Language of document : ECLI:EU:C:2023:679

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 14ης Σεπτεμβρίου 2023 (1)

Υπόθεση C75/22

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Τσεχικής Δημοκρατίας

«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 2005/36/ΕΚ και 2013/55/ΕE – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ – Πρακτική άσκηση προσαρμογής – Δοκιμασία επάρκειας – Καθορισμός του καθεστώτος του ασκούμενου μετανάστη και του καθεστώτος του αιτούντος που επιθυμεί να προετοιμαστεί για τη δοκιμασία επάρκειας – Άρθρο 6, στοιχείο βʹ – Πάροχοι υπηρεσιών – Απαλλαγή από την υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου στο κράτος μέλος υποδοχής – Άρθρο 45, παράγραφος 2 – Φαρμακοποιοί – Ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων – Συμπληρωματική επαγγελματική πείρα»






I.      Εισαγωγή

1.        Στην υπό κρίση υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ κατά της Τσεχικής Δημοκρατίας με την αιτιολογία ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο πλείονες διατάξεις της οδηγίας 2005/36/ΕΚ (2), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ (3) (στο εξής: οδηγία 2005/36).

2.        Η Επιτροπή διατυπώνει οκτώ αιτιάσεις. Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην πρώτη, στη δεύτερη, στην τέταρτη και στην πέμπτη αιτίαση.

3.        Με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36, καθ’ ο μέρος η διάταξη αυτή επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους την υποχρέωση να καθορίζουν το καθεστώς των προσώπων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή επιθυμούν να προετοιμαστούν για δοκιμασία επάρκειας.

4.        Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή προσάπτει στην Τσεχική Δημοκρατία ότι δεν μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, όσον αφορά, αφενός, την απαλλαγή των παρόχων υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος από την υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου στο κράτος μέλος υποδοχής και, αφετέρου, την υποχρέωση ενημέρωσης του εν λόγω φορέα από τους παρόχους υπηρεσιών.

5.        Η τέταρτη αιτίαση αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων του άρθρου 21, παράγραφος 6, και του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36, που αφορούν τον επαγγελματικό τίτλο του νοσοκόμου που είναι υπεύθυνος για γενική περίθαλψη.

6.        Με την πέμπτη αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν διασφάλισε για τους κατόχους τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης στον τομέα της φαρμακευτικής την πρόσβαση στις δραστηριότητες του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2005/36.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

7.        Κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση είναι οι διατάξεις των άρθρων 3, 6, 21, 31, 44 και 45 της οδηγίας 2005/36.

Β.      Το τσεχικό δίκαιο

1.      Ο νόμος περί αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων

8.        Το άρθρο 13 του zákon č. 18/2004 Sb., o uznávání odborné kvalifikace a jiné způsobilosti státních příslušníků členských států Evropské unie a některých příslušníků jiných států a o změně některých zákonů (νόμου 18/2004 Sb., περί αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων και λοιπών δεξιοτήτων των υπηκόων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ορισμένων υπηκόων άλλων κρατών και περί τροποποίησης ορισμένων νόμων, στο εξής: νόμος 18/2004), προβλέπει τα εξής:

«(1)      Ως “περίοδος προσαρμογής”, νοείται η περίοδος κατά την οποία ο αιτών ασκεί νομοθετικά ρυθμιζόμενες δραστηριότητες στην Τσεχική Δημοκρατία υπό την επίβλεψη φυσικού προσώπου που διαθέτει τα αναγκαία επαγγελματικά προσόντα, με σκοπό τη συμπλήρωση των γνώσεων στους θεωρητικούς και πρακτικούς τομείς οι οποίοι αποτελούν μέρος του περιεχομένου της εκπαίδευσης και της κατάρτισης που οδηγεί στην απονομή του απαιτούμενου στην Τσεχική Δημοκρατία πιστοποιητικού κατάρτισης και των οποίων η γνώση είναι αναγκαία για την άσκηση των ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων. Η πρακτική άσκηση προσαρμογής μπορεί να περιλαμβάνει και σπουδές ή συμπληρωματική κατάρτιση με σκοπό τη συμπλήρωση των επαγγελματικών προσόντων.

