Language of document : ECLI:EU:C:2020:391

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 11ης Ιουνίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρα 266 και 340 ΣΛΕΕ – Απόφαση με την οποία μειώνεται το ποσό προστίμου που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – Επιστροφή από την Επιτροπή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού – Υποχρέωση καταβολής τόκων – Χαρακτηρισμός – Κατ’ αποκοπήν αποζημίωση λόγω στέρησης της δυνατότητας χρήσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου – Εφαρμοστέο επιτόκιο»

Στην υπόθεση C‑221/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Μαρτίου 2022,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Calleja Crespo, N. Khan, B. Martenczuk, P. Rossi και την L. Wildpanner,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

Deutsche Telekom AG, με έδρα τη Βόννη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους C. von Köckritz, P. Lohs και U. Soltész, Rechtsanwälte,

προσφεύγουσα-ενάγουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, E. Regan, F. Biltgen, N. Piçarra και Z. Csehi (εισηγητή), προέδρους τμήματος, P. G. Xuereb, L. S. Rossi, N. Jääskinen, N. Wahl, I. Ziemele, J. Passer και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουλίου 2023,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί τη μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Ιανουαρίου 2022, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑610/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:15), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει αποζημίωση ύψους 1 750 522,83 ευρώ στην Deutsche Telekom AG προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η τελευταία, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 2019, περί αρνήσεως καταβολής τόκων υπερημερίας στην Deutsche Telekom (στο εξής: επίδικη απόφαση) και απέρριψε την προσφυγή-αγωγή της Deutsche Telekom κατά τα λοιπά.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο δημοσιονομικός κανονισμός του 2012

2        Υπό τον τίτλο «Βεβαίωση απαίτησης», το άρθρο 78 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), όριζε στην παράγραφο 4 τα εξής:

«Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 210, σχετικά με λεπτομερείς κανόνες για τη βεβαίωση των απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας και των δικαιολογητικών εγγράφων, και για τους τόκους υπερημερίας.»

 Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 1268/2012

3        Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1), εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 78, παράγραφος 4, του δημοσιονομικού κανονισμού του 2012.

4        Κατά το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο επιγράφεται «Τόκοι υπερημερίας»:

«1.      Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή τομεακών κανονισμών, κάθε απαίτηση που δεν έχει καταβληθεί κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) γεννά τόκους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.      Επί των απαιτήσεων που δεν καταβάλλονται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) ισχύει το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [(ΕΚΤ)] στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ] και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία, προσαυξημένο κατά:

α)      οκτώ εκατοστιαίες μονάδες όταν το γενεσιουργό αίτιο της απαίτησης είναι δημόσια σύμβαση προμηθειών και υπηρεσιών που αναφέρονται στον τίτλο V·

β)      τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

3.      Οι τόκοι υπολογίζονται από την ημερολογιακή ημέρα που έπεται της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) και προσδιορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα, έως την ημερολογιακή ημέρα κατά την οποία εξοφλείται πλήρως η οφειλή.

Το ένταλμα είσπραξης που αντιστοιχεί στο ποσό των τόκων υπερημερίας εκδίδεται όταν πράγματι εισπραχθούν οι τόκοι αυτοί.

4.      Στην περίπτωση των προστίμων, όταν ο οφειλέτης καταθέτει χρηματική εγγύηση αποδεκτή από τον υπόλογο αντί πληρωμής, το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ημέρα της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι το επιτόκιο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και είναι το επιτόκιο που ίσχυε την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση επιβολή[ς] προστίμου, προσαυξημένο μόνο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα.»

5        Το άρθρο 90 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Είσπραξη προστίμων ή άλλων κυρώσεων», όριζε τα εξής:

«1.      Όταν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις δυνάμει της [Συνθήκης ΛΕΕ] ή της Συνθήκης Ευρατόμ, και έως ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, ο οφειλέτης είτε εξοφλεί προσωρινά τα σχετικά ποσά καταβάλλοντάς τα στον τραπεζικό λογαριασμό που ορίζει ο υπόλογος, είτε παρέχει αποδεκτή για τον υπόλογο χρηματική εγγύηση. Η εν λόγω εγγύηση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση καταβολής του προστίμου ή άλλης κύρωσης και μπορεί να εκτελεσθεί σε πρώτη ζήτηση. Η εγγύηση αυτή καλύπτει την απαίτηση ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους τόκους, που υπολογίζονται κατά το άρθρο 83 παράγραφος 4.

2.      Η Επιτροπή ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση.

[...]

4.      Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, λαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο τρίτο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνολική απόδοση κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε αρνητική, η ονομαστική αξία των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιστρέφεται·

β)      εφόσον έχει συσταθεί χρηματοοικονομική εγγύηση, αυτή αποδεσμεύεται αναλόγως.»

 Ιστορικό της διαφοράς

6        Στις 15 Οκτωβρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2014) 7465 final, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση AT.39523 – – Slovak Telekom), η οποία διορθώθηκε με την απόφασή της C(2014) 10119 final, της 16ης Δεκεμβρίου 2014, καθώς και με την απόφασή της C(2015) 2484 final, της 17ης Απριλίου 2015.

7        Με την ως άνω απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε στην Deutsche Telekom πρόστιμο ύψους 31 070 000 ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στη σλοβακική αγορά των ευρυζωνικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, κατά παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

8        Η Deutsche Telekom άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής, προβαίνοντας συγχρόνως σε προσωρινή καταβολή του προστίμου στις 16 Ιανουαρίου 2015. Με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑827/14, στο εξής: απόφαση Deutsche Telekom του 2018, EU:T:2018:930), το Γενικό Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή της Deutsche Telekom και, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, μείωσε το εν λόγω πρόστιμο κατά 12 039 019 ευρώ. Στις 19 Φεβρουαρίου 2019 η Επιτροπή επέστρεψε το ποσό αυτό στην Deutsche Telekom.

