Language of document : ECLI:EU:C:2022:167

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 8ης Μαρτίου 2022 (*)

Περιεχόμενα



«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Άρθρο 310, παράγραφος 6, και άρθρο 325 ΣΛΕΕ – Ίδιοι πόροι – Δασμοί – Φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Αρχή της αποτελεσματικότητας – Υποχρέωση των κρατών μελών προς απόδοση ιδίων πόρων στον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Οικονομική ευθύνη των κρατών μελών σε περίπτωση απωλειών ιδίων πόρων – Εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων καταγωγής Κίνας – Συστηματική απάτη μεγάλης κλίμακας – Οργανωμένο έγκλημα – Αφανείς εισαγωγές – Δασμολογητέα αξία – Δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής – Βάση επιβολής του ΦΠΑ – Ανυπαρξία συστηματικών τελωνειακών ελέγχων βασισμένων σε ανάλυση κινδύνων και διενεργούμενων πριν από την παράδοση των επίμαχων εμπορευμάτων – Ανυπαρξία συστηματικής σύστασης εγγυήσεων – Μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αποτίμηση των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων σχετικά με τις εισαγωγές που παρουσιάζουν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής – Στατιστική μέθοδος βασισμένη στις μέσες τιμές που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης – Επιτρεπτό»

Στην υπόθεση C‑213/19,

με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 7 Μαρτίου 2019,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον L. Flynn και από την F. Clotuche-Duvieusart,

προσφεύγουσα,

κατά

Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους F. Shibli και S. Brandon καθώς και από τις Z. Lavery και S. McCrory, στη συνέχεια από τον M. Shibli και την S. McCrory, με τη συνδρομή των J. Eadie και I. Rogers, QC, καθώς και των S. Pritchard, T. Sebastian και R. Hill, barristers,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τους J.-C. Halleux, P. Cottin και S. Baeyens,

τη Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Τασσοπούλου,

τη Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις K. Pommere, V. Soņeca και I. Kucina, στη συνέχεια από την K. Pommere,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις P. Barros da Costa και S. Jaulino καθώς και από τους L. Inez Fernandes και P. Rocha,

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal (εισηγήτρια), I. Jarukaitis, N. Jääskinen, I. Ziemele και J. Passer, προέδρους τμήματος, J.‑C. Bonichot, T. von Danwitz, M. Safjan, A. Kumin και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Gaudissart, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Δεκεμβρίου 2020,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι:

–        το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, μην καταλογίζοντας τα ορθά ποσά των τελωνειακών δασμών και μην αποδίδοντας στην Επιτροπή τα ορθά ποσά παραδοσιακών ιδίων πόρων και ιδίων πόρων προερχόμενων από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) σχετικά με ορισμένες εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων καταγωγής Κίνας (στο εξής: επίμαχες εισαγωγές), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 168, σ. 105), τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2007, L 163, σ. 17), τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 609/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών (ΕΕ 2014, L 168, σ. 39), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/804 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2016 (ΕΕ 2016, L 132, σ. 85) (στο εξής: κανονισμός 609/2014), τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ, για το σύστημα ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 130, σ. 1), το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1553/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για το ομοιόμορφο οριστικό καθεστώς είσπραξης των ιδίων πόρων που προέρχονται από το φόρο επί της προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 1989, L 155, σ. 9), καθώς και από το άρθρο 105, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: ενωσιακός τελωνειακός κώδικας), και το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 13) (στο εξής: κοινοτικός τελωνειακός κώδικας), λόγω της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το άρθρο 325 και το άρθρο 310, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, τα άρθρα 3 και 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3254/1994 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ 1994, L 346, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 952/2013 (ΕΕ 2015, L 343, σ. 558, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ, τα άρθρα 83 και 85 έως 87, καθώς και από το άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2007, L 335, σ. 60), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/69/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2009 (ΕΕ 2009, L 175, σ. 12) (στο εξής: οδηγία 2006/112), με τις αντίστοιχες αποδοτέες στην Επιτροπή απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων να ανέρχονται, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων είσπραξης, σε:

–        496 025 324,30 ευρώ το 2017 (έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017)·

–        646 809 443,80 ευρώ το 2016·

–        535 290 329,16 ευρώ το 2015·

–        480 098 912,45 ευρώ το 2014·

–        325 230 822,55 ευρώ το 2013·

–        173 404 943,81 ευρώ το 2012·

–        22 777 312,79 ευρώ το 2011·

–        το Ηνωμένο Βασίλειο, μη γνωστοποιώντας στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον καθορισμό των ποσών των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων και μην κοινοποιώντας της, όπως του ζητήθηκε, το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της νομικής υπηρεσίας της Her Majesty’s Revenue & Customs (φορολογικής και τελωνειακής αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: HMRC) και την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι βεβαιωθείσες τελωνειακές οφειλές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και από το άρθρο 2, παράγραφος 2 και παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 608/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, σχετικά με τη θέσπιση εκτελεστικών μέτρων για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 168, σ. 29).

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο στον τομέα των παραδοσιακών ιδίων πόρων

1.      Οι αποφάσεις όσον αφορά το σύστημα των ιδίων πόρων

2        Κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017 (στο εξής: συνολικό διάστημα της παραβάσεως), για το οποίο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο διαφόρων ειδών παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης, είχαν διαδοχικώς εφαρμογή δύο αποφάσεις που αφορούν το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης, ήτοι η απόφαση 2007/436 και, από 1ης Ιανουαρίου 2014, η απόφαση 2014/335.

3        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της αποφάσεως 2014/335, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν την ίδια διατύπωση με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της αποφάσεως 2007/436, θεωρούνται ως ίδιοι πόροι εγγραφόμενοι στον προϋπολογισμό της Ένωσης τα έσοδα που προέρχονται, αντιστοίχως, από «τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους από […] δασμούς του κοινού δασμολογίου και λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπισθεί ή θα θεσπισθούν από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης επί των συναλλαγών με τρίτες χώρες» και «από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή για όλα τα κράτη μέλη στις εναρμονισμένες βάσεις υπολογισμού του ΦΠΑ, οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες».

4        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, των ως άνω αποφάσεων προβλέπει, στο πρώτο εδάφιό του, ότι οι δασμοί του κοινού δασμολογίου, ως ίδιοι πόροι της Ένωσης, εισπράττονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές εθνικές διατάξεις, οι οποίες προσαρμόζονται, ενδεχομένως, προκειμένου να πληρούν τις απαιτήσεις των κανόνων της Ένωσης, και, στο τρίτο εδάφιό του, ότι τα κράτη μέλη αποδίδουν στην Επιτροπή πόρους που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, βʹ και γʹ, των εν λόγω αποφάσεων.

2.      Οι κανονισμοί όσον αφορά τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των ιδίων πόρων

5        Κατά το συνολικό διάστημα της παραβάσεως, δύο κανονισμοί σχετικοί με την απόδοση των ιδίων πόρων της Ένωσης είχαν διαδοχικώς εφαρμογή, ήτοι ο κανονισμός 1150/2000 και, από 1ης Ιανουαρίου 2014, ο κανονισμός 609/2014.

6        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000:

«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση της Ένωσης επί των παραδοσιακών ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης [2014/335] θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την κοινοποίησή του στον οφειλέτη.»

7        Το άρθρο 6, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 6, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 1150/2000, ορίζει τα εξής:

«1.      Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

[…]

3.      Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία [καλούμενα συνήθως “λογιστικά βιβλία Α”], υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δεκάτη ενάτη ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί για αυτές καμία ασφάλεια καταχωρίζονται, εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, σε χωριστά λογιστικά βιβλία [καλούμενα συνήθως “λογιστικά βιβλία Β”]. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι βεβαιωμένες απαιτήσεις που καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.

[…]»

8        Το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1150/2000, είχε αρχικώς ως εξής:

«Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στον οργανισμό που έχει ορίσει.»

9        Από 1ης Οκτωβρίου 2016 η ως άνω διάταξη έχει ως εξής:

«Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 10, 10α και 10β, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στην εθνική κεντρική τράπεζά του. Με την επιφύλαξη της επιβολής αρνητικού τόκου όπως αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, ο εν λόγω λογαριασμός μπορεί να χρεωθεί μόνο κατόπιν εντολής της Επιτροπής.»

10      Το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 609/2014, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1150/2000, είχε αρχικώς ως εξής:

«1.      Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

[…]

3.      Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο ισούται με το επιτόκιο που εφαρμόζουν την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα οι αντίστοιχες κεντρικές τράπεζες στις βασικές συναλλαγές αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, ή, για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, στο πλησιέστερο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 ποσοστιαίας μονάδος ανά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»

11      Από 1ης Οκτωβρίου 2016 το άρθρο 12, παράγραφος 5, του κανονισμού 609/2014, το οποίο αντικατέστησε το προαναφερθέν άρθρο 12, παράγραφος 3, ορίζει τα εξής:

«Όσον αφορά τα κράτη μέλη που δεν συμμετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση, το επιτόκιο είναι ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα από τις κεντρικές τράπεζες για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης, ή είναι μηδενικό, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, προσαυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες. Για τα κράτη μέλη για τα οποία το επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας δεν είναι διαθέσιμο, το επιτόκιο ισούται προς το ισοδύναμο επιτόκιο που ισχύει την πρώτη ημέρα του εν λόγω μήνα στη χρηματαγορά του κράτους μέλους, ή είναι μηδενικό, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, αυξημένο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.

Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 ποσοστιαίας μονάδος ανά μήνα καθυστέρησης.

Η συνολική αύξηση σύμφωνα με το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο δεν υπερβαίνει τις 16 ποσοστιαίες μονάδες. Το αυξημένο κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»

12      Το άρθρο 13 του κανονισμού 609/2014, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη ανακτήσιμα ποσά» και έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 17 του κανονισμού 1150/2000, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν βάσει του άρθρου 2 ως μη ανακτήσιμα για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α)      για λόγους ανωτέρας βίας·

β)      για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με το άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

[…]

3.      Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή έκθεση με τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50 000 [ευρώ].

Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) και β) του παρόντος άρθρου, οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

Η έκθεση αυτή υποβάλλεται μέσω εντύπου που έχει καθορίσει η Επιτροπή. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις. Οι εκτελεστικές αυτές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 16.

4.      Η Επιτροπή, εντός έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

Στην περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες, η εξάμηνη προθεσμία προσμετράται από την ημερομηνία παραλαβής των αιτηθεισών συμπληρωματικών πληροφοριών.»

3.      Ο κανονισμός 608/2014

13      Όσον αφορά το μετά την 1η Ιανουαρίου 2014 διάστημα της παραβάσεως, το άρθρο 2 του κανονισμού 608/2014 τιτλοφορείται «Μέτρα ελέγχου και εποπτείας» και ορίζει τα εξής:

«[…]

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποδίδονται στην Επιτροπή οι ίδιοι πόροι που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της απόφασης [2014/335].

3.      Όταν τα μέτρα ελέγχου και εποπτείας αφορούν τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της απόφασης [2014/335]:

α)      τα κράτη μέλη διενεργούν τους ελέγχους και τις έρευνες σχετικά με τη βεβαίωση και τη διάθεση των εν λόγω ιδίων πόρων·

[…]

γ)      τα κράτη μέλη συνεργάζονται με την Επιτροπή, εφόσον τους το ζητήσει, στους ελέγχους που διεξάγουν. Όταν η Επιτροπή συμμετέχει σε έλεγχο, έχει πρόσβαση, εφόσον αυτό απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, στα δικαιολογητικά που αφορούν τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων, και σε κάθε άλλο έγγραφο σχετικό με τα παραπάνω δικαιολογητικά·

δ)      η Επιτροπή δύναται να πραγματοποιεί, και η ίδια, επιτόπιους ελέγχους. Οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή για τη διενέργεια αυτών των ελέγχων υπάλληλοι έχουν πρόσβαση σε έγγραφα όπως ορίζεται για τους ελέγχους που αναφέρονται στο στοιχείο γ). Τα κράτη μέλη διευκολύνουν τους εν λόγω ελέγχους.

[…]»

4.      Ο κανονισμός 1553/89

14      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1553/89 προβλέπει τα εξής:

«Η βάση των πόρων ΦΠΑ καθορίζεται από τις φορολογητέες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 2 της [έκτης] οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977 περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου επί της προστιθέμενης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση [(ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49)] […].»

15      Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού:

«Για ένα δεδομένο ημερολογιακό έτος και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 6, η βάση των πόρων ΦΠΑ υπολογίζεται με τη διαίρεση του συνόλου των καθαρών εσόδων του ΦΠΑ που εισπράχθηκαν στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους, διά του συντελεστή με τον οποίο εισπράττεται ο φόρος αυτός κατά το ίδιο αυτό έτος.»

Β.      Το τελωνειακό δίκαιο

1.      Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας

16      Ο κοινοτικός τελωνειακός κώδικας εφαρμόζεται σε όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα της παραβάσεως το οποίο ανατρέχει πριν από την 1η Μαΐου 2016.

17      Το άρθρο 13 του κώδικα αυτού όριζε τα εξής:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές μπορούν, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις, να διενεργούν κάθε έλεγχο τον οποίο κρίνουν αναγκαίο για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών κανόνων και των άλλων νομοθετικών διατάξεων που διέπουν την είσοδο, την έξοδο, τη διαμετακόμιση, τη μεταφορά και την τελική χρήση εμπορευμάτων που διακινούνται μεταξύ του τελωνειακού εδάφους της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας και τρίτων χωρών και την παρουσία εμπορευμάτων που δεν έχουν κοινοτικό χαρακτήρα. Για τον σκοπό της ορθής εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, οι τελωνειακοί έλεγχοι είναι δυνατόν να πραγματοποιούνται σε τρίτη χώρα εφόσον αυτό προβλέπεται σε διεθνή συμφωνία.

2.      Οι τελωνειακοί έλεγχοι, πλην των δειγματοληπτικών ελέγχων, βασίζονται σε ανάλυση κινδύνου η οποία χρησιμοποιεί αυτοματοποιημένες τεχνικές επεξεργασίας δεδομένων και η οποία αποσκοπεί στον εντοπισμό και τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων καθώς και στον σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων για την αξιολόγηση των κινδύνων, σύμφωνα με κριτήρια που ορίζονται σε εθνικό, κοινοτικό και, ενδεχομένως, διεθνές επίπεδο.

Το κοινό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων και τα κοινά κριτήρια και οι τομείς προτεραιότητας όσον αφορά τον έλεγχο καθορίζονται με τη διαδικασία επιτροπής.

Τα κράτη μέλη σε συνεργασία με την Επιτροπή καθιερώνουν ηλεκτρονικό σύστημα για την υλοποίηση της διαχείρισης των κινδύνων.

3.      Όταν διενεργούνται έλεγχοι από αρχές διάφορες των τελωνειακών αρχών, οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται σε στενή συνεργασία με τις τελωνειακές αρχές, ει δυνατόν δε κατά τον αυτό χρόνο και στον ίδιο χώρο.

[…]»

18      Ο τίτλος II του εν λόγω κώδικα περιλάμβανε το κεφάλαιο 3, το οποίο έφερε τον τίτλο «Δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων» και αποτελείτο από τα άρθρα 28 έως 36.

19      Το άρθρο 29 του ίδιου κώδικα όριζε τα εξής:

«1.      Η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή, όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ενδεχομένως κατόπιν προσαρμογής που πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 […]:

[…]

2.      α)      Για να καθορισθεί αν η συναλλακτική αξία είναι αποδεκτή για τους σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου 1, το γεγονός ότι ο αγοραστής και ο πωλητής συνδέονται μεταξύ τους δεν συνιστά αυτό καθαυτό επαρκή αιτία, ώστε να θεωρηθεί η συναλλακτική αξία ως απαράδεκτη. Αν παραστεί ανάγκη, εξετάζονται οι περιστάσεις που ανάγονται στην πώληση και η συναλλακτική αξία γίνεται δεκτή εφόσον οι σχέσεις αυτές δεν έχουν επηρεάσει την τιμή. […]

[…]

3.      α)      Η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή είναι η συνολική πληρωμή που έγινε ή πρόκειται να γίνει από τον αγοραστή προς τον πωλητή ή υπέρ του πωλητή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα και περιλαμβάνει όλες τις πληρωμές που έγιναν ή πρόκειται να γίνουν ως όρο της πώλησης των εισαγομένων εμπορευμάτων, από τον αγοραστή στον πωλητή, ή από τον αγοραστή σε τρίτο πρόσωπο για να ικανοποιήσει υποχρέωση του πωλητή. […]

[…]»

20      Κατά το άρθρο 30 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα:

«1.      Όταν η δασμολογητέα αξία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, εφαρμόζονται διαδοχικά οι διατάξεις της παραγράφου 2 στοιχεία α), β), γ) και δ) έως την πρώτη μεταξύ αυτών διάταξη που καθιστά δυνατό τον καθορισμό της […].

2.      Οι δασμολογητέες αξίες που καθορίζονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι οι ακόλουθες:

α)      η συναλλακτική αξία πανομοιοτύπων εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται για εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

β)      η συναλλακτική αξία ομοειδών εμπορευμάτων τα οποία πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό την Κοινότητα και τα οποία εξάγονται κατά την ίδια ή περίπου κατά την ίδια χρονική στιγμή με τα υπό εκτίμηση εμπορεύματα·

γ)      η αξία που βασίζεται επί της τιμής μονάδος που αντιστοιχεί στις πωλήσεις μέσα στην Κοινότητα εισαγομένων εμπορευμάτων ή πανομοιοτύπων ή ομοειδών εισαγομένων εμπορευμάτων οι οποίες αντιπροσωπεύουν συνολικά τη μεγαλύτερη ποσότητα και γίνονται, μέσα στην Κοινότητα, προς πρόσωπα που δεν συνδέονται με τους πωλητές·

δ)      η υπολογιζόμενη αξία […]

[…]».

21      Το άρθρο 31 του κώδικα αυτού όριζε τα εξής:

«1.      Αν η δασμολογητέα αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων δεν μπορεί να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή των άρθρων 29 και 30, καθορίζεται, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία εντός της Κοινότητας, με εύλογο τρόπο συμβιβαζόμενο με τις αρχές και τις γενικές διατάξεις:

–        της συμφωνίας περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 [(ΕΕ 1994, L 336, σ. 103), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1Α της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3)],

–        του άρθρου VII της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994,

–        και των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου.

2.      Η δασμολογητέα αξία που καθορίζεται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1 δεν βασίζεται:

α)      επί της τιμής πωλήσεως, εντός της Κοινότητας, εμπορευμάτων που παράγονται εντός της Κοινότητας·

β)      επί του συστήματος που προβλέπει την αποδοχή, για δασμολογικούς σκοπούς, της υψηλότερης μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών·

γ)      επί της τιμής εμπορευμάτων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής·

δ)      επί του κόστους παραγωγής, εκτός των υπολογιζόμενων αξιών που έχουν καθοριστεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 2 στοιχείο δ)·

ε)      επί τιμών εξαγωγής με προορισμό μία χώρα που δεν περιλαμβάνεται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας·

ζ)      επί ελαχίστων δασμολογητέων αξιών, ή

η)      επί αυθαιρέτων ή πλασματικών αξιών.»

22      Το άρθρο 68 του εν λόγω κώδικα όριζε τα εξής:

«Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν:

α)      σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από το διασαφιστή να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασάφησης·

β)      σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.»

23      Το άρθρο 71 του ίδιου κώδικα είχε ως εξής:

«1.      Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της διασάφησης αποτελούν τη βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.

2.      Όταν δεν πραγματοποιείται η επαλήθευση της διασάφησης, η εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρει η παράγραφος 1 βασίζεται στα στοιχεία της διασάφησης.»

24      Το άρθρο 217, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα προέβλεπε τα εξής:

«Κάθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή […] υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (καταλογισμός).»

25      Κατά το άρθρο 218, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κώδικα αυτού:

«Όταν τελωνειακή οφειλή γεννάται από την αποδοχή διασάφησης για τη θέση εμπορεύματος υπό τελωνειακό καθεστώς άλλο εκτός της προσωρινής εισαγωγής με μερική απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς, ή από οιαδήποτε άλλη πράξη που έχει τα ίδια έννομα αποτελέσματα με την αποδοχή αυτή ο καταλογισμός του ποσού που αντιστοιχεί σ’ αυτή την τελωνειακή οφειλή πρέπει να πραγματοποιείται μόλις υπολογιστεί το ποσό αυτό και, το αργότερο, τη δεύτερη ημέρα μετά από εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας χορηγήθηκε η άδεια παραλαβής του εμπορεύματος.»

26      Το άρθρο 220, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα όριζε τα εξής:

«Όταν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή δεν έχει καταλογισθεί σύμφωνα με τα άρθρα 218 και 219 ή έχει καταλογισθεί σε ύψος χαμηλότερο εκείνου που νομίμως οφειλόταν, ο καταλογισμός του ποσού των δασμών που έχει ή που απομένει να εισπραχθεί, πρέπει να γίνει σε διάστημα δύο ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η τελωνειακή αρχή αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή και είναι σε θέση να υπολογίσει το νομίμως οφειλόμενο ποσό και να ορίσει τον οφειλέτη (καταλογισμός εκ των υστέρων). Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σύμφωνα με το άρθρο 219.»

27      Το άρθρο 221 του ίδιου κώδικα όριζε τα εξής:

«1.      Το ποσό των δασμών πρέπει να γνωστοποιείται στον οφειλέτη, με την κατάλληλη διαδικασία, μόλις καταλογισθεί.

[…]

3.      Η γνωστοποίηση στον οφειλέτη δεν είναι δυνατόν να γίνει μετά τη λήξη τριετούς προθεσμίας από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται από τη στιγμή που υποβάλλεται προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 243 και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής.

4.      Εάν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί από πράξη η οποία, κατά τη στιγμή της διαπράξεώς της, εδιώκετο ως ποινικό αδίκημα, η γνωστοποίηση στον οφειλέτη είναι δυνατόν να γίνει, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις ισχύουσες διατάξεις, μετά την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3.»

2.      Ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας

28      Ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας εφαρμόζεται σε όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως μετά την 1η Μαΐου 2016.

29      Το άρθρο 3 του κώδικα αυτού ορίζει τα εξής:

«Οι τελωνειακές αρχές είναι κατά κύριο λόγο υπεύθυνες για την εποπτεία του διεθνούς εμπορίου της Ένωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλουν στο δίκαιο και ανοικτό εμπόριο, στην εφαρμογή των εξωτερικών πτυχών της εσωτερικής αγοράς, στην εφαρμογή της κοινής εμπορικής πολιτικής και των λοιπών κοινών πολιτικών της Ένωσης που έχουν σχέση με το εμπόριο καθώς και στη συνολική ασφάλεια της αλυσίδας εφοδιασμού. Οι τελωνειακές αρχές εφαρμόζουν μέτρα που αποσκοπούν ιδίως στα ακόλουθα:

α)      την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ένωσης και των κρατών μελών της·

β)      την προστασία της Ένωσης από το αθέμιτο και παράνομο εμπόριο, με παράλληλη υποστήριξη των νόμιμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων·

γ)      τη διαφύλαξη της ασφάλειας και της προστασίας της Ένωσης και των κατοίκων της, καθώς και της προστασίας του περιβάλλοντος, σε στενή συνεργασία ενδεχομένως με άλλες αρχές· και

δ)      τη διατήρηση κατάλληλης ισορροπίας ανάμεσα στους τελωνειακούς ελέγχους και τη διευκόλυνση του θεμιτού εμπορίου.»

30      Το άρθρο 46 του εν λόγω κώδικα φέρει τον τίτλο «Διαχείριση κινδύνων και τελωνειακοί έλεγχοι» και έχει ως εξής:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές μπορούν να διεξάγουν οποιονδήποτε τελωνειακό έλεγχο θεωρούν απαραίτητο.

Οι τελωνειακοί έλεγχοι μπορούν, ειδικότερα, να συνίστανται στην εξέταση εμπορευμάτων, στη δειγματοληψία, στην επαλήθευση της ακρίβειας και της πληρότητας των πληροφοριών που περιέχονται σε διασάφηση ή γνωστοποίηση και της ύπαρξης, της γνησιότητας, της ακρίβειας και της ισχύος εγγράφων, στην εξέταση των λογαριασμών οικονομικών φορέων και άλλων καταχωρίσεων, στον έλεγχο των μεταφορικών μέσων, στην επιθεώρηση των αποσκευών και άλλων εμπορευμάτων που μεταφέρονται ή φέρονται από πρόσωπα και στη διενέργεια επίσημων ερευνών και σε άλλες παρεμφερείς πράξεις.

2.      Οι τελωνειακοί έλεγχοι, εκτός από τους δειγματοληπτικούς, βασίζονται κυρίως στην ανάλυση των κινδύνων με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων, με σκοπό τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των κινδύνων και τη θέσπιση των απαραίτητων αντιμέτρων, με βάση κριτήρια που καθορίζονται σε εθνικό, ενωσιακό και, ενδεχομένως, διεθνές επίπεδο.

3.      Οι τελωνειακοί έλεγχοι διεξάγονται εντός κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων που βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και των αποτελεσμάτων αναλύσεων κινδύνων μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων και καθορίζει κοινά κριτήρια και πρότυπα κινδύνων, μέτρα ελέγχου και τομείς ελέγχων με προτεραιότητα.

Οι έλεγχοι που βασίζονται σε πληροφορίες και σε κριτήρια αυτού του είδους διεξάγονται χωρίς να θίγονται άλλοι έλεγχοι που πραγματοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή άλλες ισχύουσες διατάξεις.

4.      Οι τελωνειακές αρχές αναλαμβάνουν τη διαχείριση κινδύνων, προκειμένου να διαφοροποιήσουν τα επίπεδα κινδύνου που συνδέονται με εμπορεύματα υπό τελωνειακό έλεγχο ή τελωνειακή επιτήρηση και να καθορίσουν εάν τα εμπορεύματα θα αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών τελωνειακών ελέγχων και, εάν ναι, πού.

Η διαχείριση κινδύνων περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η συλλογή δεδομένων και πληροφοριών, η ανάλυση και αξιολόγηση κινδύνου, η αίτηση για δράση και η ανάληψη δράσης και η τακτική παρακολούθηση και επανεξέταση της διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της, βάσει διεθνών, ενωσιακών και εθνικών πηγών και στρατηγικών.

5.      Οι τελωνειακές αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους και ανάλυση των κινδύνων όταν:

α)      μια τελωνειακή αρχή κρίνει ότι οι κίνδυνοι είναι σημαντικοί και ότι πρέπει να διενεργηθεί τελωνειακός έλεγχος, τα δε αποτελέσματα του ελέγχου αποδεικνύουν ότι έχει πράγματι συμβεί το γεγονός που επιφέρει τους κινδύνους, ή

β)      τα αποτελέσματα του ελέγχου δεν αποδεικνύουν μεν ότι το γεγονός που επιφέρει τους κινδύνους έχει συμβεί, αλλά η οικεία τελωνειακή αρχή θεωρεί ότι η απειλή ενέχει υψηλό κίνδυνο αλλού στην Ένωση.

6.      Για τον καθορισμό των κοινών κριτηρίων και προτύπων κινδύνων, των μέτρων ελέγχου και των τομέων ελέγχων με προτεραιότητα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, λαμβάνονται υπόψη όλα τα ακόλουθα:

α)      η αναλογικότητα προς τον κίνδυνο,

β)      ο επείγων χαρακτήρας της αναγκαίας εφαρμογής των ελέγχων,

γ)      οι πιθανές επιπτώσεις στη ροή του εμπορίου, στα επιμέρους κράτη μέλη και στους πόρους που προορίζονται για τους ελέγχους.

7.      Τα κοινά κριτήρια και πρότυπα κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 3 περιλαμβάνουν όλα τα ακόλουθα:

α)      περιγραφή των κινδύνων,

β)      τους παράγοντες ή τους δείκτες κινδύνου βάσει των οποίων επιλέγονται τα εμπορεύματα ή οι οικονομικοί φορείς για τελωνειακό έλεγχο,

γ)      τη φύση των τελωνειακών ελέγχων στους οποίους πρέπει να προβούν οι τελωνειακές αρχές,

δ)      τη διάρκεια εφαρμογής των τελωνειακών ελέγχων που αναφέρονται στο στοιχείο γ).

8.      Οι τομείς ελέγχων με προτεραιότητα καλύπτουν ιδιαίτερα τελωνειακά καθεστώτα, είδη εμπορευμάτων, οδούς διακίνησης, τρόπους μεταφοράς ή οικονομικούς φορείς, που υπόκεινται για ορισμένη χρονική περίοδο σε αυξημένα επίπεδα ανάλυσης κινδύνου και τελωνειακών ελέγχων, με την επιφύλαξη των άλλων ελέγχων που διενεργούνται συνήθως από τις τελωνειακές αρχές.»

31      Το άρθρο 53 του ίδιου κώδικα, το οποίο τιτλοφορείται «Μετατροπή νομισμάτων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν και/ή κοινοποιούν μέσω του Διαδικτύου τις τιμές συναλλάγματος που εφαρμόζονται όταν η μετατροπή νομισμάτων είναι απαραίτητη για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

β)      απαιτείται η ισοτιμία του ευρώ σε εθνικό νόμισμα για τον καθορισμό της δασμολογικής κατάταξης των εμπορευμάτων και του ποσού του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού, συμπεριλαμβανομένων των κατώτατων αξιών των δασμών του κοινού δασμολογίου.»

32      Τα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα προβλέπουν τους κανόνες για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων και έχουν κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με τους κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα.

33      Το άρθρο 103 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιορισμός της τελωνειακής οφειλής», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Δεν γνωστοποιείται τελωνειακή οφειλή στον οφειλέτη μετά το πέρας περιόδου τριών ετών από την ημερομηνία γένεσης της τελωνειακής οφειλής.

2.      Αν η τελωνειακή οφειλή έχει γεννηθεί ως αποτέλεσμα πράξης η οποία, κατά τη στιγμή της διαπράξεώς της, διωκόταν ως ποινικό αδίκημα, η περίοδος των τριών ετών που καθορίζεται στην παράγραφο 1 παρατείνεται σε πέντε έτη κατ’ ελάχιστο όριο και 10 έτη κατ’ ανώτατο όριο σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.»

34      Το άρθρο 105 του ίδιου κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Προθεσμία καταλογισμού», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Όταν γεννάται τελωνειακή οφειλή υπό περιστάσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 1, το καταβλητέο ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού καταλογίζεται εντός δεκατεσσάρων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να καθορίσουν το εν λόγω ποσό του εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού και να λάβουν απόφαση.»

35      Το άρθρο 191 του κώδικα αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αποτελέσματα της επαλήθευσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης της τελωνειακής διασάφησης χρησιμεύουν ως βάση για την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν το τελωνειακό καθεστώς στο οποίο έχουν υπαχθεί τα εμπορεύματα.

2.      Όταν δεν πραγματοποιείται επαλήθευση της τελωνειακής διασάφησης, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με βάση τα στοιχεία της εν λόγω διασάφησης.

3.      Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης την οποία πραγματοποιούν οι τελωνειακές αρχές έχουν την ίδια αποδεικτική αξία σε ολόκληρο το τελωνειακό έδαφος της Ένωσης.»

3.      Ο κανονισμός εφαρμογής

36      Ο κανονισμός εφαρμογής εφαρμόζεται σε όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως το οποίο ανατρέχει πριν από την 1η Μαΐου 2016.

37      Κατά το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής:

«1.      Οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να καθορίζουν τη δασμολογητέα αξία εισαγόμενων εμπορευμάτων βάσει της μεθόδου της συναλλακτικής αξίας εάν, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 2, λόγω ευλόγων αμφιβολιών δεν ικανοποιούνται από το γεγονός ότι η δηλούμενη αξία αντιπροσωπεύει το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό όπως αναφέρεται στο άρθρο 29 του [κοινοτικού] τελωνειακού κώδικα.

2.      Όπου οι τελωνειακές αρχές έχουν τις αμφιβολίες που περιγράφονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν πρόσθετες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 4. Εάν οι αμφιβολίες αυτές εξακολουθούν να παραμένουν οι τελωνειακές αρχές πρέπει να κοινοποιούν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, πριν λάβουν την τελική απόφαση, γραπτώς εφόσον αυτό ζητείται, την αιτιολογία στην οποία στηρίζονται οι αμφιβολίες αυτές και του παρέχουν λογικά περιθώρια απάντησης. Η τελική απόφαση καθώς και η σχετική αιτιολόγησή της κοινοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο εγγράφως.»

38      Το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει τα εξής:

«Η χορήγηση της άδειας παραλαβής επιτρέπει τη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία της διασάφησης. Όταν οι τελωνειακές αρχές κρίνουν ότι οι έλεγχοι στους οποίους προέβησαν είναι δυνατό να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ποσού δασμών ανώτερου από το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία της διασάφησης, απαιτούν, επιπλέον, τη σύσταση εγγύησης επαρκούς για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τα στοιχεία της διασάφησης και εκείνου στο οποίο τα εμπορεύματα μπορεί να υπόκεινται οριστικά. Ωστόσο, ο διασαφιστής έχει την ευχέρεια, αντί να προβεί στη σύσταση της εγγύησης αυτής, να ζητήσει την άμεση βεβαίωση του ποσού των δασμών στους οποίους τα εμπορεύματα υπόκεινται οριστικά.»

4.      Ο εκτελεστικός κανονισμός

39      Ο εκτελεστικός κανονισμός εφαρμόζεται σε όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως μετά την 1η Μαΐου 2016.

40      Το άρθρο 48 του εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις για την τιμή συναλλάγματος που χρησιμοποιείται για τους δασμούς», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η αξία του ευρώ, όταν απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 στοιχείο β) του [ενωσιακού τελωνειακού] κώδικα, καθορίζεται μία φορά το μήνα.

Η τιμή συναλλάγματος που πρέπει να χρησιμοποιείται είναι η τελευταία τιμή συναλλάγματος που καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [(ΕΚΤ)] πριν την προτελευταία ημέρα του μήνα και ισχύει κατά τη διάρκεια ολόκληρου του επόμενου μήνα.

Ωστόσο, εάν η τιμή που ισχύει στην αρχή του μήνα αποκλίνει άνω του 5 % από την τιμή που καθορίστηκε από την [ΕΚΤ] πριν από την 15η ημέρα του ίδιου μήνα, η τελευταία αυτή τιμή ισχύει από την 15η και μέχρι τη λήξη του συγκεκριμένου μήνα.»

41      Το άρθρο 140 του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Μη αποδοχή δηλωθείσας συναλλακτικής αξίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αν η δηλωθείσα συναλλακτική αξία αντιπροσωπεύει το συνολικό πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό όπως αναφέρεται στο άρθρο 70 παράγραφος 1 του [ενωσιακού τελωνειακού] κώδικα, μπορούν να ζητούν από τον διασαφιστή να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

2.      Εάν εξακολουθούν να έχουν αμφιβολίες, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να αποφασίσουν ότι η αξία των εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 70 παράγραφος 1 του [ενωσιακού τελωνειακού] κώδικα.»

42      Το άρθρο 144 του ίδιου εκτελεστικού κανονισμού τιτλοφορείται «Εφεδρική μέθοδος» και έχει ως εξής:

«1.      Κατά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 3 του [ενωσιακού τελωνειακού] κώδικα, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί εύλογη ελαστικότητα κατά την εφαρμογή των μεθόδων που προβλέπονται στα άρθρα 70 και 74 παράγραφος 2 του [ενωσιακού τελωνειακού] κώδικα. Η αξία που καθορίζεται με τον τρόπο αυτό πρέπει, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, να βασίζεται σε δασμολογητέες αξίες που έχουν καθοριστεί προγενέστερα.

2.      Όταν η δασμολογητέα αξία δεν μπορεί να καθορισθεί κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 1, χρησιμοποιούνται άλλες κατάλληλες μέθοδοι. Στην περίπτωση αυτή, η δασμολογητέα αξία δεν καθορίζεται με βάση οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)      την τιμή πώλησης, στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης, εμπορευμάτων που παράγονται στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης·

β)      ένα σύστημα βάσει του οποίου χρησιμοποιείται η υψηλότερη μεταξύ δύο εναλλακτικών αξιών για τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας·

γ)      την τιμή των εμπορευμάτων στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής·

δ)      το κόστος παραγωγής, εκτός των υπολογιζόμενων αξιών που έχουν καθοριστεί για πανομοιότυπα ή ομοειδή εμπορεύματα σύμφωνα με το άρθρο 74 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του κώδικα·

ε)      τις τιμές εξαγωγής με προορισμό μία τρίτη χώρα·

στ)      τις ελάχιστες δασμολογητέες αξίες·

ζ)      αυθαίρετες ή πλασματικές αξίες.»

43      Το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σύσταση εγγύησης» και αποσκοπεί στην εφαρμογή του άρθρου 191 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση που οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι από την επαλήθευση της τελωνειακής διασάφησης ενδέχεται να προκύψει υψηλότερο πληρωτέο ποσό εισαγωγικού ή εξαγωγικού δασμού ή άλλων επιβαρύνσεων από εκείνο που προκύπτει από τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης, η παράδοση των εμπορευμάτων τελεί υπό την προϋπόθεση της σύστασης εγγύησης επαρκούς για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού σύμφωνα με τα στοιχεία της διασάφησης και του ποσού που τελικώς ενδέχεται να καταστεί πληρωτέο.

Ωστόσο, ο διασαφιστής δύναται να ζητήσει την άμεση γνωστοποίηση της τελωνειακής οφειλής στην οποία είναι δυνατό να υπόκεινται τελικώς τα εμπορεύματα, αντί για την κατάθεση της εν λόγω εγγύησης.»

Γ.      Η νομοθεσία στον τομέα του ΦΠΑ

44      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 προβλέπει τα εξής:

«Στον ΦΠΑ υπόκεινται οι ακόλουθες πράξεις:

[…]

β)      [ο]ι εξ επαχθούς αιτίας ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, που πραγματοποιούνται στο έδαφος ενός κράτους μέλους:

i)      από υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή ή από μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο, όταν ο πωλητής είναι υποκείμενος στον φόρο που ενεργεί με την ιδιότητά του αυτή […],

[…]

[…]

δ)      οι εισαγωγές αγαθών.»

45      Κατά το άρθρο 83 της εν λόγω οδηγίας:

«Για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, η βάση επιβολής του φόρου αποτελείται από τα ίδια στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου για την παράδοση στο έδαφος του κράτους μέλους των ιδίων αγαθών σύμφωνα με το κεφάλαιο 2. Ειδικά, για τις πράξεις που εξομοιώνονται με ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 22, η βάση επιβολής του φόρου καθορίζεται από την τιμή αγοράς των αγαθών αυτών ή παρόμοιων αγαθών ή, εάν δεν υπάρχει τιμή αγοράς, από το κόστος των αγαθών, όπως προσδιορίζονται κατά το χρόνο πραγματοποίησης των εν λόγω πράξεων.»

46      Το άρθρο 85 ως άνω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η βάση επιβολής του φόρου για τις εισαγωγές αγαθών συνίσταται στο ποσό που καθορίζεται ως δασμολογητέα αξία σύμφωνα με τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις.»

47      Το άρθρο 86, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 προβλέπει τα εξής:

«Στη βάση επιβολής του φόρου περιλαμβάνονται, κατά τον βαθμό που δεν έχουν ήδη περιληφθεί σε αυτή, τα ακόλουθα:

α)      δασμοί, τέλη, δικαιώματα, εισφορές και άλλοι φόροι που οφείλονται εκτός του κράτους μέλους εισαγωγής καθώς και όσα οφείλονται λόγω της εισαγωγής, με εξαίρεση τον ΦΠΑ που πρόκειται να εισπραχθεί,

β)      παρεπόμενα έξοδα, όπως έξοδα προμήθειας, συσκευασίας, μεταφοράς και ασφάλισης, τα οποία πραγματοποιούνται μέχρι τον πρώτο τόπο προορισμού των αγαθών στο έδαφος του κράτους μέλους εισαγωγής καθώς και εκείνα που προκύπτουν από τη μεταφορά σε άλλο τόπο προορισμού που βρίσκεται στο εσωτερικό της Κοινότητας, εφόσον αυτός ο τελευταίος τόπος είναι γνωστός κατά το χρόνο κατά τον οποίο επέρχεται η γενεσιουργός αιτία του φόρου.»

48      Το άρθρο 87 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Δεν περιλαμβάνονται στη βάση επιβολής του φόρου τα ακόλουθα:

α)      οι μειώσεις της τιμής με τη μορφή έκπτωσης για προκαταβολική πληρωμή,

β)      οι εκπτώσεις και επιστροφές τιμήματος, που χορηγούνται στον αποκτώντα κατά το χρόνο πραγματοποίησης της εισαγωγής.»

49      Κατά το άρθρο 138 της ως άνω οδηγίας:

«1.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον φόρο τις παραδόσεις αγαθών τα οποία αποστέλλονται ή μεταφέρονται εκτός του αντίστοιχου εδάφους τους αλλά εντός της Κοινότητας από τον πωλητή ή τον αποκτώντα ή από άλλο πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους, εφόσον οι παραδόσεις αυτές πραγματοποιούνται για άλλον υποκείμενο στον φόρο ή για νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο στον φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος αναχώρησης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών.

2.      Εκτός από τις παραδόσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

γ)      τις παραδόσεις αγαθών που συνίστανται σε αποστολή με προορισμό άλλο κράτος μέλος, οι οποίες θα καλύπτονταν από τις απαλλαγές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και στα στοιχεία α) και β), εάν είχαν πραγματοποιηθεί για άλλον υποκείμενο στον φόρο.»

50      Το άρθρο 143 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

δ)      τις εισαγωγές αγαθών που αποστέλλονται ή μεταφέρονται από τρίτο έδαφος ή τρίτη χώρα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς, στην περίπτωση που η παράδοση των αγαθών αυτών, εάν διενεργηθεί από τον εισαγωγέα που αναγνωρίζεται ως υπόχρεος του φόρου με βάση το άρθρο 201, απαλλάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 138,

[…]

2.      Η απαλλαγή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) εφαρμόζεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες την εισαγωγή αγαθών ακολουθεί η παράδοση αγαθών που απαλλάσσεται δυνάμει του άρθρου 138 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 στοιχείο γ) μόνον εάν, κατά τη στιγμή της εισαγωγής, ο εισαγωγέας έχει παράσχει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής τις ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:

α)      τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ που χορηγείται από το κράτος μέλος εισαγωγής ή τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του φορολογικού αντιπροσώπου του, υπόχρεου καταβολής του ΦΠΑ, που χορηγείται από το κράτος μέλος εισαγωγής·

β)      τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αποκτώντος, στον οποίον παραδίδονται τα αγαθά σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 1, ο οποίος χορηγείται σε άλλο κράτος μέλος, ή τον δικό του αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ ο οποίος χορηγείται στο κράτος μέλος άφιξης της αποστολής ή της μεταφοράς των αγαθών όταν τα αγαθά αποτελούν αντικείμενο μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 138 παράγραφος 2 στοιχείο γ)·

γ)      την απόδειξη ότι τα εισαγόμενα αγαθά προορίζονται να μεταφερθούν ή να αποσταλούν από το κράτος μέλος εισαγωγής σε άλλο κράτος μέλος.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η απόδειξη που αναφέρεται στο στοιχείο γ) κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές μόνον κατόπιν σχετικού αιτήματος.»

II.    Τα πραγματικά περιστατικά και η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία

Α.      Ιστορικό της διαφοράς

51      Από την 1η Ιανουαρίου 2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάργησε όλες τις ποσοστώσεις που εφαρμόζονταν στις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ειδών ένδυσης από χώρες μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), περιλαμβανομένης της Κίνας.

52      Στις 20 Απριλίου 2007 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) απηύθυνε στα κράτη μέλη το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2007/015 προκειμένου να τα ενημερώσει για τον κίνδυνο, μεταξύ άλλων, δήλωσης δασμολογητέας αξίας ακραία χαμηλότερης της πραγματικής για εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων από την Κίνα που, στις περισσότερες περιπτώσεις, πραγματοποιούνταν από τις λεγόμενες «εικονικές εταιρίες» («shell companies»), οι οποίες είχαν καταχωριστεί με μοναδικό σκοπό να προσδώσουν μια επίφαση νομιμότητας σε απάτες και ως προς τις οποίες διαπιστωνόταν πολλάκις, σε περίπτωση ελέγχου, ότι η έδρα τους δεν αντιστοιχούσε στη διεύθυνση που είχαν υποδείξει στις τελωνειακές αρχές. Η OLAF διευκρίνιζε ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων που εξετάστηκαν, οι δηλωθείσες αξίες ήταν κατά πολύ χαμηλότερες του 0,50 δολαρίου ΗΠΑ (USD) ανά χιλιόγραμμο (kg) και δη κάτω του 0,10 USD ανά χιλιόγραμμο. Προς αντιμετώπιση αυτού του μηχανισμού απάτης (στο εξής: επίμαχη απάτη που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής ή, απλώς, επίμαχη απάτη), η OLAF κάλεσε όλα τα κράτη μέλη να επιτηρούν τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων, ιδίως από την Κίνα, προκειμένου να εντοπίζουν τυχόν ενδείξεις σχετικές με εισαγωγές για τις οποίες έχει δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, να διενεργούν κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους κατά τον εκτελωνισμό τέτοιων εισαγωγών προκειμένου να επαληθεύουν τις δηλωθείσες δασμολογητέες αξίες και να διασφαλίζουν ότι οι αξίες αυτές αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές αγοραίες αξίες, καθώς και να λαμβάνουν τα πρόσφορα μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση υπόνοιας τεχνητά χαμηλότερων τιμών χρέωσης.

53      Προς τούτο, η OLAF επεξεργάστηκε, βάσει επιστημονικών μελετών που είχε διεξαγάγει το Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) της Επιτροπής, ένα εργαλείο εκτίμησης των κινδύνων βάσει δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης (στο εξής: μέθοδος OLAF-JRC).

54      Η μέθοδος αυτή συνίσταται, κατ’ αρχάς, στον υπολογισμό «διορθωμένης μέσης τιμής» («cleaned average price» ή «CAP») (στο εξής: ΔΜΤ), η οποία αποκαλείται επίσης «δίκαιη τιμή» («fair price» ή «fair value»), για κάθε οκταψήφιο κωδικό προϊόντων της Συνδυασμένης Ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ 1987, L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1821 της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2016 (ΕΕ 2016, L 294, σ. 1) (στο εξής: ΣΟ), και εμπίπτει στα κεφάλαια 61 έως 64 της Ονοματολογίας (στο εξής: σχετικά προϊόντα).

