Language of document : ECLI:EU:C:2019:420

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 16ης Μαΐου 2019 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Μεταφορά αποβλήτων – Κανονισμός (ΕΚ) 1013/2006 – Απόβλητα που υπόκεινται σε προηγούμενη έγγραφη διαδικασία κοινοποίησης και συγκατάθεσης – Μεταφορές στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ – Εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής – Απόβλητα που δημιουργούνται επί πλοίων – Απόβλητα επί πλοίου κατόπιν ατυχήματος»

Στην υπόθεση C‑689/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο Μονάχου Ι, Γερμανία) με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Δεκεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Conti 11. Container Schiffahrts-GmbH & Co. KG MS «MSC Flaminia»

κατά

Land Niedersachsen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Κ. Λυκούργο (εισηγητή), E. Juhász, M. Ilešič και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος  μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Conti 11. Container Schiffahrts-GmbH & Co. KG MS «MSC Flaminia», εκπροσωπούμενη από τους J.-E. Pötschke και W. Steingröver, Rechtsanwälte,

–        το Land Niedersachsen, εκπροσωπούμενο από τον R. van der Hout, advocaat, και τον H. Jacobj, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. C. Becker, E. Sanfrutos Cano και L. Haasbeek,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 24ης Ιανουαρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων (ΕΕ 2006, L 190, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Conti 11. Container Schiffahrts-GmbH & Co. KG MS «MSC Flaminia» (στο εξής: Conti) και του Land Niedersachsen (ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας, Γερμανία) η οποία αφορούσε την υποχρέωση που επιβλήθηκε από το ομόσπονδο κράτος στην Conti να εφαρμόσει διαδικασία κοινοποίησης σχετικά με τη μεταφορά αποβλήτων που βρίσκονταν επί του πλοίου MSC Flaminia (στο εξής: Flaminia) κατόπιν ατυχήματος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Οι οδηγίες για τα απόβλητα

3        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ 2006, L 114, σ. 9), προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “απόβλητο”: κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει·

[…]».

4        Η οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3), η οποία κατήργησε την οδηγία 2006/12, στο άρθρο 3 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “απόβλητα”: κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει,

[…]».

 Ο κανονισμός 1013/2006

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 7 και 14 του κανονισμού 1013/2006 έχουν ως εξής:

«(1)      Ο κύριος και εξέχων στόχος και συνιστώσα του παρόντος κανονισμού είναι η προστασία του περιβάλλοντος, οι δε επιπτώσεις του στο διεθνές εμπόριο έχουν μόνον συμπτωματικό χαρακτήρα.

[…]

(7)      Είναι σημαντικό να οργανωθούν και να ρυθμισθούν η παρακολούθηση και ο έλεγχος των μεταφορών αποβλήτων ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη η ανάγκη διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας και να επιδιωχθεί η ευρύτερη ενιαία εφαρμογή του κανονισμού σε ολόκληρη την [Ένωση].

[…]

(14)      Στην περίπτωση των μεταφορών αποβλήτων προοριζόμενων για εργασίες διάθεσης και αποβλήτων που δεν απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, ΙΙΙΑ ή ΙΙΙΒ προοριζόμενων για εργασίες αξιοποίησης, είναι σκόπιμο να εξασφαλίζεται η βέλτιστη παρακολούθηση και ο έλεγχος, με απαίτηση προηγούμενης γραπτής συγκατάθεσης για τις μεταφορές αυτές. Η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει, με τη σειρά της, να προϋποθέτει προηγούμενη κοινοποίηση, η οποία θα καθιστά δυνατή τη δέουσα ενημέρωση των αρμόδιων αρχών ώστε να είναι αυτές σε θέση να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Θα πρέπει επίσης να καθιστά δυνατό στις αρχές αυτές να προβάλλουν αιτιολογημένες αντιρρήσεις για τη συγκεκριμένη μεταφορά.»

