η αύξηση των κυκλικών δαπανών, ιδίως εξαιτίας της αυξανόμενης ανεργίας, έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός μεγάλου ελλείμματος γενικής κυβέρνησης και στην κατακόρυφη αύξηση του χρέους, σε σύγκριση με τα ευνοϊκά προ της κρίσης μεγέθη, παρά την εφαρμογή πέντε σημαντικών δεσμών μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης από τα μέσα του 2008. Τα μέτρα στήριξης του τραπεζικού τομέα, μεταξύ των οποίων και σημαντικές εισφορές κεφαλαίων, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην επιδείνωση της κατάστασης των δημόσιων οικονομικών. Επί του παρόντος η αγορά ανησυχεί κατά κύριο λόγο μήπως, εξαιτίας της κρίσης, η φερεγγυότητα του ιρλανδικού κράτους έχει συνδεθεί πλέον άρρηκτα με αυτήν του τραπεζικού συστήματος. Οι ανησυχίες αυτές έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της απόδοσης των κρατικών ομολόγων της Ιρλανδίας, ενώ παράλληλα το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότησή του, έχει στην πράξη αποκοπεί από τη διεθνή αγορά.

(2)      Λόγω της σοβαρής αυτής οικονομικής και χρηματοοικονομικής διατάραξης που προκλήθηκε από εξαιρετικά συμβάντα που δεν ελέγχει η κυβέρνηση της χώρας, οι ιρλανδικές αρχές ζήτησαν επίσημα χρηματοδοτική συνδρομή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη το νόμισμα των οποίων είναι το ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο [στο εξής: ΔΝΤ] στις 21 Νοεμβρίου 2010, με σκοπό τη στήριξη της επανόδου της οικονομίας σε βιώσιμα επίπεδα ανάπτυξης, τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και την εξασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Ένωση και στη ζώνη του ευρώ. Στις 28 Νοεμβρίου 2010, επιτεύχθηκε συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο σχετικά με εκτενή δέσμη μέτρων πολιτικής για την περίοδο 2010-2013.

(3)      Το σχέδιο προγράμματος οικονομικής και δημοσιονομικής προσαρμογής [στο εξής: πρόγραμμα], που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, αποβλέπει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της χρηματοοικονομικής αγοράς έναντι του ιρλανδικού τραπεζικού τομέα και του ιρλανδικού κράτους, ούτως ώστε να μπορέσει η οικονομία να επανέλθει σε φάση βιώσιμης ανάπτυξης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία κύρια στοιχεία. Πρώτον, μια στρατηγική για τον χρηματοοικονομικό τομέα που περιλαμβάνει σημαντική σμίκρυνση, απομόχλευση και αναδιοργάνωση του τραπεζικού τομέα, η οποία συμπληρώνεται από κατάλληλη ανακεφαλαιοποίηση στον βαθμό που είναι αναγκαία. […] Με σκοπό τη στήριξη της φιλόδοξης αυτής δέσμης μέτρων πολιτικής, οι αρχές της Ιρλανδίας ζητούν χρηματοδοτική συνδρομή από την Ένωση και τα κράτη μέλη το νόμισμα των οποίων είναι το ευρώ, καθώς και διμερή δάνεια από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τη Δανία και το ΔΝΤ.»

11.      Το άρθρο 1 της εκτελεστικής αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«1.      Η Ένωση θέτει στη διάθεση της Ιρλανδίας δάνειο ανώτατου ύψους 22,5 δισεκατομμύρια ευρώ, μέγιστης μέσης ληκτότητας 7,5 ετών.

[…]

4.      Η πρώτη δόση αποδεσμεύεται με την επιφύλαξη της έναρξης ισχύος της συμφωνίας χορήγησης δανείου και του μνημονίου κατανόησης. Περαιτέρω αποδεσμεύσεις δανείων προϋποθέτουν ευνοϊκή τριμηνιαία εκτίμηση από την Επιτροπή, σε διαβούλευση με την [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα· στο εξής: ΕΚΤ], της συμμόρφωσης της Ιρλανδίας προς τους γενικούς όρους οικονομικής πολιτικής, όπως ορίζονται στην παρούσα απόφαση και στο μνημόνιο κατανόησης.

[…]

8.      Η Επιτροπή λαμβάνει την απόφαση σχετικά με το μέγεθος και την αποδέσμευση περαιτέρω δόσεων. Η Επιτροπή λαμβάνει την απόφαση σχετικά με το μέγεθος των τμηματικών εκταμιεύσεων.»

12.      Το άρθρο 2 της εκτελεστικής αποφάσεως ορίζει ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει τη διαχείριση της συνδρομής που παρασχέθηκε στην Ιρλανδία με τρόπο συνεπή προς τις δεσμεύσεις της Ιρλανδίας και προς τις συστάσεις του Συμβουλίου και προβλέπει τους όρους που διέπουν την άσκηση της εν λόγω εποπτείας. Με το άρθρο 3 της εκτελεστικής αποφάσεως εγκρίνεται το πρόγραμμα που κατήρτισαν οι ιρλανδικές αρχές, ενώ προβλέπεται ότι η εκταμίευση περαιτέρω δόσεων πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση της ικανοποιητικής εκτελέσεως του προγράμματος, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα εξής μέτρα:

«5.      Προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στον χρηματοοικονομικό τομέα, η Ιρλανδία αναλαμβάνει την επαρκή ανακεφαλαιοποίηση, την ταχεία απομόχλευση και την πλήρη αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, όπως ορίζεται στο μνημόνιο κατανόησης. […] Ειδικότερα, η Ιρλανδία:

α)      λαμβάνει μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι εγχώριες τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων, εφόσον χρειαστεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση της ελάχιστης κανονιστικής απαίτησης δείκτη βασικών πρωτοβάθμιων κεφαλαίων 10,5 % για ολόκληρη τη διάρκεια του προγράμματος χρηματοδοτικής συνδρομής της ΕΕ, με παράλληλη απομόχλευση προς τον δείκτη στόχο χορηγήσεων προς καταθέσεις 122,5 % έως το τέλος του 2013·

[…]

7.      Η Ιρλανδία θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέσα στο 2011, σύμφωνα με προδιαγραφές του μνημονίου κατανόησης:

[…]

ζ)      ανακεφαλαιοποίηση των ημεδαπών τραπεζών έως το τέλος Ιουλίου του 2011 (με την επιφύλαξη των κατάλληλων προσαρμογών για αναμενόμενες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων στην περίπτωση της Irish Life & Permanent) σύμφωνα με τα ευρήματα των ΑΠΕΡ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της ρευστότητας] και ΑΠΕΚΕ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας] του 2011, όπως ανακοινώθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας στις 31 Μαρτίου 2011·

[…]»

 Β –       Το ιρλανδικό δίκαιο

13.      Ο νόμος του 2010 περί (σταθεροποιήσεως) των πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: νόμος), έχει εφαρμογή στα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει παρασχεθεί χρηματοδοτική συνδρομή. Ψηφίστηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2010.

14.      Οι σκοποί του νόμου ορίζονται στο άρθρο 4. Αυτοί περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και της απειλής κατά της σταθερότητας ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ιρλανδία και του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει· την υλοποίηση της εξυγιάνσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ιρλανδία στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, του προγράμματος· και την προστασία ή αποκατάσταση της οικονομικής καταστάσεως των «οικείων ιδρυμάτων».

15.      Στο άρθρο 2 του νόμου ορίζονται ορισμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται στον νόμο, όπως «πιστωτικό ίδρυμα» (πρόσωπο που έχει λάβει άδεια στο κράτος, προκειμένου να δέχεται καταθέσεις ή άλλα επιστρεπτέα κεφάλαια από το κοινό και να χορηγεί πιστώσεις για ίδιο λογαριασμό) και «οικείο ίδρυμα». Με το τελευταίο νοείται, κατά το στοιχείο a, νομικό πρόσωπο με έδρα στην Ιρλανδία, το οποίο είναι, ή ήταν κατά την ημερομηνία που ο νόμος τέθηκε σε ισχύ, αδειοδοτημένη τράπεζα, και στο οποίο χορηγήθηκε ή πρόκειται να χορηγηθεί χρηματοδοτική συνδρομή από τον Υπουργό Οικονομικών (στο εξής: υπουργός)· ενώ, κατά το στοιχείο f, εταιρία συμμετοχών στην οποία ανήκει τέτοιο νομικό πρόσωπο.

16.      Το άρθρο 7 του νόμου εξουσιοδοτεί τον υπουργό να προτείνει στο High Court την έκδοση των λεγόμενων διαταγών, υπό την έννοια ότι το ενδιαφερόμενο ίδρυμα διατάσσεται να προβεί (εντός ορισμένης προθεσμίας) ή να απόσχει (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) από ορισμένη ενέργεια. Σε συνέχεια τούτου, το άρθρο 9 του νόμου διέπει τη διαδικασία εκδόσεως διαταγών. Προβλέπει τα εξής:

«(1)      Το συντομότερο δυνατό μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών που επιβάλλει το άρθρο 7 σχετικά με την έκδοση σχεδίου διαταγής, ο υπουργός υποβάλλει μονομερώς στο [High] Court αίτηση για την έκδοση [διαταγής] με το περιεχόμενο του αντίστοιχου σχεδίου διαταγής.

(2)      Το [High] Court, κατά την ερήμην των ενδιαφερομένων εξέταση της αιτήσεως που υποβλήθηκε κατά την παράγραφο 1, εφόσον κρίνει ότι έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 και ότι η εκτίμηση του υπουργού δυνάμει του εν λόγω άρθρου ήταν εύλογη και δεν ενέχει νομικό σφάλμα, εκδίδει διαταγή με το περιεχόμενο του υποβληθέντος σχεδίου διαταγής (ή με το περιεχόμενο αυτού όπως τροποποιήθηκε […]).