55      Οι ΔΜΤ υπολογίζονται βάσει των μηνιαίων τιμών εισαγωγών των σχετικών προϊόντων από την Κίνα, όπως αυτές αντλούνται, σε σχέση με χρονικό διάστημα 48 μηνών, από την Comext, δηλαδή τη βάση δεδομένων αναφοράς για τις αναλυτικές στατιστικές του διεθνούς εμπορίου αγαθών την οποία διαχειρίζεται η Eurostat. Οι προαναφερθείσες τιμές εκφράζουν αξία ανά χιλιόγραμμο για καθέναν από τους επίμαχους 495 οκταψήφιους κωδικούς προϊόντων της Συνδυασμένης Ονοματολογίας, με αναγραφή της χώρας καταγωγής και της χώρας προορισμού στην Ένωση.

56      Εν συνεχεία, υπολογίζεται μέσος όρος για ολόκληρη την Ένωση βάσει του αριθμητικού μέσου όρου, ήτοι ενός μη σταθμισμένου μέσου όρου, των ΔΜΤ όλων των κρατών μελών. Για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου, οι ακραίες αξίες («outliers»), ήτοι οι αδικαιολόγητα υψηλές ή χαμηλές αξίες, εξαιρούνται και, για τον λόγο αυτό, η μέση τιμή καλείται «διορθωμένη» ή «εκκαθαρισμένη» («cleaned»).

57      Τέλος, υπολογίζεται μια αξία η οποία αντιστοιχεί στο 50 % των ΔΜΤ και συνιστά την «ελάχιστη αποδεκτή τιμή» («lowest cacceptable price» ή «LAP») (στο εξής: ΕΑΤ). Η ΕΑΤ, η οποία επίσης εκφράζεται ως τιμή ανά χιλιόγραμμο, χρησιμοποιείται ως προφίλ ή ως κατώτατο όριο κινδύνου, παρέχοντας στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών τη δυνατότητα να εντοπίζουν τις ιδιαίτερα χαμηλές δηλωθείσες κατά την εισαγωγή αξίες και, κατά συνέπεια, τις εισαγωγές που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

58      Το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2009/001, το οποίο απέστειλε η OLAF στις 23 Ιανουαρίου 2009, είχε ως αντικείμενο την επιχείρηση «Argus», διάρκειας έξι μηνών, στο πλαίσιο της οποίας η OLAF είχε αναλάβει να επιτηρεί το εμπόριο των σχετικών προϊόντων από διάφορες τρίτες χώρες, κυρίως ασιατικές, και να διαβιβάζει σε μηνιαία βάση στα κράτη μέλη κατάλογο των εισαγωγών του προηγούμενου μήνα τις οποίες είχε χαρακτηρίσει ως ενέχουσες κίνδυνο όσον αφορά τη δασμολογητέα αξία τους. Με το ως άνω μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής, η OLAF ζήτησε από τα κράτη μέλη να της κοινοποιήσουν, εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων, τη δημιουργία προφίλ κινδύνου, να προσδιορίσουν για ποιες εισαγωγές υπήρχε σημαντικός κίνδυνος να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και να προβούν σε επαληθεύσεις πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων βάσει των ανακοινώσεών της.

59      Το 2011, κατά τη δράση ελέγχου προτεραιότητας με την ονομασία Discount (στο εξής: PCA Discount), την οποία συντόνισε η Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Τελωνειακής Ένωσης της Επιτροπής και στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα κράτη μέλη, εφαρμόστηκαν οι ΕΑΤ που είχαν υπολογιστεί με τη μέθοδο OLAF-JRC, ως προφίλ κινδύνου, σύμφωνα με τις συστάσεις οι οποίες περιέχονταν στις κατευθυντήριες γραμμές που καταρτίστηκαν για τους σκοπούς της ως άνω δράσης, προκειμένου να εντοπιστούν και να ελεγχθούν όσες εισαγωγές σχετικών προϊόντων από την Κίνα είχαν δασμολογητέα αξία τόσο ασυνήθιστα χαμηλή ώστε να τις καθιστά ύποπτες. Το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε μέρος στην ως άνω δράση, χωρίς ωστόσο να εφαρμόσει τέτοιο προφίλ κινδύνου.

60      Κατά τη διάρκεια του έτους 2014, η OLAF συντόνισε την κοινή τελωνειακή επιχείρηση «Snake» (στο εξής: ODC Snake), της οποίας το επιχειρησιακό στάδιο διεξήχθη μεταξύ 17ης Φεβρουαρίου και 17ης Μαρτίου του ίδιου έτους και στην οποία έλαβαν μέρος όλα τα κράτη μέλη καθώς και οι κινεζικές τελωνειακές αρχές. Στόχος της συμμετοχής των κινεζικών τελωνειακών αρχών ήταν η εξασφάλιση διασαφήσεων για εξαγωγή βάσει των οποίων θα μπορούσε να επαληθευθεί η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία για τα σχετικά προϊόντα κατά την εισαγωγή στην Ένωση. Στην τελική έκθεση της ODC Snake, τα κράτη μέλη κλήθηκαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν προφίλ κινδύνου βασισμένα στις ΔΜΤ όπως εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας επιχείρησης.

61      Μετά το πέρας των ελέγχων που πραγματοποίησαν στο πλαίσιο της εν λόγω επιχείρησης βάσει των προφίλ κινδύνου, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διαπίστωσαν ότι έπρεπε να βεβαιωθούν συμπληρωματικοί τελωνειακοί δασμοί όσον αφορά 24 οικονομικούς φορείς σε σχέση με τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια τριετούς χρονικού διαστήματος από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014.

62      Στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2014 έως τον Φεβρουάριο του 2015, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου κοινοποίησαν τις αντίστοιχες ειδοποιήσεις πληρωμής στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, εκδίδοντας 24 εντολές εκ των υστέρων είσπραξης με την ονομασία «ειδοποιήσεις πληρωμής C 18» (στο εξής: ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake). Ωστόσο, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2015, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ακύρωσαν αυτές τις ειδοποιήσεις πληρωμής.

63      Στις 16 Ιανουαρίου 2015 η OLAF κίνησε έρευνα που στρεφόταν ειδικώς κατά ορισμένων κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και το Ηνωμένο Βασίλειο, και ανέτρεχε χρονικώς μέχρι το 2013.

64      Εξάλλου, στο διάστημα από το 2013 έως το 2016, η HMRC και οι μεθοριακές δυνάμεις του Ηνωμένου Βασιλείου διεξήγαγαν τη λεγόμενη επιχείρηση «Badminton». Στην επιχείρηση αυτή, η οποία αφορούσε κυρίως απάτη στον τομέα του ΦΠΑ, ανάγεται μεταγενέστερη ποινική έρευνα με στόχο τέσσερις σημαντικούς οικονομικούς φορείς που εισήγαν κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα από την Κίνα στο πλαίσιο του υπ’ αριθ. 42 τελωνειακού καθεστώτος του καταλόγου των τελωνειακών καθεστώτων της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του οποίου οι τελωνειακοί δασμοί καταβάλλονται κατά την εισαγωγή και ο ΦΠΑ πρέπει να καταβάλλεται κατόπιν στο κράτος μέλος προορισμού (στο εξής: τελωνειακό καθεστώς 42).

65      Στο διάστημα από τον Φεβρουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2016, το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε μέρος σε πλείονες συναντήσεις τις οποίες διοργάνωσε η OLAF, με αντικείμενο την επίμαχη απάτη που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής.

66      Στις 19 και 20 Φεβρουαρίου 2015 η OLAF διοργάνωσε την πρώτη διμερή συνάντηση με την HMRC με σκοπό να γίνει ένας απολογισμός της ODC Snake και της χρήσης των ΔΜΤ ως δεικτών κινδύνου δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής.

67      Κατά την πρώτη αυτή συνάντηση, η OLAF επισήμανε ότι ο όγκος των εισαγωγών για τις οποίες ήταν πιθανόν να έχει δολίως δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής δεν είχε μειωθεί και ότι από τα στατιστικά στοιχεία προέκυπτε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρούνταν όλο και περισσότερο ως πόλος έλξης για την παράνομη εμπορία των σχετικών προϊόντων λόγω των μέτρων που είχαν λάβει μέτρα τα άλλα κράτη μέλη προς αντιμετώπιση της επίμαχης απάτης. Από την πλευρά της, η HMRC ανέφερε ότι είχε την πρόθεση να απευθύνει εντολές είσπραξης του διαφυγόντος ΦΠΑ και των διαφυγόντων τελωνειακών δασμών στις επιχειρήσεις που είχαν εντοπιστεί στο πλαίσιο της ODC Snake καθώς και κατόπιν αναλύσεων της ίδιας της HMRC, τούτο δε μέχρι συνολικού ποσού άνω των 800 εκατομμυρίων λιρών στερλινών (GBP) (περίπου 939 760 000 ευρώ).

68      Κατά την ad hoc συνάντηση της 25ης και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, η οποία αφορούσε την επίμαχη απάτη και διοργανώθηκε από την OLAF με συμμετοχή όλων των αρχών των κρατών μελών, το Ηνωμένο Βασίλειο επανέλαβε την πρόθεσή του να προβεί στην εν λόγω είσπραξη. Κατά τη συνάντηση αυτή, η OLAF εξήγησε ότι η χρήση των εθνικών μέσων όρων στα προφίλ κινδύνου αποτελούσε πρόσκομμα για τον εντοπισμό των εξόφθαλμων περιπτώσεων δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής και, μεταξύ άλλων, «συνέστησε θερμά» στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν κατάλληλα προφίλ κινδύνου για τον προσδιορισμό των εισαγωγών με δυνητικώς χαμηλότερη της πραγματικής δασμολογητέα αξία, να απαιτούν τη σύσταση εγγυήσεων για τις εισαγωγές που προσδιορίζονται ως ύποπτες συναφώς και να διεξάγουν έρευνες για τη διαπίστωση των πραγματικών δασμολογητέων αξιών των οικείων εμπορευμάτων. Η OLAF υπογράμμισε επίσης ότι, μολονότι η ΕΑΤ συνιστά σημαντικό δείκτη κινδύνου, έπρεπε να εφαρμόζονται οι κανόνες του ενωσιακού δικαίου της Ένωσης οι οποίοι διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Η OLAF εξέθεσε, επίσης, τις απώλειες ενωσιακών παραδοσιακών ιδίων πόρων που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εισαγωγές των οποίων η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία ενδέχεται να είναι χαμηλότερη της πραγματικής, ιδίως δε των επίμαχων εισαγωγών. Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, η OLAF ανέφερε ότι, για το διάστημα από τον Μάιο του 2013 έως τον Μάρτιο του 2015, επρόκειτο για δυνητικές απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων συνολικού ύψους 589 676 121 ευρώ επί όγκου σχεδόν ενάμισι δισεκατομμυρίου χιλιόγραμμων σχετικών προϊόντων.

69      Στις 16 Ιουνίου 2015 η OLAF απέστειλε το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2015/013, με το οποίο ζήτησε από τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης έναντι της επίμαχης απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής. Στο μήνυμα αυτό, η OLAF επανέλαβε τα συμπεράσματα της ad hoc συνάντησης που διεξήχθη στις 25 και 26 Φεβρουαρίου 2015.

70      Τον Μάιο του 2015 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δρομολόγησαν την επιχείρηση με την ονομασία «Breach», η οποία είναι η πρώτη επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε στο έδαφος του κράτους αυτού με σκοπό ειδικώς την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης (στο εξής: επιχείρηση Breach).

71      Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, ένας εκ των σκοπών της ως άνω επιχείρησης, η οποία βρισκόταν ακόμη εν εξελίξει, ήταν να καθοριστεί, μετά την ακύρωση των 24 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, η δασμολογητέα αξία των εντοπισθέντων κατά την ODC Snake εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε αξία χαμηλότερη της πραγματικής, και να απαιτηθούν τα ποσά των αντίστοιχων διαφυγόντων παραδοσιακών ιδίων πόρων.

72      Η επιχείρηση περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, προηγούμενους ελέγχους και εκ των υστέρων επισκέψεις όσον αφορά τις ύποπτες εισαγωγές, αναλύσεις εγγράφων, ελέγχους και επιθεωρήσεις, την εξέταση του εμπορικού χαρακτήρα των πωλήσεων των σχετικών προϊόντων και την εξέταση των δεσμών μεταξύ του εισαγωγέα, των πρακτόρων μεταφορών και άλλων επιχειρήσεων, καθώς και δραστηριότητες ευαισθητοποίησης των εισαγωγέων, με σκοπό τον προσδιορισμό των δόλιων δραστηριοτήτων. Πραγματοποιήθηκαν επίσης περίπου τριάντα προηγούμενοι έλεγχοι επί δεκατριών αποστολών, στις οποίες έγιναν φυσικοί έλεγχοι με δειγματοληψία. Στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης εκδόθηκαν πλείονες εντολές εκ των υστέρων είσπραξης τελωνειακών δασμών (στο εξής: ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach).

73      Στις 28 Ιουλίου 2015 η OLAF διοργάνωσε τη δεύτερη διμερή συνάντηση με την HMRC, κατά την οποία η HMRC επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι συνέχιζε τη διαδικασία είσπραξης τελωνειακών δασμών ύψους άνω των 800 εκατομμυρίων GBP, όπου ήταν απαραίτητο διά της δικαστικής οδού, και ότι είχε συστήσει πολυεπιστημονική ομάδα δράσης στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση των εισαγωγέων που εμπλέκονταν στο δόλιο εμπόριο. Εντούτοις, κατά την HMRC, η χρήση δεικτών κινδύνου προερχόμενων από ΔΜΤ ήταν «αντιπαραγωγική και δυσανάλογη», λαμβανομένου υπόψη του όγκου των επίμαχων εισαγωγών. Η OLAF αντέτεινε ότι η εφαρμογή τέτοιων δεικτών σε ορισμένα κράτη μέλη είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά ο όγκος της δόλιας διακίνησης, έστω και αν ο όγκος αυτός είχε μετατοπιστεί σε άλλα κράτη μέλη, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο.

74      Στις 3 Φεβρουαρίου 2016 η OLAF διοργάνωσε τρίτη διμερή συνάντηση με την HMRC. Η HMRC γνωστοποίησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ελέγξει τις δεκαέξι επιχειρήσεις που είχαν προσδιοριστεί στο πλαίσιο της ODC Snake. Η OLAF συνέστησε εκ νέου στην HMRC να κάνει χρήση των ΕΑΤ ως δεικτών κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης. Υπογράμμισε ότι οι επίμαχες εισαγωγές οι οποίες θεωρούνταν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και συνεπάγονταν σημαντικές απώλειες τελωνειακών δασμών αντιπροσώπευαν υψηλό ποσοστό.

75      Στις 22 και 23 Μαρτίου 2016 η OLAF διοργάνωσε τέταρτη διμερή συνάντηση με την HMRC. Τόνισε εκ νέου τη χρησιμότητα της δημιουργίας και της εφαρμογής των δεικτών κινδύνου σε επίπεδο Ένωσης ως προληπτικού μέτρου πριν από την εισαγωγή και πρότεινε πρακτικά μέτρα για τη σταδιακή εφαρμογή τους από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Η OLAF έκανε έναν νέο απολογισμό της κατάστασης, από τον οποίο προέκυπτε ότι οι απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων αυξάνονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως λόγω της κατάχρησης του τελωνειακού καθεστώτος 42.

76      Κατά τη διάρκεια συνάντησης που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2016, η OLAF παρουσίασε έκθεση στην οποία διαπιστωνόταν ότι οι απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων αυξάνονταν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

77      Κατά τη διάρκεια συνάντησης που έλαβε χώρα στις 18 και 19 Σεπτεμβρίου 2016, οι γαλλικές αρχές παρουσίασαν τα αποτελέσματα της επιχείρησης με την ονομασία «Octopus», την οποία είχαν διεξαγάγει με τη συμμετοχή άλλων δέκα κρατών μελών, περιλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, και τη στήριξη της OLAF.

78      Από την τελική έκθεση σχετικά με τη συγκεκριμένη επιχείρηση προκύπτει ότι οι περιπτώσεις απάτης που συνίσταντο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής αποδίδονταν σε οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα. Ο παραλήπτης που δηλωνόταν στις οικείες τελωνειακές διασαφήσεις ήταν σχεδόν πάντοτε «αναγεννώμενη» επιχείρηση. Στη μεγάλη πλειονότητα των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, τα οποία ελέγχονταν στο Calais (Γαλλία) βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν χαμηλότερη της πραγματικής, ως αποτέλεσμα απάτης στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42.

79      Τον Οκτώβριο του 2016 οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διεξήγαγαν δοκιμαστική επιχείρηση, επονομαζόμενη «Samurai», η οποία αφορούσε τις εισαγωγές που είχαν πραγματοποιήσει δύο οικονομικοί φορείς οι οποίοι έπαυσαν τις δραστηριότητές τους αμέσως μόλις η HMRC αμφισβήτησε τις τελωνειακές διασαφήσεις τους.

80      Την 1η Μαρτίου 2017 η OLAF περάτωσε την έρευνά της σχετικά με την τέλεση της επίμαχης απάτης στο Ηνωμένο Βασίλειο και υπέβαλε την έκθεσή της (στο εξής: έκθεση OLAF), από την οποία προέκυπτε ότι, στη χώρα αυτή, εισαγωγείς είχαν αποφύγει την καταβολή υψηλών τελωνειακών δασμών υποβάλλοντας κατά την εισαγωγή παραποιημένα τιμολόγια, εικονικά τιμολόγια και ανακριβείς τελωνειακές διασαφήσεις.

81      Στην έκθεση αυτή, η OLAF εντόπισε σημαντική επέκταση της επίμαχης απάτης στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα από το 2013 έως το 2016. Η επέκταση αυτή συνέπιπτε με την εφαρμογή από άλλα κράτη μέλη προφίλ κινδύνου βασισμένων στο εργαλείο εκτίμησης των κινδύνων βάσει των ΔΜΤ, όπως είχε συστήσει η OLAF.

82      Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, οι παράτυπες εισαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκαν σημαντικά, λόγω της ακαταλληλότητας των ελέγχων που διενήργησαν οι τελωνειακές αρχές του κράτους αυτού. Στην ίδια έκθεση η OLAF επισήμανε ότι, κατά το έτος 2016, άνω του 50 % των σχετικών προϊόντων που προέρχονταν από την Κίνα και εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο δηλώθηκαν σε τιμές κάτω των EAT και περίπου 80 % των συνολικών απωλειών ενωσιακών παραδοσιακών ιδίων πόρων αποδίδονταν στην τέλεση της επίμαχης απάτης στο Ηνωμένο Βασίλειο.

83      Στην ίδια έκθεση η OLAF διευκρίνισε επίσης ότι την απάτη διέπρατταν οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα που δραστηριοποιούνταν σε ολόκληρη την Ένωση. Η πλειονότητα των επίμαχων εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο αφορούσε προϊόντα προοριζόμενα για το παράνομο εμπόριο και το λαθρεμπόριο στο έδαφος άλλων κρατών μελών, ενώ οι περισσότερες από τις ως άνω εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν διά της κατάχρησης του τελωνειακού καθεστώτος 42. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα πορίσματα της έκθεσης της OLAF, η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ ήταν επίσης σημαντική στο έδαφος των κρατών μελών τελικού προορισμού των οικείων εμπορευμάτων, ιδίως στη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.

84      Από την έκθεση της OLAF προκύπτει ότι, κατά το έτος 2016, το 87 % των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων χαμηλής αξίας με προορισμό το Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, ενώ, κατά το ίδιο έτος, το καθεστώς αυτό χρησιμοποιήθηκε μόνο για το 15 % των καταγεγραμμένων σε όλα τα κράτη μέλη εισαγωγών σχετικών προϊόντων από την Κίνα. Κατά την OLAF, το χάσμα αυτό επιβεβαιώνει ότι δόλιες συναλλαγές μετατοπίστηκαν από άλλα κράτη μέλη προς το Ηνωμένο Βασίλειο.

85      Σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εφάρμοσε τα προφίλ κινδύνου που βασίζονταν στις ΕΑΤ, αντιθέτως προς τις συστάσεις της OLAF, και δεν διενήργησε κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους κατά τις εισαγωγές, εξαιρουμένου διαστήματος ενός μηνός στο πλαίσιο της επιχείρησης ODC Snake, ήτοι στο διάστημα μεταξύ 17ης Φεβρουαρίου και 17ης Μαρτίου 2014.

86      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το Ηνωμένο Βασίλειο έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία, χωρίς να διενεργήσει κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους, τα σχετικά προϊόντα από την Κίνα για τα οποία είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής στο πλαίσιο της επίμαχης απάτης, με αποτέλεσμα τη μη είσπραξη και τη μη απόδοση στην Επιτροπή σημαντικού μέρους των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών.

87      Στην έκθεσή της, η OLAF υπολόγισε τα ποσά των επακόλουθων απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων για το διάστημα από το 2013 έως το 2016. Κατά τους υπολογισμούς της, το συνολικό ποσό των απωλειών ανερχόταν σε 1 987 429 507,96 ευρώ και αναλυόταν ως εξής:

–        325 230 822,55 ευρώ για το 2013·

–        480 098 912,45 ευρώ για το 2014·

–        535 290 329,16 ευρώ για το 2015·

–        646 809 443,80 ευρώ για το 2016.

88      Η OLAF κατέληξε στα ποσά αυτά καθορίζοντας, για κάθε σχετικό κωδικό προϊόντων της ΣΟ, την ποσότητα σε χιλιόγραμμο των εμπορευμάτων των επίμαχων εισαγωγών σε σχέση με τα οποία θεωρήθηκε ότι είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, ήτοι των εμπορευμάτων για τα οποία δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της σχετικής ΕΑΤ, και εφαρμόζοντας εν συνεχεία τον ισχύοντα δασμολογικό συντελεστή που προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ της κατ’ αυτόν τον τρόπο δηλωθείσας αξίας και της ΔΜΤ του σχετικού κωδικού προϊόντων.

89      Τέλος, στην έκθεσή της, η OLAF συνέστησε στην HMRC να λάβει κάθε κατάλληλο μέτρο προκειμένου να εισπράξει το ποσό των διαφυγόντων τελωνειακών δασμών ύψους 1 987 429 507,96 ευρώ και να εφαρμόσει τους δείκτες κινδύνου δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής.

90      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 608/2014, υπάλληλοι της Επιτροπής διενήργησαν, μεταξύ Νοεμβρίου 2016 και Οκτωβρίου 2018, πέντε ελέγχους στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την επίμαχη απάτη.

91      Κατά τον έλεγχο 16-11-1, που διενεργήθηκε από τις 14 έως τις 18 Νοεμβρίου 2016, η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει ότι τα ποσά των τελωνειακών δασμών που είχαν αφαιρεθεί από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014 χωριστά λογιστικά βιβλία, καλούμενα συνήθως «λογιστικά βιβλία Β» (στο εξής: λογιστικά βιβλία Β), αντιστοιχούσαν στις συμπληρωματικές οφειλές των οποίων η καταβολή είχε ζητηθεί αρχικώς με την έκδοση των 24 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake που όμως ακυρώθηκαν εν συνεχεία, κάλεσε τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να καθορίσουν τις δασμολογητέες αξίες όλων των σχετικών τελωνειακών διασαφήσεων, να υπολογίσουν εκ νέου τους συμπληρωματικούς οφειλόμενους δασμούς επί των αξιών αυτών, να καταχωρίσουν τις αντίστοιχες οφειλές στα λογιστικά βιβλία Β και να εισπράξουν τα σχετικά ποσά το συντομότερο δυνατόν. Ζήτησε επίσης από τις αρχές αυτές να της κοινοποιήσουν τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της HMRC βάσει της οποίας, κατά τις εθνικές αυτές αρχές, είχε αιτιολογηθεί η ακύρωση των ως άνω ειδοποιήσεων πληρωμής.

92      Η Επιτροπή έθεσε επίσης στις εθνικές αρχές ερωτήσεις σχετικά με το αν εφάρμοζαν το εργαλείο των ΔΜΤ το οποίο επεξεργάστηκε η OLAF για τον εντοπισμό των εισαγωγών που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, αν διενεργούσαν φυσικούς ελέγχους κατά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων και αν ζητούσαν σε συστηματική βάση τη σύσταση εγγύησης για την κάλυψη των δασμών που μπορεί να καθίσταντο απαιτητοί, σύμφωνα με το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής.

93      Κατά τον έλεγχο 17-11-1, που έλαβε χώρα από τις 8 έως τις 12 Μαΐου 2017, η Επιτροπή επέλεξε προς διενέργεια επιτόπιου ελέγχου δώδεκα τελωνειακές διασαφήσεις ιδιαιτέρως χαμηλής αξίας οι οποίες είχαν υποβληθεί κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017. Από την εξέταση των διασαφήσεων αυτών επιβεβαιώθηκε ότι οι δώδεκα αντίστοιχες παρτίδες είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ένωση χωρίς έλεγχο και χωρίς σύσταση εγγύησης. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου παραδέχθηκαν ότι δεν είχαν λάβει τα μέτρα που ζήτησε η OLAF, αρχικώς, μετά την ODC Snake το 2014 και, εν συνεχεία, με την έκθεση που συντάχθηκε μετά το πέρας του ελέγχου 16‑11‑1. Εξήγησαν ότι τούτο οφειλόταν κυρίως στη γνωμοδότηση της νομικής τους υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε αποδεκτή μέθοδος εκτίμησης. Εντούτοις, οι επίμαχες εισαγωγές θα εξετάζονταν από την ομάδα δράσης που είχε συσταθεί στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach. Η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου από τις αρχές αυτές να της προσκομίσουν αντίγραφο της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας της HMRC η οποία περιλάμβανε, κατά την άποψή τους, την αιτιολογία για την ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake.

94      Κατά τον έλεγχο 17-11-2, που διενεργήθηκε από τις 13 έως τις 17 Νοεμβρίου 2017, εξετάστηκαν πέντε τελωνειακές διασαφήσεις ιδιαιτέρως χαμηλής αξίας οι οποίες αφορούσαν εισαγωγείς που είχαν ήδη χαρακτηριστεί στο πλαίσιο της ODC Snake ως δυνητικοί δράστες απάτης, βάσει μίας εκ των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, για τελωνειακή οφειλή συνολικού ύψους 62 003 025,23 GBP (περίπου 72 834 954 ευρώ). Εντούτοις, ελλείψει στοιχείων για τον αναλυτικό υπολογισμό της συγκεκριμένης οφειλής, δεν στάθηκε δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ της οφειλής αυτής και των επίμαχων τελωνειακών διασαφήσεων, όπερ δικαιολογούσε, κατά την HMRC, την ακύρωσή της. Περαιτέρω, οι υπάλληλοι της Επιτροπής ζήτησαν εκ νέου από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να της προσκομίσουν αντίγραφο της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας της HMRC που αιτιολογούσε την ακύρωση των ειδοποιήσεων αυτών πληρωμής, ωστόσο οι εθνικές αρχές δεν έκαναν δεκτό το αίτημα αυτό επικαλούμενες ότι το έγγραφο ήταν εμπιστευτικό και ότι καλυπτόταν από την προστασία του δικηγορικού απορρήτου.

95      Κατά τον ως άνω έλεγχο, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ενημέρωσαν τους υπαλλήλους της Επιτροπής ότι είχαν δρομολογήσει στις 12 Οκτωβρίου 2017 την επιχείρηση με την ονομασία «Swift Arrow».

96      Διευκρινίστηκε ότι τα προφίλ κινδύνου που χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο της επιχείρησης δεν βασίζονταν στα κατώτατα όρια τα οποία είχαν καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου OLAF-JRC, αλλά στα εθνικά κατώτατα όρια ή προφίλ κινδύνου που είχε καθορίσει η HMRC βάσει αποκλειστικώς και μόνον των εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι αυτά τα κατώτατα όρια ή προφίλ εφαρμόζονταν μόνο σε ορισμένους οικονομικούς φορείς οι οποίοι είχαν προσδιοριστεί εκ των προτέρων ως επιδιδόμενοι σε συναλλαγές που σχετίζονταν με το παράνομο εμπόριο και το λαθρεμπόριο. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διενεργούσαν φυσικούς ελέγχους, κατά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, σε όσα εμπορευματοκιβώτια επισημαίνονταν βάσει των εν λόγω κατώτατων ορίων ή προφίλ κινδύνου. Εάν εκτιμούσαν ότι η δηλωθείσα αξία των εμπορευμάτων αυτών δεν ήταν δικαιολογημένη, απαιτούσαν τη σύσταση εγγύησης πριν από την παράδοσή τους.

97      Κατά τον έλεγχο 18-11-1, που έλαβε χώρα από τις 16 έως τις 20 Απριλίου 2018, εξετάστηκαν 25 τελωνειακές διασαφήσεις οι οποίες αφορούσαν το διάστημα από τις 12 Οκτωβρίου 2017, ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης Swift Arrow, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2017. Διαπιστώθηκε ότι μόνον επτά από αυτές τις τελωνειακές διασαφήσεις ιδιαιτέρως χαμηλής αξίας είχαν επισημανθεί βάσει των ίδιων κατώτατων ορίων ή προφίλ κινδύνου και ότι τα 18 λοιπά εμπορευματοκιβώτια τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς να αμφισβητηθεί η σχετική δασμολογητέα αξία. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφεραν ότι, από τότε που είχε τεθεί σε εφαρμογή η επιχείρηση Swift Arrow, τα κατώτατα όρια ή προφίλ κινδύνου της HMRC είχαν προσαρμοστεί ώστε να περιλαμβάνουν περισσότερους οικονομικούς φορείς, κωδικούς ΣΟ και σημεία εισόδου και, επομένως, εάν οι επίμαχες εισαγωγές είχαν πραγματοποιηθεί τον Απρίλιο του 2018, τα κατώτατα όρια ή προφίλ κινδύνου θα είχαν καταστήσει δυνατό τον εντοπισμό ένδεκα επιπλέον διασαφήσεων.

98      Επιπλέον, κατά τις εθνικές αρχές, αρκετοί από τους επιλεγέντες οικονομικούς φορείς διέκοψαν τις εισαγωγές τους αφ’ ης στιγμής περιλήφθηκαν στα κατώτατα όρια ή προφίλ κινδύνου, υποβλήθηκαν σε τελωνειακούς ελέγχους πριν από την παράδοση των σχετικών εμπορευμάτων και κλήθηκαν να συστήσουν εγγυήσεις πριν από τη χορήγηση της άδειας παραλαβής.

99      Εντούτοις, οι εθνικές αρχές αρνήθηκαν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τις λεπτομέρειες της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποίησε η HMRC για τον καθορισμό των εγγυήσεων που απαιτήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης Swift Arrow και για την κατάρτιση των εντολών εκ των υστέρων είσπραξης στο πλαίσιο αυτό.

100    Τον Μάιο του 2018 οκτώ ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach, συνολικού ύψους περίπου 25 εκατομμυρίων GBP (περίπου 30 εκατομμυρίων ευρώ), εκδόθηκαν και καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία Β όσον αφορά πραγματοποιηθείσες από 1ης Μαΐου 2015 εισαγωγές για τις οποίες κρίθηκε ότι δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

101    Κατά τον έλεγχο 18-11-2, που πραγματοποιήθηκε από τις 8 έως τις 12 Οκτωβρίου 2018, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ενέμειναν στην άρνηση γνωστοποίησης στοιχείων, υιοθετώντας την ίδια στάση την οποία είχαν επιδείξει και κατά τον έλεγχο 18‑11‑1. Επιβεβαίωσαν πάντως ότι τον Απρίλιο του 2018 είχαν βεβαιώσει συμπληρωματικούς δασμούς συνολικού ύψους 19 434 197,73 GBP (περίπου 22 829 352 ευρώ) για επτά οικονομικούς φορείς, αρκετοί εκ των οποίων είχαν ήδη επισημανθεί κατά την επιχείρηση ODC Snake.

Β.      Η προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία

102    Με έγγραφα της 24ης Μαρτίου και της 28ης Ιουλίου 2017, η Επιτροπή ζήτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο πληροφορίες αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη σε συνέχεια της έκθεσης OLAF. Επισήμανε ότι ουδέποτε δόθηκαν από το κράτος αυτό συγκεκριμένες συμπληρωματικές πληροφορίες και ότι τίποτε δεν υποδήλωνε ότι είχαν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη της επίμαχης απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής. Ελλείψει αντίθετων πληροφοριών, η Επιτροπή ανέφερε ότι ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο την απόδοση ποσού παραδοσιακών ιδίων πόρων αντίστοιχου προς τις απώλειες τις οποίες είχε υπολογίσει η OLAF, αφαιρουμένων των εξόδων είσπραξης.

103    Με ένα εκ των τριών εγγράφων της 28ης Ιουλίου 2017, η Επιτροπή ζήτησε επίσης να ενημερωθεί για τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σε συνέχεια της έκθεσης του ελέγχου 16-11-1, επαναλαμβάνοντας συναφώς το αίτημα να της προσκομιστούν η γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της HMRC, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση των 24 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, καθώς και ο κατάλογος των καταχωρίσεων σχετικά με καθεμία από τις 24 υποθέσεις, περιλαμβανομένων των λεπτομερειών των υπολογισμών που πραγματοποιήθηκαν για τη βεβαίωση των αντίστοιχων τελωνειακών οφειλών.

104    Με έγγραφα της 8ης Αυγούστου και της 12ης Οκτωβρίου 2017, το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στα προαναφερθέντα έγγραφα της Επιτροπής.

105    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, την έκθεση OLAF, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι για την καταπολέμηση του φαινομένου της επίμαχης απάτης ελήφθησαν μέτρα όπως η έναρξη της επιχείρησης Breach. Το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει συγκεκριμένο μοντέλο ελέγχου και, επομένως, κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει τον καλύτερο τρόπο επιβολής της νομοθεσίας. Επιπλέον, τα μέτρα τελωνειακών ελέγχων προ της παράδοσης των οικείων εμπορευμάτων, όπως η σύσταση εγγυήσεων, δεν είναι, εκ φύσεως, πιο αποτελεσματικά από τα εκ των υστέρων μέτρα, όπως αυτά που εφάρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο. Η μέθοδος OLAF-JRC δεν είναι, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, ούτε αξιόπιστη ούτε κατάλληλη, ιδίως επειδή βασίζεται στην εφαρμογή δεδομένων που έχουν εξαχθεί σε επίπεδο Ένωσης. Κατά συνέπεια, η μέθοδος αυτή δεν είναι ανεπίληπτη και, για τον λόγο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέπτυξε τη δική του μέθοδο, η οποία είναι απαλλαγμένη από τις αδυναμίες της μεθόδου την οποία προτείνει η OLAF.

106    Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου σε συνέχεια της έκθεσης του ελέγχου 16-11-1, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι οι 24 ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake ακυρώθηκαν και τα αντίστοιχα ποσά αφαιρέθηκαν από τα λογιστικά βιβλία Β λόγω της αδυναμίας αποδείξεως του ποσού των πραγματικών αξιών των εισαγομένων εμπορευμάτων, πλην όμως ομάδα εμπειρογνωμόνων θα επέλυε την αδυναμία αυτή στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach.

107    Τέλος, το Ηνωμένο Βασίλειο ενέμεινε στη θέση του ότι είναι αδύνατο να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας της HMRC που είχε οδηγήσει στην ακύρωση των 24 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, επικαλούμενο λόγους εμπιστευτικότητας και προστασίας του δικηγορικού απορρήτου.

108    Στις 9 Μαρτίου 2018 η Επιτροπή απηύθυνε στο Ηνωμένο Βασίλειο προειδοποιητική επιστολή.

109    Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στην Επιτροπή με το έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2018. Σε παράρτημα του απαντητικού εγγράφου, το κράτος μέλος ζήτησε από την Επιτροπή να του αποστείλει το πλήρες κείμενο της έκθεσης OLAF, καθότι διέθετε μια εκδοχή η οποία δεν περιείχε το πλήρες κείμενο, καθώς και να απαντήσει σε λεπτομερείς ερωτήσεις ως προς τη μέθοδο η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των ποσών που διεκδικούνταν ως παραδοσιακοί ίδιοι πόροι.

110    Στις 24 Σεπτεμβρίου 2018 η Επιτροπή απηύθυνε αιτιολογημένη γνώμη στο Ηνωμένο Βασίλειο (στο εξής: αιτιολογημένη γνώμη), με την οποία απάντησε, μεταξύ άλλων, στα αιτήματα που είχε διατυπώσει το κράτος μέλος με το παράρτημα του από 22ας Ιουνίου 2018 εγγράφου. Με την αιτιολογημένη γνώμη τάχθηκε προθεσμία απάντησης δύο μηνών.

111    Στις 19 Δεκεμβρίου 2018, μην έχοντας λάβει απάντηση από το Ηνωμένο Βασίλειο στην αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού πρώτα ενημέρωσε, στις 18 Δεκεμβρίου 2018, το κράτος μέλος σχετικά με την πρόθεσή του να προχωρήσει στην ενέργεια αυτή την επομένη.

112    Κατόπιν αιτήματος των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και σε συνέχεια ανεπίσημων επικοινωνιών μεταξύ των αρχών αυτών και των υπηρεσιών της Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2019 τεχνική συνάντηση μεταξύ των αρχών του μεν και των υπηρεσιών της δε. Κατά τη διάρκεια αυτής της τεχνικής συνάντησης, εταιρία συμβούλων εξέθεσε τα πορίσματα μιας εκθέσεως την οποία είχε καταρτίσει κατά παραγγελία του Ηνωμένου Βασιλείου.

113    Στις 11 Φεβρουαρίου 2019 το Ηνωμένο Βασίλειο απέστειλε στην Επιτροπή την απάντησή του στην αιτιολογημένη γνώμη, η οποία περιλάμβανε την προαναφερθείσα έκθεση ως παράρτημα.

114    Στις 7 Μαρτίου 2019, αφού εξέτασε την απάντηση αυτή, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

115    Με την από 26 Σεπτεμβρίου 2019 απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου επετράπη στο Βασίλειο του Βελγίου, στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Λεττονίας, στην Πορτογαλική Δημοκρατία και στη Σλοβακική Δημοκρατία (στο εξής από κοινού: παρεμβαίνοντα κράτη μέλη) να παρέμβουν υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου.

116    Με έγγραφο της 11ης Απριλίου 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να απαντήσει στις ερωτήσεις που της είχε θέσει με το επονομαζόμενο «αναδιατυπωμένο» αίτημα παροχής πληροφοριών το οποίο περιλαμβανόταν στο από 22ας Μαρτίου του ίδιου έτους έγγραφό του και εμπλούτιζε τις ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στο αίτημα παροχής πληροφοριών το οποίο είχε απευθύνει στο θεσμικό όργανο με το έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2018.

117    Με έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2020, το Ηνωμένο Βασίλειο υπέβαλε αίτηση για τη διεξαγωγή αποδείξεων ή τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, ζητώντας από το Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να απαντήσει σε σειρά ερωτήσεων, ορισμένες εκ των οποίων είχαν ήδη τεθεί με τα προαναφερθέντα αιτήματα παροχής πληροφοριών που είχαν απευθυνθεί στην Επιτροπή με τα έγγραφα της 22ας Ιουνίου 2018 και της 22ας Μαρτίου 2019.

118    Στο πλαίσιο της εξετάσεως της υποθέσεως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα ως άνω αιτήματα του Ηνωμένου Βασιλείου προκειμένου να διατυπώσει αναλόγως τις ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση τις οποίες απηύθυνε στην Επιτροπή και στο ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο με το έγγραφο της 14ης Οκτωβρίου 2020. Περαιτέρω, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές αποτέλεσαν στη συνέχεια αντικείμενο κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Επί της προσφυγής

119    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση (ΕΕ) 2020/135 της 30ής Ιανουαρίου 2020 σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε, εξ ονόματος της Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ), τη Συμφωνία αυτή, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση του Συμβουλίου (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: Συμφωνία αποχώρησης).

120    Από το άρθρο 86 της εν λόγω Συμφωνίας προκύπτει ότι το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο, μεταξύ άλλων, να επιλαμβάνεται κάθε διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του Ηνωμένου Βασιλείου πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της ίδιας Συμφωνίας, σε συνδυασμό με το άρθρο της 126, ήτοι πριν από την 1η Ιανουαρίου 2021 (στο εξής: μεταβατική περίοδος). Δεδομένου ότι η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως ασκήθηκε στις 7 Μαρτίου 2019, το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής.

121    Δέον να προστεθεί ότι, όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων της Ένωσης οι οποίοι σχετίζονται με τα οικονομικά έτη έως το 2020, από τα άρθρα 136 και 160 της Συμφωνίας αποχώρησης προκύπτει ότι το Δικαστήριο παραμένει αρμόδιο, δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, και μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020 και, κατά συνέπεια, ακόμη και πέραν της τετραετίας μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, η οποία προβλέπεται για την άσκηση νέας προσφυγής βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ με αντικείμενο παράβαση η οποία διαπράχθηκε πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου.

Α.      Επί του παραδεκτού

122    Πρώτον, πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο προκειμένου να αμφισβητήσει εν όλω ή εν μέρει το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως.

1.      Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

123    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως είναι απαράδεκτη, διότι τα δικαιώματα άμυνάς του εθίγησαν τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

124    Πρώτον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς του, καθόσον η Επιτροπή δεν απάντησε ούτε στο αίτημά του παροχής πληροφοριών το οποίο περιλαμβανόταν στο έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2018 ούτε στο αποκαλούμενο «αναδιατυπωμένο» αίτημά του παροχής πληροφοριών που περιλαμβανόταν στο έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2019, καίτοι επρόκειτο για πληροφορίες τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ανάγκη προκειμένου να μπορέσει να αντιληφθεί την παράβαση που του προσαπτόταν και να είναι σε θέση να αμυνθεί.

125    Συνακόλουθα, ελλείψει απάντησης της Επιτροπής στα προαναφερθέντα αιτήματα παροχής πληροφοριών, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε στη διάθεσή του τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να μπορέσει να ανασυνθέσει το ποσό των παραδοσιακών ιδίων πόρων το οποίο η Επιτροπή ζητούσε να της αποδοθεί. Επιπλέον, ακόμη και μετά τις επεξηγήσεις που παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως όσον αφορά τον υπολογισμό του ποσού αυτού, παρέμεναν αβεβαιότητες, μεταξύ άλλων, ως προς τη μέθοδο η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη διόρθωση των μέσων τιμών ή ως προς το αν τα μη συγκεντρωτικά στοιχεία που διαθέτει το κράτος αυτό αντιστοιχούν στα ημερήσια συγκεντρωτικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποίησε το θεσμικό όργανο στο πλαίσιο του δικού του υπολογισμού. Εν πάση περιπτώσει, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, οι επεξηγήσεις αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι περιλάμβαναν μέρος των πληροφοριών που ζητήθηκαν, γνωστοποιήθηκαν καθυστερημένα και, επομένως, η Επιτροπή προσέβαλε τόσο τα δικαιώματα άμυνάς του όσο και την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας την οποία υπέχει ως θεσμικό όργανο.

126    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι προσβλήθηκαν επίσης τα δικαιώματα άμυνάς του, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να απαντήσει στα αιτήματα παροχής πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στα έγγραφα της 22ας Ιουνίου 2018 και της 22ας Μαρτίου 2019, με τα οποία το κράτος μέλος ζήτησε από το θεσμικό όργανο να του παράσχει πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα τα οποία είχαν λάβει τα υπόλοιπα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης.

127    Οι πληροφορίες αυτές ήταν απαραίτητες για να μπορέσει το Ηνωμένο Βασίλειο να αμυνθεί κατά των ισχυρισμών της Επιτροπής ότι άλλα κράτη μέλη έλαβαν κατάλληλα μέτρα που αποδείχθηκαν αποτελεσματικά στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης αυτής. Ήταν επίσης κρίσιμες προκειμένου, αφενός, να εξακριβωθεί αν τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο ενέπιπταν στη διακριτική ευχέρειά του και συνιστούσαν, ως εκ τούτου, εύλογη προσέγγιση για την καταπολέμηση της εν λόγω απάτης και, αφετέρου, να διατυπωθούν επιχειρήματα όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προσαπτόμενης στο Ηνωμένο Βασίλειο συμπεριφοράς και των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων τις οποίες προβάλλει η Επιτροπή.

128    Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς του, διότι η Επιτροπή δεν του εξασφάλισε πρόσβαση σε όλα τα αναγκαία για την άμυνά του στοιχεία επειδή καταστράφηκαν οι προγενέστερες του 2014 τελωνειακές διασαφήσεις, καθότι τα έγγραφα αυτά διατηρούνται για διάστημα τεσσάρων μόνον ετών. Η πρόσβαση στα σχετικά στοιχεία ήταν απαραίτητη, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή επεξέτεινε το διάστημα της παραβάσεως, κρίνοντας ότι είναι μεγαλύτερο από το αναφερόμενο στην έκθεση της OLAF και ότι ανατρέχει στο 2011. Πρόκειται για μεταβολή της θέσης της Επιτροπής και για διεύρυνση του αντικειμένου της διαφοράς που συνεπάγονται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου.

129    Τρίτον, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνάς του καθόσον δεν προσκόμισε αποδείξεις σχετικά με τη φύση των οικείων εμπορευμάτων και με το κράτος μέλος προορισμού τους.

