Language of document : ECLI:EU:C:2019:1003

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

GIOVANNI PITRUZZELLA

της 21ης Νοεμβρίου 2019 (1)

Υπόθεση C584/18

D.Z.

κατά

Blue Air – Airline Management Solutions SRL κ.λπ.

[αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κύπρος)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Έλεγχος στα σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών – Απόφαση 565/2014/ΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα – Κανονισμός 261/2004 – Άρνηση επιβίβασης – Έννοια – Σφάλμα κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων – Ρήτρες περιορισμού της ευθύνης του αερομεταφορέα»






1.        Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που αποτελεί το αντικείμενο των παρουσών προτάσεων, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Κύπρος) έθεσε στο Δικαστήριο πέντε ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της απόφασης 565/2014 (2) και του κανονισμού 261/2004 (3). Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του D.Z. και της Blue Air – Airline Management Solutions S.R.L. (στο εξής: Blue Air) με αντικείμενο την άρνηση της δεύτερης να επιβιβάσει τον D.Z. σε πτήση με αναχώρηση από τη Λάρνακα (Κύπρος) και προορισμό το Βουκουρέστι (Ρουμανία).

 Νομικό πλαίσιο

2.        Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (4), από την 1η Ιανουαρίου 2007, ημερομηνία προσχώρησής της στην Ένωση, η Ρουμανία οφείλει να απαιτεί θεώρηση από τους υπηκόους των τρίτων χωρών οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού 539/2001 (5). Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, οι διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν για τους όρους και τα κριτήρια έκδοσης ομοιόμορφων θεωρήσεων, καθώς και οι διατάξεις για την αμοιβαία αναγνώριση των θεωρήσεων και την ισοδυναμία μεταξύ των εγγράφων διαμονής και των θεωρήσεων είναι δεσμευτικές για τη Ρουμανία από την ημερομηνία προσχώρησης, μολονότι δεν εφαρμόζονται έως την έκδοση σχετικής απόφασης του Συμβουλίου. Επομένως, η Ρουμανία οφείλει να χορηγεί εθνικές θεωρήσεις, εισόδου ή διέλευσης, στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαθέτουν ομοιόμορφη θεώρηση ή θεώρηση μακράς διαρκείας ή τίτλο διαμονής εκδοθέντα από κράτος μέλος το οποίο εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν ή ανάλογο έγγραφο εκδοθέν από την Κύπρο, τη Βουλγαρία ή την Κροατία που, όπως η Ρουμανία, ακόμη δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν. Προκειμένου να μην επιβληθεί στη Ρουμανία και στα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην Ένωση την 1η Μαΐου 2004 αδικαιολόγητος διοικητικός φόρτος, στο στάδιο προ της εισόδου τους στον χώρο Σένγκεν, εκδόθηκαν οι αποφάσεις 895/2006 (6), 582/2008 (7) και, τελευταίως, η απόφαση 565/2014, η οποία κατήργησε τις δύο πρώτες και αφορά μόνο τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Κύπρο και την Κροατία.

3.        Κατά το άρθρο της 1, η απόφαση 565/2014, την οποία εφάρμοζε τόσο η Κύπρος όσο και η Ρουμανία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, «εισάγει απλουστευμένο καθεστώς για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βάσει του οποίου η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος και η Ρουμανία μπορούν να αναγνωρίζουν μονομερώς ως ισοδύναμα προς τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση μέσω της επικράτειάς τους ή για πρόθεση παραμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και στο άρθρο 3 της [εν λόγω] απόφασης, τα οποία εκδίδονται σε υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης βάσει του κανονισμού […] 539/2001».

4.        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της απόφασης 565/2014, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος και η Ρουμανία μπορούν να θεωρούν ως ισοδύναμα προς τις εθνικές τους θεωρήσεις, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των κατόχων, τα έγγραφα που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως γʹ της παραγράφου αυτής, τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν πλήρως το κεκτημένο του Σένγκεν. Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, αν αποφασίσουν να εφαρμόσουν την απόφαση 565/2014, «η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος ή η Ρουμανία […] αναγνωρίζουν όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ανεξάρτητα από το κράτος μέλος που έχει εκδώσει το έγγραφο, εκτός εάν προσαρτώνται σε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία δεν αναγνωρίζουν ή σε ταξιδιωτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα με την οποία δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις».

5.        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της απόφασης 565/2014, «[ε]άν η Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος ή η Ρουμανία αποφασίσουν να εφαρμόσουν το άρθρο 2, δύνανται να αναγνωρίζουν […] ως ισοδύναμες προς τις εθνικές τους θεωρήσεις» τις θεωρήσεις και τις άδειες που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ και βʹ της παραγράφου αυτής, οι οποίες χορηγούνται ή εκδίδονται από τα ίδια αυτά κράτη μέλη, εκτός αν τίθενται ή προσαρτώνται σε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία τα εν λόγω κράτη μέλη δεν αναγνωρίζουν ή σε ταξιδιωτικά έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τρίτη χώρα με την οποία δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι τα εκδιδόμενα από την Κύπρο έγγραφα που μπορούν να αναγνωριστούν απαριθμούνται στο παράρτημα III της απόφασης 565/2014.

6.        Κατά το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 565/2014, «[η] Βουλγαρία, η Κροατία, η Κύπρος και η Ρουμανία κοινοποιούν στην Επιτροπή εντός 20 εργάσιμων ημερών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης εάν έχουν αποφασίσει να την εφαρμόσουν. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που της γνωστοποιούν τα εν λόγω κράτη μέλη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στις 6 Σεπτεμβρίου 2014 η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα, σύμφωνα με το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο, της απόφασης 565/2014, την ακόλουθη πληροφορία όσον αφορά τη Ρουμανία: «Η Ρουμανία εφαρμόζει την απόφαση αριθ. 565/2014/ΕΕ και, σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης, αναγνωρίζει τις εθνικές θεωρήσεις και τις άδειες διαμονής που εκδίδονται από τη Βουλγαρία, την Κύπρο και την Κροατία οι οποίες απαριθμούνται, αντίστοιχα, στο παράρτημα Ι, ΙΙ και IΙΙ της απόφασης, ως ισοδύναμες προς τις ρουμανικές θεωρήσεις» (8).

7.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 539/2001, οι υπήκοοι των τρίτων χωρών οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι του κανονισμού αυτού πρέπει να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών. Το Καζαχστάν περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτόν.

8.        Το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 διευκρινίζει ότι, για τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, ως «άρνηση επιβίβασης» νοείται «η άρνηση να μεταφερθούν σε μια πτήση επιβάτες, μολονότι εμφανίσθηκαν προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3 παράγραφος 2, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην τους επιτραπεί η επιβίβαση, όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας της πτήσης ή αεροπορικής ασφάλειας, ή έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων».

9.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, «[ε]άν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 και τους παρέχει βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9».

10.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 261/2004, το οποίο επιγράφεται «Αποκλεισμός αποποίησης», ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «[δ]εν επιτρέπεται περιορισμός ή αποποίηση των βάσει του [εν λόγω] κανονισμού υποχρεώσεων έναντι των επιβατών, ιδίως με ρήτρα περιορισμού ή παρέκκλισης στη σύμβαση μεταφοράς».

 Η κύρια δίκη, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

11.      Ο D.Z., ενάγων στην κύρια δίκη, είναι υπήκοος Καζαχστάν. Η Blue Air, εναγομένη στην κύρια δίκη, είναι ρουμανική εταιρία, καταχωρισμένη στην Κύπρο το 2015, η οποία εγκαθίδρυσε σε αυτό το κράτος μέλος το κέντρο των δραστηριοτήτων της.

12.      Στις 6 Σεπτεμβρίου 2015 ο D.Z. προσήλθε στον αερολιμένα της Λάρνακας για να επιβιβαστεί σε πτήση της εναγομένης με προορισμό το Βουκουρέστι, στην οποία είχε επιβεβαιωμένη κράτηση. Η διαμονή του D.Z. στο Βουκουρέστι επρόκειτο να διαρκέσει από τις 6 έως τις 12 Σεπτεμβρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία ήταν προγραμματισμένη η πτήση επιστροφής του από το Βουκουρέστι στη Λάρνακα με άλλον αερομεταφορέα. Σκοπός του ταξιδιού ήταν η συμμετοχή του D.Z. σε δύο εξετάσεις του ACCA (Association of Chartered Certified Accountants) που επρόκειτο να διεξαχθούν στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 στο Βουκουρέστι.

13.      Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, ο D.Z. ήταν κάτοχος διαβατηρίου σε ισχύ εκδοθέντος από το Καζαχστάν καθώς και προσωρινής άδειας διαμονής στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία είχε εκδοθεί στη Λευκωσία στις 15 Ιουνίου 2015 και θα έληγε στις 6 Απριλίου 2016. Μολονότι στη διάταξη περί παραπομπής δεν υπάρχει ρητή σχετική μνεία, δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω άδεια διαμονής καταλέγεται σε αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα III της απόφασης 565/2014 (9), οι οποίες αναγνωρίζονται από τη Ρουμανία σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 565/2014.

14.      Πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία αναχώρησής του για τη Ρουμανία, ο D.Z. είχε υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση χορήγησης θεώρησης εισόδου στη Ρουμανία μέσω της ιστοσελίδας του Υπουργείου Εξωτερικών αυτού του κράτους μέλους. Απαντώντας στο σχετικό ερωτηματολόγιο, ο D.Z. είχε δηλώσει ότι εμπίπτει στην ακόλουθη κατηγορία: «I hold a short-stay issued by Bulgaria, Cyprus or Croatia». Η απάντηση που έλαβε από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρουμανίας ήταν ότι δεν χρειαζόταν θεώρηση εισόδου αν η διάρκεια της διαμονής του σε αυτό το κράτος μέλος δεν θα υπερέβαινε τις 90 ημέρες εντός περιόδου 180 ημερών.

15.      Αφότου προσήλθε εγκαίρως στον αερολιμένα της Λάρνακας, ο D.Z. υποβλήθηκε σε έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων του από υπαλλήλους της ιδιωτικής εταιρίας που ενεργεί ως εντεταλμένη αντιπρόσωπος της εταιρίας Blue Air στην Κύπρο. Ο D.Z. είχε μαζί του και επέδειξε, εκτός από το διαβατήριο και την κυπριακή άδεια διαμονής, την αίτηση χορήγησης θεώρησης που είχε υποβάλει μέσω της ιστοσελίδας του ρουμανικού Υπουργείου Εξωτερικών και την απάντηση, την οποία είχε λάβει ηλεκτρονικά, κατά την οποία δεν χρειαζόταν θεώρηση προκειμένου να εισέλθει στη Ρουμανία.