(3)      Εάν με το σχέδιο διαταγής ο υπουργός εξέφρασε πρόθεση διατηρήσεως ή αποκαταστάσεως της οικονομικής θέσεως ενός πιστωτικού ιδρύματος, και εφόσον το [High] Court κρίνει ότι ο υπουργός εξέδωσε το σχέδιο διαταγής ή τμήμα αυτής με την εν λόγω πρόθεση, το [High] Court διαπιστώνει με την οικεία διαταγή ότι η διαταγή ή το επίμαχο τμήμα της συνιστά μέτρο εξυγιάνσεως κατά την έννοια της [οδηγίας 2001/24].

[…]»

17.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του νόμου ορίζει ότι το επίμαχο ενδιαφερόμενο ίδρυμα, ή οποιοσδήποτε μέτοχός του, μπορεί με αίτησή του προς το High Court να ζητήσει την ακύρωση της διαταγής. Κατά την παράγραφο 3, το High Court «ακυρώνει τη διαταγή, μόνον εφόσον κρίνει ότι δεν τηρήθηκε οποιαδήποτε εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 7 ή ότι η γνώμη του υπουργού κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, δεν ήταν εύλογη ή ενείχε νομικό σφάλμα». Εναλλακτικώς, το High Court μπορεί, κατά την παράγραφο 4, να τροποποιήσει τη διαταγή αντί να την ακυρώσει, εφόσον διαπιστωθεί οποιαδήποτε εκ των εν λόγω νομικών πλημμελειών.

18.      Το άρθρο 47 του νόμου ορίζει ότι στη διαταγή περιλαμβάνεται ρήτρα κατά την οποία ο υπουργός δύναται να ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα μπορούν να ασκήσουν οι μέτοχοι του οικείου ιδρύματος κατά τη Γενική Συνέλευση, αντ’ αυτών.

19.      Κατά την παράγραφο 52 του νόμου, «[κ]άθε διαταγή που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος νόμου για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της οικονομικής θέσεως πιστωτικού ιδρύματος αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων κατά την [οδηγία 2001/24] και οποιοδήποτε νόμο περί μεταφοράς της».

20.      Τέλος, το άρθρο 53 του νόμου ορίζει ότι οι διατάξεις του, καθώς και οποιαδήποτε διαταγή εκδίδεται κατ’ εφαρμογή τους, ισχύουν ανεξαρτήτως των εννόμων αποτελεσμάτων σειράς άλλων διατάξεων που απαριθμούνται στο εν λόγω άρθρο, περιλαμβανομένων των ιρλανδικών νόμων περί εταιριών, υπό την επιφύλαξη αντίθετης προβλέψεως του νόμου. Επιπροσθέτως, το άρθρο 61 κατ’ ουσίαν ορίζει ότι η έκδοση διαταγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε αθέτηση συμβατικής υποχρεώσεως.

II – Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

21.      Στη διάταξη περί παραπομπής διαπιστώνεται ότι η ILP είναι πιστωτικό ίδρυμα ιρλανδικού δικαίου. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, στην ILP ανήκε ο όμιλος Irish Life Group (στο εξής: Irish Life), ο οποίος περιελάμβανε την Irish Life Assurance plc και την Irish Life Investment Managers Ltd.

22.      Η ILPGH είναι ανώνυμη εταιρία ιρλανδικού δικαίου, η οποία ιδρύθηκε βάσει διακανονισμού που εγκρίθηκε από το High Court τον Ιανουάριο 2010 (7). Καθ’ όλη την κρίσιμη περίοδο ήταν εταιρία συμμετοχών στην οποία ανήκε αποκλειστικά η ILP. Η ILPGH δεν διέθετε οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο και δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα, ούτε ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο.

23.      Οι προσφεύγοντες στην κύρια δίκη (από κοινού στο εξής: προσφεύγοντες) είναι μέλη της διοικήσεως και μέτοχοι της ILPGH. Οι G. Dowling, P. McManus και P. Skoczylas είναι φυσικά πρόσωπα, μέτοχοι. Ο P. Skoczylas ήταν επίσης, για κάποιο διάστημα, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ILPGH, εκλεγέν κατά την έκτακτη γενική συνέλευση της ILPGH που πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 2011 (στο εξής: ΕΓΣ). Η Scotchstone Capital Fund Limited είναι εταιρία που ανήκει στον P. Skoczylas, ενώ είναι επίσης μέτοχος της ILPGH.

24.      Από το 2008 και εφεξής, η ILP, όπως και άλλες ιρλανδικές τράπεζες, εξαρτάτο όλο και περισσότερο από την οικονομική στήριξη του κράτους και της Ένωσης. Καθώς περνούσε ο χρόνος και οι χρηματοοικονομικές αναταράξεις της περιόδου αυτής δεν υποχωρούσαν εντελώς, οι προσπάθειες της Ιρλανδικής Κυβέρνησης να στηρίξει τις τράπεζες απέτυχαν να πείσουν τις αγορές τόσο για τη βιωσιμότητα των τραπεζών όσο και για την ικανότητα του κράτους να συνεχίσει να τις στηρίζει. Περί τα τέλη του 2010, είχε καταστεί σαφές ότι απειλείτο σοβαρά η χρηματοοικονομική σταθερότητα του κράτους, λόγω, σε σημαντικό βαθμό, των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει το κράτος υπέρ των τραπεζών. Το κράτος είχε εγγυηθεί τις καταθέσεις που όφειλε να επιστρέψει ο Irish Life μέχρι του ποσού των 26 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου.

25.      Τον Νοέμβριο του 2010, το ιρλανδικό κράτος ανέλαβε δεσμευτικές νομικές υποχρεώσεις έναντι της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, περιλαμβανομένης της υποχρεώσεως να ανακεφαλαιοποιήσει τις βιώσιμες ιρλανδικές τράπεζες στο πλαίσιο του προγράμματος. Στο πλαίσιο του προγράμματος, η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει ΑΠΕΚΕ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας] και ΑΠΕΡ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της ρευστότητας] και να προσδιορίσει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών βάσει των αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύθηκαν στις 31 Μαρτίου 2011. Η Ιρλανδία δεσμεύθηκε νομικά για τη διενέργεια ανακεφαλαιοποιήσεως βάσει των αποτελεσμάτων των ανασκοπήσεων έως την 31η Ιουλίου 2011.

26.      Κατόπιν αυτού, η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας, ως ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, ζήτησε από την ILP να αντλήσει ίδια κεφάλαια ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η εν λόγω απόφαση ήταν δεσμευτική για την ILP, ενώ δεν ασκήθηκε εναντίον της προσφυγή.

27.      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι, κατά την κρίση του, κατά πάσα πιθανότητα α) το απαιτούμενο κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να είχε αντληθεί από ιδιώτες επενδυτές· β) το απαιτούμενο κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να είχε αντληθεί από τους υφιστάμενους μετόχους· και γ) η αποτυχία ανακεφαλαιοποιήσεως εντός της προθεσμίας θα οδηγούσε στην περιέλευση της ILP σε αδυναμία πληρωμών, συνεπεία είτε μαζικών αναλήψεων από τους καταθέτες της ILP, ανακλήσεως της άδειας λειτουργίας της, οχλήσεως για την αποπληρωμή διαφόρων ομολόγων, διακοπής χρηματοδοτήσεως στο πλαίσιο του συστήματος έκτακτης ενισχύσεως σε ρευστότητα (ELA), είτε συνδυασμού ορισμένων ή όλων αυτών των ενδεχομένων. Η εν λόγω περιέλευση σε αδυναμία πληρωμών θα είχε κατά πάσα πιθανότητα δ) καταλήξει στην πλήρη απώλεια της αξίας των μετοχών.

28.      Επίσης, κατά την κρίση του High Court, ε) η περιέλευση της ILP σε αδυναμία πληρωμών θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, συνοδευτεί από εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για το ιρλανδικό κράτος, λόγω είτε μαζικής αναλήψεως καταθέσεων από την τράπεζα και της συνακόλουθης καταπτώσεως της κρατικής εγγυήσεως μέχρι του ποσού των 26 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, μεταδόσεως των συνεπειών στις άλλες τράπεζες, πλήρους ή μερικής αναστολής χρηματοδοτήσεως του κράτους στο πλαίσιο του προγράμματος λόγω μη τηρήσεως των όρων του, επιβολής κυρώσεων δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ, είτε συνδυασμού ορισμένων ή όλων αυτών των ενδεχομένων. Οι αρνητικές συνέπειες για το κράτος θα είχαν κατά πάσα πιθανότητα στ) καταστήσει σοβαρότερη την απειλή για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα των άλλων κρατών μελών καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση του κράτους να επενδύσει στην ανακεφαλαιοποίηση ελήφθη με σκοπό την εκπλήρωση των νομικών του υποχρεώσεων και προς το συμφέρον του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους, των πολιτών του κράτους και των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29.      Το κράτος αποφάσισε να ανακεφαλαιοποιήσει την ILP με την έκδοση υπέρ του υπουργού κοινών μετοχών συνολικής αξίας 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, με κεφάλαιο έκτακτης ανάγκης 0,4 δισεκατομμυρίων ευρώ και με ποσό ύψους 1,1 δισεκατομμυρίου ευρώ το οποίο μπορούσε να τεθεί άμεσα στη διάθεση της τράπεζας. Η τιμή κτήσεως ήταν 0,06345 ευρώ ανά μετοχή, 10 % χαμηλότερη σε σχέση με τη μέση τιμή στην αγορά στις 23 Ιουνίου 2011. Ο υπολογισμός του αριθμού μετοχών που έπρεπε να εκδοθούν έναντι της εισφοράς κεφαλαίου 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ οδήγησε στην απόκτηση από τον υπουργό του 99,2 % της εταιρίας. Όπως αποφάνθηκε το High Court, ζ) η τιμή της μετοχής κατά την ημερομηνία αυτή δεν προέκυψε λόγω χειραγωγήσεως της αγοράς, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγοντες. Η τιμή της μετοχής βρισκόταν σε καθοδική πορεία τα προηγούμενα έτη και σημείωσε δραματική πτώση μετά τη δημοσίευση των πορισμάτων της ΑΠΕΡ και της ΑΠΕΚΕ. Κατά πάσα πιθανότητα, τούτο συνέβη, επειδή στην αγορά υπήρχαν αμφιβολίες για την ικανότητα της ILP να επιτύχει την απαιτούμενη ανακεφαλαιοποίηση με τρόπο ελκυστικό για τους επενδυτές.

