Language of document : ECLI:EU:C:2010:70

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JÁN MAZÁK

της 11ης Φεβρουαρίου 2010 (1)

Υπόθεση C-407/08 P

Knauf Gips KG, πρώην Gebr. Knauf Westdeutsche

Gipswerke KG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Σύμπραξη – Αγορά γυψοσανίδων – Παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Διοικητική διαδικασία – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Άρνηση γνωστοποιήσεως ενοχοποιητικών στοιχείων – Άρνηση γνωστοποιήσεως απαλλακτικών στοιχείων – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Παράβαση του κατ’ άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ανωτάτου ορίου του 10 % – Οικονομική μονάδα»





I –    Εισαγωγή

1.        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Knauf Gips KG, πρώην Gebrüder Knauf Gipswerke KG (στο εξής καλούμενη και αναιρεσείουσα), ζητεί από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση T-52/03, Knauf Gips KG κατά Επιτροπής (2) (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), στο σύνολό της. Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προς έκδοση νέας αποφάσεως και, επικουρικότερα, να μειώσει το πρόστιμο που της επιβλήθηκε, εν πάση δε περιπτώσει τουλάχιστον κατά 54,51 εκατομμύρια ευρώ.

II – Νομικό πλαίσιο

2.        Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης  (3), ορίζει τα εξής:

«Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους χιλίων μέχρις ενός εκατομμυρίου λογιστικών μονάδων ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό, μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας:

(α)      διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81], παράγραφος 1, ή του άρθρου [82 της Συνθήκης]· […]»

III – Ιστορικό της αιτήσεως αναιρέσεως

 Η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής

3.        Στις 27 Νοεμβρίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2005/471/EK, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ [κατά] των επιχειρήσεων BPB plc, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 – Γυψοσανίδες) (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), με την οποία έκρινε ότι η BPB plc (στο εξής: BPB), ο όμιλος Knauf, η Société Lafarge SA (στο εξής: Lafarge) και η Gyproc Benelux NV (στο εξής: Gyproc) παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, μετέχοντας σε ένα σύνολο συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των γυψοσανίδων (4). Η Επιτροπή έκρινε ότι η BPB, η Knauf (5), η Lafarge και η Gyproc συνήψαν σύνθετη και διαρκή συμφωνία, αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και μετείχαν σ’ αυτήν συνεχώς, πράγμα το οποίο εκδηλώθηκε με τις ακόλουθες συμπεριφορές, συνιστώσες συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές:

–        οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων BPB και Knauf συναντήθηκαν στο Λονδίνο το 1992 και εξέφρασαν την κοινή τους βούληση να σταθεροποιήσουν τις αγορές της Γερμανίας (στο εξής: γερμανική αγορά), του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής: βρετανική αγορά), της Γαλλίας (στο εξής: γαλλική αγορά), των Κάτω Χωρών, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου (στο εξής: αγορά της Μπενελούξ),

–        οι εκπρόσωποι της BPB και της Knauf δημιούργησαν, από το 1992, συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών, στα οποία προσχώρησε η Lafarge και εν συνεχεία η Gyproc και τα οποία αφορούσαν τους όγκους των πωλήσεών τους στη γερμανική, στη βρετανική και στη γαλλική αγορά γυψοσανίδων, καθώς και στην αγορά γυψοσανίδων της Μπενελούξ,

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf και της Lafarge είχαν επανειλημμένα ανταλλάξει πληροφορίες πριν από τις αυξήσεις τιμών στη βρετανική αγορά,

–        αντιμετωπίζοντας ιδιαίτερες εξελίξεις στη γερμανική αγορά, οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες το 1996, στις Βρυξέλλες το 1997 και στη Χάγη το 1998, προκειμένου να μοιραστούν ή τουλάχιστον να σταθεροποιήσουν τη γερμανική αγορά,

–        οι εκπρόσωποι της BPB, της Knauf, της Lafarge και της Gyproc αντάλλαξαν επανειλημμένα πληροφορίες μεταξύ τους και συνεννοήθηκαν όσον αφορά την εφαρμογή αυξήσεων των τιμών στη γερμανική αγορά μεταξύ του 1996 και του 1998 (6).

4.        Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εν λόγω παράβαση είχε την ακόλουθη διάρκεια:

–        «BPB PLC: από τις 31 Μαρτίου 1992 το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

–        Knauf: από τις 31 Μαρτίου 1992 το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

–        Société Lafarge SA: από τις 31 Αυγούστου 1992 το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998,

–        Gyproc Benelux N.V: από τις 6 Ιουνίου 1996 το αργότερο, έως τις 25 Νοεμβρίου 1998.»

5.        Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εν λόγω συμπεριφορών, τον αντίκτυπο που είχαν εν τοις πράγμασι στην αγορά των γυψοσανίδων, η οποία παρουσίαζε υψηλή συγκέντρωση και ήταν ολιγοπωλιακή, και το γεγονός ότι στόχευαν τις τέσσερις κυριότερες αγορές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έκρινε ότι οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρήσεις διέπραξαν πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβλήθηκαν στις ακόλουθες επιχειρήσεις:

–        στην BPB: 138,6 εκατομμύρια ευρώ,

–        στην Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG: 85,8 εκατομμύρια ευρώ,

–        στη Lafarge: 249,6 εκατομμύρια ευρώ,

–        στην Gyproc: 4,32 εκατομμύρια ευρώ (7).

6.        Όσον αφορά το επιβληθέν στην αναιρεσείουσα πρόστιμο, στις παραγράφους 495 έως 499 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή εξέθεσε τα εξής:

«(495) Έχει αποδειχθεί ότι [ο όμιλος] Knauf μετέσχε ενεργά σε όλες τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που περιγράφονται στην παρούσα απόφαση και ότι [τα διευθυντικά στελέχη του ομίλου Knauf], [B και C,] ήταν προσωπικώς αναμεμιγμένα στις συμπεριφορές αυτές.

(496) Η απόφαση απευθύνεται στην Knauf Westdeutsche Gipswerke, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης διαρθρώσεως του ομίλου Knauf. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εντοπίσει ένα πρόσωπο το οποίο ηγείται του ομίλου εταιριών που συνιστά την επιχείρηση. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει μία νομική οντότητα η οποία, ως επικεφαλής του ομίλου, θα μπορούσε, ως επιφορτισμένη με το συντονισμό των δραστηριοτήτων του ομίλου, να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξαν οι διάφορες εταιρίες που τον απαρτίζουν.

(497) Η Knauf Westdeutsche Gipswerke, της οποίας [διευθυντικά στελέχη] είναι οι [κ.κ. B] και [C] αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική εταιρία της επιχειρήσεως αυτής. Ειδικότερα, όσον αφορά την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, η λειτουργία της οποίας συνίσταται στη διαχείριση άλλων εταιριών του ομίλου Knauf group, σημειωτέον ότι αυτή εξαρτάται, τουλάχιστον εν μέρει, από την Knauf Westdeutsche Gipswerke τόσο για τα γραφεία της όσο και για το προσωπικό της.

(498) Υπό τις συνθήκες αυτές και προκειμένου αμιγώς τυπικά ζητήματα να μην εμποδίσουν τη διαπίστωση που αφορά τη συμπεριφορά του [ομίλου] Knauf στην αγορά γυψοσανίδων υπό το πρίσμα της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, η Επιτροπή κρίνει ότι η Knauf Westdeutsche Gipswerke πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για όλες τις πράξεις του [ομίλου] Knauf. Η Knauf Westdeutsche Gipswerke δεν αρνήθηκε ότι η Επιτροπή της απέστειλε την ανακοίνωση αιτιάσεων, παρά το ότι τούτο καθιστούσε σαφές ότι η Επιτροπή σκόπευε να τη θεωρήσει υπεύθυνη για όλες τις συμπεριφορές της Knauf.

(499) Η Επιτροπή φρονεί ότι, ενόψει της ενδεχόμενης επιβολής προστίμου […], ο κύκλος εργασιών που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή της παρούσας αποφάσεως είναι ο κύκλος εργασιών της “επιχειρήσεως” υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών όλων των εταιριών του ομίλου Knauf, όπως τον γνωστοποίησε η Knauf στην Επιτροπή» (8).

7.        Η Επιτροπή επισήμανε επίσης προηγουμένως, στις παραγράφους 38 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«(38) Η Knauf, η οποία ιδρύθηκε το 1932 και έχει την έδρα της καθώς και μια σημαντική βιομηχανική εγκατάσταση στο Iphofen της Βαυαρίας (Γερμανία), σήμερα περιλαμβάνει ορισμένες ιδιωτικές εταιρίες οι οποίες εξακολουθούν να ανήκουν σε […] περίπου εταίρους της οικογενείας Knauf. Η εταιρία συνήθως παρουσιάζεται ως η οικογενειακή εταιρία Knauf Westdeutsche Gipswerke: “Η εταιρία Gebr. Knauf Westdeutsche Gipswerke, Iphofen, ιδρυθείσα το 1932, αποτελεί σήμερα όχι μόνο μια από τις κορυφαίες επιχειρήσεις παραγωγής οικοδομικών υλικών στην Ευρώπη, αλλά όμιλο που αναπτύσσει δράση παγκοσμίως και οι δραστηριότητες του οποίου δεν περιορίζονται σε υλικά με βάση τον γύψο. Παρά την ανάπτυξή της, η Knauf παραμένει οικογενειακή επιχείρηση, η οποία ανήκει στις οικογένειες Alfons και Karl Knauf […]”

(39) Η Knauf Westdeutsche Gipswerke είναι συγκεκριμένα η παλαιότερη εταιρία του ομίλου Knauf και απασχολεί μεγάλο αριθμό (άνω των 1 000) από τους υπαλλήλους του ομίλου· αυτή τη στιγμή αποτελεί ετερόρρυθμη εταιρία της οποίας [διευθύνοντες εκπρόσωποι] είναι οι [κ.κ. B και C] […]. Η εταιρία λειτουργεί στα ίδια γραφεία και έχει το ίδιο προσωπικό με μια άλλη εταιρία, την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, η οποία αποτελεί ωσαύτως ετερόρρυθμη εταιρία της οποίας [διευθύνοντες εκπρόσωποι] είναι επίσης [ο κ. B] και [ο κ. C] και η λειτουργία της οποίας συνίσταται στη διαχείριση άλλων εταιριών του ομίλου Knauf. Σημειωτέον επίσης ότι, πλην του ότι έχουν την ίδια διοίκηση, οι δύο ετερόρρυθμες εταιρίες έχουν και ακριβώς την ίδια κατανομή μεριδίων εταιρικού κεφαλαίου (τα ίδια άτομα έχουν ακριβώς τον ίδιο αριθμό μεριδίων εταιρικού κεφαλαίου). Η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG έχει επίσης πολύ μικρό αριθμό υπαλλήλων και στις εγκαταστάσεις του Iphofen.»

 Διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

8.        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 13 Φεβρουαρίου 2003, το οποίο πρωτοκολλήθηκε με αριθμό υποθέσεως T-52/03, η Knauf Gips KG ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή την αφορά, ή, επικουρικώς, την προσήκουσα μείωση του προστίμου που της επιβλήθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

9.        Με την προσφυγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Knauf Gips KG προέβαλε οκτώ λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε χωρίς να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματά της άμυνας. Η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής στηρίχτηκε σε αποδεικτικά στοιχεία στα οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση, παρά τις σχετικές αιτήσεις της. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της Knauf Gips KG στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Με τον τρίτο λόγο της, η Knauf Gips KG προέβαλε ότι δεν ερμηνεύτηκε ορθώς η έννοια της ενιαίας παραβάσεως. Με τον τέταρτο λόγο της, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, όσον αφορά το ανώτατο όριο του προστίμου. Με τον πέμπτο λόγο, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ και του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και των γενικών αρχών δικαίου, όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου. Με τον έκτο λόγο, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, διότι δεν μείωσε το πρόστιμο που της επέβαλε, παρά το γεγονός ότι συνεργάστηκε με την Επιτροπή ακριβώς όπως η BPB, της οποίας το πρόστιμο μειώθηκε κατά 30 %. Με τον έβδομο λόγο της, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η υπερβολική διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της, η Knauf Gips KG προέβαλε πλάνη περί το δίκαιο και πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του επιτοκίου υπερημερίας ως προς την καταβολή του προστίμου.

10.      Το Πρωτοδικείο εξέδωσε την απόφασή του στις 8 Ιουλίου 2008, απορρίπτοντας την προσφυγή της Knauf Gips KG. Καταδίκασε την Knauf Gips KG στα δικαστικά έξοδα.

IV – Η κατ’ αναίρεση δίκη

11.      Στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, η αναιρεσείουσα υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο σύνολό της·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προς έκδοση νέας αποφάσεως·

–        επικουρικότερα, να μειώσει προσηκόντως το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με το άρθρο 3 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εν πάση περιπτώσει δε τουλάχιστον κατά 54,51 εκατομμύρια ευρώ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

13.      Με την αίτηση αναιρέσεως κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου προβάλλονται τρεις λόγοι. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 81 ΕΚ.

14.      Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 22 Οκτωβρίου 2009.

V –    Πρώτος λόγος αναιρέσεως: προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

15.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας λόγω της εσφαλμένης εφαρμογής των κανόνων που αφορούν, πρώτον, την άρνηση παροχής προσβάσεως σε ενοχοποιητικά έγγραφα και, δεύτερον, την άρνηση παροχής προσβάσεως σε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία.

 Άρνηση παροχής προσβάσεως σε ενοχοποιητικά έγγραφα

1.      Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

16.      Πρωτοδίκως, η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ενοχοποιητικά στοιχεία στα οποία δεν της επετράπη η πρόσβαση παρά τις σχετικές αιτήσεις της.

17.      Το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε ότι η Knauf Gips KG δεν είχε πρόσβαση κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία στις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, εφόσον έγγραφα τα οποία δεν έχουν γνωστοποιηθεί στα εμπλεκόμενα μέρη κατά τη διοικητική διαδικασία δεν αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει, στο μέτρο που η Επιτροπή στήριξε την τελική της απόφαση σε έγγραφα τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στον σχετικό με την έρευνα της υποθέσεως φάκελο και δεν γνωστοποιήθηκαν στην τότε προσφεύγουσα, να μη γίνουν δεκτά τα έγγραφα αυτά ως αποδεικτικά στοιχεία. Αν όμως υπάρχουν άλλα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους κατά τη διοικητική διαδικασία και επί των οποίων συγκεκριμένα στηρίχθηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, το γεγονός ότι το μη γνωστοποιηθέν στον ενδιαφερόμενο ενοχοποιητικό έγγραφο είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό στοιχείο δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι στην οικεία επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο η Επιτροπή κατέληξε με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής (9).

18.      Το Πρωτοδικείο επισήμανε στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Knauf Gips KG απλώς απαρίθμησε, με μερικές εξαιρέσεις, τα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία γινόταν μνεία των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απαρίθμηση αυτή ήταν ανεπαρκής προκειμένου να τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη νομολογία υποχρέωση της Gips KG σε σχέση με τα μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο εξέτασε την προβαλλόμενη προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως σε ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία, σε σχέση με τις αιτιάσεις που προέβαλε ρητώς η Gips KG (10). Το Πρωτοδικείο, αφού εξέτασε τα εν λόγω έγγραφα, διαπίστωσε ότι το συμπέρασμα που διατύπωσε η Επιτροπή στην προσβαλλομένη απόφαση δεν θα ήταν διαφορετικό αν τα εν λόγω έγγραφα είχαν αποσυρθεί από τον φάκελο. Πάντως, το Πρωτοδικείο δήλωσε ότι θα εξετάσει την ουσία της υποθέσεως μη λαμβάνοντας υπόψη, ως εκ περισσού, όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία που απορρέουν από τις απαντήσεις των λοιπών αποδεκτών της ανακοινώσεως αιτιάσεων, προκειμένου να ελέγξει αν η εκτίμηση της Επιτροπής περί της υπάρξεως και των αποτελεσμάτων της παραβάσεως έχει αρκούντως αποδειχθεί ακόμη και χωρίς αυτά τα στοιχεία (11).

2.      Επιχειρηματολογία

19.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως αρνήθηκε να εξετάσει τα παραδείγματα μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αυτή παρέθεσε. Η αναιρεσείουσα φρονεί ότι, εφόσον παραθέτει τα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία και τα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής τα οποία στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνο στα στοιχεία αυτά, προκύπτει, άνευ ετέρου, το συμπέρασμα ότι, αν δεν είχαν ληφθεί υπόψη τα στοιχεία αυτά, τουλάχιστον τα συγκεκριμένα τμήματα της συλλογιστικής της προσβαλλομένης αποφάσεως θα ήταν διαφορετικά. Δεδομένου ότι είναι πρόδηλο ότι τα χωρία που παρέθεσε η αναιρεσείουσα αφορούσαν το ουσιαστικό ζήτημα του ενιαίου χαρακτήρα της παραβάσεως, είναι σαφές ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής θα ήταν εντελώς διαφορετική. Τα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως τα οποία εξέτασε το Πρωτοδικείο (βλ. σκέψεις 51 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), δεν είναι κρίσιμα, δεδομένου ότι τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας είχαν ήδη προσβληθεί λόγω του ότι η Επιτροπή στήριξε άλλα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία δεν εξέτασε το Πρωτοδικείο, επί μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

20.      Η Επιτροπή φρονεί ότι, δεδομένου ότι η αιτίαση αυτή αφορά μόνο τις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αποφάσεως αυτής. Οι ως άνω σκέψεις περιελήφθησαν ως εκ περισσού, δεδομένου ότι, κατά τη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία κατά την εξέταση της ουσίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αναιρεσείουσα δεν συμμορφώθηκε με τις προϋποθέσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (12) όσον αφορά τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Κατά την απόφαση αυτή, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό. Η αόριστη αναφορά εκ μέρους της αναιρεσείουσας σε διάφορα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία γίνεται απλώς μνεία των εν λόγω εγγράφων είναι ανεπαρκής, διότι άλλως το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να θεμελιώσει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αρνήσεως παροχής προσβάσεως στα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και της προβαλλομένης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας.

3.      Νομική εκτίμηση

21.      Σημειωτέον κατ’ αρχάς ότι η αναιρεσείουσα βάλλει κατά των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου που περιέχονται στις σκέψεις 49 και 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει αντίρρηση ως προς τις λεπτομερείς διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 51 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τις συγκεκριμένες αιτιάσεις που προέβαλε η Knauf Gips KG ως προς ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία.

22.      Επιπλέον, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 49 και 50 όπως και στις σκέψεις 51 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν περιελήφθησαν ως εκ περισσού, πράγμα το οποίο ρητώς υπογράμμισε το δικαστήριο αυτό όσον αφορά την κρίση που διατύπωσε στη σκέψη 63 της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, η πάγια νομολογία κατά την οποία το Δικαστήριο απορρίπτει πάραυτα τις αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται ως εκ περισσού σε απόφαση του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι οι εν λόγω αιτιάσεις δεν μπορούν να προκαλέσουν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής (13), δεν έχει, κατά την άποψή μου, εφαρμογή στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως.

23.      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί της εκ μέρους του Πρωτοδικείου παραλείψεως να εξετάσει τα παραδείγματα των μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αυτή παρέθεσε, φρονώ ότι αυτός είναι προδήλως αβάσιμος.

24.      Η Knauf Gips KG ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι το Πρωτοδικείο κακώς κατέληξε ότι η απαρίθμηση των χωρίων της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία γινόταν μνεία μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων ήταν ανεπαρκής προκειμένου να τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη νομολογία υποχρέωση του ενδιαφερομένου να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.

25.      Κατά πάγια νομολογία, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Αν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά έγγραφα τα οποία γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και επί των οποίων συγκεκριμένα στηρίχθηκαν τα συμπεράσματα της Επιτροπής, το γεγονός ότι είναι απαράδεκτο ως αποδεικτικό στοιχείο το μη γνωστοποιηθέν ενοχοποιητικό έγγραφο δεν αναιρεί το βάσιμο των αιτιάσεων που διατυπώνονται με την προσβαλλομένη απόφαση. Συνεπώς, στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής (14).

26.      Κατά την άποψή μου, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι απλώς και μόνον η απαρίθμηση των χωρίων της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία γινόταν μνεία μη γνωστοποιηθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι ανεπαρκής προκειμένου η επιχείρηση να ανταποκριθεί στη σαφή υποχρέωση την οποία υπέχει σύμφωνα με την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (15).

 Άρνηση παροχής προσβάσεως σε απαλλακτικά στοιχεία και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών

27.      Χάριν ευκολίας, θα εξετάσω στο κεφάλαιο αυτό από κοινού το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, διότι αμφότερα τα σκέλη αφορούν το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως της Knauf Gips KG ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο αφορούσε την άρνηση παροχής προσβάσεως σε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία (16).

1.      Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

28.      Στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο, αφού παρέθεσε την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, έκρινε ότι, όταν πρόκειται για μη γνωστοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη γνωστοποιήσεως του εγγράφου αυτού όντως επηρέασε, σε βάρος της επιχείρησης αυτής, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να παραπέμψει στα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, θα ήταν σε θέση να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς που διατύπωσε κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή, και ότι θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την τυχόν απόφασή της, τουλάχιστον ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συμπεριφοράς που της προσάφθηκε και, ως εκ τούτου, ως προς το ύψος του προστίμου. Η πιθανότητα ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο να ήταν δυνατό να επηρεάσει την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να αποδειχθεί παρά μόνον ύστερα από προκριματική εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από την οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –υπό το πρίσμα αυτών των αποδεικτικών στοιχείων– μη ευκαταφρόνητη σημασία (17).

29.      Αφού παρέσχε στην αναιρεσείουσα πρόσβαση στα μη εμπιστευτικά κείμενα των απαντήσεων των λοιπών παραγωγών στην ανακοίνωση αιτιάσεων της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ακόμη και αν η Knauf Gips KG είχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί τα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν θα μπορούσε να επηρεασθεί από αυτά (18).

2.      Επιχειρηματολογία

30.      Η αναιρεσείουσα είναι της γνώμης ότι το Πρωτοδικείο συνόψισε εσφαλμένως, με τη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα αιτήματα που διατύπωσε με το δικόγραφο της προσφυγής της υποθέσεως T-52/03 και τα περιεχόμενα σε χωριστό έγγραφο με ημερομηνία 7 Ιουλίου 2006 σχόλιά της όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να παράσχει πρόσβαση σε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Συνεπώς, οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου αυτού που περιέχονται στις σκέψεις 64 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προσβάλλουν τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας και είναι αβάσιμες.

