Language of document : ECLI:EU:T:2011:760

Υπόθεση T-291/04

Enviro Tech Europe Ltd και Enviro Tech International, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Περιβάλλον και προστασία των καταναλωτών – Ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση του n-προπυλοβρωμιδίου ως επικίνδυνης ουσίας – Οδηγία 2004/73/ΕΚ – Οδηγία 67/548/ΕΟΚ – Κανονισμός (ΕΚ) 1272/2008 – Προσφυγή ακυρώσεως – Εκπρόθεσμη αίτηση προσαρμογής των αιτημάτων – Έννομο συμφέρον – Πράξη που δεν αφορά ατομικά τον ενδιαφερόμενο – Απαράδεκτη – Εξωσυμβατική ευθύνη – Απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το κύρος της οδηγίας 2004/73 – Ταυτότητα αντικειμένου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής – Προσβαλλόμενη πράξη που κατέστη ανίσχυρη μετά την άσκηση της προσφυγής – Πράξη που χρησιμεύει ως βάση για εθνικά κατασταλτικά μέτρα σε βάρος του προσφεύγοντος – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ)

2.      Διαδικασία – Πράξη που καταργεί και αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη εκκρεμούσης της δίκης – Αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων ακυρώσεως

(Άρθρο 230, εδ. 5, ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 111 και 113)

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ενδεχόμενο να αφορά μια πράξη γενικού χαρακτήρα ατομικά ένα πρόσωπο – Προϋποθέσεις – Ταξινόμηση ουσίας στον κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών με την οδηγία 2004/73

(Άρθρο 230, εδ. 4, ΕΚ· οδηγία 67/548 του Συμβουλίου· οδηγία 2004/73 της Επιτροπής)

4.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Έλλειψη νομιμότητας – Αίτημα αποζημιώσεως στηριζόμενο στον παράνομο χαρακτήρα της προβλεπόμενης με την οδηγία 2004/73 ταξινομήσεως μιας ουσίας στον κατάλογο των επικίνδυνων ουσιών

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

1.      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το εν λόγω αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, γεγονός που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Συνεπώς, το ενδεχόμενο να καταστεί η προσβαλλόμενη πράξη ανίσχυρη μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως δεν σημαίνει, αφ’ εαυτού, ότι ο δικαστής της Ένωσης υποχρεούται να καταργήσει τη δίκη λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως.

Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, δεδομένου ότι η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση έχει ήδη παραγάγει νομικώς δεσμευτικά αποτελέσματα σε εθνικό επίπεδο και ότι μόνο μια ακυρωτική απόφαση παράγει ex tunc αποτέλεσμα, εξαφανίζοντας αναδρομικώς την επίμαχη πράξη από την έννομη τάξη της Ένωσης ως ουδέποτε υπάρξασα, η διαπίστωση και μόνον της καταργήσεως ή της ακυρότητας της εν λόγω πράξεως, έστω και η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της, όταν προβάλλεται προς απάντηση σε αίτημα αποζημιώσεως, δεν προστατεύει επαρκώς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα από τα σε βάρος του εθνικά κατασταλτικά μέτρα, των οποίων η νομική βάση συνίσταται στους εθνικούς κανόνες που θεσπίζει το οικείο κράτος μέλος για τη συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση μεταφοράς της προσβαλλομένης πράξεως στην εσωτερική έννομη τάξη, καθόσον, αντιθέτως προς μια ακυρωτική απόφαση, η διαπίστωση αυτή παράγει καταρχήν ex nunc αποτέλεσμα περιοριζόμενο στο σκέλος της διαφοράς που αφορά το αίτημα αποζημιώσεως και δεν εξαφανίζει αναδρομικώς τη νομική βάση των εν λόγω μέτρων.

(βλ. σκέψεις 84, 86-89)