(2)      Η αρχή αναγνώρισης συντάσσει κατάλογο με τους τομείς των οποίων η γνώση είναι αναγκαία για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας και οι οποίοι, κατά το υποβαλλόμενο έγγραφο, δεν περιλαμβάνονται στα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος. Οι εν λόγω τομείς μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο τις θεωρητικές γνώσεις όσο και τις πρακτικές ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας.

(3)      Η αρχή αναγνώρισης καθορίζει με την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 24 τους όρους διεξαγωγής της περιόδου προσαρμογής, ήτοι:

a)      τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής·

b)      τους τομείς της παραγράφου 2 των οποίων τη γνώση πρέπει να συμπληρώσει ο αιτών κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής,

c)      τη μέθοδο αξιολόγησης της περιόδου προσαρμογής.

(4)      Η διάρκεια της πρακτικής άσκησης προσαρμογής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη. Εάν ο αιτών προτίθεται να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενη δραστηριότητα στην Τσεχική Δημοκρατία, εφόσον για τη διεξαγωγή της απαιτείται η απόδειξη προσόντων πρώτου επιπέδου, η διάρκεια της περιόδου προσαρμογής δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο έτη.

(5)      Με βάση τη δήλωση του μνημονευόμενου στην παράγραφο 1 προσώπου που διαθέτει τα αναγκαία επαγγελματικά προσόντα, η αρμόδια για την αναγνώριση αρχή αξιολογεί κατά πόσον επιτεύχθηκε ο σκοπός της πρακτικής άσκησης προσαρμογής μετά τη λήξη της περιόδου που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3, στοιχείο a, ή, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος, μετά το ήμισυ της περιόδου αυτής, εν συνεχεία δε κάθε έξι μήνες. Ο σκοπός της πρακτικής άσκησης προσαρμογής επιτυγχάνεται εφόσον ο αιτών αποδείξει τη γνώση των τομέων της παραγράφου 3, στοιχείο b. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή αναγνώρισης αναγνωρίζει τα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος.»

9.        Το άρθρο 14 του ανωτέρω νόμου προβλέπει τα εξής:

«(1)      Δοκιμασία επάρκειας είναι η εξέταση των επαγγελματικών γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων του αιτούντος η οποία αποσκοπεί στην αξιολόγηση της ικανότητάς του να ασκήσει νομοθετικά ρυθμιζόμενη δραστηριότητα στην Τσεχική Δημοκρατία. Η δοκιμασία επάρκειας διεξάγεται ενώπιον αρχής αναγνώρισης, άλλης διοικητικής αρχής, σε πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα σχετικό με το οικείο αντικείμενο (στο εξής “φορέας εξέτασης”).

(2)      Η αρχή αναγνώρισης συντάσσει κατάλογο με τους τομείς των οποίων η γνώση είναι αναγκαία για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας και οι οποίοι, κατά το υποβαλλόμενο έγγραφο, δεν περιλαμβάνονται στα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος. Οι εν λόγω τομείς μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο τις θεωρητικές γνώσεις όσο και τις πρακτικές ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας.

(3)      Η αρχή αναγνώρισης καθορίζει με την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 24 τους όρους διεξαγωγής της δοκιμασίας επάρκειας, ήτοι:

a)      τους τομείς της παραγράφου 2 που θα αποτελέσουν αντικείμενο της δοκιμασίας επάρκειας· και

b)      τη διαδικασία και τη μέθοδο αξιολόγησης της δοκιμασίας επάρκειας.