6        Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διαδικασίες και καθεστώτα ελέγχου για τις μεταφορές αποβλήτων, ανάλογα με την προέλευση, τον προορισμό και το δρομολόγιο της μεταφοράς, τον τύπο των μεταφερομένων αποβλήτων και τον τύπο επεξεργασίας στον οποίο πρόκειται να υποβληθούν τα απόβλητα στον προορισμό τους.

[…]

3.      Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τα ακόλουθα:

α)      οι εκφορτώσεις στην ξηρά αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων και καταλοίπων, που δημιουργούνται από την κανονική λειτουργία των πλοίων και των εξεδρών ανοικτής θαλάσσης, εφόσον τα απόβλητα αυτά υπόκεινται στις απαιτήσεις της διεθνούς σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία, [που υπεγράφη στο Λονδίνο στις 2 Νοεμβρίου 1973, όπως έχει συμπληρωθεί με το πρωτόκολλο της 17ης Φεβρουαρίου 1978] (Marpol 73/78), ή άλλων δεσμευτικών διεθνών πράξεων·

β)      τα απόβλητα που δημιουργούνται επί των οχημάτων, των τραίνων, των αεροσκαφών και των πλοίων, μέχρις ότου τα εν λόγω απόβλητα εκφορτωθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν·

[…]».

7        Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

1)      “απόβλητα”, τα απόβλητα όπως ορίζονται με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας [2006/12]·

[…]

34)      “μεταφορά”, η μεταφορά αποβλήτων που προορίζονται για αξιοποίηση ή διάθεση […]

[…]»

8        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι μεταφορές των ακόλουθων αποβλήτων υπόκεινται στη διαδικασία της προηγούμενης γραπτής κοινοποίησης και συγκατάθεσης, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του παρόντος τίτλου:

α)      εάν προορίζονται για εργασίες διάθεσης:

όλα τα απόβλητα·

β)      εάν προορίζονται για εργασίες αξιοποίησης:

i)      τα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα IV, περιλαμβανομένων και των αποβλήτων που απαριθμούνται στα παραρτήματα II και VIII της Σύμβασης της Βασιλείας [για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους, που υπεγράφη στις 22 Μαρτίου 1989 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με την απόφαση 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993 (ΕΕ 1993, L 39, σ. 1)]·

ii)      τα απόβλητα που απαριθμούνται στο παράρτημα IVA·

iii)      τα απόβλητα που δεν είναι ταξινομημένα σε ενιαία καταχώριση σε κανένα από τα παραρτήματα III, ΙΙΙΒ, IV ή IVA·

iv)      τα μείγματα αποβλήτων που δεν είναι ταξινομημένα σε ενιαία καταχώριση σε κανένα από τα παραρτήματα III, ΙΙΙΒ, IV ή IVA, εκτός αν απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙΑ.»

9        To άρθρο 4 του κανονισμού 1013/2006 προβλέπει τα εξής:

«Όταν ο κοινοποιών προτίθεται να μεταφέρει απόβλητα, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή β), απευθύνει προηγούμενη κοινοποίηση γραπτώς στην αρμόδια αρχή αποστολής και μέσω αυτής, και, εφόσον προβαίνει σε γενική κοινοποίηση, συμμορφώνεται με το άρθρο 13.

Όταν απευθύνεται κοινοποίηση, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις:

1)      Έγγραφα κοινοποίησης και μεταφοράς:

Η κοινοποίηση πραγματοποιείται με τα ακόλουθα έγγραφα:

α)      το έγγραφο κοινοποίησης που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΑ· και

β)      το έγγραφο μεταφοράς που παρατίθεται στο παράρτημα ΙΒ.

Όταν απευθύνεται κοινοποίηση, ο κοινοποιών συμπληρώνει το έγγραφο κοινοποίησης και, όπου απαιτείται, το έγγραφο μεταφοράς.

[…]

Το έγγραφο κοινοποίησης και το έγγραφο μεταφοράς παρέχονται στον κοινοποιούντα από την αρμόδια αρχή αποστολής.

