Language of document : ECLI:EU:T:2022:222

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 6ης Απριλίου 2022 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Προ-πειθαρχική διαδικασία – Αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων, παρακράτηση επί των αποδοχών και απαγόρευση προσβάσεως στις εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό του EUAA – Έκθεση της OLAF – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Αρχή της αμεροληψίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Ευθύνη – Στενός σύνδεσμος με τα ακυρωτικά αιτήματα»

Στην υπόθεση T‑634/19,

FC, εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό, Α. Σκουλίκη και Μ. Χ. Βλάχου, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), εκπροσωπούμενου από τις P. Eyckmans και Μ. Σταματοπούλου, επικουρούμενες από τους A. Guillerme και T. Bontinck, δικηγόρους,

καθού-εναγομένου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius (εισηγητή) και I. Reine, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 26ης Απριλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ προσφυγή-αγωγή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα FC (στο εξής: προσφεύγουσα), αφενός, ζητεί την ακύρωση της από [εμπιστευτικό] αποφάσεως του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) με την οποία της επιβλήθηκε αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της και της από [εμπιστευτικό] αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε από τον ως άνω Οργανισμό η από [εμπιστευτικό] διοικητική ένστασή της και, αφετέρου, ζητεί την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω των ως άνω αποφάσεων.

2        Από την [εμπιστευτικό] έως την [εμπιστευτικό], η προσφεύγουσα κατείχε θέση εκτάκτου υπαλλήλου στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), νυν EUAA, αρχικώς ως [εμπιστευτικό] και στη συνέχεια, από την [εμπιστευτικό], ως [εμπιστευτικό]. Εντός της ίδιας διοικητικής μονάδας, η προσφεύγουσα διορίστηκε, στις [εμπιστευτικό], [εμπιστευτικό] και, από την [εμπιστευτικό] έως την [εμπιστευτικό], κατείχε τη θέση της [εμπιστευτικό].

 Η διαδικασία που κίνησε η OLAF

3        Τον Μάιο του 2017 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) έλαβε πληροφορίες κατά τις οποίες ο τότε εκτελεστικός διευθυντής του EUAA (στο εξής: πρώην εκτελεστικός διευθυντής) είχε διαπράξει παρατυπίες, οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, πρακτικές ευνοιοκρατίας, παρατυπίες στις διαδικασίες προσλήψεως και παραβάσεις των κανόνων περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η OLAF κίνησε έρευνα σε βάρος του.

4        Με βάση τα προκαταρκτικά αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, η έρευνα επεκτάθηκε και σε άλλα μέλη του προσωπικού του EUAA, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η προσφεύγουσα.

5        Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε σχετικά στις [εμπιστευτικό] και, στις [εμπιστευτικό], η OLAF ερεύνησε το γραφείο της.

6        Στις [εμπιστευτικό] η OLAF προέβη σε ακρόαση της προσφεύγουσας και της έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της σχετικά με την έρευνα στις [εμπιστευτικό].

7        Στις [εμπιστευτικό] η OLAF ολοκλήρωσε την έκθεση έρευνας (στο εξής: έκθεση της OLAF).

8        Την ίδια ημέρα η OLAF απηύθυνε στην προσφεύγουσα αποσπάσματα της εκθέσεώς της σε εμπιστευτική μορφή και μια σύνοψη όσων την αφορούσαν, προσάπτοντάς της ότι είχε παραλείψει να αναφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 21α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), τις παρατυπίες του πρώην εκτελεστικού διευθυντή και ότι οι ενέργειές της είχαν πιθανόν συμβάλει στις παρατυπίες που έλαβαν χώρα στον EUAA.

9        Στην έκθεση της OLAF αναφερόταν ότι «είχε αποδειχθεί ότι οι διοικητικές δομές που είχε διαμορφώσει [ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής] ήταν ακατάλληλες και δεν διασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία του EUAA» και ότι «ένας σημαντικός αριθμός διαδικασιών και αποφάσεων [είχαν] αποδειχθεί αντίθετες προς τον ΚΥΚ και τον δημοσιονομικό κανονισμό», κατά τρόπον ώστε «η εύρυθμη λειτουργία του EUAA [είχε] διακυβευθεί σοβαρά, θέτοντας σε κίνδυνο τη φήμη του και εκείνη των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένης της ευαίσθητης φύσης της εντολής του EUAA».

10      Όσον αφορά τις παρατυπίες στον τομέα των διαδικασιών και των προσλήψεων καθώς και τις πρακτικές παρενόχλησης, η OLAF επισήμανε ότι, «το 2016, ο [πρώην εκτελεστικός διευθυντής] είχε τροποποιήσει την οργανωτική δομή του EUAA θέτοντας τον τομέα [εμπιστευτικό] υπό την άμεση εξουσία του, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την άμεση συμμετοχή του στις διαδικασίες προσλήψεων». Επιπλέον, η συμπεριφορά του «έναντι των μελών του προσωπικού του EUAA [είχε προσβάλει] την προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια όσων είχαν εκφράσει ανησυχίες σχετικά με το νομότυπο και την ορθότητα των αποφάσεών του», αυτή δε η «συμπεριφορά [είχε γίνει] ανεκτή και πιθανώς επιδεινωθεί από τις ενέργειες της [προσφεύγουσας]».

11      Όσον αφορά τις παρατυπίες που συνδέονται με την προστασία, την ασφάλεια και τον εσωτερικό έλεγχο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, «ως υπεύθυνη για τον τομέα [εμπιστευτικό], γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συνέλεγε η υπηρεσία της ήταν ευαίσθητα και ότι δεν θα έπρεπε να έχουν παρασχεθεί στον [πρώην εκτελεστικό διευθυντή]». Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα της OLAF, η προσφεύγουσα του παρείχε τακτικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούσαν τους υποψηφίους για θέσεις εργασίας στον EUAA, μολονότι η διαβίβαση των δεδομένων αυτών δεν ανταποκρινόταν, σε καμία περίπτωση, σε «ανάγκη αυτά να είναι γνωστά».

12      Βάσει των ανωτέρω αιτιάσεων, η OLAF συνέστησε στον EUAA να κινήσει πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας.

 Η διοικητική διαδικασία ενώπιον του EUAA και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις

13      Στις [εμπιστευτικό] ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής του EUAA, ως αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) του EUAA, κάλεσε την προσφεύγουσα σε δύο ακροάσεις που είχαν προγραμματιστεί για τις [εμπιστευτικό].

14      Πριν από τις ακροάσεις, η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις στον EUAA με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό].

15      Η πρώτη ακρόαση, που είχε προγραμματιστεί για τις [εμπιστευτικό], είχε ως αντικείμενο την ακρόαση της προσφεύγουσας επί της εκθέσεως της OLAF, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με την ενδεχόμενη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

16      Η δεύτερη ακρόαση, που είχε προγραμματιστεί για την ίδια ημέρα στις [εμπιστευτικό], είχε ως αντικείμενο την ακρόαση της προσφεύγουσας επί ενδεχόμενης αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, και μερικής παρακράτησης των αποδοχών της.

17      Κατά τις δύο αυτές ακροάσεις, η προσφεύγουσα διατύπωσε τις παρατηρήσεις της.

18      Στο πλαίσιο της πρώτης ακροάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η ΑΣΣΠΑ του EUAA χορήγησε στην προσφεύγουσα προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών για να υποβάλει επιπλέον παρατηρήσεις.

19      Αμέσως μετά τις δύο ακροάσεις, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις [εμπιστευτικό], η προσφεύγουσα υπέβαλε στον EUAA αυθημερόν στις [εμπιστευτικό] συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις.

20      Στις [εμπιστευτικό] της επομένης η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην ΑΣΣΠΑ του EUAA συστατικές επιστολές που είχε λάβει στο πλαίσιο των θέσεων που κατείχε προηγουμένως.

21      Στις [εμπιστευτικό] της ίδιας ημέρας η ΑΣΣΠΑ του EUAA διαβίβασε στην προσφεύγουσα την απόφαση [εμπιστευτικό] της [εμπιστευτικό] (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία ο EUAA επέβαλε στην προσφεύγουσα αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της για αόριστο χρονικό διάστημα και με άμεση ισχύ (στο εξής: αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων), παρακράτηση κατ’ αποκοπήν ποσού [εμπιστευτικό] ευρώ επί των μηνιαίων καθαρών αποδοχών της για χρονικό διάστημα [εμπιστευτικό] (στο εξής: παρακράτηση επί των αποδοχών) και απαγόρευση προσβάσεως στις εγκαταστάσεις του EUAA καθώς και στις υπηρεσίες και στον τεχνικό εξοπλισμό επικοινωνιών και πληροφορικής, κατά τη διάρκεια της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων (στο εξής: απαγόρευση προσβάσεως).