9        Στις 12 Μαρτίου 2019 η Deutsche Telekom ζήτησε από την Επιτροπή να της καταβάλει τους τόκους υπερημερίας που αντιστοιχούσαν στο αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής του προστίμου έως την ημερομηνία επιστροφής του ποσού αυτού (στο εξής: επίμαχη περίοδος).

10      Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό. Υποστήριξε ότι, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το ονομαστικό ποσό του προστίμου που εισπράχθηκε αχρεωστήτως δεν έπρεπε να προσαυξηθεί με τόκους υπερημερίας, λόγω του ότι η συνολική απόδοση από την επένδυση του ποσού αυτού σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία, στην οποία είχε προβεί κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 90, ήταν αρνητική.

11      Στην απόφαση αυτή η Επιτροπή εξέτασε επίσης το επιχείρημα της Deutsche Telekom ότι η εταιρία αυτή δικαιούνταν, σύμφωνα με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), να λάβει τόκους υπερημερίας βάσει του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Αντικρούοντας το ως άνω επιχείρημα, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν συνιστούσε νομική βάση για την καταβολή των τόκων υπερημερίας τους οποίους αξίωνε η Deutsche Telekom. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν έθιγε την εφαρμογή του άρθρου 90, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι είχε ασκήσει αναίρεση κατά της εν λόγω δικαστικής απόφασης και ότι, επομένως, αυτή δεν είχε καταστεί αμετάκλητη.

 Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2019, η Deutsche Telekom άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) με αίτημα να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση και να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση για διαφυγόν κέρδος λόγω στέρησης της δυνατότητας χρήσης του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου ή, επικουρικώς, να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη η εταιρία λόγω της άρνησης της Επιτροπής να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού.

13      Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή.

14      Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Deutsche Telekom περί αποζημιώσεως, λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το φερόμενο διαφυγόν κέρδος της λόγω του ότι στερήθηκε, κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου, τη χρήση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου, διαφυγόν κέρδος το οποίο αντιστοιχούσε στην ετήσια απόδοση των δεσμευμένων κεφαλαίων της ή στο μέσο σταθμισμένο κόστος του κεφαλαίου της.

15      Συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Deutsche Telekom δεν προσκόμισε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον πραγματικό και βέβαιο χαρακτήρα της προβαλλόμενης ζημίας. Ειδικότερα, η Deutsche Telekom δεν απέδειξε ούτε ότι θα είχε οπωσδήποτε επενδύσει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου στις δραστηριότητές της, ούτε ότι η στέρηση της δυνατότητας χρήσης του εν λόγω ποσού την οδήγησε στο να παραιτηθεί από ειδικά και συγκεκριμένα έργα, ούτε ότι δεν διέθετε εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης.

16      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το αίτημα αποζημιώσεως που υπέβαλε επικουρικώς η Deutsche Telekom λόγω παραβάσεως του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων των οποίων μια πράξη ακυρώνεται με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης αυτής.

17      Στηριζόμενο στη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Printeos (C‑301/19 P, στο εξής: απόφαση Printeos, EU:C:2021:39), το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, όταν έχουν εισπραχθεί ποσά κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης, από το δίκαιο της Ένωσης απορρέει υποχρέωση έντοκης επιστροφής τους και ότι τούτο ισχύει, ιδίως, όταν έχουν εισπραχθεί ποσά κατ’ εφαρμογήν πράξης της Ένωσης η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη ή ακυρώθηκε από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης.

18      Στη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού παρίσταται ως απαραίτητο συστατικό στοιχείο της υποχρέωσης της Επιτροπής προς επαναφορά της προτέρας κατάστασης κατόπιν ακυρωτικής απόφασης ή στο πλαίσιο απόφασης πλήρους δικαιοδοσίας.

19      Όσον αφορά ειδικότερα την επιδίκαση των τόκων αυτών από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του επίμαχου προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επιδίκαση αυτή αποβλέπει στην κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της επιχείρησης που κατέβαλε το πρόστιμο για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων της κατά το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του εν λόγω προστίμου μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του.

20      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τους τόκους αυτούς στην Deutsche Telekom συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ικανή να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ως άνω παράβασης και της ζημίας που συνίσταται στην απώλεια, κατά την επίμαχη περίοδο, των τόκων υπερημερίας επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο επιδίκασε στην Deutsche Telekom αποζημίωση ύψους 1 750 522,38 ευρώ, υπολογιζόμενη με κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, δηλαδή του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ που ίσχυε τον Ιανουάριο του 2015, ήτοι 0,05 %, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

21      Κατά τρίτον, όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης της επίδικης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αυτό για τους ίδιους λόγους με εκείνους βάσει των οποίων έκρινε, στο πλαίσιο της εξέτασης του αιτήματος αποζημίωσης, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αρνούμενη να καταβάλει τόκους υπερημερίας στην Deutsche Telekom επί του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού του προστίμου, για την επίμαχη περίοδο.

 Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που δέχεται την προσφυγή της Deutsche Telekom,

–      να αποφανθεί το ίδιο επί των εκκρεμών ζητημάτων της διαφοράς,

–      επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου, στον βαθμό που η διαφορά δεν έχει ακόμη επιλυθεί, και

–      να καταδικάσει την Deutsche Telekom στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της παρούσας διαδικασίας και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

23      Η Deutsche Telekom ζητεί από το Δικαστήριο:

–      να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–      να καταδικάσει την Επιτροπή να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Deutsche Telekom στο πλαίσιο των διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

24      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στην Επιτροπή απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωση να καταβάλει αναδρομικώς «τόκους υπερημερίας με χαρακτήρα κύρωσης» από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου και, ο δεύτερος, σε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας που οφείλει να καταβάλει η Επιτροπή αντιστοιχεί, κατ’ αναλογίαν προς το προβλεπόμενο στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, στο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

25      Η Deutsche Telekom υποστηρίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη στο σύνολό της καθόσον, στην πραγματικότητα, βάλλει όχι κατά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αλλά κατά της απόφασης Printeos, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη. Επιπλέον, η Deutsche Telekom υποστηρίζει ότι τα διάφορα σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα στο μέτρο που συνιστούν απλώς επανάληψη των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή καθόσον προβάλλονται για πρώτη φορά κατ’ αναίρεση. Όσον αφορά ειδικότερα τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το απαράδεκτο του λόγου αυτού προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι η Επιτροπή, κατά παράβαση της επιταγής του άρθρου 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεν προσδιόρισε τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης από τα οποία προκύπτει, όπως ισχυρίζεται, ότι η υποχρέωση καταβολής τόκων έχει χαρακτήρα κύρωσης.

26      Η Επιτροπή φρονεί ότι η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

27      Συναφώς, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 169 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αναιρετικό αίτημα. Κατά πάγια νομολογία, δεν πληροί την επιταγή αυτή αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιέχει επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DK κατά ΕΥΕΔ, C‑851/19 P, EU:C:2021:607, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ωστόσο, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, DK κατά ΕΥΕΔ, C‑851/19 P, EU:C:2021:607, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ο αναιρεσείων μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αναίρεση προβάλλοντας λόγους αντλούμενους από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με τους οποίους αμφισβητείται η νομική της ορθότητα (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2020, ΕΥΕΔ κατά Alba Aguilera κ.λπ., C‑427/18 P, EU:C:2020:109, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Τέλος, η Επιτροπή, όπως και κάθε άλλος διάδικος κατ’ αναίρεση, πρέπει να διατηρεί τη δυνατότητα να θέτει υπό αμφισβήτηση τις νομικές αρχές που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της οποίας ζητείται η αναίρεση, ακόμη και αν οι αρχές αυτές έχουν αναπτυχθεί με αποφάσεις που δεν μπορούν ή δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με αίτηση αναιρέσεως.

31      Εν προκειμένω, με την αίτηση αναιρέσεως η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο, όπως επισήμανε στην εισαγωγή του δικογράφου, να επανεξετάσει τη νομολογία του που απορρέει από την απόφαση Printeos, στην οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, νομολογία η οποία είναι αντίθετη προς την προγενέστερη της απόφασης Printeos νομολογία. Η επιχειρηματολογία που προβάλλει η Επιτροπή προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης καθώς και τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή ενέχει, κατά την άποψή της, πλάνη περί το δίκαιο και συνεπώς δεν περιορίζεται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Deutsche Telekom, σε απλή επανάληψη ή αναπαραγωγή των επιχειρημάτων που προέβαλε το θεσμικό αυτό όργανο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

32      Συνεπώς, η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Deutsche Telekom πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στην Επιτροπή απόλυτη και άνευ όρων υποχρέωση να καταβάλει αναδρομικώς «τόκους υπερημερίας με χαρακτήρα κύρωσης» από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου.

34      Ο πρώτος αυτός λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε έξι σκέλη.

35      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή αρνείται ότι διέπραξε κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον δεν κατέβαλε τόκους υπερημερίας του ύψους του ποσού που αξίωσε η Deutsche Telekom.

36      Συγκεκριμένα, κατά το θεσμικό αυτό όργανο, η έννοια των τόκων υπερημερίας, όπως οι τόκοι τους οποίους είχε αξιώσει η Deutsche Telekom και τους οποίους επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο, προϋποθέτει ότι ο οφειλέτης βρίσκεται, τουλάχιστον εξ αμελείας, σε υπερημερία πληρωμής. Επιπλέον, με την απόφαση της 8ης Ιουνίου 1995, Siemens κατά Επιτροπής (T‑459/93, EU:T:1995:100, σκέψη 101), το Γενικό Δικαστήριο όρισε τους τόκους υπερημερίας ως τόκους «οφειλόμενο[υς] στην καθυστέρηση της εκτελέσεως της υποχρεώσεως επιστροφής». Εντούτοις, εν προκειμένω, κατόπιν της αποφάσεως Deutsche Telekom του 2018, η Επιτροπή επέστρεψε αμέσως το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό του προστίμου και, επομένως, ουδέποτε «καθυστέρησε» την καταβολή του. Επομένως, οι τόκοι υπερημερίας που καλείται να καταβάλει δυνάμει της απόφασης Printeos και της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης συνιστούν αδικαιολόγητη κύρωση για την Επιτροπή.

37      Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την προγενέστερη της απόφασης Printeos νομολογία.

38      Κατά την Επιτροπή, οι τόκοι με τους οποίους πρέπει να επιστρέφονται τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα χρηματικά ποσά δεν είναι «τόκοι υπερημερίας με χαρακτήρα κύρωσης» που πρέπει να καταβάλλονται αναδρομικώς, αλλά αντισταθμιστικοί τόκοι που αποσκοπούν στην αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού του οφειλέτη, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο χαρακτήρισε τους καταβλητέους τόκους ως «τόκους υπερημερίας», εντούτοις διευκρίνισε ότι αυτοί διέπονταν από τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Επομένως, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για αντισταθμιστικούς τόκους οι οποίοι αντιστοιχούν στους τόκους που παρήγαγαν οι επενδύσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή βάσει του άρθρου 90 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Κατά συνέπεια, από την εν λόγω απόφαση, στην οποία παραπέμπει η σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να καταβάλει στην Deutsche Telekom τους τόκους υπερημερίας που αυτή αξίωσε και τους οποίους της επιδίκασε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