[…]»

 Το γερμανικό δίκαιο

10      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, σημείο 13, του Gesetz zur Förderung der Kreislaufwirtschaft und Sicherung der umweltverträglichen Bewirtschaftung von Abfällen (Kreislaufwirtschaftsgesetz – KrWG) (νόμου για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας και τη διασφάλιση της περιβαλλοντικά ορθής διαχείρισης των αποβλήτων), της 24ης Φεβρουαρίου 2012 (BGBl. 2012 I, σ. 212), οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν καταλαμβάνουν τη συλλογή και τη μεταφορά αποβλήτων πλοίων και υπολειμμάτων φορτίου, στο μέτρο που αυτές διέπονται από ομοσπονδιακές διατάξεις ή διατάξεις των ομόσπονδων κρατών βάσει διεθνών ή υπερεθνικών συμφωνιών.

11      Το άρθρο 32 του Niedersächsisches Abfallgesetz (νόμου της Κάτω Σαξονίας περί αποβλήτων) ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

6.      Απόβλητα πλοίων

a)      όλα τα απόβλητα (συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων και των καταλοίπων πλην των καταλοίπων φορτίου) που δημιουργούνται από τη λειτουργία του πλοίου και εμπίπτουν στα παραρτήματα I, IV και V της [Σύμβασης Marpol 73/78], καθώς και

b)      τα απόβλητα που φορτίου κατά την έννοια του σημείου 1.7.5. των κατευθυντήριων γραμμών για την εφαρμογή της [Σύμβασης Marpol 73/78]·

7.      “κατάλοιπα φορτίου”: τα υπολείμματα οποιουδήποτε υλικού του φορτίου, που παραμένουν επί του πλοίου στους χώρους ή στις δεξαμενές φορτίου μετά την περάτωση των διαδικασιών εκφόρτωσης και των εργασιών καθαρισμού, συμπεριλαμβανομένων των υπερχειλίσεων και των διαρροών κατά τη φόρτωση/εκφόρτωση.»

12      Κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, του νόμου της Κάτω Σαξονίας περί αποβλήτων, ο/η πλοίαρχος οφείλει, πριν από τον απόπλου από τον λιμένα, να εκφορτώσει σε λιμενική εγκατάσταση παραλαβής όλα τα απόβλητα που βρίσκονται επί του πλοίου. Το άρθρο 36, παράγραφος 1, του νόμου αυτού επιβάλλει την ίδια υποχρέωση για τα κατάλοιπα φορτίου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      Το Flaminia είναι πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων το οποίο ανήκει στην Conti και το οποίο έφερε κατά το κρίσιμο στην κύρια δίκη διάστημα γερμανική σημαία.

14      Στις 14 Ιουλίου 2012, κατά τη διάρκεια ταξιδιού από το Charleston (Ηνωμένες Πολιτείες) προς την Αμβέρσα (Βέλγιο), ξέσπασε στο Flaminia πυρκαγιά, συνοδευόμενη από εκρήξεις, ενώ το πλοίο αυτό μετέφερε 4 808 εμπορευματοκιβώτια, εκ των οποίων 151 περιείχαν «επικίνδυνα υλικά». Αφού η πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο, η Conti έλαβε, στις 21 Αυγούστου 2012, άδεια ρυμουλκήσεως του πλοίου στα γερμανικά ύδατα. Σύμφωνα με το από 25 Αυγούστου 2012 έγγραφο του Havariekommando (επιχειρησιακού κέντρου έκτακτης θαλάσσιας ανάγκης, Γερμανία), η Conti υποχρεώθηκε να καταρτίσει σχέδιο περαιτέρω ενεργειών και να υποδείξει τους πιθανούς αντισυμβαλλομένους για τη λήψη των σχετικών μέτρων.

15      Στις 9 Σεπτεμβρίου 2012 το σκάφος ρυμουλκήθηκε στο Wilhelmshaven (Γερμανία).