22      Η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται ως εξής:

«I. Αιτιάσεις

8.      [Η προσφεύγουσα] παρέλειψε να ενημερώσει, σύμφωνα με το άρθρο 21[α] του ΚΥΚ, σχετικά με τα σοβαρά παραπτώματα τα οποία διέπραξε [ο πρώην εκτελεστικός διευθυντής], όπως αυτά διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας της OLAF, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες επιλογής και προσλήψεως και τις πρακτικές παρενόχλησης.

9.      [Η προσφεύγουσα] συνέβαλε σε ένα εχθρικό εργασιακό περιβάλλον στον EUAA, κατά παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ.

10.      Κατόπιν αιτήματος του [πρώην εκτελεστικού διευθυντή], και ενίοτε με δική της πρωτοβουλία, [η προσφεύγουσα] επηρέασε το αποτέλεσμα των διαδικασιών επιλογής, παρακινώντας τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής να ενεργήσουν σύμφωνα με τις οδηγίες της ίδιας και εκείνες του [πρώην εκτελεστικού διευθυντή].

11.      Με τις πράξεις της, η [προσφεύγουσα] ανέχθηκε και, ενδεχομένως, επιδείνωσε τη συμπεριφορά του [πρώην εκτελεστικού διευθυντή] έναντι του προσωπικού, γεγονός το οποίο προσέβαλε την προσωπική και επαγγελματική αξιοπρέπεια των οικείων προσώπων όσον αφορά το νομότυπο και την ορθότητα των αποφάσεών του.

12.      [Η προσφεύγουσα] παρέλειψε να αναφέρει τις παραβάσεις των διατάξεων σχετικά με την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων. Ως υπεύθυνη, τότε, του τομέα [εμπιστευτικό], γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συνέλεγε η υπηρεσία της ήταν ευαίσθητα. Εντούτοις, διαβίβασε στον [πρώην εκτελεστικό διευθυντή] δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούσαν τους υποψηφίους για θέσεις εργασίας στον EUAA. Μια τέτοια διαβίβαση δεδομένων δεν πραγματοποιήθηκε βάσει της ανάγκης τα εν λόγω δεδομένα να είναι γνωστά.

II. Σοβαρότητα των αιτιάσεων

13.      Σε περίπτωση που αποδειχθούν, οι αιτιάσεις αυτές θα συνιστούν ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις των υποχρεώσεων που υπέχουν οι υπάλληλοι και τα λοιπά μέλη του λοιπού προσωπικού από τα άρθρα 21 και 21[α] του ΚΥΚ.

14.      Όλες αυτές οι αιτιάσεις είναι ακόμη πιο σοβαρές καθόσον αφορούν τη συμπεριφορά ενός [εμπιστευτικό].

IV. Πιθανότητα των αιτιάσεων

15.      [Οι εν λόγω αιτιάσεις] επιρρωννύονται από την έρευνα της OLAF […] σχετικά με υπόνοιες παρατυπιών και σοβαρών παραβάσεων εκ μέρους του [πρώην εκτελεστικού διευθυντή] και λοιπών μελών του προσωπικού του [EUAA] κατά τη διαχείριση των πόρων του [EUAA] και σχετικά με παραβάσεις της προστασίας των δεδομένων.

16.      Οι δηλώσεις της [προσφεύγουσας] δεν μειώνουν επαρκώς την πιθανότητα να ευσταθούν οι αιτιάσεις ούτε τις καθιστούν προδήλως αβάσιμες.

V. Παρακράτηση επί των αποδοχών

[…]

VI. Συμπέρασμα

19.      Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι [στην προσφεύγουσα] πρέπει να επιβληθεί αναστολή ασκήσεως καθηκόντων, σε συνδυασμό με περιορισμένη παρακράτηση επί των αποδοχών της […]».

23      Στις [εμπιστευτικό] ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής του EUAA απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο σύνολο του προσωπικού του EUAA, προκειμένου να το ενημερώσει, κατόπιν της εκθέσεως και των συστάσεων της OLAF, σχετικά με την κίνηση προ‑πειθαρχικών διαδικασιών και την άμεση αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων όσον αφορά τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, τον προϊστάμενο του τμήματος [εμπιστευτικό] και την προσφεύγουσα.

24      Στις [εμπιστευτικό] η προσφεύγουσα υπέβαλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία έβαλλε και κατά του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή του EUAA το οποίο είχε αποσταλεί στις [εμπιστευτικό] στο σύνολο του προσωπικού του EUAA, ενώ υπέβαλε και αίτημα αποκαταστάσεως των ζημιών που υπέστη (στο εξής: διοικητική ένσταση).

25      Ενόψει της προσλήψεώς της από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex), η προσφεύγουσα υπέβαλε στον EUAA την [εμπιστευτικό] παραίτηση με ισχύ από τις [εμπιστευτικό], η οποία έγινε δεκτή από τον EUAA στις [εμπιστευτικό].

26      Με την απόφαση [εμπιστευτικό] της [εμπιστευτικό], η ΑΣΣΠΑ του EUAA κίνησε πειθαρχική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας.

27      Με την απόφαση [εμπιστευτικό] της [εμπιστευτικό], η ΑΣΣΠΑ του EUAA απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση).

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση και τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις)·

–        να υποχρεώσει τον EUAA να της καταβάλει το ποσό των 6 504 ευρώ προς αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας και το ποσό των 250 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης και της βλάβης της υγείας της·

–        να καταδικάσει τον EUAA στα δικαστικά έξοδα.

29      Ο EUAA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

30      Με την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων και την αποκατάσταση των ζημιών που υποστηρίζει ότι υπέστη.

31      Ο EUAA ζητεί την απόρριψη της προσφυγής-αγωγής αμφισβητώντας το βάσιμο των ακυρωτικών και των αποζημιωτικών αιτημάτων της προσφεύγουσας.

32      Σε ένα πρώτο στάδιο πρέπει να εξεταστεί το αντικείμενο της προσφυγής-αγωγής, σε ένα δεύτερο στάδιο τα ακυρωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας και σε ένα τρίτο στάδιο τα αποζημιωτικά αιτήματά της.

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

33      Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της που στρεφόταν κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως και είχε, επίσης, ως αίτημα την αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας.

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διοικητική ένσταση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και η ρητή ή σιωπηρή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς προϋπόθεση για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικώς βάλλει κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση αυτή (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Ειδικότερα, μια ρητή απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως μπορεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της προσβαλλομένης πράξεως. Αυτό συμβαίνει όταν η απόφαση περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει νέων νομικών και πραγματικών στοιχείων ή όταν τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του συστήματος του ΚΥΚ, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ανεξαρτήτως του αν αυτή στρέφεται μόνον κατά της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να έχει υποβληθεί και η προσφυγή να έχει ασκηθεί εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, ήτοι δεδομένης της λήψεως, με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, προ‑πειθαρχικών μέτρων κατά των οποίων βάλλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένσταση και την υπό κρίση προσφυγή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση, έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση.

38      Συγκεκριμένα, αφενός, η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση συμπληρώνει την αιτιολογία της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τα προ‑πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνονται με αυτήν. Αφετέρου, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ο EUAA απέρριψε τις αιτιάσεις τις οποίες η προσφεύγουσα διατύπωσε για πρώτη φορά με τη διοικητική ένσταση κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως και, επομένως, επανεξέτασε την κατάσταση της προσφεύγουσας βάσει νέων στοιχείων που περιλαμβάνονταν στη διοικητική της ένσταση. Οι αιτιάσεις αυτές συγχέονται κατ’ ουσίαν με τους λόγους τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθούν από κοινού, αφενός, το αίτημα ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με αυτήν επιβάλλονται προ-πειθαρχικά μέτρα κατά της προσφεύγουσας, λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογία που εκτίθεται στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, το αίτημα ακυρώσεως της δεύτερης αυτής αποφάσεως, καθόσον ο EUAA απέρριψε τις αιτιάσεις τις οποίες η προσφεύγουσα είχε προβάλει για πρώτη φορά με τη διοικητική ένσταση.

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

40      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής τέσσερις λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την προ-πειθαρχική διοικητική διαδικασία, ο δεύτερος, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή του EUAA που εστάλη στις [εμπιστευτικό] στο σύνολο του προσωπικού του EUAA, ο τρίτος, την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων και, ο τέταρτος, την απαγόρευση προσβάσεως.

41      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, τούτο δε σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

42      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τη χρονική αλληλουχία των επαφών κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαίωμά της ακροάσεως τηρήθηκε μόνον «κατ’ επίφαση». Συγκεκριμένα, η ΑΣΣΠΑ του EUAA ουδόλως έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της, δεδομένου ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση είχε προδήλως εκδοθεί πριν από τις ακροάσεις της που πραγματοποιήθηκαν στις [εμπιστευτικό], η δε χρονική αυτή αλληλουχία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από το επείγον της κατάστασης ούτε από το συμφέρον της υπηρεσίας.