30.      Η Επιτροπή ενέκρινε, δυνάμει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, τη διάσωση και ανακεφαλαιοποίηση της ILP μέσω κρατικής επενδύσεως (8). Το σχέδιο εγκρίθηκε επίσης από την αρμόδια εθνική αρχή για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/25/ΕΚ (9).

31.      Την πρόταση του υπουργού υποστήριξε το διοικητικό συμβούλιο της ILP, το οποίο θεώρησε ότι η ILP δεν είχε στη διάθεσή της καμία άλλη επιλογή, προκειμένου να επιτύχει την απαιτούμενη ανακεφαλαιοποίηση. Η ΕΓΣ συνεκλήθη με σκοπό τη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων. Ωστόσο, η πρόταση δεν έγινε δεκτή από τους ψηφίσαντες κατά την ΕΓΣ μετόχους, οι οποίοι ήθελαν να διερευνήσουν άλλες τρόπους για την άντληση του απαιτούμενου κεφαλαίου, και έδωσαν εντολή στο διοικητικό συμβούλιο να ζητήσει παράταση της ανακεφαλαιοποιήσεως.

32.      Ούτε ο υπουργός ούτε η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας ήταν διατεθειμένοι να επιδιώξουν τη χορήγηση της παρατάσεως αυτής, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της πηγής της προθεσμίας, θα απαιτούσε τη συναίνεση του Συμβουλίου, της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επομένως, στις 25 Ιουλίου 2011, ο υπουργός κατήρτισε σχέδιο διαταγής κατά τις διατάξεις του νόμου. Ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιρλανδίας γνωστοποίησε τις απόψεις του, οι οποίες ήταν υπέρ του σχεδίου διαταγής, καθώς αυτό μπορούσε να οδηγήσει σε επίτευξη των σκοπών του νόμου. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας παρέπεμψε τον υπουργό σε επιστολή που είχε συντάξει κατόπιν της ΕΓΣ, στην οποία εκτίθενται οι απόψεις των διαφωνούντων μετόχων.

33.      Η μονομερής αίτηση εκδόσεως διαταγής υπεβλήθη στο High Court και έγινε δεκτή από αυτό στις 26 Ιουλίου 2011 (στο εξής: διαταγή), με αποτέλεσμα ο υπουργός να αποκτήσει το 99,2 % των μετοχών που είχε εκδώσει η ILPGH. Ως εκ τούτου, κατέστη αναγκαία η διαγραφή των μετοχών της εταιρίας από τους καταλόγους εισηγμένων εταιριών στην Ιρλανδία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με την προσφυγή τους της 3ης Αυγούστου 2011, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το High Court να ακυρώσει τη διαταγή δυνάμει του άρθρου 11 του νόμου. Καθώς είχε αμφιβολίες ως προς το εάν τα μέτρα που πρότεινε ο υπουργός ήταν αναγκαία, μη εύλογα ή ενείχαν νομική πλάνη, το High Court αποφάσισε στις 2 Δεκεμβρίου 2014 να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«(1)      Απαγορεύει η [δεύτερη οδηγία] υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, περιλαμβανομένων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, την έκδοση [δ]ιαταγής δυνάμει του άρθρου 9 του [νόμου], κατόπιν εκτιμήσεως του υπουργού ότι η έκδοσή της είναι αναγκαία, εάν η εν λόγω διαταγή έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κεφαλαίου μιας εταιρίας χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως· τη χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως παράδοση νέων μετοχών χωρίς προηγούμενη προσφορά τους κατά προτεραιότητα στους παλαιούς μετόχους· τη μείωση της ονομαστικής αξίας των μετοχών της εταιρίας χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως και, προκειμένου να υλοποιηθούν τα ανωτέρω, την τροποποίηση των καταστατικών εγγράφων της εταιρίας χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως;

(2)      Αντίκειται η διαταγή την οποία εξέδωσε το High Court δυνάμει του άρθρου 9 του [νόμου] σχετικά με την [εταιρία] και την [τράπεζα] στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης;»

34.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι προσφεύγοντες, η ILP, η ILPGH, η Ιρλανδική, η Ιταλική και η Κυπριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 19 Απριλίου 2016, ανέπτυξαν προφορικές παρατηρήσεις οι προσφεύγοντες, η ILP, η ILPGH, η Ιρλανδία και η Επιτροπή.

III – Ανάλυση

 Α       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

35.      H χρηματοοικονομική κρίση δεν έχει υπάρξει μόνον η αφορμή σειράς σημαντικών αποφάσεων του Δικαστηρίου (10). Έχει, επίσης, οδηγήσει σε δίκες σχετικά με τη λήψη μέτρων για τη διάσωση προβληματικών πιστωτικών ιδρυμάτων (11). Συνήθως, με τα εν λόγω μέτρα απαιτείται «κατανομή των βαρών», προκειμένου, πρώτον, να μειωθεί το ποσό της δημόσιας χρηματοδοτικής συνδρομής και, δεύτερον, να αποτραπεί η κερδοσκοπία μέσω επιχειρηματικών σχεδίων υψηλού ρίσκου (ούτως καλούμενη συμπεριφορά ηθικού κινδύνου). Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η προσφυγή της κύριας δίκης αφορά μέτρα αυτού του είδους.

36.      Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται, πρώτον, ότι η δεύτερη οδηγία έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή σε εταιρίες όπως η ILP και η ILPGH, και, δεύτερον, ότι η ILP αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και υποχρεούτο να εφαρμόσει την απόφαση που είχε εκδώσει η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας. Αντιθέτως, οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά της νομιμότητας των μέτρων που έλαβε ο υπουργός. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζουν ότι μπορούσαν να ληφθούν άλλα, ηπιότερα μέτρα που δεν θα συνεπάγονταν την παράκαμψη της εγκρίσεως εκ μέρους της γενικής συνελεύσεως της ILPGH, η οποία, κατά την άποψή τους, συνιστά παράβαση των άρθρων 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας.

37.      Πράγματι, το κύριο επιχείρημα των προσφευγόντων συνίσταται στο ότι πιστωτικό ίδρυμα είναι η ILP και όχι η ILPGH. Υποστηρίζουν ότι, για τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ιρλανδικής οικονομίας, ο υπουργός μπορούσε και όφειλε να έχει περιορίσει την έκταση της παρεμβάσεώς του στην ILP, αντί να ζητήσει από το High Court να καταστήσει την ILPGH τον κύριο στόχο των επίμαχων μέτρων. Κατά την άποψή τους, η ILPGH δεν είναι παρά εταιρία συμμετοχών με μετοχικό κεφάλαιο χωριστό από αυτό της ILP, η οποία δεν δεσμευόταν από την απόφαση που είχε λάβει η Κεντρική Τράπεζα της Ιρλανδίας, ούτε εν προκειμένω ευθυνόταν για τις πράξεις και τις παραλείψεις της ILP.

38.      Η εξέταση του εν λόγω επιχειρήματος δεν είναι απαραίτητη, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το High Court. Παρά ταύτα, καθώς φαίνεται ότι τούτο θα διευκόλυνε το High Court να αποφανθεί επί της προσφυγής της κύριας δίκης, θα εξετάσω περαιτέρω το συγκεκριμένο επιχείρημα κατά την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η οποία κατά τη γνώμη μου συμπληρώνει την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Συνεπώς, θα ολοκληρώσω τις παρούσες προτάσεις, δίνοντας κοινή απάντηση σε αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα.

 Β       Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

39.      Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι διατυπωμένο με γενικό τρόπο, χωρίς να αναφέρεται στις συγκεκριμένες και μόνον περιστάσεις της κύριας δίκης. Εξ αυτού συνάγω ότι το High Court ζητεί, πρωτίστως, από το Δικαστήριο να απαντήσει επί της αρχής. Συνεπώς, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, με το πρώτο του προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν οι διατάξεις των άρθρων 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και η απειλή κατά της σταθερότητας ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ιρλανδία και του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μεταδόσεως σε άλλα κράτη μέλη, τα δικαστήρια δύνανται πράγματι να διατάξουν την εξαγορά από την κυβέρνηση, χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως, ανώνυμης εταιρίας, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, είναι συστημικής σημασίας για την οικονομία αυτού του κράτους μέλους, ενώ δεν μπορεί, αυτοβούλως, να ικανοποιήσει τις επιβληθείσες από το κράτος μέλος κανονιστικές απαιτήσεις σχετικά με την προληπτική εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

40.      Συνεπώς, το κεντρικό σημείο του υπό εξέταση ζητήματος συνίσταται, εκ νέου, στο ζήτημα των ορίων της εξουσίας της Κυβερνήσεως να λάβει, σε περίοδο κρίσεως, υπό τον έλεγχό της προβληματικό πιστωτικό ίδρυμα που αποτελεί έναν εκ των πυλώνων της οικονομίας. Εν προκειμένω, το επίμαχο όριο τίθεται από το δικαίωμα αρνησικυρίας, συλλογικώς στο πλαίσιο γενικής συνελεύσεως, επί εξαγοράς αυτού του είδους, το οποίο οι μέτοχοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης –στη συγκεκριμένη υπόθεση από τα άρθρα 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας.

2.      Η γενική προσέγγιση επί της οποίας πρέπει να βασιστεί η απόφαση του Δικαστηρίου

41.      Όπως επισήμανα στο εισαγωγικό μέρος των παρουσών προτάσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει την προσέγγιση που πρότεινα στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (12). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε επίσης, μεταξύ άλλων, τα όρια της παρεμβάσεως του κράτους στον προβληματικό χρηματοπιστωτικό τομέα, τα οποία τίθενται βάσει των διατάξεων του εταιρικού δικαίου της Ένωσης, καίτοι στο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων. Θα εκθέσω κάτωθι, στα σημεία 44 έως 51, ποιο ήταν το αντικείμενο της υποθέσεως αυτής και γιατί αυτή είναι παρόμοια με την υπό κρίση υπόθεση.

