Language of document : ECLI:EU:F:2014:21

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚHΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 13ης Φεβρουαρίου 2014

Υπόθεση F‑5/14 R

CX

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση — Ασφαλιστικά μέτρα — Πειθαρχική διαδικασία — Ποινή παύσεως — Αίτηση αναστολής εκτελέσεως»

Αντικείμενο:      Aίτηση ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία o CX ζητεί την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της 16ης Οκτωβρίου 2013 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία παύθηκε από τα καθήκοντά του, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, με ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 2013. Την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με αίτημα, κυρίως, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Η προσφυγή του πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης υπό τον αριθμό F‑5/14.

Απόφαση:      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του CX απορρίπτεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — «Fumus boni juris» — Εκ πρώτης όψεως εξέταση των λόγων που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας ζητούνται τα ασφαλιστικά μέτρα

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα — Προϋποθέσεις παραδεκτού — Δικόγραφο — Τυπικά στοιχεία — Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών — Νομικοί ισχυρισμοί που δεν περιέχονται στο δικόγραφο — Παραπομπή στο σύνολο των συνημμένων εγγράφων — Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 3· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 34 και 35)

3.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας — Εκτίμηση — Μη τήρηση — Ειδικές περιστάσεις — Βάρος αποδείξεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 22)

4.      Υπάλληλοι — Πειθαρχικό καθεστώς — Πειθαρχική διαδικασία — Προθεσμίες — Υποχρέωση της Διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας — Μη τήρηση — Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΧ, άρθρο 22)

5.      Ασφαλιστικά μέτρα — Αναστολή εκτελέσεως — Προσωρινά μέτρα — Προϋποθέσεις χορηγήσεως — Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία — Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων — Προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης που κατισχύουν του συμφέροντος του προσφεύγοντος

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2· απόφαση 1999/352 της Επιτροπής)

1.      Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο πληρούται η περί fumus boni juris προϋπόθεση, πρέπει να εξεταστεί εκ πρώτης όψεως το βάσιμο των ισχυρισμών που επικαλείται ο προσφεύγων για να στηρίξει την προσφυγή στο πλαίσιο της οποίας ζητούνται τα ασφαλιστικά μέτρα και επομένως να εξακριβωθεί αν ένας τουλάχιστον από αυτούς είναι αρκούντως σοβαρός ώστε να μην απορριφθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων.

(βλ. σκέψη 30)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 15 Νοεμβρίου 2007, T‑215/07 R, Donnici κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Αν συγκεκριμένα στοιχεία του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο διέπεται, τόσο στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων όσο και στο πλαίσιο της επί της ουσίας δίκης, από τους τυπικούς κανόνες των άρθρων 34 και 35 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, στηρίζονται και συμπληρώνονται με παραπομπές σε συνημμένα έγγραφα, τα έγγραφα αυτά επιτελούν μόνον αποδεικτική και επεξηγηματική λειτουργία. Τα συνημμένα έγγραφα δεν μπορούν, συνεπώς, να χρησιμεύσουν για την ανάπτυξη ισχυρισμού συνοπτικώς εκτιθέμενου στο δικόγραφο, διά της προβολής αιτιάσεων ή επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε αυτό, δεδομένου ότι ο προσφεύγων πρέπει να επισημάνει με το δικόγραφο της προσφυγής του τις αιτιάσεις που πρέπει να εξεταστούν καθώς και, τουλάχιστον συνοπτικώς, τα νομικά στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι αιτιάσεις αυτές.

Επομένως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να λαμβάνει υπόψη την έκθεση των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών όπως αυτή προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής στο πλαίσιο της οποίας ζητούνται τα ασφαλιστικά μέτρα, το οποίο επισυνάπτεται ως παράρτημα στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και στο οποίο η εν λόγω αίτηση παραπέμπει.

(βλ. σκέψεις 31 και 32)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Ιανουαρίου 2007, T‑340/03, France Télécom κατά Επιτροπής, σκέψη 167

ΔΔΔΕΕ: 2 Ιουλίου 2009, F‑49/08, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψη 86

3.      Μολονότι οι προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 22 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, όπως, εν γένει, οι σχετικές με την πειθαρχική διαδικασία τασσόμενες προθεσμίες, δεν είναι αποκλειστικές, εντούτοις αποτελούν έκφραση κανόνα χρηστής διοικήσεως σκοπός του οποίου είναι να αποφεύγεται, προς το συμφέρον τόσο της Διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως που τερματίζει την πειθαρχική διαδικασία.