16.      Οι υπάλληλοι που διενήργησαν τον έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων του D.Z. επικοινώνησαν τηλεφωνικώς με το επίγειο ελεγκτικό προσωπικό της Blue Air στον αερολιμένα του Βουκουρεστίου, στο οποίο διαβίβασαν το σύνολο των εγγράφων που είχε επιδείξει ο D.Z. Η απάντηση που μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απεστάλη από την ευρισκόμενη σε υπηρεσία στον αερολιμένα του Βουκουρεστίου υπάλληλο της Blue Air ήταν η εξής: «I am sorry but they said that without a visa or a family member residence card, he can’t enter Romania» («Λυπάμαι, αλλά μου είπαν ότι χωρίς βίζα ή κάρτα διαμονής μέλους της οικογένειας, δεν μπορεί να εισέλθει στη Ρουμανία»).

17.      Λαμβανομένων υπόψη της απάντησης αυτής και του γεγονότος ότι η μεταφορά του D.Z. στη Ρουμανία θα συνεπαγόταν για την Blue Air την υποχρέωση να τον μεταφέρει αμέσως πίσω στην Κύπρο και θα εξέθετε την εταιρία σε διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, ελήφθη η απόφαση να μην επιτραπεί η επιβίβαση του D.Z. στην πτήση στην οποία αυτός είχε κάνει κράτηση. Ο D.Z. ζήτησε, εις μάτην, να του δοθούν γραπτώς οι λόγοι της άρνησης επιβίβασης στο αεροσκάφος. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι ο D.Z. δεν έλαβε καμία έγγραφη απόφαση των ρουμανικών αρχών σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν επετράπη η είσοδός του στο ρουμανικό έδαφος.

18.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο D.Z. ζητεί αποζημίωση για το κόστος του εισιτηρίου του για την πτήση μετ’ επιστροφής, τα έξοδα για την ακύρωση κράτησης ξενοδοχείου στο Βουκουρέστι, τα τέλη των εξετάσεων στις οποίες δεν έλαβε μέρος λόγω της μη αναχώρησής του για το Βουκουρέστι, το ισόποσο των μισθών που δεν έλαβε από τον εργοδότη του λόγω της εκπαιδευτικής άδειας για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις στο Βουκουρέστι, καθώς και αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του ότι πήγε χαμένη η προετοιμασία που έκανε για τις εξετάσεις, αλλά και λόγω της επιπλέον προετοιμασίας που αναγκάστηκε να κάνει για να λάβει εκ νέου μέρος στις ίδιες εξετάσεις σε άλλη ημερομηνία. Ο D.Z. υποστηρίζει ότι η άρνηση επιβίβασης στο αεροσκάφος της εναγομένης, μολονότι αυτός διέθετε όλα τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα βάσει της απόφασης 565/2014 και είχε λάβει από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ρουμανίας την απάντηση ότι δεν χρειαζόταν θεώρηση εισόδου, συνιστά παράβαση των διατάξεων της απόφασης αυτής και της σύμβασης που συνήψε με την εναγομένη.

19.      Η Blue Air αντιτάσσει ότι ήταν ευθύνη του D.Z. να εξασφαλίσει οποιαδήποτε θεώρηση εισόδου απαιτείτο από τους νόμους ή τους κανονισμούς, ότι αυτός γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι χρειαζόταν θεώρηση εισόδου για τη Ρουμανία, ότι οι ρουμανικές αρχές είχαν διακριτική ευχέρεια να μην επιτρέψουν την είσοδό του στη χώρα χωρίς θεώρηση, και ότι η εναγομένη δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την απόφαση που έλαβαν οι ρουμανικές αρχές να μην επιτρέψουν την είσοδό του στο ρουμανικό έδαφος. Επιπλέον, η Blue Air παραπέμπει στους δημοσιευμένους στον ιστότοπό της γενικούς όρους μεταφορών, οι οποίοι ρητώς προβλέπουν ότι η εταιρία δεν φέρει ευθύνη για την άρνηση εισόδου που αντιτάσσουν σε επιβάτη οι αρχές του κράτους προορισμού ή για τα έγγραφα που οφείλει να κατέχει ο πελάτης ή για την εφαρμογή των νόμων, κανονισμών ή οδηγιών του κράτους προορισμού.

20.      Ακριβώς υπό τις συνθήκες αυτές, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Κύπρος) υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι ορθό να ερμηνευθεί ότι η Απόφαση αρ. 565/2014/ΕΕ δημιουργεί άμεσα έννομα αποτελέσματα υπό τη μορφή, αφενός, δικαιωμάτων των ιδιωτών υπηκόων τρίτων χωρών να μην απαιτηθεί θεώρηση για την είσοδό τους στο κράτος μέλος προορισμού και, αφετέρου, υποχρέωσης του εν λόγω κράτους μέλους προορισμού να μην απαιτήσει τέτοια θεώρηση, εφόσον κατέχουν θεώρηση ή τίτλο διαμονής που εμπίπτει στον κατάλογο εκείνων που τυγχάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης βάσει της Απόφασης αρ. 565/2014, την οποία το κράτος μέλος προορισμού δεσμεύτηκε να εφαρμόζει;

2)      Όταν ένας αερομεταφορέας, προσωπικά ή/και μέσω των εξουσιοδοτημένων και εντεταλμένων αντιπροσώπων του στο αεροδρόμιο του κράτους μέλους αναχώρησης, αρνείται την επιβίβαση ενός επιβάτη κατ’ επίκληση άρνησης των αρχών του κράτους μέλους προορισμού να δεχθούν την είσοδό του στο εν λόγω κράτος, λόγω ισχυριζόμενης έλλειψης θεώρησης εισόδου (visa), είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ο αερομεταφορέας ασκεί εξουσία και ενεργεί ως προέκταση του εν λόγω Κράτους (emanation of State), έτσι ώστε να μπορεί να αντιταχθεί σε αυτόν η Απόφαση αρ. 565/2014/ΕΕ από τον θιγόμενο επιβάτη ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους αναχώρησης, για να καταδείξει ότι είχε δικαίωμα εισόδου χωρίς επιπλέον θεώρηση και να αξιώσει αποζημιώσεις για την παραβίαση του δικαιώματος αυτού και κατ’ επέκταση για παράβαση της σύμβασης μεταφοράς του;

3)      Μπορεί ένας αερομεταφορέας, προσωπικά ή/και μέσω των εξουσιοδοτημένων και εντεταλμένων αντιπροσώπων του, να αρνείται την επιβίβαση του υπηκόου τρίτης χώρας, κατ’ επίκληση απόφασης των αρχών του κράτους μέλους προορισμού για άρνηση εισόδου του στο έδαφος του εν λόγω κράτους, χωρίς να εκδοθεί ή/και παραδοθεί προηγουμένως στον εν λόγω υπήκοο οποιαδήποτε γραπτή αιτιολογημένη απόφαση για την άρνηση εισόδου (βλ. το άρθρο 14, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 2016/399, πρότινος άρθρο 13 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 562/2006 [(10)] που προδιαγράφει την έκδοση αιτιολογημένης απόφασης για την άρνηση εισόδου), προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ειδικότερα της ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων του θιγόμενου επιβάτη (βλ. το άρθρο 4 του ιδίου Κανονισμού);

4)      Έχει το Άρθρο 2, [στοιχείο ιʹ], του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004 την έννοια ότι εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του η περίπτωση άρνησης επιβίβασης επιβάτη οποτεδήποτε αυτή αποφασίζεται από τον αερομεταφορέα λόγω ισχυριζόμενης “έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων”; Είναι ορθό να ερμηνευθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού η άρνηση επιβίβασης, εφόσον ήθελε κριθεί δικαστικά, με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά, ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα ήταν επαρκή και ότι η άρνηση επιβίβασης υπήρξε αναιτιολόγητη ή παράνομη ως παραβιάζουσα το Ευρωπαϊκό Δίκαιο;

5)      Μπορεί ένας επιβάτης να αποστερηθεί του δικαιώματος σε αποζημίωση που παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004, κατ’ επίκληση ρήτρας αποποίησης ή περιορισμού της ευθύνης αερομεταφορέα σε περίπτωση ισχυριζόμενης ανεπάρκειας των ταξιδιωτικών του εγγράφων, όπου μια τέτοια ρήτρα υπάρχει στους συνήθεις, και δημοσιευμένους εκ των προτέρων, όρους λειτουργίας ή/και παροχής υπηρεσιών ενός αερομεταφορέα; Εμποδίζει το άρθρο 15 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του ιδίου Κανονισμού την εφαρμογή τέτοιων ρητρών περιορισμού και/ή αποποίησης ευθύνης του αερομεταφορέα;»

21.      Βάσει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο D.Z., η Blue Air, η Γερμανική, η Κυπριακή και η Ολλανδική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Με εξαίρεση την Blue Air, οι ως άνω μετέχοντες στην προδικαστική διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου στις 12 Σεπτεμβρίου 2019.

 Επί του παραδεκτού

22.      Η Blue Air αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, πρώτον, επειδή, κατά παράβαση των διατάξεων του κυπριακού δικονομικού δικαίου, δεν ζητήθηκε η άποψη των διαδίκων ως προς το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεύτερον, επειδή το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου και, τρίτον, επειδή το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που είναι αναγκαία για την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Από την πλευρά της, η Γερμανική Κυβέρνηση έχει αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, καθόσον από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι ο ενάγων της κύριας δίκης επικαλέστηκε τον κανονισμό 261/2004.

23.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου που αυτό ορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή (11) και ότι το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία που ζητείται σχετικά με κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα που έχει υποβληθεί (12). Εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία από περιστάσεις αυτές. Όσον αφορά τη λυσιτέλεια του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, επισημαίνεται ότι, μολονότι, όπως ρητώς επισημαίνεται στη διάταξη περί παραπομπής, ο ενάγων της κύριας δίκης δεν επικαλέστηκε τον κανονισμό 261/2004, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε εντούτοις, στην εν λόγω διάταξη περί παραπομπής, ότι το κυπριακό δίκαιο του παρέχει τη δυνατότητα να επιδικάσει αποζημίωση σε διάδικο ακόμη και αν αυτός δεν τη ζήτησε ρητώς.

24.      Υπενθυμίζεται επιπλέον ότι, βάσει επίσης πάγιας νομολογίας, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής εκδόθηκε σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που διέπουν την οργάνωση της δίκης και τις δικαστικές διαδικασίες (13).