(4)      Η αρμόδια για την αναγνώριση αρχή διασφαλίζει ότι ο αιτών έχει τη δυνατότητα να υποβληθεί στη δοκιμασία επάρκειας εντός 6 μηνών από την απόφαση της παραγράφου 3.

(5)      Η δοκιμασία επάρκειας αποτελείται κατά κανόνα από γραπτό και προφορικό μέρος. Η δοκιμασία επάρκειας διεξάγεται κατά κανόνα στην τσεχική γλώσσα, ενώ για το περιεχόμενό της λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών είναι πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος στο [κράτος μέλος καταγωγής]. Τα έξοδα της δοκιμασίας επάρκειας βαρύνουν τον αιτούντα και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 6 500 τσεχικές κορώνες (CZK) (4).

(6)      Ο φορέας εξέτασης αξιολογεί κατά πόσον ο υποψήφιος πέτυχε ή απέτυχε στη δοκιμασία επάρκειας. Ο υποψήφιος έχει επιτύχει στην εξέταση εφόσον αποδείξει τις γνώσεις του στους τομείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, στοιχείο a. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή αναγνώρισης αναγνωρίζει τα επαγγελματικά προσόντα του αιτούντος.»

10.      Το άρθρο 15 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Εκτελεστικός ή επαγγελματικός κανονισμός μπορεί να προβλέπει, για μεμονωμένες νομοθετικά ρυθμιζόμενες δραστηριότητες ή για ομάδα νομοθετικά ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, τη μέθοδο καθορισμού της διάρκειας της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και των όρων διεξαγωγής και αξιολόγησης της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας, συμπεριλαμβανομένων της μορφής, του περιεχομένου και του εύρους της δοκιμασίας επάρκειας.»

11.      Κατά το άρθρο 36a του ίδιου νόμου:

«(1)      Ο αιτών ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους […] και ο οποίος ασκεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής την οικεία δραστηριότητα, που αποτελεί νομοθετικά ρυθμιζόμενη δραστηριότητα στην Τσεχική Δημοκρατία, έχει επίσης δικαίωμα να ασκεί την εν λόγω δραστηριότητα προσωρινά ή περιστασιακά και στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας χωρίς να απαιτείται να τηρήσει την υποχρέωση εγγραφής, καταχώρισης, λήψεως άδειας ή προσχώρησης σε επαγγελματική οργάνωση σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία και χωρίς να απαιτείται να ζητήσει την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων του […].

(2)      Εάν η εν λόγω δραστηριότητα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενη στο κράτος μέλος καταγωγής, ο αιτών οφείλει να αποδείξει ότι άσκησε τη δραστηριότητα αυτή σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη επί ένα τουλάχιστον έτος κατά τη διάρκεια των δέκα προηγούμενων ετών ή να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση που τον προετοιμάζει για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα στο κράτος μέλος καταγωγής […].

(3)      Εφόσον για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας στην Τσεχική Δημοκρατία απαιτείται έγγραφο περί ασφάλισης αστικής ευθύνης για ζημίες που προκαλούνται κατά την άσκηση της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας, ο αιτών υποχρεούται να αποδείξει ότι είναι ασφαλισμένος στην έκταση και υπό τους όρους που επιβάλλονται από ειδική νομοθετική ρύθμιση.

(4)      Ο αιτών έχει την υποχρέωση, πριν από την έναρξη ασκήσεως της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας, να ενημερώσει σχετικώς εγγράφως την αρχή αναγνώρισης. Η ενημέρωση περιλαμβάνει:

a)      το/τα όνομα/ονόματα και το/τα επώνυμο/επώνυμα του αιτούντος, την ημερομηνία γέννησης και την ιθαγένειά του,

b)      την ονομασία της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας που πρόκειται να ασκηθεί και αναφορά περί του κατά πόσον η δραστηριότητα ρυθμίζεται νομοθετικά στο κράτος μέλος καταγωγής ή αναφορά της δραστηριότητας της οποίας το περιεχόμενο είναι πλησιέστερο σε αυτήν,

c)      αναφορά των επαγγελματικών προσόντων και επίσης, στις περιπτώσεις της παραγράφου 2, αναφορά σχετικά με την άσκηση της νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας ή την παρακολούθηση της νομοθετικά ρυθμιζόμενης εκπαίδευσης,

d)      τα στοιχεία εργοδότη εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν ο αιτών είναι αποσπασμένος στην Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών από τον λόγω εργοδότη, ήτοι:

1.      όνομα/ονόματα και επώνυμο/επώνυμα, ημερομηνία γέννησης, κράτος μέλος εγκατάστασης, διεύθυνση της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας, εάν ο εργοδότης είναι φυσικό πρόσωπο, ή

2.      επωνυμία, καταστατική έδρα και κράτος εγκατάστασης, σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο.

(5)      Ο αιτών επισυνάπτει στο ενημερωτικό σημείωμα της παραγράφου 4:

a)      δελτίο ταυτότητας, έγγραφο που πιστοποιεί την ιθαγένεια του υποβάλλοντος και, κατά περίπτωση, έγγραφο που επιβεβαιώνει το νομικό καθεστώς που μνημονεύεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2· οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφος 6, πρώτη και δεύτερη περίοδος, και παράγραφος 7, εφαρμόζονται mutatis mutandis,

b)      έγγραφο που πιστοποιεί ότι ο αιτών είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος καταγωγής και ασκεί την οικεία δραστηριότητα σύμφωνα με τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους και ότι η χορηγηθείσα σε αυτόν άδεια ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας στο κράτος μέλος καταγωγής δεν έχει ανακληθεί ή ανασταλεί προσωρινά· οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφος 7, εφαρμόζονται mutatis mutandis,

c)      απόδειξη των επαγγελματικών προσόντων· οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφοι 4, 5, 6, πρώτη και τρίτη περίοδος, και παράγραφοι 7 και 8, εφαρμόζονται mutatis mutandis,

d)      το έγγραφο που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εάν η δραστηριότητα δεν ρυθμίζεται νομοθετικά στο κράτος μέλος καταγωγής· οι διατάξεις του άρθρου 22, παράγραφοι 4, 5, 6, πρώτη και τρίτη περίοδος, και παράγραφοι 7 και 8, εφαρμόζονται mutatis mutandis,

e)      έγγραφο σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφόσον για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας στην Τσεχική Δημοκρατία είναι αναγκαία η απόδειξη ασφάλισης της αστικής ευθύνης για ζημίες που προκαλούνται κατά την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας· οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 22 εφαρμόζονται mutatis mutandis.

(6)      Το Υπουργείο ενημερώνει σχετικά με την εκπλήρωση της υποχρέωσης γνωστοποίησης κατά τρόπο που καθιστά δυνατή την πρόσβαση εξ αποστάσεως.

(7)      Εάν η γνωστοποίηση ή τα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα δεν πληρούν τις απαιτήσεις του κώδικα διοικητικής δικονομίας ή των παραγράφων 4 και 5, η αρχή αναγνώρισης βοηθά τον αιτούντα να αποκαταστήσει τις ελλείψεις επιτόπου ή τον καλεί αμέσως να τις αποκαταστήσει. Συγχρόνως, τον ειδοποιεί ότι, έως ότου διορθωθούν οι ελλείψεις ή μέχρι την οριζόμενη στο άρθρο 36b, παράγραφος 6, προθεσμία, εφόσον ειδικός νόμος προβλέπει ως προϋπόθεση τον έλεγχο των επαγγελματικών προσόντων, δεν έχει το δικαίωμα να ασκεί νομοθετικά ρυθμιζόμενη δραστηριότητα στην Τσεχική Δημοκρατία.

