Language of document : ECLI:EU:T:2013:557

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 25ης Οκτωβρίου 2013

Υπόθεση T‑476/11 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Χρυσάνθης Μοσχονάκη

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Ανακοίνωση για την πλήρωση κενής θέσεως – Απόρριψη υποψηφιότητας – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως – Άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ – Αγωγή αποζημιώσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2011, F‑55/10, AS κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2011, F‑55/10, AS κατά Επιτροπής, αναιρείται κατά το μέρος που κρίνει παραδεκτό τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 7 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ακυρώνει την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέρριψε την υποψηφιότητα της Χρυσάνθης Μοσχονάκη για τον λόγο αυτό, καθώς και κατά το μέρος που υποχρεώνει την Επιτροπή να καταβάλει στη Χ. Μοσχονάκη το ποσό των 3 000 ευρώ. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Έννομο συμφέρον – Απόφαση περί απορρίψεως υποψηφιότητας – Απόφαση που συνδέεται άρρηκτα με την απόφαση περί διορισμού άλλου υπαλλήλου – Ανάγκη συνολικής και ενιαίας εκτιμήσεως του εννόμου συμφέροντος – Αίτημα ακυρώσεως μόνον της αποφάσεως περί απορρίψεως υποψηφιότητας – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Ιδιαίτερες δυσχέρειες – Δίκαιη αντιστάθμιση του μειονεκτήματος που προέκυψε για τον προσφεύγοντα από την ακυρωθείσα πράξη

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Άρθρο 257 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

4.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος που βάλλει κατά σημείου του σκεπτικού το οποίο δεν είναι αναγκαίο για τη θεμελίωση του διατακτικού της αποφάσεως – Αλυσιτελής λόγος

5.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας – Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενώς με αυτή – Παραδεκτό – Λόγος ακυρώσεως που αφορά την εσωτερική ή την εξωτερική νομιμότητα – Προϋπόθεση μη επαρκής για να κριθεί παραδεκτός

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

6.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας – Τήρηση των αρχών της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και της ασφάλειας δικαίου – Ευρεία ερμηνεία των εννοιών του αντικειμένου και της αιτίας – Μεταβολή νομικής βάσεως προβαλλομένης αμφισβητήσεως – Δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι πρόκειται για νέα αιτία αυτής

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 47· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

7.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και αιτίας – Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα που δεν περιλαμβάνονται στη διοικητική ένσταση, αλλά αμφισβητούν το βάσιμο της αιτιολογίας που εκτίθεται στην απάντηση επί της διοικητικής ενστάσεως – Παραδεκτό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

8.      Αναίρεση – Αναίρεση που κρίνεται βάσιμη – Οριστική επίλυση της διαφοράς από το κατ’ αναίρεση δικάζον δικαστήριο – Προϋπόθεση – Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 13 § 1)

1.      Σε περίπτωση προσφυγής ασκηθείσας από υπάλληλο δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και της αποφάσεως περί διορισμού άλλου υπαλλήλου στη συγκεκριμένη θέση, η απόφαση περί απορρίψεως της υποψηφιότητας και η απόφαση περί διορισμού δεν συνδέονται απλώς, αλλά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα το συμφέρον του υπαλλήλου να επιτύχει την ακύρωση των δύο αυτών αποφάσεων να πρέπει να εκτιμάται κατά συνολικό και ενιαίο τρόπο.

Εντούτοις, ο υπάλληλος δεν είναι υποχρεωμένος να ζητήσει συγχρόνως την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του για μια θέση και της αποφάσεως περί διορισμού τρίτου στην εν λόγω θέση. Πράγματι, ουδεμία υποχρέωση να ζητήσει την ακύρωση των εν λόγω δύο αποφάσεων υπέχει ο υπάλληλος που επιθυμεί να ζητήσει αποκλειστικώς την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του.

Άλλωστε, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει ο υπάλληλος, ο οποίος δεν επιθυμεί να προσβάλει δικαιώματα τρίτων, να μπορεί να ζητήσει την ακύρωση μόνον της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, προκειμένου να μην απορριφθεί η προσφυγή του ως απαράδεκτη, να ζητήσει και την ακύρωση της αποφάσεως περί διορισμού άλλων υπαλλήλων.

