Language of document : ECLI:EU:T:2014:141

Υπόθεση T‑306/10

Hani El Sayyed Elsebai Yusef

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Κανονισμός (ΕΚ) 881/2002 — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ενός προσώπου λόγω του ότι έχει περιληφθεί σε κατάλογο που κατάρτισε όργανο των Ηνωμένων Εθνών — Επιτροπή κυρώσεων — Μεταγενέστερη εγγραφή στο παράρτημα Ι του κανονισμού 881/2002 — Άρνηση της Επιτροπής να διαγράψει την εγγραφή αυτή — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Θεμελιώδη δικαιώματα — Δικαίωμα ακροάσεως, δικαίωμα σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και δικαίωμα σεβασμού της ιδιοκτησίας»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 21ης Μαρτίου 2014

1.      Ένδικη διαδικασία — Προσφυγή κατά παραλείψεως — Πράξεις τις οποίες αφορά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ — Παράκαμψη της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως — Απαράδεκτο — Όρια — Ύπαρξη νέων ουσιωδών περιστατικών — Έννοια του νέου ουσιώδους περιστατικού — Περιοριστικά μέτρα ληφθέντα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 265 ΣΛΕΕ· κανονισμός 881/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 7γ)

2.      Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων — Δικαίωμα των αποδεκτών της αποφάσεως να προβούν σε αίτηση επανεξετάσεως λαμβανομένων υπόψη των μεταγενέστερων εξελίξεων — Δικαστικός έλεγχος — Παράλειψη της Επιτροπής να κάνει δεκτή την αίτηση αυτή — Μη ανάληψη δράσεως συνιστώσα παράλειψη

(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 265 ΣΛΕΕ· κανονισμός 881/2002 του Συμβουλίου)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν — Υποχρέωση ανακοινώσεως των ατομικών και ειδικών λόγων που δικαιολογούν τις ληφθείσες αποφάσεις — Υποχρέωση παροχής στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας να προβάλει επωφελώς την άποψή του επί των λόγων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του

(Άρθρο 220 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 881/2002 του Συμβουλίου· κανονισμός 1629/2005 της Επιτροπής)

1.      Δεν επιτρέπεται σε προσφεύγοντα να παρακάμψει τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στρεφομένης κατά πράξεως θεσμικού οργάνου, με το διαδικαστικό τέχνασμα της προσφυγής κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, στρεφομένης κατά της αρνήσεως του θεσμικού αυτού οργάνου να ακυρώσει ή να ανακαλέσει την εν λόγω πράξη.

Συναφώς, η ύπαρξη νέων ουσιωδών περιστατικών μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήματος επανεξετάσεως αποφάσεως η οποία δεν αμφισβητήθηκε εμπροθέσμως. Στο πλαίσιο μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001, η έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi I (υποθέσεις C‑402/05 P και C‑415/05 P) με την οποία τέθηκαν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιβληθεί μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων καθώς και οι διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται στους ενδιαφερομένους συνιστά τέτοιο νέο περιστατικό. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή προκάλεσε κατ’ ανάγκη αλλαγή στάσεως και συμπεριφοράς της Επιτροπής, όπερ συνιστά καθεαυτό νέο και ουσιώδες στοιχείο. Επομένως, μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή θεωρούσε, αφενός ότι τη δέσμευαν αυστηρώς οι αποφάσεις της επιτροπής κυρώσεων, η οποία θεσπίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, χωρίς να έχει εξουσία ανεξάρτητης εκτιμήσεως, και, αφετέρου, ότι οι συνήθεις εγγυήσεις των δικαιωμάτων άμυνας δεν εφαρμόζονται στο πλαίσιο της λήψεως ή της αμφισβητήσεως μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων δυνάμει του κανονισμού 881/2002. Αντιθέτως, αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως Kadi I του Δικαστηρίου, η Επιτροπή μετέβαλε ριζικώς την προσέγγισή της και είναι σε θέση να επανεξετάζει, αν όχι με δική της πρωτοβουλία, τουλάχιστον κατόπιν ρητής αιτήσεως των ενδιαφερομένων, όλες τις λοιπές περιπτώσεις δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002.