(8)      Ο αιτών υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως την αρχή αναγνώρισης για κάθε μεταβολή που αφορά το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στη γνωστοποίηση ή στα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των γεγονότων που ενδέχεται να αποτελούν λόγο παύσεως ισχύος της άδειας προσωρινής ή περιστασιακής ασκήσεως νομοθετικά ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας. Εφόσον ο αιτών προτίθεται να προβεί στην προσωρινή ή περιστασιακή άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενης δραστηριότητας στην Τσεχική Δημοκρατία δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία υποβολής πλήρους γνωστοποίησης, υποχρεούται να υποβάλει εκ νέου τη γνωστοποίηση αυτή, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 24c, παράγραφος 3. Κατά την επανυποβολή της γνωστοποίησης, ο αιτών υποχρεούται να προσκομίσει τα έγγραφα που μνημονεύονται στην παράγραφο 5, στοιχεία b έως e, μόνο σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αρχική γνωστοποίηση ή στα έγγραφα που προσαρτώνται σε αυτήν.

(9)      Η αρχή αναγνώρισης καταχωρίζει τα δεδομένα που αφορούν τον αιτούντα και τα πραγματικά περιστατικά που αυτός έχει γνωστοποιήσει σε χωριστό αρχείο. Σε κάθε γνωστοποίηση η αρχή αναγνώρισης σημειώνει τον αριθμό καταχώρισης, την ημερομηνία γνωστοποίησης, την ημερομηνία υποβολής της πλήρους γνωστοποίησης στην αρχή αναγνώρισης και ένδειξη σχετικά με το κύρος της γνωστοποίησης.»

2.      Ο νόμος περί δημόσιας ασφάλισης ασθενείας

12.      Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του zákon č. 48/1997 Sb., o veřejném zdravotním pojištění a o změně a doplnění některých souvisejících zákonů (νόμου 48/1997 Sb., περί δημόσιας ασφάλισης ασθενείας και περί τροποποίησης και συμπλήρωσης ορισμένων συναφών πράξεων, στο εξής: νόμος 48/1997), προβλέπει τα εξής:

«(1)      Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα:

a)      στην επιλογή ταμείου ασφάλισης ασθενείας […]·

b)      στην επιλογή παρόχου υπηρεσιών υγείας στην επικράτεια της Τσεχικής Δημοκρατίας […] ο οποίος είναι συμβεβλημένος με το αντίστοιχο ταμείο ασφάλισης ασθενείας […]·

c)      στην πρόσβαση, από απόψεως χρόνου και τόπου, σε υπηρεσίες των οποίων η δαπάνη καλύπτεται και οι οποίες παρέχονται από παρόχους συμβεβλημένους με το αντίστοιχο ταμείο ασφάλισης ασθενείας·

d)      στην παροχή υπηρεσιών των οποίων η δαπάνη καλύπτεται στην έκταση και υπό τους όρους που καθορίζει ο παρών νόμος, ενώ ο πάροχος δεν μπορεί να λάβει από τον ασφαλισμένο καμία αμοιβή ως αντάλλαγμα για τις εν λόγω καλυπτόμενες υπηρεσίες·

[…]».

13.      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«(1)      Για τη διασφάλιση των παροχών σε είδος στο πλαίσιο της παροχής καλυπτόμενων υπηρεσιών σε ασφαλισμένους, το ταμείο ασφάλισης ασθενείας (Všeobecná zdravotní pojišťovna České republiky) και τα λοιπά ταμεία ασφάλισης ασθενείας συνάπτουν […] συμβάσεις με τους παρόχους για την παροχή και την απόδοση των δαπανών των καλυπτόμενων υπηρεσιών. […] Δεν απαιτούνται συμβάσεις σε περίπτωση παροχής

a)      επείγουσας περίθαλψης στον ασφαλισμένο,

[…]».