43      Επιπλέον, η ΑΣΣΠΑ του EUAA εξέδωσε την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση βασιζόμενη αποκλειστικώς σε αναπόδεικτες εικασίες της έκθεσης της OLAF, κατά παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας και αντικειμενικότητας που επιβάλλει στην ΑΣΣΠΑ η αρχή της χρηστής διοικήσεως, καίτοι από τα διακριτά αντικείμενα της διαδικασίας που κίνησε η OLAF και της προ-πειθαρχικής διαδικασίας που κίνησε η ΑΣΣΠΑ του EUAA προκύπτει ότι η τελευταία όφειλε, αφενός, να παράσχει στην προσφεύγουσα δυνατότητα ακροάσεως ανεξάρτητα από τις ακροάσεις στις οποίες είχε προβεί η OLAF και, αφετέρου, να αποφανθεί αυτοτελώς επί της εκθέσεως της OLAF.

44      Ο EUAA αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

45      Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, προς την οποία συνδέει κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη, το δικαίωμα ακροάσεως καθώς και τις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας. Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά της αιτιολογίας των προσβαλλομένων αποφάσεων.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

46      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως, καθόσον έτυχε ακροάσεως μόνον «κατ’ επίφαση», ενώ κανένα από τα στοιχεία που προέβαλε δεν ελήφθη υπόψη.

47      Υπενθυμίζεται ότι από τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, από το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), προκύπτει ότι πρέπει να δίδεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα, πριν από την έκδοση αποφάσεως που τον θίγει, να διατυπώσει λυσιτελώς τις απόψεις του επί του υποστατού και της κρισιμότητας των πραγματικών γεγονότων και περιστάσεων επί των οποίων η διοίκηση προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της (βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2019, TN/ENISA, T‑461/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:63, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Συνεπώς, μια τέτοια απόφαση δύναται να ληφθεί μόνον αφού δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με το σχέδιο αποφάσεως, στο πλαίσιο γραπτής ή προφορικής ανταλλαγής απόψεων που ξεκινά με πρωτοβουλία της ΑΣΣΠΑ και της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει η εν λόγω αρχή (βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2019, TN/ENISA, T‑461/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:63, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν για κάθε βλαπτική πράξη, ανεξάρτητα από το αν το σχεδιαζόμενο μέτρο είναι προσωρινό ή οριστικό [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 267 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

50      Στην υπό κρίση υπόθεση, το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι η ΑΣΣΠΑ λαμβάνει απόφαση περί αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων μετά από ακρόαση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, πλην εξαιρετικών περιστάσεων.

51      Βάσει του δικαιώματος ακροάσεως, η διοίκηση οφείλει, στο πλαίσιο γραπτής ή προφορικής ανταλλαγής απόψεων που ξεκινά με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής και της οποίας το βάρος αποδείξεως φέρει η εν λόγω αρχή, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της [βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 265 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Προς τον σκοπό αυτό, η διοίκηση υποχρεούται όχι μόνο να γνωστοποιεί στον ενδιαφερόμενο τα διάφορα επίμαχα στοιχεία, αλλά και να τον ενημερώνει με επαρκή ακρίβεια για τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από τα στοιχεία αυτά κατά το στάδιο κατά το οποίο καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Συνεπώς, η διοίκηση πρέπει να διασφαλίζει ότι ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται σαφώς για το σχεδιαζόμενο μέτρο [βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 266 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει, ασφαλώς, ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την έρευνα της OLAF ήδη από τις [εμπιστευτικό] και ότι η OLAF προέβη σε ακρόασή της στις [εμπιστευτικό] και της έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της στις [εμπιστευτικό].

54      Εντούτοις, γεγονός παραμένει, όπως ορθώς υποστήριξε η προσφεύγουσα, ότι τα διακριτά αντικείμενα της διαδικασίας που κίνησε η OLAF και της προ-πειθαρχικής διαδικασίας που κίνησε η ΑΣΣΠΑ του EUAA και η οποία κατέληξε στην έκδοση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως απαιτούσαν η τελευταία να παράσχει στην προσφεύγουσα δυνατότητα ακροάσεως ανεξάρτητα από τις ακροάσεις στις οποίες είχε προβεί η OLAF.

55      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, πρώτον, στις [εμπιστευτικό] η ΑΣΣΠΑ του EUAA κάλεσε την προσφεύγουσα σε δύο ακροάσεις που είχαν προγραμματιστεί για τις [εμπιστευτικό], εκ των οποίων η δεύτερη είχε ως αντικείμενο την ενδεχόμενη αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της προσφεύγουσας.

56      Η πρόσκληση για την ακρόαση αυτή περιλάμβανε, σε παράρτημα, αποσπάσματα της εκθέσεως της OLAF σε εμπιστευτική μορφή, τα οποία αφορούσαν την προσφεύγουσα, και μνημόνευε το άρθρο 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

57      Επομένως, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε δεόντως για το αντικείμενο της ακροάσεως το οποίο συνίστατο στο να αποφασίσει η ΑΣΣΠΑ του EUAA επί της ενδεχόμενης αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της.

58      Δεύτερον, πριν από την ακρόαση αυτή, η προσφεύγουσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της [εμπιστευτικό], υπέβαλε στην ΑΣΣΠΑ του EUAA γραπτές παρατηρήσεις και πληροφοριακά στοιχεία, την παραλαβή των οποίων η τελευταία επιβεβαίωσε το ίδιο βράδυ.

59      Οι γραπτές αυτές παρατηρήσεις αποτελούνταν, κατ’ ουσίαν, από σχόλια και συνημμένα έγγραφα σχετικά με τις διάφορες παρατυπίες που επισημαίνονταν στην έκθεση της OLAF. Όσον αφορά τις διαδικασίες επιλογής και προσλήψεως καθώς και τις πρακτικές παρενόχλησης, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε, συναφώς, στην ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν σε σχέση με τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή και αμφισβήτησε την εμπλοκή της στις παρατυπίες που είχε επισημάνει η OLAF, προσκομίζοντας προκηρύξεις κενών θέσεων και αιτήσεις υποψηφιότητας στο πλαίσιο διαδικασιών που ανατρέχουν στο 2017, την έκθεση αξιολογήσεώς της για τη δοκιμαστική περίοδο από τον [εμπιστευτικό] έως τον [εμπιστευτικό], την εκ μέρους της αμφισβήτηση της εν λόγω εκθέσεως καθώς και ιατρικές γνωματεύσεις. Όσον αφορά τις παρατυπίες που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα, η προσφεύγουσα προέβαλε τον κυρίαρχο ρόλο του πρώην εκτελεστικού διευθυντή και το γεγονός ότι η ίδια δεν είχε σχετική κατάρτιση.

60      Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την ακρόασή της, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της, όπως τούτο προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά της εν λόγω ακροάσεως.

61      Τέταρτον, αμέσως μετά το πέρας της ακροάσεως που ολοκληρώθηκε στις [εμπιστευτικό], η προσφεύγουσα υπέβαλε, την ίδια ημέρα στις [εμπιστευτικό], συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις προς την ΑΣΣΠΑ του EUAA, την παραλαβή των οποίων η τελευταία επιβεβαίωσε το ίδιο βράδυ.

62      Με τις παρατηρήσεις αυτές, η προσφεύγουσα προσκόμισε στη Μονάδα Ανθρωπίνου Δυναμικού του EUAA διάφορα εσωτερικά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες προσλήψεως, των οποίων ανταλλαγή είχε λάβει χώρα το 2017 και το 2018.

63      Στις [εμπιστευτικό] της [εμπιστευτικό] η προσφεύγουσα κοινοποίησε στην ΑΣΣΠΑ του EUAA πρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία, ήτοι συστατικές επιστολές που είχε λάβει στο πλαίσιο των θέσεων που κατείχε προηγουμένως.

64      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΑΣΣΠΑ του EUAA της παρέσχε προσηκόντως τη δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της τόσο επί των περιλαμβανομένων στην έκθεση της OLAF αιτιάσεων εις βάρος της όσο και επί του ζητήματος της ενδεχόμενης αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

65      Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν δύνανται να κλονίσουν την εκτίμηση αυτή.

66      Πρώτον, μολονότι είναι αληθές ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, της [εμπιστευτικό], εκδόθηκε την επομένη της ακροάσεως της προσφεύγουσας επί του ενδεχομένου αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της, εντούτοις η ΑΣΣΠΑ της EUAA διέθετε ήδη από τις [εμπιστευτικό] την έκθεση της OLAF και ήταν σε θέση να αξιολογήσει τα στοιχεία που η προσφεύγουσα είτε είχε προσκομίσει την προηγουμένη της εν λόγω ακροάσεως είτε, σε δύο περιπτώσεις, προσκόμισε λίγες ώρες μετά το πέρας της ακροάσεως.

67      Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν δύναται, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τις οποίες επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να προσάψει στην ΑΣΣΠΑ του EUAA ότι δεν της χορήγησε πρόσθετη προθεσμία δεκατεσσάρων ημερών προκειμένου να διατυπώσει τις απόψεις της επί του ενδεχομένου αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της.

