ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)
της 14ης Απριλίου 2015 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – Άρθρο 4 – Οδηγία 97/81/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο της UNICE, του CEEP και της CES για την εργασία μερικής απασχόλησης – Υπολογισμός των παροχών – Σύστημα για την κάλυψη κενών της καταβολής εισφορών – Εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως και εργαζόμενοι πλήρους απασχολήσεως»
Στην υπόθεση C‑527/13,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (Ισπανία) με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Οκτωβρίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης
Lourdes Cachaldora Fernández
κατά
Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS),
Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, R. Silva de Lapuerta, M. Ilešič, A. Ó Caoimh και J.‑C. Bonichot, προέδρους τμήματος, A. Arabadjiev, C. Toader, M. Safjan, D. Šváby, A. Prechal, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Y. Bot
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Σεπτεμβρίου 2014,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– τo Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) και το Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS), εκπροσωπούμενα από τους M. A. Lozano Mostazo και I. Pastor Merino, abogados,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Banciella Rodríguez‑Miñón,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios και τον D. Martin,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 2014,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (EE ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), και, αφετέρου, της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998 (EE L 131, σ. 10).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της L. Cachaldora Fernández και, αφετέρου, του Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, στο εξής: INSS) και του Tesorería General de la Seguridad Social (TGSS) (Γενικού Ταμείου Κοινωνικής Ασφαλίσεως), αφορώσας το ζήτημα του καθορισμού της βάσεως υπολογισμού συντάξεως ολικής μόνιμης αναπηρίας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο της 2, η οδηγία 79/7 έχει εφαρμογή επί του ενεργού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξάρτητα εργαζομένων, των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότητα έχει διακοπεί λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας και επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των συνταξιούχων και των αναπήρων εργαζομένων.
4 Δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 1, η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά της αναπηρίας.
5 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:
– το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,
– την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,
– τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.»
6 Το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:
«Η παρούσα συμφωνία αφορά τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στα πλαίσια της αρχής της μη διάκρισης, τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας υπέγραψαν την ευρωπαϊκή δήλωση για την απασχόληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε το Δεκέμβριο του 1996 στο Δουβλίνο, στην οποία το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, επισημαίνει την ανάγκη να καταστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πιο φιλικά προς την απασχόληση, “με την ανάπτυξη συστημάτων προστασίας που θα μπορούν να προσαρμοστούν σε νέα πρότυπα εργασίας και να παρέχουν την κατάλληλη προστασία στα άτομα που απασχολούνται με αυτές τις μορφές εργασίας”. Τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας θεωρούν ότι η δήλωση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί στην πράξη.»
7 Κατά τη ρήτρα της 2, σημείο 1, η συμφωνία-πλαίσιο «εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος».
8 Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
9 Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:
«Στα πλαίσια της ρήτρας 1 της παρούσας συμφωνίας και της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση:
α) τα κράτη μέλη μπορούν, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης».
Το ισπανικό δίκαιο
10 Το άρθρο 140, παράγραφος 1, στοιχείο a, του γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως (Ley General de la Seguridad Social), όπως ο νόμος αυτός εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1994 της 20ής Ιουνίου 1994 (BOE αριθ. 154, της 29ης Ιουνίου 1994, σ. 20658, στο εξής: LGSS), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:
«Η βάση υπολογισμού των συντάξεων λόγω μόνιμης αναπηρίας οφειλόμενης σε μη επαγγελματική νόσο καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
a) Λαμβάνεται υπόψη το πηλίκον της διαιρέσεως διά του 112 των βάσεων εισφοράς του ενδιαφερομένου κατά τους 96 τελευταίους μήνες πριν το μήνα που προηγήθηκε της επελεύσεως του κινδύνου».