25.      Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτά όλα τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

26.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η απόφαση 565/2014 παράγει άμεσα αποτελέσματα, υπό την έννοια, αφενός, ότι παρέχει σε υπήκοο τρίτου κράτους, περιλαμβανόμενου στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 539/2001, το δικαίωμα να μην έχει εθνική θεώρηση για να εισέλθει στο έδαφος ενός εκ των κρατών μελών αποδεκτών της απόφασης αυτής όταν διαθέτει άδεια διαμονής αναγνωρισμένη από το συγκεκριμένο κράτος μέλος ως ισοδύναμη με τη δική του εθνική θεώρηση βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω απόφασης και, αφετέρου, ότι θεσπίζει την υποχρέωση, για το εν λόγω κράτος μέλος, να επιτρέπει, υπό τέτοιες περιστάσεις, την είσοδο στο έδαφός του παρά την έλλειψη της θεώρησης αυτής.

27.      Η Blue Air, η Γερμανική, η Κυπριακή και η Ολλανδική Κυβέρνηση, με επιχειρήματα που κατ’ ουσίαν συμπίπτουν, προτείνουν να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση (14).

28.      Όπως το Δικαστήριο επισημαίνει αρχής γενομένης με την περίφημη απόφαση Grad, θα ήταν αντίθετος προς τη δεσμευτική ισχύ που το άρθρο 288 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει στις αποφάσεις «ο κατ’ αρχήν αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως της επιβαλλόμενης υποχρεώσεως από τα πρόσωπα που αυτή αφορά». Στις περιπτώσεις στις οποίες ένα ή πλείονα κράτη μέλη υποχρεούνται, μέσω απόφασης, να υιοθετήσουν συγκεκριμένη συμπεριφορά, «η πρακτική αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πράξεως θα εξασθένιζε, εάν αποκλειόταν στα υποκείμενα δικαίου του κράτους αυτού να την επικαλούνται ενώπιον της δικαιοσύνης και στα εθνικά δικαστήρια να τη λαμβάνουν υπόψη ως στοιχείο του […] δικαίου [της Ένωσης]» (15).

29.      Εντούτοις, προκειμένου η υποχρέωση που επιβάλλεται με απόφαση στα κράτη μέλη αποδέκτες της να μπορεί να παραγάγει άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των εν λόγω κρατών μελών και των ιδιωτών, η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και επαρκώς ακριβής (16). Ο έλεγχος της εκπλήρωσης των κριτηρίων αυτών πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της οικονομίας και του γράμματος της διάταξης η οποία τυγχάνει επίκλησης ενώπιον δικαστηρίου (17).

30.      Προτού διενεργηθεί ο έλεγχος αυτός σχετικά με την απόφαση 565/2014, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Γερμανικής Κυβέρνησης ότι η δυνατότητα αναγνώρισης άμεσου αποτελέσματος στις διατάξεις της απόφασης αυτής αποκλείεται επειδή αυτή, περιοριζόμενη να διευκολύνει μια διοικητική απλούστευση, δεν έχει ως σκοπό την παροχή δικαιωμάτων σε ιδιώτες.

31.      Το επιχείρημα αυτό πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθεί.

32.      Αφενός, η αναγνώριση δικαιωμάτων ή άλλων ευνοϊκών για ιδιώτες υποκειμενικών έννομων καταστάσεων ως το αντίβαρο υποχρέωσης επιβαλλόμενης στα κράτη μέλη δυνάμει των διατάξεων απόφασης συνιστά έμμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων αυτών το οποίο μπορεί να διαχωριστεί από τον συγκεκριμένο σκοπό που επιδιώκει η απόφαση στο σύνολό της (18). Αφετέρου, η προκείμενη του επιχειρήματος της Γερμανικής Κυβέρνησης, κατά την οποία το άμεσο αποτέλεσμα κανόνα δικαίου της Ένωσης συνδέεται κατ’ ανάγκην με την αναγνώριση από την Ένωση δικαιωμάτων (19) υπέρ του ιδιώτη που την προβάλλει ενώπιον δικαστηρίου, διαψεύδεται, κατά την άποψή μου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

33.      Χωρίς να θέλω να εισέλθω στη θεωρητική συζήτηση σχετικά με τις διάφορες εκφάνσεις του άμεσου αποτελέσματος και τα όριά του με άλλες έννοιες του δικαίου της Ένωσης, περιορίζομαι να επισημάνω ότι το Δικαστήριο έχει από μακρού αναγνωρίσει ότι η δυνατότητα επίκλησης ενώπιον δικαστηρίου, από ιδιώτες, κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος επιβάλλει υποχρεώσεις στα κράτη μέλη δεν εξαρτάται από την περίσταση ότι αυτός προορίζεται να παράσχει δικαιώματα σε ιδιώτες, τουλάχιστον στην περίπτωση που η επίκληση του κανόνα αυτού δεν γίνεται προς υποκατάσταση του εθνικού κανόνα που αντιβαίνει σε αυτόν, αλλά προβάλλεται ως κριτήριο της νομιμότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου, αποφάσεων ή συμπεριφορών εθνικής αρχής (20). Επομένως, η περίσταση ότι ούτε η διάταξη απόφασης απευθυνόμενης στα κράτη μέλη, της οποίας το άμεσο αποτέλεσμα προβάλλεται για την εναντίωση σε εθνική διοικητική απόφαση αντιβαίνουσα σε αυτήν, ούτε η πράξη που την περιέχει σκοπούν να παράσχουν δικαιώματα σε ιδιώτες δεν μπορεί να θεωρηθεί, αυτή καθ’ εαυτήν, καθοριστική για τον αποκλεισμό του αποτελέσματος αυτού (21).

34.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει επομένως να εξακριβωθεί αν η απόφαση 565/2014 συνεπάγεται, για τα κράτη μέλη αποδέκτες της, την επαρκώς ακριβή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση να αναγνωρίζουν ως ισοδύναμους προς τις εθνικές θεωρήσεις, για τους σκοπούς εισόδου και προσωρινής διαμονής στο έδαφός τους, τους τίτλους διαμονής που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης αυτής.

35.      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι αμφιβολίες που έχουν οι κυβερνήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου αφορούν, κατ’ ουσίαν, την απαίτηση του ανεπιφύλακτου, δεδομένου ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της απόφασης 565/2014 εξουσιοδοτεί, αλλά δεν υποχρεώνει, τα κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται η απόφαση αυτή να αναγνωρίσουν μονομερώς ότι είναι ισοδύναμες προς τις εθνικές θεωρήσεις τους οι άδειες διαμονής που μνημονεύονται στο στοιχείο βʹ της διάταξης αυτής, η δε εξουσιοδότηση αυτή λειτουργεί μόνο στην περίπτωση που τα εν λόγω κράτη μέλη αποφασίσουν να εφαρμόσουν την εν λόγω απόφαση.

36.      Επομένως, η συμμετοχή στο σύστημα μονομερούς αναγνώρισης το οποίο είχε σκοπό να θεσπίσει η απόφαση 565/2014 (22), όπως άλλωστε διευκρινίζεται ρητώς στην αιτιολογική της σκέψη 7, είναι προαιρετική. Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της απόφασης αυτής διευκρινίζει ότι, αν επιλέξουν να εφαρμόσουν την απόφαση αυτή, τα κράτη μέλη αποδέκτες της αναγνωρίζουν όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους που τα εξέδωσε, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης παρέχει, ως περαιτέρω επιλογή, στα κράτη μέλη που αποφασίζουν να εφαρμόσουν το άρθρο 2, την ευχέρεια να αναγνωρίζουν ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις τους επίσης τα έγγραφα που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ και βʹ του ως άνω άρθρου 3, παράγραφος 1.

37.      Κατά πάγια νομολογία, διάταξη του δικαίου της Ένωσης είναι ανεπιφύλακτη αν προβλέπει υποχρέωση η οποία δεν συνοδεύεται από καμία αίρεση και για την εκτέλεσή της ή την παραγωγή των αποτελεσμάτων της δεν απαιτείται η έκδοση πράξης των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή των κρατών μελών (23).

38.      Αυστηρή εφαρμογή του κριτηρίου αυτού θα οδηγούσε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις της απόφασης 565/2014, και ιδίως το άρθρο της 3, δεν πληρούν την απαίτηση του ανεπιφύλακτου την οποία επιβάλλει η νομολογία.

39.      Συγκεκριμένα, αφενός, το απλουστευμένο καθεστώς για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα το οποίο εισήγαγε η απόφαση αυτή έχει εφαρμογή στα κράτη μέλη αποδέκτες μόνο στην περίπτωση που αυτά συγκατατέθηκαν για την εφαρμογή του με ρητή σχετική δήλωση (24). Αφετέρου, στην περίπτωση που συγκατατεθούν, η ισοδυναμία των απαριθμουμένων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της απόφασης αυτής εγγράφων προς τις εθνικές θεωρήσεις δεν προκύπτει αυτομάτως, αλλά απαιτεί περαιτέρω ρητή αναγνώριση από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Επιπλέον, βάσει του ίδιου άρθρου 3, παράγραφος 1, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να αποκλείσει την αναγνώριση αυτή στην περίπτωση που οι θεωρήσεις ή οι άδειες διαμονής τίθενται ή προσαρτώνται σε συγκεκριμένα ταξιδιωτικά έγγραφα. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η απόφαση 565/2014 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη αποδέκτες της ανεπιφύλακτη υποχρέωση αναγνώρισης της ισοδυναμίας αυτής ή συμμετοχής τους στο απλουστευμένο καθεστώς που προβλέπεται στην απόφαση αυτή.

40.      Εντούτοις, δεν θεωρώ ορθό να περατώσω την ανάλυση βάσει απλώς και μόνον της διαπίστωσης αυτής.

41.      Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απλώς και μόνον το γεγονός ότι διάταξη του δικαίου της Ένωσης χρειάζεται, για να παραγάγει τα αποτελέσματά της, να συμπληρωθεί από άλλη πράξη, δεν αποκλείει όπως ο κανόνας που η διάταξη αυτή περιέχει, ο οποίος προβλέπει μια από μόνη της σαφή και ακριβή υποχρέωση, θεωρηθεί, άπαξ καταστεί δεσμευτικός για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (25), ανεπιφύλακτος όσον αφορά τη δυνατότητα επίκλησής του ενώπιον δικαστηρίου ως κριτηρίου νομιμότητας εθνικής διάταξης ή απόφασης εθνικής αρχής που αντιβαίνει σε αυτόν (26). Το ίδιο ισχύει για την περίπτωση που η εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαρτάται από προθεσμία (27) ή αίρεση (28).

42.      Στην περίπτωση της απόφασης 565/2014, η προσχώρηση του κράτους μέλους στο καθεστώς που αυτή προβλέπει –προσχώρηση η οποία, βάσει του άρθρου 5 της απόφασης αυτής, πρέπει να ανακοινωθεί στην Επιτροπή και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα– συνεπάγεται, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, την υποχρέωση αναγνώρισης, με τις εξαιρέσεις που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ορίζει στην πράξη προσχώρησης, όλων των εγγράφων που μνημονεύονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, χωρίς διάκριση μεταξύ των κρατών μελών έκδοσης (29). Άπαξ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επέλεξε να εφαρμόσει την απόφαση, επισημαίνοντας τις ενδεχόμενες εξαιρέσεις από την αναγνώριση της ισοδυναμίας εντός των ορίων του άρθρου 2, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης, εκτιμώ ότι το να μη θεωρηθεί η υποχρέωση αυτή σαφής και ακριβής καθώς και ανεπιφύλακτη συνιστά υπερβολικά τυπολατρική εφαρμογή της νομολογίας που μνημονεύεται στο σημείο 37 των παρουσών προτάσεων.