68      Πράγματι, ανεξαρτήτως της ελλείψεως ρητής νομικής βάσεως επιβάλλουσας τη χορήγηση τέτοιας προθεσμίας στο πλαίσιο προ-πειθαρχικής διαδικασίας για τη λήψη μέτρου αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων, η προθεσμία αυτή χορηγήθηκε, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, στο πλαίσιο και μόνον της ακροάσεως της προσφεύγουσας σχετικά με την ενδεχόμενη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας εις βάρος της, και όχι για τη λήψη ενός κατ’ ανάγκην προσωρινού μέτρου αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων. Τούτο προκύπτει από τα πρακτικά της ακροάσεως της προσφεύγουσας που διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και από τα πρακτικά της ακροάσεως της προσφεύγουσας που διεξήχθη σύμφωνα με το άρθρο 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, όπως ορθώς υποστήριξε ο EUAA με την απάντησή του σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

69      Πράγματι, η μνεία, στα πρακτικά που αφορούσαν την ακρόαση της προσφεύγουσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, της ακροάσεως της προσφεύγουσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ αφορούσε μόνον τη φύση και τη σοβαρότητα των προβαλλομένων παρατυπιών και όχι ενδεχόμενη πρόσθετη προθεσμία.

70      Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι τα στοιχεία που είχε προσκομίσει δεν είχαν ληφθεί υπόψη από την ΑΣΣΠΑ του EUAA.

71      Το δικαίωμα ακροάσεως συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως, οπότε, εν προκειμένω, την προσοχή αυτή όφειλε να επιδείξει η ΑΣΣΠΑ, η οποία δεν μπορούσε να στηρίξει την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων αποκλειστικώς στην έκθεση της OLAF χωρίς να έχει προβεί σε προσήκουσα ακρόαση της προσφεύγουσας (βλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 88 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, αφενός, από τα πρακτικά της ακροάσεως της προσφεύγουσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει ότι, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της ήταν εντελώς αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι η ίδια δεν συνιστούσε κίνδυνο για την υπηρεσία της, λαμβανομένων υπόψη των επαγγελματικών της προσόντων και της απόλυτης αφοσίωσής της, ενώ συγχρόνως ανέφερε ότι ουδέποτε είχε παρακολουθήσει κατάρτιση σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Δεύτερον, η προσφεύγουσα, κληθείσα να αναφέρει στοιχεία σχετικά με τις προσωπικές και οικογενειακές της περιστάσεις, περιέγραψε την οικογενειακή της κατάσταση υπογραμμίζοντας τις σημαντικές δαπάνες τις οποίες η κατάσταση αυτή συνεπαγόταν για την ίδια και οι οποίες καθιστούσαν την οικονομική της θέση πιο ευάλωτη, με αποτέλεσμα η παρακράτηση επί των αποδοχών να είναι προβληματική.

73      Αφετέρου, από τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA έλαβε υπόψη τα πρόσθετα στοιχεία, ήτοι συστατικές επιστολές, ιατρικές γνωματεύσεις και ανταλλαγές μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία η προσφεύγουσα είχε υποβάλει πριν και μετά από την ακρόαση προκειμένου να τεκμηριώσει τις ικανότητές της, τις επιπτώσεις της κατάστασης στην υγεία της και στην οικογένειά της, καθώς και τον τρόπο λειτουργίας του EUAA. Στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η ΑΣΣΠΑ του EUAA αναπαρήγαγε, μεταξύ άλλων, τις από [εμπιστευτικό] δηλώσεις της προσφεύγουσας από τις οποίες προέκυπτε ότι είχε πλήρη γνώση των επίμαχων παρατυπιών.

74      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην ΑΣΣΠΑ του EUAA ότι δεν έλαβε υπόψη τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία ή ότι δεν τα εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όπως επιτάσσει το δικαίωμα ακροάσεως της προσφεύγουσας.

75      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν αποδεικνύεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, η προσβολή αυτή δεν συνεπάγεται την ακύρωση πράξεως παρά μόνο σε περίπτωση που, αν δεν είχε σημειωθεί η συγκεκριμένη πλημμέλεια, η διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Για να αποδείξει ότι τούτο συμβαίνει, ο προσφεύγων οφείλει να εξηγήσει ποια είναι τα επιχειρήματα ή τα στοιχεία που θα μπορούσε να έχει προβάλει εάν τα δικαιώματά του άμυνας είχαν τηρηθεί και οφείλει επίσης, αναλόγως των περιστάσεων, να αποδείξει ότι τα επιχειρήματα ή τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα στην περίπτωσή του [πρβλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 269 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

76      Εν προκειμένω, ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί ποια είναι τα επιχειρήματα ή τα στοιχεία που θα μπορούσε να έχει προβάλει εάν της είχαν δοθεί πρόσθετες ευκαιρίες να διατυπώσει τις απόψεις της, ούτε, κατά μείζονα λόγο, αποδεικνύει ότι τα επιχειρήματα ή τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν, στην περίπτωσή της, σε διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό της επίμαχης διαδικασίας.

77      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση των απαιτήσεων περί αμεροληψίας και αντικειμενικότητας

78      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθόσον ενήργησε κατά τρόπο μεροληπτικό και μη αντικειμενικό κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας, στηριζόμενη αποκλειστικώς στην έκθεση της OLAF, ενώ οι απαιτήσεις περί αμεροληψίας και αντικειμενικότητας της επέβαλλαν να προβεί σε αυτοτελή αξιολόγηση βάσει των προσκομισθέντων από την προσφεύγουσα στοιχείων.

79      Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

80      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως και ότι το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

81      Κατά τη νομολογία, η διοίκηση υποχρεούται, δυνάμει της αρχής της χρηστής διοικήσεως, να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως της οποίας επιλαμβάνεται και να συγκεντρώνει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, καθώς και να διασφαλίζει την ομαλή διεξαγωγή και αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων διαδικασιών (βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑273/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:371, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Όσον αφορά διοικητικές διαδικασίες όπως αυτή που οδήγησε εν προκειμένω στην έκδοση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, η τήρηση της αρχής της χρηστής διοικήσεως προϋποθέτει τη διεξαγωγή αμερόληπτης και κατ’ αντιπαράθεση έρευνας προς διακρίβωση της αλήθειας των πράξεων που φέρονται ως τελεσθείσες και των περιστάσεων που τις περιβάλλουν (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2019, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑273/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:371, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA στηρίχθηκε αποκλειστικώς στα πορίσματα της εκθέσεως της OLAF, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, καθώς και ότι τα εν λόγω θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική ή δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των εσωτερικών ερευνών και ενημερώνουν σχετικά την OLAF, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση ή κατόπιν σχετικού αιτήματος της OLAF.

84      Ασφαλώς, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013 δεν προκύπτει ότι ο EUAA όφειλε να ακολουθήσει τα πορίσματα της εκθέσεως της OLAF. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 του εν λόγω κανονισμού, εναπόκειται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς να αποφασίζουν για τη συνέχεια που θα δοθεί στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση τις τελικές εκθέσεις έρευνας που συντάσσονται από την OLAF.

85      Επομένως, η ΑΣΣΠΑ του EUAA διέθετε περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την ανάγκη ή μη εκδόσεως αποφάσεως περί αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της προσφεύγουσας. Εν προκειμένω, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε νομίμως να κάνει χρήση του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως προκειμένου να υιοθετήσει τα πορίσματα της εκθέσεως της OLAF, λαμβάνοντας συγχρόνως υπόψη τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προέβαλε σε σχέση με την έκθεση αυτή.

86      Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην ΑΣΣΠΑ του EUAA ότι στήριξε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στην έκθεση της OLAF, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι, πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί αναστολής ασκήσεως καθηκόντων της προσφεύγουσας, προέβη σε προσήκουσα ακρόασή της και έλαβε υπόψη τα κρίσιμα στοιχεία που αυτή είχε υποβάλει, όπως προκύπτει από την κατά τα ανωτέρω εκτίμηση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

87      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

88      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον η ΑΣΣΠΑ του EUAA στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην έκθεση της OLAF, χωρίς να λάβει υπόψη τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα προέβαλε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας.

89      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας βλαπτικής πράξεως πρέπει να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητάς της (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2000, Τζίκης κατά Επιτροπής, T‑203/98, EU:T:2000:130, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ΚΥΚ πρέπει να εκτιμάται βάσει όχι μόνον του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα. Συναφώς, καίτοι η ΑΣΣΠΑ πρέπει να επισημαίνει επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη εις βάρος του υπαλλήλου, καθώς και τις εκτιμήσεις που την οδήγησαν να επιβάλει την επιλεγείσα κύρωση, εντούτοις δεν απαιτείται να εξετάζει όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα που προβλήθηκαν από τον ενδιαφερόμενο κατά τη διαδικασία (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2000, Τζίκης κατά Επιτροπής, T‑203/98, EU:T:2000:130, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Επομένως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως τηρείται εφόσον η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1993, Turner κατά Επιτροπής, T‑80/92, EU:T:1993:119, σκέψη 62, και της 27ης Νοεμβρίου 1997, Pascall κατά Επιτροπής, T‑20/96, EU:T:1997:188, σκέψη 44).