16      Η Conti ανέλαβε έναντι των γερμανικών αρχών την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να μεριμνήσει για την ασφαλή μεταφορά του πλοίου σε επισκευαστική μονάδα που βρίσκεται στη Mangalia (Ρουμανία) και να διασφαλίσει την κατάλληλη επεξεργασία των ουσιών που βρίσκονταν επί του πλοίου.

17      Με το από 30 Νοεμβρίου 2012 έγγραφό του, το niedersächsisches Umweltministerium (Υπουργείο Περιβάλλοντος του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας, Γερμανία) ενημέρωσε την Conti ότι το ίδιο το πλοίο «καθώς και το ευρισκόμενο επί του πλοίου πυροσβεστικό υγρό, όπως και οι λάσπες και το άχρηστο μέταλλο, [έπρεπε] να χαρακτηρισθούν ως απόβλητα» και ότι, ως εκ τούτου, ήταν αναγκαίο να διεξαχθεί διαδικασία κοινοποίησης. Με επιστολή της 3ης Δεκεμβρίου 2012 η Conti αμφισβήτησε την εκτίμηση αυτή.

18      Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2012, η Gewerbeaufsichtsamt Oldenburg (επιθεώρηση εργασίας του Oldenburg, Γερμανία) (στο εξής: επιθεώρηση εργασίας) υποχρέωσε την Conti να ακολουθήσει διαδικασία κοινοποίησης, λόγω του ότι βρισκόταν επί του πλοίου άχρηστο μέταλλο καθώς και πυροσβεστικό υγρό αναμεμιγμένο με λάσπη και υπολείμματα φορτίου. Επιπλέον, απαγορεύθηκε στην Conti η απομάκρυνση του πλοίου πριν από την περάτωση της διαδικασίας κοινοποίησης και την υποβολή, στη γερμανική γλώσσα, ενός επαληθεύσιμου σχεδίου διάθεσης των αποβλήτων.

19      Στις 21 Δεκεμβρίου 2012 εκφορτώθηκε το άθικτο φορτίο και επιβεβαιώθηκε η ικανότητα πλεύσεως του πλοίου σε κύματα ύψους μέχρι 6 μέτρων.

20      Κινήθηκε και περατώθηκε διαδικασία κοινοποίησης για τη μεταφορά του πυροσβεστικού υγρού στη Δανία. Η απάντληση του πυροσβεστικού υγρού ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου 2013. Αφού κατέστη δυνατόν να εκτιμηθεί η ποσότητα του αφρού πυρόσβεσης που δεν μπορούσε να απαντληθεί, διεξήχθη στις 26 Φεβρουαρίου 2013 η περαιτέρω διαδικασία κοινοποίησης προς τη Ρουμανία.

21      Η άδεια απόπλου, η οποία ζητήθηκε για τις 4 Μαρτίου 2013, εκδόθηκε την 1η Μαρτίου 2013. Ωστόσο, πριν μπορέσει το πλοίο να αποπλεύσει από τον λιμένα, χρειάστηκε να εκφορτωθούν 30 κιβώτια με απόβλητα, διαδικασία που διήρκεσε μέχρι τις 7 Μαρτίου 2013. Μετά την περάτωση της διαδικασίας κοινοποίησης προς τη Ρουμανία, το πλοίο μπόρεσε να ξεκινήσει το ταξίδι του στις 15 Μαρτίου 2013. Στη Ρουμανία διαπιστώθηκε ότι επί του πλοίου βρίσκονταν περίπου 24 000 τόνοι αποβλήτων.

22      Στις 4 Ιανουαρίου 2013 η Conti άσκησε διοικητική ένσταση ενώπιον της επιθεώρησης εργασίας κατά της απόφασης της 4ης Δεκεμβρίου 2012. Υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έπρεπε να υποχρεωθεί να τηρήσει τη διαδικασία κοινοποίησης που προβλέπεται από τον κανονισμό 1013/2006, καθώς δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, και διευκρίνισε ότι είχε ακολουθήσει τη διαδικασία αυτή αποκλειστικά και μόνον προς αποφυγή καθυστερήσεων. Με έγγραφο της 3ης Απριλίου 2013, η επιθεώρηση εργασίας απεφάνθη ότι η διοικητική ένσταση είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.

