Language of document : ECLI:EU:T:2005:316

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2005 (*)

«Υπάλληλοι – Γενικός διαγωνισμός – Μη εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων – Γλωσσικές γνώσεις – Σύνθεση και λειτουργία της εξεταστικής επιτροπής – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑290/03,

Γεώργιος Παντούλης, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Χ. Ταγαρά, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον J. Currall, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2002, με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού COM/A/6/01 αποφάσισε να μην εγγράψει τον προσφεύγοντα στον εφεδρικό πίνακα επιτυχόντων για διοικητικούς υπαλλήλους (Α 7/Α 6) του εν λόγω διαγωνισμού στον τομέα της διαχειρίσεως της βοήθειας προς τις τρίτες χώρες,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, I. Labucka και V. Trstenjak, δικαστές,

γραμματέας : Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαρτίου 2005,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1       Στις 11 Απριλίου 2001, η Επιτροπή δημοσίευσε την προκήρυξη γενικού διαγωνισμού COM/A/6/01 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων διοικητικών υπαλλήλων (A 7/A 6), αφενός, στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων (στο εξής: τομέας 01) και, αφετέρου, στον τομέα της διαχειρίσεως της βοήθειας προς τις τρίτες χώρες (στο εξής: τομέας 02) (ΕΕ C 110A, σ. 13).

2       Στο σημείο III.B.4 της προκηρύξεως του διαγωνισμού αναφέρονταν τα ακόλουθα:

«Γλωσσικές γνώσεις

Οι υποψήφιοι οφείλουν να κατέχουν άριστα μία από τις επίσημες γλώσσες των Κοινοτήτων (γερμανικά, αγγλικά, δανικά, ισπανικά, φινλανδικά, γαλλικά, ελληνικά, ιταλικά, ολλανδικά, πορτογαλικά, σουηδικά) και να έχουν ικανοποιητική γνώση μιας άλλης από τις γλώσσες αυτές. Για τις γνώσεις αυτές πρέπει να γίνεται μνεία στην αίτηση υποψηφιότητας και στο έντυπο οπτικής ανάγνωσης, χωρίς την κατάθεση σχετικών δικαιολογητικών.

Η επιλογή εκ μέρους των υποψηφίων των γλωσσών στις οποίες επιθυμούν να διαγωνισθούν δεν επιδέχεται μεταγενέστερη τροποποίηση.»

3       Η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε τέσσερις δοκιμασίες προεπιλογής (α, β, γ και δ), μία γραπτή εξέταση (ε) και μία προφορική εξέταση (στ).

4       Το σημείο VI.Γ.στ της εν λόγω προκηρύξεως διαγωνισμού διευκρίνιζε ότι η σκοπός της προφορικής εξετάσεως ήταν να επιτρέψει στην εξεταστική επιτροπή «να ολοκληρώσει την εκ μέρους της εκτίμηση της ικανότητας των υποψηφίων να ασκήσουν […] τα καθήκοντα» του επιλεγέντος τομέα. Η προφορική εξέταση αφορούσε επίσης τις «ειδικές γνώσεις, [τις] γλωσσικές γνώσεις που απαιτούντ[αν] από την προκήρυξη του διαγωνισμού (βλ. σημείο III.B.4), [την] ικανότητα των υποψηφίων να υπηρετήσουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και [την] ικανότητα προσαρμογής τους, ώστε να εργάζονται σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον».

5       Στο σημείο 5 («γλωσσικές γνώσεις») της αιτήσεως υποψηφιότητας, ο υποψήφιος έπρεπε να αναφέρει μια «κύρια γλώσσα» και μια «δεύτερη γλώσσα». Έπρεπε επίσης να αναφέρει τις «άλλες γλώσσες» που γνώριζε. Οι τελευταίες αυτές γλώσσες, αντίθετα προς την κύρια και τη δεύτερη γλώσσα, δεν περιορίζονταν μόνο στις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας.

6       Ο προσφεύγων υπέβαλε υποψηφιότητα στον διαγωνισμό επιλέγοντας τον τομέα 02. Ανέφερε την ελληνική ως «κύρια γλώσσα», την αγγλική ως «δεύτερη γλώσσα» και, στο σημείο «άλλες γλώσσες», τη γαλλική.

7       Ο προσφεύγων έλαβε μέρος στις δοκιμασίες προεπιλογής καθώς και στη γραπτή εξέταση στις 16 Οκτωβρίου 2002. Οι προφορικές εξετάσεις διεξήχθησαν από τις 28 Μαΐου έως τις 4 Νοεμβρίου 2002. Ο προσφεύγων εξετάστηκε προφορικά στις 22 Οκτωβρίου 2002.

8       Με επιστολή της 11ης Νοεμβρίου 2002, η εξεταστική επιτροπή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι δεν τον περιέλαβε στον πίνακα επιτυχόντων, καθόσον αυτός, έχοντας λάβει 48 μονάδες (23 μονάδες στη γραπτή εξέταση και 25 μονάδες στην προφορική εξέταση), δεν είχε συγκεντρώσει το ελάχιστο όριο των 49 μονάδων ώστε να περιληφθεί μεταξύ των 250 καλυτέρων υποψηφίων (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

9       Στις 12 Δεκεμβρίου 2002, ο προσφεύγων κατέθεσε στην εξεταστική επιτροπή αίτηση επανεξετάσεως του φακέλου του. Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεώς του στις 17 Ιανουαρίου 2003, ο προσφεύγων υπέβαλε, στις 10 Φεβρουαρίου 2003, διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Με τη διοικητική αυτή ένσταση, ζήτησε επίσης από την εξεταστική επιτροπή να αποφανθεί ως προς το κατά πόσον, στη διαδικασία του διαγωνισμού, είχαν σημειωθεί ορισμένες ανωμαλίες τις οποίες απαριθμούσε.

10     Με απόφαση της 10ης Ιουνίου 2003, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Αυγούστου 2003, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12     Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε, αφενός, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, αφετέρου, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να καλέσει την Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό.

13     Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Μαρτίου 2005.

14     Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να κρίνει παραδεκτή την προσφυγή·

–       να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–       να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

15     Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–       να απορρίψει την προσφυγή·

–       να αποφασίσει κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

16     Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από τη μη τήρηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Ο δεύτερος αντλείται από την παραβίαση των αρχών και των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

17     Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο προσφεύγων στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως θα εξεταστεί στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων ακυρώσεως. Τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως εμπεριέχονται, σε μεγάλο βαθμό, στα επιχειρήματα που προβάλλει προς στήριξη των δύο άλλων λόγων.

 Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από τη μη τήρηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

18     Ο προσφεύγων προσάπτει στην εξεταστική επιτροπή, αφενός, ότι δεν εξέτασε, όσον αφορά ορισμένους υποψηφίους, τη γνώση της κύριας γλώσσας τους κατά την προφορική εξέταση και, αφετέρου, ότι δεν εξέτασε, κατά την ίδια εξέταση, τη γνώση της τρίτης γλώσσας που αναφερόταν στην αίτηση υποψηφιότητας.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τη μη εξέταση, για ορισμένους υποψηφίους, της γνώσεως της κύριας γλώσσας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

19     Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εξεταστική επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, βάσει της προκηρύξεως του διαγωνισμού, να ελέγξει, κατά την προφορική εξέταση, και τη γνώση της κύριας γλώσσας την οποία είχε επιλέξει ο υποψήφιος και να τη λάβει υπόψη της για τη βαθμολογία. Θεωρεί ότι η πρακτική την οποία ακολούθησε η εξεταστική επιτροπή, ήτοι το ότι επέτρεψε στους υποψηφίους να συμμετάσχουν στην προφορική εξέταση χωρίς να κάνουν χρήση της κύριας γλώσσας στην περίπτωση που η επιτροπή δεν γνώριζε αυτή τη γλώσσα, αποτελεί κατάφωρη παράβαση της διατάξεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού (σημείο VI.Γ.στ). Τίποτε δεν εγγυάται, κατά τη γνώμη του, ότι οι υποψήφιοι έχουν άριστη γνώση της γλώσσας αυτής. Εξ αυτών συνάγει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη στο μέτρο που ορισμένοι υποψήφιοι, οι οποίοι έλαβαν περισσότερες μονάδες από τον ίδιο, βαθμολογήθηκαν κατά παράβαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού, με αποτέλεσμα αυτός να μη περιληφθεί στον πίνακα επιτυχόντων.

20     Ο προσφεύγων προσθέτει ότι, καίτοι η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο παρά μόνον σε περίπτωση προδήλου σφάλματος και/ή μη εύλογης χρήσεως της εξουσίας αυτής, εν προκειμένω σημειώθηκε υπέρβαση αυτής της εξουσίας εκτιμήσεως λόγω της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της προκηρύξεως του διαγωνισμού.

21     Ο προσφεύγων θεωρεί ότι η εξεταστική επιτροπή, μη εξετάζοντας ορισμένους υποψηφίους στη γλώσσα που είχαν δηλώσει ως κύρια γλώσσα τους, παραβίασε και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

22     Θεωρεί ότι, στον βαθμό που οι υποψήφιοι χρησιμοποίησαν την κύρια γλώσσα τους μέσω διερμηνέα, η εξεταστική επιτροπή δεν ήταν σε θέση να κρίνει κατά πόσον ο υποψήφιος είχε πράγματι άριστη γνώση της γλώσσας αυτής και, κατά συνέπεια, να αξιολογήσει αντικειμενικά τους υποψηφίους.

23     Η Επιτροπή υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η εξεταστική επιτροπή δεν απέστη από την προκήρυξη του διαγωνισμού όσον αφορά την προφορική εξέταση (σημείο VI.Γ.στ), η οποία προβλέπει ότι «η συνέντευξη αυτή εκτείνεται επίσης στις […] γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται από την προκήρυξη του διαγωνισμού». Η διατύπωση αυτή παρέχει στην εξεταστική επιτροπή το πλαίσιο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί προκειμένου να εξετάσει τις γλωσσικές γνώσεις, δεν επιβάλλει, ωστόσο, ρητώς την εξέταση του υποψηφίου σε καθεμία από τις γλώσσες που απαιτεί η προκήρυξη του διαγωνισμού. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα επιλογής της δεύτερης γλώσσας, στην περίπτωση που η παρέμβαση διερμηνέα δεν μπορεί να αποφευχθεί, δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου.

24     Η Επιτροπή θεωρεί, περαιτέρω, ότι η εξεταστική επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως. Όλοι οι υποψήφιοι είχαν τη δυνατότητα να εξεταστούν στη μητρική τους γλώσσα. Στην περίπτωση που η εξεταστική επιτροπή δέχθηκε να διεξαχθεί η προφορική εξέταση στη δεύτερη γλώσσα, είχε πλήρη γνώση των ικανοτήτων των υποψηφίων στην κύρια γλώσσα τους. Η εξεταστική επιτροπή είχε στη διάθεσή της τον πλήρη φάκελο του υποψηφίου, ο οποίος περιείχε τις γραπτές δοκιμασίες καθώς και την αιτιολογημένη αξιολόγησή τους από γλωσσικής απόψεως.

25     Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη της, ο προσφεύγων έκανε χρήση της δυνατότητας επιλογής, την οποία προσέφερε η εξεταστική επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσει κατά το δυνατόν ιδανικές συνθήκες ίσης μεταχειρίσεως και να εξαλείψει τυχόν παρερμηνεία των λεγομένων του οφειλόμενη στην παρέμβαση του διερμηνέα. Κατά την καθής, στην υποτιθέμενη παραβίαση της αρχής αυτής συνέβαλε και ο ίδιος ο προσφεύγων, επιλέγοντας να εκφραστεί στη δεύτερη γλώσσα του κατά την προφορική εξέταση.

26     Η Επιτροπή υπενθυμίζει, τέλος, ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1997, Τ-166/95, Καραγκιοζοπούλου κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-397 και II-1065, σκέψη 37), η διερμηνεία, επιτρέπουσα στους υποψηφίους να εκφράζονται στη μητρική τους γλώσσα, διασφαλίζει ικανοποιητικά την ίση μεταχείριση.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

27     Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό περί μη εξετάσεως, για ορισμένους υποψηφίους, της γνώσεως της γλώσσας την οποία δήλωσαν ως κύρια, πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι η ΑΔΑ διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως για να καθορίζει τις προϋποθέσεις ενός διαγωνισμού, η εξεταστική επιτροπή δεσμεύεται από το κείμενο της προκηρύξεως του διαγωνισμού όπως αυτό έχει δημοσιευθεί (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1982, 67/81, Ruske κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 661, σκέψη 9). Οι όροι της προκηρύξεως διαγωνισμού συνιστούν τόσο το πλαίσιο νομιμότητας όσο και το πλαίσιο εκτιμήσεως για την εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Απριλίου 1997, T‑80/96, Leite Mateus κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑87 και II‑259, σκέψη 27).