42.      Ωστόσο, πριν από αυτό, θα ξεκινήσω υπενθυμίζοντας μια βασική αρχή: την αυτοτέλεια της νομικής προσωπικότητας των ανωνύμων εταιριών, που συνιστά ακρογωνιαίο λίθο της εσωτερικής αγοράς και, ιδίως, την ελευθερία εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στα άρθρα 49, παράγραφος 2, και 54, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (13). Το γεγονός ότι ανώνυμη εταιρία ενδέχεται να αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες δεν δικαιολογεί, αυτό καθ’ εαυτό, την κατάργηση των δικαιωμάτων των μετόχων που απορρέουν από τη δεύτερη οδηγία (14). Σε αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 17 της δεύτερης οδηγίας (15) θα στερείτο νοήματος.

43.      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα που προέβαλαν η ILP, η ILPGH και η Ιρλανδία ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ δικαιολογεί παρεκκλίσεις από τη δεύτερη οδηγία για λόγους προληπτικής εποπτείας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και, επίσης, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί πως η φήμη του εθνικού χρηματοπιστωτικού τομέα της αγοράς δύναται, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει περιορισμούς της ελευθερίας κινήσεως (16) πρέπει να απορριφθεί άμεσα. Πράγματι, σε τομείς πλήρως εναρμονισμένους στο επίπεδο της Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του επίμαχου μέτρου εναρμονίσεως και όχι υπό το πρίσμα των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου (17). Επιπροσθέτως, φαίνεται πως το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει και απορρίψει ένα παρόμοιο επιχείρημα (18).

44.      Πάντως, όπως επί της ουσίας έχω ήδη τονίσει στα σημεία 93 έως 121 των προτάσεών μου στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (19), και στις οποίες παραπέμπω για λεπτομέρειες, διαφωνώ με την άποψη των προσφευγόντων ότι η δεύτερη οδηγία απαγορεύει στα κράτη μέλη τη λήψη επειγόντων μέτρων για τη διατήρηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στο έδαφός τους, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μεταδόσεως. Ειδικότερα, συμμερίζομαι τις αμφιβολίες που εξέφρασε το High Court (20) περί του ότι η νομολογιακή γραμμή στην οποία στο εξής θα αναφέρομαι ως νομολογία Παφίτης (21) παρέχει έρεισμα για την ερμηνεία της δεύτερης οδηγίας υπό την έννοια που προτείνουν οι προσφεύγοντες, για τους λόγους που παρατίθενται στις προαναφερθείσες προτάσεις.

45.      Καταρχάς, από την άποψη των πραγματικών περιστατικών, ακριβώς όπως και στην υπόθεση Kotnik κ.λπ., θα ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση ότι τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προέκυψε η νομολογία Παφίτης διαφέρουν ουσιωδώς από τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων που επί του παρόντος εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Πράγματι, όπως αναφέρθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μολονότι το Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 57 της αποφάσεως Παφίτης κ.λπ. (22), ότι η δεύτερη οδηγία εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση «απλού καθεστώτος εξυγιάνσεως» –όπως επί των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως– εντούτοις δεν έλαβε θέση επί μέτρων εξυγιάνσεως που πρέπει να χαρακτηριστούν ως έκτακτα.

46.      Δεύτερον, κύριος σκοπός της δεύτερης οδηγίας και, ιδίως, του άρθρου της 25 είναι, κατ’ ουσίαν, η διατήρηση της ισορροπίας των αρμοδιοτήτων των διαφορετικών οργάνων της ανώνυμης εταιρίας (καθώς και των δικαιωμάτων των επιμέρους μετόχων), ιδίως σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ τους (23), και όχι η απαγόρευση σε κράτος μέλος να παρέμβει, όσον αφορά εταιρία αυτού του είδους, προκειμένου να αντιμετωπίσει σοβαρή οικονομική διαταραχή ενδεχομένως μεταδοτικού χαρακτήρα. Πράγματι, στην ίδια την οδηγία προβλέπεται ότι ενδέχεται να είναι αναγκαία η θέσπιση από κράτος μέλος νομοθεσίας που συνιστά επέμβαση στις αρμοδιότητες της γενικής συνελεύσεως, οσάκις τούτο είναι απαραίτητο για την αποφυγή επικείμενης σοβαρής ζημίας (24).

47.      Τέλος, όσον αφορά το τελευταίο ζήτημα, το επίπεδο της ευρωπαϊκής συνεργασίας και ολοκληρώσεως σε χρηματοοικονομικά και νομισματικά ζητήματα, όπως ορθά επισημάνθηκε από την Ιρλανδία, έχει αυξηθεί σημαντικά από τότε που εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις – σε επίπεδο τόσο πρωτογενούς (25) όσο και παράγωγου δικαίου (26). Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που το Δικαστήριο δεν πρέπει να ακολουθήσει με αυστηρότητα τη νομολογία Παφίτης κ.λπ.

48.      Επιπροσθέτως, κατά την άποψή μου, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά ζητήματα θεμελιωδώς διαφορετικά από αυτά της υποθέσεως Kotnik κ.λπ.

49.      Προφανώς, τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως Kotnik κ.λπ. δεν είναι πανομοιότυπα με αυτά που αποτελούν τη βάση της προσφυγής της κύριας δίκης. Ενώ η υπόθεση Kotnik κ.λπ. αφορούσε τη λήψη μέτρου «διασώσεως με ίδια μέσα» όσον αφορά μετοχές, υβριδικούς τίτλους και χρεωστικούς τίτλους μειωμένης εξασφαλίσεως, στην υπό κρίση υπόθεση, η διαταγή είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Εντούτοις, το συνδυαστικό αποτέλεσμα της μαζικής αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου της ILGPH και της αδυναμίας των μετόχων να ασκήσουν το δικαίωμα προτιμήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης ήταν να στερήσει τους αρχικούς μετόχους, οι οποίοι επί του παρόντος κατέχουν λιγότερο από 1 % των μετοχών, από την επιρροή που σε διαφορετική περίπτωση οι μετοχές τους θα τους επέτρεπαν να ασκήσουν –με άλλα λόγια, να οδηγήσει στην αποδυνάμωση των δικαιωμάτων τους. Επομένως, εν τοις πράγμασι, η διαταγή περιέχει επίσης μέτρο κατανομής των βαρών (27).

50.      Επιπλέον, είναι επίσης αληθές ότι η υπόθεση Kotnik κ.λπ. αφορά κυρίως το δίκαιο περί κρατικών ενισχύσεων και λιγότερο το εταιρικό δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε στην υπόθεση αυτή, το Ustavno sodišče (Συνταγματικό Δικαστήριο, Σλοβενία) ζήτησε να διευκρινιστεί εάν ορισμένα σημεία μιας ανακοινώσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων στον τραπεζικό τομέα (28) αντιβαίνουν προς την αναδιατυπωμένη μορφή της δεύτερης οδηγίας, ήτοι την οδηγία 2012/30/ΕΕ (29) (πράγμα το οποίο κατά την άποψή μου δεν συμβαίνει). Προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση, τόνισα ότι η ευρεία ερμηνεία του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος συνεπάγεται την ανάλυση, επιπροσθέτως, του ζητήματος εάν οι εθνικές διατάξεις που εξουσιοδοτούν την εθνική κεντρική τράπεζα να λάβει μέτρα κατανομής βαρών, όπως προβλέπεται στην εν λόγω ανακοίνωση, συμβιβάζονται με την οδηγία αυτή. Στις προαναφερθείσες προτάσεις, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο ευρύτερα διατυπωμένο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι ότι, υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες ανέκυψε η εν λόγω υπόθεση, οι διατάξεις αυτές δεν είναι αντίθετες προς την οδηγία 2012/30.

51.      Επομένως, κατά την άποψή μου, τα ζητήματα που τίθενται με το πέμπτο ερώτημα στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. και αυτά τα οποία εγείρονται στην υπό κρίση υπόθεση ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό. Συνεπώς, στις δύο υποθέσεις πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια προσέγγιση.

3.      Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υποθέσεως της κύριας δίκης

52.      Εξέθεσα ανωτέρω στο σημείο 44 τη γενική προσέγγιση στην οποία πρέπει να βασιστεί το Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση υποθέσεως. Στο σημείο αυτό, επιθυμώ να υπογραμμίσω ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

 Χρηματοοικονομικό και οικονομικό πλαίσιο της ανακεφαλαιοποιήσεως

53.      Όσον αφορά το χρηματοοικονομικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα η ανακεφαλαιοποίηση, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ήταν έκτακτο –και όχι απλώς από την εθνική οπτική. Πράγματι, ήταν τόσο έκτακτο που το Συμβούλιο συμφώνησε, στην εκτελεστική απόφαση (βλ. ειδικότερα τη δεύτερη αιτιολογική της σκέψη), ότι δικαιολογούσε την υιοθέτηση του προγράμματος. Η Επιτροπή συμφώνησε, εγκρίνοντας, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων που ελήφθησαν για τη διάσωση και αναδιάρθρωση της ILP, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σοβαρή διαταραχή της ιρλανδικής οικονομίας (βλ. σημείο 30 ανωτέρω). Ουδεμία εξ αυτών των αποφάσεων έχει προσβληθεί, με αποτέλεσμα οι πολιτικές εκτιμήσεις που πραγματοποιήθηκαν με αυτές να είναι οριστικές.

54.      Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο ομολογουμένως –και ορθώς– έχει αποφανθεί, με τη νομολογία Παφίτης, ότι το γεγονός πως εθνικές ρυθμίσεις χαρακτηρίζονται εσωτερικώς ως «ειδικές» ή «εξαιρετικές» δεν δικαιολογεί αυτό καθ’ εαυτό παρέκκλιση από τις διατάξεις της δεύτερης οδηγίας (30). Ωστόσο, η εν λόγω νομολογία δεν πρέπει να ερμηνευθεί εσφαλμένα υπό την έννοια ότι εκτείνεται σε καταστάσεις διεθνούς σημασίας όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης.