92      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία είναι επαρκής, εφόσον εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό σκεπτικό που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Mélin κατά Κοινοβουλίου, T‑726/18, EU:T:2019:816, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προβάλλει πλημμελή αιτιολογία , αφενός, της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολογία η οποίας δεν ήταν δυνατό να συμπληρωθεί με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, και, αφετέρου, της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η περιεχόμενη σε αυτή αναφορά στα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα είχε υποβάλει ήταν όλως γενική και αόριστη, χωρίς να περιλαμβάνει την παραμικρή ειδική αναφορά σε κάποιο συγκεκριμένο επιχείρημα της προσφεύγουσας ούτε, συνακόλουθα, την παραμικρή αιτιολογημένη απάντηση επί των επιχειρημάτων της.

94      Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA, στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, περιέγραψε λεπτομερώς τη φύση των αιτιάσεων περί σοβαρών παραπτωμάτων που διατυπώθηκαν εις βάρος της προσφεύγουσας. Ανέφερε επίσης, στο πλαίσιο της παραπομπής στην έκθεση της OLAF, ότι οι αιτιάσεις αυτές, αν αποδειχθούν αληθείς, θα συνιστούν «ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις των άρθρων 20 και 21[α] του ΚΥΚ», λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της υψηλής θέσεως την οποία κατείχε η ενδιαφερομένη στον EUAA.

95      Επομένως, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει πλημμελή αιτιολογία.

96      Πράγματι, όπως προκύπτει σαφώς από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η μόνη απαιτούμενη προϋπόθεση προκειμένου η ΑΣΣΠΑ να μπορεί να θέσει υπάλληλο σε αργία, εν αναμονή της εκβάσεως της κινηθείσας εις βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας, είναι να του προσάπτεται βαρύ παράπτωμα, οπότε η αιτιολογία αποφάσεως περί θέσεως σε αργία είναι επαρκής όταν αναφέρεται στη σοβαρότητα του προσαπτομένου εις βάρος του προσφεύγοντος παραπτώματος, και δεν απόκειται στην ΑΣΣΠΑ, πέραν της αιτιολογίας αυτής, να διευκρινίσει τους λόγους που επέβαλαν την άμεση θέση του ενδιαφερομένου σε αργία (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑273/99 P, EU:C:2001:126, σκέψεις 28 και 29).

97      Όσον αφορά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι ο EUAA υπενθύμισε συνοπτικώς και στη συνέχεια εξέτασε εκτενώς τους τέσσερις λόγους ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα, αιτιολογώντας επαρκώς κατά νόμον την απόρριψή τους.

98      Στο πλαίσιο αυτό, ο EUAA απέρριψε καταρχάς έναν πρώτο λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, εκθέτοντας, κατ’ ουσίαν, αφενός ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία και κατόπιν εμπεριστατωμένης εξέτασης των επίμαχων στοιχείων, στάθμισε τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα, όχι μόνον εκείνα της προσφεύγουσας, αλλά και τα δικά του, αναφορικά με την εύρυθμη λειτουργία και τη φήμη του θεσμικού οργάνου και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα είχε τύχει δέουσας ακροάσεως και ότι η άμεση έκδοση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, δεόντως αιτιολογημένης, ήταν δικαιολογημένη υπό το πρίσμα της ανάγκης να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν η εύρυθμη λειτουργία του και να προστατευθεί η φήμη του.

99      Εν συνεχεία, ο EUAA απέρριψε έναν δεύτερο λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε παραβίαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον, ορθώς και εντός των ορίων του εφαρμοστέου νομικού πλαισίου, το προσωπικό του είχε ενημερωθεί για την κίνηση προ-πειθαρχικής διαδικασίας κατά ορισμένων μελών του, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και η προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων της.

100    Περαιτέρω, ο EUAA απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα και ο οποίος στηριζόταν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, εκθέτοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, απορρίπτοντας διαδοχικά τα στοιχεία που είχε προβάλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένσταση και, αφετέρου, επισημαίνοντας ότι, ενώ βεβαίως η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων έπρεπε να θεμελιωθεί επί σοβαρών και πιθανών αιτιάσεων, πάντως δεν ήταν υποχρεωμένος στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας να αποδείξει το υποστατό των αιτιάσεων αυτών.

101    Τέλος, ο EUAA απέρριψε τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα και ο οποίος στηριζόταν σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εκθέτοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η απαγόρευση προσβάσεως συνιστούσε τη φυσική συνέπεια της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι, κατά κανόνα, τα πρόσωπα που δεν ασκούν δραστηριότητα σε χώρο εργασίας δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτόν.

102    Η εκτίμηση αυτή της αιτιολογίας δεν αναιρείται από την έλλειψη, στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ρητής αιτιολογίας όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως που η προσφεύγουσα είχε υποβάλει με τη διοικητική της ένσταση.

103    Πράγματι, από τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο EUAA εξέθεσε τους λόγους ελλείψεως νομιμότητας που η προσφεύγουσα είχε προβάλει με τη διοικητική ένσταση και επισήμανε ότι, για τους λόγους αυτούς, η προσφεύγουσα ζητούσε αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία και ικανοποίηση για την ηθική βλάβη.

104    Κατά την εκ μέρους του εκτίμηση των λόγων ελλείψεως νομιμότητας που είχε προβάλει η προσφεύγουσα, ο EUAA απέρριψε το σύνολο των λόγων αυτών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας έπρεπε να απορριφθεί.

105    Όπως, όμως, ορθώς υποστήριξε ο EUAA με την απάντησή του σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, την οποία απάντηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεδομένου ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως για υλική ζημία ή ηθική βλάβη πρέπει να απορρίπτονται οσάκις συνδέονται στενά με αιτήματα ακυρώσεως τα οποία έχουν ήδη απορριφθεί ως αβάσιμα, όπως εν προκειμένω στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, τα αποζημιωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας ήταν παρεπόμενα της αξιολογήσεως της νομιμότητας της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως και μπορούσαν να απορριφθούν σιωπηρώς, καθόσον η απόρριψη αυτή προέκυπτε ευθέως από τη νομιμότητα της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, απόρριψη την οποία η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να συναγάγει εξ αυτής ταύτης της απορρίψεως του αιτήματός της σε σχέση με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση.

106    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πλημμελής αιτιολογία

107    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται όχι σε αυτοτελή εκτίμηση εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ του EUAA αλλά αποκλειστικώς στα πορίσματα της έκθεσης της OLAF, τα οποία προκύπτουν από αναπόδεικτες εικασίες, η νομιμότητα της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ενέχει πλημμελή αιτιολογία.

108    Πρώτον, όσον αφορά την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα παρατηρεί, κατά πρώτον, ότι η διατυπωθείσα εις βάρος της αιτίαση για παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο όφειλε να ενημερώσει τον ιεραρχικά ανώτερό της σε περίπτωση που λάμβανε διαταγή την οποία θεωρούσε αντικανονική, είναι όλως αντιφατική και αλυσιτελής, καθόσον συνεπάγεται ότι η προσφεύγουσα είχε υποχρέωση να ενημερώνει τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή για διαταγές που λάμβανε από τον ίδιο και τις οποίες θεωρούσε αντικανονικές, όπερ σε κάθε περίπτωση δεν συνέβαινε.

109    Κατά την προσφεύγουσα, αφενός, δεν μπορεί να της προσαφθεί ούτε ότι επηρέασε τις διαδικασίες επιλογής του προσωπικού προωθώντας τον διορισμό μελών της επιτροπής επιλογής υποψηφίων, καθώς, δεδομένης της οργανωτικής δομής του EUAA, η προσφεύγουσα ουδόλως μπορούσε να αντιληφθεί οποιαδήποτε παρανομία του πρώην εκτελεστικού διευθυντή και, αφετέρου, η επιρροή που φέρεται ότι άσκησε με δική της πρωτοβουλία αφορούσε αποκλειστικώς τη διαδικασία προσλήψεως του [εμπιστευτικό]. Συναφώς, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι δεν είχε καταρτίσει η ίδια την προκήρυξη κενής θέσεως, ότι η OLAF και η ΑΣΣΠΑ του EUAA δεν είχαν αποδείξει ότι η ίδια, κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της προκήρυξης, γνώριζε ότι ο [εμπιστευτικό] ήταν υποψήφιος για τη θέση αυτή και ότι, όταν η ίδια το πληροφορήθηκε, δήλωσε αμέσως ότι έπρεπε να εξαιρεθεί από το να λάβει οποιαδήποτε σχετική πληροφόρηση ή στοιχεία και ζήτησε να απέχει από τη διαδικασία. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα εκ των υστέρων εξέφρασε την ευχή να έχει ο [εμπιστευτικό] την ευκαιρία να συμμετάσχει στη διαδικασία ουδεμία απόδειξη παρέχει ότι ενήργησε ή παρενέβη υπέρ αυτού.