28     Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον, εν προκειμένω, η εξεταστική επιτροπή τήρησε την προκήρυξη του διαγωνισμού.

29     Κατά το σημείο VI.Γ.στ της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η προφορική εξέταση αποσκοπούσε στο να επιτρέψει στην εξεταστική επιτροπή «να ολοκληρώσει την εκ μέρους της εκτίμηση της ικανότητας των υποψηφίων να ασκήσουν […] τα καθήκοντα» και αφορούσε, μεταξύ άλλων, «[τις] γλωσσικές γνώσεις που απαιτούνται από την προκήρυξη του διαγωνισμού», ήτοι τις γνώσεις των υποψηφίων στην «κύρια γλώσσα» και στη «δεύτερη γλώσσα» τις οποίες επέλεξαν.

30     Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, προκειμένου για γενικό διαγωνισμό της κατηγορίας Α που διοργανώνεται για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού A 7/A 6 στον τομέα της διαχειρίσεως της βοήθειας προς τις τρίτες χώρες, ο σκοπός της προφορικής εξετάσεως δεν έγκειται στην εξέταση των γλωσσικών γνώσεων του υποψηφίου στην κύρια γλώσσα του. Ως προς το θέμα αυτό, ένας τέτοιος διαγωνισμός διαφέρει, παραδείγματος χάριν, από ένα διαγωνισμό για διερμηνείς συνεδριάσεων ή για μεταφραστές, στους οποίους η άριστη γνώση της γλώσσας συνιστά προδήλως απαίτηση πρωταρχικής σημασίας.

31     Εξάλλου, οι υποψήφιοι είχαν ήδη αποδείξει, κατά τις γραπτές εξετάσεις, τις ικανότητές τους αναλύσεως και συντάξεως στην κύρια γλώσσα τους από πλευράς απαιτήσεων των εν λόγω καθηκόντων. Όπως εξήγησε η Επιτροπή, η εξεταστική επιτροπή είχε στη διάθεσή της τον φάκελο κάθε υποψηφίου, ο οποίος περιείχε τις γραπτές δοκιμασίες και την από γλωσσικής απόψεως αιτιολογημένη αξιολόγησή τους.

32     Επιπλέον, η εκφρασθείσα κατά το προφορικό στάδιο της διαδικασίας διαγωνισμού κρίση όσον αφορά τις ικανότητες των υποψηφίων στηρίζεται κυρίως στο περιεχόμενο των απαντήσεών τους καθώς και στην ικανότητα κριτικής σκέψεως και λογικής προσεγγίσεως που μαρτυρούν οι απαντήσεις αυτές.

33     Συνεπώς, το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή επέτρεψε σε ορισμένους υποψηφίους να εκφραστούν στη δεύτερη γλώσσα τους κατά την προφορική εξέταση, χωρίς να εξετάσει τη γνώση τους στην κύρια γλώσσα που είχαν επιλέξει, δεν συνιστά παράβαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Η εξεταστική επιτροπή παρέσχε σε κάθε υποψήφιο, στην περίπτωση που η ίδια δεν γνώριζε την κύρια γλώσσα του, τη δυνατότητα είτε να εκφραστεί στη γλώσσα αυτή με την παρέμβαση διερμηνέα, είτε να χρησιμοποιήσει τη δεύτερη γλώσσα του.

34     Όσον αφορά, δεύτερον, τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, η εξεταστική επιτροπή παρέσχε σε όλους τους υποψηφίους των οποίων την κύρια γλώσσα δεν γνώριζε τη δυνατότητα να εκφραστούν στη γλώσσα αυτή κάνοντας χρήση διερμηνείας.

35     Όμως, κατά πάγια νομολογία, η διερμηνεία, επιτρέπουσα στους υποψηφίους να εκφράζονται στη μητρική τους γλώσσα, διασφαλίζει ικανοποιητικά την ίση μεταχείριση των υποψηφίων (προμνησθείσα απόφαση Καραγκιοζοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 37, και απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, T‑80/01, Diehl-Leistner κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑145 και II-­709, σκέψη 35).

36     Πράγματι, η απαίτηση να γνωρίζει ένα τουλάχιστον από τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής την κύρια γλώσσα κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση στο πλαίσιο γενικού διαγωνισμού της κατηγορίας Α θα μπορούσε να θίξει τη σταθερότητα της συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής και να επηρεάσει τη συνεπή εφαρμογή των κριτηρίων αξιολογήσεως όλων των υποβαλλομένων στην εξέταση αυτή υποψηφίων, ακόμα δε και την ίδια την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων. Επιπλέον, θα επιβάρυνε δυσανάλογα το σύστημα προσλήψεων, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού υποψηφίων που έγιναν δεκτοί στις προφορικές εξετάσεις στην υπό κρίση περίπτωση –357 άτομα– και της ενδεχόμενης ποικιλίας των επιλεγεισών γλωσσών (βλ., κατ’ αναλογίαν, την προμνησθείσα απόφαση Diehl-Leistner κατά Επιτροπής, σκέψη 34, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37     Εξάλλου, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ισότητας στηριζόμενος στο ότι εκφράστηκε, κατά την προφορική εξέταση, στη «δεύτερη γλώσσα» του, καθόσον αυτό οφείλεται σε δική του επιλογή.

38     Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η εξεταστική επιτροπή δεν παρέβη την προκήρυξη του διαγωνισμού ούτε παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μη εξετάζοντας, όσον αφορά ορισμένους υποψηφίους, τη γνώση της γλώσσας την οποία είχαν δηλώσει ως κύρια.

39     Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση κρίνεται αβάσιμη.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που συνίσταται στη μη εξέταση της γνώσεως της τρίτης γλώσσας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

40     Ο προσφεύγων ισχυρίζεται, αφενός, ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού υποχρέωνε την εξεταστική επιτροπή να εξακριβώσει και να λάβει υπόψη της κατά τη βαθμολόγηση, σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T‑193/00, Félix κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑23 και II‑101), τη γνώση της τυχόν δηλωθείσας τρίτης γλώσσας, έστω και αν η γνώση της γλώσσας αυτής δεν αποτελούσε τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό.