43.      Εντούτοις, η ανάλυση περιπλέκεται αν γίνει μετάβαση από το άρθρο 2 της απόφασης 565/2014 στο άρθρο της 3. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη αποδέκτες της απόφασης υποχρέωση, όπως η προβλεπόμενη στο προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 3, να αναγνωρίσουν ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις όλα τα έγγραφα που μνημονεύονται σε αυτό, αλλά τους παρέχει την ευχέρεια να προβούν στην αναγνώριση αυτή.

44.      Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης της Ρουμανίας να αναγνωρίσει μονομερώς τις άδειες διαμονής που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 565/2014, την οποία το εν λόγω κράτος μέλος κοινοποίησε στην Επιτροπή και την οποία η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας περιλαμβανόμενης στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 539/2001, ο οποίος διαθέτει άδεια διαμονής περιλαμβανόμενη σε εκείνες που αναγνωρίζονται, δικαιούται να επικαλεστεί το προαναφερθέν άρθρο 3 προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της άρνησης εισόδου στη Ρουμανία που του αντιτάχθηκε από τις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διέθετε εθνική θεώρηση;

45.      Κατά την άποψή μου, καταφατική απάντηση στην ερώτηση αυτή δεν αντιβαίνει στη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 37 των παρουσών προτάσεων ούτε στην ευρεία εξουσία εκτίμησης την οποία το άρθρο 3, παράγραφος 1, της απόφασης 565/2014 παρέχει στα κράτη μέλη αποδέκτες της εν λόγω απόφασης όσον αφορά την αναγνώριση της ισοδυναμίας των εγγράφων που μνημονεύονται σε αυτό.

46.      Συγκεκριμένα, αν τα πράγματα κοιταχθούν από πιο κοντά, μολονότι η απαίτηση ανεπιφύλακτου χαρακτήρα του κανόνα του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να είναι δυνατή η επίκλησή του ενώπιον δικαστηρίου είναι αντιστρόφως ανάλογη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη μέλη (30), το Δικαστήριο συχνά επικεντρώθηκε περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε αυτή η εξουσία και λιγότερο στην έκτασή της (31), ιδίως όταν είχε προβληθεί το «άμεσο αποτέλεσμα αντίταξης» που έχει η διάταξη αυτή (32). Επομένως, η ύπαρξη μεγαλύτερης ή μικρότερης εξουσίας εκτίμησης που η επίμαχη διάταξη αφήνει στα κράτη μέλη δεν φαίνεται να οδηγεί αναπόφευκτα στον αποκλεισμό της δυνατότητας επίκλησής της ενώπιον δικαστηρίου ως κριτηρίου νομιμότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου ή πράξεων ή συμπεριφορών εθνικών διοικητικών αρχών (33). Από την ίδια, πιο «ουσιοκεντρική» απ’ ό,τι τυπολατρική, σκοπιά, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει, σχετικά με τις διατάξεις οδηγίας, ότι δεν δικαιολογείται ο αποκλεισμός του δικαιώματος ιδιωτών να επικαλεστούν τις διατάξεις αυτές ενώπιον εθνικών δικαστηρίων αφότου το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος άσκησε την (ακόμη και ευρεία) εξουσία του εκτίμησης κατά τη μεταφορά της οδηγίας αυτής (34).

47.      Επομένως, η απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων εξαρτάται κατ’ ουσίαν από το ζήτημα αν, άπαξ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αποφάσισε να εφαρμόσει το άρθρο 3 της απόφασης 565/2014, χωρίς να επισημάνει εξαιρέσεις, όπως έπραξε η Ρουμανία, το εν λόγω κράτος μέλος οφείλει να αναγνωρίζει ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις τα έγγραφα που μνημονεύονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, χωρίς να μπορεί να αποφασίζει, κατά περίπτωση, αν θα προβεί ή όχι στην αναγνώριση αυτή.

48.      Ερωτηθείσες επ’ αυτού από το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική και η Κυπριακή Κυβέρνηση απάντησαν αρνητικά. Εντούτοις, η απάντηση αυτή δεν με πείθει.

49.      Η περίσταση ότι το καθεστώς που εισήγαγε η απόφαση 565/2014 βασίζεται στη μονομερή αναγνώριση εκ μέρους των κρατών αποδεκτών της απόφασης αυτής δεν πρέπει να υποβαθμίσει το γεγονός ότι η απόφαση αυτή θεσπίζει κοινούς κανόνες σχετικά με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα και ότι σκοπός των κανόνων αυτών είναι η απλούστευση των ελέγχων. Θα αντέβαινε, όμως, στον σκοπό αυτόν και, τελικώς, στην πρακτική αποτελεσματικότητα της απόφασης αυτής το να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη που αποφάσισαν να προσχωρήσουν στο καθεστώς που αυτή θέσπισε και κοινοποίησαν την απόφασή τους στην Επιτροπή μπορούν εν συνεχεία να παρεκκλίνουν από αυτό σε επιμέρους περιπτώσεις, διατηρώντας την ευχέρεια να αρνούνται την είσοδο στο έδαφός τους στον υπήκοο τρίτης χώρας περιλαμβανόμενης στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 539/2001, ο οποίος διαθέτει ένα από τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της απόφασης 565/2014, νομίμως εκδοθέν και σε ισχύ, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν διαθέτει εθνική θεώρηση εισόδου ή διέλευσης. Επιπλέον, μια τέτοια ερμηνεία της απόφασης 565/2014 θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, την οποία σκοπεί να διαφυλάξει η βάσει του άρθρου 5 της εν λόγω απόφασης δημοσίευση της κοινοποίησης του κράτους μέλους στην Επιτροπή.

50.      Επομένως, άπαξ το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ανακοίνωσε στην Επιτροπή την πρόθεσή του να εφαρμόσει την απόφαση 565/2014 και να αναγνωρίζει τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο της 3, παράγραφος 1, ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις του, το εν λόγω κράτος μέλος υποχρεούται να τηρεί την απόφαση που έλαβε.

51.      Το συμπέρασμα αυτό δεν προσκρούει στην αιτιολογική σκέψη 7 της απόφασης 565/2014, κατά την οποία η συμμετοχή στο καθεστώς που η απόφαση αυτή θέσπισε δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη «πρόσθετες υποχρεώσεις πέραν εκείνων που προβλέπονται στην [αντίστοιχη] πράξη προσχώρησης (…)». Συγκεκριμένα, σκοπός της απόφασης αυτής και του απλουστευμένου καθεστώτος που αυτή θέσπισε, στο οποίο τα κράτη μέλη αποδέκτες της απόφασης προσχωρούν οικειοθελώς, είναι να μετριάσουν την υποχρέωση αυτών των κρατών μελών, η οποία προβλέπεται στην πράξη προσχώρησής τους, να απαιτούν συστηματικά από τους υπηκόους των τρίτων κρατών τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα I του κανονισμού 539/2001 την εθνική θεώρηση εισόδου ή διέλευσης, μειώνοντας τον διοικητικό φόρο που η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται όσον αφορά πρόσωπα που ήδη έχουν υποβληθεί σε αυστηρούς ελέγχους από το κράτος μέλος έκδοσης του εγγράφου.

52.      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι η απόφαση 565/2014 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος αποδέκτης της απόφασης αυτής, το οποίο αποφάσισε να αναγνωρίζει ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις του τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης, χωρίς να προβλέψει εξαιρέσεις, και το ανακοίνωσε στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 5 της απόφασης 565/2014, δεν δύναται, από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα, να αρνηθεί την είσοδο στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας περιλαμβανόμενης στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 539/2001, ο οποίος διαθέτει ένα από τα έγγραφα που μνημονεύονται στο προαναφερθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, νομίμως εκδοθέν και σε ισχύ, απλώς και μόνον επειδή αυτός δεν διαθέτει εθνική θεώρηση. Υπό τις ως άνω περιστάσεις, ο υπήκοος του τρίτου κράτους στον οποίο το εν λόγω κράτος μέλος αρνήθηκε την είσοδο στο έδαφός του ή τη διέλευση από αυτό δύναται να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου την απόφαση 565/2014 προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης άρνησης.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

53.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αερομεταφορέας ο οποίος, άμεσα ή μέσω των αντιπροσώπων του στον αερολιμένα αναχώρησης, αρνείται την επιβίβαση επιβάτη προβάλλοντας την άρνηση εισόδου που αντιτάχθηκε από τις αρχές του κράτους μέλους προορισμού, λόγω έλλειψης εθνικής θεώρησης, πρέπει να θεωρηθεί προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους, ώστε έναντι του αερομεταφορέα αυτού ο ως άνω επιβάτης να μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της απόφασης 565/2014 για να λάβει αποζημίωση λόγω παράβασης της σύμβασης μεταφοράς. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί ως προς το αν ιδιώτης δύναται να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου έναντι της εταιρίας με την οποία συνήψε σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς τις υποχρεώσεις που το κράτος μέλος προορισμού υπέχει από πράξη του παραγώγου δικαίου στον τομέα των συνοριακών ελέγχων, και εν προκειμένω από την απόφαση 565/2014.

54.      Σπεύδω να διευκρινίσω, όπως η Ολλανδική Κυβέρνηση, ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πλήρως το νόημα του ερωτήματος αυτού, δεδομένου ότι η διαφορά της κύριας δίκης απορρέει ουσιαστικά από σύμβαση. Συγκεκριμένα, μην επιβιβάζοντας τον D.Z., η Blue Air δεν εκπλήρωσε την παροχή την οποία όφειλε δυνάμει της σύμβασης μεταφοράς που είχε συνάψει με αυτόν. Πάντως, το ζήτημα αν η συμπεριφορά αυτή είναι ικανή να δημιουργήσει ευθύνη λόγω μη εκτέλεσης της σύμβασης και αν, για τον λόγο αυτόν ή για άλλον λόγο, παρέχει στον D.Z. δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη είναι ανεξάρτητο από τη δυνατότητα του D.Z. να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου, έναντι της Blue Air, τις υποχρεώσεις που η Ρουμανία έχει δυνάμει του καθεστώτος που θέσπισε η απόφαση 565/2014 στο οποίο αποφάσισε να προσχωρήσει αυτό το κράτος μέλος.