110    Κατά δεύτερον, η αιτίαση της ΑΣΣΠΑ του EUAA με την οποία προβάλλεται ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να ενημερώσει σχετικά με ηθική παρενόχληση μελών του προσωπικού του EUAA εκ μέρους του πρώην εκτελεστικού διευθυντή είναι προδήλως πεπλανημένη, δεδομένου ότι στην έκθεση της OLAF υπάρχει μόνο μία ειδική αναφορά ως προς την εμπλοκή της προσφεύγουσας και αφορά το γεγονός ότι ένα άτομο, προφανώς θύμα παρενόχλησης, ασκούσε κριτική έναντι πολλών άλλων υπαλλήλων, περιλαμβανομένης και της ίδιας, ενώ κανείς από τους λοιπούς εμπλεκόμενους υπαλλήλους δεν αναφέρθηκε σε αυτήν. Η ΑΣΣΠΑ αρκέστηκε σε εικασίες, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά τις αιτιάσεις περί συνέργειας της προσφεύγουσας σε επιδείνωση του εργασιακού περιβάλλοντος.

111    Δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η ΑΣΣΠΑ του EUAA δεν αντέκρουσε τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένσταση, αλλά απλώς αρκέστηκε σε συνοπτική επανάληψη των αναπόδεικτων εικασιών της OLAF, προβάλλοντας επιπλέον μόνον αβάσιμα επιχειρήματα, τούτο δε ενώ η προσφεύγουσα είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την οργανωτική και διαδικαστική δομή του EUAA που καταδείκνυαν ότι βρισκόταν σε ευάλωτη θέση και ότι δικαιολογημένως δεν είχε διαπιστώσει οποιαδήποτε παρατυπία εκ μέρους του πρώην εκτελεστικού διευθυντή.

112    Ο EUAA αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

113    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, σε δύο σκέλη, ότι η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της είναι παράνομη λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και λόγω πλημμελούς αιτιολογίας.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

114    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΑΣΣΠΑ του EUAA ότι, καθόσον της επέβαλε αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

115    Προκαταρκτικώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, σε περίπτωση βαρέος παραπτώματος που αποδίδεται στον υπάλληλο από την ΑΣΣΠΑ, είτε πρόκειται για παράβαση των επαγγελματικών υποχρεώσεών του είτε για παράβαση δικαίου, η ΑΣΣΠΑ μπορεί αμέσως να προβαίνει στην αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου που κατηγορείται για το παράπτωμα αυτό, για ορισμένο ή αόριστο διάστημα.

116    Επομένως, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει σαφώς ότι η μόνη προϋπόθεση που απαιτείται για να επιβάλει η ΑΣΣΠΑ σε υπάλληλο αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων του, εν αναμονή της εκβάσεως της κινηθείσας εις βάρος του πειθαρχικής διαδικασίας, είναι να του προσάπτεται βαρύ παράπτωμα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, Connolly κατά Επιτροπής, C‑273/99 P, EU:C:2001:126, σκέψη 28).

117    Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι ο δικαστικός έλεγχος του βασίμου ενός μέτρου αναστολής ασκήσεως καθηκόντων δεν μπορεί παρά να είναι πολύ περιορισμένος, λαμβανομένου υπόψη του προσωρινού χαρακτήρα ενός τέτοιου μέτρου. Συνεπώς, ο δικαστής πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του κατά πόσον οι ισχυρισμοί περί βαρέος παραπτώματος είναι αρκούντως αληθοφανείς και δεν στερούνται προδήλως ερείσματος (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Wenig κατά Επιτροπής, F‑80/08, EU:F:2009:160, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

118    Εν προκειμένω, από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία επιβεβαιώθηκε συναφώς με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι τα σοβαρά παραπτώματα που προσάπτονται στην προσφεύγουσα αντιστοιχούσαν σε πραγματικά περιστατικά τα οποία, εφόσον αποδειχθούν, θα συνιστούν, κατά την ΑΣΣΠΑ του EUAA, ιδιαιτέρως σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 21 και 21α του ΚΥΚ.

119    Ειδικότερα, η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε την αναστολή καθηκόντων της προσφεύγουσας για τον λόγο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 21 του ΚΥΚ, συνέβαλε στη δημιουργία εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος στον EUAA και ανέχθηκε ή ενδεχομένως επιδείνωσε τη ζημία που είχε προκληθεί στο προσωπικό του EUAA από τη συμπεριφορά του πρώην εκτελεστικού διευθυντή, καθώς και για τον λόγο ότι, κατά παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ, παρέλειψε να ενημερώσει σχετικά με σοβαρές παραλείψεις εκ μέρους του όσον αφορά διαδικασίες επιλογής και προσλήψεως, καθώς και σχετικά με πρακτικές παρενόχλησης και παράνομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

120    Κατά την προσφεύγουσα, οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται αποκλειστικώς στην έκθεση της OLAF, η οποία βασίζεται σε απλές αναπόδεικτες εικασίες, η δε ΑΣΣΠΑ δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της που αμφισβητούν τα πορίσματα της εν λόγω εκθέσεως.

121    Υπενθυμίζεται ότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω, η ΑΣΣΠΑ μπορούσε νομίμως να στηριχθεί στα πορίσματα της εκθέσεως της OLAF, κατά μείζονα λόγο καθόσον είχε λάβει επίσης υπόψη τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της προ-πειθαρχικής διαδικασίας, την οποία και μόνον αφορά η υπό κρίση υπόθεση.

122    Επομένως, οι αιτιάσεις περί σοβαρού παραπτώματος τις οποίες δέχθηκε η ΑΣΣΠΑ είναι αρκούντως αληθοφανείς και δεν είναι προδήλως αβάσιμες.

123    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά το βάσιμο της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων, υπογραμμίζεται ότι, στην έκθεση της OLAF, η οποία κοινοποιήθηκε στην ΑΣΣΠΑ του EUAA και, σχεδόν δύο μήνες πριν από τις ακροάσεις της ενώπιον της τελευταίας, στην προσφεύγουσα, σε εμπιστευτική μορφή, γινόταν αναφορά σε σοβαρές παραβάσεις εκ μέρους όχι μόνον του πρώην εκτελεστικού διευθυντή, αλλά και εκ μέρους του τελευταίου με την περισσότερο ή λιγότερο ενεργή υποστήριξη της προσφεύγουσας, καθώς επίσης, το κυριότερο, και εκ μέρους μόνης της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 7 έως 12 ανωτέρω.

124    Επομένως, η προσφεύγουσα αβασίμως υποστηρίζει ότι οι αιτιάσεις περί σοβαρών παραπτωμάτων που διατύπωσε η ΑΣΣΠΑ του EUAA είναι προδήλως αβάσιμες και ότι η τελευταία υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον της επέβαλε αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της στο πλαίσιο της προ-πειθαρχικής διαδικασίας.

125    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, ιδίως με τη διοικητική ένσταση, και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

126    Πρώτον, η προσφεύγουσα δεν εδύνατο λυσιτελώς, στο πλαίσιο της προ‑πειθαρχικής διαδικασίας, την οποία και μόνον αφορά η υπό κρίση υπόθεση, να επικαλεσθεί την ιεραρχική σχέση που τη συνέδεε με τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, κατά το μέτρο που το οργανόγραμμα του EUAA του ανέθετε τον ρόλο της ΑΣΣΠΑ σε σχέση με την προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να της προσαφθεί ότι παρέλειψε να αναφέρει τις παραβάσεις του πρώην εκτελεστικού διευθυντή στην ΑΣΣΠΑ στην οποία αυτή υπαγόταν, δεδομένου ότι επρόκειτο για ένα και το αυτό πρόσωπο.

127    Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 21α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η προσφεύγουσα όφειλε να ενημερώσει σχετικά την αμέσως ιεραρχικά ανώτερή της αρχή, ήτοι το διοικητικό συμβούλιο του EUAA, όπως άλλωστε ρητώς παραδέχθηκε κατά την ακρόαση ενώπιον της ΑΣΣΠΑ του EUAA, δηλώνοντας ότι «θα έπρεπε να έχει απευθυνθεί απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο».