41     Αφετέρου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι κακώς στη βαθμολογία, όσον αφορά την ικανότητα του υποψηφίου να υπηρετήσει εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την ικανότητά του να προσαρμοστεί σε εργασία εντός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος, δεν ελήφθη υπόψη η γνώση τρίτης γλώσσας, δηλαδή πέραν των απαιτουμένων για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό γλωσσών, ιδίως δε καθόσον η γλώσσα αυτή είναι από τις χρησιμοποιούμενες στη διεθνή συνεργασία.

42     Επικουρικώς, ο προσφεύγων προσάπτει στην εξεταστική επιτροπή ότι επέτρεψε σε ορισμένους υποψηφίους να κάνουν χρήση των γλωσσών που είχαν δηλώσει με τις αιτήσεις υποψηφιότητάς τους πλην των δύο υποχρεωτικών γλωσσών. Αν η προκήρυξη του διαγωνισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εξεταστική επιτροπή πρέπει να περιορίσει την κρίση της μόνο στις δύο γλώσσες που απαιτούνται ως προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό, το γεγονός ότι ορισμένοι υποψήφιοι μπόρεσαν να κάνουν χρήση της τρίτης γλώσσας τους, ή πλειόνων γλωσσών τις οποίες γνώριζαν, συνιστά μη τήρηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και τυπική παράβαση των κανόνων του διαγωνισμού.

43     Κατά τον προσφεύγοντα, η εξεταστική επιτροπή επιφύλαξε έτσι διαφορετική μεταχείριση σε ορισμένους υποψηφίους. Οι υποψήφιοι αυτοί μπόρεσαν να επωφεληθούν αυτής της εσφαλμένης εφαρμογής της προκηρύξεως σε βάρος του προσφεύγοντος, ο οποίος δεν περιελήφθη ως εκ τούτου στον πίνακα επιτυχόντων.

44     Προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι σε ορισμένους υποψηφίους επετράπη να χρησιμοποιήσουν την τρίτη γλώσσα τους ή άλλη γλώσσα, ο προσφεύγων προσκόμισε επιστολή υπογεγραμμένη από επιτυχόντα υποψήφιο του διαγωνισμού, με την οποία ο τελευταίος δηλώνει ότι εξετάστηκε από την εξεταστική επιτροπή στη δεύτερη και τρίτη γλώσσα του και ότι ουδέποτε τον διέκοψε η εξεταστική επιτροπή ή του ζήτησε να μη κάνει χρήση της τρίτης γλώσσας του.

45     Η Επιτροπή διατείνεται ότι, αν, πέραν των δύο υποχρεωτικών γλωσσών, η εξεταστική επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει μια επιπλέον γλώσσα, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να εξέλθει η επιτροπή του πλαισίου που καθορίζει η προκήρυξη του διαγωνισμού (σημείο III.B.4) όσον αφορά την εξέταση των γλωσσικών γνώσεων.

46     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ζητήθηκε από τους υποψηφίους να δηλώσουν, με την αίτηση υποψηφιότητάς τους, και άλλες γλώσσες συνδεόταν με την αξιολόγηση των ικανοτήτων των επιτυχόντων κατά τη φάση της προσλήψεώς τους.

47     Η Επιτροπή δεν δέχεται ότι η εκτίμηση της ικανότητας των υποψηφίων να προσαρμοστούν σε εργασία εντός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος εξαρτάται μόνον από τη γνώση και άλλων γλωσσών πέραν των απαιτουμένων από την προκήρυξη του διαγωνισμού. Η εκτίμηση της ικανότητας αυτής επιτυγχάνεται με τη γενική εκτίμηση των ικανοτήτων του υποψηφίου καθώς και με την εκτίμηση των γλωσσικών του γνώσεων.

48     Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι γλώσσες νομίμως περιορίστηκαν, με την προκήρυξη του διαγωνισμού, στην κύρια και τη δεύτερη γλώσσα και ότι αυτό ίσχυσε για όλους τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση. Αμφισβητεί ότι εξέτασε ορισμένους υποψηφίους και σε άλλες γλώσσες πέραν των δύο αυτών γλωσσών. Ισχυρίζεται ότι δεν επέτρεψε στους υποψηφίους να χρησιμοποιήσουν τις άλλες αυτές γλώσσες και μάλιστα τους διέκοψε όταν επιχείρησαν να το πράξουν.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

49     Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εξεταστική επιτροπή όφειλε να περιορίσει την εκτίμησή της στις δύο γλώσσες που απαιτούνταν ως προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό.

50     Πρώτον, όσον αφορά τις σχετικές με τις γλωσσικές γνώσεις προϋποθέσεις, η προκήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει, στο σημείο ΙΙΙ.Β.4, ότι «οι υποψήφιοι οφείλουν να κατέχουν άριστα μία από τις επίσημες γλώσσες των Κοινοτήτων […] και να έχουν ικανοποιητική γνώση μιας άλλης από τις γλώσσες αυτές. Για τις γνώσεις αυτές πρέπει να γίνεται μνεία στην αίτηση υποψηφιότητας και στο έντυπο οπτικής ανάγνωσης, χωρίς την κατάθεση σχετικών δικαιολογητικών».

51     Δεύτερον, η προκήρυξη του διαγωνισμού δεν προέβλεπε κάποια δοκιμασία ή εξέταση για τη διαπίστωση του επιπέδου των γνώσεων των υποψηφίων σε άλλες πέραν των απαιτουμένων γλωσσών. Οι δοκιμασίες προεπιλογής α, β και γ διεξάγονταν στην κύρια γλώσσα, η δε δοκιμασία προεπιλογής δ΄ αποσκοπούσε στην εξακρίβωση του επιπέδου γνώσεως μιας δεύτερης κοινοτικής γλώσσας, κατ’ επιλογήν του υποψηφίου, την οποία αυτός όφειλε να προσδιορίσει στην αίτηση υποψηφιότητάς του. Οι υποψήφιοι έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν τη δοκιμασία αυτή σε μια επίσημη γλώσσα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαφορετική από εκείνη που είχαν επιλέξει για τις άλλες δοκιμασίες και εξετάσεις (σημείο VI.A). Η γραπτή εξέταση ε διεξαγόταν και πάλι στην κύρια γλώσσα (σημείο VI.B). Σύμφωνα με το σημείο VI.Γ της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η προφορική εξέταση στ΄ αφορούσε επίσης τις «ειδικές γνώσεις, [τις] γλωσσικές γνώσεις που απαιτούντ[αν] από την προκήρυξη του διαγωνισμού (βλ. σημείο III.B.4), [την] ικανότητα των υποψηφίων να υπηρετήσουν εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και [την] ικανότητα προσαρμογής τους, ώστε να εργάζονται σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον».