39      Βάσει της νομολογίας αυτής, η Επιτροπή παραδέχεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, έχει την υποχρέωση, εφόσον τα πρόστιμα που έχει επιβάλει ακυρώθηκαν ή μειώθηκαν μεταγενέστερα από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, να επιστρέψει το αδικαιολογήτως εισπραχθέν ποσό των προστίμων καθώς και τους παραχθέντες τόκους, σύμφωνα με το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Πράγματι, η απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία έχει καθιερώσει η νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει στην Επιτροπή να διατηρήσει τους τόκους που αποφέρουν τα πρόστιμα αυτά. Ωστόσο, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η διάταξη που θα πρέπει να εφαρμοστεί είναι το άρθρο 90, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού το οποίο της επιβάλλει να επιστρέψει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατόπιν δικαστικής απόφασης που ακυρώνει ή μειώνει το προσωρινά εισπραχθέν πρόστιμο, «τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους». Αντιθέτως, όταν η συνολική απόδοση της επένδυσης των ποσών που αντιστοιχούν στο πρόστιμο αυτό υπήρξε αρνητική, υποχρεούται να επιστρέψει μόνον «την ονομαστική αξία των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών».

40      Η εφαρμογή των αρχών που έγιναν δεκτές στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα οδηγούσε, στο παρόν οικονομικό πλαίσιο, σε αδικαιολόγητο πλουτισμό των οικείων επιχειρήσεων, λόγω της αναγνώρισης απόλυτου και άνευ όρων δικαιώματος στην καταβολή τόκων με επιτόκιο αντίστοιχο προς το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

41      Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 διέπει τους τόκους που πρέπει να καταβάλλονται για την εκτέλεση των αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.

42      Αμφισβητεί, μεταξύ άλλων, την ορθότητα της σκέψης 97 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν το ποσό των τόκων, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, είναι μικρότερο από το ποσό των τόκων υπερημερίας, η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών. Συνέπεια της ερμηνείας αυτής του Γενικού Δικαστηρίου θα ήταν ότι η διάταξη αυτή δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων ποτέ εφαρμοστέα. Συγκεκριμένα, οι τόκοι από μια ασφαλή επένδυση δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι υψηλότεροι από τους τόκους υπερημερίας, το επιτόκιο των οποίων αντιστοιχεί στο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

43      Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340 ΣΛΕΕ.

44      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο, υποχρεώνοντας την Επιτροπή να καταβάλει αναδρομικώς τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου, κακώς εξομοίωσε τον απλό καθορισμό προστίμου του οποίου το ποσό μειώθηκε μεταγενέστερα από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης με κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου. Εν συνεχεία, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Deutsche Telekom δεν απέδειξε ότι υπέστη ζημία. Συναφώς, η άρνηση της Επιτροπής να καταβάλει τόκους με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ζημία της Deutsche Telekom. Τέλος, θα ήταν αντιφατικό να προσαφθεί στην Επιτροπή κατάφωρη παραβίαση του δικαίου λόγω παραγόντων οι οποίοι εκφεύγουν του ελέγχου της, όπως είναι η διάρκεια των ένδικων διαδικασιών.

45      Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το ex tunc αποτέλεσμα των αποφάσεων των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου.

46      Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι, μολονότι η ακύρωση πράξης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξαφάνιση της πράξης αυτής από την έννομη τάξη της Ένωσης, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, πριν από την έκδοση της απόφασης Deutsche Telekom του 2018, η Επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να επιστρέψει το πρόστιμο, καθόσον μάλιστα οι αποφάσεις της απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το ex tunc αποτέλεσμα μιας δικαστικής απόφασης που ακυρώνει ή μειώνει ένα πρόστιμο δεν είναι δυνατόν να την υποχρεώνει να καταβάλει τόκους από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου αυτού, ενώ, κατά την ημερομηνία της καταβολής αυτής, δεν ήταν ούτε υποχρεωμένη ούτε σε θέση να επιστρέψει το εν λόγω πρόστιμο.

47      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, η κύρια οφειλή, ήτοι το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, δεν ήταν, κατά την ημερομηνία αυτή, σε καμία περίπτωση «βέβαιη ως προς το ποσό ή, τουλάχιστον, προσδιορίσιμη βάσει αποδεδειγμένων αντικειμενικών στοιχείων», κατά την έννοια της απόφασης Printeos (σκέψη 55).

48      Με το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η καταβολή τόκων υπερημερίας που επιβλήθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπονομεύει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων.

49      Η Επιτροπή φρονεί ότι το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Επισημαίνει, συναφώς, ότι, μην έχοντας τη δυνατότητα να προσδιορίσει εκ των προτέρων την έκβαση τυχόν προσφυγών κατά των αποφάσεών της περί επιβολής προστίμου και τη διάρκεια των αντίστοιχων ένδικων διαδικασιών, δεν είναι σε θέση, κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, να σταθμίσει το εν λόγω αποτέλεσμα με το ποσό των τόκων υπερημερίας που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει. Επιπλέον, ο δυσανάλογος χαρακτήρας των τόκων αυτών, οι οποίοι θα μπορούσαν, κατά την Επιτροπή, να ανέλθουν σε περισσότερο από το ήμισυ του ποσού των προστίμων, διακυβεύει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων.

50      Η Deutsche Telekom αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51      Από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχεται η ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως η οποία κηρύσσει ex tunc την πράξη αυτή άκυρη. Τούτο συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των ποσών που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως βάσει της εν λόγω πράξης, καθώς και την καταβολή τόκων (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 29, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 55).