128    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν εδύνατο βασίμως να υποστηρίξει, στο πλαίσιο της προ-πειθαρχικής διαδικασίας, τουλάχιστον υπό το πρίσμα των καθηκόντων της όπως αυτά αναφέρονται στο οργανόγραμμα του EUAA και των αρμοδιοτήτων της για την εκτέλεσή τους, ότι δεν γνώριζε τις παρατυπίες και παραβάσεις που αποδίδονταν στον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, ιδίως όσον αφορά τις διαδικασίες προσλήψεων και την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

129    Τρίτον, και για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 128 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν δύναται να ισχυριστεί κατά τρόπο πειστικό ότι αγνοούσε εξαρχής ότι ο [εμπιστευτικό] είχε υποβάλει υποψηφιότητα για θέση προϊσταμένου τομέα στον EUAA, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως εκ μέρους του EUAA κατά το στάδιο της προ-πειθαρχικής διαδικασίας.

130    Τέταρτον, η προσφεύγουσα δεν δύναται να επικαλεστεί λυσιτελώς την ευάλωτη θέση της, λόγω της οργανωτικής δομής του EUAA και των συνεπειών για την κατάσταση της υγείας της, καθόσον τα στοιχεία αυτά είναι αλυσιτελή για την εκτίμηση του βασίμου της αναστολής εκτελέσεως των καθηκόντων, δεδομένου ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA έλαβε, κατά τα λοιπά, υπόψη την ευάλωτη θέση της στο πλαίσιο της επιβολής παρακρατήσεως επί των αποδοχών.

131    Πέμπτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα διάφορα στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία προς απόδειξη του επαγγελματικού της ήθους αφορούν προηγούμενες θέσεις και, επομένως, δεν δύνανται να ασκήσουν επιρροή επί του βασίμου της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

132    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΑΣΣΠΑ του EUAA δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον επέβαλε στην προσφεύγουσα αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων της.

133    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πλημμελής αιτιολογία

134    Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, και δη του δεύτερου σκέλους αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει απλώς τα επιχειρήματα που προέβαλε προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, επικαλούμενη πλημμελή αιτιολογία, αρκεί, για την απόρριψη του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η παραπομπή στις σκέψεις 88 έως 106 ανωτέρω και, ιδίως, στη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 89 και 91 ανωτέρω.

135    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, η ΑΣΣΠΑ του EUAA εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την οικονομία της αποφάσεως, ήτοι τις αιτιάσεις, τη σοβαρότητα και την πιθανότητά τους, και αναφέρθηκε στο άρθρο 21 του ΚΥΚ και στα άρθρα 23 και 24 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, όπως και στην έκθεση της OLAF.

136    Συναφώς, η προβαλλόμενη από την προσφεύγουσα παράλειψη αναφοράς, στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένων ενδείξεων περί του υποστατού των παράνομων πράξεων του πρώην εκτελεστικού διευθυντή για τις οποίες αυτή όφειλε να έχει ενημερώσει τον ιεραρχικά ανώτερό της, σύμφωνα με το άρθρο 21α του ΚΥΚ, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω απόφαση ενέχει πλημμελή αιτιολογία κατά το στάδιο της προ-πειθαρχικής διαδικασίας, όπως άλλωστε ισχύει και για την παράλειψη αναφοράς συγκεκριμένων στοιχείων όσον αφορά την επιδείνωση του εργασιακού περιβάλλοντος από τις ενέργειές της.

137    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται άρνηση παροχής στην προσφεύγουσα της δυνατότητας προσβάσεως στις εγκαταστάσεις του EUAA και στον υπολογιστή της

138    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει καταρχάς ότι, με το άρθρο 3 της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΑΣΣΠΑ του EUAA της απαγόρευσε την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις καθώς και σε όλες τις υπηρεσίες πληροφορικής και ηλεκτρονικών επικοινωνιών του EUAA, τούτο δε χωρίς να αιτιολογήσει την κύρωση αυτή με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, όπερ καθιστά αδύνατο τον έλεγχο της αναλογικότητάς της.

139    Κατά την προσφεύγουσα, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση έθιξε σε σημαντικό βαθμό τα δικαιώματα άμυνάς της, στερώντας την πλήρως από κάθε δυνατότητα να συλλέξει στοιχεία αποθηκευμένα στον υπηρεσιακό της υπολογιστή και αποδείξεις πρόσφορες για να αμυνθεί κατά των αναπόδεικτων κατηγοριών που της προσάπτονταν και στηρίζονταν σε στοιχεία που συνέλεξε κατά τρόπο μεροληπτικό η OLAF.

140    Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, η ΑΣΣΠΑ του EUAA ουδόλως θεράπευσε την έλλειψη αιτιολογίας της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την αναλογικότητα της εν λόγω κυρώσεως και απλώς προέβαλε προσχηματικά και όλως αβάσιμα επιχειρήματα.

141    Ο EUAA αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

142    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα σκέλη, η προσφεύγουσα προσάπτει στον EUAA ότι, κατ’ ουσίαν, προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας με την απαγόρευση προσβάσεως, η οποία είναι νομικά αστήρικτη, αναιτιολόγητη και δυσανάλογη.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

143    Υπενθυμίζεται ότι τα δικαιώματα άμυνας συγκαταλέγονται στα θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης και κατοχυρώνονται με τον Χάρτη [βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 263 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

144    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, χωρίς να προβάλει προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως όσον αφορά την απαγόρευση προσβάσεως, υποστηρίζει ότι το εν λόγω μέτρο την εμπόδισε να συμβουλευθεί την επαγγελματική ηλεκτρονική αλληλογραφία της και να συλλέξει στοιχεία ευρισκόμενα στον υπολογιστή της, προκειμένου να αποδείξει τη σχέση της με τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή και τις εντολές που είχε λάβει, ώστε να απαλλαγεί από τις αιτιάσεις της OLAF τις οποίες η ΑΣΣΠΑ του EUAA υιοθέτησε στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση.

145    Ασφαλώς, η απαγόρευση προσβάσεως ήταν ταυτόχρονη με την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων, η οποία επιβλήθηκε με άμεση ισχύ από τις [εμπιστευτικό].

146    Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, η προσφεύγουσα είχε πλήρη πρόσβαση στην προσωπική ηλεκτρονική αλληλογραφία της και στον υπολογιστή της, τούτο δε ενώ δεν ήταν δυνατό να αγνοεί την ουσία των αιτιάσεων που την αφορούσαν από τη στιγμή που η έρευνα της OLAF είχε επεκταθεί σε αυτήν, γεγονός για το οποίο είχε ενημερωθεί ήδη από τις [εμπιστευτικό].

147    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, καθόσον η έρευνα της OLAF σχετικά με τον πρώην εκτελεστικό διευθυντή, τον ιεραρχικώς προϊστάμενο της προσφεύγουσας, δημοσιοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό, ιδίως μέσω του Τύπου, τον [εμπιστευτικό].

148    Συναφώς, επισημαίνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα έτυχε ακροάσεως από την OLAF στις [εμπιστευτικό], ότι κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις της στις [εμπιστευτικό] και ότι η OLAF της κοινοποίησε την έκθεσή της σε εμπιστευτική μορφή και μια σύνοψη όσων την αφορούσαν στις [εμπιστευτικό].

149    Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της έρευνας της OLAF, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της σχεδόν ένα έτος προκειμένου να προετοιμάσει την άμυνά της, έχοντας πλήρη πρόσβαση στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της και στα δεδομένα του υπολογιστή της.

150    Σύμφωνα με τις συστάσεις της OLAF, η ΑΣΣΠΑ, στις [εμπιστευτικό], κάλεσε την προσφεύγουσα σε δύο ακροάσεις ενώπιον του EUAA, οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για τις [εμπιστευτικό].

151    Από τις προσκλήσεις αυτές προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί ήδη από τις [εμπιστευτικό] για τους λόγους των ακροάσεών της, διά παραπομπής στην έκθεση της OLAF, και ότι, όσον αφορά την ακρόαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, σκοπός της ήταν να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της, προκειμένου η ΑΣΣΠΑ του EUAA να είναι σε θέση να αποφασίσει, υπό το πρίσμα της φύσεως και της σοβαρότητας της προβαλλομένης παραβάσεως, αν έπρεπε να ανασταλεί η εκτέλεση των καθηκόντων της.

152    Επομένως, όπως ορθώς υποστήριξε ο EUAA κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα, κατά το πρώτο αυτό στάδιο της προ‑πειθαρχικής διαδικασίας που την αφορούσε, είχε στη διάθεσή της προθεσμία ένδεκα ημερών για να προετοιμάσει την άμυνά της έχοντας πλήρη πρόσβαση στην ηλεκτρονική αλληλογραφία της και στα δεδομένα του υπολογιστή της.

153    Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, ήδη από τις [εμπιστευτικό], η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να κοινοποιήσει στην ΑΣΣΠΑ του EUAA πλείονα έγγραφα επαγγελματικού χαρακτήρα προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις της.

154    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν δύναται να επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας λόγω της απαγόρευσης προσβάσεως.

155    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μπορεί να επιφέρει την ακύρωση πράξεως μόνο σε περίπτωση που, αν δεν υφίστατο η παρανομία αυτή, η διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 75 ανωτέρω.