130    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

131    Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι σκοπός της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας είναι να δοθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων που διατυπώνει η Επιτροπή. Το νομότυπο αυτής της διαδικασίας συνιστά ουσιώδη εγγύηση παρεχόμενη από τη Συνθήκη ΛΕΕ όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι η δίκη η οποία ενδέχεται να κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο διαφορά που έχει οριστεί με σαφήνεια [απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Τέλος ταξινομήσεως), C‑552/15, EU:C:2017:698, σκέψεις 28 και 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

132    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία σχετική με το άρθρο 120, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να προσδιορίζει με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, προκειμένου ο μεν αντίδικος να μπορεί να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή πρέπει να προκύπτουν με τρόπο λογικά συνεπή και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της, τα δε αιτήματα που περιλαμβάνει το δικόγραφο αυτό πρέπει να είναι διατυπωμένα χωρίς αμφισημία, ούτως ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος είτε να αποφανθεί το Δικαστήριο ultra petita είτε να παραλείψει να αποφανθεί επί ορισμένης αιτίασης (απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑395/17, EU:C:2019:918, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, στο πλαίσιο προσφυγής βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, οι αιτιάσεις πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο με τρόπο λογικά συνεπή και ακριβή, ούτως ώστε να παρέχεται στο κράτος μέλος και στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς την έκταση της προσαπτόμενης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, όπερ συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το κράτος μέλος να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑395/17, EU:C:2019:918, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

134    Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, την άρνηση της Επιτροπής να παράσχει στο Ηνωμένο Βασίλειο ορισμένες πληροφορίες που της είχε ζητήσει με τα έγγραφα της 22ας Ιουνίου 2018 και της 22ας Μαρτίου 2019, μολονότι αυτές ήταν ουσιώδεις για την άμυνά του, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι, στα σημεία 301 έως 326 της αιτιολογημένης γνώμης, η Επιτροπή απάντησε προσηκόντως στη διατυπωθείσα με το έγγραφο της 22ας Ιουνίου 2018 αιτίαση ότι το αντίγραφο του παραρτήματος 2 της έκθεσης OLAF, όπως αυτό είχε επισυναφθεί στην προειδοποιητική επιστολή, δεν ήταν πλήρες διότι έλειπαν πολλές σελίδες του.

135    Η Επιτροπή εξήγησε κατ’ ουσίαν στα προαναφερθέντα σημεία της αιτιολογημένης γνώμης, ότι το παράρτημα 2 είχε αντικατασταθεί από το παράρτημα 7 της εκθέσεως αυτής, το οποίο ήταν διαθέσιμο στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και περιλάμβανε δύο τεχνικά έγγραφα που περιείχαν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικές με τη μέθοδο OLAF-JRC, μέθοδο την οποία η Επιτροπή είχε επίσης χρησιμοποιήσει για τον υπολογισμό των ποσών απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων που ζήτησε να της αποδοθούν για το συνολικό διάστημα της παραβάσεως με την αιτιολογημένη γνώμη καθώς και με το δικόγραφο της προσφυγής.

136    Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το αντίγραφο του παραρτήματος 2 της έκθεσης OLAF, όπως αυτό είχε επισυναφθεί στην προειδοποιητική επιστολή, ήταν ελλιπές δεν στέρησε από το Ηνωμένο Βασίλειο τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά των αιτιάσεων που είχε διατυπώσει η Επιτροπή.

137    Στη συνέχεια, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς του καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να του παράσχει, ως απάντηση στο επονομαζόμενο «αναδιατυπωμένο» αίτημά του παροχής πληροφοριών που περιλαμβανόταν στο έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2019, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις λεπτομέρειες του υπολογισμού της ΔΜΤ και του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων των οποίων η απόδοση ζητούνταν με την αιτιολογημένη γνώμη καθώς και με το δικόγραφο της προσφυγής, παρότι αυτές ήταν ουσιώδεις για την άμυνά του. Συναφώς διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 126 των προτάσεών του, η Επιτροπή απέδειξε, στα σημεία 132 έως 141 του υπομνήματος απαντήσεως, ότι τόσο τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν όσο και η μέθοδος που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό αυτό ήταν ανέκαθεν γνωστά στο Ηνωμένο Βασίλειο και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο διέθετε, κατά συνέπεια, ανά πάσα στιγμή, τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το σύνολο των αναγκαίων στοιχείων βάσει των οποίων ήταν σε θέση να ανασυνθέσει το ποσό αυτό και, επομένως, να το αμφισβητήσει.

138    Εξάλλου, μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι παραμένουν αβεβαιότητες ως προς ορισμένες πτυχές του υπολογισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το κράτος μέλος αξιοποίησε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει λεπτομερώς τον υπολογισμό αυτό καθώς και τα στοιχεία και τη μέθοδο OLAF-JRC που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του. Οι απαντήσεις τις οποίες έδωσε το κράτος μέλος στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ιδίως στις σχετικές με τις επιπτώσεις ορισμένων προσαρμογών του υπολογισμού της ΔΜΤ επί των ποσών των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων, επιβεβαιώνουν εξάλλου ότι το κράτος μέλος είχε, ανά πάσα στιγμή, πλήρη πρόσβαση σε όλες τις βάσεις δεδομένων και στα τεχνικά έγγραφα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για να προβεί στον υπολογισμό αυτό.

139    Συνάγεται επίσης ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, οι πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα απαντήσεως επ’ ουδενί μπορούν να θεωρηθούν νέες, οπότε δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο θεσμικό όργανο ότι θεράπευσε καθυστερημένα τυχόν έλλειμμα πληροφοριών που είχε ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του κράτους αυτού.

140    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τα στοιχεία που χρησιμοποίησε και τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό της ΔΜΤ και του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζήτησε το θεσμικό όργανο από το Ηνωμένο Βασίλειο, το τελευταίο διέθετε, τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, όλα τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία που του παρείχαν τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά των αιτιάσεων τις οποίες διατύπωσε η Επιτροπή.

141    Τέλος, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να παράσχει στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως απάντηση στα έγγραφα της 22ας Ιουνίου 2018 και της 22ας Μαρτίου 2019, στοιχεία σχετικά με τα μέτρα τα οποία έλαβαν τα υπόλοιπα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που υπέχουν από τις Συνθήκες επικαλούμενα ότι και άλλα κράτη μέλη παραβαίνουν ενδεχομένως τις υποχρεώσεις τους. Συγκεκριμένα, στην ενωσιακή έννομη τάξη την οποία εγκαθιδρύει η Συνθήκη ΛΕΕ, η εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη δεν μπορεί να υπόκειται στον όρο της αμοιβαιότητας. Τα άρθρα 258 και 259 ΣΛΕΕ προβλέπουν τα κατάλληλα μέτρα παροχής ένδικης προστασίας για την αντιμετώπιση των παραβάσεων των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Συνθήκη ΛΕΕ (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑356/15, EU:C:2018:555, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

142    Ακόμη δε και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι άλλα κράτη μέλη διέθεταν, κατά τη διάρκεια του συνολικού διαστήματος της παραβάσεως ή μέρους του, μηχανισμό τελωνειακών ελέγχων για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης ο οποίος ήταν τρόπον τινά παρεμφερής με τον μηχανισμό που εφάρμοζε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο εκείνη, το γεγονός αυτό δεν ασκεί, αφ’ εαυτού, επιρροή κατά την κρίση του ζητήματος αν ο μηχανισμός του συγκεκριμένου κράτους ήταν σύμφωνος με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης έναντι μιας τέτοιας απάτης, όπως το άρθρο 325 ΣΛΕΕ.

143    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, τα διάφορα έγγραφα που προσκόμισε το Ηνωμένο Βασίλειο ως παράρτημα του από 6 Ιουνίου 2020 εγγράφου του, με το οποίο ζητούσε από το Δικαστήριο τη διεξαγωγή αποδείξεων ή τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, το κράτος μέλος γνώριζε τόσο τα διάφορα μέτρα που είχαν ληφθεί, κατά τη διάρκεια του συνολικού διαστήματος της παραβάσεως ή μέρους του, από πολλά άλλα κράτη μέλη για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, όπως μεταξύ άλλων τα μέτρα τα οποία είχε λάβει η Γαλλία, όσο και το πώς αξιολογούσε η Επιτροπή τα μέτρα αυτά, ιδίως όσον αφορά τη συμβατότητά τους με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου μάλιστα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έκανε χρήση των πληροφοριών αυτών στα υπομνήματά του για την κατάστρωση της άμυνάς του. Άλλωστε, ως προς το θέμα αυτό, το Δικαστήριο έθεσε στην Επιτροπή ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση. Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές επιβεβαίωσαν λοιπόν τις λεπτομερείς πληροφορίες τις οποίες διέθετε ήδη το Ηνωμένο Βασίλειο.

144    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς του διότι η Επιτροπή δεν του εξασφάλισε πρόσβαση σε όλα τα αναγκαία για την άμυνά του στοιχεία, καθόσον καταστράφηκαν οι προγενέστερες του 2014 τελωνειακές διασαφήσεις, επειδή τα σχετικά έγγραφα διατηρούνται για διάστημα τεσσάρων μόνον ετών, ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό.

145    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 130 των προτάσεών του, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, όσον αφορά το προ του 2014 διάστημα της παραβάσεως το οποίο καλύπτεται από την υπό κρίση προσφυγή, παράβαση που, όπως εκτίθεται στη σκέψη 455 της παρούσας αποφάσεως, αφορά μόνον τις τελωνειακές οφειλές οι οποίες βεβαιώθηκαν με τις εντολές εκ των υστέρων είσπραξης που περιλαμβάνονταν στις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, το Ηνωμένο Βασίλειο προσκόμισε, ως παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως, πίνακα των εν λόγω ειδοποιήσεων πληρωμής τις οποίες εξέδωσε όσον αφορά τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου διαστήματος της παραβάσεως, αντίγραφα των ειδοποιήσεων αυτών και πίνακες όπου αναγράφονταν οι λεπτομέρειες των υπολογισμών στους οποίους στηρίχθηκε. Πλην όμως, οι πίνακες αυτοί περιλαμβάνουν και τις τελωνειακές διασαφήσεις που αφορούν τις εισαγωγές αυτές. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αμφισβητεί ότι έχει στη διάθεσή του τις ως άνω τελωνειακές διασαφήσεις εφόσον αποτέλεσαν αντικείμενο εντολών εκ των υστέρων είσπραξης οι οποίες αμφισβητήθηκαν στο πλαίσιο διαδικασιών διοικητικής επανεξετάσεως.

146    Όσον αφορά, τρίτον, την αιτίαση του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η Επιτροπή δεν σεβάστηκε τα δικαιώματα άμυνάς του καθόσον δεν προσκόμισε αποδείξεις σχετικές με τη φύση των οικείων εμπορευμάτων και με το κράτος μέλος προορισμού τους, η αιτίαση αυτή δεν άπτεται του παραδεκτού, αλλά του βασίμου της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως, δεδομένου ότι αφορά το ζήτημα κατά πόσον η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως των παραβάσεων που προσάπτει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι ισχυρισμοί τους οποίους προβάλλει αναφορικά με την εκτίμηση του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων και με την παράβαση των διατάξεων που αφορούν τους προερχόμενους από τον ΦΠΑ παραδοσιακούς πόρους είναι βάσιμοι, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της φύσεως και της χρήσεως των εν λόγω εμπορευμάτων.

147    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος απαραδέκτου ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

2.      Επί της ανεπάρκειας της πραγματικής και νομικής βάσης της αιτίασης που αντλείται από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, ιδίως όσον αφορά το τελωνειακό καθεστώς 42

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

148    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς του τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, καθόσον παρέλειψε να του παράσχει, με την αιτιολογημένη γνώμη και με το δικόγραφο της προσφυγής, επαρκείς πληροφορίες ως προς την πραγματική και νομική βάση της προβαλλομένης παραβάσεως των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου για τον ΦΠΑ, καθώς και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου για τους προερχόμενους από τον ΦΠΑ ίδιους πόρους. Λόγω της παράλειψης αυτής, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπόρεσε να κατανοήσει, ειδικότερα, την αιτίαση ότι έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη μη είσπραξη ολόκληρου του ΦΠΑ που οφείλεται σε άλλο κράτος μέλος για προϊόντα τα οποία εισάγονται στο έδαφός του στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42 και, επομένως, για τη μη απόδοση στο θεσμικό όργανο ιδίων πόρων προερχομένων από τον φόρο αυτό. Ελλείψει τέτοιων πληροφοριών, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι δεν ήταν σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του κατά της συγκεκριμένης αιτίασης.

149    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, στο μέτρο που το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, το κράτος αυτό έθεσε σε κίνδυνο την είσπραξη του ΦΠΑ από άλλα κράτη μέλη ή ακόμη και τα εμπόδισε να εισπράξουν τον φόρο αυτό και να αποδώσουν στην Επιτροπή τους αντίστοιχους ίδιους πόρους.

150    Συνακόλουθα, ουδέν ποσό ζητήθηκε ως αντιστοιχούν σε απώλειες ιδίων πόρων προερχομένων από τον ΦΠΑ λόγω της μη είσπραξης του ΦΠΑ και ουδεμία πληροφορία παρασχέθηκε όσον αφορά τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, τα κράτη μέλη προορισμού των οικείων εμπορευμάτων, τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη αυτά ρύθμιζαν τις δραστηριότητες των ως άνω φορέων πριν και μετά την αποστολή των εμπορευμάτων ή τα μέτρα που έλαβαν ή δεν έλαβαν τα κράτη μέλη προορισμού προκειμένου να εισπράξουν τον ΦΠΑ από τους εν λόγω οικονομικούς φορείς.

151    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

152    Αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου αφορά το ζήτημα κατά πόσον η αιτίαση περί παραβάσεως της οδηγίας 2006/112 και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου για την απόδοση των προερχόμενων από τον ΦΠΑ ιδίων πόρων, την οποία αφορούν οι δύο πρώτες περίοδοι του πρώτου αιτήματος της προσφυγής, στηρίζεται σε νομική βάση, καθώς και κατά πόσον η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το υποστατό των κρίσιμων από νομικής απόψεως πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Όμως, η επιχειρηματολογία αυτή αφορά το βάσιμο της προαναφερθείσας αιτίασης και όχι το παραδεκτό της.

153    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου η οποία στηρίζεται σε ανεπάρκεια της πραγματικής και νομικής βάσεως της αιτίασης που αφορά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, ειδικότερα όσον αφορά το τελωνειακό καθεστώς 42.

3.      Επί της παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του estoppel και της καλόπιστης συνεργασίας

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

154    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του estoppel και της καλόπιστης συνεργασίας, υπαναχωρώντας από ορισμένες διαβεβαιώσεις τις οποίες του παρέσχε όταν άσκησε την υπό κρίση προσφυγή λόγω παραβάσεως, στο μέτρο που η προσφυγή της καλύπτει το προ του τέλους Φεβρουαρίου 2015 χρονικό διάστημα, οπότε, στο πλαίσιο αυτό, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

155    Το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται συναφώς ορισμένες δηλώσεις υπαλλήλων της Επιτροπής ή της OLAF κατά τις συναντήσεις που έλαβαν χώρα το 2014 και το 2015 με τις διοικητικές του αρχές, και ειδικότερα με την HMRC, αναφορικά με τα μέτρα τα οποία έλαβε το κράτος αυτό για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης που συνίσταται στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής.

156    Κατά την άποψή του, από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει ότι, έως το τέλος Φεβρουαρίου 2015, το κράτος μέλος μπορούσε ευλόγως να πιστεύει ότι η Επιτροπή και η OLAF θεωρούσαν ότι ο δικός του μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ότι επικεντρωνόταν σε μέτρα εκ των υστέρων, όπως οι εντολές είσπραξης, και όχι σε μέτρα όπως η εφαρμογή κατώτατων ορίων κινδύνου πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων ή όπως η σύσταση εγγυήσεων, ήταν σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης και ότι, συνεπώς, η Επιτροπή δεν θα κινούσε διαδικασία λόγω παραβάσεως με αντικείμενο τον μηχανισμό αυτό.

157    Το Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρεται, ειδικότερα, σε τρεις διαβεβαιώσεις οι οποίες δόθηκαν από υπαλλήλους της OLAF ή της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως και, κατά την άποψή του, μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοια δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

158    Όσον αφορά, πρώτον, τη δήλωση στην οποία, σύμφωνα με πρακτικό των υπαλλήλων του Ηνωμένου Βασιλείου, προέβη υπάλληλος της OLAF κατά τη συνάντηση της 13ης Ιουνίου 2014, στην οποία ο υπάλληλος της OLAF εξέφρασε «ικανοποίηση τόσο για την πρόοδο που σημείωσε το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί κατά την ημερομηνία αυτή και για εκείνα που εξετάζονταν για το μέλλον», η δήλωση αυτή συνιστά σαφή διαβεβαίωση ότι η OLAF δεν θεωρούσε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβαινε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και την καταπολέμηση της απάτης.

159    Όσον αφορά, δεύτερον, τη δήλωση υπαλλήλου της Επιτροπής ο οποίος, τον Οκτώβριο του 2014, ενημέρωσε το Ηνωμένο Βασίλειο ότι η συμμετοχή του στην PCA Discount ήταν «ικανοποιητική» και ότι «[είχαν] τεθεί σε εφαρμογή εγκαίρως και με αποτελεσματικό τρόπο» οι αναγκαίες δράσεις για την προσήκουσα υλοποίηση της επιχείρησης αυτής, η δήλωση αυτή συνιστά σαφή και αναντίρρητη διαβεβαίωση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπείχε από το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τη συμμετοχή του στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

160    Όσον αφορά, τρίτον, τη δήλωση στην οποία προέβη υπάλληλος της OLAF κατά την πρώτη διμερή συνάντηση της OLAF με την HMRC στις 19 και 20 Φεβρουαρίου 2015, στην οποία, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης αυτής όπως καταρτίστηκαν από τους υπαλλήλους του Ηνωμένου Βασιλείου, «μέχρι τώρα», το κράτος μέλος είχε «πράξει τα δέοντα», η δήλωση αυτή συνιστά διαβεβαίωση για όλα τα μέτρα που είχε λάβει «μέχρι τότε» το κράτος μέλος, και όχι μόνον όσον αφορά την έκδοση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake.

161    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

162    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, σκοπός της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ είναι η αντικειμενική διαπίστωση της μη τηρήσεως, εκ μέρους κράτους μέλους, των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΛΕΕ ή από πράξη του παραγώγου δικαίου, καθώς και ότι μια τέτοια διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν ένα κράτος μέλος έχει παραβεί το δίκαιο της Ένωσης σε συγκεκριμένη περίπτωση (απόφαση της 27ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑620/16, EU:C:2019:256, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

163    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι κράτος μέλος δεν δύναται να επικαλεστεί τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλόπιστης συνεργασίας προκειμένου να εμποδίσει την αντικειμενική διαπίστωση της μη τηρήσεως, εκ μέρους του, των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΛΕΕ, διότι τυχόν αποδοχή του δικαιολογητικού αυτού λόγου θα αντέβαινε στον επιδιωκόμενο με τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ σκοπό, ο οποίος συνίσταται σε μια τέτοια αντικειμενική διαπίστωση (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑311/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:257, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

164    Η αποδοχή ενός τέτοιου δικαιολογητικού λόγου θα ήταν επίσης αντίθετη όχι μόνον προς την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ απαίτηση σεβασμού της ισότητας των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών, αλλά επίσης προς την καθιερωμένη κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου αρχή ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους, να προσδιορίσει τις διατάξεις που αυτό παραβιάζει και να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει την εις βάρος του διαδικασία λόγω παραβάσεως, οι δε λόγοι που καθορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής [απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Τέλος ταξινομήσεως), C‑552/15, EU:C:2017:698, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

165    Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, πέραν των περιπτώσεων όπου της ανατίθενται ρητώς τέτοιες αρμοδιότητες, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρέχει εγγυήσεις ως προς τη συμβατότητα συγκεκριμένης συμπεριφοράς με το δίκαιο της Ένωσης και ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει την εξουσία να επιτρέπει ενέργειες αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑348/97, EU:C:2000:317, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

166    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι υπάλληλοι της OLAF και της Επιτροπής είχαν την πρόθεση, με τις μνημονευόμενες στις σκέψεις 158 έως 160 της παρούσας αποφάσεως δηλώσεις τις οποίες επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο, να παράσχουν εγγυήσεις ως προς τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο του μηχανισμού του κράτους αυτού για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, η Επιτροπή ουδόλως ήταν, κατά τον χρόνο που έγιναν οι δηλώσεις αυτές, αρμόδια να παράσχει τέτοιες εγγυήσεις, όπερ σημαίνει οι εν λόγω υπάλληλοι δεν ήταν σε καμία περίπτωση αρμόδιοι να δώσουν διαβεβαιώσεις τις οποίες το κράτος μέλος θα μπορούσε κατόπιν να επικαλεστεί προκειμένου να αμφισβητήσει το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως.

167    Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι έχουν δοθεί από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Πράγματι, το δικαίωμα αυτό έχει κάθε ιδιώτης στον οποίο θεσμικό όργανο, φορέας ή οργανισμός της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του τέτοιες διαβεβαιώσεις. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 62, και της 16ης Ιουλίου 2020, ADR Center κατά Επιτροπής, C‑584/17 P, EU:C:2020:576, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

168    Πάντως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 162 έως 164 της παρούσας αποφάσεως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι δηλώσεις τις οποίες επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ικανές να του δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο του εθνικού του μηχανισμού τελωνειακών ελέγχων για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης όπως ο συγκεκριμένος μηχανισμός εφαρμοζόταν πριν από την 1η Μαρτίου 2015, το κράτος μέλος δεν δύναται σε καμία περίπτωση να επικαλεστεί τις δηλώσεις αυτές για να εμποδίσει την Επιτροπή να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως, καθόσον το θεσμικό όργανο διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους. Ούτε εμποδίζουν οι δηλώσεις αυτές την αντικειμενική διαπίστωση από το Δικαστήριο της μη τηρήσεως, εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού, των υποχρεώσεων που υπέχει από τη Συνθήκη ΛΕΕ, σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ σκοπό.

169    Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας λόγω παραβάσεως θα υπονομευόταν σοβαρά αν επιτρεπόταν σε κράτος μέλος να επικαλεστεί, ως προς τη νομιμότητα της ενέργειάς του, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη η οποία θα προέκυπτε από ορισμένες δηλώσεις υπαλλήλων της Επιτροπής, προκειμένου να παρακάμψει τη διαδικασία αυτή. Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, τα κράτη μέλη δεν δύνανται, στο πλαίσιο ενός συστήματος που τα καθιστά υπεύθυνα για την προσήκουσα εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης στο έδαφός τους, να αποποιηθούν την ευθύνη για παράβαση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου την οποία ενδεχομένως διέπραξαν, επικαλούμενα απλώς και μόνον ότι η OLAF ή η Επιτροπή δεν τους προσήψε την παράβαση αυτή σε δεδομένη χρονική στιγμή.

170    Τέλος, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 151 των προτάσεών του, μολονότι το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται, πέραν της παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του estoppel και της καλόπιστης συνεργασίας, το κράτος αυτό δεν αναπτύσσει καμία ειδική επιχειρηματολογία σχετικά με τις τελευταίες αυτές αρχές, οπότε η επιχειρηματολογία που προέβαλε συναφώς το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να απορριφθεί.

171    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου η οποία στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, του estoppel και της καλόπιστης συνεργασίας.

4.      Επί της αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, να αποφανθεί επί αιτήματος της Επιτροπής με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί ένα κράτος μέλος να αποδώσει καθορισμένο ποσό ιδίων πόρων

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

172    Το Ηνωμένο Βασίλειο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, με το οποίο η Επιτροπή ζητεί να «αποδοθούν στον προϋπολογισμό της Ένωσης» καθορισμένα ποσά παραδοσιακών ιδίων πόρων για καθένα από τα επτά έτη του συνολικού διαστήματος της παραβάσεως, ήτοι συνολικά περίπου 2,7 δισεκατομμύρια ευρώ, δεδομένου ότι, πρώτον, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑104/02, EU:C:2005:219, σκέψεις 48 έως 51), και της 5ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑105/02, EU:C:2006:637, σκέψεις 43 έως 45), στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει σε κράτος μέλος την υποχρέωση να αποδώσει στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί στο όνομα της Επιτροπής για τον σκοπό αυτό καθορισμένα ποσά ιδίων πόρων τα οποία δεν καταβλήθηκαν λόγω των παραβάσεων που προσάπτονται στο κράτος μέλος.

173    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί τη βασιμότητα του επιχειρήματος της Επιτροπής ότι διάρθρωσε «προσεκτικά» τα αιτήματα της προσφυγής προκειμένου να αποφύγει το σφάλμα που διέπραξε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη αποφάσεις, σφάλμα το οποίο τιμωρήθηκε από το Δικαστήριο με την απόρριψη των οικείων αιτημάτων ως απαράδεκτων. Πρόκειται, κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, για ένα «τέχνασμα» με σκοπό να παρακαμφθεί η έλλειψη αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η Επιτροπή επιδιώκει στην πραγματικότητα να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο που επιδίωξε στις ως άνω υποθέσεις.

174    Επιπλέον, η προσέγγιση της Επιτροπής στερεί από το Ηνωμένο Βασίλειο τη δυνατότητα την οποία του παρέχει το άρθρο 260 ΣΛΕΕ να άρει κάθε παράβαση που έχει τυχόν διαπιστωθεί βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, δεν σέβεται τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του εν λόγω θεσμικού οργάνου, του Δικαστηρίου και των κρατών μελών δυνάμει των Συνθηκών.

175    Εξάλλου, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας (C‑392/02, EU:C:2005:683). Μολονότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα να διαπιστωθεί ότι το οικείο κράτος μέλος, αρνούμενο να αποδώσει ίδιους πόρους καθορισμένου ποσού, είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε, πρέπει να επισημανθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της αποφάσεως αυτής, δεν αμφισβητούνταν ούτε η ύπαρξη τελωνειακής οφειλής ούτε το ποσό των απωλειών ιδίων πόρων.

176    Στο πλαίσιο αυτό, είναι επίσης κρίσιμη η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑391/17, EU:C:2019:919), καθόσον από τις σκέψεις 118 και 119 της αποφάσεως αυτής συνάγεται ότι, αν η Επιτροπή υποβάλει αίτημα καθορισμού ποσοτικοποιήσιμης απώλειας ιδίων πόρων, το θεσμικό όργανο οφείλει να αποδείξει κάθε στοιχείο του αιτήματός του για κάθε εισαγωγή στην οποία οφείλεται η απώλεια αυτή, καθώς και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ καθενός από τα παραπάνω στοιχεία και της απώλειας.

177    Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι σκοπός της υπό κρίση προσφυγής είναι στην πραγματικότητα να αποκατασταθεί η προκληθείσα ζημία και ότι είναι, επομένως, απαράδεκτη στον βαθμό που η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί ορισμένων ειδικών ποσών τα οποία το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε να της αποδώσει. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι μια τέτοια προσφυγή είναι παραδεκτή, το κράτος αυτό θεωρεί ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της ευθύνης του, ήτοι παράνομη πράξη, συγκεκριμένη αριθμητικώς προσδιοριζόμενη ζημία και άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως και της ζημίας.

178    Επικουρικώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή συγχέει τα τρία στάδια που πρέπει να ακολουθούνται για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων. Ειδικότερα, σε πρώτο στάδιο, η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει την εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως και του καθορισμένου ποσού του οποίου ζητεί την απόδοση, καθώς και το παραδεκτό του αιτήματός της περί απόδοσης καθορισμένου ποσού. Σε δεύτερο στάδιο, αν υπάρξει η προσήκουσα απόδειξη από την Επιτροπή σε σχέση με τα τρία αυτά ζητήματα, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχάς να εξετάσει την εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου εκτίμηση των οφειλόμενων συμπληρωματικών ιδίων πόρων. Μόνον αν η εκτίμηση αυτή απορριφθεί ως προδήλως παράλογη δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει, σε τρίτο στάδιο, την προβαλλόμενη από την Επιτροπή εκτίμηση των απωλειών.

179    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

180    Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία που αντλεί το Ηνωμένο Βασίλειο από τις αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑104/02, EU:C:2005:219), και της 5ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑105/02, EU:C:2006:637), υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο μόνον τη διαπίστωση της ύπαρξης της προβαλλόμενης παραβάσεως με σκοπό την παύση της. Επομένως, η Επιτροπή δεν δύναται, παραδείγματος χάριν, να ζητήσει από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, να διατάξει ένα κράτος μέλος να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά προκειμένου να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ένωσης [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

181    Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει απορρίψει ως απαράδεκτα υποβληθέντα βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ αιτήματα με τα οποία η Επιτροπή του ζητούσε να διατάξει ένα κράτος μέλος να προβεί σε ορισμένες καταβολές εφόσον αποδεικνυόταν ότι αυτό είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από το δίκαιο της Ένωσης, με την ουσιώδη αιτιολογία ότι τα αιτήματα αυτά δεν αποσκοπούσαν στο να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι το κράτος μέλος είχε παραβεί τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά στο να υποχρεώσει το Δικαστήριο το ίδιο κράτος μέλος να λάβει συγκεκριμένα μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑104/02, EU:C:2005:219, σκέψεις 48 έως 51, και της 5ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑105/02, EU:C:2006:637, σκέψεις 43 έως 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

182    Εν προκειμένω, μολονότι στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής γίνεται λόγος για «[τ]ις απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων οι οποίες πρέπει να αποδοθούν στον προϋπολογισμό της Ένωσης», δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αίτημα με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Ηνωμένο Βασίλειο να καταβάλει τα ποσά των πόρων που καθορίζονται στην τρίτη περίοδο. Αντιθέτως, με την τρίτη περίοδο ζητείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το κράτος μέλος.

183    Πράγματι, το χρηματικό αυτό αίτημα δεν πρέπει να νοείται μεμονωμένα, αλλά υπό το πρίσμα του γενικότερου και μη ποσοτικοποιημένου αιτήματος το οποίο περιλαμβάνεται στην πρώτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής και με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, «μην αποδίδοντας το ορθό ποσό των παραδοσιακών ιδίων πόρων […] σχετικά με [τις επίμαχες εισαγωγές]», το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων.

184    Επομένως, η τρίτη περίοδος του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής περιλαμβάνει αίτημα με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, το Ηνωμένο Βασίλειο, μην αποδίδοντας τα καθορισμένα ποσά παραδοσιακών ιδίων πόρων για κάθε έτος του συνολικού διαστήματος της παραβάσεως, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης.

185    Το δε παραδεκτό ενός τέτοιου αιτήματος είναι αδιαμφισβήτητο, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των ιδίων πόρων, στο πλαίσιο της οποίας είχαν επίσης αμφισβητηθεί αιτήματα τέτοιας φύσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑392/02, EU:C:2005:683, σκέψεις 30 έως 34, της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑60/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:219, σκέψεις 37 έως 62, και της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Ανάκτηση τελωνειακού χρέους), C‑304/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:601, σκέψεις 48 έως 77].

186    Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η ως άνω νομολογία δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα τέτοιο αίτημα, καθόσον συνεπάγεται τη διαπίστωση παραβάσεως συνιστάμενης στη μη απόδοση καθορισμένου ποσού ιδίων πόρων, είναι παραδεκτό μόνον εφόσον το ποσό αυτό δεν αμφισβητείται από το οικείο κράτος μέλος.

187    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό αίτημα με το οποίο η Επιτροπή ζητούσε να διαπιστωθεί παραβίαση του δικαίου της Ένωσης επειδή δεν αποδόθηκε καθορισμένο ποσό ιδίων πόρων, ενώ το οικείο κράτος μέλος αμφισβητούσε την ίδια την ύπαρξη απαίτησης της Ένωσης ως προς το ποσό αυτό [πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Ανάκτηση τελωνειακού χρέους), C‑304/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:601, σκέψεις 48 έως 77].

188    Έτι σημαντικότερον, από τη νομολογία καθίσταται σαφές ότι η δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, διαφορά μεταξύ της ίδιας και ενός κράτους μέλους με αντικείμενο την υποχρέωση του κράτους μέλους να της αποδώσει ορισμένο ποσό ιδίων πόρων της Ένωσης είναι συμφυής με το σύστημα των ιδίων πόρων, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί του παρόντος στο δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 68).

189    Συγκεκριμένα, οι ένδικες διαφορές με αντικείμενο ίδιους πόρους πηγάζουν ακριβώς από το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αμφισβητεί ότι οφείλει να αποδώσει τα ποσά τα οποία ζητεί η Επιτροπή. Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως σχετικής με ίδιους πόρους, είναι, κατά συνέπεια, απολύτως φυσικό το ζήτημα να αφορά χρηματικές υποχρεώσεις, το δε δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει να προβάλλεται αιτίαση περί μη τήρησης των υποχρεώσεων αυτών στο πλαίσιο της παραβάσεως που προσάπτεται στο κράτος μέλος. Σε μια τέτοια διαδικασία, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον, στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως κατά την οποία το κράτος μέλος μπορεί να προβάλει τους ισχυρισμούς του, την ακρίβεια των οφειλόμενων, κατά την άποψή της, ποσών των ιδίων πόρων.

190    Επιπλέον, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η δυνατότητα της Επιτροπής να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι οφείλεται καθορισμένο ποσό παραδοσιακών ιδίων πόρων δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο ότι κάτι τέτοιο θα στερούσε από το κράτος αυτό τη δυνατότητα που του παρέχει το άρθρο 260 ΣΛΕΕ να άρει κάθε διαπιστωθείσα δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ παράβαση και, κατά συνέπεια, θα αντέβαινε στις αντίστοιχες αρμοδιότητες του εν λόγω θεσμικού οργάνου, του Δικαστηρίου και των κρατών μελών δυνάμει των Συνθηκών.

191    Πράγματι, μολονότι η Επιτροπή μπορεί κάλλιστα να μην υποβάλει τέτοιο χρηματικό αίτημα, περιοριζόμενη στο να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει, γενικώς, την παράβαση που συνίσταται στη μη είσπραξη ιδίων πόρων, χωρίς να καθορίσει το ποσό των πόρων αυτών, όπως παραδείγματος χάριν έγινε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑391/17, EU:C:2019:919), τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ζητήσει με τα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής τη διαπίστωση παραβίασης του δικαίου της Ένωσης η οποία συνίσταται στη μη απόδοση καθορισμένου ποσού ιδίων πόρων, εφόσον εκτιμά ότι οφείλεται το ποσό αυτό και είναι σε θέση να αποδείξει την ακρίβειά του.

192    Όσον αφορά, δεύτερον, το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι η υπό κρίση προσφυγή αποσκοπεί στην πραγματικότητα στην αποκατάσταση υφιστάμενης ζημίας και είναι, επομένως, απαράδεκτη στον βαθμό που η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί συγκεκριμένων ποσών τα οποία το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε να αποδώσει στην Επιτροπή, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω το παραδεκτό αιτήματος όπως το διαλαμβανόμενο στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής.

193    Συναφώς υπενθυμίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι προσφυγή με την οποία η Επιτροπή προσάπτει σε κράτος μέλος ότι δεν απέδωσε ένα ορισμένο ποσό ιδίων πόρων και τους αντίστοιχους τόκους υπερημερίας κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δεν αποτελεί αγωγή αποζημιώσεως μη προβλεπόμενη από τις Συνθήκες, δεδομένου ότι, με την προσφυγή αυτή, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, και όχι να υποχρεώσει το κράτος μέλος στην καταβολή αποζημιώσεως (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑392/02, EU:C:2005:683, σκέψεις 31 έως 34).

194    Ως εκ τούτου, το επίμαχο αίτημα εντάσσεται σαφώς στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως και όχι στο πλαίσιο διαδικασίας για την επιδίκαση αποζημιώσεως, έστω και αν το αίτημα αυτό είναι χρηματικής φύσεως.

195    Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ναι μεν η Επιτροπή υποχρεούται να αποδείξει την παράβαση της οποίας επιδιώκει τη διαπίστωση με το αίτημα αυτό, πλην όμως δεν οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη ζημίας ούτε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παραβάσεως και της ζημίας.

196    Όσον αφορά, τρίτον, το επικουρικώς προβαλλόμενο επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι το δικόγραφο της προσφυγής είναι απαράδεκτο διότι η Επιτροπή συγχέει τα τρία στάδια τα οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 178 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να ακολουθούνται για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων, αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό αφορά το βάσιμο της υπό κρίση προσφυγής, και ειδικότερα το βάσιμο της πρώτης και της δεύτερης αιτίασης που προβάλλει η Επιτροπή, και όχι το παραδεκτό της.

197    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προβληθείσα από το Ηνωμένο Βασίλειο ένσταση απαραδέκτου λόγω αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

5.      Επί του πρόωρου χαρακτήρα και επί του απαραδέκτου της προσφυγής ως προς το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017 λόγω της έκδοσης των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach οι οποίες αφορούσαν την περίοδο αυτή

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

198    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, όσον αφορά το διάστημα της παραβάσεως από την 1η Μαΐου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, το αίτημα περί αποδόσεως παραδοσιακών ιδίων πόρων το οποίο διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος της προσφυγής είναι «πρόωρο και απαράδεκτο» και, επικουρικώς, ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τον ισχυρισμό της σχετικά με την ύπαρξη απωλειών ιδίων πόρων κατά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ταχθεί προς συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη.

199    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, ενώ είχε γνώση, ήδη από τον Μάιο του 2018, των οκτώ ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach που είχαν εκδοθεί και καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία Β κατά τον μήνα αυτό σχετικά με πραγματοποιηθείσες από 1ης Μαΐου 2015 και έπειτα εισαγωγές ως προς τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, για ποσό περίπου 25 εκατομμυρίων GBP, δεν αμφισβήτησε τις εν λόγω ειδοποιήσεις πληρωμής ούτε με την αιτιολογημένη γνώμη ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής και δεν αφαίρεσε το ποσό αυτό από τις απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων που μνημονεύονται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής.

200    Συνακόλουθα, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ούτε τα ποσά που θα μπορούσαν να είχαν εισπραχθεί κατόπιν της έκδοσης των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach ούτε το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να απαλλαγεί από την υποχρέωση είσπραξης δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 609/2014 αν οι απαιτήσεις που βεβαιώθηκαν και καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία Β αποδεικνύονταν τελικώς μη ανακτήσιμες.

201    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των επιχειρημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

202    Δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι, όσον αφορά το διάστημα της παραβάσεως από την 1η Μαΐου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, το αίτημα περί αποδόσεως παραδοσιακών ιδίων πόρων το οποίο διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής είναι «πρόωρο και απαράδεκτο», καθόσον δεν λαμβάνονται υπόψη οι οκτώ ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach που εκδόθηκαν τον Μάιο του 2018 και αφορούσαν πραγματοποιηθείσες κατά το συγκεκριμένο διάστημα της παραβάσεως εισαγωγές για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

203    Πράγματι, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 164 της παρούσας αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμο να στραφεί κατά κράτους μέλους, να προσδιορίσει τις διατάξεις που αυτό παραβαίνει και να επιλέξει το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα κινήσει την εις βάρος του διαδικασία λόγω παραβάσεως, οι δε λόγοι που καθορίζουν την επιλογή αυτή δεν ασκούν επιρροή επί του παραδεκτού της προσφυγής [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης των αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

204    Στο μέτρο που, με το επιχείρημα αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί το αίτημα περί αποδόσεως παραδοσιακών ιδίων πόρων το οποίο διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής όσον αφορά το διάστημα της παραβάσεως από την 1η Μαΐου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί ύπαρξης των απωλειών ιδίων πόρων κατά την εκπνοή της προθεσμίας που είχε ταχθεί προς συμμόρφωση με την αιτιολογημένη γνώμη, το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του παραδεκτού, αλλά του βασίμου της προσφυγής.

205    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου η οποία στηρίζεται στον ισχυρισμό περί πρόωρου χαρακτήρα και περί απαραδέκτου του δικογράφου της προσφυγής όσον αφορά το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017 λόγω της έκδοσης των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach που αφορούσαν την περίοδο αυτή, όπερ σημαίνει ότι είναι απορριπτέες όλες οι ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο.

Β.      Επί της ουσίας

1.      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και της καταπολέμησης της απάτης, καθώς και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης

206    Με τον πρώτο λόγο της προσφυγής, ο οποίος αφορά τις αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στη δεύτερη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, εξαιρουμένης της αιτίασης περί παραβιάσεως της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, και ειδικότερα περί παραβάσεως ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2006/112, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως, παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και εκκλήσεις τόσο της ίδιας της Επιτροπής όσο και της OLAF αναφορικά με τον κίνδυνο απάτης συνιστάμενης στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής τον οποίο εγκυμονούσαν οι επίμαχες εισαγωγές, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε προληπτικά μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Κατά την Επιτροπή, η μη λήψη των μέτρων αυτών συνιστά παράβαση τόσο των γενικών υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 310, παράγραφος 6, και από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ σε σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και με την καταπολέμηση της απάτης, όσο και των ειδικών υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης και συνίστανται, κατ’ αρχάς, στο να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 3 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, εν συνεχεία, στο να διενεργούν τελωνειακούς ελέγχους βάσει ανάλυσης κινδύνων δυνάμει του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και, τέλος, στο να απαιτούν τη σύσταση εγγυήσεων δυνάμει του άρθρου 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και του άρθρου 244 του εκτελεστικού κανονισμού.

207    Εξάλλου, στο μέτρο που αφορά προσαπτόμενη παραβίαση του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, πρέπει επίσης να εξεταστεί, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της προσφυγής, η αιτίαση η οποία διαλαμβάνεται στην πρώτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, όπου υποστηρίζεται ότι στοιχειοθετείται, ως προς το συνολικό διάστημα της παραβάσεως, διαρκής παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, δεδομένου ότι, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν «καταλόγισε», κατά την έννοια του άρθρου 217, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 104 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, τις τελωνειακές οφειλές που έπρεπε να εισπραχθούν άπαξ και οι τελωνειακές αρχές του αντιλήφθηκαν την κατάσταση λόγω της οποίας βεβαιώθηκαν οι οφειλές αυτές.

α)      Επί της παραβάσεως του άρθρου 310, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και του άρθρου 325 ΣΛΕΕ

1)      Επί των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 325 ΣΛΕΕ

208    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την παράβαση που προσάπτεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από το άρθρο 310, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ σε σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και με την καταπολέμηση της απάτης, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι η παράβαση αυτή πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, καθώς, όπως παρατήρησε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 170 των προτάσεών του, το άρθρο 310, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ απλώς παραπέμπει στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ και δεν επιβάλλει διαφορετικές υποχρεώσεις σε σχέση με τις προβλεπόμενες από την τελευταία αυτή διάταξη. Πράγματι, το άρθρο 310, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ προβλέπει απλώς ότι «[η] Ένωση και τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 325 [ΣΛΕΕ], καταπολεμούν την απάτη ή οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης».

209    Το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταπολεμούν την απάτη και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας αποτρεπτικά και αποτελεσματικά μέτρα (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

210    Βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/335, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2007/436, στους ίδιους πόρους της Ένωσης περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι δασμοί του κοινού δασμολογίου. Συνεπώς, υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της είσπραξης των εσόδων από τους δασμούς αυτούς και της απόδοσης των αντίστοιχων πόρων. Κάθε αδυναμία στην είσπραξη των μεν οδηγεί δυνητικά σε μείωση των δε (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

211    Προς διασφάλιση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σύμφωνα με τα όσα επιτάσσει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την πραγματική και πλήρη είσπραξη των τελωνειακών δασμών, οπότε απαιτείται η διενέργεια κατάλληλων τελωνειακών ελέγχων (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 52).

212    Συνακόλουθα, από τις υποχρεώσεις τις οποίες τους επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν προς τούτο όχι μόνον την επιβολή κατάλληλων κυρώσεων, αλλά και την εφαρμογή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών μέτρων τελωνειακού ελέγχου για την προσήκουσα καταπολέμηση των παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης, εφόσον οι παραβάσεις αυτές ενδέχεται να εμποδίσουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των τελωνειακών δασμών ως παραδοσιακών ιδίων πόρων και, επομένως, ενδέχεται να πλήξουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 53).

213    Βεβαίως, κατά το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίζουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των εσόδων που προορίζονται για τους ίδιους πόρους της Ένωσης, και ειδικότερα των δασμών του κοινού δασμολογίου ως τέτοιων εσόδων, τα κράτη μέλη διαθέτουν κάποιο περιθώριο και ελευθερία επιλογής ως προς τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουν τα μέσα τα οποία έχουν στη διάθεσή τους. Ωστόσο, το περιθώριο και η ελευθερία επιλογής περιορίζονται, όχι μόνον από την αρχή της αναλογικότητας και από την αρχή της ισοδυναμίας, αλλά και από την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία επιβάλλει να είναι τα μέτρα αυτά αποτελεσματικά και αποτρεπτικά, υπό την επιφύλαξη πάντως του αναγκαίου σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Απριλίου 2016, Degano Trasporti, C‑546/14, EU:C:2016:206, σκέψεις 20 και 21, της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψεις 33 έως 36, και της 17ης Ιανουαρίου 2019, Dzivev κ.λπ., C‑310/16, EU:C:2019:30, σκέψεις 27, 30 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

214    Συναφώς υπογραμμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες υποχρεώσεις αποτελέσματος, οι οποίες δεν υπόκεινται σε καμία αίρεση ως προς την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζει το άρθρο αυτό (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

215    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων και αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν, δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή των μέτρων που λαμβάνονται για την καταπολέμηση απάτης δυνάμενης να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, με συνέπεια να μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις βάσει της διατάξεως αυτής μόνον ως προς τα μέτρα τα οποία είναι προδήλως ακατάλληλα υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

216    Περαιτέρω, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η προαναφερθείσα νομολογία δεν παρέχει σε καμία περίπτωση θεμελίωση για την άποψη ότι η υποχρέωση διασφάλισης της πραγματικής και πλήρους είσπραξης των ιδίων πόρων δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταβάλλονται εντατικές προσπάθειες για τον έλεγχο και την είσπραξη των φόρων που αποδίδονται στους πόρους αυτούς, αλλά ότι αρκούν απλώς εύλογες προσπάθειες, ούτε ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται μόνον να επιδεικνύουν επιμέλεια κατά την είσπραξη των εν λόγω πόρων. Αντιθέτως, κατά τη διατύπωση της νομολογίας αυτής, το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιβάλλει στα κράτη μέλη «συγκεκριμένες υποχρεώσεις αποτελέσματος», και όχι απλώς υποχρεώσεις ως προς το μέσο.

217    Ούτε προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι είναι δυνατόν να προσαφθεί σε κράτος μέλος παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή αποδεικνύει ότι το επίμαχο εθνικό μέτρο συνεπάγεται «πρόδηλο και σημαντικό κίνδυνο ατιμωρησίας» ή ότι καταλήγει σε «απουσία κυρώσεως» (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:564, σκέψη 83), ή ακόμη μόνον όταν οφείλεται σε «επίδειξη αμελείας» ή σε «αυθαίρετη» συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 1991, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑96/89, EU:C:1991:213, σκέψη 37, της 15ης Ιουνίου 2000, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑348/97, EU:C:2000:317, σκέψη 64, και της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑19/05, EU:C:2007:606, σκέψεις 18 και 35).