52      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι η καταβολή τόκων συνιστά μέτρο εκτελέσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, υπό την έννοια του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αποσκοπεί στην καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως για τη στέρηση της ικανοποιήσεως μιας απαιτήσεως και, επιπλέον, μετά την έκδοση της ακυρωτικής αποφάσεως, στην παρακίνηση του οφειλέτη να εκτελέσει, το συντομότερο δυνατόν, την απόφαση αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 30, και της 10ης Οκτωβρίου 2001, Corus UK κατά Επιτροπής, T‑171/99, EU:T:2001:249, σκέψεις 53 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Επομένως, από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης ακυρώσει ή μειώσει ex tunc πρόστιμο επιβληθέν με απόφαση της Επιτροπής για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποχρεούται να επιστρέψει το σύνολο ή μέρος του ποσού του προσωρινώς καταβληθέντος προστίμου, πλέον τόκων για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία της προσωρινής καταβολής του προστίμου έως την ημερομηνία επιστροφής του.

54      Εξάλλου, η υποχρέωση έντοκης επιστροφής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων χρηματικών ποσών δεν ισχύει μόνο για τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, αλλά και για τις αρχές των κρατών μελών.

55      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, κάθε διοικούμενος στον οποίον έχει επιβληθεί από εθνική αρχή, κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η καταβολή τέλους, δασμού, φόρου ή άλλου ποσού δικαιούται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, όχι μόνον να του επιστραφεί από την εν λόγω αρχή το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό, αλλά και να του καταβληθούν τόκοι ως αντιστάθμισμα για τη μη διαθεσιμότητα του ποσού [πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, San Giorgio, 199/82, EU:C:1983:318, σκέψη 12· της 8ης Μαρτίου 2001, Metallgesellschaft κ.λπ., C‑397/98 και C‑410/98, EU:C:2001:134, σκέψη 84· της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ., C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψεις 24 έως 26· της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Hauptzollamt B (Προαιρετική φορολογική μείωση), C‑100/20, EU:C:2021:716, σκέψεις 26 και 27, καθώς και της 28ης Απριλίου 2022, Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions κ.λπ., C‑415/20, C‑419/20 και C‑427/20, EU:C:2022:306, σκέψεις 51 και 52].

56      Κατά συνέπεια, όταν έχουν εισπραχθεί χρηματικά ποσά κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, είτε από εθνική αρχή είτε από θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, τα εν λόγω χρηματικά ποσά πρέπει να επιστρέφονται και η επιστροφή αυτή πρέπει να προσαυξάνεται με τόκους οι οποίοι να καλύπτουν όλο το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής των εν λόγω χρηματικών ποσών έως την ημερομηνία της επιστροφής τους, όπερ συνιστά έκφραση της γενικής αρχής της ανάκτησης των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, Gräfendorfer Geflügel- und Tiefkühlfeinkost Produktions κ.λπ., C‑415/20, C‑419/20 και C‑427/20, EU:C:2022:306, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας στη σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, βάσει συλλογιστικής στηριζόμενης, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Printeos, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αρνούμενη να καταβάλει τόκους στην Deutsche Telekom επί του ποσού του αχρεωστήτως εισπραχθέντος προστίμου για την επίμαχη περίοδο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Το Γενικό Δικαστήριο απλώς επιβεβαίωσε, όπως έπραξε και η απόφαση Printeos, τις αρχές που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 51 έως 56 της παρούσας απόφασης, οι οποίες δε απορρέουν από πάγια νομολογία η οποία δεν συντρέχει λόγος να επανεξεταστεί.

58      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η αποζημίωση την οποία την υποχρέωσε το Γενικό Δικαστήριο να καταβάλει στην Deutsche Telekom με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αντιστοιχεί σε «τόκους υπερημερίας με χαρακτήρα κύρωσης». Πράγματι, πριν από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης Deutsche Telekom του 2018, η Επιτροπή ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το ποσό του προστίμου στην Deutsche Telekom, είτε εν μέρει είτε στο σύνολό του, λαμβανομένων υπόψη, κατ’ αρχάς, της εκτελεστότητας των αποφάσεων της Επιτροπής που επιβάλλουν χρηματική υποχρέωση εις βάρος προσώπων πλην των κρατών μελών, εν συνεχεία, της έλλειψης ανασταλτικού αποτελέσματος, δυνάμει του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, τέλος, του τεκμηρίου νομιμότητας που ισχύει για τις αποφάσεις της Επιτροπής ενόσω δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C‑413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, μόνον από την ημερομηνία αυτή υπείχε η Επιτροπή υποχρέωση επιστροφής και θα μπορούσε, σε περίπτωση μη άμεσης επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού του προστίμου, να θεωρηθεί υπερήμερη κατά την εκπλήρωση της συγκεκριμένης υποχρέωσης. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι, μετά τη δημοσίευση της απόφασης Deutsche Telekom του 2018, η Επιτροπή επέστρεψε στην Deutsche Telekom το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου.

59      Βεβαίως, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και η νομολογία στην οποία στηρίχθηκε, χαρακτήρισε επανειλημμένως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, τους τόκους που όφειλε η Επιτροπή εν προκειμένω ως «τόκους υπερημερίας», έννοια που παραπέμπει στην ύπαρξη υπερημερίας πληρωμής εκ μέρους του οφειλέτη καθώς και σε πρόθεση επιβολής κύρωσης σε αυτόν.

60      Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός αυτός, όσο και αν δύναται να αμφισβητηθεί υπό το πρίσμα του σκοπού των επίμαχων τόκων, δεν είναι ικανός να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος, υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 51 έως 56 της παρούσας απόφασης, της συλλογιστικής βάσει της οποίας το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να συνοδεύσει την επιστροφή του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού με τόκους προς τον σκοπό κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης της οικείας επιχείρησης για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης του ποσού αυτού.