2.      Όταν μια πράξη αντικαθίσταται, εκκρεμούσης της δίκης, από άλλη πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως νέο στοιχείο το οποίο παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει. Ωστόσο, η προσαρμογή των αιτημάτων ακυρώσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ είναι ασυμβίβαστη προς τη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως των διοικουμένων ενώπιον του νόμου, το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει προθεσμία ασκήσεως προσφυγής δημοσίας τάξεως η οποία είναι σταθερή και απόλυτη και για την οποία δεν χωρεί παράταση. Επομένως, κάθε παρέκκλιση από την προθεσμία αυτή ή παράτασή της χορηγούμενη από τον δικαστή της Ένωσης, έστω και με ομόφωνη συναίνεση των διαδίκων, είναι συνεπώς αντίθετη προς το γράμμα και την οικονομία της διατάξεως αυτής, καθώς και προς τη βούληση των συντακτών της Συνθήκης. Εξάλλου, τα κριτήρια δημοσίας τάξεως, κατά την έννοια των άρθρων 111 και 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, που επιβάλλουν στο Γενικό Δικαστήριο την υποχρέωση να κηρύττει απαράδεκτη είτε μια προσφυγή ακυρώσεως είτε μια αίτηση προσαρμογής των αιτημάτων ακυρώσεως, δεν μπορούν να τυγχάνουν περιοριστικής ερμηνείας, αντιθέτως προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως των διοικουμένων ενώπιον του νόμου, προς αποφυγή της δυνατότητας καταστρατηγήσεως των επιτακτικών κανόνων της Συνθήκης που διέπουν, μεταξύ άλλων, τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής.

Ως εκ τούτου, το αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων του προσφεύγοντος ο οποίος, είτε με δόλο είτε από αμέλεια, παρέλειψε στο πλαίσιο της διαδικασίας να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της πράξεως ή να ζητήσει την αντίστοιχη προσαρμογή των αιτημάτων του ακυρώσεως εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ενώ ήταν προδήλως σε θέση να το πράξει και δεδομένου ότι μια τέτοια ενέργεια ευλόγως θα αναμενόταν από αυτόν, είναι προδήλως εκπρόθεσμο και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Το γεγονός ότι η διαδικασία είχε ανασταλεί, δυνάμει του άρθρου 77, στοιχείο α΄, και του άρθρου 79, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της πράξεως δεν ασκεί επιρροή, καθόσον η αναστολή αυτή δεν μπορούσε να έχει συνέπειες στη συμπλήρωση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 94-97)

3.      Το ότι μια πράξη έχει, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου της, γενικό χαρακτήρα, στο μέτρο που εφαρμόζεται εν γένει στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αφορά ατομικά ορισμένους από αυτούς κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Πράγματι, όταν μια απόφαση θίγει ομάδα προσώπων τα οποία έχουν εξατομικευθεί ή ήταν δυνατό να εξατομικευθούν κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως αυτής και βάσει κριτηρίων που σχετίζονται ειδικώς με τα μέλη της οικείας ομάδας, η εν λόγω πράξη δύναται να αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, καθόσον αποτελούν μέρος ενός στενού επιχειρηματικού κύκλου. Εντούτοις, η δυνατότητα προσδιορισμού, με μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ακριβείας, του αριθμού ή και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία εφαρμόζεται ένα μέτρο ουδόλως σημαίνει ότι το εν λόγω μέτρο οπωσδήποτε αφορά ατομικά τα πρόσωπα αυτά, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή του στηρίζεται στην ύπαρξη αντικειμενικής έννομης ή πραγματικής καταστάσεως την οποία καθορίζει η οικεία πράξη.

Πράγματι, η συμμετοχή προσφεύγοντος στη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η οδηγία 2004/73, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή ένατη φορά, της οδηγίας 67/548 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών, με την οποία ταξινομήθηκε το n-προπυλοβρωμιδίου ως ουσία εύκολα εύφλεκτη και τοξική για την αναπαραγωγή, δεν αρκεί, ελλείψει δικονομικών εγγυήσεων προβλεπόμενων προς τούτο από τη σχετική ρύθμιση, να αποδείξει το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση της εν λόγω οδηγίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι το επικρινόμενο μέτρο τον αφορά ατομικά, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι δεν θιγόταν ούτε από την αρχική ταξινόμηση της εν λόγω ουσίας, ούτε από την ταξινόμηση που πραγματοποιήθηκε στην οδηγία 2004/73.

Λαμβανομένης πάντως υπόψη της ελλείψεως σαφών διευκρινίσεων όσον αφορά την ταυτότητα, τον αριθμό και την κατάσταση των οικείων επιχειρηματιών και ειδικότερα το ζήτημα αν διαθέτουν όντως θέση στην αγορά ή ανάλογα προϋπάρχοντα δικαιώματα και αν υφίστανται συνέπειες ανάλογες εκείνων που υφίσταται ο προσφεύγων, είναι πρόδηλον ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμένου κύκλου επιχειρηματιών.