3.      Ο νόμος περί των προϋποθέσεων απόκτησης και αναγνώρισης των επαγγελματικών ικανοτήτων και των ειδικών ικανοτήτων για την άσκηση των επαγγελμάτων του ιατρού, του οδοντιάτρου και του φαρμακοποιού

14.      Το άρθρο 2, στοιχείο g, του Zákon č. 95/2004 Sb., o podmínkách získávání a uznávání odborné způsobilosti a specializované způsobilosti k výkonu zdravotnického povolání lékaře, zubního lékaře a farmaceuta (νόμου 95/2004 Sb., περί των προϋποθέσεων απόκτησης και αναγνώρισης των επαγγελματικών ικανοτήτων και των ειδικών ικανοτήτων για την άσκηση των επαγγελμάτων του ιατρού, του οδοντιάτρου και του φαρμακοποιού, στο εξής: νόμος 95/2004), προβλέπει τα εξής:

«Ως “ανεξάρτητη άσκηση της δραστηριότητας” του φαρμακοποιού νοείται η άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες δικαιούται να ασκεί […] ο φαρμακοποιός χωρίς επαγγελματική επίβλεψη και με βάση τη δική του αξιολόγηση και εκτίμηση σχετικά με την κατάσταση της υγείας του ασθενούς και τις συναφείς περιστάσεις.»

15.      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Μετά την απόκτηση των επαγγελματικών ικανοτήτων, […] ο φαρμακοποιός έχει το δικαίωμα να ασκεί ανεξάρτητα τις δραστηριότητες που περιλαμβάνει η παροχή φαρμακευτικής περίθαλψης σύμφωνα με τον νόμο περί των υπηρεσιών υγείας, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων των οποίων η ανεξάρτητη άσκηση υπόκειται στην απόκτηση ειδικών ικανοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 11. Ο φαρμακοποιός έχει επίσης δικαίωμα να ασκεί δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης, και δη στο πλαίσιο της παρασκευής και του ελέγχου φαρμάκων, καθώς και της αποθήκευσης και διανομής φαρμάκων σε διανομέα φαρμάκων σύμφωνα με τον νόμο [378/2007 Sb.] περί φαρμάκων».

16.      Το άρθρο 11 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«(1)      Η ειδική ικανότητα του φαρμακοποιού αποκτάται με:

a)      την επιτυχή ολοκλήρωση ειδικής εκπαίδευσης η οποία βεβαιώνεται από δοκιμασία πιστοποίησης […], βάσει της οποίας το Υπουργείο χορηγεί στον φαρμακοποιό δίπλωμα ειδίκευσης στον οικείο τομέα ειδίκευσης, ή

b)      την απόκτηση συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας σύμφωνα με το αντίστοιχο πρόγραμμα εκπαίδευσης σε ίδρυμα εγκεκριμένο για τον αντίστοιχο τομέα εκπαίδευσης ή για τον αντίστοιχο τομέα συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας, το οποίο θα χορηγεί στον αιτούντα βεβαίωση ολοκλήρωσης του προγράμματος.

(2)      Οι τομείς ειδικής εκπαίδευσης των φαρμακοποιών, οι τίτλοι ειδικότητας καθώς και η διάρκεια της ειδικής εκπαίδευσης περιγράφονται στο παράρτημα 1 του παρόντος νόμου. […]

(3)      Η αίτηση εγγραφής για την απόκτηση συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας υποβάλλεται από τον υποψήφιο σε ίδρυμα διαπιστευμένο στο επάγγελμα στο οποίο πρόκειται να αποκτηθεί η συμπληρωματική επαγγελματική πείρα. Η αίτηση περιλαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία για τις κτηθείσες επαγγελματικές ικανότητες και, κατά περίπτωση, για τις κτηθείσες ειδικές ικανότητες, καθώς και τη μνημονευόμενη στο άρθρο 23 επαγγελματική καρτέλα […].