Συνιστά, εξάλλου, νέο στοιχείο το γεγονός ότι η Κυβέρνηση κράτους μέλους, το οποίο είναι συγχρόνως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αφού εξέτασε, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηριζόταν η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα περιοριστικά μέτρα, που έχει καταρτισθεί από την εν λόγω επιτροπή κυρώσεων, κατέληξε, μετά από την πρώτη λήψη θέσεως, ότι δεν πληρούσε τα κριτήρια εγγραφής στον κατάλογο αυτό και ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απευθυνθεί στην επιτροπή αυτή για τη διαγραφή του ονόματός του από τον εν λόγω κατάλογο.

(βλ. σκέψεις 54, 55, 59, 60, 66, 69, 70, 72)

2.      Αντιθέτως προς τις έχουσες μόνιμα αποτελέσματα πράξεις, μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του κανονισμού 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001, συνιστά προληπτικό συντηρητικό μέτρο, το οποίο δεν θεωρείται ότι στερεί από τα εν λόγω πρόσωπα την ιδιοκτησία τους. Επομένως, η ισχύς του μέτρου αυτού εξαρτάται πάντοτε από τη συνέχιση συνδρομής των πραγματικών και νομικών στοιχείων που συνέτρεχαν κατά τη λήψη του, καθώς και από την ανάγκη διατηρήσεώς του προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με το μέτρο αυτό σκοπού. Συνεπώς, μέτρο δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει του εν λόγω κανονισμού μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο αιτήσεως επανεξετάσεως ανά πάσα στιγμή, προκειμένου να εξακριβωθεί αν δικαιολογείται η διατήρησή του, η δε παράλειψη της Επιτροπής να δεχθεί το αίτημα αυτό μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως. Αν γινόταν δεκτή επιχειρηματολογία περί του αντιθέτου θα είχε ως συνέπεια, μετά τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων, ότι θα παρεχόταν στην Επιτροπή η υπέρμετρη εξουσία να δεσμεύει επ’ αόριστον τα κεφάλαια ενός προσώπου, άνευ οποιουδήποτε δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της εξελίξεως, ή, ακόμη, παύσεως της συνδρομής, των περιστάσεων που δικαιολόγησαν αρχικώς τη λήψη του εν λόγω μέτρου.

Επιπλέον, αφενός, το άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1286/2009 προβλέπει, στις τρεις πρώτες παραγράφους, διαδικασία επανεξετάσεως ειδικώς υπέρ των προσώπων τα οποία ενεγράφησαν στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 2008. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να ζητήσουν από την Επιτροπή να τους κοινοποιήσει την αιτιολογική έκθεση που δικαιολόγησε την εγγραφή τους στον επίμαχο κατάλογο, στη συνέχεια μπορούν να διατυπώσουν παρατηρήσεις συναφώς, η δε Επιτροπή πρέπει να επανεξετάσει την απόφασή της περί εγγραφής τους στον επίμαχο κατάλογο, με γνώμονα τις παρατηρήσεις αυτές. Αφετέρου, η εν λόγω διάταξη προβλέπει, στην παράγραφο 4, διαδικασία επανεξετάσεως για κάθε πρόσωπο που έχει εγγραφεί στον επίμαχο κατάλογο το οποίο, βάσει ουσιαστικών νέων αποδεικτικών στοιχείων, υποβάλλει νέα αίτηση διαγραφής. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να μπορεί να ασκείται το ένδικο μέσο της προσφυγής κατά παραλείψεως, σύμφωνα με το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, σε περίπτωση παραλείψεως της Επιτροπής να προβεί στην επανεξέταση για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 7γ του κανονισμού 881/2002.