218    Πράγματι, μολονότι το Δικαστήριο έχει, σε ανάλογες πολύ ειδικές περιπτώσεις της νομολογίας, διαπιστώσει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και, ιδίως, του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ουδόλως προκύπτει από τη σχετική νομολογία ότι το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής περιορίζεται μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που συνθέτουν την προαναφερθείσα νομολογία αφορούσαν κυρώσεις και διαδικασίες σχετικές με τις κυρώσεις αυτές και, κατά συνέπεια, μέτρα ουσιωδώς διαφορετικά από εκείνα των επίμαχων στην παρούσα διαδικασία τελωνειακών ελέγχων.

219    Επιπλέον, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις απαιτήσεις που επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν μεν, ως προς τις κυρώσεις για την καταστολή των παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης, ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν, υπό την έννοια ότι αυτές είναι δυνατόν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών κυρώσεων, ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού των δύο, πλην όμως οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης ή άλλης σοβαρής παράνομης δραστηριότητας σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τελωνειακό τομέα επιβάλλονται αποτελεσματικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ., C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

220    Επομένως, το είδος των μέτρων τελωνειακού ελέγχου τα οποία πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις που τους επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας δυνάμενης να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο αφηρημένο και στατικό, αφ’ ης στιγμής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτής της απάτης ή της άλλης παράνομης δραστηριότητας, τα οποία μπορούν να εξελιχθούν διαχρονικώς.

2)      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 325 ΣΛΕΕ

i)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

221    Προτού εξεταστεί η παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ την οποία προσάπτει ειδικώς η Επιτροπή στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της προβαλλόμενης παραβάσεως, οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα απαιτούμενα στοιχεία για τον εκ μέρους του έλεγχο της ύπαρξης της εν λόγω παραβάσεως και δεν μπορεί να στηριχθεί συναφώς σε οποιοδήποτε τεκμήριο [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

222    Επομένως, εν προκειμένω, εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι τα μέτρα τα οποία έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο, καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης δεν εξασφάλιζαν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των εσόδων από τους δασμούς του κοινού δασμολογίου που είναι ίδιοι πόροι της Ένωσης, με συνέπεια να στοιχειοθετείται παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

223    Ειδικότερα η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης, τα οποία ήταν γνωστά στο Ηνωμένο Βασίλειο καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, τα μόνα μέτρα τελωνειακών ελέγχων που θα εξασφάλιζαν την πραγματική καταπολέμηση της απάτης αυτής και την προσήκουσα προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας την οποία καθιερώνει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ήταν εκείνα που είχε συστήσει με την OLAF, επίσης καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, ήτοι, κατ’ ουσίαν, μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων εφαρμοζόμενος πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων και βασιζόμενος σε ανάλυση κινδύνων.

224    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αφ’ ης στιγμής το Ηνωμένο Βασίλειο επικέντρωσε τον μηχανισμό για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης σε τελωνειακά μέτρα εφαρμοστέα μετά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, όπως εντολές εκ των υστέρων είσπραξης τελωνειακών δασμών, δεν έλαβε τα μέτρα τα οποία επέβαλλε η αρχή της αποτελεσματικότητας του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

ii)    Υπόμνηση των βασικών χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης που συνίσταται στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής

225    Προτού εξεταστεί η αιτίαση αυτή, πρέπει να υπομνησθούν τα βασικά χαρακτηριστικά της επίμαχης απάτης που συνίσταται στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής, όπως αυτά προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από την έκθεση της OLAF, χωρίς εξάλλου να αμφισβητούνται από τους διαδίκους.

226    Επρόκειτο για μια μάλλον όχι και τόσο περίτεχνα σχεδιασμένη απάτη η οποία στηριζόταν στη δήλωση εξαιρετικά χαμηλών δασμολογητέων αξιών από «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις ή «εικονικές» εταιρίες, ήτοι επιχειρήσεις οι οποίες συστήνονταν με αποκλειστικό σκοπό τη διάπραξη της απάτης αυτής και είχαν πολύ περιορισμένους πόρους ώστε να μπορούν να τεθούν υπό εκκαθάριση ή να εξαφανιστούν μόλις οι τελωνειακές αρχές αμφισβητούσαν την ακρίβεια των δασμολογητέων αξιών που δηλώνονταν, όπερ καθιστούσε απίθανη, ακόμη και πρακτικώς αδύνατη, κάθε εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

227    Η εν λόγω απάτη οργανωνόταν από εγκληματικές ομάδες οι οποίες δραστηριοποιούνταν στο πλαίσιο δικτύου και έκαναν χρήση των επιχειρήσεων αυτών για την τέλεσή της. Οι εμπλεκόμενοι επιδείκνυαν κινητικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά, υπό την έννοια ότι το παράνομο και λαθραίο εμπόριο μετατοπιζόταν ταχέως σε άλλο σημείο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης μόλις ανακοινώνονταν τελωνειακοί έλεγχοι ή οι ομάδες αυτές αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση.

228    Η ίδια απάτη αφορούσε πολύ μεγάλους όγκους προϊόντων, γεγονός που την καθιστούσε κατά το μάλλον ή ήττον επικερδή, ακόμη και για τις προαναφερθείσες επιχειρήσεις, ανάλογα με την αξία των διαφυγόντων δασμών. Εφαρμοζόταν σε ευρεία κλίμακα και επηρέαζε ολόκληρη την Ένωση, μολονότι δεν θίγονταν στον ίδιο βαθμό όλα τα κράτη μέλη, αφού η τάση ήταν η απάτη να μετατοπίζεται προς τα κράτη μέλη τα οποία διέθεταν λιγότερο αυστηρούς μηχανισμούς τελωνειακών ελέγχων, οπότε μπορούσαν να θεωρηθούν συναφώς ως οι πιο αδύναμοι κρίκοι του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης. Στην πράξη, τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η επίμαχη απάτη εισάγονταν, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, στο Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του τελωνειακού καθεστώτος 42, όπερ σήμαινε ότι τα προϊόντα αυτά προορίζονταν, εξαρχής, για άλλα κράτη μέλη, όπως η Γαλλική Δημοκρατία ή η Ιταλική Δημοκρατία, και ότι ο ΦΠΑ έπρεπε να καταβληθεί εκεί, χωρίς ωστόσο τούτο να συμβαίνει κατά κανόνα, αφού τα οικεία εμπορεύματα προορίζονταν συνήθως για παράνομο και λαθραίο εμπόριο στο έδαφος των άλλων αυτών κρατών μελών.

iii) Επί του ζητήματος ότι το Ηνωμένο Βασίλειο γνώριζε, ήδη από την έναρξη του διαστήματος της παραβάσεως, ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της επίμαχης απάτης

229    Το Ηνωμένο Βασίλειο, μολονότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 185 των προτάσεών του, παραδέχθηκε επανειλημμένως, τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι είχε διαπραχθεί στο έδαφός του απάτη συνιστάμενη στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής κατά το διάστημα της παραβάσεως, προσθέτοντας ότι το ίδιο ήταν θύμα της απάτης αυτής, υποστηρίζει παρά ταύτα ότι έλαβε τα ευλόγως αναμενόμενα μέτρα για την καταπολέμησή της, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων γνώσεων που είχε, κατά τον χρόνο λήψης τους, τόσο ως προς τη φύση και την έκταση της απάτης όσο και ως προς τα αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμησή της.

230    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, μόλις στο τέλος του 2014, κατόπιν της ODC Snake, η OLAF και ορισμένα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη άρχισαν να αντιλαμβάνονται ορθώς τις δόλιες ενέργειες που καλούνταν να αντιμετωπίσουν, ενώ η δική του γνώση όσον αφορά την επίμαχη απάτη και τα μέτρα τα οποία ήταν αναγκαία για την καταπολέμησή της κατέστη επαρκής μόνον κατόπιν του μηνύματος αμοιβαίας συνδρομής 2015/013.

231    Όμως, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι όλα τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένου, κατά τον χρόνο εκείνο, του Ηνωμένου Βασιλείου, είχαν, τουλάχιστον από την έναρξη του διαστήματος της παραβάσεως, επαρκή γνώση των βασικών χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης και των αναγκαίων αντιμέτρων τα οποία η OLAF και η Επιτροπή τους συνιστούσαν να λάβουν για την αποτελεσματική καταπολέμησή της.

232    Συγκεκριμένα, στο μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2007/015, η OLAF είχε ενημερώσει όλα τα κράτη μέλη για τον κίνδυνο, ειδικότερα, να δηλώνονται δασμολογητέες αξίες ακραία χαμηλότερες των πραγματικών στις εισαγωγές των σχετικών προϊόντων από την Κίνα προς την Ένωση, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, από «εικονικές» εταιρίες, των οποίων η εταιρική έδρα συχνά στην πράξη αποδεικνυόταν, κατόπιν ελέγχου, ότι δεν βρισκόταν στη διεύθυνση που αναγραφόταν στις τελωνειακές διασαφήσεις, όπως επίσης και για τον κίνδυνο μετατόπισης της απάτης αυτής σε άλλους λιμένες της Ένωσης.

233    Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων βασικών χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης, η OLAF κάλεσε όλα τα κράτη μέλη να εξετάζουν τις εισαγωγές των σχετικών προϊόντων, ιδίως από την Κίνα, με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν ενδείξεων σχετικών με εισαγωγές για τις οποίες δηλωνόταν δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, να διενεργούν κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους κατά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων προς επαλήθευση των δασμολογητέων αξιών που δηλώνονταν και προς διασφάλιση του ότι οι αξίες αυτές αντικατόπτριζαν τις πραγματικές αγοραίες αξίες, καθώς και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα διασφάλισης σε περίπτωση υπόνοιας τεχνητά χαμηλών τιμών χρέωσης.

234    Επιπλέον, με το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2009/001, η OLAF ενημέρωσε όλα τα ίδια κράτη μέλη ότι οι αναλύσεις της για το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2009 επιβεβαίωσαν ότι γίνονταν εισαγωγές των σχετικών προϊόντων από την Κίνα σε ολόκληρη την Ένωση με δήλωση εξαιρετικά χαμηλών δασμολογητέων αξιών. Ενόψει της διαπιστώσεως αυτής περί «σοβαρής απάτης στον τομέα της δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής» και παραπέμποντας στις συστάσεις που είχε ήδη διατυπώσει με το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2007/015, η OLAF ζήτησε από τα κράτη μέλη να την ενημερώσουν, εντός τεσσάρων εβδομάδων, για τη θέση σε εφαρμογή «(προσαρμοσμένων) φίλτρων κινδύνου». Ζήτησε επίσης από όλα τα κράτη μέλη να «λάβουν κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση του ενδημικού φαινομένου δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής» καθώς και να «εντοπίσουν τις αποστολές υψηλού κινδύνου», συστήνοντάς τους επίσης «ελέγξουν την ύπαρξη των εισαγωγέων».

235    Εξάλλου, οι μεν κατευθυντήριες γραμμές της PCA Discount περιλάμβαναν την περιγραφή συγκεκριμένης μεθοδολογίας, η οποία βασιζόταν στις «δίκαιες τιμές» της μεθόδου OLAF-JRC και εφαρμοζόταν πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, τα δε κράτη μέλη ενθαρρύνονταν να εφαρμόσουν τη μεθοδολογία αυτή για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, ιδίως στο πλαίσιο της εν λόγω τελωνειακής επιχείρησης. Μεταξύ των μέτρων που η OLAF και η Επιτροπή συνιστούσαν στα κράτη μέλη περιλαμβανόταν και η σύσταση εγγυήσεων.

236    Κατά τη συνεδρίαση της τελωνειακής επιτροπής της Επιτροπής η οποία πραγματοποιήθηκε στις 9 Μαρτίου 2012 με τη συμμετοχή εκπροσώπου του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπρόσωπος του θεσμικού οργάνου εξήγησε ότι, στο πλαίσιο της PCA Discount, είχαν διενεργηθεί έλεγχοι κατά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης, αφού επρόκειτο για επιχείρηση που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση του παράνομου και λαθραίου εμπορίου στο οποίο συμμετείχαν «αφανείς» επιχειρηματίες («missing traders»).

237    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι μεταξύ Φεβρουαρίου 2015 και Ιουλίου 2016 το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μετάσχει σε διάφορες συναντήσεις με θέμα την επίμαχη απάτη, στις οποίες η OLAF, που ήταν και διοργανώτριά τους, επανέλαβε και επικαιροποίησε τις πληροφορίες τις οποίες είχε ήδη παράσχει όσον αφορά την έκταση και τη φύση της απάτης, τονίζοντας ότι το παράνομο αυτό εμπόριο αναπτυσσόταν ολοένα και περισσότερο στο Ηνωμένο Βασίλειο και συστήνοντας αντιμέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την αποτελεσματική καταπολέμησή του. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών, η OLAF απηύθυνε επανειλημμένως στο Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρές συστάσεις να θέσει σε εφαρμογή κατώτατα όρια κινδύνου για τον εντοπισμό των αποστολών στις οποίες ήταν πιθανό να δηλώνεται δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, καθώς και να υποβάλλει τις αποστολές αυτές, πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των οικείων εμπορευμάτων, σε μέτρα τελωνειακών ελέγχου όπως είναι οι φυσικοί έλεγχοι, η δειγματοληψία και η σύσταση εγγυήσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι τελωνειακοί δασμοί εισπράττονται πράγματι βάσει της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων.

238    Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η Πορτογαλική Δημοκρατία, από το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2015/013 δεν προκύπτει ότι μόνον κατόπιν της ODC Snake τα κράτη μέλη έλαβαν πράγματι γνώση της της επίμαχης απάτης. Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, το ως άνω μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής παρέπεμπε ρητώς στα μηνύματα αμοιβαίας συνδρομής 2007/015 και 2009/001 και άρα, κατ’ επέκταση, στις πληροφορίες τις οποίες είχε παράσχει η OLAF με εκείνα τα μηνύματα, όπως συνοψίζονται στις σκέψεις 232 και 234 της παρούσας αποφάσεως.

239    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, ούτε από το μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής 2015/013 ούτε από το σημείο 83 της ειδικής εκθέσεως 24/2015 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τίτλο «Αντιμετώπιση της ενδοκοινοτικής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ: ανάγκη για περαιτέρω δράση», προκύπτει ότι, προ της ODC Snake, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αγνοούσαν την ύπαρξη γενικευμένης πρακτικής ψευδών τελωνειακών διασαφήσεων.

240    Συγκεκριμένα, από το προαναφερθέν μήνυμα αμοιβαίας συνδρομής και από το σημείο 83 της προαναφερθείσας ειδικής εκθέσεως προκύπτει ότι η ODC Snake είχε οδηγήσει στη διαπίστωση ότι, όσον αφορά το τελωνειακό καθεστώς που φέρει τον κωδικό 40 στον κατάλογο των τελωνειακών καθεστώτων της Ένωσης, το οποίο προβλέπει τη θέση σε ανάλωση με ταυτόχρονη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δεν αποτελούν αντικείμενο παράδοσης απαλλασσόμενης από τον ΦΠΑ (στο εξής: τελωνειακό καθεστώς 40), ο κίνδυνος δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής εκτιμήθηκε στο 20 % περίπου των επίμαχων εισαγωγών και ότι, όσον αφορά το τελωνειακό καθεστώς 42, ο κίνδυνος αυτός αξιολογούνταν σε ποσοστό 40 % επί των ίδιων εισαγωγών.

241    Το στοιχείο όμως αυτό δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, πριν από την ODC Snake, τα κράτη μέλη αγνοούσαν το πρόβλημα της επίμαχης απάτης.

242    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι, ήδη από την έναρξη του διαστήματος της παραβάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε επαρκή γνώση των βασικών χαρακτηριστικών τόσο της επίμαχης απάτης, τα οποία συνοψίζονται στις σκέψεις 226 έως 228 της παρούσας αποφάσεως, όσο και των μέτρων που η OLAF και η Επιτροπή τού συνιστούσαν να λάβει για την αποτελεσματική καταπολέμησή της, ήτοι, κατ’ ουσίαν, μέτρα τελωνειακού ελέγχου εφαρμοζόμενα πριν από τον εκτελωνισμό αποστολών για τις οποίες εντοπιζόταν κίνδυνος να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, βάσει της χρήσης εργαλείου ανάλυσης κινδύνων όπως οι ΕΑΤ που καθορίζονται κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου OLAF-JRC ως κατώτατα όρια κινδύνου.

243    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, οι γνώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς την έκταση και τη φύση της απάτης, καθώς και ως προς τα μέσα για την αποτελεσματική καταπολέμησή της, βελτιώθηκαν, λόγω, μεταξύ άλλων, της αύξησης των παράτυπων εισαγωγών σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές στο έδαφός του και των ενδεχόμενων επακόλουθων απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων ή λόγω ορισμένων πτυχών της εφαρμογής της μεθόδου OLAF-JRC ως εργαλείου ανάλυσης κινδύνων.

iv)    Επί της ασυμβατότητας του μηχανισμού τελωνειακών ελέγχων τον οποίο εφάρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης προς το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

244    Όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 224 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων τον οποίο εφάρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης δεν ήταν σύμφωνος προς την αρχή της αποτελεσματικότητας του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, στον βαθμό που περιοριζόταν κατ’ ουσίαν σε μέτρα τελωνειακών ελέγχων εφαρμοζόμενα εκ των υστέρων, ήτοι μετά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, και, ειδικότερα, στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών.

245    Η Επιτροπή υποστηρίζει, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 223 της παρούσας αποφάσεως, ότι μόνον ένας μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων ίδιος κατ’ ουσίαν με τον προτεινόμενο η OLAF, ήτοι ο οποίος θα περιλάμβανε κατώτατα όρια κινδύνου καθοριζόμενα σε επίπεδο τουλάχιστον ισοδύναμο προς τις ΕΑΤ και εφαρμοζόμενα εκ των προτέρων, καθώς και τη σύσταση εγγυήσεων, μπορούσε να συμβάλει στην αποτελεσματική καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, λαμβανομένων υπόψη των βασικών χαρακτηριστικών της όπως υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 226 έως 228 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή του ότι επρόκειτο για απάτη ευρείας κλίμακας, με κινητικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά κατά τους ελέγχους και με την εμπλοκή «αναγεννώμενων» επιχειρήσεων. Κατά την Επιτροπή, οι έλεγχοι πριν από την παράδοση των οικείων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνονταν στον μηχανισμό τελωνειακών ελέγχων τον οποίο εφάρμοζε το Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τον Οκτώβριο του 2017.

246    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα μέτρα που εφάρμοζε εκ των υστέρων το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία και προδήλως ακατάλληλα για την καταπολέμηση της συγκεκριμένης απάτης, δεδομένου ότι, όπως γνώριζε το κράτος αυτό, στην απάτη εμπλέκονταν «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, όπερ καθιστούσε απίθανη, ακόμη και πρακτικώς αδύνατη, κάθε εκ των υστέρων είσπραξη τελωνειακών δασμών στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

247    Συναφώς δεν αμφισβητείται ότι, πριν από την έναρξη της επιχείρησης Swift Arrow, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου εφάρμοζαν μέτρα εκ των προτέρων τελωνειακού ελέγχου μόνον κατ’ εξαίρεση και επικέντρωναν τη δράση τους σε εκ των υστέρων εισπράξεις δασμών. Ωσαύτως, φυσικοί έλεγχοι των οικείων εμπορευμάτων και λήψη δειγμάτων βάσει των προφίλ κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC διενεργήθηκαν μόνον κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής περιόδου της ODC Snake, ήτοι για έναν μήνα, από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 17 Μαρτίου 2014, στο πλαίσιο της επιχείρησης Samurai, η οποία αφορούσε μόνο δύο οικονομικούς φορείς, καθώς και στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach, για δεκατρείς αποστολές. Επιπλέον, από την απάντηση του Ηνωμένου Βασιλείου σε ερώτηση του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, μολονότι απαιτήθηκαν εγγυήσεις κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής περιόδου της ODC Snake, το συνολικό ποσό τους αντιστοιχούσε μόλις στο 0,4144 % του συνολικού ποσού των συμπληρωματικών τελωνειακών δασμών που είχαν απαιτηθεί με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, ενώ οι εγγυήσεις αυτές ήρθησαν στη συνέχεια μετά την ακύρωση των εν λόγω ειδοποιήσεων πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην εισπραχθούν δασμοί.

248    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι υιοθέτησε δική του στρατηγική η οποία βασιζόταν σε ανάλυση κινδύνων και συνίστατο κατ’ ουσίαν στην εφαρμογή ενός προφίλ κινδύνου με σκοπό την ταυτοποίηση και, εν συνεχεία, τον εκ των υστέρων έλεγχο, μέσω της έκδοσης, όπου ήταν απαραίτητο, εντολών είσπραξης δασμών, μιας περιορισμένης ομάδας οικονομικών φορέων που εισήγαν τακτικά εμπορεύματα σε πολύ χαμηλές τιμές και χαρακτηρίζονταν ως «εισαγωγείς υψηλού κινδύνου», προσέγγιση η οποία ήταν θεμιτή, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου δράσης που διέθετε το κράτος αυτό και του γεγονότος ότι η μέθοδος OLAF-JRC δεν ήταν δεσμευτική. Ισχυρίζεται επίσης ότι, μολονότι, παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο της PCA Discount, οι τελωνειακές αρχές του δεν εφάρμοσαν τα κατώτατα όρια κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC εκ των προτέρων, αλλά μόνον εκ των υστέρων, η OLAF δεν τις επέκρινε γι’ αυτό. Αντιθέτως, το Ηνωμένο Βασίλειο έλαβε, κατά τους ισχυρισμούς του, διάφορες διαβεβαιώσεις από υπαλλήλους της OLAF ότι ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων τον οποίο εφάρμοζε ήταν συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης.

249    Όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 169 της παρούσας αποφάσεως, υπογραμμίζεται, πρώτον, ότι, στο πλαίσιο ενός συστήματος που τα καθιστά υπεύθυνα για την προσήκουσα εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης στο έδαφός τους, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αποποιούνται την ευθύνη για παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης την οποία τυχόν διέπραξαν, επικαλούμενα το γεγονός ότι η OLAF ή η Επιτροπή δεν τους προσήψε σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο την παράβαση αυτή.

250    Δεύτερον, στις σκέψεις 162 έως 169 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό ότι ορισμένες δηλώσεις των υπαλλήλων της OLAF, περί δήθεν συμβατότητας του εθνικού του μηχανισμού τελωνειακών ελέγχων με το δίκαιο της Ένωσης, ήταν ικανές να του δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

251    Τρίτον, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 220 της παρούσας αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το είδος των μέτρων τελωνειακού ελέγχου που πρέπει να λαμβάνουν τα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις τις οποίες τους επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας δυνάμενης να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και, ειδικότερα, η υποχρέωση διασφάλισης της πραγματικής και πλήρους είσπραξης των τελωνειακών δασμών ως ιδίων πόρων της Ένωσης, κατά την εκπλήρωση της οποίας πρέπει οπωσδήποτε να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη και οι γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο αφηρημένο και στατικό, αφ’ ης στιγμής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτής της απάτης ή της άλλης παράνομης δραστηριότητας, τα οποία μπορούν να εξελιχθούν διαχρονικώς.

252    Όπως υπογραμμίζει δε η Επιτροπή, αφενός, όταν, κατ’ εξαίρεση, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου διενήργησαν εκ των προτέρων ελέγχους, οι έλεγχοι αυτοί αποδείχθηκαν αμέσως αποτελεσματικοί και αποτρεπτικοί. Δεν αμφισβητείται, παραδείγματος χάριν, ότι, μόλις ανακοινώνονταν φυσικοί έλεγχοι, τα εμπορευματοκιβώτια ανακατευθύνονταν από το λιμάνι του Felixstowe (Ηνωμένο Βασίλειο) προς λιμένες άλλων κρατών μελών και ότι οι δύο οικονομικοί φορείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε εκ των προτέρων ελέγχους στο πλαίσιο της επιχείρησης Samurai έπαυσαν τις δραστηριότητές τους αμέσως μόλις η HMRC αμφισβήτησε τις διασαφήσεις τους.

253    Αφετέρου, καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων τον οποίο εφάρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο, καθόσον επικεντρωνόταν σε μέτρα εκ των υστέρων όπως η είσπραξη δασμών, αποδείχθηκε αναποτελεσματικός για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, της οποίας κύριο χαρακτηριστικό ήταν ότι την διέπρατταν «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, ούτως ώστε αποκλειόταν η είσπραξη δασμών στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

254    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει αναφορά σε συνάντηση της 13ης Ιουνίου 2014 με θέμα την παρακολούθηση της εξέλιξης της ODC Snake, κατά την οποία οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμαναν, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης που καταρτίστηκαν από υπάλληλο του κράτους αυτού, ότι, ακόμη και αν, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε κινηθεί ποινική δίωξη, οι εν λόγω αρχές σκόπευαν να θέσουν σε εφαρμογή διαδικασίες εκ των υστέρων είσπραξης για σκοπούς «οικονομικής αποτροπής», εκτιμούσαν, «με βάση την πείρα του παρελθόντος και τα όσα είχαν παρατηρηθεί σε τέτοιου είδους απάτες», ότι «η είσπραξη οιασδήποτε οφειλής […] ήταν απίθανη».

255    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, τόσο όσον αφορά τις τελωνειακές οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake όσο και εκείνες των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση να αποδώσει στην Επιτροπή τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους που αντιστοιχούν στις οφειλές αυτές, για τον λόγο ότι η αδυναμία ανάκτησής τους δεν είναι δυνατόν να καταλογιστεί εις βάρος του, διότι οι οφειλέτες τους είναι «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, ακόμη και αν υποτεθεί βάσιμος, τείνει να αποδείξει ότι ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων τον οποίο έθεσε σε εφαρμογή το Ηνωμένο Βασίλειο δεν καθιστούσε δυνατή την πραγματική και πλήρη είσπραξη των εσόδων που προορίζονταν για τους ίδιους πόρους της Ένωσης.

256    Εξάλλου, η Επιτροπή ισχυρίζεται, χωρίς να αντικρούεται επί του σημείου αυτού, ότι για ορισμένους από τους οικονομικούς φορείς τους οποίους αφορούσαν οι έλεγχοι που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach είχε ήδη εκδοθεί εντολή είσπραξης στο πλαίσιο των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, γεγονός που τείνει να επιβεβαιώσει ότι ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων ο οποίος είχε τεθεί σε εφαρμογή στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε, κατά τον χρόνο εκείνο, επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα.

257    Ως εκ τούτου, μολονότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 213 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ επιφυλάσσει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο και ελευθερία επιλογής ως προς τα μέτρα τελωνειακού ελέγχου που πρέπει να λαμβάνουν προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και πλήρη είσπραξη των δασμών του κοινού δασμολογίου ως ιδίων πόρων της Ένωσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης απάτης και, ειδικότερα, του ότι χαρακτηριζόταν από κινητικότητα και γρήγορα αντανακλαστικά κατά τους ελέγχους και του ότι την διέπρατταν κατ’ ουσίαν αφανείς ή αφερέγγυες επιχειρήσεις, γεγονός που απέκλειε εκ προοιμίου κάθε εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ιδιαιτερότητες τις οποίες άλλωστε γνώριζαν εγκαίρως οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω της ιδίας πείρας τους, ο μηχανισμός τελωνειακών ελέγχων τον οποίο έθεσε σε εφαρμογή το κράτος αυτό κατά το διάστημα της παραβάσεως για την καταπολέμηση της εν λόγω απάτης, καθόσον, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, περιοριζόταν σε ενέργειες εκ των υστέρων είσπραξης δασμών, ήταν ασύμβατος, και μάλιστα προδήλως, προς την αρχή της αποτελεσματικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

258    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της προσφυγής κατά το μέρος που αφορά παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

β)      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλει η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης

259    Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την προσαπτόμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο παράβαση ότι δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης, η Επιτροπή προσάπτει στο κράτος αυτό, πρώτον, ότι δεν έλαβε μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, κατά παράβαση του άρθρου 3 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δεύτερον, ότι δεν διενήργησε τελωνειακούς ελέγχους επί τη βάσει ανάλυσης κινδύνων, κατά παράβαση του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, τρίτον, ότι δεν απαίτησε τη σύσταση εγγυήσεων, κατά παράβαση του άρθρου 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και του άρθρου 244 του εκτελεστικού κανονισμού, καθώς και, τέταρτον, ότι δεν καταλόγισε, κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, τις τελωνειακές οφειλές που απέμεναν να εισπραχθούν μόλις οι τελωνειακές αρχές του κράτους αντιλήφθηκαν την κατάσταση που οδήγησε στη βεβαίωσή τους.

1)      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

260    Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι η αιτίαση που αντλείται από το άρθρο 3 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο σε σχέση με την αιτίαση που αντλείται από παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, η οποία εξετάστηκε στις σκέψεις 208 έως 258 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η αιτίαση αυτή δεν αναπτύσσεται από την Επιτροπή βάσει ειδικής επιχειρηματολογίας σχετικής με τις διατάξεις στις οποίες ερείδεται.

261    Επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 173 των προτάσεών του, όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη για την καταπολέμηση κάθε απάτης ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας δυνάμενης να πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, το άρθρο 325, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αποτελεί ειδικότερη έκφανση της γενικής αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί χωριστά η συγκεκριμένη αιτίαση (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C‑459/03, EU:C:2006:345, σκέψεις 169 έως 171).

262    Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη, στο πλαίσιο της δράσης του για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης κατά το διάστημα της παραβάσεως, αφενός, το άρθρο 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, καθόσον δεν διενεργούσε, πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, τελωνειακούς ελέγχους που βασίζονται σε ανάλυση κινδύνων όπως η μέθοδος OLAF-JRC και καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό των εισαγωγών για τις οποίες έχει ενδεχομένως δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και για τις οποίες πρέπει, κατά συνέπεια, να επαληθευθεί η ακρίβεια της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας και, αφετέρου, το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού, καθόσον δεν απαιτούσε τη σύσταση εγγυήσεων για τις εισαγωγές για τις οποίες διαπιστωνόταν ότι είχε ενδεχομένως δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

263    Συναφώς, η Επιτροπή συνάγει από την απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004. Hungary (C‑291/15, EU:C:2016:455), ότι, όταν εμπορεύματα δηλώνονται σε εξαιρετικά χαμηλές δασμολογητέες αξίες και, ειδικότερα, σε αξίες πλέον του 50 % χαμηλότερες από τον στατιστικό μέσο όρο των τιμών, εγείρονται βάσιμες αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβεια των επίμαχων τελωνειακών διασαφήσεων και, ως εκ τούτου, τα εν λόγω εμπορεύματα δεν θα πρέπει να τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία χωρίς προηγούμενο έλεγχο των αξιών που έχουν δηλωθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Παραπέμπει επίσης στην απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑23/10, EU:C:2011:160) προς θεμελίωση της αρχής ότι οι τελωνειακές αρχές, όταν διαθέτουν συγκεκριμένες ενδείξεις περί ανακρίβειας των τελωνειακών διασαφήσεων η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην είσπραξη ποσού τελωνειακών δασμών χαμηλότερου από τους πράγματι οφειλόμενους, υποχρεούνται να επαληθεύσουν τις διασαφήσεις αυτές και να διενεργήσουν τους απαιτούμενους ελέγχους.

264    Το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή προκύπτει ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών οφείλουν να διενεργούν τελωνειακούς ελέγχους μόνον εάν διαθέτουν συγκεκριμένες ενδείξεις περί ανακρίβειας των στοιχείων που περιέχονται σε τελωνειακή διασάφηση. Αντιθέτως, οι τελωνειακές αρχές, όταν διατηρούν απλώς αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των στοιχείων αυτών, οι οποίες οφείλονται, για παράδειγμα, στη διαπίστωση διαφοράς άνω του 50 % μεταξύ της δηλωθείσας τιμής και του στατιστικού μέσου όρου των αξιών, έχουν μεν τη δυνατότητα να διενεργήσουν τέτοιους ελέγχους, χωρίς όμως να υπέχουν σχετική υποχρέωση.

265    Εν προκειμένω όμως, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που είχαν στη διάθεσή τους, οι ίδιες αρχές δεν είχαν συγκεκριμένες ενδείξεις περί του ότι είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής κατά τις επίμαχες εισαγωγές, αλλά, το πολύ, διατηρούσαν βάσιμες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των δηλωθεισών τελωνειακών αξιών, κατά την έννοια της νομολογίας, ούτως ώστε θα ήταν μεν θεμιτό να διενεργήσουν τελωνειακούς ελέγχους, δεν υπείχαν όμως σχετική υποχρέωση. Ομοίως, η διαπίστωση ότι η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία ήταν πλέον του 50 % χαμηλότερη από τον στατιστικό μέσο όρο των αξιών και, ως εκ τούτου, χαμηλότερη από το κατώτερο όριο της ΕΑΤ της μεθόδου OLAF-JRC δεν συνιστούσε συγκεκριμένη ένδειξη περί του ότι είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, αλλά, το πολύ, λόγο για να εγείρονται αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβειά της, με αποτέλεσμα να μην υποχρεούνται εξ αυτού οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να επαληθεύσουν την ακρίβειά της.

266    Αρκεί δε στο σημείο αυτό η επισήμανση ότι, αφενός, η επίμαχη απάτη τελούνταν σε ευρεία κλίμακα, αφορούσε εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε ολόκληρη την Ένωση και ειδικότερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεγάλους όγκους εμπορευμάτων σε εξαιρετικά χαμηλές δηλωθείσες τιμές και, επομένως, εκ πρώτης όψεως ύποπτες, από «αφανείς» επιχειρήσεις οι οποίες θέτουν προδήλως σε σημαντικό κίνδυνο τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης λόγω των επακόλουθων, μη ανακτήσιμων σε πολύ μεγάλο βαθμό, απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, η γνώση των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, κατόπιν, μεταξύ άλλων, πληροφοριών που του διαβίβασαν η OLAF και η Επιτροπή, ως προς την έκταση και τις ιδιαιτερότητες της απάτης αυτής, καθώς και ως προς τους σημαντικούς οικονομικούς κίνδυνους τους οποίους εγκυμονούσε για την Ένωση, σήμαινε ότι οι αρχές αυτές διέθεταν αρκούντως συγκεκριμένες ενδείξεις περί της ανακρίβειας των στοιχείων που περιέχονταν σε σημαντικό αριθμό τελωνειακών διασαφήσεων σχετικά με την αξία των σχετικών προϊόντων από την Κίνα και, συνακόλουθα, όφειλαν να λάβουν κατάλληλα μέτρα τελωνειακών ελέγχων για την επαλήθευση σε συστηματική βάση της δασμολογητέας αξίας κατά τις επίμαχες εισαγωγές προκειμένου να εξασφαλίσουν, in fine, την πλήρη και πραγματική είσπραξη των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών.

267    Αφετέρου, σε ένα τέτοιο πλαίσιο απάτης, η πληροφορία την οποία διέθεταν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, στον βαθμό που είχε διαπιστωθεί ότι, για εισαγωγές οι οποίες είχαν εντοπιστεί σε πολύ χαμηλές τιμές μέσω προφίλ κινδύνου όπως εκείνο των ΕΑΤ της μεθόδου OLAF-JRC, ήταν πιθανόν αυτές να έχουν δηλωθεί σε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, ήταν ικανή να παράσχει στις εν λόγω αρχές συγκεκριμένες ενδείξεις ότι τα στοιχεία που περιέχονταν στις τελωνειακές διασαφήσεις για τα καλυπτόμενα από το συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου προϊόντα ήταν ανακριβή και έπρεπε, κατά συνέπεια, να υποβληθούν σε τελωνειακούς ελέγχους πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

268    Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα των προκαταρκτικών αυτών παρατηρήσεων πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις οι οποίες προεκτέθηκαν στη σκέψη 259 της παρούσας αποφάσεως, εξαιρουμένης της αιτίασης που αντλείται από παράβαση του άρθρου 3 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

2)      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και από το άρθρο 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

i)      Επιχειρήματα των διαδίκων

269    Όσον αφορά την προσαπτόμενη στο Ηνωμένο Βασίλειο παράβαση του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στο πλαίσιο της δράσης του για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης κατά το διάστημα της παραβάσεως, το κράτος αυτό δεν διενεργούσε, πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, τελωνειακούς ελέγχους βασιζόμενους σε ανάλυση κινδύνων όπως η μέθοδος OLAF-JRC, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός των εισαγωγών που ήταν πιθανόν να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και για τις οποίες έπρεπε, ως εκ τούτου, να επαληθευθεί η ακρίβεια της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας.

270    Συναφώς, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο όχι ότι δεν εφάρμοσε τη μέθοδο OLAF-JRC, αλλά κατά μείζονα λόγο ότι δεν έλαβε τα στοιχειώδη μέτρα τα οποία πρότεινε η OLAF, όπως, μεταξύ άλλων, ελέγχους που βασίζονται σε εκ των προτέρων εφαρμοζόμενα προφίλ κινδύνου. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η μέθοδος αυτή δεν ήταν νομικώς δεσμευτική για τα κράτη μέλη και, παρότι εκτιμά ότι θα ήταν προτιμότερο να εφαρμόζονται προφίλ ή κατώτατα όρια κινδύνου καθοριζόμενα σε επίπεδο Ένωσης, όπως οι ΕΑΤ οι οποίες προκύπτουν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω μεθόδου, υποστηρίζει, χωρίς εξάλλου να αντικρούεται επί του σημείου αυτού από το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι ανέκαθεν δεχόταν να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη τα δικά τους προφίλ ή κατώτατα όρια κινδύνου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά θα ήταν συγκρίσιμα με τις ΕΑΤ ή αυστηρότερα από αυτές.

271    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι οι τελωνειακοί έλεγχοι τους οποίους διενεργούσε κατά το διάστημα της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης βασίζονταν σε ανάλυση κινδύνων. Η ανάλυση εκκινούσε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή ενός προφίλ κινδύνου με σκοπό τον εντοπισμό και, εν συνεχεία, τον έλεγχο μιας περιορισμένης ομάδας οικονομικών φορέων οι οποίοι εισήγαν σε τακτική βάση τα σχετικά προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές και χαρακτηρίζονταν ως «εισαγωγείς υψηλού κινδύνου», κατέληγε δε, όπου ήταν απαραίτητο, στην έκδοση εκ των υστέρων εντολών είσπραξης δασμών όπως οι ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach. Πράγματι, στο πλαίσιο της επιχείρησης Breach, η οποία δρομολογήθηκε τον Μάιο του 2015 και βρίσκεται ακόμη εν εξελίξει, εντοπίστηκαν 239 «εισαγωγείς υψηλού κινδύνου» κατά την εφαρμογή του ως άνω προφίλ κινδύνου. Πρόκειται για «θεμιτή και εύλογη στρατηγική», δεδομένου ότι η πρακτική κατέδειξε ότι η συντριπτική πλειονότητα των επίμαχων εισαγωγών προερχόταν από 129 μόνον οικονομικούς φορείς επί συνόλου 20 000 οικονομικών φορέων που εισάγουν τα σχετικά προϊόντα από την Κίνα.

ii)    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

272    Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή ως προς το διάστημα της παραβάσεως μέχρι τις 30 Απριλίου 2016, προέβλεπε, στο μεν πρώτο εδάφιο, ότι οι τελωνειακοί έλεγχοι, πλην των δειγματοληπτικών ελέγχων, πρέπει να βασίζονται σε «ανάλυση κινδύνου η οποία χρησιμοποιεί αυτοματοποιημένες τεχνικές επεξεργασίας δεδομένων» και η οποία αποσκοπεί στον εντοπισμό και τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων καθώς και στον σχεδιασμό των αναγκαίων μέτρων για την αξιολόγηση των κινδύνων, σύμφωνα με κριτήρια που ορίζονται σε εθνικό, ενωσιακό και, ενδεχομένως, διεθνές επίπεδο, στο δε δεύτερο εδάφιο, ότι το «κοινό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων», τα «κοινά κριτήρια» και οι «τομείς προτεραιότητας όσον αφορά τον έλεγχο» καθορίζονται «με τη διαδικασία επιτροπής».

273    Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπονται εκ νέου, με τροποποιημένη διατύπωση, και στο άρθρο 46, παράγραφοι 2 και 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, το οποίο έχει εφαρμογή ως προς το διάστημα της παραβάσεως από την 1η Μαΐου 2016 κι έπειτα.

274    Το άρθρο 46, παράγραφος 2, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι οι τελωνειακοί έλεγχοι, εκτός από τους δειγματοληπτικούς, «βασίζονται κυρίως στην ανάλυση των κινδύνων με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων», με σκοπό τον προσδιορισμό και την εκτίμηση των κινδύνων, όπως και τη θέσπιση των απαραίτητων αντιμέτρων, με βάση κριτήρια που καθορίζονται σε εθνικό, ενωσιακό και, ενδεχομένως, διεθνές επίπεδο. Το άρθρο 46, παράγραφος 3, του κώδικα αυτού ορίζει ότι οι τελωνειακοί έλεγχοι διεξάγονται εντός «κοινού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων» το οποίο βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και των αποτελεσμάτων αναλύσεων κινδύνων μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων και καθορίζει «κοινά κριτήρια και πρότυπα κινδύνων», καθώς και «μέτρα ελέγχου και τομείς ελέγχων με προτεραιότητα».

275    Επιπλέον, το άρθρο 46, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα υποχρεώνει τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών να αναλαμβάνουν τη «διαχείριση κινδύνων».

276    Το άρθρο 46, παράγραφοι 6 και 7, του ίδιου κώδικα απαριθμεί τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό, μεταξύ άλλων, των «κοινών κριτηρίων και προτύπων κινδύνων» και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνουν τα εν λόγω κριτήρια και πρότυπα.

277    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά το διάστημα της παραβάσεως, η Επιτροπή δεν καθόρισε κοινά κριτήρια ή πρότυπα κινδύνων υπό τη μορφή δεσμευτικής πράξεως για τα κράτη μέλη, παρότι εξέδωσε με ανακοίνωσή της, στις 21 Αυγούστου 2014, στρατηγική και σχέδιο δράσης για τη διαχείριση των κινδύνων στον τελωνειακό τομέα [ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ και το σχέδιο δράσης για τη διαχείριση τελωνειακών κινδύνων: Αντιμετώπιση των κινδύνων, ενίσχυση της αλυσίδας εφοδιασμού και διευκόλυνση του εμπορίου (COM/2014/527 final)]. Όπως επισήμανε η Πορτογαλική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και όπως επιβεβαιώνεται από τα σημεία 13 και 15 της ειδικής εκθέσεως 04/2021 του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τίτλο «Τελωνειακοί έλεγχοι: η ανεπαρκής εναρμόνιση βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ», η Επιτροπή εξέδωσε στις 31 Μαΐου 2018 μια πρώτη δεσμευτική απόφαση για τον καθορισμό κοινών κριτηρίων και προτύπων δημοσιονομικού κινδύνου η οποία αποτελεί «διαβαθμισμένο έγγραφο της ΕΕ (EU restricted)» και συμπληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 από μη δεσμευτικό «έγγραφο καθοδήγησης».

278    Η μέθοδος OLAF-JRC, όπως προτάθηκε από την OLAF και την Επιτροπή στα κράτη μέλη και εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στις κατευθυντήριες γραμμές της PCA Discount ενόψει της εφαρμογής της στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής, μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε μη δεσμευτικά κοινά κριτήρια κινδύνων τα οποία εντάσσονται σε κοινό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων, στον βαθμό που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, περιγραφή των κινδύνων και των παραγόντων ή των δεικτών κινδύνου βάσει των οποίων επιλέγονται τα εμπορεύματα για τελωνειακό έλεγχο και διευκρινίζει το είδος των τελωνειακών ελέγχων στους οποίους πρέπει να προβαίνουν οι τελωνειακές αρχές.

279    Υπογραμμίζεται ότι, εφόσον οι τελωνειακοί έλεγχοι αποσκοπούν, εν τέλει, στην πρόληψη και στην καταπολέμηση κάθε είδους απάτης στο τελωνειακό καθεστώς της Ένωσης, κάθε μη δεσμευτικό κοινό μέτρο που θα μπορούσε να ληφθεί ή να συνιστάται σε σχέση με τα κριτήρια ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 46, παράγραφοι 2 και 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα εντάσσεται κατ’ ανάγκην στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης κατά την έννοια του άρθρου 325 ΣΛΕΕ. Πάντως, από το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 3, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η καταπολέμηση της απάτης προϋποθέτει στενή συνεργασία μεταξύ, αφενός, των κρατών μελών και της Ένωσης και, αφετέρου, των ίδιων των κρατών μελών.

280    Συναφώς, το κοινό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων εντός του οποίου διενεργούνται οι τελωνειακοί έλεγχοι, καθόσον βασίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 46, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, πέραν των κοινών κριτηρίων και προτύπων κινδύνων, στην ανταλλαγή πληροφοριών και των αποτελεσμάτων αναλύσεων κινδύνων μεταξύ των τελωνειακών διοικήσεων, καθώς και σε μέτρα ελέγχου και τομείς ελέγχων με προτεραιότητα, αποτελεί ειδικότερη έκφανση του άρθρου 325, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη συντονίζουν τη δράση τους σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά της απάτης, διοργανώνοντας, με τη βοήθεια της Επιτροπής, στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

281    Επομένως, όταν προτείνονται τέτοια μη δεσμευτικά κοινά κριτήρια ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων, τα κράτη μέλη, μολονότι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχήν, τυπικώς από τα κριτήρια αυτά, οφείλουν, δυνάμει της υποχρέωσης συνεργασίας, να τα λαμβάνουν δεόντως υπόψη ή ακόμη και να τα ακολουθούν σε περίπτωση που δεν έχουν αναπτύξει εθνικά κριτήρια τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικά με εκείνα τα οποία προτείνει η Ένωση.