31.      Η αναιρεσείουσα είναι επίσης της γνώμης ότι το Πρωτοδικείο εφήρμοσε εσφαλμένως τη σχετική με τα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία νομολογία του Δικαστηρίου. Κατά την αναιρεσείουσα, δεν χρειάζεται αυτή να αποδείξει ότι, αν είχε πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών παραγωγών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η απόφαση της Επιτροπής θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά μόνον ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω έγγραφα προς άμυνά της (19). Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, στις σκέψεις 70 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξέτασε εσφαλμένως αν ορισμένα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία παρέθεσε η προσφεύγουσα θα μπορούσαν να επηρεάσουν το τελικό συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής.

32.      Επιπλέον, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η απάντηση της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιέχει απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία (20). Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές αποδείξεως, οι δηλώσεις των άλλων ενδιαφερομένων αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε τα ίδια επιχειρήματα δεν μεταβάλλει τη φύση τέτοιου είδους δηλώσεων άλλων ενδιαφερομένων.

33.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει τη δήλωση που περιέχεται στο σημείο 4.1.16 της απαντήσεως της BPB ότι η συνεδρίαση του Λονδίνου ήταν στη χειρότερη περίπτωση μια μη προγραμματισθείσα συζήτηση. Το Πρωτοδικείο παρέλειψε επίσης να εξετάσει τη δήλωση της BPB στο σημείο 4.2.3 της απαντήσεώς της ότι τα αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της BPB και των ανταγωνιστών της δεν ελήφθησαν υπόψη στη διαδικασία σχεδιασμού της BPB. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε τη σπουδαιότητα των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των Βρυξελλών και της Χάγης το 1997 και 1998, οι οποίες ακολούθησαν την προβαλλόμενη πρώτη συνεδρίαση στις Βερσαλλίες. Η Knauf Gips KG, σε έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2006, δήλωσε ότι από τα σημεία 4.3.28 και 4.3.34 της απαντήσεως της BPB προκύπτει σαφώς ότι κατά τη συνεδρίαση των Βερσαλλιών δεν συνήφθη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμφωνία. Όσον αφορά τις συνεδριάσεις των Βρυξελλών και της Χάγης, η Επιτροπή απλώς κατέληξε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεως ακολούθησαν τα προβλεπόμενα στην προβαλλόμενη συμφωνία των Βερσαλλιών. Ωστόσο, τα σημεία 4.3.28 και 4.3.34 της απαντήσεως της BPB που αφορούσε τη συνεδρίαση των Βερσαλλιών μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί ότι το συμπέρασμα περί των συνεδριάσεων των Βρυξελλών και της Χάγης ήταν αβάσιμο.

34.      Η Επιτροπή προβάλλει και πάλι ένα επιχείρημα το οποίο προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου και το οποίο δεν εξετάσθηκε από το δικαστήριο αυτό. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με το έγγραφο που περιείχε την άρνησή της να παράσχει στην αναιρεσείουσα πρόσβαση στις απαντήσεις των λοιπών παραγωγών στην ανακοίνωση αιτιάσεων, επισήμανε στην αναιρεσείουσα τις προσφυγές που διέθετε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν έθεσε το ζήτημα στην κρίση του συμβούλου ακροάσεων και, ως εκ τούτου, δεν εξάντλησε τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που είχε στη διάθεσή της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, δήλωσε εμμέσως ότι δεν θα έδινε συνέχεια στην αίτησή της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο έπρεπε να εξετασθεί κατά τη διοικητική διαδικασία, η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να προβάλει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

35.      Η Επιτροπή φρονεί ότι το Πρωτοδικείο εφήρμοσε ορθώς το κριτήριο της αποφάσεως Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (21) σχετικά με τα απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή είναι επίσης της γνώμης ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν παραμορφώνει τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας.

36.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προπαρατεθέντες στο σημείο 31 ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτοι, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα απλώς επαναλαμβάνει τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου και ζητεί νέα εκτίμηση των ισχυρισμών της από το Δικαστήριο. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε κατά ποιον τρόπο τα εν λόγω μη γνωστοποιηθέντα αποδεικτικά στοιχεία θα ήταν χρήσιμα για την άμυνά της. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι ο προπαρατεθείς στο σημείο 33 ισχυρισμός της αναιρεσείουσας είναι ουσία αβάσιμος.

3.      Νομική εκτίμηση

37.      Κατ’ αρχάς, θα εξετάσω τον προπαρατεθέντα στο σημείο 34 ισχυρισμό της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτα, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν εξάντλησε όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας τα οποία είχε στη διάθεσή της όσον αφορά την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία.

38.      Κατά τη γνώμη μου, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί. Πρώτον, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η αναιρεσείουσα την παραπλάνησε ενεργώς ή δεν ενήργησε καλόπιστα όσον αφορά τα εν λόγω μη γνωστοποιηθέντα κατά τη διοικητική διαδικασία έγγραφα. Απλώς και μόνον η παράλειψη της αναιρεσείουσας να εξαντλήσει όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας ενώπιον της Επιτροπής δεν μπορεί να παραπλάνησε αθέμιτα την Επιτροπή περί του ότι η αναιρεσείουσα δεν θα έδιδε συνέχεια ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων στην αίτησή της περί προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα (22). Δεύτερον, ελλείψει νομοθετικής διατάξεως επιτάσσουσας ρητώς να έχει εξαντλήσει ο ενδιαφερόμενος τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που του παρέχονται κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, είμαι της γνώμης ότι, αν το Δικαστήριο επιβάλει την πλήρωση της προϋποθέσεως αυτής, θα περιορίσει κακώς τα δικαιώματα άμυνας του ενδιαφερομένου αυτού και θα του στερήσει την πλήρη πρόσβαση στη δικαιοσύνη (23).

39.      Όσον αφορά τον παρατιθέμενο στο σημείο 30 ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνοψίσθηκαν εσφαλμένως οι ισχυρισμοί της, σημειωτέον ότι ακριβώς αυτοί οι ισχυρισμοί εκτέθηκαν στο σημείο 43 της εκθέσεως του εισηγητή δικαστή για την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου η οποία διεξήχθη στις 23 Ιανουαρίου 2007.

40.      Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έκθεση του εισηγητή δικαστή σκοπό έχει να παρουσιάζει συνοπτικώς τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της υποθέσεως, καθώς και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, οι οποίοι μπορούν να ζητούν, πριν ή κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, να γίνουν διορθώσεις ή να διατυπώνουν επιφυλάξεις. Επιπλέον, οι δικαστές του Πρωτοδικείου που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη είχαν πρόσβαση, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, στο σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας (24).

41.      Στην υπόθεση T-52/03, η Γραμματεία του Πρωτοδικείου απέστειλε την έκθεση του εισηγητή δικαστή στους διαδίκους στις 11 Δεκεμβρίου 2006 και οι διάδικοι κλήθηκαν να καταθέσουν παρατηρήσεις επί της εκθέσεως αυτής πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Αντιθέτως προς την Επιτροπή, η οποία στις 15 Ιανουαρίου 2007 κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις επί της εν λόγω εκθέσεως, η Knauf Gips KG δεν κατέθεσε παρατηρήσεις. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 23ης Ιανουαρίου 2007, η Knauf Gips KG δεν προέβαλε αντιρρήσεις ως προς την επιτομή των ισχυρισμών και επιχειρημάτων της που περιεχόταν στην έκθεση του εισηγητή δικαστή. Η μη προβολή αντιρρήσεως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως που κατάρτισε ο Γραμματέας σύμφωνα με το άρθρο 63 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, τα οποία υπέγραψαν ο Πρόεδρος και ο Γραμματέας και τα οποία συνιστούν δημόσιο έγγραφο.

42.      Δεδομένου ότι η Knauf Gips KG δεν προέβαλε αντίρρηση όσον αφορά την έκθεση του εισηγητή δικαστή στην υπόθεση T-52/03 και δεδομένου ότι ο δικάζων σχηματισμός του Πρωτοδικείου είχε πρόσβαση καθ’ όλη τη διαδικασία σε όλα τα έγγραφα που αποτελούσαν τη δικογραφία της υποθέσεως εκείνης, θεωρώ ότι ο προπαρατεθείς στο σημείο 30 ισχυρισμός της αναιρεσείουσας πρέπει να απορριφθεί.

43.      Επιπλέον, ως εκ περισσού, τονίζω ότι από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 68 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε λεπτομερώς τους ισχυρισμούς της Knauf Gips KG (25) που αφορούσαν την άρνηση της Επιτροπής να της παράσχει πρόσβαση σε απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία.

44.      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε εσφαλμένα τη νομολογία του Δικαστηρίου περί απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων, αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της, υπό την έννοια ότι, αν είχε τη δυνατότητα να παραπέμψει στα έγγραφα αυτά κατά τη διοικητική διαδικασία, θα ήταν σε θέση να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τους επαγωγικούς συλλογισμούς που διατύπωσε κατά το στάδιο αυτό η Επιτροπή, και ότι θα μπορούσε, συνεπώς, να έχει επηρεάσει, καθ’ οποιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που επρόκειτο να διατυπώσει η Επιτροπή με την τυχόν απόφασή της, τουλάχιστον ως προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της συμπεριφοράς που της προσάφθηκε και, ως εκ τούτου, ως προς το ύψος του προστίμου. Η πιθανότητα ένα μη κοινοποιηθέν έγγραφο να ήταν δυνατό να επηρεάσει την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής δεν μπορεί να αποδειχθεί παρά μόνον ύστερα από προκριματική εξέταση ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων από την οποία να προκύπτει ότι τα μη κοινοποιηθέντα έγγραφα μπορούσαν να έχουν –υπό το πρίσμα αυτών των αποδεικτικών στοιχείων– μη ευκαταφρόνητη σημασία (26).

45.      Το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε ρητώς στην ανωτέρω νομολογία περί μη γνωστοποιηθέντων απαλλακτικών στοιχείων με τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι αν η Knauf Gips KG είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διοικητική διαδικασία, η εκτίμηση της Επιτροπής δεν θα μπορούσε να επηρεασθεί από τα έγγραφα αυτά.

46.      Επισημαίνω ότι, παρά τη γενική διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η διατύπωση της σκέψεως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι το σημείο 4.2.1 της απαντήσεως της BPB «δεν ήταν δυνατό να μεταβάλει το τελικό συμπέρασμα», είναι μάλλον ατυχής όσον αφορά τα απαλλακτικά στοιχεία και θυμίζει κάπως τη νομολογία που έχει εφαρμογή στα μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία (27). Ωστόσο, κατά την άποψή μου, η χρήση της φρασεολογίας αυτής δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Είμαι της γνώμης ότι μια απλή δήλωση, μη στηριζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία, μιας επιχειρήσεως μετέχουσας σε σύμπραξη με την οποία αυτή αρνείται την αντίθετη στον ανταγωνισμό φύση ή το αντίθετο στον ανταγωνισμό αποτέλεσμα μιας ανταλλαγής στοιχείων δεν μπορεί να αποτελέσει απαλλακτικό αποδεικτικό στοιχείο.

47.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο προπαρατεθείς στο σημείο 31 ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

48.      Όσον αφορά τους προπαρατεθέντες στα σημεία 31 και 32 ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, με τους οποίους αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι ορισμένα σημεία της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν περιέχουν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, υπενθυμίζεται ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου δεν συνιστά, πλην της παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου (28).

