Language of document :

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 2023 [αίτηση του Sąd Rejonowy dla Warszawy - Śródmieścia w Warszawie (Πολωνία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – ZL, KU, KM κατά Provident Polska S.A.

(Υπόθεση C-321/22 1 , Provident Polska)

(Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Σύμβαση καταναλωτικής πίστης – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Σημαντική ανισορροπία – Κόστος της πίστωσης εκτός των τόκων – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Αναγνωριστική αγωγή – Έννομο συμφέρον – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Συνέπειες)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Rejonowy dla Warszawy - Śródmieścia w Warszawie

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

ZL, KU, KM

κατά

Provident Polska S.A.

Διατακτικό

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές,

έχει την έννοια ότι:

εφόσον δεν αποκλείεται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας, η εξέταση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας σχετικής με έξοδα εκτός τόκων η οποία περιλαμβάνεται σε σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας τέτοιας ρήτρας μπορεί να διαπιστωθεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η ρήτρα προβλέπει την εκ μέρους του καταναλωτή καταβολή εξόδων ή προμήθειας ποσού προδήλως δυσανάλογου σε σχέση με την υπηρεσία που παρέχεται ως αντιπαροχή.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, η οποία απαιτεί, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή καταναλωτή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση καταχρηστικής ρήτρας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση συναφθείσα με επαγγελματία, να αποδειχθεί η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, εφόσον θεωρείται ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον όταν ο καταναλωτής δύναται να ασκήσει αγωγή για την επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού ή όταν μπορεί να προβάλει την αδυναμία επίκλησης της ανωτέρω ρήτρας στο πλαίσιο της άμυνάς του σε ανταγωγή με αίτημα την εκπλήρωση υποχρέωσης, την οποία έχει ασκήσει εναντίον του ο επαγγελματίας βάσει της εν λόγω ρήτρας.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αρχών της αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στο να κηρυχθεί άκυρη μια σύμβαση δανείου συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι μόνον η συμβατική ρήτρα η οποία καθορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο καταβολής των οφειλόμενων περιοδικών δόσεων είναι καταχρηστική και ότι η σύμβαση δεν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς τη ρήτρα αυτή. Ωστόσο, όταν μια ρήτρα περιλαμβάνει όρο δυνάμενο να διαχωριστεί από τους λοιπούς όρους της ρήτρας, ο οποίος μπορεί να εξεταστεί μεμονωμένα ως προς τον καταχρηστικό χαρακτήρα του και του οποίου η απάλειψη θα καθιστούσε δυνατή την αποκατάσταση της ουσιαστικής ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων χωρίς να επηρεάσει την ουσία της οικείας σύμβασης, η εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών, δεν συνεπάγεται ότι η ρήτρα, ή ακόμη και η σύμβαση, πρέπει να κηρυχθούν άκυρες στο σύνολό τους.

____________

1 ΕΕ C 318, της 22.8.2022.