156    Ωστόσο, υπό το πρίσμα της μνημονευθείσας στη σκέψη 75 νομολογίας, στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ούτε επικαλέστηκε κάποιο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να είχε προβάλει αν δεν υπήρχε η απαγόρευση προσβάσεως και, κατά μείζονα λόγο, δεν απέδειξε ότι τα εν λόγω επιχειρήματα και στοιχεία θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει, στην περίπτωσή της, σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

157    Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτή η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, εντούτοις η προσβολή αυτή δεν θα μπορούσε να προβληθεί για τους σκοπούς της ακυρώσεως της πρώτης ή της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

158    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσεως

159    Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη νομικής βάσεως της απαγορεύσεως προσβάσεως, καθόσον ένα τέτοιο μέτρο δεν προβλέπεται ούτε από τον ΚΥΚ ούτε από τον εσωτερικό κανονισμό του EUAA.

160    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, η αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων υπαλλήλου παράγει κατά κανόνα αποτελέσματα επί ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο συμπίπτει αρχικώς με το διάστημα διενέργειας της έρευνας και συνεχίζεται μετά τη λήξη της, εφόσον το θεσμικό όργανο κρίνει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας, και ενίοτε του υπαλλήλου, επιβάλλει την απομάκρυνσή του μέχρις ότου το όργανο αυτό διαμορφώσει οριστική άποψη σχετικά με τις προβαλλόμενες παραβάσεις (πρβλ. διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Wenig κατά Επιτροπής, F‑80/08 R, EU:F:2008:175, σκέψη 28).

161    Αφετέρου, η απόφαση περί αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού θα έχανε ουσιαστικά, στην πράξη, τη χρησιμότητά της, αν δεν μπορούσε να παραγάγει τα αποτελέσματά της κατά το διάστημα κατά το οποίο θα έπρεπε κανονικά να τα παραγάγει (πρβλ. διάταξη της 17ης Δεκεμβρίου 2008, Wenig κατά Επιτροπής, F‑80/08 R, EU:F:2008:175, σκέψη 29).

162    Ως εκ τούτου, για την απόρριψη, εν προκειμένω, του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αρκεί να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση προσβάσεως ήταν η φυσική, λογική και αναπόδραστη συνέπεια της αναστολής ασκήσεως καθηκόντων, της οποίας η νομική βάση, ήτοι το άρθρο 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ουδόλως αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

163    Επομένως, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν συνιστούσε μέτρο αυτή καθεαυτήν, η απαγόρευση προσβάσεως έλαβε, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της, τη νομική βάση του κύριου μέτρου.

164    Όπως ορθώς επισήμανε ο EUAA, με την απάντησή του σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η εκτίμηση αυτή ενισχύεται από τη λογική κατά την οποία μόνιμος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού στον οποίο επιβλήθηκε αναστολή ασκήσεως καθηκόντων δεν έχει πλέον πρόσβαση στον χώρο εργασίας του και δεν δύναται πλέον να έχει στη διάθεσή του πόρους πληροφορικής και επικοινωνίας για επαγγελματική χρήση.

165    Όπως επίσης υποστήριξε ο EUAA, απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το μέτρο της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων προορίζεται να κρατήσει το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού σε ορισμένη απόσταση από την υπηρεσία ώστε να αποτρέψει μια ενδεχόμενη ανάμιξή του στις καθημερινές εργασίες του Οργανισμού ή σε πειθαρχικές ή προ-πειθαρχικές διαδικασίες που ενδεχομένως έχουν κινηθεί κατά του ενδιαφερομένου, τούτο δε προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

166    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται πλημμελής αιτιολογία

167    Με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως και με τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, προσάπτει στην ΑΣΣΠΑ του EUAA ότι δεν αιτιολόγησε την απαγόρευση προσβάσεως.

168    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η απαγόρευση προσβάσεως συνιστούσε τη φυσική, λογική και αναπόδραστη συνέπεια της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων, οπότε η αιτιολογία της ενυπήρχε στην αιτιολογία της αναστολής, η οποία κρίθηκε επαρκής στο πλαίσιο των εκτιμήσεων του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

169    Εν πάση περιπτώσει, η απαγόρευση προσβάσεως αιτιολογήθηκε επαρκώς με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 ανωτέρω, όπως επίσης αιτιολογήθηκε ειδικότερα με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία ο EUAA εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, ότι αυτή συνιστούσε φυσική συνέπεια της αναστολής ασκήσεως των καθηκόντων, δεδομένου ότι κατά γενικό κανόνα τα πρόσωπα που δεν ασκούν δραστηριότητα σε χώρο εργασίας δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτόν.

170    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

171    Με το τέταρτο σκέλος, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αναλογικότητα της απαγορεύσεως προσβάσεως, επισημαίνοντας ότι, ελλείψει αιτιολογίας, δεν καθίσταται δυνατός ο σχετικός έλεγχος.

172    Προς απόρριψη του σκέλους αυτού, αρκεί να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση προσβάσεως, μολονότι ήταν αναμφισβήτητα δυσμενής για την προσφεύγουσα, ήταν, εντούτοις, κατάλληλη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και αναγκαία για την επίτευξή του.

173    Άρρηκτα συνδεδεμένη με την αναστολή ασκήσεως των καθηκόντων, η απαγόρευση προσβάσεως, αφενός, ήταν, όπως και η αναστολή, κατάλληλη για την επίτευξη του σκοπού που συνίστατο στην πρόληψη, στο πλαίσιο προ-πειθαρχικής διαδικασίας και σύμφωνα με το άρθρο 23 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, περαιτέρω παραβάσεων, λαμβανομένων υπόψη των αρκούντως τεκμηριωμένων αιτιάσεων, της πρόδηλης σοβαρότητας και της ισχυρής πιθανολόγησής τους, καθώς και των ευθυνών και καθηκόντων της προσφεύγουσας.

174    Η απαγόρευση προσβάσεως ήταν κατά μείζονα λόγο κατάλληλη, δεδομένου ότι ορισμένες από τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονταν στην έκθεση της OLAF και αναπαράγονται στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσαν τη συμβολή της προσφεύγουσας στη δημιουργία ενός εχθρικού περιβάλλοντος εργασίας.

175    Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ουδόλως επικαλέστηκε κάποιο εναλλακτικό μέτρο το οποίο θα ήταν καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, όντας συγχρόνως λιγότερο δυσμενές ή λιγότερο επαχθές.

176    Επομένως, η απαγόρευση προσβάσεως ήταν κατάλληλη και αναγκαία.

177    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του καθώς και τα ακυρωτικά αιτήματα πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

178    Προς στήριξη των αιτημάτων της περί αποζημιώσεως, η προσφεύγουσα, προκειμένου να αποδείξει την παράνομη συμπεριφορά του EUAA, παραπέμπει ρητώς στους λόγους που προβάλλει προς στήριξη των αιτημάτων της περί ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων.

179    Όσον αφορά τις ζημίες που υπέστη, η προσφεύγουσα, αφενός, προβάλλει περιουσιακή ζημία η οποία προκύπτει ευθέως από την παρακράτηση επί των αποδοχών της, κατόπιν της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως που επιβεβαιώθηκε με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ποσού [εμπιστευτικό] ευρώ ανά μήνα για [εμπιστευτικό], ήτοι συνολική ζημία 6 504 ευρώ.

180    Αφετέρου, η προσφεύγουσα προβάλλει ηθική βλάβη η οποία συνίσταται σε βαρύτατη προσβολή της επαγγελματικής και προσωπικής της τιμής και υπόληψης, λόγω της παραδοχής ότι βαρύνεται με πιθανές και σοβαρές αιτιάσεις, η οποία επιτείνεται από το ότι οι επίμαχες κατηγορίες στηρίχθηκαν σε αναπόδεικτες εικασίες, χωρίς να τηρηθεί το δικαίωμά της ακροάσεως.

181    Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα ζητεί την καταβολή του ποσού των 250 000 ευρώ, προς αποκατάσταση της σοβαρότατης ηθικής βλάβης και της βλάβης της υγείας της λόγω της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως.

182    Ο EUAA ζητεί την απόρριψη των αιτημάτων περί αποζημιώσεως.

183    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όταν η ζημία την οποία επικαλείται ο προσφεύγων-ενάγων οφείλεται στην έκδοση αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως συνεπάγεται, καταρχήν, την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως, εφόσον αυτά συνδέονται στενά μεταξύ τους (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά FE, T‑734/15 P, EU:T:2017:612, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

184    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προβαλλόμενη υλική ζημία και ηθική βλάβη συνδέονται στενά με τα ακυρωτικά αιτήματα της προσφεύγουσας.

185    Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα σχετικά αιτήματα, στο μέτρο που συνδέονται στενά με τα αιτήματα ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, τα οποία είναι αβάσιμα.

186    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα αποζημιώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

187    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

188    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του EUAA.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει την FC στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Απριλίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.