49.      Κατά την άποψή μου, η εκτίμηση του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 69 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορούσε το ζήτημα αν τα σημεία της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεως της Επιτροπής συνιστούσαν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Knauf Gips KG για την άμυνά της. Συνεπώς, αφορούσε πραγματικό ζήτημα (29). Ελλείψει οποιουδήποτε ισχυρισμού περί του ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, η αιτίαση της αναιρεσείουσας κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

50.      Όσον αφορά τον προπαρατεθέντα στο σημείο 33 ισχυρισμό ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει τους ισχυρισμούς της Knauf Gips KG που αφορούσαν το σημείο 4.1.16 της απαντήσεως της BPB, είμαι της γνώμης ότι αυτός δεν ευσταθεί. Η βασική σημασία του σημείου 4.1.16 της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων είναι ότι «ο ανταγωνισμός παρέμεινε έντονος σε όλη την έκταση των διαφόρων ευρωπαϊκών αγορών», παρά τη «δήθεν δέσμευση» που αναλήφθη κατά τη συνεδρίαση του Λονδίνου. Το Πρωτοδικείο εξέτασε μάλιστα το ζήτημα της συνεχίσεως του ανταγωνισμού στις σκέψεις 72 και 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ο ισχυρισμός ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εξετάσει τα όσα προέβαλε η Knauf Gips KG σε σχέση με το σημείο 4.2.3 της απαντήσεως της BPB στην ανακοίνωση αιτιάσεων, κατά την οποία τα αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της BPB και των ανταγωνιστών της δεν ελήφθησαν υπόψη στη διαδικασία σχεδιασμού της BPB, πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί υπό το πρίσμα της σκέψεως 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου εξετάζεται ειδικώς ο ισχυρισμός της BPB ότι τα ανταλλαγέντα στοιχεία ήταν γνωστά μόνο στον [D], διευθυντή της Gyproc και πρόεδρο-γενικό διευθυντή της BPB.

51.      Επιπλέον, από τη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε τα σημεία 4.3.28 και 4.3.34 της απαντήσεως της BPB που αφορούσαν τη συνεδρίαση των Βερσαλλιών και διαπίστωσε ότι το περιεχόμενό τους δεν συνιστούσε απαλλακτικό αποδεικτικό στοιχείο. Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Knauf Gips KG για τις συνεδριάσεις των Βρυξελλών και της Χάγης το 1997 και το 1998 αντιστοίχως είχε ως προϋπόθεση τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι τα σημεία 4.3.28 και 4.3.34 της απαντήσεως της BPB που αφορούσαν τη συνεδρίαση των Βερσαλλιών συνιστούσαν απαλλακτικά αποδεικτικά στοιχεία, φρονώ ότι το δικαστήριο αυτό δεν παρέλειψε εσφαλμένως να εξετάσει τον ισχυρισμό της Knauf Gips KG για τις συνεδριάσεις των Βρυξελλών και της Χάγης.

52.      Επομένως, είμαι της γνώμης ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως στο σύνολό του.

VI – Δεύτερος λόγος αναιρέσεως: παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ

 Επιχειρηματολογία

53.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στερούνται επαρκούς πραγματικού ερείσματος, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο στήριξε τη διαπίστωσή του περί παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ σε μη γνωστοποιηθέντα ενοχοποιητικά στοιχεία. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν ενήργησε σύμφωνα με τη διαβεβαίωσή του στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν θα ελάμβανε υπόψη τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία κατά την εξέταση της ουσίας της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής.

54.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, ακόμη και λαμβανομένων υπόψη παράνομων αποδεικτικών στοιχείων, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τα πέντε στοιχεία της εκ μέρους της αναιρεσείουσας παραβάσεως δεν στηρίζει τη διαπίστωση περί παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Κατά το Πρωτοδικείο, η εν λόγω παράβαση αποτελούνταν από πέντε μέρη και συγκεκριμένα από τη συνεδρίαση του Λονδίνου το 1992, από την ανταλλαγή στοιχείων όσον αφορά τις ποσότητες των πωλήσεων στη Γερμανία, στη Γαλλία στην Μπενελούξ και στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1992 έως το 1998, από την ανταλλαγή στοιχείων περί των αυξήσεων των τιμών στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1992 έως το 1998, από τις συμφωνίες περί των μεριδίων αγοράς στη Γερμανία (συνεδριάσεις των Βερσαλλιών, των Βρυξελλών και της Χάγης) από τον Ιούνιο του 1996 και από τη συμφωνία περί της αυξήσεως των τιμών στη Γερμανία από το 1996. Εντούτοις, βάσει των πραγματικών διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου, καμία από τις καταστάσεις αυτές δεν ανταποκρίνεται στα κατ’ άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ κριτήρια για τη διαπίστωση παραβάσεως. Η αναιρεσείουσα επικρίνει επίσης διάφορα σημεία της κρίσεως του Πρωτοδικείου περί των πέντε στοιχείων ή των πέντε εκφάνσεων, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

55.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα απλώς επικρίνει τις πραγματικές διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη ενιαίας, διαρκούς παραβάσεως στην οποία στηρίζεται η προσβαλλομένη απόφαση. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στη συλλογιστική ότι κανένα από τα μέρη ή τα στοιχεία της παραβάσεως τα οποία, εξεταζόμενα από κοινού, αποτελούν την παράβαση συνιστά από μόνο του παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Η αναιρεσείουσα παρερμηνεύει κατά τον τρόπο αυτόν το ουσιώδες σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής και την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων. Το Πρωτοδικείο, παραπέμποντας στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής  (30), έκρινε ότι η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ως άνω νομολογία ισχύει και για την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως, δεδομένου ότι με κάθε εκδήλωση ενισχύεται η απόδειξη ότι μια τέτοια παράβαση σημειώθηκε πράγματι.

56.      Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι ο προπαρατεθείς στο σημείο 53 ισχυρισμός της αναιρεσείουσας είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα παρέλειψε να επισημάνει τα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία επικρίνει και απλώς αναφέρεται συνοπτικώς στις σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

 Νομική εκτίμηση

57.      Από τη σκέψη 299 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Knauf Gips KG ισχυρίστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι δεν ήταν δυνατό να της προσαφθεί η συμμετοχή σε ενιαία παράβαση επί μακρό διάστημα, πράγμα το οποίο συνεπάγεται τη μείωση της σπουδαιότητας της παραβάσεως και την παραγραφή των κυρώσεων για τις κατ’ ιδίαν πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν τουλάχιστον πέντε έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας.

58.      Το Πρωτοδικείο έκρινε στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι από την παράγραφο 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής προκύπτει «ότι το σύνολο των συμφωνιών και των εναρμονισμένων πρακτικών της συγκεκριμένης υποθέσεως εντάσσεται σε σειρά προσπαθειών των εν λόγω επιχειρήσεων με ένα και μόνο οικονομικό σκοπό, ήτοι τον περιορισμό του ανταγωνισμού, και συνιστά τις διάφορες εκδηλώσεις σύνθετης και διαρκούς συμφωνίας ή οποία είχε ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εκτιμώντας ότι με τις ανωτέρω συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές υλοποιήθηκε, αδιαλείπτως από το 1992 έως και το 1998, η εκδήλωση της κοινής βούλησης των εν λόγω επιχειρήσεων να σταθεροποιήσουν τουλάχιστον τις αγορές γυψοσανίδων της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Μπενελούξ και, ως εκ τούτου, να περιορίσουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές, η Επιτροπή χαρακτηρίζει την παράβαση ως ενιαία, σύνθετη και διαρκή». Έτσι, το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αναιρεσείουσα έχει «διαπράξει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης, συμμετέχοντας σε ένα σύνολο συμπράξεων και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των γυψοσανίδων» (31). Εφαρμόζοντας τα κριθέντα με την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (32), το Πρωτοδικείο απέρριψε την αιτίαση της Knauf Gips KG κατά του χαρακτηρισμού των εν λόγω πρακτικών ως ενιαίας, διαρκούς παραβάσεως (33).

59.      Η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου περί της υπάρξεως ενιαίας, διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Η αναιρεσείουσα προσπαθεί μάλλον να αποδείξει ότι κανένα από τα πέντε κατ’ ιδίαν στοιχεία ή τις πέντε κατ’ ιδίαν εκφάνσεις της παραβάσεως μπορεί να θεμελιώσει αυτοτελώς τη διαπίστωση παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του Πρωτοδικείου λαμβάνουν ως αφετηρία την ύπαρξη ενιαίας, διαρκούς παραβάσεως, μολονότι αυτή αποτελείται από διαφορετικά στοιχεία, θεωρώ αλυσιτελή τον ισχυρισμό ότι αυτά τα κατ’ ιδίαν στοιχεία, θεωρούμενα αυτοτελώς, δεν συνιστούν παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει κατά τη γνώμη μου να απορριφθεί.

60.      Επιπλέον, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα παρέλειψε να επισημάνει ειδικώς σε ποια ενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία στηρίχθηκε κατ’ αυτήν το Πρωτοδικείο για τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη με τις σκέψεις 140 έως 298 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, φρονώ ότι ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.

61.      Ως εκ τούτου, κρίνω ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως.

VII – Τίτος λόγος αναιρέσεως: παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 17 και του άρθρου 81 ΕΚ

 Επιχειρηματολογία

62.      Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 15 του κανονισμού 17 λαμβάνοντας υπόψη τον κύκλο εργασιών των εταιριών του ομίλου Knauf κατά το υπολογισμό του ανωτάτου ορίου του 10 % το οποίο επιβάλλει η διάταξη αυτή. Φρονεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι η αναιρεσείουσα αποτελούσε οικονομική μονάδα με τις λοιπές εταιρίες του ομίλου Knauf και κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα ήταν υπεύθυνη για τις ενέργειες του ομίλου Knauf.

63.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν ενήργησε με αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG ωφελήθηκε από την εν λόγω παράβαση.

64.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται επίσης ότι το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένως ότι η ίδια μαζί με την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG και τις θυγατρικές της αποτελούν οικονομική μονάδα.

65.      Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τα εννέα στοιχεία στα οποία το Πρωτοδικείο στήριξε τη διαπίστωσή του περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (34) δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα δεν ελέγχεται από άλλη εταιρία. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν κατέχει μερίδια στις εταιρίες που συνδέονται με την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ωσαύτως δεν έχει εφαρμογή η νομολογία περί των εμπορικών αντιπροσώπων (35) στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 350, 351 και 355 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα είναι της γνώμης ότι η απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής (36) στην οποία παραπέμπει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 343 έως 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ομοίως δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι, στην υπόθεση εκείνη, η διαπίστωση περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας στηριζόταν στο γεγονός ότι όλα τα ποσοστά συμμετοχής στο κεφάλαιο των διαφόρων εταιριών κατείχε το ίδιο πρόσωπο. Στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσείουσα και η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG ανήκουν σε 22 εταίρους, καθένας από τους οποίους συμμετέχει στο εταιρικό κεφάλαιο κατά μειοψηφία.

66.      Η διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας δεν μπορεί να στηρίζεται στον από κοινού έλεγχο της αναιρεσείουσας και των λοιπών εταιριών εκ μέρους των πολλών εταίρων που είναι μέλη των οικογενειών Knauf. Η διαπίστωση της υπάρξεως από κοινού ελέγχου αποκλείεται στις περιπτώσεις που είναι δυνατή η μετατόπιση ή η μεταβολή της πλειοψηφίας μεταξύ των εταίρων. Το Πρωτοδικείο, στην υπόθεση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (37), και η Επιτροπή, στην απόφασή της επί της υποθέσεως εκείνης, διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε ενιαία οικονομική μονάδα σε υπόθεση η οποία αφορούσε τέσσερις μειοψηφούντες μετόχους. Η οικογενειακή σύμβαση μνεία της οποίας γίνεται στη σκέψη 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν έθεσε τις εν λόγω εταιρίες υπό έλεγχο ασκούμενο από κοινού.