55.      Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι είμαι πιο επιφυλακτικός όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Ιρλανδία υποχρεούτο κατά το δίκαιο της Ένωσης να προβεί σε ανακεφαλαιοποίηση, όπως και έπραξε. Το επιχείρημα αυτό προβάλλεται από την ILP, την ILPGH και την Ιρλανδία, με σκοπό την περαιτέρω διαφοροποίηση της υπό κρίση υποθέσεως από τη νομολογία Παφίτης. Ασφαλώς, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της εκτελεστικής αποφάσεως, είχε συμφωνηθεί ότι η Ιρλανδία θα αναλάμβανε δράση προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εθνικές τράπεζες έχουν κεφαλαιακή επάρκεια υπό μορφή ιδίων κεφαλαίων, εφόσον παρίστατο αναγκαίο, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι αυτές σέβονται τις ελάχιστες κανονιστικές απαιτήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του προγράμματος χρηματοοικονομικής στηρίξεως της Ένωσης, ενώ πραγματοποιούν απομόχλευση με στόχο να επιτευχθεί η αναλογία δανείων προς καταθέσεις. Επιπλέον, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 7, στοιχείο ζʹ, η Ιρλανδία επρόκειτο να ανακεφαλαιοποιήσει τις εθνικές τράπεζες έως το τέλος του Ιουλίου 2011, υπό την επιφύλαξη της κατάλληλης προσαρμογής για τις αναμενόμενες πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων της ILP, βάσει της ΑΠΕΚΕ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας] και της ΑΠΕΡ [ανασκόπηση της προληπτικής εκτίμησης της ρευστότητας]. Ωστόσο, η εκτελεστική απόφαση δεν προέβλεπε υποχρέωση της Ιρλανδίας να προβεί σε ανακεφαλαιοποίηση κατά τον τρόπο που ορίζεται στη διαταγή. Το ζήτημα αυτό έπρεπε να αποφασιστεί αποκλειστικά από την Ιρλανδία. Με άλλα λόγια, το High Court δεν υποχρεούτο κατά το δίκαιο της Ένωσης να εκδώσει τη διαταγή.

56.      Επιπροσθέτως, η «υποχρέωση» ανακεφαλαιοποιήσεως αποτελούσε μέρος του ανταλλάγματος που δόθηκε για τη χρηματοοικονομική συνδρομή βάσει του προγράμματος στηρίξεως που η Ιρλανδία έλαβε κατόπιν δικού της αιτήματος. Πράγματι, κατά τα άρθρα 1, παράγραφος 4, και 3, παράγραφος 2, της εκτελεστικής αποφάσεως, η ανακεφαλαιοποίηση των εθνικών τραπεζών, περιλαμβανομένης της ILP, ήταν απλώς όρος της βοήθειας. Συναφώς, όπως ορθά επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκτελεστική απόφαση ερείδεται εν τέλει στο άρθρο 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, διάταξη η οποία προβλέπει την παροχή «[χρηματοδοτικής ενισχύσεως]» υπό «όρους», χωρίς να χορηγεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρμοδιότητα θέσεως δεσμευτικών στόχων οικονομικής πολιτικής (31).

57.      Επομένως, δεν είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε μονομερώς υποχρέωση. Για τον ίδιο λόγο, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος εάν, όπως υποστηρίζει η Ιταλική Κυβέρνηση, ο κανονισμός 407/2010 και, αντιστοίχως, η εκτελεστική απόφαση αποτελεί ειδική ρύθμιση έναντι της δεύτερης οδηγίας.

 β)     Φύση του επίμαχου μέτρου

58.      Ένας άλλος παράγοντας που θα ήθελα να τονίσω είναι η φύση της διαταγής. Η διαταγή αυτή εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία που ορίζεται στον νόμο, από το High Court, ήτοι ένα αμερόληπτο και ανεξάρτητο όργανο. Συνιστά δικαστική απόφαση. Το στοιχείο αυτό επίσης διαφοροποιεί την υπό κρίση υπόθεση από τη νομολογία Παφίτης. Στην εν λόγω υπόθεση, αποφάσιζε αποκλειστικά ο αρμόδιος υπουργός, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, περί της θέσεως επιχειρήσεων με σοβαρές οικονομικές δυσχέρειες υπό το καθεστώς που προέβλεπε η εν λόγω νομοθεσία. Ο υπουργός είχε, επίσης, την εξουσία να μεταβιβάσει τις θιγόμενες επιχειρήσεις σε επιχείρηση στην οποία είχε ανατεθεί η αναδιάρθρωσή τους και της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο ανήκε εξ ολοκλήρου στο κράτος και να εγκρίνει αποφάσεις της εν λόγω εταιρίας περί αυξήσεως του κεφαλαίου των θιγομένων επιχειρήσεων. Η νομολογία αυτή αφορούσε, επομένως, απεριόριστη κυβερνητική παρέμβαση στην αυτονομία ανώνυμης εταιρίας.

59.      Το γεγονός ότι η διαταγή εκδόθηκε από δικαστήριο επιβάλλει κάποιες περαιτέρω παρατηρήσεις. Πράγματι, με τη δεύτερη οδηγία αναγνωρίζεται η σημασία και το κύρος δικαστικών αποφάσεων, καθώς γίνεται μνεία αυτών σε σειρά περιπτώσεων (32). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 30 της δεύτερης οδηγίας, η μείωση του κεφαλαίου δεν τίθεται προς έγκριση στη γενική συνέλευση, εφόσον επιβάλλεται με απόφαση δικαστηρίου. Συναφώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας διαφοροποιεί περαιτέρω τα δικαστήρια από ορισμένες άλλες ανεξάρτητες αρχές οι οποίες, μολονότι δεν είναι υπόλογες στις εθνικές κυβερνήσεις, σαφώς δεν είναι ανεπηρέαστες από πολιτικές εκτιμήσεις (33).

60.      Ωστόσο, οι προσφεύγοντες, επικαλούμενοι σειρά αποφάσεων των ιρλανδικών δικαστηρίων (34), διατείνονται ότι η διαταγή δεν αποτελεί διάταξη δικαστηρίου αλλά επί της ουσίας διοικητική απόφαση προσωρινού χαρακτήρα.

61.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

62.      Καταρχάς, οι αποφάσεις που επικαλούνται οι προσφεύγοντες εκδόθηκαν, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του καθορισμού, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, της εκτάσεως του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως διαταγής κατά το άρθρο 11 του νόμου. Καθώς η διαταγή εκδόθηκε από δικαστήριο και όχι από τη διοίκηση, κρίθηκε ότι δεν ήταν δυνατή η διενέργεια του συνήθους δικαστικού ελέγχου διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, το εν λόγω ζήτημα του εθνικού δικαίου δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι υφίσταται δικαστική απόφαση κατά την έννοια της δεύτερης οδηγίας.

63.      Δεύτερον, το γεγονός ότι η διαταγή εκδόθηκε ερήμην των ενδιαφερομένων, ή ότι μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 11 του νόμου, αποτελεί ζήτημα του ιρλανδικού δικονομικού δικαίου άνευ σημασίας για την ερμηνεία της δεύτερης οδηγίας. Οφείλω να προσθέσω ότι το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο υπουργός δεν παρέλειψε να αναφερθεί, ενώπιον του High Court, ευθέως στην απόφαση της πλειοψηφίας των μετόχων κατά την ΕΓΣ.

64.      Τέλος, από το επιχείρημα των προσφευγόντων συνάγεται ότι τα ιρλανδικά δικαστήρια επικύρωσαν τυπικώς την πρόταση διαταγής του υπουργού, χωρίς να εξετάσουν καθόλου την ορθότητά της. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη αυτή.

65.      Συνεπώς, για τους σκοπούς εφαρμογής της δεύτερης οδηγίας, η διαταγή είναι δικαστική απόφαση και όχι απλό διοικητικό μέτρο.

 γ)     Η σημασία της οδηγίας 2001/24

66.      Εν συνεχεία, η Ιρλανδία υποστηρίζει, χωρίς να αμφισβητείται από την ILP και την ILPGH, ότι η διαταγή αποτελεί «μέτρο εξυγίανσης» κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24. Διατεινόμενη ότι η οδηγία 2001/24 αποτελεί μεταγενέστερη και ειδικότερη ρύθμιση σε σχέση με τη δεύτερη οδηγία, η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το μέτρο αυτό κατισχύει των απορρεόντων από τη δεύτερη οδηγία δικαιωμάτων των μετόχων.

67.      Στις προτάσεις μου στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (35) τόνισα ότι ένα «μέτρο εξυγίανσης» υφίσταται όταν συντρέχουν σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις: πρέπει i) να έχει ληφθεί από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους· ii) να αποσκοπεί στη διαφύλαξη ή αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως πιστωτικού ιδρύματος· και iii) δυνητικώς, να θίγει τα δικαιώματα τρίτων. Φαίνεται ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται ως προς τη διαταγή (36).

68.      Ωστόσο, φρονώ ότι παρέλκει η επίλυση του ζητήματος εάν η οδηγία 2001/24 υπερισχύει των διατάξεων της δεύτερης οδηγίας. Δεδομένου ότι η πρώτη εκδόθηκε πολλά έτη μετά τη δεύτερη, εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί η οδηγία 2001/24 δεν ορίζει ότι αυτή κατισχύει της δεύτερης οδηγίας (37).

69.      Επιπροσθέτως, οι δύο οδηγίες έχουν διαφορετική νομική βάση (38) και διαφορετικό προσωπικό πεδίο εφαρμογής (η δεύτερη οδηγία έχει εφαρμογή σε ανώνυμες εταιρίες, ενώ η οδηγία 2001/24 σε πιστωτικά ιδρύματα). Οι σκοποί τους είναι επίσης διαφορετικοί: ενώ ο σκοπός της δεύτερης οδηγίας συνίσταται στο να «εξασφαλισθεί μια ελάχιστη ισοδύναμη προστασία τόσο των μετόχων όσον και των πιστωτών των [ανώνυμων εταιριών]» (39), η οδηγία 2001/24 απλώς θεσπίζει, όπως επισημαίνεται από την Επιτροπή, σύστημα αμοιβαίας αναγνωρίσεως εθνικών μέτρων εξυγιάνσεως και εκκαθαρίσεως, χωρίς να αποσκοπεί στην εναρμόνιση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών, όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη της (40). Επομένως, κατά την άποψή μου, δεν είναι σαφές ότι οι δύο νομικές πράξεις συγκρούονται μεταξύ τους.