23      Στη συνέχεια η Conti άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας να υποχρεωθεί το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη, ιδίως λόγω του κόστους των διαδικασιών κοινοποίησης στο οποίο υπεβλήθη. Η εν λόγω εταιρία φρονεί ότι ήταν παράνομος ο χαρακτηρισμός ως αποβλήτων των ουσιών που βρίσκονταν εντός του πλοίου και η συνακόλουθη επιβολή της υποχρέωσης τήρησης των διαδικασιών αυτών. Υποστηρίζει, επ’ αυτού, ότι δεν μπορούσε να απαιτηθεί σχέδιο διάθεσης των αποβλήτων βάσει του εθνικού δικαίου, στο μέτρο που ο κανονισμός 1013/2006 δεν επιτρέπει την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας όταν τα απόβλητα επί του πλοίου προορίζονται για διάθεση ή αξιοποίηση σε άλλο κράτος μέλος.

24      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, εφόσον στη ζημία που επικαλείται η Conti περιλαμβάνονται τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε λόγω της εφαρμογής της διαδικασίας κοινοποίησης, προϋπόθεση για να υφίσταται αξίωση αποζημίωσης είναι να έχει ο κανονισμός 1013/2006 εφαρμογή επί των καταλοίπων που προκλήθηκαν από το ατύχημα επί του επίμαχου πλοίου. Συγκεκριμένα, τα έξοδα αυτά οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο ότι η επιθεώρηση εργασίας έκρινε ότι ήταν αναγκαία η διεξαγωγή διαδικασίας κοινοποίησης.

25      Το αιτούν δικαστήριο είναι της άποψης ότι, στο μέτρο που τα απόβλητα επρόκειτο να μεταφερθούν από τη Γερμανία στη Ρουμανία, ήταν αναγκαίο να διεξαχθεί διαδικασία κοινοποίησης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1013/2006. Διερωτάται, ωστόσο, αν τυγχάνει εφαρμογής η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού και υπογραμμίζει ότι, εφόσον ισχύει κάτι τέτοιο, η μεταφορά των επίμαχων στην κύρια δίκη αποβλήτων δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, επ’ αυτού, ότι ούτε από το γράμμα της τελευταίας αυτής διάταξης, στην οποία χρησιμοποιείται η έκφραση «απόβλητα που δημιουργούνται επί […] των πλοίων», ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες που οδήγησαν στην έκδοση του κανονισμού 1013/2006 ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού αυτού αλλά ούτε και από τη γενικότερη οικονομία του προκύπτει ότι τα απόβλητα και τα κατάλοιπα που προκαλούνται από ατύχημα εμπίπτουν στην προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη παρέκκλιση.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht München I (περιφερειακό δικαστήριο Μονάχου Ι, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Συνιστούν “απόβλητα που δημιουργούνται επί των οχημάτων, των τραίνων, των αεροσκαφών και των πλοίων”, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006, τα κατάλοιπα που προκαλούνται από ατύχημα επί πλοίου και τα οποία έχουν τη μορφή άχρηστου μετάλλου και πυροσβεστικού υγρού αναμεμιγμένου με λάσπη και υπολείμματα φορτίου;»

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

27      Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Απριλίου 2019, ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