Έτσι, ο υπάλληλος μπορεί να θέλει να επιδιώξει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, προκειμένου να μην επαναληφθεί στο μέλλον η προβαλλόμενη πλημμέλεια, στο πλαίσιο ανάλογης διαδικασίας στην οποία θα συμμετείχε, χωρίς εντούτοις να επιθυμεί να αμφισβητήσει την απόφαση περί διορισμού τρίτου προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, το έννομο συμφέρον του υπαλλήλου πρέπει να εκτιμηθεί με κριτήριο μόνον το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως που απέρριψε την υποψηφιότητά του.

Επιπλέον, η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση που η εν λόγω θέση έχει ήδη καλυφθεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο υπάλληλος ζητήσει παράλληλα την ακύρωση της αποφάσεως περί διορισμού, θα οδηγούσε στη θέσπιση προϋποθέσεως για το παραδεκτό των ασκουμένων προσφυγών που αφορούν τη νομιμότητα βλαπτικής πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ μη προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό. Πράγματι, ούτε το άρθρο 91 του ΚΥΚ, που αφορά τις προσφυγές που ασκούν ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης οι υπάλληλοι κατά των βλαπτικών σε βάρος τους πράξεων, ούτε, άλλωστε, οποιαδήποτε άλλη διάταξη επιβάλλει στον υπάλληλο, επί ποινή απαραδέκτου, να στρέψει την προσφυγή του τόσο κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας όσο και κατά της αποφάσεως περί διορισμού.

(βλ. σκέψεις 34, 35, 44, 45 και 47)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 50

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2010, Τ‑526/08 Ρ, Επιτροπή κατά Strack, σκέψη 45

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 39)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Μαρτίου 1980, 76/79, Könecke Fleischwarenfabrik κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 349, σκέψη 15· 14 Ιουλίου 1983, 144/82, Detti κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1983, σ. 2421, σκέψη 33

ΓΔΕΕ: 8 Οκτωβρίου 1992, T‑84/91, Meskens κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1992, σ. II‑2335, σκέψη 78· 31 Ιανουαρίου 2007, T‑166/04, C κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑9 και II‑A‑2‑49, σκέψη 48

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 50 και 51)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 2 Οκτωβρίου 2001, C‑449/99 P, ΕΤΕπ κατά Hautem, Συλλογή 2001, σ. I‑6733, σκέψη 44· 27 Απριλίου 2006, C‑230/05 P, L κατά Επιτροπής, σκέψη 45· 25 Ιανουαρίου 2007, C-403/04 P και C-405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 18 Οκτωβρίου 2010, T‑516/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 57

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 61)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 1993, C‑244/91 P, Pincherle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑6965, σκέψη 25

5.      Στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορούν να περιλαμβάνουν μόνον τους λόγους αμφισβητήσεως που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι αμφισβητήσεως που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με τη διατύπωση ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή.

O δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον οι λόγοι αμφισβητήσεως στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι λόγοι που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, να στηριχθεί στο γεγονός και μόνον ότι ο λόγος αποσκοπεί να αμφισβητήσει την εσωτερική, ή εναλλακτικώς, την εξωτερική νομιμότητα προσβαλλομένης πράξεως.

Αντίθετη ερμηνεία του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ προσφυγής και διοικητικής ενστάσεως θα μπορούσε να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, λόγο ακυρώσεως ουδόλως συνδεόμενο με αυτούς που επικαλέστηκε με τη διοικητική ένσταση, εφόσον οι λόγοι αυτοί, θεωρούμενοι στο σύνολό τους, αφορούν είτε την εσωτερική νομιμότητα είτε την εξωτερική νομιμότητα της εν λόγω πράξεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν θα ελάμβανε γνώση, στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως, παρά ενός τμήματος μόνον των προβαλλομένων κατά της διοικήσεως αιτιάσεων. Κατά συνέπεια, αδυνατώντας να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις αιτιάσεις ή τα αιτήματα του ενδιαφερομένου, η εν λόγω αρχή δεν θα μπορούσε να επιχειρήσει συμβιβαστική ρύθμιση.

Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι λόγοι ακυρώσεως που περιλαμβάνονται στην προσφυγή και στη διοικητική ένσταση αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της εσωτερικής νομιμότητας ή, εναλλακτικώς, της εξωτερικής νομιμότητας πράξεως, δεν αποδεικνύει ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους. Πράγματι, οι έννοιες της εσωτερικής νομιμότητας και της εξωτερικής νομιμότητας είναι υπερβολικά ευρείες και αφηρημένες, υπό το πρίσμα του συγκεκριμένου αντικειμένου της εν λόγω αμφισβητήσεως, ώστε να διασφαλιστεί η δυνατότητα υπάρξεως τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των λόγων ακυρώσεως που εμπίπτουν αποκλειστικώς στη μια ή την άλλη από τις εν λόγω έννοιες.

(βλ. σκέψεις 73, 75, 78 και 79)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 23 Οκτωβρίου 1986, 142/85, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1986, σ. 3177, σκέψη 11· 20 Μαΐου 1987, 242/85, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 2181, σκέψη 9· 26 Ιανουαρίου 1989, 224/87, Koutchoumoff κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 99, σκέψη 10· 14 Μαρτίου 1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψη 10

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 1996, T‑361/94, Weir κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑121 και II‑381, σκέψη 27

6.      Η εφαρμογή του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της προσφυγής και της διοικητικής ενστάσεως καθώς και ο έλεγχός της από τον δικαστή της Ένωσης πρέπει να διασφαλίζουν την απόλυτη ταυτόχρονη τήρηση, αφενός, της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, που συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, που βρίσκει την έκφρασή της στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να είναι σε θέση να αμφισβητήσει εγκύρως βλαπτική για αυτόν απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, και, αφετέρου, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ώστε η εν λόγω αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει, ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, την κριτική που διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, το αμετάβλητο του αντικειμένου και της αιτίας της διαφοράς μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής είναι αναγκαίο, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συμβιβαστική ρύθμιση των διαφορών, με την ενημέρωση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ήδη από το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, σχετικά με τις αιτιάσεις του ενδιαφερομένου, η ερμηνεία όμως των εν λόγω εννοιών δεν μπορεί να καταλήγει σε περιορισμό των δυνατοτήτων του ενδιαφερομένου να αμφισβητήσει λυσιτελώς βλαπτική για αυτόν απόφαση. Για τον λόγο αυτό, η έννοια του αντικειμένου της διαφοράς, που αντιστοιχεί στις αξιώσεις του ενδιαφερομένου, καθώς και αυτή της αιτίας της διαφοράς, που αντιστοιχεί στη νομική και ιστορική βάση των εν λόγω αξιώσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.

Στο πλαίσιο αυτό, μόνη η μεταβολή της νομικής βάσεως μιας αμφισβητήσεως δεν αρκεί, προκειμένου να χαρακτηριστεί νέα η αιτία της. Έτσι, περισσότερες νομικές βάσεις είναι δυνατόν να στηρίζουν μία και την αυτή αξίωση και, συνεπώς, μία και την αυτή αιτία. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι στην προσφυγή γίνεται επίκληση της παραβάσεως συγκεκριμένης διατάξεως που δεν είχε προβληθεί στη διοικητική ένσταση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι μεταβλήθηκε, εκ του λόγου αυτού, η αιτία της διαφοράς. Πράγματι, κρίσιμη είναι η ουσία της εν λόγω αιτίας και όχι η απλή διατύπωση των νομικών της βάσεων και ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει κατά πόσον υφίσταται στενός δεσμός μεταξύ των βάσεών της και κατά πόσον οι βάσεις αυτές συνδέονται ουσιαστικώς με τις ίδιες αξιώσεις.

(βλ. σκέψεις 82 έως 85)

7.      Στο πλαίσιο υπαλληλικής προσφυγής, σε περίπτωση που ο ενιστάμενος λαμβάνει γνώση της αιτιολογίας βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως μέσω της απαντήσεως στη διοικητική του ένσταση ή σε περίπτωση που η αιτιολογία της εν λόγω απαντήσεως τροποποιεί ή συμπληρώνει ουσιωδώς την αιτιολογία που περιέχεται στην εν λόγω πράξη, κάθε λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της προσφυγής και ο οποίος αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του βασίμου της αιτιολογίας που εκτίθεται στην απάντηση επί της διοικητικής ενστάσεως πρέπει να θεωρείται παραδεκτός. Συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις αυτές, δεν παρασχέθηκε η δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση με ακρίβεια και κατά τρόπο οριστικό των λόγων στους οποίους στηρίζεται η βλαπτική γι’ αυτόν πράξη.

(βλ. σκέψη 86)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 99)