70.      Αντιθέτως, φρονώ ότι οι δύο οδηγίες τείνουν να αλληλοσυμπληρώνονται. Αφενός, με την απόφαση Παφίτης κ.λπ. (41) διευκρινίστηκε ότι η δεύτερη οδηγία έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή σε ανώνυμες εταιρίες, ανεξαρτήτως του εάν αυτές έχουν την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Αφετέρου, η οδηγία 2001/24 δεν ρυθμίζει τα δικαιώματα των μετόχων. Πράγματι, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2001/24, «[ο]ρισμένα μέτρα, ιδίως όσα θίγουν [τα δικαιώματα των μετόχων], δεν χρειάζεται να καλυφθούν από την παρούσα οδηγία για να παράγουν πλήρη αποτελέσματα στα κράτη μέλη, εφόσον, βάσει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο του κράτους καταγωγής». Ως εκ τούτου, με την αιτιολογική σκέψη 10 ορίζεται ότι «οι μέτοχοι […] δεν πρέπει να θεωρούνται ως “τρίτοι” κατά την εφαρμογή της» οδηγίας 2001/24.

71.      Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την Κυπριακή Κυβέρνηση ότι κατ’ ουσίαν οι δύο οδηγίες πρέπει να ερμηνεύονται ομοιόμορφα, προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα και η συνοχή του δικαίου της Ένωσης.

72.      Εν προκειμένω, φρονώ ότι η πλέον συνεκτική ερμηνεία είναι αυτή κατά την οποία, αφενός, τα μέτρα εξυγιάνσεως που θίγουν τα δικαιώματα των μετόχων δεν διέπονται από την οδηγία 2001/24 αλλά από το δίκαιο του κράτους καταγωγής –στην υπό κρίση υπόθεση από το ιρλανδικό δίκαιο, και πιο συγκεκριμένα τον νόμο– και, αφετέρου, όπως τόνισα ανωτέρω στα σημεία 58 και 59, η δεύτερη οδηγία αναγνωρίζει εγγενώς το κύρος των δικαστικών αποφάσεων.

4.      Συμπερασματικές παρατηρήσεις

73.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, φρονώ ότι η υπό κρίση υπόθεση εγείρει ως επί το πλείστον τα ίδια ζητήματα με την υπόθεση Kotnik κ.λπ. και πρέπει να αντιμετωπιστεί κατά βάση με τον ίδιο τρόπο. Τούτο επιβεβαιώνεται από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης.

74.      Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται, στην περίπτωση αυτή, ότι τούτο θα ισοδυναμούσε με αναδρομική επανεξέταση από το Δικαστήριο της νομολογίας του, αντίθετα προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

75.      Η κριτική αυτή είναι εντελώς αβάσιμη.

76.      Καταρχάς, η άποψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφορά μεταξύ συγκεκριμενοποιήσεως ή ερμηνείας της νομολογίας, αφενός, και αποκλίσεως από αυτήν, αφετέρου (το Δικαστήριο το επισημαίνει ρητώς όταν πρόκειται να αποκλίνει από τη νομολογία του (42)). Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν οδηγούμαστε σε απόκλιση από τη νομολογία Παφίτης —τουναντίον, η νομολογία αυτή επιβεβαιώνεται επί της αρχής. Πρόκειται για απλό παράδειγμα διακρίσεως μεταξύ διαφορετικών καταστάσεων και εφαρμογής της σχετικής νομολογίας.

77.      Δεύτερον, σχετικά με το ζήτημα της αναδρομικής εφαρμογής, αρκεί να αναφερθεί ότι οι προσφεύγοντες έχουν δίκιο συναφώς. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής που προβλέπουν οι Συνθήκες, το οποίο δεν οδηγεί σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου (43). Εν πάση περιπτώσει, δεν υπεβλήθη αίτημα περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της προδικαστικής αποφάσεως, ούτε είναι πιθανό αυτό να γινόταν δεκτό από το Δικαστήριο (44).

78.      Επομένως, επί της αρχής, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι οι διατάξεις των άρθρων 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και της απειλής κατά της σταθερότητας ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μεταδόσεως σε άλλα κράτη μέλη, τα δικαστήρια δύνανται να διατάξουν την εξαγορά από την κυβέρνηση, χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως, ανώνυμης εταιρίας, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, είναι συστημικής σημασίας για την οικονομία αυτού του κράτους μέλους, ενώ δεν μπορεί, αυτοβούλως, να ικανοποιήσει τις επιβληθείσες από το κράτος μέλος κανονιστικές απαιτήσεις σχετικά με την προληπτική εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

79.      Παρά ταύτα, πρέπει ακόμη να αναλύσω τις ιδιαιτερότητες της παρούσας υποθέσεως. Τούτο αποτελεί αντικείμενο της απαντήσεώς μου στο υποβληθέν δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Γ —       Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

80.      Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, το High Court ερωτά εάν η διαταγή «[αντέκειτο] […] στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

81.      Το εν λόγω συνοπτικό ερώτημα είναι ευθύ και σαφές. Ωστόσο, εγείρει σειρά ζητημάτων περί τον τύπο.

1.      Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και παραδεκτό του προδικαστικού ερωτήματος

82.      Η Κυπριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, καθώς δεν προσδιορίζει ρητώς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ενδεχομένως πρέπει να εξετασθούν.

83.      Είναι αληθές ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα γίνεται αναφορά απλώς στο «δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

84.      Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να προσδιορίσει αυτεπαγγέλτως ποιες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν ενδεχομένως σημασία στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αντιθέτως, τούτο συνιστά υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 94, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας (45).

85.      Επίσης, έχω τη γνώμη ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι διπλά προβληματικό όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου:

86.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης. Τούτο δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα που το άρθρο 267 ΣΛΕΕ απονέμει στο Δικαστήριο (46).

87.      Δεύτερον, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, να αποφανθεί επί της συμφωνίας μέτρων του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ένωσης (47).

88.      Εντούτοις, μολονότι στη διάταξη περί παραπομπής δεν προσδιορίζεται ρητώς η διαφορά του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος από το πρώτο, φρονώ ότι το σκεπτικό της είναι αρκετά σαφές. Ενώ το πρώτο προδικαστικό ερώτημα έχει γενική διατύπωση, καθώς ερωτάται εάν η δεύτερη οδηγία αυτή καθ’ εαυτήν απαγορεύει την εφαρμογή μέτρου που έχει ληφθεί χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως, το οποίο θα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων που οι μέτοχοι αντλούν από την οδηγία αυτή –ερώτημα στο οποίο προτείνω να δοθεί αρνητική απάντηση–, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα γίνεται ειδική μνεία στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης. Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει την ανακεφαλαιοποίηση με τον τρόπο που αυτή πραγματοποιήθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης. Η ασάφεια του όρου «ευρωπαϊκό δίκαιο» δεν πρέπει να αποτελέσει εμπόδιο στο να θεωρηθεί ότι τούτο περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τη δεύτερη οδηγία.

89.      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητά του κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ περιλαμβάνει την παροχή στο εθνικό δικαστήριο των στοιχείων ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα του ήταν χρήσιμα για την έκδοση της δικής του αποφάσεως (48).

90.      Επομένως, όπως προτάθηκε από την Επιτροπή και όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στο σημείο 38, θα δώσω κοινή απάντηση σε αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα.

2.      Επί της ουσίας

91.      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζω ότι, με τη διαταγή, η Ιρλανδία ικανοποίησε τον όρο για την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 7, στοιχείο ζʹ, της εκτελεστικής αποφάσεως. Συναφώς, όπως προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 11 της εκτελεστικής αποφάσεως, «[ο]ι πράξεις των οποίων τη χρηματοδότηση βοηθά η χρηματοοικονομική συνδρομή από μέρους της Ένωσης πρέπει να είναι συμβατές με τις πολιτικές της Ένωσης και να συμμορφώνονται με το ενωσιακό δίκαιο». Τούτο δεν περιλαμβάνει μόνο θετικά δικαιώματα που οι ιδιώτες αντλούν άμεσα από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, περιλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που τα κράτη μέλη οφείλουν να σέβονται κατά την εκτέλεση του δικαίου της Ένωσης (49). Οι εν λόγω γενικές αρχές δεν περιλαμβάνουν μόνο το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη (50), αλλά και την αρχή της αναλογικότητας (51). Ειδικότερα, κατά την προαναφερθείσα αρχή, τα κράτη μέλη οφείλουν να χρησιμοποιούν μέσα τα οποία καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει το εσωτερικό δίκαιο, πλην όμως θίγουν στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους σκοπούς και τις αρχές που θέτει η επίμαχη νομοθεσία της Ένωσης (52).

92.      Εναπόκειται στο High Court, οσάκις προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο διαταγής κατά το άρθρο 11 του νόμου, να εξετάζει εάν έχουν τηρηθεί οι αναφερθείσες στο προηγούμενο σημείο αρχές και, ειδικότερα, εάν η διαταγή αποτελεί το μέτρο που θίγει στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους σκοπούς και τις αρχές που θέτει η δεύτερη οδηγία.

93.      Στο πλαίσιο αυτό, η κύρια κριτική που διατυπώθηκε από τους προσφεύγοντες κατά της διαταγής (βλ. σημείο 37 ανωτέρω) χρήζει προσοχής. Εξ όσων αντιλαμβάνομαι, η κριτική τους δεν έγκειται στο ότι η ανακεφαλαιοποίηση της ILP δεν ήταν αναγκαία ή στο ότι η Ιρλανδική Κυβέρνηση έλαβε υπό τον έλεγχό της την ILP. Έγκειται στο ότι ο υπουργός έλαβε υπό τον έλεγχό του την ILPGH και, συνακόλουθα, κατάσχεσε το φερόμενο κεφάλαιο που αυτή είχε την ημέρα που ετέθη σε ισχύ η διαταγή.