52     Τρίτον, το ότι ζητήθηκε από τους υποψηφίους να αναφέρουν, στην αίτηση υποψηφιότητας, άλλες γλώσσες πέραν των δύο απαιτουμένων για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό γλωσσών θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ότι αφορούσε την αξιολόγηση των ικανοτήτων των επιτυχόντων κατά την πρόσληψη. Η εξεταστική επιτροπή όφειλε να στηριχθεί μόνον στις επιδόσεις των υποψηφίων εξετάζοντάς τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εξεταστική επιτροπή δεν εξήλθε του πλαισίου που καθόριζε η προκήρυξη του διαγωνισμού μη λαμβάνοντας υπόψη τις γλωσσικές γνώσεις των υποψηφίων στις γλώσσες που είχαν δηλώσει με την αίτηση υποψηφιότητας πλην των δύο γλωσσών που απαιτούνταν ως προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό.

53     Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από την προμνησθείσα απόφαση Félix κατά Επιτροπής, δεδομένου ότι η προκήρυξη του διαγωνισμού στην υπόθεση εκείνη δεν περιέγραφε τις προϋποθέσεις όσον αφορά τις γλωσσικές γνώσεις κατά τον ίδιο τρόπο όπως εν προκειμένω. Στην απόφαση εκείνη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προφορική εξέταση έπρεπε να αφορά το σύνολο των γλωσσικών γνώσεων που είχαν δηλώσει οι υποψήφιοι με την αίτηση υποψηφιότητας, λόγω της ασάφειας της προκηρύξεως του διαγωνισμού η οποία ανέφερε ότι η εξέταση αυτή είχε ως σκοπό να «συμπληρώσει την αξιολόγηση των ικανοτήτων των υποψηφίων» και αφορούσε, χωρίς άλλο περιορισμό, τις «γνώσεις ξένων γλωσσών» των υποψηφίων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Νοεμβρίου 2004, T‑165/03, Vonier κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 66).

54     Όσον αφορά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι σε ορισμένους υποψηφίους επετράπη να κάνουν χρήση άλλων γλωσσών πλην των δύο υποχρεωτικών, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτό πράγματι συνέβη, θα πρέπει να θεωρηθεί ως πεπλανημένη εφαρμογή του κειμένου της συγκεκριμένης προκηρύξεως διαγωνισμού, καθόσον η εξεταστική επιτροπή δεσμεύεται από τα στοιχεία που περιέχονται στο κείμενο της προκηρύξεως διαγωνισμού όπως αυτό έχει δημοσιευθεί.

55     Ωστόσο, η πεπλανημένη αυτή εφαρμογή της προκηρύξεως του διαγωνισμού δεν επηρεάζει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον, αν δεν είχε σημειωθεί αυτή η παρατυπία, η εν λόγω απόφαση δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Η απόφαση ελήφθη λαμβανομένης υπόψη της επιδόσεως του υποψηφίου στις διάφορες δοκιμασίες του διαγωνισμού. Ο υποψήφιος έλαβε τον ανώτατο δυνατό βαθμό για το κριτήριο της προφορικής δοκιμασίας που αφορούσε τις γλωσσικές γνώσεις και τον ελάχιστο απαιτούμενο βαθμό για κάθε δοκιμασία της διαδικασίας επιλογής. Δεν περιελήφθη στον πίνακα επιτυχόντων διότι, έχοντας λάβει συνολικά 48 μονάδες, δεν συγκέντρωσε το ελάχιστο όριο των 49 μονάδων ώστε να συμπεριληφθεί μεταξύ των 250 καλυτέρων υποψηφίων.

56     Το Πρωτοδικείο θεωρεί, εξάλλου, ότι μια τέτοια παρανομία διαπραχθείσα από την εξεταστική επιτροπή υπέρ άλλου δεν μπορούσε να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 1994, Τ-82/92, Cortes Jimenez κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑69 και II‑237, σκέψη 43 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57     Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη.

58     Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παραβίαση των αρχών και των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

59     Αφενός, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού είχε αντικανονική σύνθεση κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων. Αφετέρου, επικρίνει το γεγονός ότι η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής δεν ήταν σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια των εξετάσεων αυτών.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από την αντικανονική σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

60     Ο προσφεύγων επικρίνει, πρώτον, το γεγονός ότι, κατά τις προφορικές εξετάσεις, η εξεταστική επιτροπή περιελάμβανε δύο μέλη ορισθέντα από την επιτροπή προσωπικού, κατά παράβαση του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ.

61     Κατά τον προσφεύγοντα, από το γράμμα και το πνεύμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η συμμετοχή του προσωπικού στις διαδικασίες προσλήψεως πρέπει να είναι μειοψηφική. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, στην εξεταστική επιτροπή που τον εξέτασε, η εκπροσώπηση του προσωπικού ήταν πλειοψηφική, κατά παραβίαση της αρχής του διορισμού της πλειοψηφίας των μελών της εξεταστικής επιτροπής από την ΑΔΑ.

62     Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων προσέθεσε ότι από τον πίνακα της καθημερινής συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, τον οποίο προσκόμισε η Επιτροπή απαντώντας στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι τα αναπληρωματικά μέλη μετείχαν στις συνεδριάσεις ανεξαρτήτως της παρουσίας ή της απουσίας του αντιστοίχου τακτικού μέλους. Τίποτε δεν εγγυάται ότι το αναπληρωματικό μέλος μετέσχε σε κάποια από τις εξετάσεις αποκλειστικώς και μόνον προς απόκτηση εμπειρίας και όχι για να εκφράσει τη γνώμη του ή για να βαθμολογήσει. Πρόκειται, συνεπώς, κατά τον προσφεύγοντα, για παράβαση των βασικών κανόνων λειτουργίας των συλλογικών οργάνων· το τακτικό και το αναπληρωματικό μέλος δεν μπορούν να μετέχουν ταυτόχρονα στη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής.

63     Ο προσφεύγων υποστηρίζει, επίσης, ότι από τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι, στην περίπτωση δύο υποψηφίων, μέλη της επιτροπής για τον τομέα 01 μετέσχαν στην εξεταστική επιτροπή και του τομέα 02. Αυτό συνιστά, αφενός, παράβαση των κανόνων που έθεσε η ίδια η εξεταστική επιτροπή και, αφετέρου, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

64     Κατά τον προσφεύγοντα, η «μείζων», δωδεκαμελής εξεταστική επιτροπή για αμφοτέρους τους τομείς χωρίστηκε σε δύο εξεταστικές επιτροπές, ήτοι μία ανά τομέα, χωρίς να είναι δυνατόν, θεωρητικά, να μπορούν τα μέλη της μιας να μετάσχουν στην άλλη.