[…]

(5)      Το Υπουργείο χορηγεί το δίπλωμα κτηθείσας ειδικής ικανότητας κατόπιν αιτήσεως υποψηφίου ο οποίος έχει αποκτήσει τη συμπληρωματική επαγγελματική πείρα της παραγράφου 1, στοιχείο b. Η αίτηση χορήγησης του διπλώματος κτηθείσας ειδικής ικανότητας πρέπει να συνοδεύεται από βεβαίωση του διαπιστευμένου ιδρύματος της παραγράφου 1, στοιχείο b.

[…]

(7)      Η απόκτηση ειδικής ικανότητας κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο a, αποτελεί προϋπόθεση […] για την ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων

a)      σχετικών με την προστασία της δημόσιας υγείας,

b)      σε κέντρα μετάγγισης αίματος,

c)      στον τομέα των φαρμακευτικών τεχνολογιών,

d)      στον τομέα των εργαστηριακών και αναλυτικών μεθόδων στον χώρο της υγείας και

e)      στον τομέα των ραδιοφαρμάκων.

(8)      Η απόκτηση ειδικής ικανότητας κατά την έννοια της παραγράφου 1 στον τομέα της πρακτικής λειτουργίας φαρμακείου αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη διαχείριση φαρμακείου […].

(9)      Η απόκτηση ειδικής ικανότητας στον τομέα της κλινικής φαρμακευτικής κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο a, αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση των δραστηριοτήτων του κλινικού φαρμακοποιού.

(10)      Η απόκτηση συγκεκριμένης ειδικής ικανότητας στον τομέα της νοσοκομειακής φαρμακευτικής αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων σχετικών με τη διαχείριση φαρμακείου που διαθέτει ειδικές εγκαταστάσεις για την παρασκευή ιδιαιτέρως σύνθετων φαρμακευτικών μορφών: κατά την έννοια του παρόντος νόμου, ως “ιδιαιτέρως σύνθετες φαρμακευτικές μορφές” νοούνται τα αποστειρωμένα φάρμακα που προορίζονται για παρεντερική χρήση και τα οποία παρασκευάζονται σε ειδικές εγκαταστάσεις εντός των φαρμακείων.

(11)      Η απόκτηση ειδικής ικανότητας κατά την έννοια της παραγράφου 1, στοιχείο a, στον τομέα των ραδιοφαρμάκων ή των φαρμακευτικών τεχνολογιών, ή η απόκτηση συγκεκριμένης ειδικής ικανότητας στον τομέα της νοσοκομειακής φαρμακευτικής αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων παρασκευής ιδιαιτέρως σύνθετων φαρμακευτικών μορφών.

(12)      Πριν από την απόκτηση ειδικής ικανότητας, ο φαρμακοποιός ασκεί τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στις παραγράφους 7 έως 11 υπό την επαγγελματική επίβλεψη επαγγελματία του τομέα της υγείας ο οποίος κατέχει την αντίστοιχη ειδική ικανότητα.»

III. Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

17.      Η οδηγία 2013/55 για την τροποποίηση της οδηγίας 2005/36 έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο το αργότερο μέχρι τις 18 Ιανουαρίου 2016 (5).

18.      Στις 25 Ιανουαρίου 2019 η Επιτροπή απηύθυνε στην Τσεχική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν από το εν λόγω κράτος μέλος για τη μεταφορά της οδηγίας 2005/36 στο εσωτερικό δίκαιο. Στις 22 Μαρτίου 2019 η Τσεχική Δημοκρατία απάντησε στην εν λόγω προειδοποιητική επιστολή.

19.      Αφού εξέτασε την απάντηση αυτή, η Επιτροπή απέστειλε, στις 28 Νοεμβρίου 2019, αιτιολογημένη γνώμη στην Τσεχική Δημοκρατία. Το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στην αιτιολογημένη γνώμη στις 28 Ιανουαρίου 2020.

20.      Στις 18 Φεβρουαρίου 2021 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Τσεχική Δημοκρατία συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, στην οποία το εν λόγω κράτος μέλος απάντησε στις 16 Απριλίου 2021.