61      Όσον αφορά το προβαλλόμενο από την Επιτροπή γεγονός ότι οι τόκοι στην καταβολή των οποίων την υποχρέωσε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αφορούν το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία προσωρινής καταβολής του προστίμου έως την ημερομηνία επιστροφής του αχρεωστήτως εισπραχθέντος ποσού κατόπιν της εκδόσεως της δικαστικής απόφασης περί μείωσης του προστίμου και ότι, επομένως, αφορούν χρονικό διάστημα που προηγείται σε μεγάλο βαθμό της εν λόγω δικαστικής απόφασης, τούτο αποτελεί συνέπεια του ex tunc αποτελέσματος που παράγει μια τέτοια απόφαση και της υποχρέωσης της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση, θέτοντας την οικεία επιχείρηση στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε στερηθεί, καθ’ όλη τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος, τη χρήση του ποσού που αντιστοιχεί στο αδικαιολογήτως εισπραχθέν ποσό. Συναφώς, δεν αμφισβητείται, λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος προσφυγής που υφίσταται κατά κάθε απόφασης της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου, ότι, όταν το πρόστιμο έχει καταβληθεί προσωρινά από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, η Επιτροπή ενδέχεται, κατά περίπτωση, να υποχρεωθεί να λάβει τα μέτρα εκτέλεσης δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει η απόφαση της Επιτροπής, όπως αυτά υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 51 έως 53 της παρούσας απόφασης.

62      Ομοίως, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία, εν προκειμένω, δεν υπήρξε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ούτε επαρκής απόδειξη ζημίας την οποία να υπέστη η Deutsche Telekom. Πράγματι, όταν η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να προσαυξάνει με τόκους συγκεκριμένο χρηματικό ποσό το οποίο επιστρέφει, δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίμησης ως προς το αν θα καταβάλει τους τόκους αυτούς ή όχι, με αποτέλεσμα να αρκεί η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται στην άρνηση καταβολής τους, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, δυνάμενης να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (πρβλ. απόφαση Printeos, σκέψεις 103 και 104). Εν προκειμένω, η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, κατόπιν της εκδόσεως της απόφασης Deutsche Telekom του 2018, να επιστρέψει εντόκως το αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό του προστίμου, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, δεδομένου ότι οι τόκοι αυτοί έχουν «κατ’ αποκοπήν» χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση αυτή για τον λόγο ότι η Deutsche Telekom δεν απέδειξε επαρκώς την ύπαρξη ζημίας.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο, το δεύτερο, το τέταρτο και το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

64      Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον απέρριψε τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αντλούνται από τις διατάξεις του άρθρου 90 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όταν το ποσό των «τόκων» που προβλέπονται στο άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού είναι μικρότερο από το ποσό των τόκων που οφείλονται δυνάμει της υποχρέωσης κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης, ή όταν δεν υφίστανται καν τόκοι, λόγω αρνητικής απόδοσης του επενδεδυμένου κεφαλαίου, η Επιτροπή παρά ταύτα υπέχει, από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, την υποχρέωση να καταβάλει στον ενδιαφερόμενο τη διαφορά μεταξύ του ποσού των ενδεχόμενων «τόκων», κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, και του ποσού των τόκων που οφείλονται για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία καταβολής του επίμαχου ποσού μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του (πρβλ. απόφαση Printeos, σκέψεις 75 και 76).

65      Συναφώς, όπως επισήμανε η ίδια η Επιτροπή και όπως επίσης υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 77 των προτάσεών του, η υποχρέωση που υπέχει το εν λόγω θεσμικό όργανο από το άρθρο 90, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 να καταβάλει στην οικεία επιχείρηση τους «τόκους» που έχουν παραχθεί αποσκοπεί πρωτίστως στην αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης. Εντούτοις, η ενδεχόμενη αυτή υποχρέωση δεν θίγει την υποχρέωση που βαρύνει, εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση στην επιχείρηση αυτή για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης του χρηματικού ποσού που αντιστοιχεί στο αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του προστίμου, συνεπεία της μεταβίβασης του εν λόγω ποσού στην Επιτροπή, τούτο δε ακόμη και όταν η επένδυση του ποσού του προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινώς από την εν λόγω επιχείρηση δεν απέφερε απόδοση υψηλότερη από το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

66      Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, η Επιτροπή ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και εξασφαλίζει με τον τρόπο αυτόν ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση, από τη διάταξη αυτή προκύπτει επίσης ότι η επιχείρηση που έχει καταβάλει προσωρινά το πρόστιμο που της επιβλήθηκε δεν ασκεί καμία επιρροή στους όρους επένδυσης του προστίμου αυτού. Η Επιτροπή πάντως δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους, υπό τις περιστάσεις αυτές, οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τέτοιες επενδύσεις θα έπρεπε να βαρύνουν την επιχείρηση που κατέβαλε προσωρινά το πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε βάσει μερικώς ή ολικώς παράνομης πράξης.

67      Υπό τις ως άνω συνθήκες, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

68      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η επιβολή σε αυτήν της υποχρέωσης καταβολής τόκων από την ημερομηνία της προσωρινής είσπραξης του προστίμου υπονομεύει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, το Δικαστήριο υιοθετεί τις εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 93 και 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, και κατά τις οποίες η αποτρεπτική λειτουργία των προστίμων πρέπει να συμβιβάζεται με τις επιταγές περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Οι εν λόγω επιταγές συνεπάγονται ότι, σε περίπτωση ακύρωσης ή μείωσης, με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, προστίμου που καταβλήθηκε προσωρινά από την οικεία επιχείρηση, η τελευταία πρέπει να λαμβάνει, υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και του ex tunc αποτελέσματος μιας τέτοιας απόφασης, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης του ποσού που αντιστοιχεί στο αχρεωστήτως εισπραχθέν από την Επιτροπή ποσό, τούτο δε για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας της προσωρινής αυτής καταβολής και της ημερομηνίας επιστροφής του εν λόγω ποσού από το θεσμικό όργανο. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση του αποτρεπτικού αποτελέσματος των προστίμων στο πλαίσιο προστίμων που ακυρώθηκαν ή μειώθηκαν από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλείται, προς τον σκοπό αποτροπής, πράξη που κρίθηκε παράνομη.