65     Περαιτέρω, ο προσφεύγων διατείνεται ότι ένα μέλος της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 01, που γνώριζε την ελληνική γλώσσα, μετέσχε στην προφορική εξέταση Έλληνα υποψηφίου ο οποίος είχε επιλέξει τον τομέα 02. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των Ελλήνων υποψηφίων παραβιάστηκε εφόσον μόνον ο ένας από αυτούς είχε το προνόμιο να έχει απέναντί του, στην εξεταστική επιτροπή, ένα μέλος το οποίο τον άκουγε απευθείας χωρίς τη μεσολάβηση διερμηνέα.

66     Ο προσφεύγων συνάγει από τα ανωτέρω ότι ήταν αδύνατο για την εξεταστική επιτροπή να προβεί σε αντικειμενική αξιολόγηση και σε επί ίσοις όροις σύγκριση των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις.

67     Η Επιτροπή υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι, για τη σωστή ερμηνεία ενός νομικού κανόνα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, πέραν του «σαφούς γράμματός του», και ο κύριος σκοπός του και η οικονομία του. Ο κύριος σκοπός και η οικονομία του άρθρου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ έγκειται στο να παρέχεται στους εκπροσώπους του προσωπικού η δυνατότητα να συμμετέχουν στη διαμόρφωση σημαντικών αποφάσεων που σχετίζονται με την εξέταση των υποψηφίων για πρόσληψη.

68     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από πολλών ετών ακολουθεί πάγια πρακτική ισομέρειας μεταξύ των εκπροσώπων της διοικήσεως και του προσωπικού, παρακολουθώντας έτσι την εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων από την ημερομηνία θέσεως του ΚΥΚ σε ισχύ μέχρι σήμερα. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί παράβαση ουσιώδους τύπου το ότι η διοίκηση και το προσωπικό εκπροσωπήθηκαν ισομερώς στη συγκεκριμένη εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το άρθρο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ ουδόλως αποκλείει τέτοια ισομερή εκπροσώπηση.

69     Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στην περίπτωση που, στην ίδια συνεδρίαση της εξεταστικής επιτροπής, μετείχαν συγχρόνως και το τακτικό και το αναπληρωματικό μέλος, ο αναπληρωματικός δεν είχε δικαίωμα ψήφου. Ήταν παρών για να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα των εξετάσεων πλειόνων υποψηφίων και για να διαμορφώσει ένα μέτρο συγκρίσεως που θα του επέτρεπε να σχηματίσει τη γνώμη του όταν θα εκαλείτο να αντικαταστήσει το οικείο τακτικό μέλος.

70     Η Επιτροπή παραδέχθηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, στην περίπτωση δύο υποψηφίων που είχαν επιλέξει τον τομέα 02, στην εξεταστική επιτροπή μετέσχε και ένα μέλος της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 01. Παρατήρησε ότι η παρουσία του δικαιολογούνταν πιθανότατα από γλωσσικούς λόγους.

71     Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Το γεγονός ότι κάποιος που μετέχει στη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατανοεί τη μητρική γλώσσα ενός υποψηφίου είναι θετικό για τον υποψήφιο και δεν αποτελεί άνιση μεταχείριση σε σχέση προς τον υποψήφιο ο οποίος κρίνεται μέσω ταυτόχρονης διερμηνείας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

72     Ο προσφεύγων προβάλλει τρία επιχειρήματα προς στήριξη της αιτιάσεως που αντλεί από την αντικανονική σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων.

73     Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, που αφορά την παράβαση του άρθρου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου αυτού, η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού συγκροτείται από τον πρόεδρο και ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ορίζονται από την ΑΔΑ, καθώς και από ένα υπάλληλο που ορίζεται από την επιτροπή προσωπικού.

74     Η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής ενός διαγωνισμού, για να είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του ΚΥΚ και του άρθρου 3 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ, πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζει την αντικειμενική εκτίμηση των επιδόσεων των υποψηφίων στις προφορικές δοκιμασίες λαμβανομένων υπόψη των αναμενομένων επαγγελματικών ικανοτήτων. Οι απαιτήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα προσόντα των μελών της εξεταστικής επιτροπής ποικίλλουν, ωστόσο, ανάλογα με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε διαγωνισμό (προμνησθείσα απόφαση Καραγκιοζοπούλου κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

75     Το γεγονός ότι μια εξεταστική επιτροπή συγκροτείται από τον πρόεδρο, ένα μέλος διορισμένο από την ΑΔΑ και δύο μέλη διορισμένα από την επιτροπή προσωπικού δεν είναι ικανό να καταστήσει αντικανονική τη σύνθεσή της, εφόσον τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα για να εκτιμήσουν αντικειμενικά τις επιδόσεις των υποψηφίων στις δοκιμασίες που εμπίπτουν στη μία ή στην άλλη επιλογή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Μαΐου 2000, T‑173/99, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑101 και II‑433, σκέψεις 70 και 71).

76     Η σύνθεση αυτή δεν έβλαψε τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, Κατά συνέπεια, το πρώτο επιχείρημα είναι απορριπτέο.

77     Όσον αφορά το επιχείρημα που προέβαλε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και το οποίο αντλείται από την ταυτόχρονη παρουσία, κατά τις προφορικές δοκιμασίες, τακτικών και αναπληρωματικών μελών της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, το Πρωτοδικείο θεωρεί, κατόπιν των παρατηρήσεων που περιέχονται ανωτέρω στις σκέψεις 73 και 74, ότι η περίσταση αυτή δεν καθιστά παράνομες τις εργασίες και τη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής, εφόσον ο πρόεδρος, ένα μέλος διορισμένο από την ΑΔΑ και ένα μέλος διορισμένο από την επιτροπή προσωπικού είναι παρόντες κατά τις δοκιμασίες αυτές σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ. Ουδόλως απαιτείται να συγκροτείται η εξεταστική επιτροπή αποκλειστικά από τακτικά μέλη.