67.      Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε στην απόφαση Aristrain κατά Επιτροπής (38), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι το εταιρικό κεφάλαιο δύο διακεκριμένων εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια οικογένεια δεν αρκεί αφ’ εαυτού ώστε να αποδείξει ότι οι δύο αυτές εταιρίες αποτελούν οικονομική μονάδα με συνέπεια, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, οι ενέργειες της μιας να μπορούν να καταλογίζονται στην άλλη και η μία να μπορεί να λογίζεται ως οφείλουσα να καταβάλει πρόστιμο για λογαριασμό της άλλης.

68.      Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν άλλοι νομικοί λόγοι δικαιολογούντες τη διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας. Το γεγονός ότι οι ίδιοι δύο εταίροι διαχειρίζονταν όλες τις εταιρίες της οικογενείας Knauf δεν ασκεί επιρροή (σκέψη 345 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις περί του ότι οι δύο εξάδελφοι Knauf, οι [B] και [C] δεν εκπροσωπούσαν τον όμιλο Knauf εντός του πλαισίου των διαφόρων εκφάνσεων της παραβάσεως. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου παραβιάζει την αρχή in dubio pro reo. Επιπλέον, το γεγονός ότι τα ίδια πρόσωπα εκπροσωπούν διαφορετικές εταιρίες δεν συνεπάγεται ότι οι εταιρίες αυτές δεν είναι αυτόνομες από πλευράς ανταγωνισμού. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει επίσης ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως αφορούσαν τις διάφορες εταιρίες του ομίλου Knauf δεν σημαίνει τίποτα όσον αφορά τις διαρθρωτικές σχέσεις μεταξύ των μετεχόντων ή των εταιριών που αφορούσε η ανταλλαγή και, συνεπώς, την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας στηρίζεται επίσης στο ότι η Knauf Gips KG, κατόπιν σχετικού αιτήματος, απέστειλε στην Επιτροπή, πλην των αριθμητικών στοιχείων που αφορούσαν τον δικό της κύκλο εργασιών, τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούσαν τον κύκλο εργασιών των λοιπών εταιριών του ομίλου Knauf είναι νομικώς αλυσιτελής. Τα εν λόγω στοιχεία διαβιβάσθηκαν κατόπιν επιθεωρήσεων και προκειμένου να μη θεωρήσει η Επιτροπή μη ικανοποιητική τη γνωστοποίηση στοιχείων. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 356 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς στήριξη της κρίσεώς του περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας είναι αντιφατική. Το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είναι η μόνη εταιρία την οποία δεν διαχειρίζεται η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG δεν εξηγεί για ποιο λόγο το πρόστιμο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα και όχι στην Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG. Δεν είναι σαφές για ποιο λόγο η αναιρεσείουσα πρέπει να θεωρηθεί ως αποτελούσα οικονομική μονάδα με την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα είναι ανεξάρτητη προς την τελευταία. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, δεδομένου ότι το φύλλο χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε για τα «περισσότερα» από τα έγγραφα που βρέθηκαν κατά τις επιθεωρήσεις έφερε την επωνυμία και τα στοιχεία της αναιρεσείουσας, αυτή εκπροσωπεί τον όμιλο Knauf. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι ερμηνευτικός κανόνας κατά τον οποίο το πρόσωπο που καταρτίζει τα «περισσότερα» έγγραφα αυτομάτως «εκπροσωπεί» τους λοιπούς μετέχοντες στην παράβαση δεν στηρίζεται στα νομικά συστήματα των κρατών μελών ή στην κοινοτική νομοθεσία περί συμπράξεων. Επιπλέον, δεν είναι σαφές πώς η Επιτροπή, απ’ όλα τα διαθέσιμα κατά την έρευνα έγγραφα, επέλεξε τα εν λόγω. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αναμφιβόλως η αναιρεσείουσα συντονίζει τις λειτουργικές δραστηριότητες του ομίλου Knauf στη σχετική αγορά είναι διαμετρικώς αντίθετη προς τη διαπίστωση στη σκέψη 337 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, «κατά συνέπεια, δεν υπάρχει μία νομική οντότητα η οποία, ως επικεφαλής του ομίλου, θα μπορούσε, ως επιφορτισμένη με το συντονισμό των δραστηριοτήτων του ομίλου, να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παραβάσεις που [διαπράχθηκαν]». H διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 358 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα ήταν η μοναδική συνομιλήτρια της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία δεν είναι κρίσιμη από νομικής απόψεως και οφείλεται στο ότι, με το συνοδευτικό της ανακοινώσεως αιτιάσεων της 19ης Απριλίου 2001 έγγραφο, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία μόνον κατά της αναιρεσείουσας, αν και διενεργήθηκαν επιθεωρήσεις και σε άλλες εταιρίες. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι οι δικηγόροι της απάντησαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων εξ ονόματός της και για λογαριασμό της.

69.      Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί επίσης τις διαπιστώσεις στις σκέψεις 359 και 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες η αναιρεσείουσα, κατά τη διοικητική διαδικασία, έπρεπε να έχει αντιταχθεί στην εκ μέρους της Επιτροπής υπόθεση περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας, προκειμένου να μην απολέσει το δικαίωμα να το πράξει. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις αυτές συνιστούν παραβίαση της αρχής in dubio pro reo. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων απευθύνθηκε μόνο στην αναιρεσείουσα, αυτή ανέπτυξε ισχυρισμούς μόνον ιδίω ονόματι. Στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν διευκρινιζόταν ότι η αναιρεσείουσα θα θεωρούνταν υπεύθυνη για τις λοιπές εταιρίες με την επωνυμία Knauf.

70.      Η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο κατέληξε στη διαπίστωση της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας βάσει ορισμένων στοιχείων (σκέψη 342 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), μεταξύ των οποίων ιδίως το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, οι εξάδελφοι Knauf εκπροσωπούσαν το σύνολο του ομίλου Knauf, το γεγονός ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως αφορούσαν όλες τις εταιρίες του ομίλου Knauf που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στην αγορά των γυψοσανίδων (σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) και το γεγονός ότι τα μερίδια των εταιριών του ομίλου Knauf τα οποία βρισκόταν στην κατοχή της εταιρίας Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG διαχειριζόταν η τελευταία αυτή εταιρία για λογαριασμό της οικογενειακής εταιρίας στην οποία ανήκε και η οποία την έλεγχε. Η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξετασθεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Εντός του πλαισίου αυτού, δεν αποδείχθηκε ότι το Πρωτοδικείο μερολήπτησε. Συγκεκριμένα, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι εξάδελφοι Knauf εκπροσωπούσαν όλο τον όμιλο στο πλαίσιο της παραβάσεως, είναι σαφές ότι όλες οι εταιρίες του ομίλου Knauf ωφελήθηκαν από την παράβαση.

71.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέπεμψε στην απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (39), αλλά στις γενικές αρχές που διέπουν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Η υπόθεση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (40) και η νομολογία που αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους αποτελούν περιπτώσεις συγκεκριμένης εφαρμογής των εν λόγω γενικών αρχών. Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση υπόθεση είναι δυνατό να γίνει παραλληλισμός με την απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (41) μολονότι η απόφαση αυτή δεν έχει άμεση εφαρμογή. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι εταιρίες του ομίλου Knauf ελέγχονταν από την οικογένεια Knauf σύμφωνα με την οικογενειακή σύμβαση η οποία διασφάλιζε ότι ο όλος όμιλος βρισκόταν υπό ενιαία διαχείριση. Οι εξάδελφοι Knauf διαχειρίζονταν όλες τις εταιρίες του ομίλου, περιλαμβανομένων των δύο μητρικών εταιριών και εκπροσωπούσαν στο πλαίσιο της παραβάσεως όλες τις εταιρίες της οικογενείας Knauf που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά γυψοσανίδων. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας όσον αφορά την απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής (42) είναι αλυσιτελείς. Στις σκέψεις 342 και 343 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση και είναι δυνατόν (όπως στην υπόθεση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής) να διαπιστωθεί ότι υφίσταται ενιαία οικονομική μονάδα βάσει ορισμένων στοιχείων τα οποία αποδεικνύουν σχέση ελέγχου. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε την ύπαρξη δυνατότητας παραλληλισμού μεταξύ της υποθέσεως HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής και της υπό κρίση υποθέσεως, όσον αφορά τον έλεγχο τον οποίο η οικογένεια Knauf ασκεί στον όμιλο Knauf, την κεντρική θέση των εξαδέλφων Knauf, τον τρόπο κατά τον οποίο παρουσιάζονταν ως εκπρόσωποι του ομίλου Knauf και το γεγονός ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως αφορούσαν ολόκληρο τον όμιλο. Το Δικαστήριο ενέκρινε τα κριτήρια αυτά με την απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (43).

72.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας ως προς το ενδεχόμενο μεταβολής της πλειοψηφίας μεταξύ των εταίρων αντιφάσκουν προς την οικογενειακή σύμβαση η οποία εγγυάται ενιαία διοίκηση και την ενιαία, συγκεντρωτική άσκηση των δικαιωμάτων των εταίρων. Επιπλέον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η πλειοψηφία μεταξύ των εταίρων μεταβάλλεται δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την οικογενειακή σύμβαση, υπάρχουν δύο αποφασιστικά όργανα τα οποία ασκούν τον έλεγχο του ομίλου Knauf (μαζί με τη διαχείριση ολοκλήρου του ομίλου από τους εξαδέλφους Knauf) και διασφαλίζουν ότι ο όμιλος δρα στη αγορά ως μονάδα. Τον έλεγχο τον οποίο ασκεί η οικογενειακή εταιρία επιβεβαίωσε η αναιρεσείουσα με την από 19 Σεπτεμβρίου 2002 απάντησή της σε ερώτηση της Επιτροπής (σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

73.      Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν είναι αντίθετη προς τη διαπίστωση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Aristrain κατά Επιτροπής (44). Η διαπίστωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως προς την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας δεν βασίζεται απλώς και μόνο στο γεγονός ότι οι δύο μητρικές εταιρίες του ομίλου Knauf έχουν τους ίδιους εταίρους. Η Επιτροπή ισχυρίζεται επίσης ότι τα διάφορα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Υπό το πρίσμα αυτό, η Επιτροπή υπογραμμίζει τη θέση των εξαδέλφων Knauf ως εταίρων-διαχειριστών που διασφάλιζαν την ενιαία διαχείριση του ομίλου (σκέψη 345 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Οι εξάδελφοι Knauf ήταν προσωπικώς αναμεμιγμένοι στην παράβαση και οι ανταγωνιστές του ομίλου θεωρούσαν τις πράξεις τους ως πράξεις του ομίλου Knauf (σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της παραβάσεως αφορούσαν όλες τις εταιρίες που ασκούσαν δραστηριότητα στην αγορά γυψοσανίδων. Η συγκέντρωση των αριθμητικών στοιχείων απέδειξε ότι ολόκληρος ο όμιλος Knauf εκπροσωπείται από τους εξαδέλφους Knauf (ή την αναιρεσείουσα). Όσον αφορά τη δήλωση της αναιρεσείουσας περί της διαβιβάσεως του κύκλου εργασιών της ίδιας και των λοιπών εταιριών του ομίλου Knauf στην Επιτροπή, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία διαβιβάσθηκαν μετά την αποστολή της ανακοινώσεως αιτιάσεων. Η ανακοίνωση αιτιάσεων αναφέρει μόνον την αναιρεσείουσα ως αποδέκτρια. Το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα γνωστοποίησε οικειοθελώς τον κύκλο εργασιών του ομίλου Knauf και τους κύκλους εργασιών των εταιριών του ομίλου Knauf που αναπτύσσουν δραστηριότητα στην αγορά γυψοσανίδων αποτελεί επιπλέον απόδειξη περί του ότι η ίδια η αναιρεσείουσα πίστευε ότι υπήρχε ενιαία οικονομική μονάδα και ότι εκπροσωπούσε όλες τις εταιρίες του ομίλου Knauf που παράγουν γυψοσανίδες.