282    Ως εκ τούτου, βάσει των υποχρεώσεων που υπέχει από τις διατάξεις του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε, τουλάχιστον, στο πλαίσιο του καθορισμού, κατά το διάστημα της παραβάσεως, του εθνικού του συστήματος ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων, να λάβει δεόντως υπόψη, υπό το πρίσμα του modus operandi και των ειδικών χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης, τα οποία του ήταν γνωστά, τα προφίλ κινδύνου καθώς και τους διάφορους τύπους τελωνειακών ελέγχων που η OLAF και η Επιτροπή του πρότειναν να εφαρμόσει για την καταπολέμησή της, τούτο δε παρά τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των εφαρμοζόμενων κριτηρίων κινδύνων.

283    Διαπιστώνεται ότι, παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της OLAF και της Επιτροπής, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν διενεργούσε, με εξαίρεση την επιχειρησιακή περίοδο της ODC Snake, ήτοι το χρονικό διάστημα από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 17 Μαρτίου 2014, τελωνειακούς ελέγχους πριν από την παράδοση των οικείων εμπορευμάτων βάσει προφίλ κινδύνου όπως τα κατώτατα όρια κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC ή όπως άλλα προφίλ κινδύνου με συγκρίσιμο βαθμό αποτελεσματικότητας.

284    Με αυτά τα δεδομένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 281 της παρούσας αποφάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο, στο πλαίσιο μιας κατάστασης που χαρακτηριζόταν από την έλλειψη δεσμευτικών μέτρων της Ένωσης, δεν ήταν υποχρεωμένο να ακολουθήσει τέτοιες συστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι τα δικά του κριτήρια ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων ήταν τουλάχιστον συγκρίσιμα, από απόψεως αποτελεσματικότητας, ή ακόμη και πιο αποτελεσματικά, σε σχέση με εκείνα τα οποία πρότεινε η Ένωση.

285    Κατά τη διάρκεια συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουλίου 2015, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμαναν στην OLAF ότι η χρήση δεικτών κινδύνου βασισμένων σε μέσες τιμές θα ήταν αντιπαραγωγική και θα συνιστούσε υπερβολικό μέτρο λαμβανομένου υπόψη του όγκου των εισαγωγών στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

286    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, απαντώντας σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ότι, εφόσον έκρινε ότι τα προφίλ κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC δεν ήταν αρκούντως ακριβή, και δη διότι έδιναν ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε περιπτώσεις νόμιμων εισαγωγών πραγματοποιούμενων σε πολύ χαμηλές τιμές για μεγάλες και ευρέως γνωστές αλυσίδες καταστημάτων, προτίμησε να αναπτύξει τα δικά του πιο αποδοτικά εθνικά προφίλ κινδύνου. Το γεγονός ότι αυτά τα προφίλ κινδύνου κατέστησαν εν τέλει λειτουργικά μόλις από τις 12 Οκτωβρίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία ξεκίνησε η επιχείρηση Swift Arrow, εξηγείται από την πολυπλοκότητα του εγχειρήματος και από τα σημαντικά μέσα που έπρεπε να διατεθούν συναφώς.

287    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

288    Πράγματι, πρέπει να υπογραμμιστεί, αφενός, πόσο σοβαρή και εκτεταμένη ήταν η απάτη, καθώς και πόσο σημαντικοί ήταν προφανώς οι οικονομικοί κίνδυνοί της για την Ένωση, οι οποίοι ήταν εξάλλου γνωστοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού είχε επανειλημμένως ειδοποιηθεί σχετικά από την OLAF και την Επιτροπή, και, αφετέρου, το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο όφειλε τουλάχιστον να λάβει δεόντως υπόψη, κατά την κατάρτιση του εθνικού του συστήματος ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων, τα κριτήρια κινδύνων τα οποία η OLAF και η Επιτροπή του είχαν συστήσει κατ’ επανάληψη να εφαρμόσει, δηλαδή κατώτατα όρια κινδύνου όπως οι ΕΑΤ της μεθόδου OLAF-JRC, εφαρμοζόμενα πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

289    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε, εν αναμονή της ολοκλήρωσης των εργασιών του για τη θέση σε εφαρμογή των δικών του, φερόμενων ως αποδοτικότερων, κατώτατων ορίων κινδύνου, να αρνηθεί να εφαρμόσει οποιοδήποτε προφίλ κινδύνου με το οποίο καθίστατο δυνατός ο εντοπισμός, πριν από τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων αυτών, τυχόν εισαγωγών ως προς τις οποίες υπήρχε σημαντικός κίνδυνος να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής, προκειμένου να διενεργηθούν τελωνειακοί έλεγχοι πριν από τη θέση των επίμαχων εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία.

290    Πρέπει δε να υπομνησθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο όχι ότι δεν εφάρμοσε ορθώς τα προφίλ κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC, αλλά, για την ακρίβεια, ότι δεν εφάρμοσε, στο πλαίσιο του δικού του μηχανισμού ανάλυσης και διαχείρισης των κινδύνων, πριν από την έναρξη της επιχείρησης Swift Arrow, κανένα προφίλ κινδύνου πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, ενώ μόνον η μέθοδος αυτή καθιστούσε δυνατό τον εντοπισμό των εισαγωγών για τις οποίες ήταν πιθανόν να είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, ούτως ώστε να προσανατολίζονται ανάλογα οι τελωνειακοί έλεγχοι πριν από την παράδοση των εν λόγω εμπορευμάτων.

291    Αφετέρου, από την ανάλυση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ η οποία πραγματοποιήθηκε στις σκέψεις 208 έως 220 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης, τα αντίμετρα που θα εξασφάλιζαν την καταπολέμησή της κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποτρεπτικό δεν ήταν δυνατόν να περιορίζονται στην εκ των υστέρων είσπραξη δασμών, αφού τέτοια αντίμετρα ήταν, κατά κανόνα, καταδικασμένα σε αποτυχία όσον αφορά τις αφανείς επιχειρήσεις, αλλά έπρεπε αντιθέτως να περιλαμβάνουν τελωνειακούς ελέγχους πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων που δηλώνονταν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.

292    Βάσει του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υποχρεωμένο, προκειμένου να διασφαλίσει την αποτελεσματική και αποτρεπτική καταπολέμηση της απάτης, να επιλέξει ποιες τελωνειακές διασαφήσεις έπρεπε να υποβληθούν σε τέτοιους εκ των προτέρων ελέγχους βάσει ανάλυσης των κινδύνων με τη χρήση ηλεκτρονικών τεχνικών επεξεργασίας δεδομένων, όπερ δεν έπραξε καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα από τις 17 Φεβρουαρίου έως τις 17 Μαρτίου 2014 στο οποίο ανατρέχει η επιχειρησιακή περίοδος ODC Snake.

293    Δεδομένου ότι η Επιτροπή στηρίζει την αιτίασή της μόνο στην παράλειψη αυτή, παρέλκει η εξέταση των διαφόρων αιτιάσεων οι οποίες στρέφονται κατά της μεθόδου OLAF-JRC ως εργαλείου ανάλυσης κινδύνων, στον βαθμό που η μέθοδος αυτή επιβάλλει αυθαίρετα, ή ακόμη και υπερβολικά συμπεριληπτικά κατώτατα όρια κινδύνου, λαμβανομένου υπόψη του αυξημένου αριθμού ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων τα οποία δίνει σε περιπτώσεις εισαγωγών που πραγματοποιούνται από μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων λιανικής πωλήσεως και έχουν μεν χαμηλές τιμές, πλην όμως είναι νόμιμες.

294    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, εφόσον από τις μελέτες που προσαρτώνται στην έκθεση της OLAF προκύπτει ότι οι ΕΑΤ, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως κατώτατα όρια κινδύνου στο πλαίσιο της μεθόδου OLAF‑JRC έχουν καθοριστεί με αφετηρία τις ΔΜΤ επί τη βάσει επιστημονικών ερευνών του JRC οι οποίες περιλάμβαναν ανάλυση ιστογραμμάτων και κατανομή διαφόρων ειδών εισαγωγών ανάλογα με τις τιμές, φαίνεται ότι οι ΕΑΤ δεν είναι αυθαίρετες, αλλά βασίζονται σε αντικειμενικά και ουδέτερα κριτήρια.

295    Επιπλέον, δεδομένου ότι οι ΕΑΤ, ως κατώτατα όρια κινδύνου της μεθόδου OLAF-JRC, βασίζονται σε στατιστικές μέσες τιμές, ήτοι στις ΔΜΤ, και αποσκοπούν μόνο στο να εντοπιστούν οι εισαγωγές που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής, προκειμένου να επαληθευθούν οι δηλωθείσες δασμολογητέες αξίες όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές και όχι προκειμένου να κριθεί αν πράγματι δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής για τις συγκεκριμένες εισαγωγές, η εφαρμογή των κατώτατων αυτών ορίων συνεπάγεται αναπόφευκτα, ως εκ της φύσεώς τους, ότι θα υπάρχει κάποιο ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων.

296    Επομένως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η αξιοπιστία των ΕΑΤ ως προφίλ κινδύνου δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω απλώς και μόνο λόγω του γεγονότος, ακόμη και αν αυτό θεωρηθεί αποδεδειγμένο, ότι το 11,2 % του συνολικού όγκου των νόμιμων εισαγωγών που πραγματοποιούνται από ορισμένες μεγάλες και ευρέως γνωστές αλυσίδες καταστημάτων δηλώνονται σε τιμές κατώτερες των τιμών αυτών. Πράγματι, ένα τέτοιο ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων φαίνεται να είναι εύλογο υπό το πρίσμα της πρακτικής συνεισφοράς των ΕΑΤ στον εντοπισμό των περιπτώσεων της επίμαχης απάτης.

297    Τέλος, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 209 των προτάσεών του, η Επιτροπή διευκρίνισε, απαντώντας σε γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο και χωρίς να αντικρουσθεί επί του σημείου αυτού από το Ηνωμένο Βασίλειο, αφενός, ότι οι ΕΑΤ υιοθετήθηκαν και, εν συνεχεία, εφαρμόστηκαν ως προφίλ κινδύνου στο πλαίσιο της PCA Discount το 2011 και, ακολούθως, στο πλαίσιο της ODC Snake το 2014, κατόπιν διεξοδικής συζήτησης και συναίνεσης μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και, αφετέρου, ότι ο καθορισμός των ΕΑΤ στο 50 % των ΔΜΤ δεν αμφισβητήθηκε, αυτός καθ’ εαυτόν, από κανένα κράτος μέλος καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως.

298    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου του άρθρου 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, καθόσον, στο πλαίσιο της δράσης του για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης κατά το διάστημα της παραβάσεως, το κράτος αυτό δεν διενεργούσε τελωνειακούς ελέγχους βασιζόμενους σε ανάλυση κινδύνων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

3)      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και από το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού

299    Όπως επισημαίνεται στη σκέψη 259 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και από το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού, στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές υποχρεώνουν τις τελωνειακές αρχές να απαιτούν τη σύσταση επαρκούς εγγύησης σε περίπτωση που θεωρούν ότι από την επαλήθευση της τελωνειακής διασάφησης ενδέχεται να προκύψει ποσό δασμού υψηλότερο από εκείνο το οποίο προκύπτει από τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης.

300    Μολονότι είναι δε αληθές, όπως υποστηρίζει και το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού παρέχουν, λόγω της χρήσης του ρήματος «θεωρώ», κάποια διακριτική ευχέρεια στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών όταν αποφασίζουν αν θα απαιτήσουν τη σύσταση εγγυήσεων, εντούτοις η διακριτική αυτή ευχέρεια περιορίζεται, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 218 των προτάσεών του, από την αρχή της αποτελεσματικότητας του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δυνάμει της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά κάθε απάτης ή οιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας ικανής να τα πλήξει.

301    Όπως υπογραμμίστηκε στις σκέψεις 220 και 251 της παρούσας αποφάσεως, το περιεχόμενο της αρχής της αποτελεσματικότητας, στον βαθμό που η αρχή αυτή διέπει την ειδικότερη υποχρέωση την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να εξασφαλίζουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των τελωνειακών δασμών ως ιδίων πόρων της Ένωσης, δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο αφηρημένο και στατικό, αφ’ ης στιγμής εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτής της απάτης ή της άλλης παράνομης δραστηριότητας, τα οποία μπορούν να εξελιχθούν διαχρονικώς.

302    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η επίμαχη απάτη χαρακτηριζόταν από εισαγωγές, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, μεγάλων όγκων των σχετικών προϊόντων από την Κίνα από «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις οι οποίες συστήνονταν ειδικώς για τη διάπραξη της απάτης αυτής, κατείχαν μόνον ελάχιστα στοιχεία ενεργητικού και εξαφανίζονταν ή ετίθεντο υπό εκκαθάριση μόλις υποβάλλονταν σε έλεγχο όσον αφορά την ακρίβεια των δηλωθεισών τελωνειακών αξιών, γεγονός που καθιστούσε, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, εκ προοιμίου ανεδαφική κάθε εκ των υστέρων είσπραξη των δασμών.

303    Σε ένα τέτοιο πλαίσιο απάτης, η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ενάντια στις σημαντικές απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων που ήταν πιθανόν να προκύψουν από τη μη είσπραξη σημαντικών ποσών τελωνειακών δασμών σχετικών με τις μαζικές αυτές εισαγωγές για τις οποίες ήταν πρόδηλο ότι δηλωνόταν δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής με δόλιο τρόπο επέβαλλε, όχι μόνον να τεθεί σε εφαρμογή ένα προφίλ κινδύνου που να καθιστά δυνατό τον αυτοματοποιημένο εντοπισμό όσων εισαγωγών ενείχαν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής και έχρηζαν, κατά συνέπεια, επαλήθευσης ως προς την ακρίβεια των δηλωθεισών τελωνειακών αξιών, αλλά και να ζητείται σε συστηματική βάση η σύσταση εγγυήσεων για τις εισαγωγές αυτές.

304    Όπως όμως διαπιστώθηκε στη σκέψη 247 της παρούσας αποφάσεως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά το διάστημα της παραβάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο απαίτησε τη σύσταση εγγυήσεων μόνον όλως εξαιρετικώς κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής περιόδου της ODC Snake, για συνολικό ποσό που αντιπροσώπευε μόλις το 0,4144 % του συνολικού ποσού των συμπληρωματικών τελωνειακών δασμών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, οι δε εγγυήσεις αυτές ανακτήθηκαν μετά την ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής τις οποίες αφορούσαν.

305    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής ισχυριζόμενο, πρώτον, ότι, εφόσον οι τελωνειακές αρχές του δεν είχαν στη διάθεσή τους στοιχεία βάσει των οποίων να μπορούν να υπολογίσουν το ποσό των εγγυήσεων με βάση κάποια αξιόπιστη προσεγγιστική τιμή, οι εγγυήσεις θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν επιτυχώς στο πλαίσιο διοικητικών και ένδικων προσφυγών αν υπολογίζονταν βάσει ΔΜΤ.

306    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

307    Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 224 των προτάσεών του, δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υπεύθυνο για τον ορθό καθορισμό των δασμολογητέων αξιών που δηλώνονταν κατά την εισαγωγή στο έδαφός του, μέσω της εφαρμογής τελωνειακών ελέγχων οι οποίοι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της επίμαχης απάτης, έπρεπε να περιλαμβάνουν ελέγχους πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν εκείνες που όφειλαν να ζητήσουν από τους αντίστοιχους οικονομικούς φορείς πληροφορίες σχετικές με την ποιότητα των εμπορευμάτων αυτών καθώς και να λάβουν δείγματα στο πλαίσιο φυσικών ελέγχων, αν είχαν δε ενεργήσει κατά τον τρόπο αυτό θα διέθεταν τα απαραίτητα στοιχεία για τον καθορισμό κατάλληλης προσεγγιστικής τιμής την οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για τον υπολογισμό του ορθού ποσού των εγγυήσεων.

308    Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, μολονότι, στο πλαίσιο της ODC Snake, η OLAF προσπάθησε να στηρίξει τη δράση των κρατών μελών ζητώντας από τις κινεζικές αρχές να παράσχουν εξαγωγικές τιμές που ενδεχομένως μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό προσεγγιστικών τιμών των εμπορευμάτων για τα οποία είχε δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής κατά τις εισαγωγές, το γεγονός ότι, σε τελική ανάλυση, οι κινεζικές αρχές έδωσαν τέτοιες εξαγωγικές τιμές σε σχετικά λίγες περιπτώσεις και ότι η χρήση, στο πλαίσιο ένδικων διαδικασιών, των τιμών που δόθηκαν υπέκειτο εξάλλου σε αυστηρούς περιορισμούς δεν αναιρεί το γεγονός ότι ήταν υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου, και όχι της OLAF ή της Επιτροπής, να οργανώσει τον μηχανισμό του για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, ούτως ώστε να μπορεί να διαθέτει επαρκή στοιχεία αναφορικά με την αξία των οικείων εμπορευμάτων, όπως στοιχεία για την ποιότητα ή τον βαθμό του φινιρίσματός τους.

309    Δεύτερον, το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και του άρθρου 244 του εκτελεστικού κανονισμού, επικαλούμενο ότι η υποχρέωση για σύσταση εγγυήσεως σε συστηματική βάση συνιστά αδικαιολόγητη προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων εισαγωγέων και, κατά συνέπεια, αντιβαίνει στο άρθρο 17 του Χάρτη και στο άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1952.

310    Συναφώς, όπως υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 220 και 251 της παρούσας αποφάσεως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης διασφάλισης της πραγματικής και πλήρους είσπραξης των τελωνειακών δασμών ως ιδίων πόρων της Ένωσης, πρέπει να γίνονται οπωσδήποτε σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τον Χάρτη και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης.

311    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι κακώς δεν ζητούσε συστηματικά τη σύσταση εγγυήσεων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων στις περιπτώσεις και μόνον των εισαγωγών των οποίων η δηλωθείσα αξία ήταν χαμηλότερη από ένα κατώτατο όριο κινδύνου, με συνέπεια να ενέχουν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής.

312    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 222 των προτάσεών του, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν εκθέτει συγκεκριμένα για ποιους λόγους μια τέτοια υποχρέωση συστηματικής σύστασης εγγυήσεων για εισαγωγές για τις οποίες διαπιστωνόταν, με τη χρήση προφίλ κινδύνου, ότι ενείχαν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής θα συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων.

313    Επιπλέον, αν η υποχρέωση συστηματικής σύστασης εγγυήσεων για τέτοιες εισαγωγές είναι όντως πιθανόν να συνεπάγεται περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ένας τέτοιος περιορισμός φαίνεται να δικαιολογείται υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

314    Συγκεκριμένα, όπως επιβάλλει η ως άνω διάταξη, ο περιορισμός αυτός προβλέπεται από τον νόμο και σέβεται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, εφόσον είναι αναγκαίος και ανταποκρίνεται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος τους οποίους αναγνωρίζει η Ένωση.

315    Τούτο διότι, κατ’ αρχάς, η υποχρέωση συστηματικής σύστασης εγγύησης για εισαγωγές που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής ανταποκρίνεται πράγματι στον στόχο γενικού συμφέροντος ο οποίος αναγνωρίζεται στο άρθρο 325 ΣΛΕΕ και έγκειται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και, ειδικότερα, στο να λαμβάνουν προς τον σκοπό αυτό οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών τα κατάλληλα μέτρα τελωνειακών ελέγχων προκειμένου να εξασφαλίζουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των τελωνειακών δασμών ως παραδοσιακών ιδίων πόρων.

316    Έπειτα, λαμβανομένου υπόψη του ότι μια εγγύηση αποδεσμεύεται μόλις ο ενδιαφερόμενος εισαγωγέας καταβάλει τους πράγματι οφειλόμενους δασμούς ή αφότου διαπιστωθεί, κατόπιν επαλήθευσης, ότι ο εισαγωγέας δήλωσε ορθώς τη δασμολογητέα αξία των οικείων εμπορευμάτων, η υποχρέωση σύστασης, έστω και συστηματική, μιας τέτοιας εγγύησης έχει αυστηρά προσωρινό χαρακτήρα και σέβεται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

317    Τέλος, ο αναλογικός χαρακτήρας μιας τέτοιας υποχρέωσης έγκειται επίσης στο γεγονός ότι η Επιτροπή προσάπτει ειδικώς στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι δεν επέβαλε την υποχρέωση αυτή μόνο για τις εισαγωγές που ενείχαν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής και εντοπίζονταν πριν από την παράδοση των εμπορευμάτων αυτών με τη βοήθεια αυτοματοποιημένου προφίλ κινδύνου.

318    Πράγματι, όσον αφορά τέτοιου είδους εισαγωγές, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 181α του κανονισμού εφαρμογής και το άρθρο 140 του εκτελεστικού κανονισμού, να διατηρούν αμφιβολίες ως προς τη δηλωθείσα δασμολογητέα αξία, όταν δεν είναι πεπεισμένες ότι η αξία αυτή αντιπροσωπεύει το πράγματι πληρωθέν ή πληρωτέο ποσό και, ως εκ τούτου, υποχρεούνται να θεωρήσουν ότι από την επαλήθευση των οικείων τελωνειακών διασαφήσεων ενδέχεται να προκύψει υψηλότερο πληρωτέο ποσό δασμού από εκείνο το οποίο προκύπτει από τα στοιχεία των εν λόγω τελωνειακών διασαφήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 248 του κανονισμού εφαρμογής και του άρθρου 244 του εκτελεστικού κανονισμού.

319    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, περιορίζοντας κατ’ ουσίαν καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως τον εθνικό του μηχανισμό τελωνειακών ελέγχων για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης σε μέτρα που εφαρμόζονταν μετά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, όπως οι εντολές εκ των υστέρων είσπραξης δασμών, και παραλείποντας να ενσωματώσει κατά τρόπο συστηματικό στον μηχανισμό αυτό μέτρα που να εφαρμόζονται πριν από τον εκτελωνισμό, ειδικότερα δε τη διενέργεια τελωνειακών ελέγχων για εισαγωγές για τις οποίες θα διαπιστωνόταν, μέσω αυτοματοποιημένου προφίλ κινδύνου, ότι ενείχαν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, καθώς και τη συστηματική σύσταση εγγυήσεων για τέτοιες εισαγωγές, δεν τήρησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και από το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού.

320    Το συμπέρασμα αυτό απορρέει κατά βάση από τη διαπίστωση περί έλλειψης αποτελεσματικότητας και, εν προκειμένω, περί πρόδηλης έλλειψης αποτελεσματικότητας του συστήματος τελωνειακών ελέγχων το οποίο εφάρμοσε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, εξαιτίας του ότι ο εν λόγω μηχανισμός, καθόσον επικεντρωνόταν σε ελέγχους διενεργούμενους μετά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, δεν ήταν προσαρμοσμένος στα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης απάτης, ενώ το καθού κράτος είχε επαρκή γνώση τους ήδη από τις απαρχές του διαστήματος της παραβάσεως.

321    Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 227 των προτάσεών του, το ως άνω συμπέρασμα, αναφορικά με τον προδήλως ακατάλληλο και ανεπαρκή χαρακτήρα των τελωνειακών ελέγχων που διενήργησε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, δεν αναιρείται από το επιχείρημα του καθού κράτους ότι έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις τελωνειακών ελέγχων σε ενωσιακό επίπεδο, όπως η PCA Discount το 2011, η ODC Snake το 2014 ή η επιχείρηση Octopus το 2016, και διεξήγαγε τις δικές του επιχειρήσεις, όπως οι επιχειρήσεις Breach ή Samourai.

322    Πράγματι, εναπόκειται στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών να μεριμνούν για την εφαρμογή του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, να διενεργούν κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους προκειμένου να προστατεύουν αποτελεσματικά τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης. Η εκπλήρωση της αποστολής αυτής απαιτεί, εκ μέρους των αρχών, συνεχείς, συνεπείς και συστηματικές προσπάθειες, οι οποίες δεν μπορούν να περιορίζονται στην περιστασιακή συμμετοχή τους σε τελωνειακές επιχειρήσεις των οποίων τα αποτελέσματα είναι, αναπόφευκτα, προσωρινά. Επιπλέον, οι δράσεις τελωνειακών ελέγχων που διεξάγονται σε ενωσιακό Επίπεδο αποσκοπούν βεβαίως στη στήριξη των κρατών μελών, αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δράση την οποία οφείλουν να αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη για τον έλεγχο και την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

323    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η επιχείρηση Breach, την οποία δρομολόγησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τον Μάιο του 2015, ήταν η πρώτη δράση τελωνειακών ελέγχων του Ηνωμένου Βασιλείου με σκοπό ειδικώς την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης και ότι η επιχείρηση Swift Arrow ήταν η πρώτη δράση του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία ενσωμάτωνε συστηματικά στον μηχανισμό τελωνειακών ελέγχων επαληθεύσεις πραγματοποιούμενες πριν από τον εκτελωνισμό εισαγωγών που εντοπίζονταν με τη βοήθεια προφίλ κινδύνου.

324    Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η πρόδηλη έλλειψη αποτελεσματικότητας των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης και, αντιστρόφως, η αποτελεσματικότητα και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας ενός μηχανισμού που ενσωματώνει συστηματικά τελωνειακούς ελέγχους διενεργούμενους πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων και βασισμένους σε προφίλ κινδύνου προκύπτουν επίσης από τα στατιστικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή.

325    Συγκεκριμένα, τα στατιστικά αυτά στοιχεία, τα οποία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, σε παράρτημα των απαντήσεων του θεσμικού οργάνου στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, επιβεβαιώνουν ότι, αφενός, κατά το διάστημα της παραβάσεως, ο όγκος των εισαγωγών που δηλώθηκαν στο τελωνείο στο Ηνωμένο Βασίλειο σε τιμές χαμηλότερες από την ΕΑΤ (ήτοι στο 50 % της ΔΜΤ), ειδικότερα, σε τιμές χαμηλότερες από το 10 % της ΔΜΤ, και, κατά συνέπεια, σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, αυξήθηκε σημαντικά ανά έτος, ενώ ο όγκος των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές ανώτερες από την ΕΑΤ παρέμεινε σχετικά σταθερός.

326    Ο όγκος των εισαγωγών σε τιμές κατώτερες του 10 % της ΔΜΤ αυξήθηκε από 4 189 937 kg το 2011 σε 314 088 517 kg το 2016. Κατά το διάστημα της παραβάσεως, ο όγκος των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν σε δηλωθείσες τιμές χαμηλότερες από την ΕΑΤ αντιστοιχούσε στο 41 % του συνόλου των εισαγωγών των σχετικών προϊόντων από την Κίνα. Για το χρονικό αυτό διάστημα, το 69,5 % των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν σε δηλωθείσες τιμές χαμηλότερες από την ΕΑΤ αφορούσε εισαγωγές σε δηλωθείσες τιμές κατώτερες του 10 % της ΔΜΤ.

327    Επιπλέον, ενώ, τον Δεκέμβριο του 2012, το 51 % των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από την ΕΑΤ δηλώνονταν σε τιμή κατώτερη του 10 % της ΔΜΤ, κατά τον Δεκέμβριο του 2016, το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 85 %.

328    Αφετέρου, από τα στατιστικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι, άπαξ και ξεκίνησε η επιχείρηση Swift Arrow, ήτοι η πρώτη επιχείρηση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου που ενσωμάτωνε συστηματικά στον μηχανισμό των τελωνειακών ελέγχων επαληθεύσεις πριν από τον εκτελωνισμό των εισαγωγών για τις οποίες διαπιστωνόταν, μέσω αυτοματοποιημένου προφίλ κινδύνου, ότι ενείχαν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, οι εισαγωγές που πραγματοποιούνταν σε δηλωθείσες τιμές χαμηλότερες από την ΕΑΤ μειώθηκαν αμέσως κι έφθασαν να εξαφανιστούν σε διάστημα κάποιων μηνών. Πράγματι, οι εισαγωγές με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής υποχώρησαν κατά 90 % μέσα σε χρονικό διάστημα μόνον τριών μηνών.

4)      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλουν το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα

329    Όπως επισημαίνεται στη σκέψη 207 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστεί η αιτίαση περί διαρκούς παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και από το άρθρο 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, λόγω του ότι, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν καταλόγισε τις τελωνειακές οφειλές οι οποίες απέμεναν να εισπραχθούν μόλις οι τελωνειακές αρχές αντιλήφθηκαν την κατάσταση που οδήγησε στη βεβαίωσή τους.

330    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί την αιτίαση αυτή, υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι θα όφειλε να καταλογίσει συμπληρωματικές τελωνειακές οφειλές μόνον αν ήταν υποχρεωμένο να επαληθεύσει τις οικείες τελωνειακές διασαφήσεις, δεδομένου ότι ο υπολογισμός των νομίμως οφειλομένων συμπληρωματικών δασμών θα ήταν δυνατός μόνον αν οι εν λόγω τελωνειακές διασαφήσεις είχαν προηγουμένως επαληθευθεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται όμως ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να επαληθεύει τις τελωνειακές διασαφήσεις των οποίων η αξία ήταν χαμηλότερη από τα κατώτατα όρια που καθόρισε η OLAF και, ως εκ τούτου, δεν τις επαλήθευσε. Εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση εγγραφής των δασμών στα λογιστικά βιβλία των ιδίων πόρων της Ένωσης απαιτούσε να διαθέτει το Ηνωμένο Βασίλειο συγκεκριμένα οφειλόμενα ποσά τα οποία δεν καταλόγισε. Όμως, το Ηνωμένο Βασίλειο, ακόμη και αν είχε διενεργήσει ελέγχους, δεν θα είχε στη διάθεσή του τις πληροφορίες αυτές.

331    Συναφώς, στο μέτρο που η Επιτροπή, με την αιτίασή της περί παραβάσεως του άρθρου 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, ότι δεν καταλόγισε το σύνολο των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών εντός των προβλεπόμενων από τις διατάξεις αυτές προθεσμιών, από την εξέταση του πρώτου λόγου της προσφυγής προκύπτει ότι, κατά παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα τελωνειακών ελέγχων προς επαλήθευση των δηλωθεισών δασμολογητέων αξιών όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές.

332    Επομένως, ως προς τις εισαγωγές αυτές, οι οικείες τελωνειακές αρχές δεν τήρησαν την υποχρέωση που υπείχαν να εξασφαλίσουν, με κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους, ότι οι δασμολογητέες αξίες καθορίζονται ορθώς σύμφωνα με τους κανόνες του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης.

333    Κατά συνέπεια, υπολογίζοντας, για τις ίδιες εισαγωγές, τα ποσά των τελωνειακών δασμών βάσει εσφαλμένων αξιών, αφού επρόκειτο για προδήλως υπερβολικά χαμηλές αξίες, και στη συνέχεια καταλογίζοντας τα συγκεκριμένα ποσά, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και του άρθρου 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, δεν καταλόγισαν με αποτελεσματικό τρόπο το σύνολο των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών εντός των προβλεπόμενων από τις διατάξεις αυτές προθεσμιών.

334    Ειδικότερα, δεν καταλόγισαν εγκαίρως, κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων, τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των δασμών που υπολογίστηκαν βάσει των εσφαλμένων δηλωθεισών αξιών και των δασμών που θα είχαν βεβαιωθεί αν είχαν υπολογιστεί βάσει των πραγματικών αξιών των οικείων εμπορευμάτων σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης περί καθορισμού της δασμολογητέας αξίας.

335    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση από το Ηνωμένο Βασίλειο των υποχρεώσεων που υπείχε από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 13 και από το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 46 και από το άρθρο 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, καθώς και από το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής και από το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού.

2.      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την απόδοση των τελωνειακών δασμών ως παραδοσιακών ιδίων πόρων 

336    Με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, ο οποίος αφορά ορισμένες από τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην πρώτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και τη μοναδική αιτίαση που διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αυτού αιτήματος, πρώτον, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παρέβη τη νομοθεσία της Ένωσης περί ιδίων πόρων και, ειδικότερα, τα άρθρα 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, καθώς και τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014, στον βαθμό που, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως, δεν απέδωσε στο ως άνω θεσμικό όργανο τους οφειλόμενους παραδοσιακούς ίδιους πόρους. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την εκτίμησή της, οι απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων είσπραξης αλλά πλέον τόκων υπερημερίας, οι οποίες πρέπει, κατά συνέπεια, να της αποδοθούν από το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, αντιστοιχούν στα ακόλουθα ποσά:

–        496 025 324,30 ευρώ για το 2017 (έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017)·

–        646 809 443,80 ευρώ για το 2016·

–        535 290 329,16 ευρώ για το 2015·

–        480 098 912,45 ευρώ για το 2014·

–        325 230 822,55 ευρώ για το 2013·

–        173 404 943,81 ευρώ για το 2012·

–        22 777 312,79 ευρώ για το 2011.

α)      Επί της αιτίασης περί παραβάσεως από το Ηνωμένο Βασίλειο της κατ’ αρχήν υποχρέωσής του να αποδώσει παραδοσιακούς ίδιους πόρους

337    Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει αφενός ότι, εφόσον, όπως ισχυρίζεται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου της προσφυγής, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν διενήργησαν τους κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους κατά το διάστημα της παραβάσεως, τα εμπορεύματα που αποτέλεσαν αντικείμενο των επίμαχων εισαγωγών δεν δηλώθηκαν ορθώς όσον αφορά τη δασμολογητέα αξία τους, με αποτέλεσμα οι οφειλόμενοι δασμοί για αυτά να μην υπολογιστούν ορθώς και τα ποσά των ιδίων πόρων τα οποία αντιστοιχούν στους δασμούς αυτούς και έπρεπε να είχαν βεβαιωθεί να μη βεβαιωθούν ούτε να αποδοθούν κατά τον προβλεπόμενο χρόνο.

338    Αφετέρου, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι, στο πλαίσιο της ODC Snake, οι τελωνειακές αρχές του ακύρωσαν από τον Ιούνιο του 2015 τις τελωνειακές οφειλές τις οποίες είχαν προηγουμένως βεβαιώσει με εντολές εκ των υστέρων είσπραξης που εκδόθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015, ήτοι τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake σχετικά με τις επίμαχες εισαγωγές που είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ Νοεμβρίου 2011 και Νοεμβρίου 2014, και ότι, ως εκ τούτου, εξαιτίας διοικητικών σφαλμάτων για τα οποία ευθύνονται οι τελωνειακές αρχές του, δεν απέδωσε στο ως άνω θεσμικό όργανο τους οφειλόμενους παραδοσιακούς ίδιους πόρους όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές.

1)      Επί της κατ’ αρχήν ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου για τη μη βεβαίωση απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων της Ένωσης

339    Προκειμένου να εξεταστούν οι διάφορες αιτιάσεις της Επιτροπής και οι αμυντικοί ισχυρισμοί τους οποίους προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθούν τα χαρακτηριστικά του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης, όπως έχουν συνοψιστεί από το Δικαστήριο στη νομολογία του.

340    Από το άρθρο 8, παράγραφος 1, των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335 προκύπτει ότι οι ίδιοι πόροι της Ένωσης για τους οποίους γίνεται λόγος, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως 2007/436 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2014/335, εισπράττονται από τα κράτη μέλη, που υποχρεούνται να τους αποδώσουν στην Επιτροπή (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

341    Προς τούτο, τα κράτη μέλη είναι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, των κανονισμών 1150/2000 και 609/2014, υποχρεωμένα να βεβαιώσουν απαίτηση επί των ιδίων πόρων της Ένωσης άπαξ και πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία «όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη» και, επομένως, μόλις οι αρχές τους είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών το οποίο προκύπτει από τελωνειακή οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά το άρθρο 2 των κανονισμού αυτών, να εγγράψουν τις βεβαιωθείσες απαιτήσεις στα λογιστικά βιβλία των ιδίων πόρων της Ένωσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 των ως άνω κανονισμών. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1150/2000 και του άρθρου 6, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014, απαίτηση που έχει βεβαιωθεί αλλά δεν έχει ακόμη εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτήν καμία ασφάλεια, καταχωρίζεται στα λογιστικά βιβλία Β (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

342    Τα κράτη μέλη πρέπει στη συνέχεια να αποδώσουν τους ίδιους πόρους της Ένωσης στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται, με πανομοιότυπη διατύπωση, στα άρθρα 9 έως 11 του κανονισμού 1150/2000 και στα άρθρα 9, 10 και 12 του κανονισμού 609/2014, πιστώνοντας τα σχετικά ποσά, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, στον λογαριασμό ο οποίος έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτόν στο όνομα του θεσμικού οργάνου. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000 και κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, κάθε καθυστέρηση στην πίστωση των εν λόγω ποσών στον λογαριασμό αυτόν γεννά, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 58).

343    Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000 και του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2 των κανονισμών αυτών, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή.

344    Εξάλλου, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000 και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014, τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των ποσών που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα έσοδα μόνον αν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή προκύπτει ότι είναι οριστικώς αδύνατο να προβούν στην είσπραξη για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογιστούν.

345    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η διαχείριση του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης ανατίθεται στα κράτη μέλη και εμπίπτει στην αποκλειστική ευθύνη τους. Επομένως, οι υποχρεώσεις είσπραξης, βεβαίωσης και εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων με σκοπό την απόδοσή τους στην Επιτροπή επιβάλλονται ευθέως στα κράτη μέλη δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων και, εν προκειμένω, των αποφάσεων 2007/5436 και 2014/335, καθώς και των κανονισμών 1150/2000 και 609/2014 (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

346    Τέλος, αφ’ ης στιγμής υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της είσπραξης των εσόδων από δασμούς και της απόδοσης των αντίστοιχων πόρων στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη οφείλουν, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να προστατεύουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης καταπολεμώντας την απάτη ή οιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των συμφερόντων αυτών, καθώς και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την πλήρη και πραγματική είσπραξη των δασμών και, κατ’ επέκταση, των πόρων για τους οποίους έγινε λόγος ανωτέρω [πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Ανάκτηση τελωνειακού χρέους), C‑304/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:601, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

347    Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης και σύμφωνα με τα όσα επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 240 των προτάσεών του, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, επειδή, όπως κρίθηκε κατόπιν της εξέτασης του πρώτου λόγου της προσφυγής, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έλαβαν, κατά το διάστημα της παραβάσεως και εν αντιθέσει προς τα όσα ορίζουν το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης, μέτρα ικανά να διασφαλίσουν ότι οι δασμολογητέες αξίες των επίμαχων εισαγωγών κατά το διάστημα αυτό καθορίζονταν με ακρίβεια, όπως η διενέργεια ελέγχων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων βάσει ανάλυσης κινδύνων και η υποχρέωση σύστασης εγγυήσεων για τις εισαγωγές για τις οποίες διαπιστωνόταν, μέσω προφίλ κινδύνου, ότι ενείχαν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής, το καθού κράτος υπολόγισε τις τελωνειακές οφειλές, όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές βάσει ανακριβών αξιών αφού, κατά κανόνα, επρόκειτο για αξίες χαμηλότερες από τις πραγματικές αξίες των οικείων εμπορευμάτων. Επομένως, δεν καταλόγισε το σύνολο των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών ούτε, κατά συνέπεια, βεβαίωσε ή απέδωσε στην Επιτροπή, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335 καθώς και των άρθρων 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000 και των αντίστοιχων διατάξεων των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014, το σύνολο των ιδίων πόρων που αφορούσαν τις εν λόγω εισαγωγές κατά τον προβλεπόμενο χρόνο.

348    Το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή. Υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που με την υπό κρίση προσφυγή ζητείται από το Δικαστήριο να το υποχρεώσει να αποδώσει στην Επιτροπή ορισμένα ποσά ιδίων πόρων, η υπό κρίση προσφυγή συνιστά αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι οι τελωνειακές αρχές διενήργησαν ακατάλληλους ελέγχους επί των εισαγωγών οι οποίες δηλώνονταν δολίως με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

349    Επομένως, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν κάθε αγωγή αποζημιώσεως, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ελέγχων αυτών και των απωλειών ιδίων πόρων τις οποίες το θεσμικό όργανο ζητεί ως αποζημίωση.

350    Ωστόσο, τέτοια αιτιώδης συνάφεια δεν υφίσταται. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, τίθεται το ερώτημα τι θα είχε συμβεί αν είχαν ληφθεί για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, τα μέτρα τελωνειακών ελέγχων που πρότειναν η OLAF και η Επιτροπή ήτοι, κυρίως, η διενέργεια ελέγχων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων βάσει προφίλ κινδύνου.

351    Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, αν είχαν ληφθεί τέτοια μέτρα, οι επίμαχες εισαγωγές απλώς δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί, οπότε δεν θα είχε προκληθεί καμία απώλεια για τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Συγκεκριμένα, οι ενδιαφερόμενοι οικονομικοί φορείς δεν θα ήταν διατεθειμένοι να καταβάλουν τους οφειλόμενους για τις επίμαχες εισαγωγές τελωνειακούς δασμούς, αφ’ ης στιγμής, ιδίως, η αμοιβή τους εξαρτιόταν από τα ποσά των διαφυγόντων τελωνειακών δασμών.

352    Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι δεν απέδωσε στην Επιτροπή τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους που οφείλονταν για τις επίμαχες εισαγωγές, των οποίων θύμα εξάλλου ήταν το ίδιο το κράτος αυτό. Κατά συνέπεια, το εν λόγω κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για καμία απώλεια των ιδίων αυτών πόρων.

353    Η επιχειρηματολογία αυτή είναι απορριπτέα.

354    Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 180 επ. της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το καθού κράτος να καταβάλει αποζημίωση, οπότε η υπό κρίση προσφυγή δεν συνιστά αγωγή αποζημιώσεως, και ότι ουδεμία άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ακατάλληλων ελέγχων των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και των απωλειών ιδίων πόρων απαιτείται να θεμελιωθεί λόγω του αποζημιωτικού χαρακτήρα που φέρεται να έχει η παρούσα διαδικασία.

355    Ομοίως, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε από την απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑391/17, EU:C:2019:919), προκύπτει απαίτηση να αποδείξει η Επιτροπή άμεση αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης και των καταλογιστέων σε κράτος μέλος απωλειών ιδίων πόρων.

356    Είναι αληθές ότι, στις σκέψεις 121 και 122 της αποφάσεως εκείνης, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έκφραση «αιτιώδης συνάφεια», αναφερόμενο στη σύνδεση μεταξύ μιας παράτυπης ενέργειας των τελωνειακών αρχών της Ανγκουίλα (υπερπόντιου εδάφους του Ηνωμένου Βασιλείου) και των απωλειών ιδίων πόρων λόγω παραβάσεως της αποφάσεως 91/482/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ 1991, L 263, σ. 1), στο πλαίσιο της εξέτασης και, εν συνεχεία, της απόρριψης της επιχειρηματολογίας που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο περί έλλειψης τέτοιας συνάφειας. Εντούτοις, από τη σκέψη 120 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει ότι η ως άνω έκφραση αναφέρεται στο ζήτημα κατά πόσον η παράτυπη αυτή ενέργεια «προκάλεσε, μετά βεβαιότητος, απώλεια ιδίων πόρων», ερώτημα στο οποίο το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά στη σκέψη 120, βάσει της διαπιστώσεως ότι η παράτυπη ενέργεια είχε ως συνέπεια να δεχθούν οι ιταλικές αρχές προϊόντα προελεύσεως Ανγκουίλα για άνευ δασμών εισαγωγή στην Ένωση και να εκδώσουν αποφάσεις διαγραφής και επιστροφής των τελωνειακών δασμών.

357    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη κατάλληλων ελέγχων από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά τις τελωνειακές αξίες που δηλώνονταν για τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως είχε ως συνέπεια οι αντίστοιχοι δασμοί να υπολογιστούν και να καταλογιστούν βάσει αξιών με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και, λόγω αυτού, τα οικεία προϊόντα να γίνουν δεκτά για εισαγωγή στην Ένωση παρότι είχε καταβληθεί ένα μικρό μέρος μόνον των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών. Ως εκ τούτου, αυτή η έλλειψη κατάλληλων ελέγχων προκάλεσε, μετά βεβαιότητας, απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης.

358    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, το ερώτημα που πρέπει να τεθεί συναφώς προκειμένου να κριθεί αν προκλήθηκαν απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης λόγω του ακατάλληλου χαρακτήρα του μηχανισμού τελωνειακών ελέγχων δεν αφορά το κατά πόσον οι επίμαχες εισαγωγές θα είχαν πραγματοποιηθεί σε περίπτωση που οι τελωνειακοί έλεγχοι τους οποίους πρότειναν η OLAF και η Επιτροπή είχαν όντως διενεργηθεί, αλλά μόνον το ποια θα ήταν τα ποσά των τελωνειακών δασμών που θα καταλογίζονταν και των απωλειών ιδίων πόρων της Ένωσης που θα βεβαιώνονταν από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αν οι εισαγωγές αυτές, οι οποίες αδιαμφισβήτητα πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση στο έδαφος του ως άνω κράτους, είχαν επαληθευθεί καταλλήλως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τελωνειακοί δασμοί υπολογίζονται βάσει ορθώς καθορισμένων τελωνειακών αξιών, και όχι βάσει δασμολογητέων αξιών προδήλως χαμηλότερων των πραγματικών, σύμφωνα με τους κανόνες του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

359    Ως προς το ζήτημα αυτό, από τη νομολογία που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 346 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, εφόσον υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της είσπραξης των εσόδων από δασμούς και της απόδοσης των αντίστοιχων παραδοσιακών ιδίων πόρων στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη οφείλουν, δυνάμει του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την πλήρη και πραγματική είσπραξη των δασμών και, κατ’ επέκταση, των αντίστοιχων ποσών των πόρων.

360    Εν προκειμένω, όμως, όπως κρίθηκε κατά το πέρας της εξετάσεως του πρώτου λόγου της προσφυγής, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έλαβε, κατά το διάστημα της παραβάσεως, τα αναγκαία προς τούτο μέτρα.

361    Ως εκ τούτου, οι δασμοί επί των εμπορευμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο των επίμαχων εισαγωγών υπολογίστηκαν βάσει αξιών για τις οποίες ευλόγως πιστεύεται ότι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, δηλώθηκαν δολίως καθόσον ήταν κατά πολύ χαμηλότερες από την πραγματική τους αξία και, κατά συνέπεια, δεν καθορίστηκαν ορθώς.

362    Επομένως, ο ακατάλληλος χαρακτήρας των ελέγχων αυτών είχε ως συνέπεια τα ποσά των τελωνειακών δασμών και των ιδίων πόρων που πράγματι οφείλονταν για τις επίμαχες εισαγωγές να μην εισπραχθούν στην πράξη πλήρως και να μην αποδοθούν στην Επιτροπή από το Ηνωμένο Βασίλειο.