78     Κατά συνέπεια, η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού μπορεί να επικουρείται από αναπληρωματικά μέλη στην περίπτωση που, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού υποψηφίων που παρουσιάστηκαν στις προφορικές εξετάσεις, δεν θα μπορούσε άλλως να ολοκληρώσει τις εργασίες της εντός εύλογης προθεσμίας και να εξασφαλίσει αμετάβλητη σύνθεση καθ’ όλη τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων. Ωστόσο, σ’ εκείνα τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής που έχουν δικαίωμα ψήφου εναπόκειται να διατηρήσουν τον έλεγχο των εργασιών και να διαμορφώσουν την τελική αξιολογική κρίση.

79     Συνεπώς, το δεύτερο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

80     Όσον αφορά το άλλο επιχείρημα που προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και που αναφέρεται στην παρουσία μελών της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 01 σε δοκιμασίες του τομέα 02, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, όταν ένας ενιαίος διαγωνισμός αποσκοπεί στην κατάρτιση δύο χωριστών πινάκων επιτυχόντων και προσφέρει, συναφώς, δύο διαφορετικές επιλογές για τους υποψηφίους, το γεγονός ότι η εξεταστική επιτροπή χωρίζεται σε δύο μέρη, προκειμένου να συγκροτηθεί μία εξεταστική επιτροπή ανά τομέα, δεν αποκλείει, αυτό καθαυτό, τη δυνατότητα ενός μέλους του τομέα 01 να μετάσχει στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 02. Η συμμετοχή ενός μέλους της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 01 στην εξεταστική επιτροπή του τομέα 02 δεν αποτελεί αιτία αντικανονικής συνθέσεως, εφόσον όλα τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα για να εκτιμήσουν αντικειμενικά τις επιδόσεις των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις, όπως συνέβη εν προκειμένω.

81     Το Πρωτοδικείο θεωρεί, συνεπώς, ότι το γεγονός ότι ένα μέλος της εξεταστικής επιτροπής του τομέα 01 μετέσχε στην εξεταστική επιτροπή του τομέα 02 δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την αντικειμενική εκτίμηση.

82     Κανένα στοιχείο δεν επιτρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω η αντικειμενικότητα της εξεταστικής επιτροπής. Συνεπώς, και το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από τη μη σταθερή σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

83     Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, λόγω της μη σταθερής συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής στις προφορικές εξετάσεις και καθ’ όλη τη διάρκεια των εξετάσεων αυτών, η εξεταστική επιτροπή δεν μπόρεσε να προβεί σε αντικειμενική εκτίμηση και επί ίσοις όροις σύγκριση των υποψηφίων.

84     Ο προσφεύγων θεωρεί ότι το γεγονός ότι η προεδρία των εξετάσεων του τομέα 02 ανατέθηκε στον πρόεδρο και η προεδρία των εξετάσεων του τομέα 01 στον αναπληρωτή πρόεδρο δεν αρκούσε για την εξασφάλιση της αντικειμενικής συγκρίσεως και βαθμολογήσεως των 350 υποψηφίων. Εξ αυτού συνάγει ότι, ελλείψει άλλων μέτρων, ο σκοπός αυτός δεν μπορούσε να επιτευχθεί και ότι τα αποτελέσματα των προφορικών εξετάσεων πρέπει να ακυρωθούν.

85     Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων ανέφερε ότι η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού συνεδρίασε με 15 έως 20 διαφορετικές συνθέσεις.

86     Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η διάρκεια των προφορικών εξετάσεων υπήρξε αδικαιολόγητα μεγάλη. Από την έναρξη έως τη λήξη των εξετάσεων αυτών παρήλθε διάστημα πλέον των 5 μηνών, πράγμα που συνιστά «πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εξεταστικής επιτροπής, με αποτέλεσμα η εν λόγω επιτροπή να βρίσκεται σε αδυναμία αντικειμενικής κρίσης και σύγκρισης των υποψηφίων».

87     Η Επιτροπή διατείνεται ότι έλαβε όλα να αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει την αντικειμενική σύγκριση και βαθμολόγηση των υποψηφίων. Για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα της συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής και την παρουσία του προέδρου της, συστάθηκαν, κατόπιν της αποφάσεως της ΑΔΑ να αυξήσει τον ανώτατο αριθμό επιτυχόντων, δύο εξεταστικές επιτροπές διαγωνισμού, μία για κάθε τομέα, με δικό της πρόεδρο η καθεμία. Αυτό ήταν δυνατόν, καθόσον η προκήρυξη του διαγωνισμού προέβλεπε δύο χωριστούς πίνακες επιτυχόντων, ήτοι ένα πίνακα ανά τομέα.

88     Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι υπήρχε ένας πυρήνας της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, συγκροτούμενος από τον πρόεδρο, ο οποίος ήταν παρών στις 352 προφορικές δοκιμασίες, και δύο μέλη τα οποία ήταν παρόντα, αντιστοίχως, στο 70 % και το 80 % των εν λόγω δοκιμασιών. Η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού λειτούργησε με 5 μέλη καθ’ όλη τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων πλην μιας ή δύο εξαιρέσεων.

89     Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί, όσον αφορά τη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων, ότι δεν μπορεί να εξετάζει περισσότερους από 7 υποψηφίους ημερησίως και ότι, πέραν της διαθεσιμότητας των μελών, πρέπει να αντιμετωπιστούν και προβλήματα συνδεόμενα με τη διαθεσιμότητα των διερμηνέων. Οι προφορικές εξετάσεις περατώθηκαν εντός 51 ημερών, με ρυθμό τριών ημερών εβδομαδιαίως, στο διάστημα μεταξύ 28ης Μαΐου και 4ης Νοεμβρίου. Λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των υποψηφίων και των διακοπών του Αυγούστου, το διάστημα αυτό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδικαιολόγητα μεγάλο. Η Επιτροπή καταλήγει ότι η διάρκεια των εξετάσεων αποτελεί αντικειμενικό δεδομένο το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει, από μόνο του, αδυναμία αντικειμενικής συγκρίσεως των υποψηφίων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

90     Όσον αφορά τη μη σταθερή σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού υποχρεούται να φροντίσει να διατυπώσει τις εκτιμήσεις της, επί όλων των εξεταζομένων στις προφορικές εξετάσεις υποψηφίων, υπό συνθήκες ισότητας και αντικειμενικότητας και ότι τα κριτήρια βαθμολογήσεως πρέπει να είναι ενιαία και να εφαρμόζονται με λογική συνοχή για όλους τους υποψηφίους. Αυτό επιβάλλει να παραμένει, στο μέτρο του δυνατού, σταθερή η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων του διαγωνισμού (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Μαρτίου 1994, T‑43/91, Hoyer κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑91 και II‑297· της 23ης Μαρτίου 2000, T‑95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑51 και II­‑219, και προμνησθείσα απόφαση Felix κατά Επιτροπής).