28      Προς στήριξη του αιτήματός του το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν αποτέλεσε ακόμη αντικείμενο πραγματικής συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου ένα ζήτημα που είναι κρίσιμο για την επίλυσης της διαφοράς της κύριας δίκης και συγκεκριμένα το ζήτημα αν, υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ο κανονισμός 1013/2006 εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το πλοίο βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα. Κατά την άποψη του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας, τυχόν εφαρμογή του κανονισμού αυτού επί του πρώτου σκέλους του πλου του Flaminia, το οποίο πραγματοποιήθηκε στην ανοικτή θάλασσα, θα έθετε το ζήτημα κατά πόσον ο εν λόγω κανονισμός είναι σύμφωνος προς το δημόσιο διεθνές δίκαιο και ειδικότερα προς τη Σύμβαση της Βασιλείας. Το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας προσθέτει ότι, αν δεν επαναληφθεί η προφορική διαδικασία, ενδέχεται να απαιτηθεί στο μέλλον η υποβολή νέου προδικαστικού ερωτήματος.

29      Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν προς επίλυση της διαφοράς το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

30      Ωστόσο, εν προκειμένω, το αίτημα επανάληψης της προφορικής διαδικασίας που υποβλήθηκε από το ομόσπονδο κράτος της Κάτω Σαξονίας δεν αναφέρεται σε κανένα νέο πραγματικό περιστατικό και με αυτό επιδιώκεται, κατ’ ουσίαν, να εξετασθούν από το Δικαστήριο δύο ερωτήματα τα οποία δεν έχουν υποβληθεί από το αιτούν δικαστήριο και τα οποία αφορούν, αφενός, το ζήτημα κατά πόσον ο κανονισμός 1013/2006 τυγχάνει εφαρμογής όταν το πλοίο βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα και, αφετέρου, το κύρος της εξαίρεσης που θεσπίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, υπό το πρίσμα της Σύμβασης της Βασιλείας.

31      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να εκδώσει απόφαση και δεν χρειάζεται να στηριχθεί προς επίλυση της υπό κρίση υπόθεσης σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

33      Με το προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 έχει την έννοια ότι κατάλοιπα υπό μορφή άχρηστου μετάλλου και πυροσβεστικού υγρού αναμεμιγμένου με λάσπη και υπολείμματα φορτίου, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία έχουν προκληθεί από ατύχημα επί πλοίου, πρέπει να θεωρηθούν απόβλητα που δημιουργούνται επί των πλοίων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

34      Διευκρινίζεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα επίμαχα στην κύρια δίκη κατάλοιπα, δεδομένου ότι αποτελούν ουσίες ή αντικείμενα που ο κάτοχός τους προτίθεται να απορρίψει, εμπίπτουν στην έννοια των «αποβλήτων» κατ’ άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού 1013/2006, το οποίο παραπέμπει στον ορισμό της έννοιας αυτής στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/12, που έχει εντωμεταξύ αντικατασταθεί από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, το οποίο περιλαμβάνει έναν παρόμοιο κατ’ ουσίαν ορισμό της ανωτέρω έννοιας.

35      Κατόπιν της προκαταρκτικής αυτής επισήμανσης, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού τα απόβλητα που δημιουργούνται επί των οχημάτων, των τραίνων, των αεροσκαφών και των πλοίων, μέχρις ότου τα εν λόγω απόβλητα εκφορτωθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν.

36      Συνεπώς, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, αν θεωρηθεί ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη απόβλητα εμπίπτουν στην εν λόγω διάταξη, ο κανονισμός 1013/2006 θα είχε εφαρμογή σε αυτά μόνο μετά την απομάκρυνσή τους από το πλοίο για την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους.

37      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2018, Günter Hartmann Tabakvertrieb, C-425/17, EU:C:2018:830, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι θεσπίζει παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού 1013/2006, επιβάλλεται κατ’ αρχήν να ερμηνεύεται στενώς. Ωστόσο, η αρχή της στενής ερμηνείας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η διατύπωση που χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη για τον ορισμό της έκτασης της εξαίρεσης να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε η εξαίρεση αυτή να μην παράγει τα αποτελέσματά της (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Fastweb, C-19/13, EU:C:2014:2194, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39      Κατά πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι, προκειμένου τα απόβλητα να εμπίπτουν στη συγκεκριμένη εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού, πρέπει να έχουν δημιουργηθεί, μεταξύ άλλων, επί πλοίου και να μην έχουν εκφορτωθεί από αυτό.