363    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να είχαν βεβαιωθεί ορθώς ήδη από τότε που πραγματοποιήθηκαν οι εισαγωγές των εμπορευμάτων και έγινε ο επακόλουθος εκτελωνισμός τους, αν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν προβεί στις αναγκαίες επαληθεύσεις, το καθού κράτος πρέπει να αντιμετωπιστεί, όσον αφορά το διάστημα της παραβάσεως, ως εάν είχε βεβαιώσει ορθώς τις τελωνειακές απαιτήσεις και τις είχε καταχωρίσει στα λογιστικά βιβλία των ιδίων πόρων της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑23/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:160, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

364    Επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 265 των προτάσεών του, αν, λόγω των ακατάλληλων ελέγχων που διενεργούσαν, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου παρέλειψαν, κατά παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν από το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και από το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης, να εισπράξουν, ενδεχομένως λόγω δικών τους σφαλμάτων, το σύνολο των τελωνειακών δασμών που οφείλονταν για τις επίμαχες εισαγωγές, τούτο δεν θέτει εν αμφιβόλω την υποχρέωση την οποία υπέχει το Ηνωμένο Βασίλειο να αποδώσει στην Επιτροπή τους πόρους που θα είχαν βεβαιωθεί αν οι εν λόγω δασμοί είχαν καταλογιστεί ορθώς.

365    Τέλος, δεδομένου ότι, καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως, μαζικές ποσότητες των οικείων εμπορευμάτων εισήχθησαν με δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς να έχει επαληθευθεί η ακρίβεια των δηλωθεισών αξιών σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας πριν από τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία, το καθού κράτος δημιούργησε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση η οποία οδήγησε σε σημαντικές απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης για τις οποίες πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνο.

366    Πέραν του ότι η υποθετική ανασύσταση των γεγονότων την οποία προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο προϋποθέτει μια εικοτολογική παραδοχή στην οποία δεν είναι δυνατόν να στηριχθεί το Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αντισταθμίσει τις απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης, η ανασύσταση αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θέσει εν αμφιβόλω το υποστατό και το μέγεθος των ζημιών που προκάλεσαν οι επίμαχες εισαγωγές.

2)      Επί της ευθύνης του Ηνωμένου Βασιλείου για τις απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake

367    Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση της Επιτροπής ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά παράβαση του άρθρου 13 του κανονισμού 609/2014, δεν της απέδωσε τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους που οφείλονταν όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2011 και Νοεμβρίου 2014, στον βαθμό που οι τελωνειακές αρχές του ακύρωσαν μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2015 τις αποφάσεις περί εκ των υστέρων είσπραξης συμπληρωματικών δασμών οι οποίες είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο της ODC Snake, ειδικότερα δε τις 23 ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake που εκδόθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015, προς είσπραξη συνολικού ποσού συμπληρωματικών τελωνειακών δασμών ανερχόμενου, τελικώς, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, σε 192 568 694,30 GBP.

368    Δεν αμφισβητείται ότι οι συμπληρωματικοί τελωνειακοί δασμοί των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake καταλογίστηκαν και κοινοποιήθηκαν στους οφειλέτες τους, ότι τα ποσά των ιδίων πόρων τα οποία αντιστοιχούσαν στους εν λόγω δασμούς καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία Β σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, των κανονισμών 1150/2000 και 609/2014, εφόσον επρόκειτο για απαιτήσεις που είχαν βεβαιωθεί, αλλά δεν είχαν ακόμη εισπραχθεί και δεν είχε συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια, και ότι οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ακύρωσαν, στη συνέχεια, τις προαναφερθείσες ειδοποιήσεις πληρωμής και ανακάλεσαν την εγγραφή των ποσών αυτών στα οικεία λογιστικά βιβλία.

369    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι η ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake ήταν δικαιολογημένη αφ’ ης στιγμής είχε καταστεί οριστικώς αδύνατη η είσπραξη των σχετικών απαιτήσεων για λόγους που δεν μπορούν να του καταλογιστούν, όπερ σημαίνει ότι, κατά συνέπεια, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 609/2014, απαλλάχθηκε από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των ποσών που αντιστοιχούν στους βεβαιωθέντες δασμούς.

370    Κατά το καθού κράτος, η είσπραξη των δασμών που βεβαιώθηκαν με τις εν λόγω ειδοποιήσεις πληρωμής κατέστη οριστικώς αδύνατη, αφενός, επειδή οι οφειλέτες των δασμών αυτών ήταν «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, δηλαδή επιχειρήσεις είτε αφανείς είτε αφερέγγυες, και, αφετέρου, διότι από τις αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν στο πλαίσιο της εξετάσεως των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά των ειδοποιήσεων αυτών ενώπιον ανεξάρτητης υπηρεσίας της HMRC προέκυπτε ότι οι συμπληρωματικοί τελωνειακοί δασμοί των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις επίμαχες ειδοποιήσεις πληρωμής είχαν υπολογιστεί βάσει των ΔΜΤ και, συνεπώς, βάσει μιας «μεθόδου απαράδεκτης και ανεπαρκώς τεκμηριωμένης».

371    Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον ως άνω κανονισμό.

372    Εν προκειμένω, όπως επιβεβαιώνεται από τις προσκομισθείσες από το Ηνωμένο Βασίλειο σε παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως λεπτομέρειες των υπολογισμών των συμπληρωματικών τελωνειακών δασμών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, οι συμπληρωματικοί αυτοί δασμοί υπολογίστηκαν εσφαλμένως βάσει των ΔΜΤ.

373    Πρόκειται όμως για διοικητικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, αφού, όπως επανειλημμένως υπογράμμισε η OLAF στο πλαίσιο των μεταξύ τους συναντήσεων και όπως, άλλωστε, προέκυπτε σαφώς από τις κατευθυντήριες γραμμές της PCA Discount, οι ΔΜΤ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνον ως εργαλείο ανάλυσης κινδύνων, δηλαδή ως εργαλείο για τον εντοπισμό, βάσει προφίλ κινδύνου, των εισαγωγών που ήταν πιθανόν να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και που έπρεπε να επαληθευθούν, και όχι για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας τους.

374    Επομένως, το Ηνωμένο Βασίλειο, προκειμένου να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, όφειλε να διορθώσει το διοικητικό αυτό σφάλμα, ως αναγκαίο μέτρο για να αποδοθούν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούσαν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού, έσοδα. Ειδικότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υποχρεωμένο να καθορίσει εκ νέου τη δασμολογητέα αξία εφαρμόζοντας μία από τις μεθόδους που προβλέπονται συναφώς από το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, από τους επάλληλους κανόνες των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, όπως τα άρθρα 70 έως 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

375    Το Δικαστήριο έχει κρίνει επ’ αυτού ότι οι προβλεπόμενες από τα εν λόγω άρθρα μέθοδοι καθορισμού της δασμολογητέας αξίας συνδέονται με σχέση επικουρικότητας, ούτως ώστε, εάν μια τέτοια αξία δεν μπορεί να καθοριστεί κατ’ εφαρμογήν ενός συγκεκριμένου άρθρου χωρεί εφαρμογή του αμέσως επόμενου, κατά την προκαθορισμένη σειρά, άρθρου (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, EURO 2004.Hungary, C‑291/15, EU:C:2016:455, σκέψη 29).

376    Από τη δικογραφία η οποία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο, και ειδικότερα από τα πρακτικά της συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2015 μεταξύ της OLAF και της HMRC προκύπτει επίσης ότι οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αντιλήφθηκαν ταχέως το σφάλμα στο οποίο είχαν υποπέσει, αλλά αποφάσισαν να ακυρώσουν τις ειδοποιήσεις είσπραξης, αντί να τις εκδώσουν εκ νέου αφού τις διορθώσουν εφαρμόζοντας μία από τις διαλαμβανόμενες στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως μεθόδους, για να καθορίσουν ορθώς τη δασμολογητέα αξία. Πλην όμως, μια τέτοια απόφαση περί μη επανέκδοσης των ειδοποιήσεων είσπραξης κατόπιν της διόρθωσής τους συνιστά επίσης διοικητικό σφάλμα.

377    Στο πλαίσιο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι, ενώ η OLAF είχε δεσμευθεί να του παράσχει στοιχεία προερχόμενα από τις κινεζικές αρχές σχετικά με τις εξαγωγικές τιμές, ελάχιστα από τα στοιχεία αυτά του παρασχέθηκαν τελικώς υπό τέτοια μορφή ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων σύμφωνα με τους επάλληλους κανόνες των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Ομοίως, το καθού κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν διέθετε στοιχεία τα οποία να αφορούν την αξία των εμπορευμάτων αυτών και να του επιτρέπουν να καθορίσει τη δασμολογητέα αξία σύμφωνα με τους προαναφερθέντες κανόνες.

378    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι αποκλειστικώς υπεύθυνα για την εφαρμογή του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν υποχρεωμένο να εφαρμόσει τα κατάλληλα μέτρα, όπως φυσικούς ελέγχους, αιτήσεις παροχής πληροφοριών και εγγράφων ή δειγματοληψία, προκειμένου να εξασφαλίσει επαρκή στοιχεία χάρη στα οποία θα βεβαιωνόταν ότι οι οικείες δασμολογητέες αξίες καθορίζονταν ορθώς. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αντλήσει όφελος από την αδράνειά του για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν απέδωσε στην Επιτροπή τους οφειλόμενους πόρους.

379    Επομένως, στο μέτρο που οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αποφάσισαν να ακυρώσουν τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, αντί να τις εκδώσουν εκ νέου αφού προηγουμένως τις διορθώσουν αντικαθιστώντας τις ΔΜΤ με δασμολογητέες αξίες καθορισθείσες σύμφωνα με τις επάλληλες μεθόδους του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, το καθού κράτος δεν έλαβε, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 609/2014, τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στους βεβαιωθέντες δασμούς ή στους δασμούς που έπρεπε να βεβαιωθούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού, να αποδοθούν στην Επιτροπή κατά τους προβλεπόμενους στον οικείο κανονισμό όρους.

380    Εν συνεχεία, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014, τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρέωσης να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν μόνον αν η ανάκτησή τους δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή όταν αποδεικνύεται ότι η ανάκτηση καθίσταται οριστικώς αδύνατη για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογιστούν.

381    Συναφώς, μόνον εφόσον τηρήσει τη διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 609/2014 μπορεί ένα κράτος μέλος να επικαλεστεί μια τέτοια απαλλαγή, η οποία έχει ως εκ της φύσεώς της χαρακτήρα εξαίρεσης.

382    Η διαδικασία αυτή τίθεται εν κινήσει με τη διαβίβαση από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος στην Επιτροπή, εντός τριών μηνών από την απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής με την οποία τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται μη ανακτήσιμα, έκθεσης με τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ. Η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει «όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα» οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του προαναφερθέντος κανονισμού λόγοι οι οποίοι εμπόδισαν το κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά, καθώς και αναφορά στα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση. Η Επιτροπή διαθέτει τότε, για να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος, προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης ή από την ημερομηνία παραλαβής των συμπληρωματικών πληροφοριών που κρίνει αναγκαίο να ζητήσει.

383    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν τήρησε την κατά τα ανωτέρω διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει ανοικτό διάλογο με την Επιτροπή και στηρίζεται σε σαφή και εμπεριστατωμένη έκθεση των λόγων για τους οποίους το κράτος αυτό θεωρεί ότι δικαιολογείται η απαλλαγή του από την υποχρέωση απόδοσης των πόρων που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014.

384    Πράγματι, οι τελωνειακές οφειλές που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake δεν φαίνεται να δηλώθηκαν ως μη ανακτήσιμες με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που να βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014. Συγκεκριμένα, δεν συνιστούν τέτοια απόφαση διαγραφής απαιτήσεων οι επιστολές με τις οποίες ένα όργανο της HMRC ακύρωσε τις ειδοποιήσεις πληρωμής στο πλαίσιο διαδικασιών διοικητικής επανεξετάσεως.

385    Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέλειψε επίσης να διαβιβάσει στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως, «όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα» οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014 λόγοι οι οποίοι το εμπόδισαν να αποδώσει τα ποσά που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, καθώς και πληροφορίες σχετικές με τα μέτρα που έλαβε στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ανάκτηση.

386    Συνακόλουθα, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της ή, ενδεχομένως, να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες εντός της προθεσμίας των έξι μηνών που της έχει ταχθεί.

387    Πρέπει να προστεθεί ότι, επί της ουσίας, το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται ως λόγους για τους οποίους κατέστη οριστικώς αδύνατο να προβεί στην είσπραξη των δασμών που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, το γεγονός, αφενός, ότι οι οφειλέτες των δασμών ήταν «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, δηλαδή αφανείς ή αφερέγγυες επιχειρήσεις, και, αφετέρου, ότι οι εν λόγω δασμοί είχαν υπολογιστεί βάσει των ΔΜΤ και ότι δεν υπήρχαν άλλες μέθοδοι για τον καθορισμό της αξίας των οικείων εμπορευμάτων οι οποίες να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό, όπως οι εξαγωγικές τιμές που είχε δεσμευθεί να παράσχει η OLAF, χωρίς εντούτοις να το πράξει.

388    Όμως, οι λόγοι τους οποίους επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι ικανοί να το απαλλάξουν από την υποχρέωση να αποδώσει στην Επιτροπή ίδιους πόρους που απορρέουν από τους βεβαιωθέντες με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake δασμούς.

389    Συγκεκριμένα, αν οι επίμαχοι δασμοί αποδείχθηκαν μη ανακτήσιμοι από τις οικείες «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, τούτο οφείλεται σε διττό διοικητικό σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι, μόλις οι τελευταίες αντιλήφθηκαν το σφάλμα τους το οποίο συνίστατο στον υπολογισμό των δασμών βάσει των ΔΜΤ, ενώ η OLAF είχε επισημάνει σαφώς ότι οι τιμές αυτές έπρεπε να χρησιμοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο της ανάλυσης κινδύνων, προτίμησαν να ακυρώσουν τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, αντί να τις εκδώσουν εκ νέου αφού τις διορθώσουν εγκαίρως στηριζόμενες σε μία από τις επάλληλες μεθόδους του δικαίου της Ένωσης οι οποίες διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

390    Επιπλέον, η αδυναμία ανάκτησης των τελωνειακών δασμών που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake οφείλεται, εν τέλει, στην έλλειψη φυσικών ελέγχων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων, συνοδευόμενων από τη λήψη δειγμάτων και εφαρμοζόμενων κατά τρόπο επαρκώς συστηματικό. Πράγματι, η έλλειψη τέτοιων ελέγχων είχε ως συνέπεια οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να μη διαθέτουν, παρά την αποκλειστική ευθύνη που υπέχουν συναφώς, τα αναγκαία στοιχεία, ιδίως στοιχεία σχετικά με την ποιότητα των ως άνω εμπορευμάτων, τα οποία να καθιστούν δυνατό τον καθορισμό της αξίας τους σύμφωνα με τις διατάξεις του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης.

391    Ομοίως, μολονότι, εκ των πραγμάτων, η εκ των υστέρων είσπραξη δασμών από τις λεγόμενες «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις αποδείχθηκε αδύνατη, στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, λόγω της αφερεγγυότητάς τους, η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί –και θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί– αν οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν απαιτήσει, κατά τρόπο συστηματικό, όπως επανειλημμένως τους είχαν συστήσει η OLAF και η Επιτροπή, τη σύσταση εγγυήσεων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

392    Καίτοι, μετά την ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν εξέδωσαν εκ νέου τις ειδοποιήσεις πληρωμής με την αιτιολογία ότι δεν διέθεταν τα αναγκαία στοιχεία για τον καθορισμό της αξίας των οικείων εμπορευμάτων βάσει των κανόνων του δικαίου της Ένωσης οι οποίοι διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ένας ισχυρισμός αυτού του είδους, καθόσον πηγάζει από την εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου παράβαση της αποκλειστικής ευθύνης που υπείχε να διασφαλίσει ότι οι δασμολογητέες αξίες είχαν καθοριστεί ορθώς βάσει φυσικών και εγγράφων στοιχείων, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την απαλλαγή του από την ευθύνη να αποδώσει στην Επιτροπή τους σχετικούς με τις ειδοποιήσεις πληρωμής πόρους δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014.

393    Στο πλαίσιο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την ευθύνη την οποία υπείχε να διασφαλίσει ότι οι δασμολογητέες αξίες των οικείων εμπορευμάτων είχαν καθοριστεί ορθώς βάσει στοιχείων συλλεγέντων προς τούτο από τις τελωνειακές αρχές του, ισχυριζόμενο ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει ελάχιστα μόνον από τα προερχόμενα από τις κινεζικές αρχές στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγικές τιμές που του παρείχε η OLAF στο πλαίσιο της ODC Snake. Πράγματι, οι τιμές αυτές μπορούσαν, το πολύ, να αποτελέσουν συμπληρωματικό εργαλείο για τον καθορισμό της ορθής δασμολογητέας αξίας των επίμαχων εισαγωγών βάσει μίας από τις μεθόδους που προβλέπουν οι κανόνες του δικαίου της Ένωσης για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα στοιχεία σχετικά με την αξία των εισαγωγών αυτών, τα οποία όφειλαν να λάβουν οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων τελωνειακών ελέγχων πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

394    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας, αφού βεβαίωσε απαίτηση της Ένωσης επί των ιδίων πόρων, να αποδώσει στην Επιτροπή το αντίστοιχο ποσό, χωρίς να πληρούται κάποια εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, από τα άρθρα 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335 (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

395    Κατά συνέπεια, όπως παρατήρησε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 250 των προτάσεών του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λόγω της ακύρωσης των 23 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake και της μη απόδοσης στην Επιτροπή των σχετικών παραδοσιακών ιδίων πόρων, κατά παράβαση του άρθρου 13 του κανονισμού 609/2014, οι πόροι αυτοί οφείλονται από το Ηνωμένο Βασίλειο για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014.

396    Τέλος, όσον αφορά την παράβαση του άρθρου 12 του κανονισμού 609/2014 και της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000, καθόσον το Ηνωμένο Βασίλειο δεν κατέβαλε τους τόκους που οφείλονταν επειδή τα ποσά τα οποία αντιστοιχούσαν στις απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων που δεν είχαν αποδοθεί στην Επιτροπή καθυστέρησαν να πιστωθούν στον διαλαμβανόμενο στο άρθρο 9, παράγραφος 1, των ως άνω κανονισμών λογαριασμό, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέφερε σαφώς στην αιτιολογημένη γνώμη (σημεία 271 έως 273 καθώς και διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης) ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 609/2014, οι τόκοι υπερημερίας οφείλονταν και θα υπολογίζονταν μόλις θα της αποδιδόταν το ποσό του κεφαλαίου. Στα συμπεράσματα της αιτιολογημένης γνώμης γίνεται επίσης σαφώς λόγος για παράβαση της τελευταίας αυτής διατάξεως. Κατά συνέπεια, κακώς το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι το αίτημα το οποίο προβάλλει η Επιτροπή με το δικόγραφο της προσφυγής περί καταβολής τόκων υπερημερίας βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 609/2014 είναι απαράδεκτο, διότι δεν διατυπώθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

397    Είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα του Ηνωμένου Βασιλείου ότι θα ήταν πρόωρο και απαράδεκτο να υποστηριχθεί ότι παρέβη οιαδήποτε υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας, στο μέτρο που η εν λόγω υποχρέωση γεννάται μόνο σε μελλοντική ημερομηνία.

398    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το κράτος μέλος το οποίο δεν προβαίνει στην απόδοση ποσού ιδίων πόρων της Ένωσης, επειδή δεν συμφωνεί με τη θέση της Επιτροπής όσον αφορά την υποχρέωσή του να της αποδώσει το ποσό αυτό, βαρύνεται με τόκους υπερημερίας σε περίπτωση που διαπιστωθεί από το Δικαστήριο παράβαση των υποχρεώσεων τις οποίες το κράτος αυτό υπέχει από τη νομοθεσία περί ιδίων πόρων της Ένωσης (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 69).

399    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποχρέωσης βεβαίωσης των ιδίων πόρων της Ένωσης, της υποχρέωσης εμπρόθεσμης πίστωσης των σχετικών ποσών στον λογαριασμό της Επιτροπής και της υποχρέωσης καταβολής τόκων υπερημερίας, οι οποίοι καθίστανται απαιτητοί ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο καθυστέρησε η πίστωση των ιδίων πόρων στον λογαριασμό της (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

400    Συνακόλουθα, η υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000, είναι παρεπόμενη σε σχέση με την υποχρέωση να αποδίδονται οι ίδιοι πόροι της Ένωσης στην Επιτροπή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις των άρθρων 9 έως 11 του κανονισμού αυτού, και ειδικότερα με τις προθεσμίες που τάσσει ο κανονισμός αυτός (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 70).

401    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προστεθεί ότι το κράτος μέλος μπορεί να αποφύγει τις επιζήμιες οικονομικές συνέπειες τις οποίες επιφέρουν οι ενδεχομένως υψηλοί τόκοι υπερημερίας, αποδίδοντας στην Επιτροπή το ποσό που αυτή ζητεί αλλά διατυπώνοντας παράλληλα τις επιφυλάξεις του ως προς τη βασιμότητα των απόψεών της (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

402    Εν προκειμένω, ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να μην αποδώσει στην Επιτροπή, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, το ποσό των ιδίων πόρων του οποίου η απόδοση ζητήθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, έστω συνοδεύοντας την απόδοση αυτή με επιφυλάξεις, αλλά περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει κάθε υποχρέωση αποδόσεως ποσού ιδίων πόρων στο ως άνω θεσμικό όργανο, επιλογή που επισύρει ως συνέπεια την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

403    Επομένως, εφόσον διαπιστώνεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη την υποχρέωσή του να αποδώσει στην Επιτροπή ίδιους πόρους της Ένωσης όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως, συνάγεται ότι το καθού κράτος, κατά παράβαση του άρθρου 12 του κανονισμού 609/2014 και της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000, δεν τήρησε ούτε την παρεπόμενη υποχρέωση που υπείχε να καταβάλει τους τόκους υπερημερίας επί των πόρων αυτών, ενδεχομένως μέχρι του ανώτατου ορίου του 16 % το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 5, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 609/2014.

404    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής, καθ’ ο μέρος αφορά την περιεχόμενη στην πρώτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής αιτίαση της Επιτροπής ότι η παράλειψη του Ηνωμένου Βασιλείου να λάβει τα αναγκαία μέτρα τελωνειακών ελέγχων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, κατά παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, προκάλεσε απώλειες τελωνειακών δασμών και, κατ’ επέκταση, παραδοσιακών ιδίων πόρων, ούτως ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας να βεβαιώσει και να της αποδώσει τους οφειλόμενους πόρους μέχρι το ποσό των τελωνειακών δασμών που θα έπρεπε να έχουν καταλογιστεί αν η δασμολογητέα αξία των επίμαχων εισαγωγών είχε καθοριστεί ορθώς, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από τις ενωσιακές διατάξεις περί των ιδίων πόρων της Ένωσης και, ειδικότερα, τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335 καθώς και τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000 και οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014.

β)      Επί της αιτίασης περί παραβάσεως από το Ηνωμένο Βασίλειο της υποχρέωσής του να αποδώσει καθορισμένα ποσά παραδοσιακών ιδίων πόρων

405    Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος της προσφυγής της Επιτροπής καθ’ ο μέρος βάλλει κατά της αιτίασης που διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, σύμφωνα με την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη ειδικότερα τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων μην αποδίδοντας στην Επιτροπή παραδοσιακούς ίδιους πόρους μέχρις ενός καθορισμένου ποσού για κάθε έτος το οποίο καλύπτεται από το διάστημα της παραβάσεως, ήτοι μικτό συνολικό ποσό, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων είσπραξης, 2 679 637 088,86 ευρώ.

406    Προκειμένου να καθορίσει τα ποσά απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων τα οποία, κατά την Επιτροπή, όφειλε να της αποδώσει το Ηνωμένο Βασίλειο, το θεσμικό όργανο στηρίχθηκε, όπως είχε πράξει και η OLAF στην έκθεσή της για να υπολογίσει τα ποσά των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων για τα έτη 2013 έως 2016, σε εκτίμηση στατιστικής φύσεως στηριζόμενη στη μέθοδο OLAF-JRC η οποία, αρχικώς, είχε αναπτυχθεί και εφαρμοστεί από την PCA Discount ως εργαλείο ανάλυσης κινδύνων με σκοπό τον εντοπισμό των εισαγωγών οι οποίες ενείχαν κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής και έπρεπε να υποβληθούν σε έλεγχο πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων.

407    Το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά, στηριζόμενο στη δική του μέθοδο την οποία ανέπτυξε ειδικώς για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων (στο εξής: μέθοδος της HMRC), ότι για το διάστημα της παραβάσεως είναι υπόχρεο για τέτοιους πόρους μόνον μέχρι συνολικού ποσού το πολύ 123 819 268 GBP (περίπου 145 450 494 ευρώ).

408    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο εκθέτει τις λεπτομέρειες του υπολογισμού βάσει του οποίου καταλήγει στο ως άνω ποσό. Για την πρώτη περίοδο της παραβάσεως, ήτοι το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, πρέπει να ληφθούν υπόψη ως απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων όλες οι τελωνειακές οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις 23 ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, ήτοι ποσό 192 568 694,30 GBP. Το ποσό αυτό πρέπει να μειωθεί κατά περίπου 25 εκατομμύρια GBP κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου της HMRC, δεδομένου ότι οι οφειλές αυτές υπολογίστηκαν εσφαλμένως σύμφωνα με τη μέθοδο OLAF-JRC και, ειδικότερα, βάσει των ΔΜΤ. Εν συνεχεία, στο ποσό των 25 εκατομμυρίων GBP πρέπει να προστεθεί, όσον αφορά τη δεύτερη περίοδο της παραβάσεως, ήτοι το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, ποσό 143 115 553 GBP (περίπου 168 117 840 ευρώ), το οποίο αντιπροσωπεύει το ποσό των απωλειών ιδίων πόρων που υπολογίστηκε σύμφωνα με τη μέθοδο της HMRC. Τέλος, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής χρονικής περιόδου, πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που απαιτήθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach και που είχαν ήδη κοινοποιηθεί σε 34 οικονομικούς φορείς για αναθεωρημένο συνολικό ποσό 44 296 285,04 GBP (περίπου 52 034 846 ευρώ).

409    Επομένως, οι πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις της Επιτροπής και του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά την έκταση των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων τις οποίες προκάλεσαν οι ακατάλληλοι έλεγχοι των επίμαχων εισαγωγών οφείλονται στη χρήση ουσιωδώς διαφορετικών μεθόδων για τον υπολογισμό τους από την μεν και από το δε.

1)      Επί της επιχειρηματολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την οποία το Δικαστήριο πρέπει πρώτα να εξετάσει τη δική του εκτίμηση περί των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων

410    Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστεί η επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την οποία το Δικαστήριο πρέπει, σε πρώτο χρόνο, να εξετάσει τον δικό του υπολογισμό των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων βάσει της μεθόδου της HMRC. Μόνον αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ο υπολογισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως μη εύλογος, δύναται να εξετάσει, σε δεύτερο χρόνο, την εκτίμηση των απωλειών την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή βάσει της μεθόδου OLAF-JRC.

411    Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία αντλείται από την υπεροχή της μεθόδου της HMRC για την εκτίμηση των απωλειών ιδίων πόρων, στηρίζεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα που διαθέτουν τα κράτη μέλη προκειμένου να καθορίζουν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, τη δασμολογητέα αξία η οποία χρησιμοποιείται ως βάση για τον υπολογισμό των τελωνειακών δασμών και να αποφασίζουν, στο πλαίσιο της διαχείρισης του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης, τα ποσά των πόρων που πρέπει να αποδοθούν στην Επιτροπή.

412    Όσον αφορά, πρώτον, την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου η οποία αντλείται από την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών εντός του τελωνειακού συστήματος της Ένωσης, είναι αληθές ότι, στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, όπως έχει διαμορφωθεί επί του παρόντος στο δίκαιο της Ένωσης, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι οι αξίες που δηλώνονται ως δασμολογητέες καθορίζονται τηρουμένων των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, όπως οι κανόνες αυτοί υπαγορεύονται στα άρθρα 29 έως 31 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα ή στις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 70 έως 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, και, ειδικότερα, σύμφωνα με μία από τις προβλεπόμενες στα ως άνω άρθρα ή στις οικείες διατάξεις επάλληλες μεθόδους καθορισμού της δασμολογητέας αξίας.

413    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν εκείνες οι οποίες, όπως κρίθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως των λοιπών αιτιάσεων που προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου και του δευτέρου λόγου της προσφυγής, όφειλαν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως οι φυσικοί έλεγχοι ή η δειγματοληψία, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι δηλωθείσες ως δασμολογητέες αξίες καθορίζονταν ορθώς, σύμφωνα με τους εν λόγω κανόνες του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης βάσει επαρκών φυσικών ή έγγραφων στοιχείων σχετικά με την αξία των οικείων εμπορευμάτων, ιδίως όσον αφορά την ποιότητά τους από πλευράς φινιρίσματος.

414    Όπως, όμως, διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου της προσφυγής, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης, παρέλειψαν να λάβουν τέτοια μέτρα κατά τρόπο αρκούντως συστηματικό, με αποτέλεσμα οι οικείες δασμολογητέες αξίες να μην έχουν καθοριστεί ορθώς και οι αρχές αυτές να μην έχουν συλλέξει τέτοια φυσικά ή έγγραφα στοιχεία σχετικά με την ποιότητα των επίμαχων προϊόντων.

415    Κατά συνέπεια, καθ’ όλο το διάστημα της παραβάσεως, σημαντικοί όγκοι εμπορευμάτων στο πλαίσιο εισαγωγών για τις οποίες προδήλως δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά παράβαση των κανόνων του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης που διέπουν τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας.

416    Εφόσον τα οικεία εμπορεύματα δεν μπορούν πλέον να υποβληθούν σε φυσικούς ελέγχους και εφόσον δεν ζητήθηκαν, άρα ούτε και παρασχέθηκαν, από τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς επαρκή στοιχεία σχετικά με την πραγματική τους αξία, δεν είναι πια δυνατόν να καθοριστεί, για κάθε επίμαχη τελωνειακή διασάφηση, η δασμολογητέα αξία των οικείων προϊόντων από την Κίνα βάσει μίας από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα μεθόδους, όπως είναι η λεγόμενη μέθοδος «fall-back» του άρθρου 74, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, η οποία συνίσταται στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας με βάση τα «διαθέσιμα στοιχεία» τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 144 του εκτελεστικού κανονισμού.

417    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, δεν δύναται να προσάψει στην Επιτροπή ότι κακώς εφάρμοσε, για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών τελωνειακών δασμών και, κατ’ επέκταση, παραδοσιακών ιδίων πόρων τις οποίες προκάλεσε η έλλειψη κατάλληλων ελέγχων των επίμαχων εισαγωγών, την κατά βάση στατιστική μέθοδο OLAF-JRC, η οποία δεν εκκινεί από κάποια εκ των προβλεπόμενων στα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα επάλληλων μεθόδων ώστε να καθοριστεί, για κάθε επίμαχη τελωνειακή διασάφηση, η δασμολογητέα αξία των οικείων εμπορευμάτων.

418    Όσον αφορά, δεύτερον, την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την οποία η υπεροχή της μεθόδου της HMRC για την εκτίμηση των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων συνιστά αναγκαίο επακόλουθο της αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών να αποφασίζουν για την απόδοση ιδίων πόρων στην Επιτροπή, είναι αληθές ότι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η διαχείριση του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης ανατίθεται στα κράτη μέλη και εμπίπτει στην αποκλειστική ευθύνη τους. Επομένως, οι υποχρεώσεις είσπραξης, βεβαίωσης και εγγραφής στον λογαριασμό των ιδίων πόρων επιβάλλονται ευθέως στα κράτη μέλη δυνάμει της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων και, εν προκειμένω, των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335 καθώς και των κανονισμών 1150/2000 και 609/2014, χωρίς η Επιτροπή να διαθέτει εξουσία λήψεως αποφάσεων δυνάμει της οποίας να μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να βεβαιώσουν και να της αποδώσουν τα ποσά των ιδίων πόρων της Ένωσης (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

419    Εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να μην αποδώσει στην Επιτροπή, κατά τη λήξη της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, το ποσό των ιδίων πόρων του οποίου η απόδοση ζητήθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, έστω και εξαρτώντας, ενδεχομένως, την απόδοση αυτή από επιφυλάξεις, αλλά περιορίστηκε στην αμφισβήτηση της υποχρεώσεως εγγραφής οποιουδήποτε ποσού ιδίων πόρων στον λογαριασμό του θεσμικού οργάνου.

420    Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία διαθέτει η Επιτροπή για να αποφασίσει αν είναι σκόπιμη η κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ και, γενικότερα, κατά την εκπλήρωση της ανατιθέμενης από το άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποστολής της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, η οποία της επιβάλλει να μεριμνά για την ορθή εκτέλεση, από τα κράτη μέλη, των σχετικών με τους ίδιους πόρους της Ένωσης υποχρεώσεών τους, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι κακώς έκανε χρήση της δυνατότητάς της, που είναι συμφυής με το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί του παρόντος στο δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, την υπό κρίση διαφορά μεταξύ της ίδιας και του Ηνωμένου Βασιλείου με αντικείμενο την υποχρέωση του τελευταίου να της αποδώσει ορισμένο ποσό ιδίων πόρων (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψεις 65, 66 και 68).

421    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, η διαφορά μεταξύ του ίδιου και της Επιτροπής εμπίπτει πλήρως στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι έχει ως αντικείμενο το ποσό των ιδίων πόρων που πρέπει να αποδοθεί στο ως άνω θεσμικό όργανο.

422    Επομένως, δεν είναι δυνατόν να απαιτείται από την Επιτροπή να ασκήσει πρώτα προσφυγή λόγω παραβάσεως η οποία να περιορίζεται στο κατ’ αρχήν ζήτημα κατά πόσον το οικείο κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης να της αποδώσει ίδιους πόρους, χωρίς να τους προσδιορίσει ποσοτικώς, ώστε να μπορέσει, εν συνεχεία, να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου διαφορά με αντικείμενο τα ακριβή ποσά των οφειλόμενων πόρων στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει του άρθρου 260, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, εφόσον η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθού κράτος μέλος, μη αποδίδοντάς της τα σχετικά ποσά, παρέλειψε να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώθηκε μια τέτοια παράβαση.

423    Τούτου δοθέντος, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 221 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, εναπόκειται στην Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της προβαλλόμενης παραβάσεως, να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που απαιτούνται για τον εκ μέρους του έλεγχο της ύπαρξης της παραβάσεως, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο.

424    Εν προκειμένω, τα στοιχεία αυτά πρέπει να αφορούν, μεταξύ άλλων, τη μέθοδο που ακολούθησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού των ιδίων πόρων του οποίου την απόδοση ζητεί από το Ηνωμένο Βασίλειο.

425    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσον η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον, στηριζόμενη στη μέθοδο OLAF-JRC, την ακρίβεια των καθορισθέντων ποσών απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων τα οποία υποστηρίζει ότι πρέπει της αποδοθούν, ζήτημα που αποτέλεσε εξάλλου αντικείμενο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως μεταξύ των διαδίκων τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

2)      Επί της εκτίμησης των ποσών των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων στην οποία προβαίνει η Επιτροπή χρησιμοποιώντας τη μέθοδο OLAF-JRC

426    Προτού εξεταστεί το συγκεκριμένο ζήτημα, πρέπει να υπομνησθούν εν συντομία τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της μεθόδου OLAF-JRC, όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για τον υπολογισμό των ποσών απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων τα οποία ζήτησε, κατά πανομοιότυπο τρόπο, με την αιτιολογημένη γνώμη και με το δικόγραφο της προσφυγής να της αποδώσει το Ηνωμένο Βασίλειο.

427    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 53 έως 57 της παρούσας αποφάσεως, η μέθοδος OLAF-JRC αναπτύχθηκε ως εργαλείο ανάλυσης κινδύνων το οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών για τον εντοπισμό των εισαγωγών που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής και πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβάλλονται σε έλεγχο όσον αφορά τις δηλωθείσες δασμολογητέες αξίες. Συνίσταται στον υπολογισμό, για καθέναν από τους οικείους 495 οκταψήφιους κωδικούς προϊόντων της ΣΟ που εμπίπτουν στα κεφάλαια 61 έως 64 της Ονοματολογίας αυτής, μίας ΔΜΤ και μίας ΕΑΤ η οποία καθορίζεται ομοιόμορφα στο 50 % της ΔΜΤ. Οι τιμές αυτές αντλούνται από τη βάση δεδομένων Comext βάσει των τιμών εισαγωγής των σχετικών προϊόντων, οι οποίες προέρχονται από στοιχεία που παρέχουν όλα τα κράτη μέλη και καθορίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε ενωσιακό επίπεδο. Η ΕΑΤ αποτελεί το προφίλ ή το κατώτατο όριο κινδύνου το οποίο χρησιμοποιείται για τον εντοπισμό των εισαγωγών που ενδέχεται να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβληθούν σε ελέγχους πριν από τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων ως προς τις δηλωθείσες γι’ αυτά δασμολογητέες αξίες.

428    Η μέθοδος OLAF-JRC, όπως χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για τον καθορισμό των ποσών απωλειών ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζητεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι κατά βάση μια στατιστική μέθοδος εκτίμησης των εν λόγω απωλειών.

429    Σε πρώτο χρόνο, υπολογίζεται ο όγκος των εισαγωγών οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής βάσει στοιχείων που προέρχονται από τη βάση δεδομένων Surveillance 2 για χρονικό διάστημα 48 μηνών. Προς τούτο, για καθέναν από τους 495 οκταψήφιους κωδικούς προϊόντων της ΣΟ λαμβάνονται υπόψη οι εισαγωγές κάθε κωδικού προϊόντων του οποίου η ημερήσια συγκεντρωτική αξία είναι χαμηλότερη της ΕΑΤ του οικείου κωδικού προϊόντων.

430    Σε δεύτερο χρόνο, οι απώλειες για τις ποσότητες που θεωρείται ότι δηλώθηκαν με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής υπολογίζονται ως προς τους οφειλόμενους συμπληρωματικούς φόρους βάσει της διαφοράς μεταξύ της ημερήσιας συγκεντρωτικής αξίας και της ΔΜΤ.

431    Επομένως, σύμφωνα με τη μέθοδο OLAF-JRC, για να υπολογιστεί ο όγκος των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής λαμβάνονται υπόψη οι εισαγωγές, στο Ηνωμένο Βασίλειο, σχετικών προϊόντων από την Κίνα με τιμή χαμηλότερη της ΕΑΤ (ήτοι στο 50 % της ΔΜΤ), ενώ για να υπολογιστεί η αξία όσων εισαγωγών ταυτοποιήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται η ΔΜΤ, εξυπακουομένου ότι αμφότερες αυτές οι τιμές υπολογίζονται σε ενωσιακό επίπεδο, και όχι μόνο σε επίπεδο Ηνωμένου Βασιλείου.

3)      Επί της εκτίμησης των ποσών των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων στην οποία προβαίνει το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της HMRC

432    Το Ηνωμένο Βασίλειο επικρίνει τη μέθοδο OLAF-JRC, υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος αυτή οδηγεί, λόγω των αδυναμιών και των ανακριβειών της, σε υπερεκτίμηση τόσο της ποσότητας των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής όσο και της αξίας που αποδίδεται σε αυτές.

433    Η δική του μέθοδος, η μέθοδος της HMRC, συνίσταται στον υπολογισμό, για κάθε δεκαψήφιο κωδικό προϊόντων της ΣΟ, ενός «κατώτατου ορίου συμμόρφωσης» βάσει των αξιών που δηλώθηκαν κατά την εισαγωγή μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι βάσει μιας μέσης τιμής καθοριζόμενης σε ενωσιακό επίπεδο.

434    Όπως εξήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο απαντώντας στα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο, η μέθοδος αυτή συνίσταται στον προσδιορισμό, βάσει αναλύσεως ιστογραμμάτων αναφορικά με το διάστημα της παραβάσεως, για κάθε δεκαψήφιο κωδικό προϊόντων της οικείας ΣΟ ο οποίος εμπίπτει στα κεφάλαια 61 έως 64 της Ονοματολογίας αυτής, τόσο μιας «αιχμής» που περιλαμβάνει μεγάλο όγκο συγκριτικά χαμηλών δηλωθεισών τιμών, για τις οποίες εικάζεται ότι έχουν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, και ενός σημείου που βρίσκεται εκτός της αιχμής αυτής, όπου εμφανίζονται πιο τυπικοί όγκοι εισαγωγών και οι νομίμως δηλωθείσες τιμές.

435    Καθορίζεται κατώτατο όριο συμμόρφωσης για κάθε υπό εξέταση κωδικό προϊόντων στο επίπεδο της τιμής που αντιστοιχεί στο σημείο αυτό, το οποίο βρίσκεται εκτός της αιχμής όπου εμφανίζονται οι νόμιμες εισαγωγές και πρέπει, ως εκ τούτου, να θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει αποδεκτή τιμή.

436    Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με τη λεγόμενη αυτή μέθοδο της «αιχμής», θεωρούνται ως εισαγωγές με δηλωθείσα δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής οι εισαγωγές των οποίων η δηλωθείσα δασμολογητέα αξία είναι χαμηλότερη από το προαναφερθέν κατώτατο όριο συμμόρφωσης. Για τις εισαγωγές αυτές υπολογίζονται συμπληρωματικοί τελωνειακοί δασμοί για κάθε τελωνειακή διασάφηση που σχετίζεται με ένα υπό εξέταση προϊόν, με βάση τη διαφορά μεταξύ της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας και του κατώτατου ορίου συμμόρφωσης.

437    Επομένως, το ίδιο κατώτατο όριο συμμόρφωσης, όπως χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των ποσών απωλειών παραδοσιακών πόρων της Ένωσης, είναι μια αξία αναφοράς η οποία καθορίζεται βάσει στατιστικών στοιχείων σχετικών με τις εισαγωγές των οικείων προϊόντων από την Κίνα στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμεύει τόσο για τον εντοπισμό των εισαγωγών που μπορούν να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής όσο και για τον καθορισμό της αξίας η οποία πρέπει να αποδοθεί στις εισαγωγές αυτές για τον υπολογισμό των οφειλομένων συμπληρωματικών δασμών και, ως εκ τούτου, των αντίστοιχων απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων που πρέπει ακόμη να αποδοθούν στην Επιτροπή.

438    Επιπλέον, από έκθεση συμβουλευτικής εταιρίας, την οποία επισύναψε το Ηνωμένο Βασίλειο στην απάντησή του προς την αιτιολογημένη γνώμη και στο υπόμνημα αντικρούσεως, προκύπτει ότι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ της εκτίμησης του Ηνωμένου Βασιλείου και της εκτίμησης της Επιτροπής για τις επίμαχες απώλειες, εκ των οποίων η πρώτη είναι χαμηλότερη κατά 10 % από τη δεύτερη, οφείλεται κατά 80 % περίπου στο γεγονός ότι, βάσει της μεθόδου της HMRC, οι εισαγωγές που υποτίθεται ότι έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής «εκτιμώνται εκ νέου» στο επίπεδο μιας τιμής-κατώτατου ορίου, ήτοι το κατώτατο όριο συμμόρφωσης, το οποίο είναι μια τιμή που απορρέει μόνον από τις τιμές εισαγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ, σύμφωνα με τη μέθοδο OLAF‑JRC, η αξία καθορίζεται, όχι στο επίπεδο μιας τιμής-κατώτατου ορίου όπως η ΕΑΤ, ήτοι στο 50 % της ΔΜΤ, αλλά στο επίπεδο της «δίκαιης τιμής», ήτοι στο 100 % της ΔΜΤ, η οποία είναι μια τιμή που απορρέει από τον αριθμητικό μέσο όρο και, ως εκ τούτου, από τον μη σταθμισμένο μέσο όρο των ΔΜΤ σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων, την εποχή εκείνη, των τιμών του Ηνωμένου Βασιλείου.

4)      Επί της γενικότερης επιχειρηματολογίας που προβάλλεται κατά της μεθόδου OLAF-JRC

439    Προτού εξεταστούν οι διάφορες ειδικές επικρίσεις τις οποίες διατύπωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, όσον αφορά τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της μεθόδου OLAF-JRC που χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος για τον υπολογισμό των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων, πρέπει να εξεταστεί η γενικότερη επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε το καθού κράτος κατά της συγκεκριμένης μεθόδου.

440    Κατά την επιχειρηματολογία αυτή, εφόσον η εν λόγω μέθοδος αναπτύχθηκε ειδικώς προκειμένου να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη ως προφίλ κινδύνου το οποίο καθιστά δυνατό τον εντοπισμό των εισαγωγών που ενέχουν σημαντικό κίνδυνο να έχουν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και πρέπει, ως εκ τούτου, να ελεγχθούν, δεν είναι ενδεδειγμένη η εφαρμογή της ίδιας μεθόδου για τον υπολογισμό των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων τα οποία αντιστοιχούν στους τελωνειακούς δασμούς που δεν εισπράχθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο λόγω του ακατάλληλου χαρακτήρα των ελέγχων που διενήργησαν οι τελωνειακές αρχές.

441    Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια κατά βάση στατιστική μέθοδο καθορισμού της δασμολογητέας αξίας των εισαγωγών για τις οποίες έχει δηλωθεί δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, και μάλιστα δεν καταλέγεται ανάμεσα στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα επάλληλες μεθόδους, όπως η λεγόμενη μέθοδος «fall-back» του άρθρου 74, παράγραφος 3, η οποία συνίσταται στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων με βάση τα «διαθέσιμα στοιχεία» τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 144 του εκτελεστικού κανονισμού.