(βλ. σκέψεις 62, 63, 65, 68)

3.      Θεσμικό όργανο της Ένωσης, αποφασίζοντας να δεσμεύσει τα κεφάλαια προσώπου κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 881/2002, για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, το δίκτυο της Αλ Κάιντα και τους Ταλιμπάν, και για την κατάργηση του κανονισμού 467/2001, υποχρεούται, προς αποφυγή προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του προσώπου αυτού, ειδικότερα του δικαιώματος ακροάσεως και του δικαιώματός του σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να γνωστοποιήσει στον ενδιαφερόμενο τα εις βάρος του στοιχεία ή να του παράσχει το δικαίωμα να λάβει συναφώς γνώση εντός εύλογης προθεσμίας μετά τη λήψη του μέτρου αυτού και να δώσει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του επ’ αυτού.

Περαιτέρω, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με την αιτιολογική έκθεση, η αρμόδια αρχή της Ένωσης έχει την υποχρέωση να εξετάσει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών και των ενδεχόμενων απαλλακτικών στοιχείων που επισυνάπτονται στις παρατηρήσεις αυτές. Συναφώς, απόκειται στην αρχή αυτή να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο των τυχόν παρατηρήσεων, την ανάγκη να ζητήσει τη συνεργασία της επιτροπής κυρώσεων η οποία θεσπίστηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και, μέσω αυτής, του μέλους του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που πρότεινε την εγγραφή του οικείου προσώπου στον κατάλογο της εν λόγω επιτροπής, για να της κοινοποιηθούν, στο πλαίσιο του κλίματος αποτελεσματικής συνεργασίας που πρέπει, δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να διέπει τις σχέσεις της Ένωσης με τα όργανα των Ηνωμένων Εθνών στον τομέα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας, πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή όχι, βάσει των οποίων θα μπορέσει να εκπληρώσει το εν λόγω καθήκον επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως. Τέλος, χωρίς να εκτείνεται μέχρι την επιβολή υποχρεώσεως λεπτομερούς απαντήσεως στις παρατηρήσεις που διατύπωσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ συνεπάγεται ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όταν η αιτιολογία της πράξεως της Ένωσης αντιστοιχεί σε λόγους που έχει διατυπώσει διεθνές όργανο, πρέπει να προσδιορίζει τους επιμέρους, ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι πρέπει να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα στο οικείο πρόσωπο.

Τέλος, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος επί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιβάλλει, αφενός, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης να κοινοποιεί στο οικείο πρόσωπο την αιτιολογική έκθεση που παρέσχε η επιτροπή κυρώσεων και στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως του ονόματός του στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, να του παρέχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει επωφελώς τις παρατηρήσεις του επί του θέματος αυτού και να εξετάζει, με επιμέλεια και αμεροληψία, το βάσιμο των προβληθέντων λόγων υπό το φως των παρατηρήσεων που διατύπωσε και των ενδεχομένων απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το πρόσωπο αυτό.

Επομένως, όταν η Επιτροπή βασίζεται μόνον στην ύπαρξη μιας, ουδόλως αιτιολογημένης, απλής ανακοινώσεως Τύπου της επιτροπής κυρώσεων για να λάβει τέτοια περιοριστικά μέτρα, ενώ υποχρεούται να προβεί σε ενέργειες ως προς τον προσφεύγοντα ακόμα και αν θεωρεί ότι η επιβολή στον προσφεύγοντα των περιοριστικών μέτρων ήταν και εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη, επί της ουσίας, σε σχέση με την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου, όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως, περιλαμβανομένων των νέων πραγματικών στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση της, υποχρεούνταν, εν πάση περιπτώσει, να ανορθώσει το ταχύτερον την καταφανή παραβίαση των αρχών που ισχύουν στο πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατά τη λήψη των μέτρων αυτών, διότι άλλως πρόκειται περί παραλείψεως εκ μέρους της. Συναφώς, δεν έχει σημασία αν η Επιτροπή, εν τω μεταξύ, κίνησε τη διαδικασία επανεξετάσεως και η διαδικασία αυτή βρίσκεται εν εξελίξει.

(βλ. σκέψεις 90, 92, 93, 95, 96, 98, 99, 101)