94.      Ούτε στη διάταξη περί παραπομπής ούτε στις γραπτές παρατηρήσεις της ILP και της ILPGH ή της Ιρλανδίας εξηγείται ρητώς γιατί η διαταγή δεν απευθυνόταν μόνο στην τράπεζα, αλλά και στην εταιρία. Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι, ως εταιρία συμμετοχών, η ILPGH είχε ίδιο κεφάλαιο που ανήκε στους μετόχους της και φερόταν να ανέρχεται σε 453 εκατομμύρια ευρώ πριν από την έκδοση της διαταγής. Στο μόνο εδάφιο της διατάξεως περί παραπομπής στο οποίο γίνεται μνεία του ζητήματος αυτού τονίζεται ότι «[τ]ο εισφερθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας δεν συνυπολογίστηκε ως μέρος της ανακεφαλαιοποιήσεως και δεν έχει περιέλθει από την εταιρία στον υπουργό».

95.      Ωστόσο, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνέβαλε στο να διαλυθούν ορισμένες αμφιβολίες περί του ζητήματος αυτού. Η Ιρλανδία υποστήριξε, χωρίς να αμφισβητηθεί από την ILP και ILPGH, ότι η παρέμβαση στο επίπεδο της ILPGH δεν είχε «καμία διαφορά, όσον αφορά τους μετόχους της ILPGH. Εάν ο υπουργός είχε παρέμβει στο επίπεδο της ILP, οι μέτοχοι θα ήλεγχαν το 100 % της ILPGH στην οποία θα ανήκε το 0,8 % της ILP, και δεν θα τους ανήκε το 0,8 % της ILPGH» (53). Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία υποστήριξαν ακολούθως ότι η διαταγή απευθύνθηκε στην ILPGH, και όχι στην τράπεζα, προκειμένου να διασφαλιστούν ορισμένα κέρδη της Ιρλανδίας επί της επενδύσεώς της, καθότι θεωρήθηκε ότι η ILPGH —η οποία, κατά την κυβέρνηση αυτή, επανεισήχθη εν τω μεταξύ στο χρηματιστήριο— ήταν ελκυστικότερη στους πιθανούς αγοραστές.

96.      Οι δηλώσεις αυτές είναι ιδιαίτερης σημασίας. Στηρίζονται στον διακανονισμό που αναφέρθηκε ανωτέρω στο σημείο 22 και αποτέλεσε στοιχείο της δικογραφίας, από τον οποίο προκύπτει ότι το αρχικό κεφάλαιο της ILPGH αντλήθηκε μέσω εισφοράς σε είδος, αποτελούμενης από ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της ILP (ή κάτι παρόμοιο). Επιπροσθέτως, όπως τονίστηκε από το High Court, η ILPGH δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία εκτός της ILP. Βάσει των δηλώσεων αυτών γίνεται, επομένως, αντιληπτή η διαπίστωση του High Court ότι «[η] περιέλευση της ILP σε αδυναμία πληρωμών, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε ως συνέπεια την πλήρη απώλεια της αξίας των μετοχών [της ILPGH]».

97.      Εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι εν λόγω δηλώσεις είναι αληθείς, ο ισχυρισμός των προσφευγόντων ότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η έκδοση της διαταγής πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή τράπεζα αποτελούσε και αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας, πράγμα που σημαίνει ότι η περιέλευση της τράπεζας σε αδυναμία πληρωμών θα οδηγούσε στην πλήρη απώλεια της αξίας των μετοχών της εταιρίας, όπως τονίζεται στη διάταξη περί παραπομπής. Αδυνατώ, επομένως, να αντιληφθώ πώς, στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υπήρξε οποιαδήποτε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων. Αντιθέτως, φαίνεται ότι με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες θέλησαν να αποκτήσουν ένα «ουσιαστικό δώρο», όπως η ILP και η ILPGH το ονόμασαν με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, το οποίο δεν τους προσφέρθηκε από τον υπουργό κατά την ΕΓΣ ή κατόπιν αυτής.

98.      Ως εκ τούτου, φρονώ περαιτέρω ότι παρέλκει η εξέταση των εννόμων συνεπειών της ενδεχόμενης παραβάσεως των άρθρων 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας. Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει η Ιρλανδία, δεν ζητείται εν προκειμένω από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των τυχόν διαθέσιμων διορθωτικών μέτρων, σε περίπτωση που δοθεί θετική απάντηση σε οποιοδήποτε εκ των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων και δεν θα ασχοληθώ περαιτέρω με το εν λόγω ζήτημα.

99.      Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο High Court να εξακριβώσει την αλήθεια όρων αναφέρονται ανωτέρω στο σημείο 95.

100. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στα δύο προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η κοινή απάντηση η οποία διατυπώθηκε ανωτέρω στο σημείο 78, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο κράτος μέλος χρησιμοποιεί μέσα τα οποία καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η έκτακτη νομοθεσία του, ενώ παράλληλα θίγουν στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους σκοπούς και τις αρχές που θέτει η δεύτερη οδηγία. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώσουν εάν συντρέχει η περίπτωση αυτή.

IV – Πρόταση

101. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το High Court (Ιρλανδία) ότι οι διατάξεις των άρθρων 8, 25 και 29 της δεύτερης οδηγίας του Συμβουλίου 77/91/ΕΟΚ, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, της Συνθήκης [ΕΟΚ] για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της, όπως τροποποιήθηκε, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στη νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και της απειλής κατά της σταθερότητας ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος μέλος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μεταδόσεως σε άλλα κράτη μέλη, τα δικαστήρια δύνανται να διατάξουν την εξαγορά από την κυβέρνηση, χωρίς την έγκριση της γενικής συνελεύσεως, ανώνυμης εταιρίας, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, είναι συστημικής σημασίας για την οικονομία αυτού του κράτους μέλους, ενώ δεν μπορεί, αυτοβούλως, να ικανοποιήσει τις επιβληθείσες από το κράτος μέλος κανονιστικές απαιτήσεις σχετικά με την προληπτική εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να χρησιμοποιεί μέσα τα οποία καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η προαναφερθείσα νομοθεσία, ενώ παράλληλα θίγουν στον μικρότερο δυνατό βαθμό τους σκοπούς και τις αρχές που θέτει η δεύτερη οδηγία. Η εξακρίβωση του κατά πόσον τούτο ισχύει εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια.


1 –      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Προτάσεις στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:102).


3 –      Δεύτερη οδηγία του Συμβουλίου 77/91/ΕΟΚ, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 2, της Συνθήκης [ΕΟΚ] για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρίας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 230), όπως τροποποιήθηκε.


4 –      Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2001, L 125, σ. 15).


5 –      Εκτελεστική απόφαση του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την παροχή ενωσιακής χρηματοδοτικής συνδρομής στην Ιρλανδία (ΕΕ 2011, L 30, σ. 34), όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2011/326/ΕΕ του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2011, για την τροποποίηση της εκτελεστικής απόφασης 2011/77/ΕΕ σχετικά με την παροχή ενωσιακής χρηματοδοτικής συνδρομής στην Ιρλανδία (ΕΕ 2011, L 147, σ. 17).


6 –      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2010, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοοικονομικής σταθεροποίησης (ΕΕ 2010, L 118, σ. 1), ο οποίος εκδόθηκε βάσει του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.


7 –      Προκύπτει από εγκύκλιο διακανονισμού σχετικά με τον εν λόγω διακανονισμό, που περιλαμβάνεται στην προσκομισθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, ότι μέχρι τότε η ILP ήταν τόσο η εταιρία συμμετοχών του ομίλου όσο και αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, που ασκούσε την τραπεζική δραστηριότητα του ομίλου. Αναζητώντας μια προτιμότερη δομή του ομίλου, το διοικητικό συμβούλιο της ILP πρότεινε, στις 20 Νοεμβρίου 2009, στους μετόχους να χρησιμοποιήσουν μια νέα εταιρία συμμετοχών, εισηγμένη στα οικεία χρηματιστήρια, ως την αποκλειστική εταιρία συμμετοχών του ομίλου. Προτάθηκε, επομένως, η μέλλουσα εταιρία ILPGH να αποκτήσει την κυριότητα του συνόλου του μετοχικού κεφαλαίου της ILP, ενώ οι υφιστάμενοι μέτοχοι της ILP να καταστούν μέτοχοι της μέλλουσας ILPGH με αναλογία 1:1.


8 –      Απόφαση της Επιτροπής C(2011) 5258 τελικό, της 20ής Ιουλίου 2011, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33311 (2011/N) — Ιρλανδία — Ανακεφαλαιοποίηση με σκοπό τη διάσωση υπέρ της ILPGH (δημοσίευση περιλήψεως στην ΕΕ 2011, C 268, σ. 4 και 5), και απόφαση της Επιτροπής C(2015) 2353 τελικό, της 9ης Απριλίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.33442 (2011/N) — Ιρλανδία — Αναδιάρθρωση της ILPGH (δημοσίευση περιλήψεως στην ΕΕ 2015, C 219, σ. 1 και 2).


9 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ 2004, L 142, σ. 12). Η έγκριση έγινε υπό την επιφύλαξη, μεταξύ άλλων, της ασκήσεως προσφυγής για την ακύρωση της διαταγής που έμελλε να εκδοθεί από το High Court.


10 –      Βλ. αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756) και της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ. (C‑62/14, EU:C:2015:400).


11 –      Βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 24ης Μαρτίου 2011, Abt κ.λπ. (C‑194/10, EU:C:2011:182)· αποφάσεις της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C‑224/12 P, EU:C:2014:213)· Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά Ισλανδίας (E‑16/11, [2013] Δικαστήριο της ΕΖΕΣ, Rep. 4)· της 5ης Μαρτίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português (C‑667/13, EU:C:2015:151)· διάταξη της 15ης Οκτωβρίου 2015, Banco Privado Português και Massa Insolvente do Banco Privado Português κατά Επιτροπής (C‑93/15 P, EU:C:2015:703)· αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2015, HSH Investment Holdings Coinvest-C και HSH Investment Holdings FSO κατά Επιτροπής (T‑499/12, EU:T:2015:840)· και της 28ης Ιανουαρίου 2016 στην υπόθεση Αυστρία κατά Επιτροπής (T‑427/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:41). Βλ., επίσης, υποθέσεις Fih Holding και Fih Erhvervsbank κατά Επιτροπής (T‑386/14)· Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P, C‑9/15 P και C‑10/15 P)· και Mallis και Malli κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑105/15 P έως C‑109/15 P), όλες εκκρεμείς.