40      Υπογραμμίζεται, επ’ αυτού, αφενός, ότι η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη σχετική με την προέλευση των αποβλήτων ή τον τρόπο με τον οποίο αυτά δημιουργήθηκαν επί του πλοίου.

41      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών του, το μόνο που διευκρινίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006, ήταν ποιος είναι ο τόπος στον οποίο πρέπει να έχουν δημιουργηθεί τα απόβλητα –δηλαδή, μεταξύ άλλων, επί πλοίου– χωρίς να θεσπίζονται ειδικές απαιτήσεις σχετικές με τις περιστάσεις υπό τις οποίες δημιουργούνται τα απόβλητα.

42      Αφετέρου, από τη συνήθη έννοια της φράσης «μέχρις ότου τα εν λόγω απόβλητα εκφορτωθούν», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, προκύπτει ότι, στην περίπτωση πλοίου, η διάταξη αυτή  εφαρμόζεται μόνο στο μέτρο που τα απόβλητα δεν έχουν απομακρυνθεί από το πλοίο προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν.

43      Συνεπώς, από το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 προκύπτει ότι η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού η οποία θεσπίζεται με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται στα απόβλητα που δημιουργούνται επί πλοίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτά δημιουργούνται, μέχρις ότου τα εν λόγω απόβλητα απομακρυνθούν από το πλοίο προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν.

44      Κατά δεύτερον, το ανωτέρω συμπέρασμα επιρρωννύεται από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού αναφέρεται στις εκφορτώσεις αποβλήτων στην ξηρά, συμπεριλαμβανομένων των λυμάτων και καταλοίπων που δημιουργούνται από την κανονική λειτουργία, μεταξύ άλλων, των πλοίων, εφόσον τα απόβλητα αυτά υπόκεινται στις απαιτήσεις της Σύμβασης Marpol 73/78 ή άλλων δεσμευτικών νομικών πράξεων.

45      Συνεπώς, σε αντίθεση προς το γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006, το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού αναφέρεται ρητώς στα απόβλητα που δημιουργούνται από την κανονική λειτουργία, μεταξύ άλλων, του πλοίου, γεγονός που επιβεβαιώνει το ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στην πρώτη εκ των ανωτέρω διατάξεων, η οποία δεν περιλαμβάνει μια τέτοια διευκρίνιση, καταλαμβάνει τα απόβλητα που δημιουργούνται επί πλοίου ανεξαρτήτως των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτά έχουν δημιουργηθεί.

46      Κατά τρίτον, η ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 που προκύπτει από το γράμμα της διάταξης αυτής και από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται δεν αναιρείται από τον σκοπό που επιδιώκεται με τον εν λόγω κανονισμό.

47      Βεβαίως, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από την αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού 1013/2006 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός θεσπίζει τις διαδικασίες και τα καθεστώτα ελέγχου που εφαρμόζονται στις μεταφορές αποβλήτων κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διατήρησης, προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Ειδικότερα, από το άρθρο 3 παράγραφος 1, και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 14 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι οι μεταφορές από κράτος μέλος σε άλλο αποβλήτων προς διάθεση ή επικίνδυνων αποβλήτων προς αξιοποίηση πρέπει προηγουμένως να κοινοποιούνται εγγράφως στις αρμόδιες αρχές, ούτως ώστε αυτές να είναι σε θέση να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Total Waste Recycling, C-487/14, EU:C:2015:780, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Ωστόσο, από τον ανωτέρω σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος τον οποίο υπηρετεί ο κανονισμός 1013/2006 δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι, παρά τη σαφή εξαίρεση που θεσπίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, η μετακίνηση αποβλήτων που δημιουργούνται τυχαία επί πλοίου πρέπει να εμπίπτει στους κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός και ιδίως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, στην υποχρέωση προηγούμενης γραπτής κοινοποίησης και συγκατάθεσης. Ειδικότερα, λόγω του αιφνίδιου και απρόβλεπτου χαρακτήρα της δημιουργίας αυτού του είδους αποβλήτων, θα ήταν πρακτικά αδύνατον ή υπερβολικά δυσχερές ο υπεύθυνος του πλοίου να είναι σε θέση να γνωρίζει εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των κανόνων αυτών, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλίσουν αποτελεσματική επίβλεψη και έλεγχο της μεταφοράς των εν λόγω αποβλήτων κατά την έννοια του ίδιου κανονισμού.

