Language of document :

Προσφυγή της 2ας Δεκεμβρίου 2011 - GFKL Financial Services κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-620/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: GFKL Financial Services AG (Έσσεν, Γερμανία) (εκπρόσωποι: M. Schweda, S. Schultes-Schnitzlein, J. Eggers και M. Knebelsberger, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2011 [C(2011)275, ΕΕ L 235, σ. 26], στη διαδικασία κρατικής ενισχύσεως της Γερμανίας C 7/2010 (πρώην CP 250/2009 και NN 5/2010) "KStG, Sanierungsklausel"·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει ουσιαστικώς τα εξής:

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: η ρήτρα περί εξυγιάνσεως δεν συνιστά επιλεκτικό μέτρο

Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η καθής στηρίζει την απόφασή της σε εσφαλμένη ερμηνεία του γερμανικού δικαίου περί φορολογίας επιχειρήσεων. Ειδικότερα, προσδιορίζει εσφαλμένα το οικείο σύστημα αναφοράς. Συμπεραίνει κατά μη ορθό τρόπο ότι η διάταξη περί εξαιρέσεως του άρθρου 8c, παράγραφος 1, του γερμανικού νόμου περί φορολογίας επιχειρήσεων (Körperschaftsteuergesetz, KStG), κατά την οποία, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις αγοράς μεριδίων, καταπίπτουν ζημίες που μπορούν μα μεταφερθούν ως έχουν, αποτελεί τμήμα του συστήματος αναφοράς. Η διάταξη αυτή συνιστά πράγματι απόκλιση από το σύστημα αναφοράς. Το σύστημα αναφοράς συνίσταται στη γενική δυνατότητα μεταφοράς ζημιών σε επόμενα οικονομικά έτη. Τούτο προκύπτει ιδίως από τη (συνταγματική) αρχή του αντικειμενικού προσδιορισμού των καθαρών αποτελεσμάτων.

Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η ρήτρα περί εξυγιάνσεως αποτελεί γενικό μέτρο φορολογικής πολιτικής το οποίο δεν παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα, καθόσον δεν ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή παραγωγικούς κλάδους, και επομένως δεν προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση οικονομικών φορέων, οι οποίοι τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση όσον αφορά τον σκοπό του φορολογικού συστήματος.

Τέλος, η ρήτρα περί εξυγιάνσεως δικαιολογείται επίσης βάσει της εσωτερικής δομής του γερμανικού φορολογικού συστήματος, καθότι συμβάλλει στην εφαρμογή θεμελιωδών αρχών του γερμανικού φορολογικού συστήματος (μεταξύ των οποίων της αρχής περί μεταφοράς των ζημιών μεταξύ διαφορετικών οικονομικών ετών), οι οποίες απορρέουν άμεσα από το γερμανικό σύνταγμα.

Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ: μη καταβολή από κρατικούς πόρους

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι μεταφορές ζημιών, οι οποίες ορθώς διατηρήθηκαν μέσω της ρήτρας περί εξυγιάνσεως, δεν συνιστούν καταβολή από κρατικούς πόρους υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθότι με τη ρήτρα περί εξυγιάνσεως δεν παρέχεται περιουσιακό πλεονέκτημα, αλλά διατηρείται, απλώς, μια ήδη υφιστάμενη περιουσιακή κατάσταση.

Αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Στο σημείο αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας δεν δικαιολογείται σαφώς η εκ μέρους της καθής χρήση του συστήματος αναφοράς ως βάσης. Επιπλέον, η σωρεία λαθών της καθής κατά την αξιολόγηση του ισχύοντος γερμανικού δικαίου περί φορολογίας επιχειρήσεων είχε στο σύνολό της ως αποτέλεσμα να μην διακρίνονται πλέον οι βασικοί λόγοι που αυτή προβάλλει. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτουν τα σχετικά πραγματικά ή νομικά περιστατικά στα οποία βασίζει η καθής την άποψή της ότι η ρήτρα περί εξυγιάνσεως συνιστά κρατική ενίσχυση.

Προβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη στο μέτρο που διατάσσει την άμεση και πραγματική ανάκτηση των (υποτιθέμενων) ενισχύσεων, χωρίς να επιτρέπει στη Γερμανία να λάβει υπόψη την εκ μέρους των δικαιούχων υφιστάμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη διατήρηση του πλεονεκτήματος. Η προσβαλλόμενη απόφαση προσκρούει επομένως στην άγραφη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του δικαίου της Ένωσης.

____________