55.      Τούτου λεχθέντος, όπως όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση, πλην του D.Z., εκτιμώ ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

56.      Συγκεκριμένα, ο δεσμευτικός χαρακτήρας απόφασης, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επίκλησής της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (35), υφίσταται μόνον έναντι των κρατών μελών που είναι αποδέκτες της. Επομένως, απόφαση η οποία απευθύνεται στα κράτη μέλη δεν δύναται να δημιουργήσει αφ’ εαυτής υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτής καθ’ εαυτήν έναντι του ιδιώτη αυτού (36).

57.      Μολονότι, στη σκέψη 27 της απόφασης Farrell (37), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι διατάξεις του παραγώγου δικαίου της Ένωσης δυνάμενες να παραγάγουν άμεσα αποτελέσματα μπορούν να τύχουν επικλήσεως από ιδιώτη «έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες» (38), η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης.

58.      Όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, ούτε οι αεροπορικές εταιρίες ούτε οι υπάλληλοι και οι εξουσιοδοτημένοι ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποί τους που ελέγχουν την επάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχώρησης μπορούν να θεωρηθούν επιφορτισμένοι με την άσκηση καθηκόντων συνοριακού ελέγχου. Επομένως, τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καμία εξουσία να αρνηθούν ή να επιτρέψουν την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος του κράτους μέλους προορισμού.

59.      Ασφαλώς, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Σύμβασης εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 (39), και της οδηγίας 2001/51 (40), η οποία συμπληρώνει και διευκρινίζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού, ο μεταφορέας που μεταφέρει αλλοδαπούς στο έδαφος των κρατών μελών υπέχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις ελέγχου (41) και, ειδικότερα, οφείλει να «λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να βεβαιωθεί ότι ο αλλοδαπός που μεταφέρεται με εναέρια ή θαλάσσια συγκοινωνία είναι κάτοχος των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδό του στην επικράτεια» των κρατών μελών. Εξάλλου, βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν κυρώσεις κατά των μεταφορέων που μεταφέρουν από τρίτη χώρα προς το έδαφός τους, με μέσα εναέριας ή θαλάσσιας συγκοινωνίας, αλλοδαπούς οι οποίοι δεν κατέχουν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα (42).

60.      Εντούτοις, η πρόβλεψη, από το δίκαιο της Ένωσης και/ή από το εθνικό δίκαιο, των εν λόγω υποχρεώσεων και κυρώσεων δεν συνεπάγεται ότι οι αερομεταφορείς που προβαίνουν στον έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων των επιβατών πριν από την επιβίβασή τους στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχώρησης, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι οι τελευταίοι διαθέτουν τα απαιτούμενα έγγραφα για την είσοδο στο κράτος μέλος προορισμού, πρέπει να θεωρηθούν προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους ούτε ότι οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να χαρακτηριστούν ως «συνοριακοί έλεγχοι» κατά την έννοια του κώδικα συνόρων του Σένγκεν (43) ούτε, ακόμη, ότι οι υπάλληλοι και οι εξουσιοδοτημένοι ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι των μεταφορέων αυτών μπορούν να εξομοιωθούν με «συνοριοφύλακες» κατά την έννοια του ίδιου κώδικα (44).

61.      Όπως ορθώς επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, η απόφαση Touring Tours und Travel και Sociedad de Transportes (45) δεν είναι δυνατόν να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Βεβαίως, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι έλεγχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων, τους οποίους επιχείρηση μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία που εκτελεί διασυνοριακά δρομολόγια εντός του χώρου Σένγκεν οφείλει, με απειλή χρηματικών κυρώσεων, να διενεργεί δυνάμει γενικής υποχρέωσης επιβληθείσας βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους και ατομικών αποφάσεων των αστυνομικών αρχών του εν λόγω κράτους, πρέπει να θεωρείται ότι διενεργούνται «κατόπιν διαταγής και υπό την εποπτεία» των εν λόγω αρχών, μολονότι η επιχείρηση αυτή δεν διαθέτει προνόμια δημόσιας εξουσίας. Εντούτοις, η κρίση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, όπου είχε ζητηθεί να διευκρινίσει το Δικαστήριο αν οι προαναφερθέντες έλεγχοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 21, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 562/2006, ο οποίος ίσχυε πριν από τον νυν ισχύοντα κώδικα των συνόρων Σένγκεν, και αν συνιστούν «άσκηση αστυνομικών αρμοδιοτήτων» που έχουν ισοδύναμο αποτέλεσμα με τους συνοριακούς ελέγχους. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν εξ αυτής συμπεράσματα σχετικά με τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι οι αερομεταφορείς που πριν από την επιβίβαση διενεργούν τους ελέγχους των ταξιδιωτικών εγγράφων αποτελούν οργανισμούς ή φορείς κατά την έννοια της σκέψης 27 της απόφασης Farrell (46).

62.      Για τους λόγους που προεκτέθηκαν, εκτιμώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αερομεταφορέας ο οποίος, άμεσα ή μέσω των εκπροσώπων του στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχώρησης, αρνείται την επιβίβαση επιβάτη προβάλλοντας την άρνηση εισόδου που αντιτάχθηκε από τις αρχές του κράτους μέλους προορισμού, λόγω έλλειψης εθνικής θεώρησης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους, ώστε έναντι του αερομεταφορέα αυτού ο ως άνω επιβάτης να μπορεί να επικαλεστεί τις υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν την απόφαση 565/2014.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

63.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αεροπορική εταιρία δύναται, άμεσα ή μέσω των εξουσιοδοτημένων ή εντεταλμένων αντιπροσώπων της στον αερολιμένα αναχώρησης, να αρνηθεί την επιβίβαση επιβάτη προβάλλοντας την άρνηση εισόδου που αντιτάχθηκε από τις αρχές του κράτους μέλους προορισμού, χωρίς να έχει εκδοθεί από τις εν λόγω αρχές και να έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 13 του κανονισμού 562/2006, γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση.

64.      Φρονώ ότι επίσης αυτό το προδικαστικό ερώτημα βαίνει πέραν του συμβατικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η διαφορά της κύριας δίκης.

65.      Η άρνηση επιβίβασης που αντιτάχθηκε από αεροπορική εταιρία σε επιβάτη έχοντα συνάψει σύμβαση μεταφοράς με την εν λόγω εταιρία, ακόμη και όταν η άρνηση αυτή βασίζεται σε απόφαση που έλαβε η αρχή του κράτους μέλους προορισμού δυνάμει της οποίας δεν επετράπη στον επιβάτη αυτόν να εισέλθει στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους, συνιστά πάντοτε και σε κάθε περίπτωση συμβατική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε σε απάντηση του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, οι έλεγχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων τους οποίους οι αεροπορικές εταιρίες οφείλουν να διενεργούν δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου δεν είναι συνοριακοί έλεγχοι και η άρνηση επιβίβασης δεν μπορεί να εξομοιωθεί με άρνηση εισόδου στο έδαφος του κράτους μέλους προορισμού, μολονότι είναι δυνατόν να έχει πανομοιότυπα αποτελέσματα καθόσον εμποδίζει τον επιβάτη να εισέλθει στο εν λόγω έδαφος.

66.      Η περίσταση ότι η άρνηση επιβίβασης δικαιολογήθηκε με τη βούληση της αεροπορικής εταιρίας να μην παραβεί την εθνική μεταναστευτική νομοθεσία του κράτους μέλους προορισμού της πτήσης, και επομένως να μην εκτεθεί στις κυρώσεις, ακόμη και ποινικού χαρακτήρα, στις οποίες θα υπέκειτο σε περίπτωση μεταφοράς επιβατών που δεν διέθεταν τα απαιτούμενα έγγραφα για τη διέλευση των συνόρων αυτού του κράτους, δεν μεταβάλλει τη συμβατική φύση της άρνησης αυτής.

67.      Επομένως, αρνούμενη να επιβιβάσει επιβάτη, αεροπορική εταιρία εκτίθεται, έναντι του επιβάτη αυτού, στις συνέπειες που απορρέουν από την παράβαση της σύμβασης μεταφοράς που συνήψε με αυτόν –οι οποίες πρέπει να αξιολογούνται βάσει των συμβατικών ρητρών και του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου–, καθώς και, όπως εκτίθεται στη συνέχεια των παρουσών προτάσεων, στις συνέπειες που προβλέπει ο κανονισμός 261/2004, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του.

68.      Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρχές του κράτους μέλους προορισμού, καθώς και οι συστάσεις και οι θέσεις που διατυπώνουν ή λαμβάνουν οι εν λόγω αρχές σχετικά με τη μη αντιστοιχία των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη με εκείνα που απαιτούνται για την είσοδο σε αυτό το κράτος μέλος, είναι απλώς στοιχεία βάσει των οποίων η αεροπορική εταιρία κατευθύνει τη συμβατική συμπεριφορά της, όπως εκείνα που μπορεί να αντλήσει από την άμεση εξακρίβωση της εφαρμοστέας ρύθμισης και από την αναζήτηση πληροφοριών σε τυχόν βάσεις δεδομένων.

69.      Εν πάση περιπτώσει, παρατηρώ ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Blue Air με τις γραπτές παρατηρήσεις της, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά τον D.Z., ελήφθη απόφαση άρνησης εισόδου στο ρουμανικό έδαφος λόγω έλλειψης των απαιτούμενων εγγράφων για τη διέλευση των συνόρων του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Τέτοια απόφαση μπορούσε να ληφθεί μόνο από τις αρμόδιες ρουμανικές αρχές, στο πλαίσιο συνοριακού ελέγχου διενεργηθέντος βάσει του κεφαλαίου II του κανονισμού 562/2006 –ο οποίος προϋπέθετε την παρουσία του D.Z. στα σύνορα– και με σεβασμό των ουσιωδών τύπων που προβλέπονται στο άρθρο 13 του εν λόγω κανονισμού. Κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως υποστήριξε η Blue Air, ότι η άρνηση εισόδου του D.Z. στο ρουμανικό έδαφος λόγω ανεπάρκειας των προς τούτο απαιτούμενων εγγράφων ήταν «οριστική», καθόσον οι αρμόδιες ρουμανικές αρχές δεν κοινοποίησαν στον D.Z. καμία τέτοια απόφαση και, επομένως, αυτός δεν μπόρεσε να ασκήσει το προβλεπόμενο στο άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 δικαίωμα προσφυγής.