11 Η παράγραφος 1, τρίτος κανόνας, στοιχείο β΄, της έβδομης πρόσθετης διατάξεως του LGSS προβλέπει, σχετικά με τη βάση υπολογισμού των συντάξεων γήρατος και αναπηρίας που ισχύει για τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως:
«Για τους σκοπούς του υπολογισμού των συντάξεων λόγω γήρατος και μόνιμης αναπηρίας από κοινή νόσο, οι περίοδοι κατά τις οποίες δεν υφίστατο υποχρέωση καταβολής εισφορών καλύπτονται με τη χαμηλότερη βάση εισφοράς μεταξύ των βάσεων που ίσχυσαν για κάθε περίοδο, που αντιστοιχεί στον τελευταίο αριθμό ωρών παρεχόμενης εργασίας.»
12 Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 1131/2002 που διέπει την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως καθώς και τη μερική συνταξιοδότηση (Real Decreto 1131/2002 por el que se regula la Seguridad Social de los trabajadores contratados a tiempo parcial, así como la jubilación parcial), της 31ης Οκτωβρίου 2002 (BOE αριθ. 284, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σ. 41643, στο εξής: βασιλικό διάταγμα 1131/2002), με το οποίο εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 1, τρίτος κανόνας, στοιχείο β΄, της έβδομης πρόσθετης διατάξεως του LGSS, προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του υπολογισμού των συντάξεων λόγω γήρατος και μόνιμης αναπηρίας οφειλόμενης σε κοινή νόσο ή σε ατύχημα εκτός εργασίας, οι περίοδοι κατά τις οποίες δεν υφίστατο υποχρέωση καταβολής εισφορών καλύπτονται με τη χαμηλότερη βάση εισφοράς μεταξύ των βάσεων που ίσχυσαν για κάθε περίοδο, που αντιστοιχεί στον αριθμό ωρών παρεχόμενης εργασίας βάσει της συμβάσεως κατά την ημερομηνία κατά την οποία διεκόπη ή έληξε η ως άνω υποχρέωση καταβολής εισφορών.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η L. Cachaldora Fernández κατέβαλε εισφορές στο ισπανικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως από τις 15 Σεπτεμβρίου 1971 έως τις 25 Απριλίου 2010, ήτοι συνολικά επί 5 523 ημέρες, κατά τις οποίες απασχολούνταν με πλήρες ωράριο, πλην των περιόδων μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1998 και 28ης Φεβρουαρίου 1999, μεταξύ 1ης Μαρτίου 1999 και 23ης Μαρτίου 2001 και μεταξύ 24ης Μαρτίου 2001 και 23ης Ιανουαρίου 2002, κατά τις οποίες απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο. Αντιθέτως, δεν κατέβαλε εισφορές κατά την περίοδο από 23 Ιανουαρίου 2002 έως 30 Νοεμβρίου 2005.
14 Στις 21 Απριλίου 2010, η L. Cachaldora Fernández ζήτησε από το INSS να της χορηγήσει αναπηρική σύνταξη.
15 Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2010, της χορηγήθηκε σύνταξη λόγω ολικής μόνιμης ανικανότητας για την άσκηση του συνήθους επαγγέλματός της. Το βασικό μηνιαίο ποσό της συντάξεως αυτής καθορίστηκε στα 347,03 ευρώ και ο εφαρμοστέος συντελεστής στο 55 %. Το ποσό αυτό καθορίστηκε λαμβάνοντας ως περίοδο αναφοράς τα οκτώ έτη που προηγήθηκαν της ημερομηνίας επελεύσεως του κινδύνου, ήτοι το διάστημα από τον Μάρτιο του 2002 έως τον Φεβρουάριο του 2010, και λαμβάνοντας υπόψη, για την περίοδο από τον Μάρτιο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2005, τις χαμηλότερες βάσεις εισφοράς του καθενός από τα έτη αυτά, με εφαρμογή στις βάσεις αυτές του συντελεστή μερικής απασχολήσεως όσον αφορά την εργασία της για την οποία κατέβαλε τις τελευταίες εισφορές πριν τον Μάρτιο του 2002.