49      Συνεπώς, στην περίπτωση αποβλήτων που δημιουργούνται από ατύχημα, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο εν λόγω υπεύθυνος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι σε θέση πριν από τον ελλιμενισμό να γνωρίζει και να παράσχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται από τα έντυπα των παραρτημάτων Ι Α και Ι B του κανονισμού 1013/2006, τα οποία αφορούν, μεταξύ άλλων, την ονομασία, τη σύνθεση και την ταυτοποίηση των αποβλήτων, καθώς και το είδος της προβλεπόμενης διαδικασίας διάθεσης ή αξιοποίησης.

50      Περαιτέρω, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όπως ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, η εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζονται με τον κανονισμό 1013/2006 επί αποβλήτων που δημιουργούνται επί πλοίου κατόπιν ατυχήματος στην ανοιχτή θάλασσα θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η είσοδος του πλοίου σε ασφαλή λιμένα, με συνέπεια την αύξηση του κινδύνου μόλυνσης των θαλασσών και την υπονόμευση του σκοπού που επιδιώκεται από τον κανονισμό αυτόν.

51      Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η εξαίρεση που θεσπίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση καταχρηστικής συμπεριφοράς των υπευθύνων του πλοίου. Τέτοια καταχρηστική συμπεριφορά συνιστούν, μεταξύ άλλων, πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες αποσκοπούν στην υπερβολικά μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκφόρτωσης των αποβλήτων για την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η καθυστέρηση πρέπει να αξιολογείται λαμβανομένης ιδίως υπόψη της φύσης των αποβλήτων και της σπουδαιότητας του κινδύνου που συνεπάγονται για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.

52      Εν προκειμένω, στο μέτρο που τα επίμαχα στην κύρια δίκη απόβλητα δημιουργήθηκαν λόγω του ατυχήματος που εκδηλώθηκε επί του πλοίου Flaminia ενώ αυτό έπλεε στην ανοιχτή θάλασσα, πρέπει να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκαν επί πλοίου κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006. Συνεπώς, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει τα επίμαχα απόβλητα μέχρι τη στιγμή της απομάκρυνσής τους από το συγκεκριμένο πλοίο για αξιοποίηση ή διάθεση.

53      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1013/2006 έχει την έννοια ότι κατάλοιπα υπό μορφή άχρηστου μετάλλου και πυροσβεστικού υγρού αναμεμιγμένου με λάσπη και υπολείμματα φορτίου, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία έχουν προκληθεί από ατύχημα επί πλοίου, πρέπει να θεωρηθούν απόβλητα που δημιουργούνται επί των πλοίων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα οποία, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού μέχρις ότου εκφορτωθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

54      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, για τις μεταφορές αποβλήτων, έχει την έννοια ότι κατάλοιπα υπό μορφή άχρηστου μετάλλου και πυροσβεστικού υγρού αναμεμιγμένου με λάσπη και υπολείμματα φορτίου, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα οποία έχουν προκληθεί από ατύχημα επί πλοίου, πρέπει να θεωρηθούν απόβλητα που δημιουργούνται επί των πλοίων, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα οποία, ως εκ τούτου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού μέχρις ότου εκφορτωθούν προκειμένου να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.