74.      Η Επιτροπή φρονεί ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας που αφορούν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση της συγκεκριμένης λειτουργίας της εντός του ομίλου Knauf (σκέψη 354 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως) είναι αλυσιτελή, δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα αμφισβητεί μόνον την ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας. Οι κατωτέρω παρατηρήσεις είναι συνεπώς επικουρικής φύσεως.

75.      Η Επιτροπή υπογραμμίζει την ιδιάζουσα θέση της αναιρεσείουσας ως της υπεύθυνης για την παράβαση εταιρίας του ομίλου Knauf. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναιρεσείουσα είναι μία από τις δύο μητρικές εταιρίες του ομίλου. Αντιθέτως προς την Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, η αναιρεσείουσα δεν αποτελεί απλή εταιρία χαρτοφυλακίου, η δε Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG εξαρτάται από την αναιρεσείουσα για ορισμένα μέσα. Η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, ως απλή εταιρία χαρτοφυλακίου δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις πράξεις του ομίλου (σκέψεις 348 και 355 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), την ευθύνη αυτή φέρει η αναιρεσείουσα. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε στις σκέψεις 346 και 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα συντόνιζε τις λειτουργικές δραστηριότητες του ομίλου Knauf στη σχετική αγορά. Η διαπίστωση αυτή δεν συγκρούεται με τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 361 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν είναι δυνατό να εντοπισθεί νομική οντότητα η οποία, ως επικεφαλής του ομίλου, συντονίζει τις δραστηριότητές του. Μολονότι η αναιρεσείουσα είναι μόνο μία από τις δύο μητρικές εταιρίες, είχε συντονιστική λειτουργία, ιδίως λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκε από τους εξαδέλφους Knauf ως όργανο διοικήσεως της επιχειρήσεως.

76.      Όσον αφορά τους προπαρατεθέντες στο σημείο 69 ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας που αφορούν την αποδυνάμωση δικαιώματος, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η αναιρεσείουσα, τόσο πριν όσο και μετά την κοινοποίηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων, ενήργησε εξ ονόματος των λοιπών εταιριών του ομίλου Knauf. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 359 και 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα της διαπιστώσεώς του στη σκέψη 358. Κατά τη διοικητική διαδικασία, η αναιρεσείουσα δήλωσε ότι είχε ηγετικό ρόλο στο πλαίσιο της επιχειρήσεως Knauf και, ως εκ τούτου, έδωσε στην Επιτροπή την εντύπωση ότι ήταν επικεφαλής του ομίλου. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κοινοποίησε την ανακοίνωση αιτιάσεων στην αναιρεσείουσα και όχι στις λοιπές εταιρίες του ομίλου, ενώ παρά ταύτα επισήμανε ότι η παράβαση αφορούσε τον όμιλο Knauf (σκέψη 359 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

 Νομική εκτίμηση

77.      Κατά την άποψή μου, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν ενήργησε αντικειμενικά και αμερόληπτα είναι εντελώς αναπόδεικτος και αβάσιμος. Το γεγονός και μόνον ότι η πραγματική διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη αυτή διαφέρει από τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ουδόλως εμφαίνει έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας εκ μέρους του δικαστηρίου αυτού. Επιπλέον, όπως επισήμανε η Επιτροπή, προκύπτει σαφώς, ιδίως από τις σκέψεις 344 έως 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG και οι θυγατρικές της ωφελήθηκαν από την εν λόγω παράβαση στηρίχθηκε σε ορισμένες σκέψεις τις οποίες το δικαστήριο αυτό εξέτασε και αξιολόγησε και, συνεπώς δεν αποτελούσε συμπέρασμα συναχθέν κατά τρόπο αφηρημένο.

78.      Περαιτέρω, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG και οι θυγατρικές της ωφελήθηκαν από την εν λόγω παράβαση συνιστά πραγματική εκτίμηση η οποία, ελλείψει παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων, εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 225 ΕΚ και με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου (45).

79.      Το Πρωτοδικείο εξέτασε, στο πλαίσιο του ισχυρισμού της Knauf Gips KG που αφορούσε την παράβαση του άρθρου 15 του κανονισμού 17, πρώτον, αν ο όμιλος Knauf συνιστούσε οικονομική μονάδα από πλευράς δικαίου του ανταγωνισμού και, δεύτερον, αν η Knauf Gips KG ήταν υπεύθυνη για τον συντονισμό των ενεργειών του ομίλου Knauf. Κατά την άποψή μου και αντιθέτως προς τον προπαρατεθέντα στο σημείο 74 ισχυρισμό της Επιτροπής, η αναιρεσείουσα προσέβαλε, στην κατ’ αναίρεση δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου, τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου επί αμφοτέρων των προαναφερθέντων θεμάτων.

80.      Όσον αφορά το ζήτημα της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το κοινοτικό δίκαιο ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, επίσης, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (46). Έτσι, κατά την άποψή μου, η εκτίμηση του αν ένας όμιλος εταιριών συνιστά οικονομική μονάδα δεν αποτελεί τυπικό ζήτημα, αλλά απαιτεί κατά περίπτωση εξέταση, με ιδιαίτερη προσοχή στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκάστης κατ’ ιδίαν υποθέσεως. Επιπλέον, σημειωτέον ότι η ύπαρξη ενιαίας οικονομικής μονάδας μπορεί να διαπιστωθεί επί τη βάσει διαφόρων πραγματικών περιστατικών, κανένα από τα οποία δεν θα μπορούσε να θεμελιώσει αυτοτελώς τη διαπίστωση αυτή.

81.      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η απόφαση Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (47) δεν έχει εφαρμογή, σημειώνω κατ’ αρχάς ότι το Πρωτοδικείο δεν στηρίχθηκε στην υπόθεση εκείνη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στο πλαίσιο της εκ μέρους του εκτιμήσεως περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας. Επιπλέον, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα μεταξύ άλλων δεν ελέγχει, κατ’ αναλογία προς τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως StoraKopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής, το 100 % των μεριδίων άλλης εταιρίας δεν εμποδίζει, κατά την άποψή μου, τη διαπίστωση για άλλους λόγους ότι η αναιρεσείουσα αποτελεί μέρος οικονομικής μονάδας από πλευράς του δικαίου ανταγωνισμού.

82.      Επιπλέον, μολονότι το Πρωτοδικείο πράγματι παρέθεσε νομολογία σχετική με τους εμπορικούς αντιπροσώπους στις σκέψεις 350, 351 και 355 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και παρέθεσε την απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής (48) στη σκέψη 343 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπάρχει ένδειξη ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων εκείνων επαναλαμβάνονταν επακριβώς στην υπό κρίση υπόθεση (49). Το Πρωτοδικείο απλώς επιδίωξε να υπογραμμίσει, με γενικούς όρους, ορισμένους παράγοντες που μπορούν να στηρίξουν διαπίστωση περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας.

83.      Όσον αφορά τους προπαρατεθέντες στη σκέψη 66 ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, σημειωτέον ότι, στην υπόθεση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο εξέτασε αν ορισμένες συμφωνίες πρέπει να θεωρούνται ως εσωτερικές συμφωνίες του ομίλου, μη εμπίπτουσες συνεπώς στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε στην υπόθεση εκείνη ότι το άρθρο 81 ΕΚ δεν έχει εφαρμογή στις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, ως μητρική και θυγατρική εταιρία, εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν μια οικονομική μονάδα, εντός της οποίας η θυγατρική δεν διαθέτει πραγματική αυτονομία κατά τη χάραξη της πολιτικής της στην αγορά. Δεν υπάρχει μια τέτοια κατάσταση όταν μια επιχείρηση δεν ασκεί άλλον έλεγχο επί της άλλης παρά αυτόν που απορρέει από τη συμμετοχή της στο εταιρικό της κεφάλαιο, η οποία πολύ απέχει από την πλειοψηφία (50).

84.      Στην υπόθεση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε βάσει των πραγματικών περιστατικών ότι ο πραγματικός βαθμός ελέγχου τον οποίο ασκούσε η Arbed επί της Baustahlgewebe αντιστοιχούσε στο ποσοστό της συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο της εταιρίας αυτής, ήτοι 25,001 %, το οποίο απέχει κατά πολύ από την πλειοψηφία. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η συμμετοχή αυτή δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω εταιρίες ανήκαν σε όμιλο εντός του οποίου αποτελούσαν οικονομική μονάδα, ώστε σύμπραξη περιορίζουσα τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων να μην εμπίπτει στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

85.      Κατά τη γνώμη μου, είναι σαφές ότι το Πρωτοδικείο, στην υπόθεση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (51) δεν στήριξε τη διαπίστωσή του περί την μη υπάρξεως ελέγχου αποκλειστικώς και μόνον στο ποσοστό επί τοις εκατό της συμμετοχής της Arbed στο κεφάλαιο της Baustahlgwebe, αλλά εξέτασε τον πραγματικό βαθμό του εν λόγω ελέγχου και διαπίστωσε ότι ήταν ανεπαρκής. Συνεπώς, εκτιμώ ότι η απλή νομική δυνατότητα μεταβολής των πλειοψηφιών εντός του ομίλου εταιριών Knauf, περιλαμβανομένης της αναιρεσείουσας και της Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG, λόγω της υπάρξεως 22 εταίρων, δεν αποκλείει αφ’ εαυτής τη διαπίστωση περί υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας.

86.      Είμαι επίσης της γνώμης ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση αντιβαίνει στην απόφαση του Δικαστηρίου Aristrain κατά Επιτροπής (52). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι το εταιρικό κεφάλαιο των δύο διακεκριμένων εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια οικογένεια δεν αρκεί αφ’ εαυτού (53) ώστε να αποδείξει ότι οι δύο αυτές εταιρίες αποτελούν οικονομική μονάδα με συνέπεια, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού, οι ενέργειες της μιας να μπορούν να καταλογίζονται στην άλλη και η μία να μπορεί να λογίζεται ως οφείλουσα να καταβάλει πρόστιμο για λογαριασμό της άλλης (54). Από τις εκτεταμένες διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου στις σκέψεις 337 έως 362 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό δεν στήριξε τη διαπίστωσή του περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας σε ένα απλό, μεμονωμένο πραγματικό περιστατικό (55). Η αναιρεσείουσα μάλιστα, με την αίτησή της αναιρέσεως αντιτάχθηκε στους «εννέα» λόγους (56) στους οποίους το Πρωτοδικείο στήριξε τη διαπίστωσή του περί της υπάρξεως ενιαίας οικονομικής μονάδας.