16 Η L. Cachaldora Fernández άσκησε διοικητική ένσταση κατά της ως άνω αποφάσεως υποστηρίζοντας ότι, για τους σκοπούς του υπολογισμού της συντάξεώς της και όσον αφορά την περίοδο από τον Μάρτιο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2005, έπρεπε να ληφθεί υπόψη ολόκληρο το ποσό των χαμηλότερων βάσεων εισφοράς του καθενός από τα έτη αυτά και όχι το μειωμένο ποσό των ως άνω βάσεων εισφοράς που προέκυπτε από την εφαρμογή του συντελεστή της εργασίας μερικής απασχολήσεως. Κατά τη μέθοδο αυτή υπολογισμού, το, μη αμφισβητούμενο από το INSS, βασικό ποσό της συντάξεώς της θα ανερχόταν στα 763,76 ευρώ.
17 Επειδή το INSS απέρριψε την ως άνω διοικητική ένσταση για τον λόγο ότι η προτεινόμενη μέθοδος υπολογισμού δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 1131/2002, η L. Cachaldora Fernández άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Juzgado de lo Social 2 de Ourense. Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2010, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αυτή και επικύρωσε την εκδοθείσα από το INSS διοικητική πράξη, στηριζόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 1131/2002 και στην έβδομη πρόσθετη διάταξη του LGSS.
18 H L. Cachaldora Fernández άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Galicia. Το δικαστήριο αυτό έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της ισπανικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης.
19 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, μήπως στην υπόθεση της κύριας δίκης υφίσταται έμμεση διάκριση εις βάρος των γυναικών εργαζομένων κατά την έννοια της οδηγίας 79/7. Ειδικότερα, οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις, καθόσον αφορούν κατά πλειοψηφία γυναίκες εργαζόμενες, έχουν δυσμενείς συνέπειες για μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης η προβληθείσα δικαιολογία ότι «η κάλυψη των κενών [της καταβολής εισφορών] κατ’ αναλογίαν προς το πραγματοποιηθέν ωράριο μερικής απασχολήσεως τηρεί μια αρχή λογικής και ισορροπίας της προστατευτικής δράσεως της Κοινωνικής Ασφαλίσεως, βάσει της οποίας η προστασία του εν λόγω συστήματος ουδέποτε μπορεί να υπερβεί τις εισφορές που κατεβλήθησαν προηγουμένως στο σύστημα αυτό, βάσει των αρχών της ανταποδοτικότητας και της αναλογικότητας μεταξύ των καταβαλλόμενων εισφορών και της παρεχόμενης προστασίας».
20 Έτσι, αφενός, το κριτήριο της αναλογικότητας προς τις καταβληθείσες εισφορές του οικείου εργαζομένου θα επέβαλλε την υποχρέωση να υπολογισθεί ο συντελεστής μερικής απασχολήσεως ο οποίος εφαρμόζεται στις χαμηλότερες βάσεις εισφοράς που λαμβάνονται υπόψη για τα κενά της καταβολής εισφορών, με βάση το σύνολο των εισφορών που κατεβλήθησαν από τον εργαζόμενο αυτόν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Οι επίμαχες όμως στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις ακριβώς απέχουν από το να προβλέψουν ένα τέτοιο τρόπο υπολογισμού, διότι επιβάλλουν την υποχρέωση να ληφθεί υπόψη ο συντελεστής μερικής απασχολήσεως που αντιστοιχεί στη σύμβαση που προηγήθηκε του κενού της καταβολής εισφορών, με συνέπεια να είναι δυνατόν να προκύψουν, όπως αποδεικνύει η υπόθεση της κύριας δίκης, τελείως δυσανάλογα αποτελέσματα όταν η εργασία μερικής απασχολήσεως δεν αντιπροσωπεύει παρά μικρό τμήμα της συνολικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας του οικείου εργαζομένου.