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, το έκτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

70      Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

71      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 114 έως 138 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το επιτόκιο βάσει του οποίου υπολογίζονται οι τόκοι τους οποίους οφείλει να καταβάλει η Επιτροπή ισούται, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

72      Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 56), ότι, για τον καθορισμό των καταβλητέων τόκων κατόπιν της ακυρώσεως προστίμου, πρέπει να εφαρμοστεί το επιτόκιο που καθορίζεται από τις διατάξεις του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τη συγκεκριμένη διάταξη του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη.

73      Εντούτοις, η απόφαση Printeos, στην οποία παραπέμπει η σκέψη 121 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ερμήνευσε την απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672), υπό την έννοια ότι η τελευταία αυτή απόφαση παρέπεμπε στο άρθρο 83 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού, στις σκέψεις 133 και 134 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι έπρεπε να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ίδιου κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο επιβάλλει την καταβολή τόκων με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

74      Κατά την Επιτροπή, αφενός, μια τέτοια κατ’ αναλογίαν εφαρμογή δεν δικαιολογείται, στο μέτρο που το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 διέπει τους τόκους υπερημερίας που οφείλουν οι οφειλέτες της Επιτροπής σε περίπτωση καθυστερημένης πληρωμής, προβλέποντας ειδική προς τούτο διαδικασία.

75      Αφετέρου, από την απόφαση Printeos δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο, το οποίο καλούνταν να αποφανθεί σχετικά με τον υπολογισμό τόκων ανατοκισμού, είχε την πρόθεση να εφαρμόσει κατ’ αναλογίαν το επιτόκιο του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας. Εξάλλου, ούτε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του της 12ης Φεβρουαρίου 2019, Printeos κατά Επιτροπής (T‑201/17, EU:T:2019:81), ούτε το Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατ’ αναίρεση στην υπόθεση αυτή με την απόφαση Printeos, επιδίκασαν τόκους υπερημερίας με το επιτόκιο που προβλέπει η ως άνω διάταξη.

76      Αν, ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να εφαρμοστεί επιτόκιο καθοριζόμενο στο άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι, υπό την επιφύλαξη καθορισμού άλλου κατάλληλου επιτοκίου, πρέπει να γίνει δεκτό, κατ’ αναλογία προς το άρθρο 83, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα, επιτόκιο το οποίο εφαρμόζει η Επιτροπή στην περίπτωση που ο αποδέκτης απόφασης περί επιβολής προστίμου συστήνει τραπεζική εγγύηση αντί να καταβάλει προσωρινά το εν λόγω πρόστιμο. Η κατάσταση αυτή είναι επαρκώς συγκρίσιμη με αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, διότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι τόκοι αντισταθμίζουν την αδυναμία της Επιτροπής –στην πρώτη περίπτωση– και της οικείας επιχείρησης –στη δεύτερη– να διαθέτουν ελεύθερα το ποσό του προστίμου κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

77      Η Deutsche Telekom αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και εκτιμά ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

78      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, για τον προσδιορισμό του ποσού των τόκων υπερημερίας που πρέπει να καταβληθούν σε επιχείρηση η οποία έχει καταβάλει πρόστιμο επιβληθέν από την Επιτροπή, κατόπιν της ακυρώσεως ή της μειώσεως του προστίμου αυτού, το εν λόγω θεσμικό όργανο οφείλει να εφαρμόσει το επιτόκιο που ορίζει συναφώς ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 1268/2012 (πρβλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 56). Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι η παραπομπή στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό δεν αφορά το άρθρο 90, στο οποίο δεν διαλαμβάνεται κανένα συγκεκριμένο επιτόκιο, αλλά το άρθρο 83 του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, το οποίο καθορίζει το επιτόκιο για τις απαιτήσεις που δεν έχουν εξοφληθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας (πρβλ. απόφαση Printeos, σκέψη 81).

79      Το άρθρο 83 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο περιείχε τους κανόνες εφαρμογής του τότε ισχύοντος δημοσιονομικού κανονισμού του 2012, προέβλεπε προς τούτο πλείονα επιτόκια, τα οποία αντιστοιχούσαν όλα στο επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, προσαυξημένο κατά διάφορες ποσοστιαίες μονάδες. Κατά το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, η προσαύξηση ανερχόταν, αντιστοίχως, σε 8 εκατοστιαίες μονάδες όταν η γενεσιουργός αιτία της απαίτησης ήταν δημόσια σύμβαση προμηθειών και υπηρεσιών και σε 3,5 ποσοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Επιπλέον, όταν ο οφειλέτης είχε συστήσει χρηματική εγγύηση αποδεκτή από τον υπόλογο αντί πληρωμής προστίμου, το άρθρο 83, παράγραφος 4, του εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού προέβλεπε προσαύξηση κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα.

80      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε κανένα από τα δύο επιτόκια που αφορούν τις ειδικές περιπτώσεις που προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Αντ’ αυτών, προέκρινε το επιτόκιο που προβλέπεται συμπληρωματικά στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού για «όλες τις άλλες περιπτώσεις».