91     Υπενθυμίζεται ότι η εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού μη τήρηση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της μπορεί –λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως– να χαρακτηριστεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου.

92     Εφόσον το Πρωτοδικείο χαρακτηρίσει ως παράβαση ουσιώδους τύπου αυτή την παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να μη περιλάβει το όνομα ενός υποψηφίου στον πίνακα επιτυχόντων είναι ακυρωτέα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος συγκεκριμένη αρνητική συνέπεια επί των υποκειμενικών δικαιωμάτων του ή ότι η έκβαση του διαγωνισμού θα ήταν διαφορετική αν είχε τηρηθεί ο συγκεκριμένος ουσιώδης τύπος (προμνησθείσα απόφαση Γκόγκος κατά Επιτροπής, σκέψεις 41έως 56).

93     Πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής, κατά τη διεξαγωγή των προφορικών εξετάσεων, ανταποκρινόταν στις προμνησθείσες διαδικαστικές απαιτήσεις.

94     Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τόσο από τον πίνακα της καθημερινής συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού, ο οποίος προσκομίστηκε κατόπιν αιτήσεώς του από την Επιτροπή, όσο και από τις εξηγήσεις της τελευταίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι υπήρχε ένας πυρήνας της εξεταστικής επιτροπής συγκροτούμενος από τον πρόεδρο, κ. Carle, ο οποίος προήδρευσε σε 352 προφορικές δοκιμασίες (ποσοστό παρουσίας 100 %), και από δύο τακτικά μέλη, τους κ.κ. Salord και Depondt, οι οποίοι ήταν παρόντες, αντιστοίχως, στο 70 % και το 80 % των προφορικών εξετάσεων. Έτσι, η εξεταστική επιτροπή εξασφάλισε μεγάλη σταθερότητα στη σύνθεση των επιμέρους σχηματισμών της, οι οποίοι εκτίμησαν τις ικανότητες των υποψηφίων κατά τις προφορικές εξετάσεις.

95     Από τις προεκτεθείσες σκέψεις προκύπτει ότι η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής ήταν επαρκώς σταθερή ώστε να εξασφαλίζει την αντικειμενική σύγκριση και βαθμολόγηση των υποψηφίων και ότι, ως εκ τούτου, ουδεμία σημειώθηκε εν προκειμένω παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες των εξεταστικών επιτροπών διαγωνισμού.

96     Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την αδικαιολόγητα μεγάλη διάρκεια των προφορικών εξετάσεων, δεν αμφισβητείται ότι 357 υποψήφιοι κλήθηκαν να μετάσχουν στις εξετάσεις αυτές, η διεξαγωγή των οποίων διήρκεσε 51 ημέρες, από τις 28 Μαΐου έως τις 4 Νοεμβρίου, ήτοι πέντε περίπου μήνες. Ως εκ της φύσεώς τους, οι προφορικές δοκιμασίες δεν μπορούν να διεξάγονται ταυτόχρονα για όλους τους υποψηφίους.

97     Πρέπει να υπομνησθεί ότι οι δοκιμασίες συγκριτικής φύσεως είναι, εξ ορισμού, δοκιμασίες στις οποίες οι επιδόσεις κάθε υποψηφίου εκτιμώνται σε συνάρτηση με τις επιδόσεις των άλλων, οπότε ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί στις δοκιμασίες αυτές μπορεί να έχει επίπτωση στην εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής εκτίμηση των υποψηφίων. Οι εκτιμήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την αξιολογική κρίση που διατυπώνεται σχετικά με την επίδοση ενός υποψηφίου σε σχέση με εκείνη των λοιπών υποψηφίων. Όσο μεγαλύτερος, όμως, είναι ο αριθμός των υποψηφίων σ’ αυτό το είδος των δοκιμασιών, τόσο υψηλότερο είναι και το επίπεδο των απαιτήσεων της εξεταστικής επιτροπής έναντι των υποψηφίων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2004, Τ-24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-­A‑79 και II‑423, σκέψη 57).

98     Εν προκειμένω, η διάρκεια των προφορικών εξετάσεων δεν φαίνεται υπερβολικά μεγάλη, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσκολιών που ανακύπτουν σε διαγωνισμούς με μεγάλη συμμετοχή, όπως προβλήματα διοικητικής υποστηρίξεως συνδεόμενα με την οργάνωση προφορικών εξετάσεων για υποψηφίους ανήκοντες σε διαφορετικές γλωσσικές ομάδες και η ανάγκη λήψεως υπόψη των υπηρεσιακών υποχρεώσεων τόσο των μελών της εξεταστικής επιτροπής όσο και των υποψηφίων.

99     Εν προκειμένω, πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις της εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής αντικειμενικής και επί ίσοις όροις εκτιμήσεως των επιδόσεων των υποψηφίων του διαγωνισμού.

100   Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ζήτησε ο προσφεύγων

101   Ο προσφεύγων ζήτησε από το Πρωτοδικείο, ως μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, την παροχή ορισμένων διευκρινίσεων όσον αφορά τους υποψηφίους που περιελήφθησαν στον πίνακα επιτυχόντων.

102   Εξάλλου, ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να προσκομίσει τα πλήρη στοιχεία της βαθμολογίας του στην προφορική εξέταση καθώς και το καθημερινό πρόγραμμα παρουσιών των μελών της εξεταστικής επιτροπής στις προφορικές εξετάσεις των δύο τομέων και τη βαθμολογία των εξετασθέντων κάθε ημέρα υποψηφίων.

103   Η Επιτροπή αντιτίθεται στα αιτήματα αυτά.

104   Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει πίνακα με τη σύνθεση των εξεταστικών επιτροπών καθώς και τα πρακτικά της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού COM/A/6/01 για τον τομέα 02. Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τη δικογραφία και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι παρέλκει η λήψη των άλλων ζητηθέντων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

105   Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106   Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 88 του ίδιου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους.

107   Επειδή ο προσφεύγων ηττήθηκε και η Επιτροπή ζήτησε από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο, κάθε διάδικος θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει :

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Cooke

Labucka

Trstenjak

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2005.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. D. Cooke


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.