21 Αφετέρου, δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί εγκύρως στον μηχανισμό για την κάλυψη των κενών της καταβολής εισφορών ένα κριτήριο αναλογικότητας προς τις καταβληθείσες εισφορές, στο μέτρο που ο μηχανισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται σε μια ανταποδοτική λογική, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι για τα κενά λαμβάνονται υπόψη πάγιες βάσεις εισφοράς οι οποίες δεν εξαρτώνται από τις πραγματοποιηθείσες εισφορές, αλλά έχει σκοπό να άρει τις ανωμαλίες που προκύπτουν από το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη μια προκαθορισμένη περίοδος αναφοράς. Εν προκειμένω, η L. Cachaldora Fernández υπέστη ζημία από το γεγονός ότι εργάσθηκε με μειωμένο ωράριο και κατέβαλε εισφορές, αντί να παραμείνει αδρανής και να μην προβεί σε καταβολή εισφορών, δεδομένου ότι η αναπηρική της σύνταξη υπέστη εξ αυτού του λόγου μείωση.
22 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, δεύτερον, ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις ενδέχεται να αντιβαίνουν και στη συμφωνία-πλαίσιο. Βεβαίως, η επίδικη στην κύρια δίκη αναπηρική σύνταξη δεν μπορεί να θεωρείται, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που έχουν καθοριστεί από το Δικαστήριο, ως αμοιβή και κατά συνέπεια δεν εμπίπτει στις συνθήκες απασχολήσεως, που υπόκεινται στην προβλεπόμενη στη ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της μη διακρίσεως των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως. Η ρήτρα όμως 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσεως που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης. Εν προκειμένω δε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες τα κενά της καταβολής εισφορών συνυπολογίζονται δυνάμει της ισπανικής νομοθεσίας συνιστούν «νομικής φύσεως εμπόδιο» στην εργασία μερικής απασχολήσεως στο μέτρο που οι εργαζόμενοι οι οποίοι, αφού απώλεσαν μια εργασία πλήρους απασχολήσεως, δέχθηκαν μια εργασία μερικής απασχολήσεως περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους εργαζόμενους εκείνους οι οποίοι δεν δέχθηκαν μια τέτοια εργασία. Τούτο πράγματι συνιστά ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για την αποδοχή μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως.
23 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιβαίνει στο άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 εσωτερική διάταξη όπως είναι η έβδομη πρόσθετη διάταξη, παράγραφος 1, τρίτος κανόνας, στοιχείο b, του [LGSS], η οποία αφορά κατά πλειοψηφία γυναίκες και κατά την οποία η κάλυψη των κενών της καταβολής εισφορών που υφίστανται εντός της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό του βασικού ποσού μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας πραγματοποιηθείσας εργασίας μερικής απασχολήσεως γίνεται λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων βάσεων εισφοράς που ίσχυαν σε κάθε περίοδο, μειωμένων βάσει του συντελεστή μερικής απασχολήσεως της ως άνω εργασίας η οποία προηγήθηκε του κενού της καταβολής εισφορών, ενώ, σε περίπτωση εργασίας πλήρους απασχολήσεως, δεν υπάρχει μείωση;
2) Αντιβαίνει στη ρήτρα 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της [συμφωνίας-πλαισίου], εσωτερική διάταξη όπως είναι η έβδομη πρόσθετη διάταξη, παράγραφος 1, τρίτος κανόνας, στοιχείο b, του [LGSS], η οποία αφορά κατά πλειοψηφία γυναίκες και κατά την οποία η κάλυψη των κενών της καταβολής εισφορών που υφίστανται εντός της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό του βασικού ποσού μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας πραγματοποιηθείσας εργασίας μερικής απασχολήσεως γίνεται λαμβανομένων υπόψη των μικρότερων βάσεων εισφοράς που ίσχυαν σε κάθε περίοδο, μειωμένων βάσει του συντελεστή μερικής απασχολήσεως της ως άνω εργασίας η οποία προηγήθηκε του κενού της καταβολής εισφορών, ενώ, σε περίπτωση εργασίας πλήρους απασχολήσεως, δεν υπάρχει μείωση;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
24 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής, σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας πραγματοποιηθείσας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
25 Συναφώς, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι το δίκαιο της Ένωσης σέβεται την αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και ότι, ελλείψει εναρμονίσεως στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, εντούτοις, κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις Watts, C‑372/04, EU:C:2006:325, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Somova, C‑103/13, EU:C:2014:2334, σκέψεις 33 έως 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
26 Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης καταρχήν δεν θίγει την επιλογή στην οποία προέβη ο Ισπανός νομοθέτης να λάβει υπόψη, ως βάση υπολογισμού της επίδικης στην κύρια δίκη αναπηρικής συντάξεως, μια περίοδο αναφοράς η οποία περιορίζεται στην οκταετία και να εφαρμόσει συντελεστή μερικής απασχολήσεως όταν αμέσως μετά από μια περίοδο εργασίας μερικής απασχολήσεως υπάρχει κενό στην καταβολή εισφορών. Πρέπει όμως να εξετασθεί αν στην υπόθεση της κύριας δίκης η επιλογή αυτή είναι σύμφωνη προς την οδηγία 79/7.