Εξάλλου, το γεγονός ότι ορισμένοι επιχειρηματίες επηρεάζονται οικονομικώς περισσότερο από μια πράξη γενικής ισχύος έναντι άλλων δεν αρκεί για να τους εξατομικεύσει σε σχέση με τους άλλους αυτούς επιχειρηματίες, όταν η εφαρμογή της εν λόγω πράξεως επέρχεται βάσει καταστάσεως αντικειμενικώς προσδιοριζόμενης. Το γεγονός και μόνον ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να απωλέσει σημαντική πηγή εισοδημάτων λόγω νέας ρυθμίσεως δεν συνεπάγεται ότι η κατάστασή του είναι ειδική και δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η οικεία ρύθμιση τον αφορά ατομικά, οφείλει δε να αποδείξει ότι συντρέχουν περιστάσεις βάσει των οποίων η προβαλλόμενη ζημία μπορεί να θεωρηθεί ικανή να τον εξατομικεύσει σε σχέση με κάθε άλλο επιχειρηματία που επηρεάζεται από την εν λόγω ρύθμιση κατά τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς, η ενδεχόμενη ουσιαστική οικονομική απώλεια που υφίσταται ο προσφεύγων κατόπιν της θέσεως σε ισχύ και της εφαρμογής της επικρινόμενης ταξινομήσεως δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ταξινόμηση τον αφορά ατομικά. Ομοίως, το γεγονός ότι ο εν λόγω προσφεύγων συγκέντρωσε την παραγωγή του σε ένα προϊόν δεν αρκεί επίσης για να τον εξατομικεύσει, στο μέτρο που υφίστανται και άλλοι θιγόμενοι από την εν λόγω ρύθμιση επιχειρηματίες, των οποίων ο αριθμός και η ταυτότητα δεν είναι καθορισμένοι και οι οποίοι ανήκουν σε ομάδα δυνάμενη να μεταβληθεί από την επικρινόμενη ταξινόμηση που αφορά τα προϊόντα τους όπως αφορά και εκείνα του προσφεύγοντος.

Επιπλέον, το προϊσχύον δικαίωμα του προσφεύγοντος που στηρίζεται στην αποκλειστική άδεια εκμεταλλεύσεως μιας καλυπτόμενης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εφευρέσεως σχετικής με προϊόν το οποίο περιλαμβάνει την εν λόγω ουσία δεν δύναται επίσης να τον εξατομικεύσει όπως έναν αποδέκτη της προσβαλλόμενης οδηγίας. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη κεκτημένου ή υποκειμενικού δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το περιεχόμενο ή η άσκηση του οποίου επηρεάζεται δυνητικώς από την επίμαχη πράξη, δεν δύναται αφ’ εαυτής να εξατομικεύσει τον δικαιούχο του εν λόγω δικαιώματος, ιδίως όταν άλλοι επιχειρηματίες έχουν ενδεχομένως ανάλογα δικαιώματα και, ως εκ τούτου, βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τον εν λόγω δικαιούχο.

(βλ. σκέψεις 101, 103-104, 106, 109-112, 114, 116)

4.      Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επικρινόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η προσφυγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της όταν δεν πληρούται έστω και μία μόνον από τις εν λόγω προϋποθέσεις.

Συναφώς, όσον αφορά την υποβολή αιτήματος αποζημιώσεως στηριζόμενου στον παράνομο χαρακτήρα της ταξινομήσεως, εντός της οδηγίας 2004/73, σχετικά με την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο, για εικοστή ένατη φορά, της οδηγίας 67/548 περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών, του n-προπυλοβρωμιδίου ως ουσίας εύκολα εύφλεκτης και τοξικής για την αναπαραγωγή, δεν αποδεικνύεται ο παράνομος χαρακτήρας για τον λόγο και μόνον ότι το Δικαστήριο, με προηγούμενη απόφαση, απέρριψε, σε σχέση με τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν, τις αιτιάσεις περί προσβολής του κύρους της εν λόγω ταξινομήσεως τις οποίες επανέλαβε κατ’ ουσίαν ο προσφεύγων στο πλαίσιο της αγωγής του αποζημιώσεως. Πράγματι, όταν το αντικείμενο μιας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαφοράς συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με το αντικείμενο ζητήματος που είχε υποβληθεί στην κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως και όταν τόσο ο προσφεύγων όσο και ο καθού μετείχαν σε αμφότερες τις διαδικασίες, η δε πράξη της οποίας προσβάλλεται το κύρος είναι η ίδια σε αμφότερες τις περιπτώσεις, όπως επίσης ίδιες είναι ουσιαστικά και οι αιτιάσεις περί ακυρώσεως της πράξεως ή κηρύξεως της ακυρότητάς της, δεν απόκειται πλέον στο Γενικό Δικαστήριο να θέσει εν αμφιβόλω την εν λόγω εκτίμηση.

(βλ. σκέψεις 122-123, 137-138)