Language of document :

Προσφυγή της 2ας Δεκεμβρίου 2011 - CB κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-619/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: CB (Γερμανία) (εκπρόσωποι: T. Hackemann και H. Horstkotte, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011, C(2011)275, όπως διορθώθηκε από την απόφαση C(2011) 2628, στη διαδικασία της κρατικής ενισχύσεως της Γερμανίας C 7/2010 (πρώην CP 250/2009 και NN 5/2010) "KStG, Sanierungsklausel"·

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση στο μέτρο τουλάχιστον που σε αυτήν δεν προβλέπεται, προς όφελος επιχειρήσεων όπως η προσφεύγουσα, μια στηριζόμενη στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εξαίρεση από τη διαταγή ανακτήσεως·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει ουσιαστικά τα ακόλουθα:

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: η έκπτωση των ζημιών δεν συνιστά κρατική ενίσχυση που χορηγείται από κρατικούς πόρους.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει σχετικώς ότι το άρθρο 8c, παράγραφος 1, του γερμανικού νόμου περί φορολογίας επιχειρήσεων (Körperschaftsteuergesetz, KStG) παραβιάζει την αρχή του αντικειμενικού προσδιορισμού των καθαρών αποτελεσμάτων, καθώς και την αρχή της ικανότητας οικονομικής εισφοράς, και ότι με την ρήτρα περί εξυγιάνσεως αποφεύγεται, απλώς, μια αντισυνταγματική παρέμβαση στα περιουσιακά στοιχεία των φορολογούμενων στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας περί εξυγιάνσεως. Για αυτόν τον λόγο, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του κοινοτικού δικαίου.

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: μη επιλεκτικός χαρακτήρας ελλείψει εξαιρέσεως από το οικείο σύστημα αναφοράς

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει στο σημείο αυτό ότι το οικείο σύστημα αναφοράς αποτελεί τη γενική ρύθμιση περί εκπτώσεως των ζημιών για επιχειρήσεις (άρθρο 10d του γερμανικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, KStG, και το άρθρο 10a του γερμανικού νόμου περί φόρου επιτηδεύματος) και ότι το άρθρο 8c, KStG, αποτελεί απλώς εξαίρεση από το οικείο αυτό σύστημα αναφοράς, η οποία με τη σειρά της περιορίζεται, μεταξύ άλλων, από τη ρήτρα περί εξυγιάνσεως.

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: μη επιλεκτικός χαρακτήρας ελλείψει διαφοροποιήσεως μεταξύ οικονομικών φορέων οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ρήτρα περί εξυγιάνσεως αποβαίνει εις όφελος κάθε υποκείμενης στον φόρο επιχειρήσεως και δεν ευνοεί συγκεκριμένους κλάδους ή πεδία δραστηριότητας, ούτε επιχειρήσεις ορισμένου μεγέθους.

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: μη επιλεκτικός χαρακτήρας λόγω δικαιολογήσεως βάσει της φύσεως και της εσωτερικής δομής του φορολογικού συστήματος.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει στο σημείο αυτό ότι η ρήτρα περί εξυγιάνσεως βασίζεται σε αναγόμενους στο φορολογικό σύστημα λόγους οι οποίοι συνάδουν προς συνταγματικές αρχές, όπως η φορολόγηση αναλόγως της ικανότητας εισφοράς, η αποτροπή της υπερβολικής φορολογήσεως και η αρχή της αναλογικότητας.

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: προφανώς εσφαλμένη εκτίμηση εξαιτίας ανεπαρκούς εξετάσεως της καταστάσεως κατά το γερμανικό φορολογικό δίκαιο.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει σχετικώς ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις διατάξεις της γερμανικής φορολογικής νομοθεσίας περί εκπτώσεων των ζημιών.

Επίκληση της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά το κοινοτικό δίκαιο.

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα φορολογικά πλεονεκτήματα εξυγιάνσεως σε περιπτώσεις αγοράς μεριδίων σε σχέση με εκπτώσεις των ζημιών αναφέρθηκαν από την Επιτροπή για πρώτη φορά σε μια επίσημη διαδικασία ελέγχου και ότι πρόκειται περί ενός μη συνήθους πλαισίου, δεδομένου ότι η προβολή του ζητήματος περί ενδεχόμενου χαρακτήρα κρατικής ενισχύσεως κατέστη δυνατή μόνον βάσει νομικής απλουστεύσεως μιας ρυθμίσεως (άρθρο 8, παράγραφος 4, KStG) η οποία είναι αναμφισβήτητα σύμφωνη με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεως. Η σημασία, από την άποψη του δικαίου περί κρατικών ενισχύσεων, της εν λόγω απλουστεύσεως του νόμου δεν ήταν αυτονόητη τόσο για τον γερμανό νομοθέτη, όσο και για τις επιχειρήσεις στις οποίες είχαν παρασχεθεί εξειδικευμένες συμβουλές.

____________