442    Συναφώς, μολονότι η μέθοδος OLAF-JRC είναι κατά βάση στατιστική μέθοδος εκτίμησης των απωλειών των ιδίων πόρων η οποία δεν αποσκοπεί στον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων, σύμφωνα με τα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, λαμβανομένων υπόψη όλων των οικείων τελωνειακών διασαφήσεων, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι κακώς έκανε χρήση μιας τέτοιας στατιστικής μεθόδου για τον υπολογισμό των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

443    Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι οι επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα και ότι τα οικεία εμπορεύματα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία, όπως επίσης και ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να υποβληθούν τα εμπορεύματα αυτά σε έλεγχο με σκοπό τον καθορισμό της πραγματικής τους αξίας. Επιπροσθέτως, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης, να λάβει τα αναγκαία μέτρα, όπως φυσικοί έλεγχοι, αιτήσεις παροχής πληροφοριών ή εγγράφων ή, ακόμη, συστηματική δειγματοληψία. Επομένως, ελλείψει επαρκών στοιχείων σχετικών με την ποιότητα των εμπορευμάτων που έχουν ήδη τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, δεν είναι πλέον δυνατόν, λόγω των παραλείψεων αυτών, να καθοριστεί η αξία των εμπορευμάτων βάσει κάποιας από τις μεθόδους εκτίμησης οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, ούτως ώστε μόνο μια στατιστική μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της αξίας των εν λόγω εμπορευμάτων.

444    Επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 274 των προτάσεών του, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, τίποτε δεν εμπόδιζε, κατ’ αρχήν, την OLAF και την Επιτροπή να χρησιμοποιήσουν τη μέθοδο OLAF-JRC, έστω και αν η μέθοδος αυτή είχε αρχικώς σχεδιαστεί ως εργαλείο ανάλυσης κινδύνων για την εκτίμηση των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων που προκλήθηκαν από τους ακατάλληλους ελέγχους των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη μέθοδος περιλαμβάνει μια τιμή-κατώτατο όριο, ήταν την ΕΑΤ, χάρη στην οποία μπορεί να προσδιοριστεί ο όγκος των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, και μια τιμή αναφοράς, ήτοι τη ΔΜΤ, χάρη στην οποία μπορεί να αποδοθεί στις εισαγωγές αυτές μια προσεγγιστική αξία για τον υπολογισμό των τελωνειακών δασμών που εξακολουθούν να οφείλονται.

445    Εξάλλου, όπως επίσης παρατήρησε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 276 έως 278 των προτάσεών του, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, με τη νομολογία του, ότι υπό περιστάσεις παρόμοιες με αυτές της υπό κρίση υποθέσεως ο ποσοτικός προσδιορισμός των απωλειών ιδίων πόρων μπορεί να στηρίζεται σε στατιστικά στοιχεία, και όχι σε στοιχεία που σχετίζονται άμεσα με την αξία των οικείων εμπορευμάτων.

446    Συγκεκριμένα, σε μια κατάσταση στην οποία, εν τη απουσία των οικείων εμπορευμάτων, η αδυναμία διενέργειας ελέγχων υπήρξε αναπότρεπτη συνέπεια της παράλειψης των τελωνειακών αρχών να διενεργήσουν ελέγχους με σκοπό την επαλήθευση της πραγματικής αξίας των εμπορευμάτων αυτών, η οποία οδήγησε στην εκ μέρους τους συστηματική αποδοχή των δηλωθεισών δασμολογητέων αξιών, ενώ είχαν επίγνωση του ότι, κατά μέσο όρο, οι εισαγωγές αυτές είχαν δηλωθεί με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν ήταν ακατάλληλη η μέθοδος του ποσοτικού προσδιορισμού των απωλειών ιδίων πόρων λόγω μιας τέτοιας πρακτικής με βάση στοιχεία σχετικά με τη διαφορά μεταξύ του μέσου συνήθους δηλωθέντος βάρους για εισαχθέντα σε μεταγενέστερη χρονική περίοδο εμπορεύματα ιδίας φύσεως και του μέσου βάρους που διαπιστώθηκε κατά τους ελέγχους οι οποίοι, λόγω της εμβέλειάς τους, μπορούν να θεωρηθούν ως κρίσιμοι (πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑23/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:160, σκέψεις 54, 63, 65 και 66).

447    Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, οι απώλειες ιδίων πόρων οφείλονται στην πρακτική των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία συνίστατο κατ’ ουσίαν στη συστηματική αποδοχή, κατά τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως, των τελωνειακών διασαφήσεων των σχετικών προϊόντων που εισάγονταν από την Κίνα χωρίς επαλήθευση των αναγραφόμενων στις διασαφήσεις αυτές αξιών, ενώ οι εν λόγω αρχές είχαν ή όφειλαν ευλόγως να έχουν επίγνωση του ότι μεγάλοι όγκοι των προϊόντων αυτών εισάγονταν δολίως σε τιμές προδήλως χαμηλότερες της πραγματικής. Κατά συνέπεια, τα ποσά των ως άνω απωλειών μπορούν να καθοριστούν κατ’ εφαρμογήν μιας μεθόδου όπως η OLAF-JRC, η οποία στηρίζεται σε στατιστικά στοιχεία, και όχι κατ’ εφαρμογήν μιας μεθόδου με σκοπό τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων με βάση άμεσα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα άρθρα 70 και 74 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. Πράγματι, η τελευταία αυτή μέθοδος είναι αδύνατο πλέον να εφαρμοστεί, εφόσον δεν υπάρχουν άμεσα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να αφορούν τη δασμολογητέα αξία και να έχουν ληφθεί από τις τελωνειακές αρχές σε επαρκείς ποσότητες.

448    Εξάλλου, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στην υποσημείωση 277 του σημείου 274 των προτάσεών του, η μέθοδος της HMRC, την οποία προτείνει το Ηνωμένο Βασίλειο για την εκτίμηση των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων, είναι επίσης μέθοδος στηριζόμενη κατά βάση σε στατιστικά στοιχεία, δεδομένου ότι τα κατώτατα όρια συμμόρφωσης προέρχονται από παλαιότερες στατιστικές τιμές.

449    Εντούτοις, πρέπει να κριθεί κατά πόσον η Επιτροπή, στηριζόμενη στη μέθοδο OLAF-JRC για τον υπολογισμό των ποσών που προβάλλονται από εκείνη ως απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ακρίβεια των επτά ποσών των οποίων την απόδοση ζητεί για καθένα από τα έτη που συνθέτουν το χρονικό διάστημα της παραβάσεως, σύμφωνα με το βάρος αποδείξεως το οποίο φέρει στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως, όπως προκύπτει από την υπομνησθείσα στη σκέψη 423 της παρούσας αποφάσεως πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

450    Στο πλαίσιο αυτό και λαμβανομένων επίσης υπόψη των κριθέντων με τις σκέψεις 423 έως 425 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο οφείλει να ελέγξει κατά πόσον η Επιτροπή, στο μέτρο που επικαλέστηκε τη μέθοδο OLAF-JRC ως μέθοδο υπολογισμού για τον καθορισμό των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων τα οποία δεν της αποδόθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, προσκόμισε επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν την ακρίβεια των ποσών αυτών και, ως εκ τούτου, το βάσιμο των ισχυρισμών της περί της προβαλλομένης παραβάσεως, σύμφωνα με το βάρος αποδείξεως που φέρει.

451    Επομένως, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 281 των προτάσεών του, το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να επιλέξει μεταξύ των διαφορετικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων που προτείνουν οι διάδικοι, όπως υπονοεί κατά τα φαινόμενα το Ηνωμένο Βασίλειο στο υπόμνημα αντικρούσεως, αλλά μόνο να αξιολογήσει τη μέθοδο OLAF-JRC την οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, εξετάζοντας τις διάφορες επικρίσεις που διατύπωσε το καθού κράτος, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, κατά της μεθόδου αυτής.

452    Διευκρινίζεται συναφώς ότι η εξέταση από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας λόγω παραβάσεως, της μεθόδου OLAF-JRC πρέπει κατ’ ουσίαν να έχει ως σκοπό, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 286 των προτάσεών του, να εξακριβωθεί κατά πόσον η μέθοδος αυτή δικαιολογούνταν λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και κατά πόσον ήταν αρκούντως ακριβής και αξιόπιστη, υπό την έννοια, ειδικότερα, ότι βασιζόταν σε κριτήρια τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε αυθαίρετα ούτε μεροληπτικά και ότι στηριζόταν σε αντικειμενική και συνεπή ανάλυση του συνόλου των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, ούτως ώστε να μην οδηγεί σε πρόδηλη υπερεκτίμηση του ποσού των απωλειών.

453    Μολονότι τα διάφορα ποσά απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων που διαλαμβάνονται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής πρέπει, θεωρητικώς, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 449 της παρούσας αποφάσεως, να ελεγχθούν όσον αφορά καθένα από τα επτά έτη τα οποία μνημονεύονται στην τρίτη αυτή περίοδο, το Δικαστήριο, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, θα περιοριστεί να εξετάσει δύο διαδοχικές περιόδους εντός του διαστήματος της παραβάσεως, ήτοι της περιόδου από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014 και της περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017.

5)      Επί του υπολογισμού του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων για την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014

454    Όσον αφορά, πρώτον, την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, από τα ποσά που αναγράφονται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής για τα έτη 2011 έως 2014 προκύπτει ότι η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο, για την ως άνω χρονική περίοδο, ότι παρέλειψε να της αποδώσει συνολικό ποσό παραδοσιακών ιδίων πόρων ύψους 1 001 511 991,60 ευρώ.

455    Όπως όμως παρατήρησε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 293 έως 297 των προτάσεών του, από το σώμα του δικογράφου της προσφυγής και από το υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λόγω, μεταξύ άλλων, των κανόνων περί περιορισμού της τελωνειακής οφειλής οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 221, παράγραφος 3, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και στο άρθρο 103, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, πρόθεση της Επιτροπής ήταν να περιορίσει το περιεχόμενο της προσφυγής στις τελωνειακές οφειλές που διαπιστώθηκαν με τις εντολές εκ των υστέρων είσπραξης οι οποίες περιέχονται στις 23 ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake που εκδόθηκαν μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Φεβρουαρίου 2015 και ακυρώθηκαν μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2015, αφού καταλογίστηκαν και κοινοποιήθηκαν στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς. Εξάλλου, αυτή η πρόθεση της Επιτροπής επιβεβαιώνεται από τις αιτιάσεις που διατυπώνονται στην προειδοποιητική επιστολή και στην αιτιολογημένη γνώμη.

456    Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 367 έως 395 της παρούσας αποφάσεως, η ακύρωση των 23 ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake οφείλεται σε διοικητικά σφάλματα των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου τα οποία δεν μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014, με αποτέλεσμα το καθού κράτος να μην απαλλάσσεται από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των ιδίων πόρων που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες ειδοποιήσεις.

457    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκε ότι τα ποσά που απαιτήθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake είχαν υπολογιστεί βάσει των ΔΜΤ της μεθόδου OLAF-JRC. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, επισήμανε ότι είχε αντιληφθεί, χωρίς να διορθωθεί επί του σημείου αυτού από το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι τα ποσά αυτά είχαν υπολογιστεί βάσει της ΕΑΤ και, επομένως, κατά την Επιτροπή, σε προδήλως υπερβολικά χαμηλό επίπεδο για την εκτίμηση των ποσών απωλειών ιδίων πόρων, γεγονός που την οδήγησε να εφαρμόσει, με το δικόγραφο της προσφυγής της, τη δική της μέθοδο υπολογισμού των απωλειών αυτών, και για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, ως προς όλες τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν με δηλωθείσα τιμή χαμηλότερη της ΕΑΤ κατά το ως άνω χρονικό διάστημα.

458    Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε όμως στο Δικαστήριο και, ειδικότερα, από τις ειδοποιήσεις C 18 Snake και από τις λεπτομέρειες των σχετικών υπολογισμών οι οποίες προσκομίστηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο σε παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως προκύπτει σαφώς, αφενός, ότι οι συμπληρωματικές τελωνειακές οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις εν λόγω ειδοποιήσεις όντως υπολογίστηκαν, έστω και κατόπιν διοικητικών σφαλμάτων, βάσει των ΔΜΤ, και όχι βάσει των κανόνων του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης στον τομέα του καθορισμού της δασμολογητέας αξίας, και, αφετέρου, ότι το συνολικό ποσό των οφειλών αυτών ανερχόταν σε 192 568 694,30 GBP.

459    Επομένως, υφίσταται ασυνέπεια μεταξύ των αιτημάτων και του σώματος του δικογράφου της προσφυγής όσον αφορά το ποσό των ιδίων πόρων του οποίου την απόδοση ζητεί η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

460    Συγκεκριμένα, βάσει της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν τήρησε τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη νομοθεσία της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων παραλείποντας να αποδώσει στην Επιτροπή συνολικό ποσό ύψους 1 001 511 991,60 ευρώ, υπολογισθέν βάσει της μεθόδου OLAF-JRC και λαμβανομένων υπόψη όλων των επίμαχων εισαγωγών οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, περιλαμβανομένων εκείνων, πολυάριθμων μάλιστα, που δεν καλύπτονταν από τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake.

461    Αντιθέτως, από το σώμα του δικογράφου της προσφυγής και από το υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει αδιαμφισβήτητα, και επιβεβαιώνεται από την προειδοποιητική επιστολή και από την αιτιολογημένη γνώμη ότι, για το χρονικό αυτό διάστημα, πρόθεση της Επιτροπής ήταν να περιορίσει την αιτίασή της περί μη απόδοσης από το Ηνωμένο Βασίλειο ιδίων πόρων της Ένωσης μόνο στους πόρους που αντιστοιχούσαν στις τελωνειακές οφειλές οι οποίες βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, όπερ συνεπάγεται την προβολή αξίωσης προς απόδοση πόρων μόνο για όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ, όπως αναγράφονται στις συγκεκριμένες ειδοποιήσεις πληρωμής. Με άλλα λόγια, κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, το συνολικό ποσό των τελωνειακών αυτών οφειλών, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων, ανέρχεται σε 192 568 694,30 GBP.

462    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι, εφόσον υφίστανται σημαντικές αβεβαιότητες όσον αφορά την ακρίβεια των ποσών των ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζητεί η Επιτροπή βάσει της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής για το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, το θεσμικό όργανο δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον το σύνολο των σχετικών ποσών.

463    Επομένως, όσον αφορά το πρώτο χρονικό διάστημα, από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της προσφυγής καθ’ ο μέρος αφορά την αιτίαση που διαλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο δεν τήρησε το δίκαιο της Ένωσης παραλείποντας να αποδώσει στην Επιτροπή τα απαριθμούμενα στο σημείο εκείνο ποσά των πόρων, συνολικού ύψους 1 001 511 991,60 ευρώ.

6)      Επί του υπολογισμού του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017

464    Όσον αφορά, δεύτερον, το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή καθόρισε τα ποσά των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων των οποίων ζητεί την απόδοση με την τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος της προσφυγής, ήτοι συνολικό ποσό 1 678 125 097 ευρώ, βάσει της μεθόδου OLAF-JRC, χωρίς να αφαιρέσει από αυτά τα ποσά εκείνα που είχαν απαιτήσει οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου με τις εντολές εκ των υστέρων είσπραξης δασμών οι οποίες περιλαμβάνονται στις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach όσον αφορά το ως άνω χρονικό διάστημα.

465    Επομένως, πρέπει να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστηριζόμενο από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, κατά της μεθόδου OLAF-JRC, όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε από την Επιτροπή για την εκτίμηση του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων των οποίων ζητεί την απόδοση για το εν λόγω χρονικό διάστημα και, εν συνεχεία, οι συνέπειες τις οποίες θα είχε επί της εκτίμησης αυτής ο συνυπολογισμός των εντολών είσπραξης που περιλαμβάνονται στις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach και αφορούν την ίδια περίοδο.

i)      Επί της κριτικής της μεθόδου OLAF-JRC διότι οδηγεί, όπως υποστηρίζεται, σε υπερεκτίμηση του όγκου των εισαγωγών που πρέπει να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής

466    Όσον αφορά κατ’ αρχάς τις επικρίσεις κατά της μεθόδου OLAF-JRC, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, η επίκριση ότι η μέθοδος αυτή, επειδή βασίζεται στην ΕΑΤ ως κριτήριο για τον υπολογισμό του όγκου των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, υπερεκτιμά τον όγκο τους, καθώς υποστηρίζεται ότι πρόκειται για αυθαίρετο και ασαφές κριτήριο του οποίου η εφαρμογή έχει ως συνέπεια να συνυπολογίζεται ένας μη αμελητέος όγκος νόμιμων εισαγωγών σε πολύ χαμηλές τιμές.

467    Όσον αφορά τη γενική επίκριση ότι η ΕΑΤ αποτελεί «αυθαίρετο κριτήριο», υπενθυμίζεται ότι ο καθορισμός του ύψους των ΕΑΤ στο 50 % των ΔΜΤ στηρίζεται σε μελέτες ιστογραμμάτων από το JRC με σκοπό τον εντοπισμό κατηγοριών εισαγωγών σε πολύ χαμηλές τιμές, βάσει στατιστικών στοιχείων. Μια τέτοια προσέγγιση, στον βαθμό που εκκινεί από την ανάλυση στατιστικών στοιχείων σχετικών με τις τιμές εισαγωγής, είναι συγκρίσιμη με εκείνη η οποία ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της μεθόδου της HMRC για τον καθορισμό του κατώτατου ορίου συμμόρφωσης.

468    Το Ηνωμένο Βασίλειο επικρίνει τη μέθοδο την οποία χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων, επικαλούμενο ειδικότερα ότι, αντιθέτως προς τη μέθοδο της HMRC, η πρώτη εκκινεί από ημερήσια συγκεντρωτικά στοιχεία εισαγωγών στο Ηνωμένο Βασίλειο και όχι από στοιχεία για το συγκεκριμένο προϊόν, δηλαδή για κάθε τελωνειακή διασάφηση, καθώς και από οκταψήφιους κωδικούς προϊόντων της ΣΟ και όχι δεκαψήφιους κωδικούς προϊόντων της Ονοματολογίας αυτής [κωδικοί του ολοκληρωμένου δασμολογίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (TARIC)].

469    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ακολούθησε αυτή τη μέθοδο διότι διέθετε μόνον τέτοια ημερήσια συγκεντρωτικά στοιχεία και στοιχεία σε επίπεδο οκταψήφιων κωδικών προϊόντων. Διατείνεται επίσης ότι η χρησιμοποίηση ημερήσιων συγκεντρωτικών στοιχείων οδήγησε σε υπεραντιστάθμιση και ότι, κατά συνέπεια, τείνει στη μείωση του όγκου των εισαγωγών που θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και είναι μάλλον ευνοϊκή για το Ηνωμένο Βασίλειο.

470    Υποστηρίζει ότι, αν η μέθοδος OLAF-JRC εφαρμοζόταν επί παραδείγματι στα στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου σε επίπεδο χωριστής τελωνειακής διασάφησης για το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2017, οι εκτιμώμενες απώλειες θα υπερέβαιναν κατά περίπου 40 % τις εκτιμήσεις με βάση τη χρήση των ιδίων ημερήσιων συγκεντρωτικών στοιχείων. Προσθέτει ότι, αν χρησιμοποιούνταν στοιχεία σε επίπεδο κωδικών TARIC, ο μεγαλύτερος αυτός βαθμός πιστότητας θα είχε ως μόνη συνέπεια την αύξηση του αριθμού των προϊόντων από 495 σε 677, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται ότι θα επηρεάζονταν οι ΔΜΤ.

471    Απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστήριξε ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει με μεγαλύτερη πιστότητα τον αντίκτυπο που θα είχε επί της εκτίμησης του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων η χρήση δεκαψήφιων κωδικών προϊόντων της ΣΟ, πλην όμως παραδέχθηκε ότι ο υπολογισμός σε επίπεδο συγκεκριμένου προϊόντος, και όχι βάσει των ημερήσιων συγκεντρωτικών στοιχείων εισαγωγών στο έδαφός του, θα οδηγούσε σε αύξηση του ποσού των προβαλλόμενων από την Επιτροπή απωλειών για το δεύτερο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, από 1 678 125 097 σε 1 725 981 951 ευρώ.

472    Εξάλλου, απαντώντας σε άλλη ερώτηση του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο υπογράμμισε ότι ήταν πλέον σαφές, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρέσχε εν τω μεταξύ η Επιτροπή, ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο υφίσταται τόσο σημαντική διαφορά μεταξύ της εκτίμησης των απωλειών από την Επιτροπή και της δικής του εκτίμησης έγκειται στο ότι οι ΔΜΤ τις οποίες χρησιμοποίησε το θεσμικό όργανο για την «εκ νέου εκτίμηση» των εισαγωγών που θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής σύμφωνα με τη μέθοδο OLAF-JRC είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τις τιμές που αντιστοιχούν στα κατώτατα όρια συμμόρφωσης της μεθόδου της HMRC, τα οποία το ίδιο εκτιμά ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εκ νέου εκτίμησή τους.

473    Επιπλέον, απαντώντας σε άλλη ερώτηση του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι, αν οι τιμές που αντιστοιχούν στα κατώτατα όρια συμμόρφωσης της δικής του μεθόδου εκτίμησης των απωλειών εφαρμόζονταν, αντί της ΕΑΤ, για τον υπολογισμό του όγκου των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 4,4 ή κατά 4,7 % το ποσό των απωλειών ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζητεί η Επιτροπή για το δεύτερο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017.

474    Μολονότι, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 301 των προτάσεών του, μια τέτοια διαφορά μεταξύ της μεθόδου που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και της μεθόδου που χρησιμοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο για την εκτίμηση του όγκου των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής φαίνεται να παραμένει, αυτή καθ’ εαυτήν, εντός εύλογων ορίων, γεγονός είναι ότι η ΕΑΤ οδηγεί, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, σε υπερεκτίμηση του όγκου των εισαγωγών που πρέπει να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

475    Υπενθυμίζεται δε ότι η τιμή αυτή αναπτύχθηκε αρχικώς ως προφίλ κινδύνου, όπερ σημαίνει ότι μπορεί να οδηγήσει σε έναν ορισμένο αριθμό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις, ειδικότερα, νόμιμων εισαγωγών από μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων, όπως υπογράμμισε το Ηνωμένο Βασίλειο.

476    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 296 της παρούσας αποφάσεως, το καθού κράτος υποστηρίζει ότι το 11,2 % του όγκου των νόμιμων εισαγωγών που πραγματοποιούνται από ορισμένες μεγάλες και ευρέως γνωστές αλυσίδες καταστημάτων δηλώνονται σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ.

477    Μολονότι ένα τέτοιο ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων δεν είναι καθ’ εαυτό ικανό να επηρεάσει την αξιοπιστία της ΕΑΤ ως προφίλ κινδύνου, δεδομένου ότι πρέπει να θεωρηθεί ως εύλογο υπό τέτοιες περιστάσεις, εντούτοις πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την ανάλυση και τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων προκειμένου να καθοριστεί με εύλογο βαθμό ακρίβειας ο όγκος των εισαγωγών που πρέπει να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και που προκάλεσαν τέτοιες απώλειες.

478    Ως εκ τούτου, το ποσό των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων πρέπει εν προκειμένω να υπολογιστεί βάσει εκείνου του μεγέθους το οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, χαρακτήρισε ως «κοινό όγκο» των εισαγωγών που λογίζονται δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, δηλαδή τον όγκο των εισαγωγών οι οποίες θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής ανεξαρτήτως της εφαρμογής της μεθόδου OLAF-JRC ή της μεθόδου της HMRC.

ii)    Επί της κριτικής της μεθόδου OLAF-JRC διότι οδηγεί, όπως υποστηρίζεται, σε υπερεκτίμηση της αξίας των εισαγωγών που πρέπει να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής

479    Όσον αφορά, δεύτερον, τις διάφορες επικρίσεις κατά της μεθόδου OLAF-JRC επειδή όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων βασίζεται στις ΔΜΤ ως αξία αναφοράς για την εκτίμηση της αξίας των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα ότι η αξία αναφοράς θα έπρεπε να υπολογίζεται βάσει μόνον των τιμών εισαγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι βάσει του αριθμητικού μέσου όρου των τιμών εισαγωγής σε όλα τα κράτη μέλη.

480    Εν προκειμένω, αυτή η μεθοδολογική επιλογή της Επιτροπής δικαιολογείται λόγω ενός εκ των βασικών χαρακτηριστικών της επίμαχης απάτης, ήτοι του γεγονότος, το οποίο δεν αμφισβητείται αυτό καθ’ εαυτό από το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι οι επίμαχες εισαγωγές είχαν, στη μεγάλη πλειονότητά τους, πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42 και, συνεπώς, προορίζονταν κατ’ ανάγκην για άλλα κράτη μέλη. Επιπλέον, όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40 μπορούσαν επίσης να διοχετευθούν προς άλλα κράτη μέλη μετά τον εκτελωνισμό των οικείων εμπορευμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο.

481    Παραδείγματος χάριν, από την έκθεση της OLAF προκύπτει ότι, για το έτος 2016, το 87 % των εισαγωγών σχετικών προϊόντων χαμηλής αξίας στο Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42.

482    Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 304 των προτάσεών του, οι επίμαχες εισαγωγές κατά το χρονικό διάστημα της παραβάσεως προορίζονταν, στη μεγάλη πλειονότητά τους, για την αγορά των σχετικών προϊόντων της Ένωσης στο σύνολό της.

483    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι εφάρμοσε, για την εκτίμηση της αξίας των επίμαχων στο πλαίσιο του ποσοτικού προσδιορισμού των απωλειών ιδίων πόρων, αξία αναφοράς η οποία αντικατοπτρίζει το επίπεδο των τιμών εισαγωγής των σχετικών προϊόντων της Ένωσης στο σύνολό τους.

484    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται να είναι συνεπής προς το modus operandi της επίμαχης απάτης.

485    Επιπλέον, η χρησιμοποίηση των μέσων τιμών εισαγωγής όλων των κρατών μελών, υπό τη μορφή αριθμητικού μέσου όρου των τιμών αυτών, δικαιολογείται επίσης υπό το πρίσμα της ανάγκης άμβλυνσης των επιπτώσεων της στρέβλωσης που προκαλεί επί των τιμών αναφοράς ο ιδιαιτέρως σημαντικός όγκος εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως.

486    Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το 78,1 %, σε αξία, και το 69,8 %, σε όγκο, από τις πραγματοποιηθείσες κατά το διάστημα της παραβάσεως επίμαχες εισαγωγές σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ, ήτοι στο 50 % της ΔΜΤ, κυμαίνονταν μεταξύ 0 και 10 % της ΔΜΤ και ότι οι εκεί κυμαινόμενες εισαγωγές σε πολύ χαμηλές τιμές συνέχισαν σταδιακά να αυξάνονται σημαντικά κατά το διάστημα της παραβάσεως μέχρι του σημείου να συνιστούν, ανερχόμενες περίπου στο 80 %, με διαφορά την πλειονότητα των εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής. Αφετέρου, μολονότι η επίμαχη απάτη έπληττε αρχικώς περισσότερα κράτη μέλη, εντούτοις κατά το διάστημα της παραβάσεως αφορούσε πρωτίστως και σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως εξάλλου τόνισαν οι υπάλληλοι της Επιτροπής κατά τις διάφορες συναντήσεις με τις τελωνειακές αρχές του καθού κράτους. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων αυτών, επέστησαν επανειλημμένως την προσοχή των τελωνειακών αρχών στην ύπαρξη αντίστοιχων αυξανόμενων απωλειών ιδίων πόρων, προκειμένου να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα για να εξαλειφθούν οι πρακτικές αυτές.

487    Μολονότι ο σκοπός της άμβλυνσης των επιπτώσεων της στρέβλωσης που προκαλεί επί των τιμών αναφοράς ο ιδιαιτέρως σημαντικός όγκος εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία κατά πολύ χαμηλότερη της πραγματικής στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως μπορούσε, σε θεωρητικό επίπεδο, να επιτευχθεί διά της εφαρμογής διαφορετικών μεθόδων, η επιλεγείσα από την Επιτροπή μέθοδος φαίνεται να είναι αρκούντως ακριβής και αξιόπιστη, ιδίως καθόσον βασίζεται σε κριτήρια τα οποία δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε μεροληπτικά και στηρίζεται σε αντικειμενική και συνεκτική ανάλυση του συνόλου των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί σε πρόδηλη υπερεκτίμηση του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων.

488    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή, όπως παραδέχθηκε απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Δικαστήριο, θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να εξαλείψει, για τον υπολογισμό του αριθμητικού μέσου όρου των τιμών των κρατών μελών, το σύνολο των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ σε όλα τα κράτη μέλη. Ωστόσο, μια τέτοια μέθοδος θα περιήγε το Ηνωμένο Βασίλειο σε μειονεκτική θέση, αφού θα επέφερε αισθητή αύξηση του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων.

489    Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί η επίκριση ότι η χρησιμοποίηση, στο πλαίσιο της εφαρμογής της μεθόδου OLAF-JRC, των ΔΜΤ ως αξίας αναφοράς οδηγεί σε υπερεκτίμηση του επιπέδου των απωλειών ιδίων πόρων και, κατά συνέπεια, δεν είναι θεμιτή, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμηση αυτή, δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι τα σχετικά προϊόντα που αποτέλεσαν αντικείμενο της επίμαχης απάτης ήταν χαμηλότερης αξίας και κατώτερης ποιότητας σε σχέση με τα προϊόντα τα οποία εισήχθησαν νομίμως από την Κίνα σε τιμές ανώτερες της ΕΑΤ, πολλώ δε μάλλον του κατώτατου ορίου συμμόρφωσης της μεθόδου της HMRC.

490    Επιπλέον, τα οικεία εμπορεύματα προορίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, για το χαμηλότερο ποιοτικά τμήμα της αγοράς εφόσον εισάγονται από εγκληματικές οργανώσεις για να αποτελέσουν αντικείμενο παράνομου και λαθραίου εμπορίου στο έδαφος άλλων κρατών μελών.

491    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη αυτού του ουσιώδους χαρακτηριστικού του modus operandi της επίμαχης απάτης, η αξία αναφοράς η οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της αξίας των εισαγωγών που θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής πρέπει να καθοριστεί στο επίπεδο της ΕΑΤ.

492    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει στην κατοχή του κανένα κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο για την κατανομή των τιμών και της ποιότητας των επίμαχων εισαγωγών, δεδομένου ότι, πριν από τη δρομολόγηση της επιχείρησης Swift Arrow, το καθού κράτος μέλος είχε επιλέξει να μη διενεργήσει φυσικούς ελέγχους και να μην προχωρήσει σε δειγματοληψίες.

493    Το Ηνωμένο Βασίλειο επικαλείται την έκθεση που κατάρτισε συμβουλευτική εταιρία έχοντας εξετάσει ένα βασικό δείγμα 94 προϊόντων με δηλωθείσα δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, εκ των οποίων 70 προϊόντα προέρχονταν από την επιχείρηση Swift Arrow που δρομολογήθηκε μετά το πέρας του διαστήματος της παραβάσεως, και συγκρίνει το παραπάνω δείγμα με δείγμα ελέγχου προϊόντων σε πολύ χαμηλές τιμές προερχόμενο από νόμιμο και πολύ γνωστό στο Ηνωμένο Βασίλειο έμπορο λιανικής προϊόντων πολύ χαμηλής αξίας, σύγκριση από την οποία προέκυψε ότι η μεγάλη πλειονότητα των προϊόντων του βασικού αυτού δείγματος ήταν γενικώς χαμηλής ποιότητας και ειδικώς κατώτερης ποιότητας σε σχέση με εκείνη των προϊόντων του δείγματος ελέγχου. Το Ηνωμένο Βασίλειο συνάγει εξ αυτού ότι η ορθή αξία των εμπορευμάτων για τα οποία δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής δεν μπορεί να υπερβαίνει τη χαμηλότερη τιμή στην οποία τέτοιοι έμποροι λιανικής εισάγουν αντίστοιχα προϊόντα.

494    Ως προς το ζήτημα αυτό, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει το Ηνωμένο Βασίλειο, όλα τα δείγματα τα οποία ελήφθησαν στο πλαίσιο της επιχείρησης Swift Arrow και εξετάζονται στην έκθεση αυτή μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρότι πολλά από αυτά τα δείγματα φαίνεται να αφορούν εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά το πέρας του διαστήματος της παραβάσεως, το καθού κράτος δεν αποδεικνύει ότι τα επίμαχα δείγματα μπορούν να θεωρηθούν ως αντιπροσωπευτικά του συνόλου των μεγάλων όγκων των οικείων εμπορευμάτων για τα οποία δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και τα οποία εισήχθησαν στο έδαφός του καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος της παραβάσεως.

495    Ως εκ τούτου, ελλείψει αρκούντως αντιπροσωπευτικών στοιχείων σχετικά με την ποιότητα των εμπορευμάτων που αποτέλεσαν αντικείμενο των επίμαχων εισαγωγών κατά το διάστημα της παραβάσεως και δεδομένης της παράλειψης του Ηνωμένου Βασιλείου να διενεργήσει κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους, η Επιτροπή βασίμως θεώρησε, κατά τεκμήριο, ότι τα οικεία εμπορεύματα ήταν μέσης ποιότητας και κάλυπταν, επομένως, όλα τα τμήματα της αγοράς σε παρόμοιες αναλογίες όπως τα εμπορεύματα τα οποία θεωρούνταν ότι δεν είχαν δηλωθεί δολίως με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής.

496    Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, το modus operandi της επίμαχης απάτης, όπως περιγράφεται, επί παραδείγματι, στην έκθεση της OLAF χωρίς να αμφισβητηθεί από τους διαδίκους, υποδηλώνει ότι τα οικεία εμπορεύματα είναι, ως επί το πλείστον, μάλλον χαμηλής ποιότητας και προορίζονται για το χαμηλότερης ποιότητας τμήμα της αγοράς, δεδομένου ότι εισήχθησαν και διατέθηκαν στο εμπόριο από εγκληματικές οργανώσεις και προορίζονταν κυρίως για παράνομο και λαθραίο εμπόριο στο έδαφος άλλων κρατών μελών και όχι, κατά τον χρόνο εκείνο, του Ηνωμένου Βασιλείου, ιδίως στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, χωρίς καταβολή ΦΠΑ. Σημειωτέον δε ότι η αξία αναφοράς η οποία χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση των επίμαχων εισαγωγών προς τον σκοπό του υπολογισμού του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων είναι μια εκτιμώμενη αξία που πρέπει να προσεγγίζει τη δασμολογητέα αξία την οποία θα είχε βεβαιώσει από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αν είχαν εφαρμόσει κατάλληλα μέτρα τελωνειακών ελέγχων βάσει προφίλ κινδύνου που θα καθιστούσε δυνατή την αξιολόγηση της φύσεως και της ποιότητας των οικείων εμπορευμάτων.

497    Συγκεκριμένα, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να αντιμετωπιστεί, όσον αφορά το διάστημα της παραβάσεως, ως εάν οι τελωνειακές του αρχές είχαν καθορίσει ορθώς τις δασμολογητέες αξίες, κατόπιν της διενέργειας κατάλληλων τελωνειακών ελέγχων, και, επομένως, ως εάν είχαν βεβαιώσει ορθώς τους ίδιους πόρους τους οποίους συνιστούν οι τελωνειακοί δασμοί προτού τους καταχωρίσουν στα λογιστικά βιβλία των ιδίων πόρων της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C‑23/10, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:160, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

498    Όπως όμως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 306 των προτάσεών του, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το τελωνειακό δίκαιο της Ένωσης επάλληλες μεθόδους, η δασμολογητέα αξία καθορίζεται από τη φύση και την ποιότητα των οικείων εμπορευμάτων και όχι από τον συγκεκριμένο προορισμό τους, όπως, παραδείγματος χάριν, κάποιο τμήμα της αγοράς σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος εισαγωγής. Συνακόλουθα, για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας, ο προορισμός των εμπορευμάτων είναι, αυτός καθ’ εαυτόν, άνευ σημασίας. Επιπλέον, κατά τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων, ο συγκεκριμένος προορισμός τους έχει, ελλείψει άμεσων αποδεικτικών στοιχείων, χαρακτήρα εικασίας.

499    Επομένως, ορθώς εν προκειμένω η Επιτροπή δεν προέβη, για τις ανάγκες του καθορισμού του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων, σε καμία διάκριση ανάλογα με τον συγκεκριμένο προορισμό των σχετικών προϊόντων εντός της Ένωσης.

500    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να εφαρμόσει τις ΔΜΤ ως αξία αναφοράς.

501    Μια τέτοια προσέγγιση δικαιολογείται λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως και είναι αρκούντως ακριβής και αξιόπιστη καθόσον, μεταξύ άλλων, βασίζεται σε κριτήρια τα οποία δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε μεροληπτικά και στηρίζεται σε αντικειμενική και συνεπή ανάλυση του συνόλου των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί σε πρόδηλη υπερεκτίμηση του ποσού των απωλειών.

502    Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 307 των προτάσεών του, οι ΔΜΤ υπολογίστηκαν βάσει των αξιών που δηλώθηκαν στην πράξη και καταχωρίστηκαν από τα κράτη μέλη στη βάση δεδομένων Surveillance 2 για όλες τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως, ούτως ώστε οι τιμές αυτές αντικατοπτρίζουν τη φύση και την ποιότητα όλων των σχετικών προϊόντων.

503    Η ακρίβεια και η αξιοπιστία της προσέγγισης της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει τις ΔΜΤ για την εκτίμηση της αξίας των επίμαχων εισαγωγών ενισχύονται επίσης από το γεγονός, το οποίο η Επιτροπή υπογράμμισε με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο χωρίς να αμφισβητηθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι οι εν λόγω τιμές λαμβάνουν πλήρως υπόψη τις τιμές των σημαντικών ποσοτήτων εισαγωγών για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, με συνέπεια να μειώνεται η «δίκαιη τιμή» των εισαγωγών αυτών και, επομένως, να υποτιμάται το ποσό των απωλειών ιδίων πόρων.

504    Άλλως ειπείν, εφόσον η ΔΜΤ είναι ένας μέσος όρος των δηλωθεισών τιμών όλων των σχετικών προϊόντων που εισήχθησαν σε όλα τα κράτη μέλη, περιλαμβανομένων των ιδιαιτέρως πολυάριθμων εισαχθέντων στο Ηνωμένο Βασίλειο προϊόντων για τα οποία δολίως δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, η μέση αυτή τιμή μειώνεται λόγω των ως άνω παράτυπων δηλώσεων δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής, όπερ συνηγορεί υπέρ της ακρίβειας και της αξιοπιστίας της προσέγγισης της Επιτροπής.

505    Εν κατακλείδι, η μέθοδος OLAF-JRC μπορούσε, κατ’ αρχήν, να εφαρμοστεί από την Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων για το δεύτερο χρονικό διάστημα, από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, καθώς, αφενός, δικαιολογούνταν λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της υπό κρίση υποθέσεως και, αφετέρου, προέκυπτε ότι ήταν αρκούντως ακριβής και αξιόπιστη, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι βασίζεται σε κριτήρια τα οποία δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε μεροληπτικά και ότι στηρίζεται σε αντικειμενική και συνεπή ανάλυση του συνόλου των διαθέσιμων κρίσιμων στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην οδηγεί σε πρόδηλη υπερεκτίμηση του ποσού των εν λόγω απωλειών.

506    Ως εκ τούτου, για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ο όγκος των επίμαχων εισαγωγών μπορούσε να καθοριστεί με βάση την ΕΑΤ, εξυπακουομένου πάντως ότι ο όγκος αυτός πρέπει να περιοριστεί στον λεγόμενο «κοινό» όγκο, ήτοι τον όγκο των εισαγωγών οι οποίες θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής κατ’ εφαρμογήν τόσο της μεθόδου OLAF-JRC όσο και της μεθόδου της HMRC. Προκειμένου να καθορίσει την αξία αυτού του κοινού όγκου εισαγωγών οι οποίες θεωρούνται ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί στις ΔΜΤ.

7)      Επί του αντίκτυπου των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach στην εκτίμηση των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζητεί η Επιτροπή για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017

507    Εν συνεχεία, τίθεται το ζήτημα του αντικτύπου τον οποίο θα μπορούσαν να έχουν οι εντολές είσπραξης δασμών που μνημονεύονται στις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach επί της εκτίμησης των ποσών των απωλειών ιδίων πόρων των οποίων την απόδοση ζητεί η Επιτροπή βάσει της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, κατ’ εφαρμογήν της μεθόδου OLAF-JRC.

508    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει επ’ αυτού, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η Επιτροπή, εφόσον είχε λάβει γνώση ήδη από τον Μάιο του 2018 οκτώ ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach που εκδόθηκαν και καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία Β κατά τον ίδιο μήνα και αφορούσαν εισαγωγές ανερχόμενες σε περίπου 25 εκατομμύρια GBP, οι οποίες θεωρούνταν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής και είχαν πραγματοποιηθεί από 1ης Μαΐου 2015, και εφόσον δεν αμφισβήτησε τις ειδοποιήσεις αυτές πληρωμής ούτε με την αιτιολογημένη γνώμη ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής, όφειλε να αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσό από τα ποσά των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων που διαλαμβάνονται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής για τα έτη 2015 έως 2017.

509    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τα επικαιροποιημένα στοιχεία, από τις απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων έπρεπε να αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία είχαν απαιτηθεί με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach που είχαν ήδη κοινοποιηθεί σε 34 οικονομικούς φορείς για συνολικό ποσό 44 296 285,04 GBP.

510    Σε παράρτημα των απαντήσεών του στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο επικαιροποίησε εκ νέου το συνολικό αυτό ποσό επισυνάπτοντας όλες τις ήδη κοινοποιηθείσες ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach καθώς και τις λεπτομέρειες των σχετικών υπολογισμών. Σύμφωνα με τον συνοπτικό πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, πρόκειται για 64 ειδοποιήσεις πληρωμής με τις οποίες ζητείται η καταβολή συμπληρωματικών τελωνειακών δασμών συνολικού ύψους 50 559 159,89 GBP (περίπου 59 391 845 ευρώ).

511    Από τους ανωτέρω υπολογισμούς και από τις εξηγήσεις τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο απαντώντας σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι οι δασμοί αυτοί υπολογίστηκαν βάσει ελαχίστων τιμών που θεωρήθηκαν ως θεμιτές και καθορίστηκαν σύμφωνα με τη λεγόμενη μεθοδολογία της «αιχμής», ήτοι μια μεθοδολογία κατ’ ουσίαν στατιστικής φύσεως, συγκρίσιμη με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της μεθόδου της HMRC με σκοπό τον καθορισμό των κατώτατων ορίων συμμόρφωσης για τον υπολογισμό του ύψους των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων, δεδομένου ότι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των μεθόδων αυτών έγκειται στο γεγονός ότι χρησιμοποιείται διαφορετικό χρονικό διάστημα αναφοράς.

512    Κατά το Ηνωμένο Βασίλειο, η είσπραξη των οφειλών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach εξακολουθεί να είναι δυνατή και, αντιθέτως προς τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, οι πρώτες δεν ακυρώθηκαν.

513    Η Επιτροπή, μολονότι δεν αμφισβητεί ότι οι ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach θα μπορούσαν να αφορούν πραγματοποιηθείσες κατά το διάστημα της παραβάσεως εισαγωγές για τις οποίες δηλώθηκε δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, υποστηρίζει ότι, εφόσον το Ηνωμένο Βασίλειο αρνούνταν ανέκαθεν να της γνωστοποιήσει τις λεπτομέρειες των σχετικών με αυτές τις ειδοποιήσεις πληρωμής υπολογισμών, και πιο συγκεκριμένα να της κοινοποιήσει τις οικείες τελωνειακές διασαφήσεις, τους επίμαχους όγκους και τις προσεγγιστικές τιμές που χρησιμοποιήθηκαν, δεν ήταν σε θέση να διαχωρίσει τις εισαγωγές με τις οποίες σχετίζονται οι συγκεκριμένες ειδοποιήσεις πληρωμής από τον συνολικό όγκο των εισαγωγών για τις οποίες είχε υπολογίσει το ποσό των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων βάσει των ημερήσιων συγκεντρωτικών στοιχείων της βάσης δεδομένων Surveillance 2.

514    Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι από το γράμμα του άρθρου 258, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, εάν κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη εντός της προθεσμίας που του τάσσει η Επιτροπή, αυτή μπορεί να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως βάσει του ως άνω άρθρου ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι, ως εκ τούτου, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως είχε διαμορφωθεί κατά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

515    Εν προκειμένω, η προθεσμία που τάχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο για να συμμορφωθεί με την αιτιολογημένη γνώμη εξέπνευσε στις 24 Νοεμβρίου 2018.

516    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι γνώριζε, πριν από την κοινοποίηση της αιτιολογημένης γνώμης στο Ηνωμένο Βασίλειο, την ύπαρξη οκτώ ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Breach, που είχαν εκδοθεί τον Μάιο του 2018 και αφορούσαν πραγματοποιηθείσες κατά το διάστημα της παραβάσεως εισαγωγές των σχετικών προϊόντων από την Κίνα, δεδομένου ότι οι οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις εν λόγω ειδοποιήσεις πληρωμής είχαν κοινοποιηθεί στους οφειλέτες τους και είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία Β τον Μάιο του 2018. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι οι οφειλές αυτές παρέμεναν καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής.

517    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής, και ειδικότερα στο πλαίσιο του υπολογισμού των ποσών των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων των οποίων η απόδοση ζητείται βάσει της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματός της για τα έτη 2015 έως 2017, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τις οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach και των οποίων είχε λάβει γνώση πριν από την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας.

518    Επιπλέον, μέχρι σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει λάβει απόφαση με την οποία να διαπιστώνεται αδυναμία ανάκτησης των οφειλών αυτών ούτε έχει κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 13, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 609/2014 προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των ποσών που αντιστοιχούν στις προαναφερθείσες οφειλές για έναν από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού λόγους. Οι ίδιες οφειλές ουδέποτε ακυρώθηκαν και παραμένουν καταχωρισμένες στα λογιστικά βιβλία Β. Ούτε από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει αλλά ούτε και υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για απαιτήσεις που παραγράφηκαν, κατά την έννοια του άρθρου 103 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

519    Ως εκ τούτου, κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, οι απαιτήσεις αυτές δεν μπορούσαν ακόμη να θεωρηθούν ότι συνιστούν απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης.