12 –      C‑526/14, EU:C:2016:102.


13 –      Βλ., επίσης, την πρώτη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας, κατά την οποία «η δραστηριότητά [των ανωνύμων εταιριών] παίζει κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία των κρατών μελών και επεκτείνεται συχνά πέρα από τα όρια του εθνικού εδάφους τους».


14 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 25).


15 –      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας προβλέπει ότι «[σ]ε περίπτωση σημαντικής μειώσεως του καλυφθέντος κεφαλαίου, συγκαλείται η γενική συνέλευση, σε προθεσμία που ορίζεται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, για να εξετασθεί αν πρέπει να λυθεί η εταιρία ή να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο»· βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 25).


16 –      Βλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, Alpine Investments (C‑384/93, EU:C:1995:126, σκέψεις 42 έως 44).


17 –      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, Matratzen Concord (C‑421/04, EU:C:2006:164, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ., επίσης, ειδικότερα, αναλογικώς, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services και Rina (C‑593/13, EU:C:2015:399, σκέψεις 37 έως 40).


18 –      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 1996, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92, σκέψεις 49 και 50).


19 –      C‑526/14, EU:C:2016:102.


20 –      Βλ. απόφαση Dowling κ.λπ. κατά The Minister for Finance [2014] IEHC 595, σκέψη 74 (επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων).


21 –      Βλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1992, Σύνδεσμος Μελών της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας, κ.λπ. (C‑381/89, EU:C:1992:142)· της 30ής Μαΐου 1991, Καρέλλα και Καρέλλας (C‑19/90 και C‑20/90, EU:C:1991:229)· της 12ης Νοεμβρίου 1992, Kerafina-Keramische und Finanz-Holding και Βιοκτηματική (C‑134/91 και C‑135/91, EU:C:1992:434)· της 12ης Μαρτίου 1996, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92)· της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222)· και της 23ης Μαρτίου 2000, Διαμαντής (C‑373/97, EU:C:2000:150).


22 –      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 1996, C‑441/93, EU:C:1996:92, σκέψη 57.


23 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Κεφάλας κ.λπ. (C‑367/96, EU:C:1998:222, σκέψη 28).


24 –      Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 19, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι «[η] νομοθεσία κράτους μέλους μπορεί να παρεκκλίνει από την [απαίτηση να χορηγείται η έγκριση αποκτήσεως ιδίων μετοχών από τη γενική συνέλευση] όταν η απόκτηση ιδίων μετοχών είναι αναγκαία για να αποφευχθεί επικείμενη σοβαρή ζημία στην εταιρία».


25–      Βλ. τίτλο VIII του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ σχετικά με την οικονομική και νομισματική πολιτική, καθώς και το άρθρο 3.3 του τέταρτου πρωτοκόλλου επί του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.


26–      Δεδομένης της αποφάσεως της 12ης Μαρτίου 1996, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92, σκέψεις 43 και 51), παραπέμπω, πρωτίστως, στην οδηγία 2001/24 και στην οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για την τροποποίηση της οδηγίας 94/19/ΕΚ περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης (ΕΕ 2009, L 68, σ. 3). Καίτοι δεν είχαν εφαρμογή κατά τον κρίσιμο χρόνο, άλλες οδηγίες επιβεβαιώνουν την εξέλιξη αυτή, όπως η οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149)· και η οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 1093/2010 και (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190· βλ. ιδίως άρθρο της 123).


27 –      Σε αντίθεση ίσως προς πιο συνήθη παραδείγματα ανακεφαλαιοποιήσεως που συνεπάγεται είτε την απαλλοτρίωση των μετοχών (εξαναγκασμό σε έξοδο των μετόχων), ή τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από προγενέστερη ή «κακή» τράπεζα προς μια «νέα» τράπεζα (συχνά συνοδευόμενη από την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας ως προς την «κακή» τράπεζα), η υπό εξέταση ανακεφαλαιοποίηση περιελάμβανε ένα είδος «συγκατοικήσεως» μεταξύ του υπουργού και των λοιπών μετόχων της ILGPH. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η αύξηση κεφαλαίου προκρίθηκε για λόγους σχετικούς με το ιρλανδικό συνταγματικό δίκαιο.


28 –      Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Αυγούστου 2013, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης (ΕΕ 2013, C 216, σ. 1).


29 –      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 54 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες όσον αφορά τη σύσταση ανωνύμων εταιρειών και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου τους (αναδιατύπωση) (ΕΕ 2012, L 315, σ. 74).


30 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2000, Διαμαντής (C‑373/97, EU:C:2000:150, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 65).


32 –      Βλ. άρθρα 5, παράγραφος 2· 20, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ζʹ· και 32, παράγραφος 2, της δεύτερης οδηγίας.


33 –      Βλ., όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, άρθρο 7 του τέταρτου πρωτοκόλλου επί του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.


34 –      Αποφάσεις του High Court, της 2ας Μαρτίου 2012, Irish Life and Permanent Group Holdings plc κατά Credit Institutions Stabilisation Act 2010 [2012] IEHC 89, σκέψη 31· του Supreme Court (Ιρλανδία), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Dowling & ors κατά Minister for Finance [2013] IESC 58, σκέψη 41· και του High Court, της 15ης Αυγούστου 2014, Dowling & Ors κατά The Minister for Finance [2014] IEHC 418, σκέψεις 38.34 και 38.36.


35 –      C‑526/14, EU:C:2016:102, σημεία 131 έως 144.


36 –      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, η διαταγή αποτελεί μέτρο το οποίο ελήφθη από τις αρμόδιες ιρλανδικές δικαστικές αρχές· βλ. άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου, το οποίο ορίζει ότι με τον όρο «δικαστήριο», όπως αυτός χρησιμοποιείται στον νόμο, νοείται το High Court. Η δεύτερη προϋπόθεση ομοίως πληρούται. Πράγματι, το High Court τόνισε, στο σημείο E της διαταγής, ότι τούτο ισχύει δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του νόμου· βλ. επίσης άρθρο 52 του νόμου. Τέλος, από το σημείο E της διαταγής συνάγεται ότι αυτή ισχύει στο σύνολο των εμπλεκομένων δικαιοδοσιών δυνάμει της οδηγίας 2001/24 και του νόμου. Είναι επομένως δυνατό να θίγει δικαιώματα τρίτων κατά τα άρθρα 53 και 61 του νόμου.


37 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 56).


38 –      Η οδηγία 2001/24 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 47, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 53, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ), ενώ η δεύτερη οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 53, παράγραφος 3, στοιχείο ζʹ, της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 50, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΣΛΕΕ).


39 –      Βλ. τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της δεύτερης οδηγίας. Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Μαρτίου 1996, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92, σκέψη 38).


40 –      Απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, LBI (C‑85/12, EU:C:2013:697, σκέψη 39).


41 –      Απόφαση της 12ης Μαρτίου 1996, Παφίτης κ.λπ. (C‑441/93, EU:C:1996:92).


42 –      Βλ., για κλασσικά παραδείγματα, αποφάσεις της 17ης Οκτωβρίου 1990, HAG GF (C‑10/89, EU:C:1990:359, σκέψη 10)· της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C‑267/91 και C‑268/91, EU:C:1993:905, σκέψη 16)· και της 25ης Ιουλίου 2008, Metock κ.λπ. (C‑127/08, EU:C:2008:449, σκέψη 58).


43 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψεις 39 και 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


44 –      Βλ., ως παράδειγμα των αυστηρών ελάχιστων προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται, την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2014, Schulz and Egbringhoff (C‑359/11 και C‑400/11, EU:C:2014:2317, σκέψεις 54 έως 64), υπό το πρίσμα των προτάσεων μου στην υπόθεση αυτή (EU:C:2014:319, σημεία 69 έως 77).


45 –      Όπως τονίζεται στο σημείο 23 των συστάσεων προς τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων (ΕΕ 2012, C 338, σ. 1), «[οι] διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ασκούν εν προκειμένω επιρροή πρέπει να προσδιορίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως».


46 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello (C‑163/10, EU:C:2011:543, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


47 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, Ascafor και Asidac (C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


48 –      Βλ., συναφώς, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello (C‑163/10, EU:C:2011:543, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


49 –      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf (5/88, EU:C:1989:321, σκέψη 19) και άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.


50 –      Δεν διέλαθε της προσοχής μου ότι, κατόπιν διαβουλεύσεως, η ΕΚΤ τόνισε πως τα «επείγοντα μέτρα [κατά τον νόμο] συνιστούν σημαντική επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των μετόχων των ιδρυμάτων»· βλ. γνωμοδότηση της 17ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με την επείγουσα σταθεροποίηση πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2010/92), παράγραφος 2.4. Σχετικά με το δικαίωμα των μετόχων στο σεβασμό της περιουσίας τους κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όσον αφορά την εξαγορά πιστωτικού ιδρύματος από το κράτος, παραπέμπω, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της 21ης Ιουλίου 2015 Cıngıllı Holding A.Ş. και Cıngıllıoğlu κατά Τουρκίας ECLI:CE:ECHR:2015:0721JUD003183306 §§ 49 έως 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία. Βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:102, υποσημειώσεις 55 και 57).


51 –      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2000, Kreil (C‑285/98, EU:C:2000:2, σκέψη 23).


52 –      Βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Molenheide κ.λπ. (C‑286/94, C‑340/95, C‑401/95 και C‑47/96, EU:C:1997:623, σκέψη 46).


53 –      Προσθέτω ότι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ο συνήγορος της ILP και της ILPGH δήλωσε ότι η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο ήταν 453 εκατομμύρια ευρώ, η οποία προέκυψε ως το υπερβάλλον επί της ονομαστικής αξίας των μετοχών σε προηγούμενη έκδοση. Ωστόσο, το εν λόγω κεφάλαιο απωλέσθηκε και/ή αναλώθηκε.