Κατά συνέπεια, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπον ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Το καθήκον επιμέλειας και τηρήσεως της εύλογης προθεσμίας επιβάλλεται και όσον αφορά την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ιδίως στην περίπτωση και από τη στιγμή που η Διοίκηση έχει λάβει γνώση των πραγματικών περιστατικών και των συμπεριφορών που συνιστούν ενδεχομένως παραβάσεις των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου.

Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και εκείνη των αρμοδίων αρχών.

Όταν μια διαδικασία που αφορά υπάλληλο έχει υπερβεί την θεωρούμενη ως εύλογη διάρκεια, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εναπόκειται να αποδείξει την ύπαρξη ιδιαιτέρων περιστάσεων ικανών να δικαιολογήσουν την υπέρβαση αυτή.

(βλ. σκέψεις 36, 37, 42, 44 και 45)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Μαΐου 1983, 207/81, Ditterich κατά Επιτροπής, σκέψη 26· 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 17 Οκτωβρίου 1991, T‑26/89, de Compte κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 88· 3 Ιουλίου 2001, T‑24/98, E κατά Επιτροπής, σκέψη 52· 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Στο πλαίσιο της διεξαγωγής της πειθαρχικής διαδικασίας, μια διαδικαστική πλημμέλεια επισύρει ακύρωση πράξεως μόνον αν η διαδικασία μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα αν δεν είχε σημειωθεί η εν λόγω πλημμέλεια.

Συναφώς, η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί, εν γένει, την ακύρωση αποφάσεως ληφθείσας κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας που υπερέβη τα όρια της εύλογης διάρκειας. Ειδικότερα, μόνον όταν η υπέρμετρη υπέρβαση της εύλογης διάρκειας ενδέχεται να επηρεάσει το περιεχόμενο αυτής καθαυτήν της αποφάσεως κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης διάρκειας ασκεί επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας.

Εν πάση περιπτώσει, μολονότι οι πράξεις οι οποίες πάσχουν πλημμέλεια η σοβαρότητα της οποίας είναι τόσο πρόδηλη ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη της Ένωσης πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα, εντούτοις η σοβαρότητα των συνεπειών που συνδέονται με την αναγνώριση του ανυποστάτου μιας πράξεως των θεσμικών οργάνων της Ένωσης επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, η αναγνώριση αυτή να επιφυλάσσεται σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

(βλ. σκέψεις 40, 48 και 50)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Μαρτίου 1990, C‑142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 48

ΠΕΚ: 23 Απριλίου 2002, T‑372/00, Campolargo κατά Επιτροπής, σκέψη 39

ΓΔΕΕ: 24 Νοεμβρίου 2010, T‑9/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 9 Οκτωβρίου 2013, F‑116/12, Wahlström κατά Frontex, σκέψη 40

5.      Όσον αφορά τη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, ελλείψει αρκούντως σοβαρών και κρίσιμων ισχυρισμών ώστε να συνιστούν, στο στάδιο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, fumus boni juris, η διατήρηση στην υπηρεσία υπαλλήλου, στον οποίο προσάπτεται ότι ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, μολονότι ήταν υπάλληλός της και όφειλε να επιδεικνύει άμεμπτη συμπεριφορά, θα μπορούσε να κλονίσει σοβαρά την αξιοπιστία των θεσμικών οργάνων και την εμπιστοσύνη των κρατών και του κοινού εν γένει σε αυτά. Συνεπώς, ακόμη και αν γίνει εξ ορισμού δεκτό ότι έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας, το συμφέρον του οικείου θεσμικού οργάνου να μην υποχρεωθεί να διατηρήσει μια σχέση εργασίας προκειμένου περί υπαλλήλου ο οποίος έχει παυθεί από τα καθήκοντά του κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας κατισχύει του συμφέροντος του εν λόγω υπαλλήλου να επιτύχει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Συγκεκριμένα, από το προοίμιο της αποφάσεως 1999/352, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στην καταπολέμηση της απάτης και οποιασδήποτε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα εν λόγω συμφέροντα. Περαιτέρω, όπως είναι γνωστό, η κοινή γνώμη είναι ευαίσθητη ως προς το ζήτημα της προστασίας των δημοσίων πόρων και των Ευρωπαίων φορολογουμένων.

(βλ. σκέψεις 80 και 81)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Αυγούστου 2002, T‑198/02 R, N κατά Επιτροπής, σκέψη 60