70.      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι αυτή καθ’ εαυτήν η περίσταση ότι η άρνηση αεροπορικής εταιρίας να επιβιβάσει επιβάτη σε πτήση μεταξύ δύο κρατών μελών που δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν βασίστηκε σε πληροφορίες, συστάσεις ή αποφάσεις των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προορισμού της πτήσης σχετικά με την αντιστοιχία των εγγράφων που διέθετε ο επιβάτης με τα απαιτούμενα για τη διέλευση των συνόρων του συγκεκριμένου κράτους μέλους δεν απαλλάσσει την αεροπορική εταιρία από τις συνέπειες οι οποίες, βάσει της σύμβασης και του εφαρμοστέου σε αυτήν δικαίου, απορρέουν από τη μη παροχή της υπηρεσίας μεταφοράς.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

71.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, δυνάμει του άρθρου αυτού, αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού όλες οι περιπτώσεις «άρνησης επιβίβασης» τις οποίες η αεροπορική εταιρία δικαιολογεί προβάλλοντας ανεπάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, ακόμη και όταν δικαστική απόφαση έχει διαπιστώσει ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν επαρκή και ότι, ως εκ τούτου, η άρνηση επιβίβασης ήταν αδικαιολόγητη.

72.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 αποκλείει τον χαρακτηρισμό μιας κατάστασης ως «άρνησης επιβίβασης» και, επομένως, την εφαρμογή του κανονισμού αυτού για δύο πλέγματα λόγων. Το πρώτο αφορά τη μη τήρηση εκ μέρους του επιβάτη των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού. Το δεύτερο συνδέεται με περιπτώσεις όπου η άρνηση αυτή οφείλεται σε «σοβαρούς λόγους», «όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας της πτήσης ή αεροπορικής ασφάλειας, ή έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων» (47). Οι δικαιολογητικοί λόγοι που προέβαλε η Blue Air για τη μη επιβίβαση του D.Z., οι οποίοι έχουν σχέση με τη θέση των ρουμανικών αρχών όσον αφορά την αναγκαιότητα εθνικής θεώρησης για την είσοδο στη Ρουμανία, εμπίπτουν στο δεύτερο πλέγμα λόγων.

73.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ερμηνεύοντας το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και των σκοπών που επιδιώκει η ρύθμιση στην οποία αυτό εντάσσεται, όπως ρητώς εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 9 και 10 του κανονισμού αυτού και προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες (48), ότι ο όρος «άρνηση επιβίβασης», ο οποίος περιέχεται στη διάταξη αυτή, έχει «ευρύτερη έννοια, ώστε να καλύπτει το σύνολο των περιπτώσεων στις οποίες ο αερομεταφορέας αρνείται να μεταφέρει επιβάτη» (49). Κατά το Δικαστήριο, στενή ερμηνεία της έννοιας αυτής θα αντέβαινε στον σκοπό του κανονισμού 261/2004, ο οποίος, όπως επισημαίνεται στην πρώτη αιτιολογική του σκέψη, είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού (50).

74.      Επομένως θα αντέβαινε προς το ευρύ περιεχόμενο που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στην έννοια αυτή, καθώς και προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 261/2004, ερμηνεία της περιεχόμενης στο άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του εν λόγω κανονισμού εξαίρεσης σχετικά με την ύπαρξη «σοβαρ[ών] λόγ[ων] να μην […] επιτραπεί η επιβίβαση» υπό την έννοια ότι είναι αρκετό η αεροπορική εταιρία να επικαλεστεί τους λόγους αυτούς, για παράδειγμα ανεπαρκή ταξιδιωτικά έγγραφα, προκειμένου να αποφύγει την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και να στερήσει από τον επιβάτη στον οποίο δεν επετράπη η επιβίβαση το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης.

75.      Με άλλα λόγια, το αν η άρνηση αεροπορικής εταιρίας να επιβιβάσει επιβάτη χαρακτηρίζεται ή όχι ως «άρνηση επιβίβασης», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004, δεν εξαρτάται από την τυπολογία των λόγων που προβάλλονται για να δικαιολογηθεί η άρνηση αυτή, αλλά από το βάσιμο των λόγων αυτών. Επομένως, «άρνηση επιβίβασης» μπορεί να συντρέχει επίσης στην περίπτωση που η άρνηση αυτή δικαιολογήθηκε με λόγους σύμφυτους με την επάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη ή, όπως υποστηρίζει η Blue Air, από τη θέση των αρχών του κράτους μέλους προορισμού όσον αφορά την επάρκεια αυτή, όταν προκύπτει ότι αυτοί οι δικαιολογητικοί λόγοι είναι αβάσιμοι (51).

76.      Τούτου λεχθέντος, δεν θεωρώ ότι αυτή καθ’ εαυτήν η διαπίστωση του αβάσιμου των λόγων που οδήγησαν την αεροπορική εταιρία να αρνηθεί την επιβίβαση αρκεί για να συναχθεί ότι έχει εφαρμογή ο κανονισμός 261/2004. Συγκεκριμένα, η μνεία, στο γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού αυτού, της «σοβαρότητας» των λόγων που δικαιολόγησαν τη μη επιβίβαση, με κάνει να θεωρήσω ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση να επιβάλει κατ’ ουσίαν στις αεροπορικές εταιρίες υποχρέωση επιμέλειας κατά την αξιολόγηση του βασίμου των λόγων αυτών, χωρίς, επομένως, να αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορεί σφάλμα το οποίο διαπράχθηκε κατά την εν λόγω αξιολόγηση να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων, συγγνωστό.

77.      Υπέρ της ερμηνείας αυτής φαίνεται να συνηγορούν επίσης οι προπαρασκευαστικές εργασίες όσον αφορά τον κανονισμό 261/2004. Μολονότι η αρχική πρόταση της Επιτροπής δεν περιείχε ορισμό της έννοιας «άρνηση επιβίβασης», η απαίτηση να παρατεθεί ο ορισμός αυτός επισημάνθηκε από το Κοινοβούλιο, σε πρώτη ανάγνωση, με τροπολογία η οποία εξαιρούσε από την έννοια αυτή, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, την «άρνηση να γίνουν δεκτοί επιβάτες σε πτήση […] χωρίς να συντρέχουν λόγοι ανάρμοστης συμπεριφοράς τους, υγείας, ασφάλειας ή ανεπαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων» (52). Η μνεία των «σοβαρών λόγων» για την άρνηση επιβίβασης εισήχθη αργότερα κατά τη διαδικασία έκδοσης του κανονισμού, πιθανόν με πρωτοβουλία του Συμβουλίου (53), διευρυνομένου ταυτόχρονα του πεδίου των ενδεχόμενων περιπτώσεων μη εφαρμογής του κανονισμού και συνδεομένου με αυτές ενός κριτηρίου σοβαρότητας.

78.      Ασφαλώς, αληθεύει ότι το Δικαστήριο περιλαμβάνει στην έννοια «άρνηση επιβίβασης» κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 –και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού– γενικώς κάθε συμπεριφορά μη καταλογιστέα στον επιβάτη (54). Εντούτοις, εκτιμώ ότι οι διευκρινίσεις του Δικαστηρίου επί του ζητήματος αυτού πρέπει να νοούνται υπό την έννοια ότι κατ’ αρχήν στην εν λόγω έννοια περιλαμβάνονται οι αρνήσεις επιβίβασης που δεν εμπίπτουν στη σφαίρα επιρροής του επιβάτη αλλά σε αυτήν του μεταφορέα και όχι επίσης εκείνες οι οποίες, μολονότι είναι καταλογιστέες στον επιβάτη, πρέπει εντούτοις να θεωρούνται ευλόγως δικαιολογημένες κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης.

79.      Εν πάση περιπτώσει, κατά την άποψή μου, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις η άρνηση επιβίβασης επιβάτη για λόγους σύμφυτους με την ανεπάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων δύναται να θεωρηθεί ευλόγως δικαιολογημένη μολονότι βασίζεται σε σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι αεροπορικές εταιρίες πράγματι διαθέτουν διάφορα μέσα για να εξακριβώνουν ότι πληρούνται οι επιταγές σχετικά με τα ταξιδιωτικά έγγραφα και τις θεωρήσεις εισόδου στις χώρες προορισμού ώστε να αποφεύγεται η εσφαλμένη άρνηση επιβίβασης επιβάτη για τέτοιους λόγους, περιλαμβανομένων της αίτησης πληροφοριών προς τις δημόσιες αρχές των ενδιαφερόμενων χωρών και της αναζήτησης στην τράπεζα δεδομένων IATA Timatic.

80.      Κατά την άποψή μου, οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις δεν συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης όπου, αφενός, ο D.Z. παρουσιάστηκε για επιβίβαση με τα απαιτούμενα για την είσοδο στη Ρουμανία έγγραφα, κατά την απόφαση 565/2014, καθώς και με την αίτηση χορήγησης θεώρησης που είχε υποβάλει στο ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών μέσω του ιστοτόπου του εν λόγω υπουργείου και την απάντηση του υπουργείου αυτού στην οποία επισημαίνεται ότι, στην περίπτωσή του, δεν απαιτείται θεώρηση, και, αφετέρου, η αντιταχθείσα από την Blue Air άρνηση επιβίβασης βασίζεται σε απόφαση άρνησης εισόδου που φέρεται ότι ελήφθη από τις ρουμανικές αρχές. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο όντως φαίνεται να εκκινεί από την παραδοχή ότι ελήφθη τέτοια απόφαση όσον αφορά τον D.Z., τόσο από τη διάταξη περί παραπομπής όσο και από τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε η Blue Air προκύπτει ότι το μόνο στοιχείο στο οποίο στηρίζεται η παραδοχή αυτή είναι το ηλεκτρονικό μήνυμα της υπαλλήλου της Blue Air στον αερολιμένα του Βουκουρεστίου, το περιεχόμενου του οποίου παρατίθεται στο σημείο 16 των παρουσών προτάσεων. Στις παρατηρήσεις της, η Blue Air μνημονεύει την κατάθεση, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του προσώπου που διενήργησε τον έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων του D.Z., από την οποία προκύπτει μόνον ότι τα έγγραφα αυτά διαβιβάστηκαν στο επίγειο ελεγκτικό προσωπικό της Blue Air στον αερολιμένα του Βουκουρεστίου και ότι η ευρισκόμενη σε υπηρεσία υπάλληλος απάντησε στους εντεταλμένους αντιπροσώπους της Blue Air στον αερολιμένα της Λάρνακας ότι ο D.Z. δεν μπορούσε να εισέλθει στη Ρουμανία χωρίς θεώρηση. Ουδέν χωρίο της κατάθεσης αυτής αναφέρει ποιες ρουμανικές αρχές έδωσαν την πληροφορία αυτή ούτε σε ποιες αρχές απευθύνθηκε η εν λόγω υπάλληλος ή αν τα ταξιδιωτικά έγγραφα του D.Z. διαβιβάστηκαν στις εν λόγω αρχές.