87.      Κατά την άποψή μου, αντιθέτως προς τον προπαρατεθέντα στη σκέψη 68 ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 344 έως 350 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέθεσε ορισμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία, από κοινού μάλλον και όχι αυτοτελώς, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην οικογένεια Knauf συνιστούν οικονομική μονάδα, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

88.      Από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι όλες οι εταιρίες του ομίλου Knauf έχουν τους ίδιους 22 εταίρους που ανήκουν στους δύο κλάδους της οικογενείας Knauf (57) και ότι διαχειρίζονταν όλες αυτές τις εταιρίες οι ίδιοι δύο εξάδελφοι Knauf (58)

89.      Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης στη σκέψη 346 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι οι δύο εξάδελφοι Knauf δεν εκπροσωπούσαν τον όμιλο Knauf εντός του πλαισίου της παραβάσεως και δεν αμφισβητείται ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν κατά τη διάρκεια της παραβάσεως αφορούσαν όλες τις εταιρίες του ομίλου Knauf που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στον τομέα των γυψοσανίδων. Φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν παραβίασε την αρχή in dubio pro reo αποφαινόμενο ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι οι εξάδελφοι Knauf δεν εκπροσωπούσαν τον όμιλο Knauf κατά τη διάρκεια της εν λόγω παραβάσεως. Το Πρωτοδικείο απλώς διαπίστωσε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι εξάδελφοι Knauf είχαν αντιπροσωπευτικό ρόλο και δεν προσκομίστηκαν στοιχεία περί του αντιθέτου. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη περί του ότι το Πρωτοδικείο είχε επιφυλάξεις όσον αφορά την αποδεικτική αξία των στοιχείων που είχε στη διάθεσή του. Επιπλέον, κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι τα σχετικά με τις πωλήσεις αριθμητικά στοιχεία που ανταλλάχθηκαν αφορούσαν όλες τις εταιρίες του ομίλου Knauf που ανέπτυσσαν δραστηριότητα στην αγορά γυψοσανίδων συνιστά επιπλέον στοιχείο από το οποίο προκύπτει ότι οι εταιρίες αυτές ενήργησαν ως οικονομική μονάδα με κοινό συμφέρον. Αντιθέτως προς τον προπαρατεθέντα στη σκέψη 68 ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, δεν είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται από την ανταλλαγή αυτή η ύπαρξη κάποιας τυπικής διαρθρωτικής σχέσεως μεταξύ των εν λόγω εταιριών.

90.      Στη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι η αναιρεσείουσα, στην από 19 Σεπτεμβρίου 2002 απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 17, όχι μόνον ανέφερε τον δικό της κύκλο εργασιών, όπως της ζήτησε η Επιτροπή, αλλά γνωστοποίησε οικειοθελώς χωρίς να της ζητηθεί, μεταξύ άλλων, τον κύκλο εργασιών όλων των εταιριών του ομίλου Knauf. Είμαι της γνώμης ότι το Πρωτοδικείο ορθώς θεώρησε το γεγονός αυτό ως πρόσθετη απόδειξη του ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην οικογένεια Knauf αποτελούν οικονομική μονάδα με κοινά συμφέροντα. Δεν βρίσκω πειστικό τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι γνωστοποίησε τα εν λόγω στοιχεία προκειμένου να μη θεωρήσει η Επιτροπή μη ικανοποιητική τη γνωστοποίηση στοιχείων (59). Τα εν λόγω στοιχεία διαβιβάσθηκαν στις 19 Σεπτεμβρίου 2002, περισσότερο από ένα έτος αφότου η Επιτροπή είχε απευθύνει, μεταξύ άλλων, την ανακοίνωση αιτιάσεων ειδικώς στην αναιρεσείουσα (60) στις 18 Απριλίου 2001. Δεδομένου ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό (61), η αναιρεσείουσα, όταν διαβίβασε τα εν λόγω στοιχεία περί των κύκλων εργασιών στις 19 Σεπτεμβρίου 2002, είχε πλήρη επίγνωση ότι μπορούσε να επιβληθεί πρόστιμο σ’ αυτήν και όχι στις λοιπές εταιρίες του ομίλου Knauf (62). Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης ότι η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG ήταν απλώς και μόνον εταιρία χαρτοφυλακίου άνευ προσωπικού, υπό την ίδια διοίκηση με την αναιρεσείουσα, στα ίδια γραφεία με την αναιρεσείουσα (63). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 349 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως παρέθεσε εκτεταμένα το άρθρο 1 της συμβάσεως της οικογενείας Knauf, η οποία έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι οι εταιρίες του ομίλου Knauf βρίσκονται υπό ενιαία διοίκηση με κοινό σκοπό (64).

91.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην οικογένεια Knauf συνιστούν οικονομική μονάδα.

92.      Όσον αφορά την επιβολή προστίμου στην αναιρεσείουσα, κατά πάγια νομολογία, η αντίθετη στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη, όταν η πρώτη δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικά τις οδηγίες της δεύτερης ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν (65).

93.      Επιπλέον, κατά τη γνώμη μου από την απόφαση Aristrain κατά Επιτροπής συνάγεται ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, είναι δυνατό να καταλογιστεί σε μια εταιρία το σύνολο των ενεργειών ενός ομίλου, ακόμη και αν δεν έχει διαπιστωθεί ότι η εταιρία αυτή αποτελεί νομικό πρόσωπο, το οποίο, επικεφαλής του ομίλου, ήταν υπεύθυνο για τον συντονισμό της δράσεώς του (66).

94.      Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Knauf Gips KG ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις του ομίλου Knauf βάσει ορισμένων παραγόντων (67).

95.      Ως αδιαχώριστο μέρος της συλλογιστικής του επί του ζητήματος αυτού, το Πρωτοδικείο επισήμανε στη σκέψη 359 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η Επιτροπή έκρινε στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι η παράβαση αφορούσε ολόκληρο τον όμιλο Knauf. Επιπλέον, κατά το δικαστήριο αυτό, η αναιρεσείουσα όφειλε να γνωρίζει από την ανακοίνωση αιτιάσεων ότι ήταν πιθανό να είναι αποδέκτρια της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής. Παρά το γεγονός αυτό, η αναιρεσείουσα απάντησε στην Επιτροπή χωρίς να αμφισβητήσει τον ρόλο της ως της επιχειρήσεως που ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις του ομίλου κατά τη διάρκεια της παραβάσεως. Το Πρωτοδικείο παρέθεσε την απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (68) και έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, στην αναιρεσείουσα εναπέκειτο να αντιδράσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσε πλέον να ενεργήσει και να αποδείξει ότι, παρά τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, δεν ευθυνόταν και η ίδια για την παράβαση που διέπραξε ο όμιλος Knauf (69).

96.      Εκτιμώ ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας ότι, αν η αναιρεσείουσα δεν αντιδράσει κατά τη διοικητική διαδικασία, χάνει το δικαίωμα να το πράξει ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατά τη γνώμη μου, εκτός αν το Πρωτοδικείο διαπιστώσει ότι η αναιρεσείουσα παραπλάνησε ενεργώς την Επιτροπή ή δεν ενήργησε καλόπιστα κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά τον ρόλο της εντός του ομίλου Knauf, απλώς και μόνον η παράλειψη της αναιρεσείουσας να αμφισβητήσει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής μια συγκεκριμένη θέση την οποία έλαβε η Επιτροπή, συγκεκριμένα με την ανακοίνωση αιτιάσεων, δεν μπορεί να περιορίσει τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας ενώπιον του Πρωτοδικείου και να της στερήσει την πλήρη πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

97.      Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέτρο που το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Knauf Gips KG ήταν υπεύθυνη για τις πράξεις του ομίλου Knauf και απέρριψε τον ισχυρισμό της Knauf Gips KG περί παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

98.      Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δύναται είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

99.      Στην υπό κρίση υπόθεση, είμαι της γνώμης ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, ώστε το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επ’ αυτής. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικώς επί του αιτήματος της αναιρεσείουσας για μείωση του επιβληθέντος με την προσβαλλομένη απόφαση προστίμου.

100. Σημειωτέον ότι, επιπλέον προς τις διαπιστώσεις του στις σκέψεις 359 και 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 356 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα ήταν η μόνη εταιρία που ανέπτυσσε δραστηριότητα στη σχετική αγορά, την οποία δεν διαχειριζόταν η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG (70). Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός αυτό και μόνο δεν εξηγεί γιατί το πρόστιμο επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα.

101. Εντούτοις, το Πρωτοδικείο είχε διαπιστώσει προηγουμένως, στη σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG ήταν απλώς και μόνον εταιρία χαρτοφυλακίου χωρίς προσωπικό, η οποία τελούσε υπό την ίδια διοίκηση και στεγαζόταν στα γραφεία της αναιρεσείουσας. Τα περιστατικά αυτά αποδεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, ότι μολονότι οι δύο εταιρίες είναι νομικώς αυτοτελείς, η αναιρεσείουσα είναι πράγματι υπεύθυνη κατ’ ουσίαν για τις δραστηριότητες της εταιρίας χαρτοφυλακίου Gebrüder Knauf Verwaltungsgesellschaft KG και, ως εκ τούτου, των λοιπών εταιριών του ομίλου Knauf τις οποίες έλεγχε η τελευταία.

102. Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης στη σκέψη 357 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι το φύλλο χαρτιού που χρησιμοποιήθηκε για τα περισσότερα από τα προερχόμενα από τον όμιλο Knauf έγγραφα τα οποία βρήκε η Επιτροπή κατά την έρευνά της έφερε την επωνυμία και τα στοιχεία της αναιρεσείουσας. Από την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (71) προκύπτει σαφώς ότι, στο πλαίσιο έρευνας αφορώσας σύμπραξη, το στοιχεία που βρίσκει κατά την έρευνά της η Επιτροπή είναι συνήθως μόνον αποσπασματικά και διάσπαρτα και συχνά είναι αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Κρίνω ότι τέτοιου είδους έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, παρά το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, μπορεί να αποτελούν απλώς και μόνον αντιπροσωπευτικό δείγμα των πράγματι διαθέσιμων κατά την έρευνα εγγράφων, αποτελούν πειστικότατα αποδεικτικά στοιχεία του κεντρικού ρόλου της αναιρεσείουσας σε σχέση με τις λειτουργικές δραστηριότητες του ομίλου Knauf στο πλαίσιο της παραβάσεως.

103. Κατά τη γνώμη μου, η διαπίστωση στη σκέψη 358 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα ήταν ο μοναδικός συνομιλητής της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, δεν είναι κρίσιμη αφ’ εαυτής από νομικής απόψεως. Ωστόσο, όντως αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα έχει κεντρική λειτουργία στον όμιλο Knauf στο πλαίσιο της παραβάσεως (72), πραγματικό περιστατικό το οποίο ενισχύεται επίσης, κατά την άποψή μου, από τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 347 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την εκ μέρους της αναιρεσείουσας οικειοθελή γνωστοποίηση των αριθμητικών στοιχείων που αφορούσαν τους κύκλους εργασιών όλων των εταιριών του ομίλου Knauf.

104. Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι η θέση της ως μοναδικής συνομιλήτριας οφείλεται στο ότι, με το συνοδευτικό της ανακοινώσεως αιτιάσεων της 19ης Απριλίου 2001 έγγραφο, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία μόνον κατά της ίδιας, παρά το γεγονός ότι διενεργήθηκαν επιθεωρήσεις σε άλλες εταιρίες. Κατά την άποψή μου, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός, δεδομένου ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η οποία είχε προδήλως καταρτισθεί για λογαριασμό της, η αναιρεσείουσα αναφέρθηκε όχι μόνον στη δική της συμπεριφορά και κατάσταση, αλλά, επανειλημμένα, στη συμπεριφορά του ομίλου Knauf και άλλων εταιριών του ομίλου Knauf. Επιπλέον, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η παραπομπή, με τη σκέψη 358 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία περιορίζεται στην έρευνα που ακολούθησε την κοινοποίηση της ανακοινώσεως αιτιάσεων και δεν καλύπτει τη διαδικασία που προηγήθηκε της κοινοποιήσεως αυτής.

105. Βάσει των περιστατικών που παρατίθενται στα σημεία 100 έως 104 των παρουσών προτάσεων, κρίνω ότι το Δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η Knauf Gips KG ήταν η αρμόδια για τον συντονισμό του ομίλου Knauf εταιρία στο πλαίσιο της παραβάσεως δεν ήταν πεπλανημένη. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η Knauf Gips KG προς στήριξη της ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής της, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, είναι κατά τη γνώμη μου αβάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.

VIII – Δικαστικά έξοδα

106. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην κατ’ αναίρεση δίκη δυνάμει του άρθρου 118 του κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε με τα υπομνήματά της να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα και δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης που κατέληξε στην έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αυτά πρέπει κατά τη γνώμη μου να επιδικασθούν όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του διατακτικού της αποφάσεως εκείνης.

IX – Πρόταση

107. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο τα εξής:

–        να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) της 8ης Ιουλίου 2008 στην υπόθεση T-52/03, Knauf Gips KG κατά Επιτροπής, κατά το μέτρο που το δικαστήριο εκείνο έκρινε ότι η Knauf Gips KG ευθυνόταν για τις πράξεις του ομίλου Knauf και απέρριψε τον ισχυρισμό της που στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης·

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά·

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως την οποία άσκησε η Knauf Gips KG ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατά το μέτρο που βασίζεται σε νομικό ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17,

–        να καταδικάσει την Knauf Gips KG στα έξοδα της παρούσας δίκης. Όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας δίκης που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου την οποία αφορά το σημείο 1 της παρούσας προτάσεως, αυτά πρέπει να επιδικασθούν όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του διατακτικού της αποφάσεως εκείνης.


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 –      Knauf Gips κατά Επιτροπής.


3 –      ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.


4 –      ΕΕ 2005 L 166, σ. 8. Βλ. άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


5 –      Στην υποσημείωση 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι με την ονομασία Knauf νοούνται όλες οι εταιρίες του ομίλου Knauf.


6 –      Βλ. παράγραφο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


7 –      Βλ. άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως.


8 –      Οι υποσημειώσεις του εγγράφου παραλείπονται.


9 –      Βλ. σκέψεις 45 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


10 – Βλ. σκέψεις 50 επ.


11 –      Βλ. σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


12 –      Απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P (Συλλογή 2004, σ. Ι-123).


13 – Βλ., συναφώς, διάταξη της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95 P, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-1611, σκέψη 47), αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C-362/95 P, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1997, σ. I-4775, σκέψη 23), και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 106).


14 –      Βλ. απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 71 έως 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


15 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


16 –      Βλ. σκέψεις 67 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


17 –      Απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 74 έως 76.


18 –      Βλ. σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


19 –      Βλ., ιδίως απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, C-51/92 P Hercules Chemicals κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-4235, σκέψη 81).


20 –      Βλ. σκέψεις 70 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


21 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


22 –      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Νοεμßρίου 2000, C-297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-10101, σκέψη 37). Επιπλέον, στην απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12), σκέψεις 101 έως 106, το Δικαστήριο έκρινε ότι επιτρέπεται στο Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία περατώνεται διοικητική διαδικασία, να διατάσσει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και να οργανώνει πλήρη πρόσβαση στον φάκελο, προκειμένου να εκτιμήσει αν η άρνηση της Επιτροπής να κοινοποιήσει ένα έγγραφο ή να ανακοινώσει ένα στοιχείο μπορεί να βλάψει την άμυνα της κατηγορουμένης επιχειρήσεως. Η εξέταση αυτή, περιοριζόμενη σε δικαστικό έλεγχο των προβαλλομένων λόγων, δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της πλήρους έρευνας της υποθέσεως στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Δεν αμφισβητείται ότι η καθυστερημένη γνώση ορισμένων εγγράφων του φακέλου δεν αποκαθιστά την επιχείρηση η οποία έχει ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν είχε τη δυνατότητα να στηριχθεί στα ίδια έγγραφα για να υποβάλει γραπτώς και προφορικώς τις παρατηρήσεις της ενώπιον του οργάνου αυτού. Δεδομένου ότι η παροχή προσβάσεως στη δικογραφία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η παροχή προσβάσεως στον ενώπιον της Επιτροπής φάκελο έχουν διαφορετικό σκοπό και έκταση, δεν νομίζω ότι, αν ο αναιρεσείων δεν έχει εξαντλήσει όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει να αποκλεισθεί από την υποβολή στην κρίση των κοινοτικών δικαστηρίων του ζητήματος της αρνήσεως παροχής προσβάσεως.


23 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1991, Hilti AG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1439, σκέψη 38. Επιπλέον. σε περίπτωση που ευδοκιμήσει ο ισχυρισμός διαδίκου ο οποίος αφορά την απαλλακτική φύση μη γνωστοποιηθέντων εγγράφων και αποδειχθεί ότι ο διάδικος αυτός παρέλειψε να ασκήσει μέσο παροχής εννόμου προστασίας κατά τη διοικητική διαδικασία το οποία ήταν πράγματι σε θέση να ασκήσει, το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη κάθε παρελκυστική συμπεριφορά του διαδίκου αυτού, εφόσον αποδειχθεί, κατά την επιδίκαση των εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι το Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμη και τον νικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του, αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.


24 –      Απόφαση της 22ας Απριλίου 1999, C-161/97 P Kernkraftwerke Lippe-Ems κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-2057, σκέψη 58).


25 –      Με το δικόγραφο της προσφυγής της υποθέσεως T-52/03 και με το χωριστό δικόγραφο που κατάρτισε η Knauf Gips KG στις 7 Ιουλίου 2006. Βλ. μνεία του εν λόγω εγγράφου στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


26 –      Απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψεις 74 έως 76.


27 –      Η οποία επιτάσσει να αποδείξει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση ότι το αποτέλεσμα στο οποίο η Επιτροπή κατέληξε με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν δεν λαμβανόταν υπόψη, ως επιβαρυντικό αποδεικτικό στοιχείο, ένα μη γνωστοποιηθέν έγγραφο επί του οποίου στήριξε η Επιτροπή τις κατηγορίες της κατά της επιχειρήσεως αυτής.


28 – Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-238/99 P, C-244/99 P, C-245/99 P, C-247/99 P, C-250/99 P έως C-252/99 P και C-254/99 P Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. I-8375, σκέψη 330).


29 –      Απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 28, σκέψη 331.


30 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


31 –      Βλ. σκέψη 307 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


32 –      Βλ. σκέψη 309 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως· απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12.


33 –      Βλ. σκέψη 321 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοδικείου.


34 –      Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9925).


35 –      Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-66/99, Minoan Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-5515).


36 –      Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99 (Συλλογή 2002, σ. II-1487).


37 –      Απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, T-145/89 (Συλλογή 1995, σ. II-987).


38 –      Απόφαση 2ας Οκτωβρίου 2003, C-196/99 P (Συλλογή 2003, σ. I-11005).


39 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34.


40 –      Όπ.π


41 –      Όπ.π.


42 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 35.


43 –      Απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P (Συλλογή 2005, σ. I-5425).


44 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38.


45 –      Αποφάσεις 18ης Δεκεμβρίου 2008, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-101/07 P και C-110/07 P, Coop de France bétail et viande κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-322/07 P, C-327/07 P και C-338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής (που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 52).


46 –      Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2009, σκέψεις 54 και 55).


47 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 34.


48 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 36.


49 –      Είναι μάλιστα σαφές από τη διατύπωση της σκέψεως 343 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής παρατέθηκε ως παράδειγμα (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 36).


50 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37, σκέψη 107.


51 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 37.


52 –      Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38.


53 –      Οι όροι «το γεγονός απλώς και μόνον» και «αφ’ εαυτού» είναι κεντρικοί για την κατανόηση του περιεχομένου της αποφάσεως του Δικαστηρίου.


54 – Όπ.π., σκέψη 99.


55 –      Βλ. σκέψη 342 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε ότι, μολονότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι το εταιρικό κεφάλαιο δύο διακεκριμένων εμπορικών εταιριών ανήκει στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια οικογένεια δεν αρκεί, είναι ενδεχομένως δυνατό να κριθεί ότι υπάρχει ενιαία οικονομική μονάδα βάσει ορισμένων στοιχείων.


56 – Βλ. σκέψη 65 ανωτέρω.


57 –      Βλ. σκέψη 344 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


58 –      Βλ. σκέψη 345 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


59 –      Ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει επίσης κάπως προς τις παρατηρήσεις της αναιρεσείουσας όσον αφορά τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου στη σκέψη 358 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την οποία δεν αρνείται η αναιρεσείουσα, ότι δηλαδή η τελευταία ήταν ο μοναδικός συνομιλητής της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία.


60 –      Η ανακοίνωση αιτιάσεων δεν απευθύνθηκε σε καμία άλλη εταιρία του ομίλου Knauf, μολονότι είναι σαφές ότι η παράβαση στην οποία αναφέρεται η ανακοίνωση αιτιάσεων αφορούσε τον όμιλο Knauf.


61 –      Βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑395/96 P και C‑396/96 P Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-1365, σκέψεις 143 και 146), και απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003 C‑176/99 P, ARBED κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10687, σκέψη 21).


62 –      Βλ. τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας στις σκέψεις 68 και 69 ανωτέρω.


63 –      Βλ. σκέψη 348 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


64 –      Το άρθρο 1, με τον τίτλο «Σκοπός της συμβάσεως» ορίζει τα εξής: «1. Σκοπός της παρούσας συμβάσεως είναι η διατήρηση των εταιριών Knauf ως οικογενειακών εταιριών. 2. Σκοπός της παρούσας συμβάσεως είναι η διασφάλιση της ενιαίας διοικήσεως των εταιριών Knauf. 3. Σκοπός της παρούσας συμβάσεως είναι η διασφάλιση ενιαίας, συγκεντρωτικής ασκήσεως δικαιωμάτων όλων των εταιριών του ομίλουKnauf. 4. Σκοπός της παρούσας συμβάσεως είναι η διασφάλιση του ότι οι αποφάσεις που είναι αναγκαίες για τη μελλοντική διοίκηση, οργάνωση και νομική μορφή της εταιρίας παραμένουν εφικτές και δεν μπορούν να εμποδιστούν από έναν μόνο μέτοχο ή από μικρό αριθμό μετόχων» (η υπογράμμιση δική μου).


65 –      Βλ., ιδίως, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-10065, σκέψη 27).


66 –      Βλ. σκέψεις 98 και 99 (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 38). Στην υπόθεση εκείνη δεν υπήρξε δυνατός ο καταλογισμός ευθύνης, λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων.


67 –      Βλ. σκέψεις 354 έως 361 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


68 –      Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-330/01 (Συλλογή 2006, σ. II-3389, σκέψη 88).


69 –      Βλ. σκέψη 360 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.


70 –      Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται.


71 –      Βλ. σκέψεις 55 έως 57 (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12).


72 – Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 46, σκέψη 50.