27 Διαπιστώνεται εξαρχής ότι εθνική νομοθεσία όπως η επίδικη στην κύρια δίκη δεν ενέχει δυσμενή διάκριση στηριζόμενη άμεσα στο φύλο, εφόσον εφαρμόζεται αδιακρίτως στους άνδρες και στις γυναίκες εργαζομένους. Πρέπει κατά συνέπεια να εξετασθεί αν συνιστά διάκριση η οποία εμμέσως στηρίζεται στο κριτήριο αυτό.
28 Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αν νομοθεσία όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη ενέχει, όπως παρατηρείται από το αιτούν δικαστήριο, έμμεση διάκριση, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι έμμεση διάκριση υφίσταται οσάκις η εφαρμογή εθνικού μέτρου, έστω και αν αυτό εμφανίζεται ως ουδέτερο, θίγει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Brachner, C‑123/10, EU:C:2011:675, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Elbal Moreno, C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 29).
29 Στην υπό κρίση υπόθεση, επισημαίνεται ότι η εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζεται στη διπλή παραδοχή ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη αφορά την ομάδα των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως, η οποία αποτελείται, στη μεγάλη της πλειοψηφία, από γυναίκες εργαζόμενες.
30 Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη έχει εφαρμογή όχι σε όλους τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως, αλλά μόνο στους εργαζομένους οι οποίοι εμφανίζουν κενό στην καταβολή των εισφορών τους κατά τη διάρκεια της οκταετούς περιόδου αναφοράς που προηγείται της ημερομηνίας επελεύσεως του κινδύνου σε περίπτωση που το κενό αυτό έπεται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως. Επομένως, τα γενικά στατιστικά δεδομένα για την ομάδα των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως, συνολικώς εκτιμώμενα, δεν είναι κατάλληλα να αποδείξουν ότι η διάταξη αυτή επηρεάζει πολύ περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι άνδρες.
31 Πρέπει κατόπιν να διευκρινισθεί ότι έστω και αν μια εργαζόμενη όπως η L. Cachaldora Fernández περιέρχεται σε δυσμενέστερη θέση για τον λόγο ότι εργάσθηκε με μειωμένο ωράριο κατά το διάστημα αμέσως πριν το κενό στην καταβολή των εισφορών της, δεν αποκλείεται επίσης, όπως επισημάνθηκε από το INSS, την Ισπανική Κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ορισμένοι εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως να ευνοηθούν από την επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες η τελευταία σύμβαση πριν την περίοδο επαγγελματικής αδράνειας είναι σύμβαση πλήρους απασχολήσεως αλλά οι εργαζόμενοι, κατά την υπόλοιπη περίοδο αναφοράς ή και καθόλη τη σταδιοδρομία τους, εργάσθηκαν αποκλειστικώς με μειωμένο ωράριο, οι εργαζόμενοι αυτοί θα ευνοηθούν διότι θα λάβουν αυξημένη σύνταξη σε σχέση με τις εισφορές που πράγματι κατέβαλαν.