81.      Βάσει του συνόλου των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτουν στην «άρνηση επιβίβασης», κατά τη διάταξη αυτή, οι περιπτώσεις στις οποίες ο επιβάτης δεν επιβιβάστηκε στην πτήση λόγω σφάλματος στον αερολιμένα αναχώρησης στο οποίο υπέπεσε το επίγειο προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας ή εξουσιοδοτημένος ή εντεταλμένος αντιπρόσωπός της κατά τον έλεγχο της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης προκύπτει ότι, παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια, το σφάλμα δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

82.      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν είναι συμβατή με το άρθρο 15 του κανονισμού 261/2004 ρήτρα περιορισμού ή αποκλεισμού της ευθύνης του αερομεταφορέα σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης για λόγους σχετικούς με την επάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, η οποία περιλαμβάνεται στους γενικούς όρους μεταφορών που εφαρμόζει ο αερομεταφορέας αυτός και έχουν δημοσιευθεί στον ιστότοπό του.

83.      Το άρθρο 15 του κανονισμού 261/2004 σαφώς αποκλείει τόσο την αποποίηση των ελάχιστων υποχρεώσεων έναντι των επιβατών τις οποίες προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός όσο και την παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις που υπέχουν οι αερομεταφορείς, ιδίως με ρήτρες περιορισμού ή απαλλαγής από την ευθύνη οι οποίες περιλαμβάνονται στη σύμβαση μεταφοράς.

84.      Επομένως, ρήτρες όπως αυτές που περιέχονται στους γενικούς όρους μεταφορών που εφαρμόζει η Blue Air, στο μέτρο που έχουν ως αποτέλεσμα να στερούν από τους επιβάτες το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, στις περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού κατά το άρθρο του 2, στοιχείο ιʹ, δεν είναι συμβατές με τον εν λόγω κανονισμό.

85.      Πάντως, όπως επισήμανα σε απάντηση του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 261/2004, κατά την έννοια του άρθρου του 2, στοιχείο ιʹ, τόσο η περίπτωση στην οποία η άρνηση επιβίβασης του επιβάτη οφείλεται σε σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων που αυτός παρουσίασε όσο και η περίπτωση στην οποία η άρνηση επιβίβασης αποφασίστηκε βάσει συστάσεων ή αποφάσεων των αρχών του κράτους μέλους προορισμού της πτήσης, οι οποίες στηρίζονται σε μη ορθή αξιολόγηση της καταλληλότητας των εν λόγω εγγράφων να επιτρέψουν την είσοδο του επιβάτη στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.

86.      Για τους προεκτεθέντες λόγους, εκτιμώ ότι στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 15 του κανονισμού 261/2004 ρήτρα περιορισμού ή αποκλεισμού της ευθύνης του αερομεταφορέα σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης για λόγους σχετικούς με την επάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, περιλαμβανόμενη στους γενικούς όρους μεταφορών που εφαρμόζει ο εν λόγω μεταφορέας και δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπό του, στο μέτρο που η εφαρμογή της ρήτρας αυτής έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται οι επιβάτες το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού στις περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, κατά την έννοια του άρθρου του 2, στοιχείο ιʹ, στις οποίες καταλέγεται η άρνηση επιβίβασης που οφείλεται στο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη.

 Πρόταση

87.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Κύπρος) ως εξής:

«Η απόφαση 565/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος αποδέκτης της απόφασης αυτής, το οποίο αποφάσισε να αναγνωρίζει ως ισοδύναμα προς τις εθνικές θεωρήσεις του τα έγγραφα που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης, χωρίς να προβλέψει εξαιρέσεις, και το ανακοίνωσε στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 5 της απόφασης 565/2014, δεν δύναται, από την ημερομηνία δημοσίευσης της ανακοίνωσης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα, να αρνηθεί την είσοδο στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας περιλαμβανόμενης στον κατάλογο του παραρτήματος I του κανονισμού 539/2001, ο οποίος διαθέτει ένα από τα έγγραφα που μνημονεύονται στο προαναφερθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, νομίμως εκδοθέν και σε ισχύ, απλώς και μόνον επειδή αυτός δεν διαθέτει εθνική θεώρηση. Υπό τις ως άνω περιστάσεις, ο υπήκοος του τρίτου κράτους στον οποίο το εν λόγω κράτος μέλος αρνήθηκε την είσοδο στο έδαφός του ή τη διέλευση από αυτό δύναται να επικαλεστεί ενώπιον δικαστηρίου την απόφαση 565/2014 προκειμένου να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της απόφασης άρνησης.

Αερομεταφορέας ο οποίος, άμεσα ή μέσω των εκπροσώπων του στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχώρησης, αρνείται την επιβίβαση επιβάτη προβάλλοντας την άρνηση εισόδου που αντιτάχθηκε από τις αρχές του κράτους μέλους προορισμού, λόγω έλλειψης εθνικής θεώρησης, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους, ώστε έναντι του αερομεταφορέα αυτού ο ως άνω επιβάτης να μπορεί να επικαλεστεί τις υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν την απόφαση 565/2014.

Αυτή καθ’ εαυτήν η περίσταση ότι η άρνηση αεροπορικής εταιρίας να επιβιβάσει επιβάτη σε πτήση μεταξύ δύο κρατών μελών που δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν βασίστηκε σε πληροφορίες, συστάσεις ή αποφάσεις των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προορισμού της πτήσης σχετικά με την αντιστοιχία των εγγράφων που διέθετε ο επιβάτης με τα απαιτούμενα για τη διέλευση των συνόρων του συγκεκριμένου κράτους μέλους δεν απαλλάσσει την αεροπορική εταιρία από τις συνέπειες οι οποίες, βάσει της σύμβασης και του εφαρμοστέου σε αυτήν δικαίου, απορρέουν από τη μη παροχή της υπηρεσίας μεταφοράς.

Το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτουν στην “άρνηση επιβίβασης”, κατά τη διάταξη αυτή, οι περιπτώσεις στις οποίες ο επιβάτης δεν επιβιβάστηκε στην πτήση λόγω σφάλματος στον αερολιμένα αναχώρησης στο οποίο υπέπεσε το επίγειο προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας ή εξουσιοδοτημένος ή εντεταλμένος αντιπρόσωπός της κατά τον έλεγχο της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης προκύπτει ότι, παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια, το σφάλμα δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί.

Αντιβαίνει στο άρθρο 15 του κανονισμού 261/2004 ρήτρα περιορισμού ή αποκλεισμού της ευθύνης του αερομεταφορέα σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης για λόγους σχετικούς με την επάρκεια των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη, περιλαμβανόμενη στους γενικούς όρους μεταφορών που εφαρμόζει ο εν λόγω μεταφορέας και δημοσιεύθηκαν στον ιστότοπό του, στο μέτρο που η εφαρμογή της ρήτρας αυτής έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται οι επιβάτες το δικαίωμα χρηματικής αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού στις περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, κατά την έννοια του άρθρου του 2, στοιχείο ιʹ, στις οποίες καταλέγεται η άρνηση επιβίβασης που οφείλεται στο σφάλμα στο οποίο υπέπεσε το προσωπικό της αεροπορικής εταιρίας κατά την αξιολόγηση της επάρκειας των ταξιδιωτικών εγγράφων του επιβάτη.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.


2      Απόφαση 565/2014/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για την εισαγωγή απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο και τη Ρουμανία ορισμένων εγγράφων ως ισοδύναμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις για διέλευση ή για πρόθεση παραμονής στην επικράτειά τους η οποία δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες εντός οιασδήποτε περιόδου 180 ημερών και για την κατάργηση των αποφάσεων 895/2006/ΕΚ και 582/2008/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 157, σ. 23).


3      Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1).


4      ΕΕ 2005, L 157, σ. 203.


5      Κανονισμός (ΕΚ) 539/2001 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, περί του καταλόγου τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών, και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (ΕΕ 2001, L 81, σ. 1). Ο κανονισμός 539/2001 αντικαταστάθηκε, από τις 17 Δεκεμβρίου 2018, από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1806 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018 (ΕΕ 2018, L 303, σ. 39).


6      Απόφαση 895/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία ορισμένων εγγράφων ως ισοδυνάμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις προς το σκοπό της διέλευσης από το έδαφός τους (ΕΕ 2006, L 167, σ. 1).


7      Απόφαση 582/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για τη θέσπιση απλουστευμένου καθεστώτος για τον έλεγχο των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, βασιζόμενου στη μονομερή αναγνώριση από τη Βουλγαρία, την Κύπρο και τη Ρουμανία ορισμένων εγγράφων ως ισοδυνάμων με τις εθνικές τους θεωρήσεις για το σκοπό της διέλευσης από το έδαφός τους (ΕΕ 2008, L 161, σ. 30).


8      ΕΕ 2014, C 302, σ. 1. Την ίδια ημερομηνία δημοσιεύθηκε παρόμοια πληροφορία όσον αφορά την Κύπρο, μολονότι αυτό το κράτος μέλος απέκλεισε από την αναγνώριση τις θεωρήσεις και τους τίτλους διαμονής που τίθενται ή προσαρτώνται σε ταξιδιωτικά έγγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από το Αζερμπαϊτζάν και την Τουρκία.


9      Η επίμαχη άδεια διαμονής εμπίπτει στην κατηγορία «Τίτλοι διαμονής», πρώτη περίπτωση, «Προσωρινή άδεια διαμονής (απασχόληση, επισκέπτης, φοιτητής)» του εν λόγω παραρτήματος.


10      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1).


11      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, Flight Refund (C‑94/14, EU:C:2016:148, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Βλ., προσφάτως, απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ. (C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 30).


14      Στις γραπτές παρατηρήσεις του, ο ενάγων της κύριας δίκης, ο οποίος έδωσε μία συνολική απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, φαίνεται να τάσσεται υπέρ της αναγνώρισης (οριζόντιων) άμεσων αποτελεσμάτων στην απόφαση 565/2014.


15      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970, Grad (9/70, EU:C:1970:78, σκέψη 5).


16      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970, Grad (9/70, EU:C:1970:78, σκέψη 9). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1990, Kaefer και Procacci (C‑100/89 και C‑101/89, EU:C:1990:456, σκέψη 24), και της 10ης Νοεμβρίου 1992, Hansa Fleisch Ernst Mundt (C‑156/91, EU:C:1992:423, σκέψη 13).


17      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970, Grad (9/70, EU:C:1970:78, σκέψη 6).


18      Πρβλ. σκέψη 24 της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 1990, Kaefer και Procacci (C‑100/89 και C‑101/89, EU:C:1990:456).


19      Στο σημείο 35 των γραπτών παρατηρήσεών της η Γερμανική Κυβέρνηση χρησιμοποιεί τον όρο «subjektiv-öffentlichen Rechten».