520    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι φαίνεται μάλλον απίθανο να είναι πράγματι δυνατή η είσπραξη των οφειλών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις οικείες ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach, ή έστω ενός μικρού μέρους τους, αφού οι οφειλέτες τους είναι, στην πλειονότητά τους, «αναγεννώμενες» επιχειρήσεις, οι οποίες είναι αφερέγγυες και τέθηκαν υπό εκκαθάριση κατόπιν της κοινοποίησης των ειδοποιήσεων πληρωμής, όπως εξάλλου επιβεβαίωσε το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο επικαλέστηκε ήδη το γεγονός αυτό προς δικαιολόγηση τυχόν απαλλαγής του από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των αντίστοιχων πόρων δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014.

521    Κατά συνέπεια, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή όφειλε να αφαιρέσει από τους παραδοσιακούς ίδιους πόρους των οποίων η απόδοση ζητήθηκε βάσει της τρίτης περιόδου του πρώτου αιτήματος, για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017, τις οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach σε σχέση με επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, είχαν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία Β πριν από την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ήταν, ως εκ τούτου, γνωστές στο θεσμικό αυτό όργανο.

522    Εφόσον, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή παρέλειψε να αφαιρέσει τα οικεία ποσά, το αίτημα απόδοσης των ποσών παραδοσιακών ιδίων πόρων που περιλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος της προσφυγής για τα έτη 2015 έως 2017 δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

523    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος της προσφυγής καθ’ ο μέρος αφορά το αίτημα της Επιτροπής να διαπιστωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέλειψε, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, να της αποδώσει τα ποσά των παραδοσιακών ιδίων πόρων που περιλαμβάνονται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής.

524    Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 312 των προτάσεών του, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως βάσει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει την Επιτροπή, υπολογίζοντας το ίδιο τα ακριβή ποσά παραδοσιακών ιδίων πόρων τα οποία οφείλει το Ηνωμένο Βασίλειο.

525    Πράγματι, μολονότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί είτε να δεχθεί είτε να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στα αιτήματα του δικογράφου της προσφυγής, εντούτοις δεν είναι αρμόδιο να τροποποιήσει το περιεχόμενο των αιτημάτων αυτών.

526    Πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι, στο πλαίσιο του νέου υπολογισμού του ποσού των οφειλόμενων από το Ηνωμένο Βασίλειο παραδοσιακών ιδίων πόρων στον οποίο η Επιτροπή θα κληθεί να προβεί για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση το θεσμικό αυτό όργανο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 505 της παρούσας αποφάσεως, θα μπορεί να εφαρμόσει, για το σύνολο ή για μέρος του διαστήματος της παραβάσεως, τη μέθοδο OLAF-JRC προς εκτίμηση του ποσού αυτού. Εντούτοις, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 475 έως 478 της παρούσας αποφάσεως, να λάβει ως βάση υπολογισμού τον «κοινό όγκο» των εισαγωγών που μπορούν να θεωρηθούν ως δηλωθείσες με δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής ανεξαρτήτως της εφαρμογής της μεθόδου OLAF-JRC ή της μεθόδου της HMRC. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων στις σκέψεις 517 έως 519 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη, κατ’ αρχάς, τις οφειλές των οποίων το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε την καταβολή με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Breach και οι οποίες ήταν γνωστές στην Επιτροπή πριν από την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ήτοι πριν από τις 24 Νοεμβρίου 2018, και δεν μπορούσαν ακόμη να θεωρηθούν ότι συνιστούν απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης κατά την ημερομηνία αυτή. Εν συνεχεία, θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τυχόν άλλες οφειλές των οποίων την καταβολή ζήτησε το καθού κράτος με εντολές εκ των υστέρων είσπραξης που αφορούσαν επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιηθείσες κατά το διάστημα της παραβάσεως, εφόσον επίσης δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν απώλειες ιδίων πόρων της Ένωσης κατά τον χρόνο του νέου υπολογισμού τους τον οποίο η Επιτροπή θα κληθεί να πραγματοποιήσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Τέλος, κατά τον νέο αυτό υπολογισμό, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι οφειλές οι οποίες αφορούν επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως και για τις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο έχει λάβει απόφαση περί διαπίστωσης της αδυναμίας ανάκτησής τους, με αποτέλεσμα το κράτος αυτό να απαλλάσσεται, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 609/2014, από την υποχρέωση απόδοσης στην Επιτροπή των αντίστοιχων ποσών.

527    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, συνεπάγεται ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διευκολύνει το θεσμικό όργανο στην εκπλήρωση της αποστολής του, η οποία συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΣΕΕ, στο να μεριμνά, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, εφόσον στο πλαίσιο της μέριμνάς της για την ορθή εκτέλεση, από τα κράτη μέλη, των υποχρεώσεών τους που άπτονται των ιδίων πόρων της Ένωσης, η Επιτροπή εξαρτάται, σε σημαντικό βαθμό, από τα στοιχεία τα οποία της παρέχουν τα κράτη μέλη, αυτά υποχρεούνται να θέτουν τα δικαιολογητικά και όλα τα άλλα χρήσιμα έγγραφα στη διάθεση της Επιτροπής με εύλογο τρόπο προκειμένου το θεσμικό όργανο να μπορεί να ελέγχει εάν και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό ορισμένα ποσά πρέπει να αποδοθούν στον προϋπολογισμό της Ένωσης ως ίδιοι πόροι (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑10/00, EU:C:2002:146, σκέψεις 88 και 91, και της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 65).

528    Πρέπει ακόμη να προστεθεί ότι, λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων της Συμφωνίας αποχώρησης που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 119 έως 121 της παρούσας αποφάσεως, το αποτέλεσμα του νέου υπολογισμού για τον οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 526 της παρούσας αποφάσεως ενδέχεται να οδηγήσει σε διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά το πέρας της οποίας το Δικαστήριο θα μπορούσε να κληθεί να κρίνει κατά πόσον το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης παραλείποντας να αποδώσει στον προϋπολογισμό της ποσό ιδίων πόρων και τους αντίστοιχους τόκους υπερημερίας για το σύνολο ή μέρος του ποσού το οποίο θα προκύψει από τον νέο υπολογισμό και του οποίου η καταβολή θα ζητηθεί από την Επιτροπή.

8)      Επί της συναλλαγματικής ισοτιμίας που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων

529    Όσον αφορά, τέλος, τη συναλλαγματική ισοτιμία που πρέπει να εφαρμοστεί για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, εφόσον αποτυπώνει τους ίδιους πόρους της Ένωσης σε GBP, το μόνον ποσό του οποίου η απόδοση μπορεί να του ζητηθεί είναι ποσό, εκφρασμένο σε GBP, το οποίο θα είχε καταβληθεί κατά τον χρόνο που οφείλονταν τα ποσά στην Επιτροπή. Κρίσιμη είναι μόνον η συναλλαγματική ισοτιμία GBP-ευρώ η οποία ίσχυε κατά την ημερομηνία που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές από τις οποίες προέκυψε η απαίτηση του θεσμικού οργάνου και όχι η ισοτιμία που ίσχυε κατά την ημερομηνία κατά την οποία το Δικαστήριο θα κρίνει υπεύθυνο το Ηνωμένο Βασίλειο για τις απώλειες ιδίων πόρων. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή δεν μπορούσε να ζητήσει την καταβολή ποσού ιδίων πόρων εκφρασμένου σε ευρώ, αλλά όφειλε να εκφράσει το σχετικό ποσό σε GBP.

530    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αφ’ ης στιγμής ο δικός της υπολογισμός του ποσού των απωλειών ιδίων πόρων στηρίζεται στα στοιχεία τα οποία έχουν διαβιβαστεί από τα κράτη μέλη και στη συνέχεια καταχωριστεί στη βάση δεδομένων Surveillance 2, τα ποσά που γνωστοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπονται αυτομάτως σε ευρώ με τη χρήση της πλέον πρόσφατης συναλλαγματικής ισοτιμίας την οποία έχει καθορίσει η ΕΚΤ πριν από την προτελευταία ημέρα του οικείου μήνα, σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 48, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού.

531    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμφωνεί με το Ηνωμένο Βασίλειο ότι η κρίσιμη συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι αυτή που θα ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας αποφάσεως, αλλά εκείνη η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των διαφόρων επίμαχων εισαγωγών που προκάλεσαν, κατά το διάστημα της παραβάσεως, απώλειες ιδίων πόρων.

532    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να επικριθεί η Επιτροπή διότι εφάρμοσε, συμφώνως προς το άρθρο 53, παράγραφος 1, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 48, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού, τη συναλλαγματική ισοτιμία που ίσχυε κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των επίμαχων εισαγωγών, ώστε να μετατρέψει σε ευρώ τα ποσά των δασμών τα οποία εκφράζονταν σε GBP. Πράγματι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή δεν υπερεκτίμησε τα ποσά των οποίων η απόδοση ζητείται με το δικόγραφο της προσφυγής ως απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων, σε σχέση με τα ποσά που θα είχαν ζητηθεί αν είχαν εκφραστεί σε GBP. Επομένως, τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να εκφράσει με το δικόγραφο της προσφυγής τα ποσά αυτά σε ευρώ αντί σε GBP. Επιπλέον, όταν θα προβεί σε νέο υπολογισμό του ποσού των παραδοσιακών ιδίων πόρων που θα οφείλει το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο μετατροπής.

9)      Πρόταση

533    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της προσφυγής, καθ’ ο μέρος αφορά το αίτημα που περιλαμβάνεται στην πρώτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής και, ως εκ τούτου, να διαπιστωθεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μην αποδίδοντας το ορθό ποσό παραδοσιακών ιδίων πόρων σχετικών με τις επίμαχες εισαγωγές, παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, από τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, καθώς και από τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014. Αντιθέτως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί καθ’ ο μέρος αφορά το αίτημα το οποίο περιλαμβάνεται στην τρίτη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής και με το οποίο ζητείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι τα ποσά των απωλειών των αντιστοίχων παραδοσιακών ιδίων πόρων που πρέπει να αποδοθούν στην Επιτροπή, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων είσπραξης, είναι τα ακόλουθα:

–        496 025 324,30 ευρώ για το 2017 (έως και τις 11 Οκτωβρίου 2017)·

–        646 809 443,80 ευρώ για το 2016·

–        535 290 329,16 ευρώ για το 2015·

–        480 098 912,45 ευρώ για το 2014·

–        325 230 822,55 ευρώ για το 2013·

–        173 404 943,81 ευρώ για το 2012·

–        22 777 312,79 ευρώ για το 2011.

3.      Επί της παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νομοθεσία σχετικά με τον ΦΠΑ και των υποχρεώσεων απόδοσης των αντίστοιχων ιδίων πόρων

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

534    Με τον τρίτο λόγο της προσφυγής, ο οποίος αφορά ορισμένες από τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην πρώτη και στη δεύτερη περίοδο του πρώτου αιτήματος του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι δεν της απέδωσε το ορθό ποσό των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΠΑ σχετικά με τις επίμαχες εισαγωγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014, καθώς και του άρθρου 2 του κανονισμού 1553/89, συνεπεία της παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ, από τα άρθρα 83 και 85 έως 87, καθώς και από το άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112.

535    Όσον αφορά, πρώτον, τα σχετικά προϊόντα που εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά το διάστημα της παραβάσεως στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και τα άρθρα 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112, στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, ο ΦΠΑ εισπράττεται από το κράτος μέλος εισαγωγής και η βάση επιβολής του φόρου αυτού περιλαμβάνει τη δασμολογητέα αξία, καθώς και τους τελωνειακούς δασμούς και τα παρεπόμενα έξοδα.

536    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν διασφάλισαν, κατά παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης, ότι η δασμολογητέα αξία των επίμαχων εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως είχε καθοριστεί ορθώς, λόγω, κατ’ ουσίαν, της μη εφαρμογής αποτελεσματικών μέτρων τελωνειακών μέτρων πριν από τον εκτελωνισμό των προϊόντων αυτών, ούτε η βάση επιβολής του ΦΠΑ καθορίστηκε ορθώς από τις εν λόγω αρχές.

537    Ως εκ τούτου, δεν εισπράχθηκε το σύνολο του οφειλόμενου ΦΠΑ, όπερ είχε ως συνέπεια, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014 καθώς και του άρθρου 2 του κανονισμού 1553/89, να μη ληφθούν υπόψη τα αντίστοιχα ποσά κατά τον καθορισμό της βάσης των ιδίων πόρων που προέρχονταν από τον ΦΠΑ και να μην αποδοθεί στην Επιτροπή το σύνολο των πόρων αυτών.

538    Όσον αφορά, δεύτερον, το τελωνειακό καθεστώς 42, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την έκθεση της OLAF, το 2016, το 87 % των οικείων εμπορευμάτων εισήχθησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο του τελωνειακού αυτού καθεστώτος, χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι οι τελωνειακοί δασμοί οφείλονται στο κράτος μέλος εισαγωγής ενώ ο ΦΠΑ πρέπει να καταβληθεί στο κράτος μέλος προορισμού.

539    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον, όσον αφορά τις εισαγωγές αυτές, η βάση επιβολής του ΦΠΑ αποτελείται, σύμφωνα με το άρθρο 83 της οδηγίας 2006/112, από την τιμή αγοράς των αγαθών αυτών ή παρόμοιων αγαθών ή, εάν δεν υπάρχει τιμή αγοράς, από το κόστος όπως προσδιορίζεται κατά τον χρόνο της παράδοσης, ο εσφαλμένος καθορισμός της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων, λόγω των ακατάλληλων τελωνειακών ελέγχων που διενήργησαν οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, είχε ως αποτέλεσμα είναι εσφαλμένος και ο υπολογισμός του ΦΠΑ που έπρεπε να εισπραχθεί επί των εμπορευμάτων αυτών από το κράτος μέλος προορισμού, με συνέπεια να μην εισπραχθεί το σύνολο του ΦΠΑ και να αποστερηθεί τοιουτοτρόπως η Ένωση από μέρος των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΠΑ.

540    Κατά την Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο, παραλείποντας να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την είσπραξη του ΦΠΑ που οφείλεται στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, δυσχέρανε την είσπραξη του φόρου αυτού από τις αρχές των άλλων κρατών μελών και τα εμπόδισε να αποδώσουν στην Επιτροπή τους αντίστοιχους ίδιους πόρους που προέρχονταν από τον ΦΠΑ.

541    Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι, εφόσον οι ίδιοι πόροι που προέρχονται από τον ΦΠΑ υπολογίζονται, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο κανονισμός 1553/89, βάσει των καθαρών εσόδων του φόρου αυτού, το ποσό του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή ή την κτήση δεν συνεπάγεται μεταβολή των καθαρών εσόδων του ΦΠΑ, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός μπορεί να ανακτηθεί από τον φορολογούμενο εισαγωγέα ή αγοραστή κατά τη μεταπώληση των σχετικών προϊόντων.

542    Όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42 κατά το διάστημα της παραβάσεως, δεν είναι δυνατόν να έχουν υπάρξει απώλειες ΦΠΑ καθώς, στο κράτος μέλος τελικού προορισμού των αγαθών, ο έμπορος λιανικής πώλησης δηλώνει στην εκεί φορολογική αρχή το σύνολο της αντιπαροχής που πράγματι κατέβαλε ο τελικός καταναλωτής.

543    Όπως επιβεβαιώνεται από την έκθεση της OLAF, η επίμαχη απάτη δεν οφείλεται στο ότι είναι εσφαλμένο ποσό του ΦΠΑ που καταβλήθηκε και εξέπεσε στο κράτος μέλος εντός του οποίου εισήχθησαν τα οικεία εμπορεύματα στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, αλλά στο ότι ο φόρος αυτός δεν καταβάλλεται στο κράτος μέλος προορισμού των σχετικών εμπορευμάτων λόγω του ότι τα εμπορεύματα αυτά εξαφανίζονται και καθίστανται αντικείμενο παράνομου και λαθραίου εμπορίου.

544    Επιπλέον, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42 κατά το διάστημα της παραβάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται καμία νομική βάση για να θεωρηθεί ένα κράτος μέλος υπεύθυνο για τις απώλειες ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΠΑ ο οποίος θα επιβαλλόταν εντός άλλου κράτους μέλους.

545    Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός περί της φερόμενης ευθύνης του για απώλειες ιδίων πόρων προερχόμενων από τον ΦΠΑ δεν στηρίζεται σε καμία πραγματική βάση. Επομένως, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εμπόδισε άλλα κράτη μέλη να εισπράξουν τον φόρο αυτό. Συγκεκριμένα, πέραν των γενικών μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο για την καταπολέμηση της επίμαχης απάτης, το κράτος αυτό έλαβε επίσης ειδικά μέτρα για την καταπολέμηση της κατάχρησης του τελωνειακού καθεστώτος 42, τόσο από μόνον του όσο και σε συνεργασία με άλλα κράτη μέλη. Συναφώς, το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι έλαβε, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων Badminton, Octopus, Samurai και Breach, μέτρα για την πρόληψη της απώλειας, σε άλλα κράτη μέλη, ιδίων πόρων προερχομένων από τον ΦΠΑ.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

546    Πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, λόγω των αναποτελεσματικών τελωνειακών ελέγχων στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά παράβαση του άρθρου 325 ΣΛΕΕ και της τελωνειακής νομοθεσίας της Ένωσης, οι αρχές του κράτους αυτού δεν καθόρισαν ορθώς τη βάση επιβολής του ΦΠΑ για τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως, με αποτέλεσμα τη μη πλήρη είσπραξη του ΦΠΑ στο εν λόγω κράτος.

547    Όσον αφορά, πρώτον, τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, όπερ σήμαινε ότι τόσο οι τελωνειακοί δασμοί όσο και ο ΦΠΑ έπρεπε να εισπραχθούν στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, καθώς και των άρθρων 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112, όταν οφείλεται ΦΠΑ κατά την εισαγωγή, ως βάση επιβολής του φόρου αυτού ορίζεται η δασμολογητέα αξία στην οποία πρέπει να προστίθενται οι δασμοί και άλλοι φόροι καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα.

548    Επομένως, μια δασμολογητέα αξία δηλωθείσα σε επίπεδο χαμηλότερο της πραγματικής της αξίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκην, σε περίπτωση που δεν αμφισβητείται από τις τελωνειακές αρχές και δεν καθορίζεται στο ορθό επίπεδό της, ότι ούτε η βάση επιβολής του ΦΠΑ καθορίζεται ορθώς, οπότε είναι αδύνατο να εισπραχθεί ολόκληρος ο φόρος, κατά παράβαση των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη.

549    Ως εκ τούτου, ο ακατάλληλος χαρακτήρας των διενεργηθέντων από τις τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου τελωνειακών ελέγχων οδήγησε σε καταλογιστέο στο καθού κράτος εσφαλμένο καθορισμό τόσο της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων όσο και της βάσης επιβολής του ΦΠΑ επί των επίμαχων εισαγωγών.

550    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, διαπιστώνεται ότι πράγματι συντρέχει η προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και των άρθρων 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112.

551    Όσον αφορά, δεύτερον, τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, όπερ σήμαινε ότι, σύμφωνα με τον μηχανισμό απαλλαγής ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 138, παράγραφος 1, και, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και στο άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112, στο Ηνωμένο Βασίλειο καταβάλλονταν μόνον οι τελωνειακοί δασμοί, ο δε ΦΠΑ έπρεπε να καταβληθεί στο κράτος μέλος προορισμού των οικείων εμπορευμάτων, υπενθυμίζεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των σχετικών προϊόντων, ήτοι το 87 % του συνολικού όγκου τους το 2016 σύμφωνα με την έκθεση της OLAF, εισήχθησαν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου καθεστώτος και ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της επίμαχης απάτης συνίστατο στο ότι τα προϊόντα αυτά προορίζονταν, κατά κανόνα, για παράνομο και λαθραίο εμπόριο, με αποτέλεσμα να μη χρεώνεται ΦΠΑ στον τελικό καταναλωτή στο κράτος μέλος προορισμού και, επομένως, να μην καταβάλλεται, εν γένει, ποτέ ο φόρος αυτός.

552    Στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, η βάση επιβολής του ΦΠΑ δεν στηρίζεται στη δασμολογητέα αξία των οικείων εμπορευμάτων, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, το άρθρο 83, το άρθρο 138, παράγραφος 1, και, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112, στην τιμή αγοράς των εμπορευμάτων αυτών, όπως αυτή χρεώνεται στο κράτος μέλος του τελικού προορισμού των εμπορευμάτων.

553    Εν προκειμένω, εναπέκειτο, κατά συνέπεια, στις αρχές των κρατών μελών προορισμού των οικείων εμπορευμάτων, και όχι στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου ως κράτους μέλους εισαγωγής, να διασφαλίσουν ότι η βάση επιβολής του ΦΠΑ καθορίζεται ορθώς προκειμένου να καταβληθεί το σύνολο του οφειλόμενου ΦΠΑ για τις επίμαχες ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών.

554    Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, δεν υφίσταται σχέση μεταξύ της δασμολογητέας αξίας των οικείων εμπορευμάτων και της βάσης επιβολής του ΦΠΑ επί των επίμαχων εισαγωγών, η ενδεχόμενη ευθύνη του Ηνωμένου Βασιλείου, κράτους μέλους εισαγωγής, για τη μη πραγματική και πλήρη είσπραξη των τελωνειακών δασμών λόγω του ακατάλληλου χαρακτήρα των ελέγχων που διενεργούσαν οι τελωνειακές αρχές του όσον αφορά την ακρίβεια της δηλωθείσας δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων αυτών δεν είναι, κατ’ αρχήν, δυνατόν να διευρυνθεί λόγω της μη πραγματικής και πλήρους είσπραξης του ΦΠΑ σε άλλο κράτος μέλος, ήτοι στο κράτος μέλος προορισμού.

555    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν προέβαλε ειδικώς ούτε, κατά μείζονα λόγο, απέδειξε ότι οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είχαν ελέγξει προσηκόντως την τήρηση των υποχρεώσεων ενημέρωσης στις οποίες υπόκειται η εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 138, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

556    Στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, θα έπρεπε, κατά συνέπεια, τυχόν ανεπάρκεια των ελέγχων που αποσκοπούν στη διασφάλιση του ορθού καθορισμού της βάσης επιβολής του ΦΠΑ επί των επίμαχων εισαγωγών να προσαφθεί πρωτίστως στις τελωνειακές αρχές του κράτους μέλους τελικού προορισμού των εμπορευμάτων.

557    Πρέπει επίσης να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την είσπραξη του οφειλόμενου ΦΠΑ στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42 δυνάμει του μηχανισμού απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 143, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, εμπόδισε τις αρχές των άλλων κρατών μελών να καθορίσουν ορθώς τη βάση επιβολής του ΦΠΑ επί των επίμαχων εισαγωγών και, ως εκ τούτου, να εισπράξουν ολόκληρο τον ΦΠΑ.

558    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα διάφορα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων Badminton, Octopus, Samurai και Breach για την πρόληψη των απωλειών, σε άλλα κράτη μέλη, ιδίων πόρων προερχόμενων από τον ΦΠΑ είχαν εν τέλει περιορισμένα αποτελέσματα ως προς την πρόληψή τους, εξ αυτού δεν συνάγεται ούτε, εν πάση περιπτώσει, αποδεικνύεται από την Επιτροπή ότι το καθού κράτος εμπόδισε τις αρχές των κρατών μελών προορισμού να υπολογίσουν ορθώς τον οφειλόμενο ΦΠΑ και να τον εισπράξουν ολόκληρο.

559    Μολονότι, όπως προκύπτει ιδίως από την έκθεση της OLAF, οι οικείες εγκληματικές οργανώσεις έκαναν δόλια χρήση του τελωνειακού καθεστώτος 42 προκειμένου να αποφύγουν, σε μεγάλη κλίμακα, στα κράτη μέλη προορισμού των οικείων εμπορευμάτων την καταβολή του ΦΠΑ και τούτο αναμφισβήτητα προκάλεσε σημαντικές οικονομικές απώλειες τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για την ίδια την Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικώς υπεύθυνο για την ανεπάρκεια των ελέγχων που κατέστησαν δυνατή μια τέτοια απάτη και για τις απώλειες ΦΠΑ που προέκυψαν από αυτήν.

560    Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 351 των προτάσεών του, η συγκεκριμένη απάτη και οι επακόλουθες οικονομικές απώλειες πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο της ιδιαιτέρως γνωστής προβληματικής που περιβάλλει τις ανεπάρκειες των ελέγχων του τελωνειακού αυτού καθεστώτος όπως εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, ανεπάρκειες τις οποίες οι δράστες της απάτης εκμεταλλεύθηκαν πλήρως και τις οποίες το Ελεγκτικό Συνέδριο έχει επανειλημμένως καταγγείλει, ιδίως στην ειδική έκθεσή του 24/2015.

561    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της παραβάσεως στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, από το άρθρο 83, από το άρθρο 138, παράγραφος 1, και, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, καθώς και από το άρθρο 143, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/112.

562    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι, εφόσον, εξαιτίας των ανεπαρκειών των τελωνειακών ελέγχων που διενεργούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο για τις επίμαχες εισαγωγές κατά το διάστημα της παραβάσεως, οι τελωνειακές αρχές του κράτους αυτού δεν καθόρισαν ορθώς, για τα οικεία εμπορεύματα, τη βάση επιβολής του ΦΠΑ επί των επίμαχων εισαγωγών και, συνακόλουθα, δεν εισέπραξαν το σύνολο του οφειλόμενου φόρου, το καθού κράτος δεν απέδωσε στην Επιτροπή το ορθό ποσό των ιδίων πόρων που προέρχονταν από τον ΦΠΑ, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 8 των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, των άρθρων 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014 καθώς και του άρθρου 2 του κανονισμού 1553/89.

563    Η ως άνω αιτίαση, δεδομένου ότι στηρίζεται στην παραδοχή ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που υπείχε από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ να καθορίσει ορθώς τη βάση επιβολής του φόρου αυτού για τις εν λόγω εισαγωγές και να εισπράξει το σύνολο του οφειλόμενου ΦΠΑ, πρέπει να εξεταστεί μόνο για όσες από τις επίμαχες εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, αφού από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η παραδοχή επαληθεύεται μόνο για αυτές τις εισαγωγές και όχι για τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 42.

564    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθούν, κατ’ αρχάς, ορισμένα χαρακτηριστικά του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης όσον αφορά ειδικώς τους πόρους που προέρχονται από τον ΦΠΑ.

565    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, των αποφάσεων 2007/436 και 2014/335, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, οι ίδιοι πόροι της Ένωσης περιλαμβάνουν, πέραν των παραδοσιακών ιδίων πόρων, τα έσοδα από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή στην εναρμονισμένη βάση ΦΠΑ, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες.

566    Επιπλέον, από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1553/89 προκύπτει ότι η βάση των ιδίων πόρων που προέρχονται από τον ΦΠΑ καθορίζεται από τις φορολογητέες πράξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/112.

567    Το άρθρο 3 του κανονισμού αυτού προβλέπει, με την επιφύλαξη διαφόρων προσαρμογών που προβλέπουν οι άλλες διατάξεις του, ότι η βάση των πόρων που προέρχονται από ΦΠΑ υπολογίζεται με τη διαίρεση του συνόλου των καθαρών εσόδων του ΦΠΑ που εισπράχθηκαν στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του έτους διά του συντελεστή με τον οποίο εισπράττεται ο φόρος αυτός κατά το ίδιο έτος και ότι, σε περίπτωση που σε ένα κράτος μέλος εφαρμόζονται περισσότεροι από ένας συντελεστές ΦΠΑ, ο διαιρέτης συνίσταται σε ένα σταθμισμένο μέσο συντελεστή ΦΠΑ (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑539/09, EU:C:2011:733, σκέψη 67).

568    Το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης αποσκοπεί, όσον αφορά τους πόρους που προέρχονται από ΦΠΑ, να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αποδίδουν στην Επιτροπή, ως ίδιους πόρους, ένα μέρος των ποσών που εισπράττουν λόγω του φόρου αυτού (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑539/09, EU:C:2011:733, σκέψη 71).

569    Επομένως, υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, της είσπραξης των εσόδων από ΦΠΑ σύμφωνα με τους κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, της απόδοσης των αναλογούντων πόρων που προέρχονται από ΦΠΑ στην Επιτροπή, αφού οποιοδήποτε κενό στην είσπραξη των εν λόγω εσόδων οδηγεί δυνητικά σε μείωση των αντίστοιχων πόρων (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑539/09, EU:C:2011:733, σκέψη 72).

570    Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προέρχονται από τον ΦΠΑ, και ότι, προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβαίνουν στην είσπραξη των ποσών τα οποία αντιστοιχούν στους ίδιους πόρους και, λόγω απάτης, δεν αποδόθηκαν στον προϋπολογισμό της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2017, M.A.S. και M.B., C‑42/17, EU:C:2017:936, σκέψη 32).

571    Εν προκειμένω, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40 κατά το διάστημα της παραβάσεως, στη σκέψη 550 της παρούσας αποφάσεως διαπιστώνεται ότι, επειδή οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου παρέλειψαν να διενεργήσουν τους αναγκαίους ελέγχους για τον καθορισμό της ορθής δασμολογητέας αξίας των σχετικών προϊόντων και, ως εκ τούτου, δεν εξασφάλισαν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων τελωνειακών δασμών, δεν εισπράχθηκε στην πράξη ούτε ολόκληρος ο σχετικός ΦΠΑ, αφού η βάση επιβολής του ΦΠΑ επί των εισαγωγών αυτών καθορίστηκε με βάση εσφαλμένες δασμολογητέες αξίες, καθότι ήταν χαμηλότερες της πραγματικής αξίας των οικείων εμπορευμάτων.

572    Εντούτοις, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 344 των προτάσεών του, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι μια τέτοια παράλειψη εκ μέρους των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου να εξασφαλίσουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη του ΦΠΑ κατά τις ίδιες εισαγωγές προκάλεσε πράγματι απώλειες ιδίων πόρων προερχομένων από τον φόρο αυτό.

573    Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 567 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3 του κανονισμού 1553/89 προβλέπει ότι η βάση των πόρων που προέρχονται από τον ΦΠΑ υπολογίζεται, κατ’ ουσίαν, με τη διαίρεση του συνόλου των καθαρών εσόδων του φόρου αυτού τα οποία εισπράχθηκαν στο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του έτους διά του συντελεστή είσπραξης του φόρου κατά το ίδιο έτος.

574    Ακόμη όμως και αν, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του τελωνειακού καθεστώτος 40, οι εισαγωγείς δεν κατέβαλαν ολόκληρο τον ΦΠΑ, δεδομένου ότι η βάση επιβολής του ΦΠΑ επί των εισαγωγών αυτών δεν ήταν αρκούντως υψηλή, τούτο δεν επηρέασε κατ’ ανάγκην τα καθαρά έσοδα του ΦΠΑ.

575    Πράγματι, ο εισαγωγέας όπως και οι λοιποί οικονομικοί φορείς που παρεμβαίνουν σε μεταγενέστερο στάδιο στην πώληση των οικείων προϊόντων, προτού αυτά χρεωθούν στον τελικό καταναλωτή, μπορούν να ανακτήσουν τον ΦΠΑ τον οποίο κατέβαλαν. Το ζήτημα κατά πόσον η δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής κατά τις επίμαχες εισαγωγές άσκησε επιρροή επί των καθαρών εσόδων του ΦΠΑ εξαρτάται, επομένως, από την τιμή που χρεώθηκε στον τελικό καταναλωτή.

576    Ως εκ τούτου, η διαπίστωση και μόνον της δήλωσης δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής για τα σχετικά προϊόντα δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μείωση της βάσης επί της οποίας υπολογίζονται οι ίδιοι πόροι που προέρχονται από τον ΦΠΑ.

577    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος της προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτός καθ’ ο μέρος αφορά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, καθώς και των άρθρων 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112, και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

4.      Επί της παραβίασης της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

578    Με την αιτίαση που προβάλλεται με το δεύτερο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μη γνωστοποιώντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων και μην παρέχοντας, όπως ζητήθηκε, το περιεχόμενο της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας της HMRC ή την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι βεβαιωθείσες τελωνειακές οφειλές, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και από το άρθρο 2, παράγραφος 2, και, παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 608/2014.

579    Πρώτον, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι κακώς αρνήθηκε να παράσχει αντίγραφο της γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας της HMRC ή οιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικό με το περιεχόμενο της νομικής αξιολόγησης που οδήγησε στην ακύρωση των τελωνειακών οφειλών που βεβαιώθηκαν κατά την ODC Snake, επικαλούμενο ότι μια τέτοια νομική αξιολόγηση ήταν εμπιστευτική και καλυπτόταν από το δικηγορικό απόρρητο.

580    Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν παρείχαν τις πληροφορίες τις οποίες απαίτησαν οι υπηρεσίες της για τον καθορισμό του ποσού των οφειλόμενων απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων.

581    Το Ηνωμένο Βασίλειο αντιτάσσει ότι, όπως είχε ήδη επισημάνει κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η ακύρωση των οφειλών που βεβαιώθηκαν με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake δεν επήλθε κατόπιν κάποιας νομικής γνωμοδότησης, η οποία ούτως ή άλλως δεν υφίσταται, αλλά βάσει αποφάσεων που ελήφθησαν από την ανεξάρτητη υπηρεσία της HMRC ως αρμόδια για τις έρευνες και τις προσφυγές στον τελωνειακό τομέα. Η υπηρεσία αυτή ακύρωσε τις προαναφερθείσες ειδοποιήσεις πληρωμής για τους λόγους που εκτίθενται στις οικείες αποφάσεις και γνωστοποιήθηκαν στην Επιτροπή.

582    Εξάλλου, πέραν του ισχυρισμού αυτού περί μη γνωστοποίησης στην Επιτροπή μιας ανύπαρκτης νομικής γνωμοδότησης, το θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να προβάλει, γενικώς, καμία άλλη μομφή έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά την υποχρέωσή του καλόπιστης συνεργασίας, σε σχέση με παράλειψη του καθού κράτους να του γνωστοποιήσεις όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

583    Προκαταρκτικώς επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, μολονότι με το δεύτερο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, προβάλλει, πέραν της παραβάσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 608/2014, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν εξέθεσε, στο σώμα του δικογράφου της προσφυγής, σε τι συνίσταται η παράβαση από το Ηνωμένο Βασίλειο της τελευταίας αυτής διάταξης, οπότε η αιτίαση που διαλαμβάνεται στο αίτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

584    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, απορρέει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑391/17, EU:C:2019:919, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

585    Περαιτέρω το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, σύμφωνα με τον ρόλο του θεματοφύλακα των Συνθηκών που έχει ανατεθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, στο θεσμικό αυτό όργανο εναπόκειται να μεριμνά για την ορθή εκτέλεση, από τα κράτη μέλη, των σχετικών με τους ίδιους πόρους της Ένωσης υποχρεώσεών τους (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 65) και ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διευκολύνουν την Επιτροπή στην εκτέλεση αυτής της αποστολής εποπτείας (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑10/00, EU:C:2002:146, σκέψη 88).

586    Εξάλλου, όταν το έργο της Επιτροπής εξαρτάται εν πολλοίς από τα στοιχεία τα οποία της παρέχουν τα κράτη μέλη, όπως συμβαίνει όταν εποπτεύει την εκ μέρους τους ορθή εκτέλεση των υποχρεώσεων που υπέχουν σχετικά με τους ίδιους πόρους της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέτουν τα δικαιολογητικά και άλλα χρήσιμα έγγραφα στη διάθεση του θεσμικού οργάνου με εύλογο τρόπο, προκειμένου αυτό να μπορεί να ελέγχει εάν αποδόθηκαν ορθώς οι ίδιοι πόροι της Ένωσης τηρουμένων των ως άνω υποχρεώσεων (πρβλ. απόφαση της 7ης Μαρτίου 2002, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑10/00, EU:C:2002:146, σκέψεις 88 και 91).

587    Εν προκειμένω, η Επιτροπή προσάπτει στο Ηνωμένο Βασίλειο ότι παρέβη την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή καθιερώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, διότι δεν της κοινοποίησε εγκαίρως, αφενός, όλα τα στοιχεία αναφορικά με τον υπολογισμό των οφειλών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, παρότι η Επιτροπή του είχε επανειλημμένως ζητήσει να της τα γνωστοποιήσει και παρότι ήταν αναγκαία για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων και, αφετέρου, τη γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της HMRC ή την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake.

588    Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, το Ηνωμένο Βασίλειο αρνήθηκε να παράσχει ένα έγγραφο το οποίο οι δικές του αρχές χαρακτήρισαν επανειλημμένως ως «νομική γνωμοδότηση», με την αιτιολογία ότι αυτό καλυπτόταν από το επαγγελματικό απόρρητο.

589    Η Επιτροπή εξηγεί ότι ζήτησε να προσκομιστεί το έγγραφο αντιλαμβανόμενη ότι περιείχε νομική ανάλυση των λόγων που οδήγησαν το Ηνωμένο Βασίλειο να ακυρώσει τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake.

590    Ωστόσο, μεταγενέστερα και, ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του ελέγχου 18-11-1 που διεξήχθη τον Απρίλιο του 2018, όπως και με την από 22 Ιουνίου 2018 απάντησή του στην προειδοποιητική επιστολή, το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίστηκε ότι δεν υφίστατο τέτοια «νομική γνωμοδότηση» και ότι οι λόγοι που το οδήγησαν στην ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake ήταν οι παρατιθέμενοι στις αποφάσεις περί ακύρωσής τους, οι οποίες ελήφθησαν από ανεξάρτητο όργανο, ήτοι από την υπηρεσία ερευνών και προσφυγών στον τελωνειακό τομέα της HMRC, στο πλαίσιο των διαδικασιών για τις προσφυγές που ασκήθηκαν ακριβώς κατά των ειδοποιήσεων πληρωμής. Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει ότι από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι οι ειδοποιήσεις πληρωμής ακυρώθηκαν κατ’ ουσίαν επειδή δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί καμία ικανοποιητική μέθοδος «εκ νέου εκτίμησης» όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές.

591    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από τα αντίγραφα 6 εκ των 24 αποφάσεων περί ακύρωσης των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake τα οποία ελήφθησαν κατά τον έλεγχο 18-11-1 δεν της κατέστη δυνατό να αντιληφθεί για ποιους λόγους ακυρώθηκαν αυτές οι ειδοποιήσεις πληρωμής.

592    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο προσέθεσε ότι υφίστατο γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της HMRC, αλλά ότι η γνωμοδότηση αυτή δεν αφορούσε τους λόγους που το οδήγησαν στην ακύρωση των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake, αλλά μόνον τις διαδικασίες εκκαθάρισης οι οποίες κινήθηκαν έναντι ορισμένων οικονομικών φορέων. Η γνωμοδότηση αυτή καλύπτεται, εντούτοις, από το επαγγελματικό απόρρητο.

593    Διαπιστώνεται επίσης ότι, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, οι τελωνειακές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμαναν ότι η εγκυρότητα των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake μπορούσε να αμφισβητηθεί δεδομένου ότι, σε αυτές τις ειδοποιήσεις πληρωμής, είχε χρησιμοποιηθεί η ΔΜΤ για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των σχετικών προϊόντων και οι εν λόγω ειδοποιήσεις πληρωμής, όπως είχαν κοινοποιηθεί στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, δεν παρείχαν τη δυνατότητα να αποδειχθεί άμεση σχέση μεταξύ των δασμών των οποίων ζητήθηκε η καταβολή και των οικείων ατομικών τελωνειακών διασαφήσεων.

594    Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως από το Ηνωμένο Βασίλειο να της γνωστοποιήσει τις λεπτομέρειες των υπολογισμών αναφορικά με τις οφειλές των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, αφού τα στοιχεία αυτά ήταν αναγκαία προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον οι οφειλές αντικατόπτριζαν δεόντως τα ποσά των απωλειών ιδίων πόρων σχετικά με τις εισαγωγές τις οποίες αφορούσαν οι ειδοποιήσεις πληρωμής.

595    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, αφ’ ης στιγμής δεν είχε στη διάθεσή της τα προαναφερθέντα στοιχεία, είχε θεωρήσει, χωρίς να έχει διορθωθεί ως προς το σημείο αυτό από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, ότι οι δασμοί των οποίων ζητήθηκε η καταβολή με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake είχαν υπολογιστεί βάσει της ΕΑΤ και, ως εκ τούτου, είχαν καθοριστεί σε προδήλως υπερβολικά χαμηλό επίπεδο. Τούτο την οδήγησε να ζητήσει με το δικόγραφο της προσφυγής, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2011 έως τον Νοέμβριο του 2014, ποσά τα οποία αντιστοιχούσαν σε απώλειες παραδοσιακών ιδίων πόρων υπολογιζόμενες όχι βάσει των ειδοποιήσεων πληρωμής, αλλά σύμφωνα με τη μέθοδο OLAF-JRC, λαμβάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπόψη όλες τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες της ΕΑΤ και αποδίδοντας σε αυτές αξία ίση προς τη ΔΜΤ.

596    Η Επιτροπή εκθέτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέσχε εν τέλει, σε παράρτημα του υπομνήματος ανταπαντήσεως, τις λεπτομέρειες των υπολογισμών των οφειλών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake και ότι, χάρη σε αυτό, διαπιστώθηκε ότι οι επίμαχες εισαγωγές είχαν εκτιμηθεί εκ νέου όχι βάσει της ΕΑΤ, αλλά βάσει της ΔΜΤ, και αποδείχθηκε άμεση σχέση μεταξύ των δασμών των οποίων ζητήθηκε η καταβολή και των οικείων ατομικών τελωνειακών διασαφήσεων.

597    Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο διευκρίνισε ότι οι αρχές του δεν αρνήθηκαν να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή τις λεπτομέρειες των υπολογισμών κατόπιν του επιτόπιου ελέγχου τον Νοέμβριο του 2017, απλώς τους ήταν αδύνατο να έχουν πρόσβαση σε αυτούς επ’ ευκαιρία του ελέγχου. Οι υπολογισμοί αυτοί «ανακαλύφθηκαν εκ νέου» λίγο πριν από την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως, τον Ιούνιο του 2019. Εν συνεχεία, χρειάστηκαν πολύς χρόνος και πόροι για την ανάλυση και επεξεργασία των πολύ μεγάλων όγκων πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο κατά τη διάρκεια της συλλογής, οπότε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε να τις προσκομίσει πριν από την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

598    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών αυτών στοιχείων και λαμβανομένων υπόψη των αρχών που έχουν καθιερωθεί με τη νομολογία η οποία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 584 έως 586 της παρούσας αποφάσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή επιβάλλεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, καθόσον παρέλειψε, αφενός, να παράσχει εγκαίρως, αφενός, όλα τα στοιχεία αναφορικά με τον υπολογισμό των οφειλών των οποίων η καταβολή ζητήθηκε με τις ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake, παρότι η Επιτροπή του είχε επανειλημμένως ζητήσει να της τα γνωστοποιήσει και παρότι ήταν αναγκαία για τον υπολογισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων και, αφετέρου, να κοινοποιήσει εγκαίρως την αιτιολογία των αποφάσεων περί ακύρωσης των ειδοποιήσεων πληρωμής C 18 Snake τις οποίες επίσης του είχε επανειλημμένως ζητήσει η Επιτροπή να γνωστοποιήσει.

599    Αντιθέτως, παρέλκει η κρίση του ζητήματος κατά πόσον το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας αρνούμενο να παράσχει τη νομική γνωμοδότηση της HMRC. Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, μέσω της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στο δεύτερο μέρος του δευτέρου αιτήματος της προσφυγής, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση αυτή, παραλείποντας να παράσχει εγκαίρως την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι ειδοποιήσεις πληρωμής C 18 Snake.

600    Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των προεκτεθέντων στη σκέψη 599 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση που προβάλλεται με το δεύτερο αίτημα του δικογράφου της προσφυγής, καθ’ ο μέρος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

601    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι:

–        μην καταλογίζοντας τα ορθά ποσά των τελωνειακών δασμών και μην αποδίδοντας το ορθό ποσό των παραδοσιακών ιδίων πόρων σχετικά με τις επίμαχες εισαγωγές, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2014/335, από τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2007/436, από τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού 609/2014, από τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού 1150/2000, καθώς και από το άρθρο 105, παράγραφος 3, του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα και το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, συνεπεία της παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 46 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 13 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής, από το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού, καθώς και από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και από τα άρθρα 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112·

–        και μη γνωστοποιώντας στην Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων, καθώς και μην κοινοποιώντας, όπως ζητήθηκε, την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι βεβαιωθείσες τελωνειακές οφειλές, το Ηνωμένο Βασίλειο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

602    Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

603    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του, εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, να φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

604    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Ηνωμένου Βασιλείου στα δικαστικά έξοδα και το Ηνωμένο Βασίλειο ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων του, πρέπει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, τα τέσσερα πέμπτα των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.

605    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Μην καταλογίζοντας τα ορθά ποσά των δασμών και μην αποδίδοντας στην Επιτροπή το ορθό ποσό των παραδοσιακών ιδίων πόρων σχετικά με ορισμένες εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και υποδημάτων καταγωγής Κίνας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει από τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 2 και 8 της αποφάσεως 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 12 και 13 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 609/2014 του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για τις μεθόδους και τη διαδικασία απόδοσης των παραδοσιακών ιδίων πόρων και των ιδίων πόρων που βασίζονται στον ΦΠΑ και το ΑΕΕ και για τα μέτρα αντιμετώπισης των ταμειακών αναγκών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2016/804 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2016, τα άρθρα 2, 6, 9, 10, 11 και 17 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ, για το σύστημα ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, καθώς και από το άρθρο 105, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα, και το άρθρο 220, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 648/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, συνεπεία της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, το άρθρο 46 του κανονισμού 952/2013, το άρθρο 13 του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 648/2005, το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 3254/1994 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, το άρθρο 244 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 952/2013, καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και τα άρθρα 85 έως 87 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/69/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2009·

και μη γνωστοποιώντας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον καθορισμό του ποσού των απωλειών παραδοσιακών ιδίων πόρων, καθώς και μην κοινοποιώντας, όπως ζητήθηκε, την αιτιολογία των αποφάσεων με τις οποίες ακυρώθηκαν οι βεβαιωθείσες τελωνειακές οφειλές, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς και τα δικά του δικαστικά έξοδα.

4)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της.

5)      Το Βασίλειο του Βελγίου, η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.