32 Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα στατιστικά δεδομένα επί των οποίων στήριξε τις εκτιμήσεις του το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η ομάδα εργαζομένων τους οποίους η επίδικη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία περιάγει σε δυσμενέστερη θέση αποτελείται κατά πλειοψηφία από εργαζομένους μερικής απασχολήσεως και, ιδίως, από γυναίκες εργαζόμενες.
33 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη δεν μπορεί, βάσει των στοιχείων που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής, να θεωρηθεί ότι επάγεται μειονέκτημα κατά κύριο λόγο για ορισμένη κατηγορία εργαζομένων, εν προκειμένω για τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως και a fortiori για τις γυναίκες. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί επομένως να χαρακτηρισθεί ως μέτρο το οποίο ενέχει έμμεση διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.
34 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
35 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας‑πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτει νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
36 Συναφώς, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι από το προοίμιο της συμφωνίας‑πλαισίου προκύπτει ότι η εν λόγω συμφωνία αφορά τις «συνθήκες εργασίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών».
37 Αφετέρου, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσεως εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη, αποκλειομένων των συντάξεων που προβλέπει υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες δεν καταβάλλονται στο πλαίσιο μιας τέτοιας σχέσεως αλλά προς εξυπηρέτηση επιδιώξεων κοινωνικής πολιτικής (απόφαση Elbal Moreno C‑385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 21).
38 Εν προκειμένω, από το σύνολο των στοιχείων τα οποία έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η επίδικη στην κύρια δίκη σύνταξη αποτελεί σύνταξη την οποία προβλέπει υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Επομένως, η σύνταξη αυτή δεν μπορεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 29 των προτάσεών του, να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στις «συνθήκες απασχολήσεως» κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής.
39 Εξάλλου, το να γίνει δεκτή μια ερμηνεία του όρου «νομικής φύσεως εμπόδια» της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου βάσει της οποίας τα κράτη μέλη θα υποχρεούντο να λάβουν, εκτός του τομέα των συνθηκών απασχολήσεως, μέτρα σχετικά με σύνταξη όπως η επίδικη στην κύρια δίκη θα ισοδυναμούσε με επιβολή στα κράτη μέλη υποχρεώσεων στον τομέα της γενικής κοινωνικής πολιτικής που θα αφορούσαν μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου.
40 Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη δεν επηρεάζει το σύνολο των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως, αλλά μόνο τους εργαζομένους οι οποίοι εμφανίζουν κενό στην καταβολή των εισφορών τους αμέσως μετά από μια περίοδο εργασίας μερικής απασχολήσεως. Επιπροσθέτως, η διάταξη αυτή ευνοεί τους εργαζομένους οι οποίοι, μολονότι ήταν μερικώς απασχολούμενοι για σημαντικό μέρος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, απασχολούνταν με πλήρες ωράριο αμέσως πριν από ένα κενό στην καταβολή των εισφορών τους. Δεδομένου ότι ο αντίκτυπος τον οποίο έχει η εν λόγω διάταξη στους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως είναι απρόβλεπτος, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα νομικό εμπόδιο ικανό να περιορίσει τις δυνατότητες εργασίας μερικής απασχολήσεως.
41 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η συμφωνία-πλαίσιο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στο πεδίο εφαρμογής της δεν εμπίπτει νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
2) Η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης, που συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι στο πεδίο εφαρμογής της δεν εμπίπτει νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι τα κενά της καταβολής εισφορών τα οποία περιλαμβάνει η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό μιας ανταποδοτικής αναπηρικής συντάξεως και τα οποία έπονται μιας εργασίας μερικής απασχολήσεως συνυπολογίζονται σε ύψος ίσο με τις χαμηλότερες ισχύσασες βάσεις εισφοράς μειωμένες βάσει του αφορώντος την ως άνω εργασία συντελεστή μερικής απασχολήσεως ενώ τέτοια μείωση δεν προβλέπεται για την περίπτωση στην οποία τα κενά αυτά έπονται μιας εργασίας πλήρους απασχολήσεως.
(υπογραφές)