20      Βλ., όσον αφορά τις οδηγίες, αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1982, Becker (8/81, EU:C:1982:7, σκέψη 25), της 23ης Νοεμβρίου 1977, Enka (38/77, EU:C:1977:190, σκέψη 18), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Linster (C‑287/98, EU:C:2000:468, σκέψεις 38 και 39), και, πιο πρόσφατα, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2006, Feuerbestattungsverein Halle (C‑430/04, EU:C:2006:374, σκέψη 28), της 17ης Ιουλίου 2008, Flughafen Köln/Bonn (C‑226/07, EU:C:2008:429, σκέψη 33), της 17ης Νοεμβρίου 2011, Aladzhov (C‑434/10, EU:C:2011:750, σκέψη 32), και της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Rahman κ.λπ. (C‑83/11, EU:C:2012:519, σκέψη 25).


21      Εντούτοις, ο ιδιώτης πρέπει να έχει συμφέρον δυνάμενο να προστατευθεί με αγωγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και η επιβληθείσα στο κράτος μέλος υποχρέωση πρέπει να τηρείται.


22      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 και άρθρο 1 της απόφασης αυτής.


23      Πρβλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1994, Comitato di coordinamento per la difesa della cava κ.λπ. (C‑236/92, EU:C:1994:60, σκέψη 9), και της 26ης Οκτωβρίου 2006, Pohl-Boskamp (C‑317/05, EU:C:2006:684, σκέψη 41).


24      Βλ. άρθρο 5 της απόφασης 565/2014.


25      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1992, Hansa Fleisch Ernst Mundt (C‑156/91, EU:C:1992:423, σκέψη 20).


26      Αυτό συνέβη μεταξύ άλλων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970, Grad (9/70, EU:C:1970:78).


27      Βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1992, Hansa Fleisch Ernst Mundt (C‑156/91, EU:C:1992:423, σκέψη 19).


28      Βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, Kaefer και Procacci (C‑100/89 και C‑101/89, EU:C:1990:456, σκέψη 27), όπου η υποχρέωση που προβλεπόταν στην τυχούσα επικλήσεως διάταξη της απόφασης 86/283 τελούσε υπό την αίρεση αμοιβαιότητας.


29      Πρβλ. πρόταση της Επιτροπής της 21ης Ιουνίου 2013· COM(2013) 441 τελικό, σ. 3.


30      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, Kaefer και Procacci (C‑100/89 και C‑101/89, EU:C:1990:456, σκέψη 26), ότι διάταξη είναι ανεπιφύλακτη όταν δεν αφήνει στα κράτη μέλη καμία εξουσία εκτίμησης.


31      Βλ., για παράδειγμα, όσον αφορά τις οδηγίες, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 105), και της 28ης Ιουνίου 2007, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies (C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψεις 59 και 60).


32      Όσον αφορά τις οδηγίες, βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ. (C‑72/95, EU:C:1996:404, σκέψεις 59 έως 61), της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Linster (C‑287/98, EU:C:2000:468, σκέψεις 36 και 37, καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger, C‑287/98, EU:C:2000:3, σημεία 73 επ.), της 7ης Μαρτίου 1996, Associazione Italiana per il WWF κ.λπ. (C‑118/94, EU:C:1996:86, σκέψεις 17 έως 26), της 15ης Μαΐου 2014, Almos Agrárkülkereskedelmi (C‑337/13, EU:C:2014:328, σκέψη 34), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (C‑127/02, EU:C:2004:482, σκέψη 66). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Rahman κ.λπ. (C‑83/11, EU:C:2012:174, σημείο 81). Όσον αφορά τις αποφάσεις, βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1992, Hansa Fleisch Ernst Mundt (C‑156/91, EU:C:1992:423, σκέψη 15).


33      Βλ. επίσης, όσον αφορά τις οδηγίες, αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Flughafen Köln/Bonn (C‑226/07, EU:C:2008:429, σκέψεις 33 και 34), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, T-Mobile Czech Republic και Vodafone Czech Republic (C‑508/14, EU:C:2015:657, σκέψη 53).


34      Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2001, Gharehveran (C‑441/99, EU:C:2001:551, σκέψεις 39 έως 44).


35      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1970, Grad (9/70, EU:C:1970:78, σκέψη 5).


36      Πρβλ., όσον αφορά τις οδηγίες, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall (152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48).


37      Απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017 (C‑413/15, EU:C:2017:745).


38      Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, Foster κ.λπ. (C‑188/89, EU:C:1990:313, σκέψη 20).


39      ΕΕ 2000, L 239, σ. 1.


40      Οδηγία 2001/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 2001, για τη συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 26 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 (ΕΕ 2001, L 187, σ. 45).


41      Οι έλεγχοι που διενεργούνται από τους αερομεταφορείς μπορούν να διαιρεθούν σε τρία είδη: i) οι έλεγχοι ταυτότητας που διενεργούνται για εμπορικούς λόγους κατά τη χορήγηση κάρτας επιβίβασης, προκειμένου να εξακριβωθεί η ταυτότητα του επιβάτη που έχει ονομαστικό εισιτήριο ή η ταυτότητα του ατόμου που παρουσιάζεται, για παράδειγμα, ως έχον δικαίωμα για ορισμένες μειώσεις· ii) οι έλεγχοι που διενεργούνται για λόγους ασφάλειας σε έκτακτες περιπτώσεις και συνθήκες, παραδείγματος χάρη σε περίπτωση υπονοιών ως προς τη συμπεριφορά ενός επιβάτη η οποία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια των άλλων επιβατών· iii) οι έλεγχοι για την πρόληψη κυρώσεων στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί της ευθύνης των μεταφορέων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μεταφέρουν πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα, πρβλ. απάντηση της 5ης Ιουλίου 2001 του τότε επιτρόπου A. Vitorino σε ερώτηση ευρωβουλευτή σχετικά με τους συστηματικούς ελέγχους ταυτότητας που η Air France διενεργούσε στον αερολιμένα Charles de Gaulle πριν από την επιβίβαση, απάντηση προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.europarl.europa.eu/sides/getAllAnswers.do?reference=E‑2001-1486&language=EL.


42      Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Air Baltic Corporation (C‑575/12, EU:C:2014:2155), αφορούσε την επιβολή μιας εκ των διοικητικών αυτών κυρώσεων από τις λιθουανικές αρχές στην Air Baltic. Άλλη υπόθεση, σχετική με την επιβολή κύρωσης από τις ουγγρικές αρχές στη Ryanair, εκκρεμεί τώρα ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. υπόθεση C‑754/18, Ryan Air Designated Activity Company).


43      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1). Η έννοια των «συνοριακών ελέγχων» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 11, του εν λόγω κώδικα, ως εξής: «οι έλεγχοι στα συνοριακά σημεία διέλευσης, προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα πρόσωπα, τα μέσα μεταφοράς τους και τα αντικείμενα που έχουν στην κατοχή τους δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν». Πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Touring Tours und Travel και Sociedad de Transportes (C‑412/17 και C‑474/17, EU:C:2018:1005, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), όπου το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν συνιστούν συνοριακούς ελέγχους οι έλεγχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων που διενεργούν οι επιχειρήσεις μεταφορών επ’ ευκαιρία διασυνοριακών μεταφορών με λεωφορείο, στο μέτρο που διενεργούνται στο εσωτερικό κράτους μέλους, στην υπόθεση εκείνη του κράτους μέλους εντός του οποίου οι επιβάτες επιβιβάζονται στο λεωφορείο στην αρχή του διασυνοριακού ταξιδιού, και όχι «στα σύνορα» ή «κατά τη διέλευση των συνόρων».


44      Ο όρος «συνοριοφύλακας» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 14, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν ως εξής: «δημόσιος υπάλληλος ο οποίος, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπηρετεί είτε σε συνοριακό σημείο διέλευσης είτε κατά μήκος των συνόρων ή σε άμεση εγγύτητα προς αυτά και ο οποίος εκτελεί καθήκοντα ελέγχου των συνόρων, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το εθνικό δίκαιο».


45      Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018 (C‑412/17 και C‑474/17, EU:C:2018:1005, σκέψεις 48 και 49).


46      Απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017 (C‑413/15, EU:C:2017:745).


47      Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair (C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 29).


48      Ειδικότερα, από την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής συνδρομής σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ακύρωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, την οποία παρουσίασε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 21 Δεκεμβρίου 2001 [COM(2001) 784 τελικό].


49      Βλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair (C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 22), και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Rodríguez Cachafeiro και Martínez-Reboredo Varela-Villamor (C‑321/11, EU:C:2012:609, σκέψη 24).


50      Πρβλ. αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006 (IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 69), της 22ας Δεκεμβρίου 2008 (Wallentin-Hermann, C‑549/07, EU:C:2008:771, σκέψη 18), της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair (C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 23), και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Rodríguez Cachafeiro και Martínez-Reboredo Varela-Villamor (C‑321/11, EU:C:2012:609, σκέψη 25).


51      Πρβλ. ανακοίνωση της Επιτροπής, Ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2027/97 του Συμβουλίου για την ευθύνη του αερομεταφορέως σε περίπτωση ατυχήματος, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 889/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου C/2016/3502 (ΕΕ 2016, C 214, σ. 5, σημείο 3.1.1).


52      Βλ. τροπολογία 9, προταθείσα σε πρώτη ανάγνωση. Για να αιτιολογήσει την τροπολογία αυτή, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι «[ο] κανονισμός πρέπει να περιλαμβάνει ορισμό της “άρνησης επιβίβασης” ο οποίος να λαμβάνει υπόψη το γεγονός για παράδειγμα ότι η απουσία ή το άκυρον ενός πιστοποιητικού ταυτότητας ή άλλοι λόγοι ασφαλείας αποτελούν επαρκή προϋπόθεση για την άρνηση μεταφοράς επιβατών και δεν πρέπει να θεωρούνται περιπτώσεις άρνησης επιβίβασης». Βλ. θέση του Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 24 Οκτωβρίου 2002 (ΕΕ 2003, C 300E, σ. 557). Παρατηρώ ότι, στην τροποποιημένη πρόταση κανονισμού που παρουσίασε (ΕΕ 2003, C 71E, σ. 188), η Επιτροπή έκανε δεκτή την τροπολογία του Κοινοβουλίου, παρεμβάλλοντας, στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της πρότασης κανονισμού, ορισμό της έννοιας «άρνηση επιβίβασης» («η άρνηση να επιβιβασθούν επιβάτες σε μια πτήση») χωρίς, εντούτοις, να επαναλάβει την εξαίρεση την οποία είχε εισαγάγει το Κοινοβούλιο.


53      Κείμενο παρόμοιο σε μεγάλο βαθμό με το νυν ισχύον περιλαμβανόταν στο άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, της κοινής θέσης (ΕΚ) 27/2003, της 18ης Μαρτίου 2003 (ΕΕ 2003, C 125, σ. 63).


54      Βλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair (C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 24), και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Rodríguez Cachafeiro και Martínez-Reboredo Varela-Villamor (C‑321/11, EU:C:2012:609, σκέψεις 32 επ.)