81      Ως εκ τούτου, στη σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στο πλαίσιο του καθορισμού της κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης της Deutsche Telekom για τη στέρηση της δυνατότητας χρήσης των κεφαλαίων της, το Γενικό Δικαστήριο, βάσει της ανάλυσης στην οποία προέβη με τις σκέψεις 125 έως 135 της απόφασης αυτής, επέλεξε ως εφαρμοστέο επιτόκιο, κατ’ αναλογίαν, το επιτόκιο που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, ήτοι το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

82      Επομένως, με τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης το Γενικό Δικαστήριο επιδίκασε στην Deutsche Telekom, προς αποκατάσταση της ζημίας που της προκάλεσε η κατάφωρη παράβαση του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποζημίωση ποσού 1 750 522,83 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην απώλεια τόκων με επιτόκιο 3,55 %, κατά την επίμαχη περίοδο, υπολογιζόμενων επί του αδικαιολογήτως εισπραχθέντος ποσού του προστίμου.

83      Βεβαίως, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012 δεν καθορίζει το επιτόκιο των τόκων που αντιστοιχούν σε κατ’ αποκοπήν αποζημίωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά την άσχετη προς την υπό κρίση υπόθεση περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής, ήτοι την περίπτωση κατά την οποία μια απαίτηση δεν εξοφλείται κατά την προβλεπόμενη καταληκτική ημερομηνία. Το γεγονός ακριβώς ότι ούτε το εν λόγω άρθρο 83 ούτε κάποια άλλη διάταξη του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού καθόριζαν το επιτόκιο αυτό οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο να προβεί, στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, σε «κατ’ αναλογίαν» εφαρμογή του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

84      Εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον εφάρμοσε το καθοριζόμενο από τη διάταξη αυτή επιτόκιο, το οποίο, εξάλλου, δεν είναι παράλογο ή δυσανάλογο σε σχέση με τον σκοπό των επίμαχων τόκων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του αναγνωρίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

85      Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί, ενώ το ποσό του προστίμου που επέβαλε στην Deutsche Telekom και το οποίο η επιχείρηση αυτή της είχε καταβάλει προσωρινώς μειώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, να περιέλθει σε θέση ευνοϊκότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν η Deutsche Telekom αν είχε επιλέξει, αντί να προβεί σε τέτοια προσωρινή καταβολή, να συστήσει τραπεζική εγγύηση εν αναμονή της έκβασης της ένδικης διαδικασίας που κινήθηκε με την άσκηση της προσφυγής της και στη συνέχεια η προσφυγή της απορρίπτονταν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Deutsche Telekom θα είχε υποστεί επιβάρυνση με τόκους υπολογιζόμενους με επιτόκιο 1,55 %, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 4, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, στην οποία θα προστίθεντο τα έξοδα σύστασης της τραπεζικής αυτής εγγύησης.

86      Για τους λόγους αυτούς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία επιδιώκεται, επικουρικώς, να καθοριστεί το 1,55 % ως το ανώτατο επιτόκιο για τον υπολογισμό του ποσού των οφειλόμενων στην Deutsche Telekom τόκων.

87      Επιπροσθέτως, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 127 και 131 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η κατάσταση επιχείρησης η οποία, ενώ άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου, κατέβαλε προσωρινά το πρόστιμο αυτό διακρίνεται από την κατάσταση επιχείρησης η οποία συστήνει τραπεζική εγγύηση εν αναμονή της εξάντλησης των ένδικων μέσων. Πράγματι, στην περίπτωση που μια επιχείρηση συνέστησε τραπεζική εγγύηση, με αποτέλεσμα να της χορηγηθεί αναστολή καταβολής, δεν μεταβίβασε στην Επιτροπή, σε αντίθεση με την επιχείρηση που προέβη στην προσωρινή καταβολή του προστίμου, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί στο ποσό του επιβληθέντος προστίμου, οπότε η Επιτροπή δεν θα μπορεί να υποχρεωθεί να της επιστρέψει αχρεωστήτως εισπραχθέν ποσό. Η μόνη οικονομική ζημία που ενδεχομένως υπέστη η οικεία επιχείρηση απορρέει από τη δική της απόφαση να συστήσει τραπεζική εγγύηση.

88      Τέλος, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, με την απόφαση Printeos το Δικαστήριο δεν επιδίκασε τόκους με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες επί του επιστρεπτέου ποσού του προστίμου, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα πρωτοδίκως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση ζητούσε, σε σχέση με το ποσό αυτό, μόνον την εφαρμογή του επιτοκίου αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ προσαυξημένου κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες.

89      Πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι, αν η Επιτροπή κρίνει ότι οι ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις δεν λαμβάνουν προσηκόντως υπόψη μια κατάσταση όπως αυτή της υπό κρίση υπόθεσης, εναπόκειται στην ίδια ή, κατά περίπτωση, στον νομοθέτη της Ένωσης να προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές χάριν της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας της δράσης της Επιτροπής.

90      Τούτου λεχθέντος, λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να επιστρέψει εντόκως πρόστιμο το οποίο ακυρώθηκε εν όλω ή εν μέρει από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης απορρέει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε νέα μέθοδος ή τρόπος υπολογισμού των τόκων αυτών πρέπει να συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι εν λόγω τόκοι. Κατά συνέπεια, το εφαρμοστέο στους τόκους αυτούς επιτόκιο δεν μπορεί να περιορίζεται στην αντιστάθμιση της νομισματικής υποτίμησης που επήλθε κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία πρέπει να καταβληθούν οι τόκοι, χωρίς να καλύπτει την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση την οποία δικαιούται η επιχείρηση που κατέβαλε το πρόστιμο λόγω του ότι στερήθηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα τη χρήση των κεφαλαίων που αντιστοιχούν στο αδικαιολογήτως εισπραχθέν από την Επιτροπή ποσό.

91      Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον καθόρισε την κατ’ αποκοπήν αποζημίωση της Deutsche Telekom προβαίνοντας, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού των επίμαχων τόκων και της υποχρέωσης που υπείχε να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη η εταιρία αυτή, σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του επιτοκίου που προβλέπεται στο άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως.

92      Δεδομένου ότι δεν έγινε δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

94      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

95      Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Deutsche Telekom.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.