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

21.      Εκτιμώντας ότι, παρά τις εξηγήσεις της, η Τσεχική Δημοκρατία δεν είχε μεταφέρει ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο πλείονες διατάξεις της οδηγίας 2005/36, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή, με δικόγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2022.

22.      Η Τσεχική Δημοκρατία κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 25 Απριλίου 2022.

23.      Εν συνεχεία, η Επιτροπή και η Τσεχική Δημοκρατία κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 7 Ιουνίου 2022 και στις 29 Ιουλίου 2022 αντιστοίχως.

24.      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Τσεχική Δημοκρατία, καθόσον δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, το άρθρο 7, παράγραφος 3, το άρθρο 21, παράγραφος 6, το άρθρο 31, παράγραφος 3, το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, το άρθρο 45, παράγραφος 3, το άρθρο 50, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα VII, σημείο 1, στοιχεία δʹ και εʹ, και το άρθρο 51, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας,

–        να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

25.      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέρος που αφορά τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο, τον πέμπτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως ως απαράδεκτη,

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά τα λοιπά ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26.      Επικουρικώς, η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

V.      Νομική ανάλυση

Α.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27.      Η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί το παραδεκτό των αιτιάσεων που αποτελούν αντικείμενο των παρουσών προτάσεων. Συναφώς, προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πλείονες λόγους απαραδέκτου οι οποίοι αφορούν, αφενός, την έλλειψη συνοχής και σαφήνειας των αιτιάσεων που διατύπωσε η Επιτροπή τόσο κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία όσο και κατά την ένδικη διαδικασία και, αφετέρου, τη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς.

28.      Προκειμένου να καταστεί δυνατό για το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των προβαλλόμενων λόγων απαραδέκτου, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να υπομνησθούν τα βασικά σημεία της νομολογίας του επί των επίμαχων ζητημάτων.

1.      Επί της υποχρεώσεως εκθέσεως των αιτιάσεων κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή

29.      Όσον αφορά, αφενός, την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι να παρασχεθεί στο οικείο κράτος μέλος η δυνατότητα να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, συγχρόνως, να προβάλει λυσιτελώς τα μέσα άμυνάς του κατά των αιτιάσεων της Επιτροπής (6). Το νομότυπο της εν λόγω διαδικασίας συνιστά ουσιώδη εγγύηση παρεχόμενη από τη Συνθήκη ΛΕΕ όχι μόνο για την προστασία των δικαιωμάτων του εν λόγω κράτους μέλους, αλλά και για να διασφαλιστεί ότι η δίκη που ενδέχεται να κινηθεί θα έχει ως αντικείμενο διαφορά που έχει καθοριστεί με σαφήνεια (7).

30.      Εξάλλου, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη πρέπει να περιλαμβάνει συνεκτική και λεπτομερή παράθεση των λόγων βάσει των οποίων η Επιτροπή σχημάτισε την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη μια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη, η προειδοποιητική επιστολή δεν μπορεί να υπόκειται σε απαιτήσεις ακριβείας εξίσου αυστηρές με εκείνες που ισχύουν για την αιτιολογημένη γνώμη, δεδομένου ότι η προειδοποιητική επιστολή κατ’ ανάγκη συνίσταται απλώς σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αναπτύξει λεπτομερώς, στην αιτιολογημένη γνώμη, τις αιτιάσεις που ήδη διατύπωσε σε πιο γενικές γραμμές στην προειδοποιητική επιστολή (8).

31.      Όσον αφορά, αφετέρου, την ένδικη διαδικασία, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αιτιάσεις πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής με τρόπο λογικά συνεπή και ακριβή, ούτως ώστε να παρέχεται στο κράτος μέλος και στο Δικαστήριο η δυνατότητα να αντιληφθούν επακριβώς την έκταση της προσαπτόμενης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, όπερ συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου το κράτος μέλος να μπορέσει να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και το Δικαστήριο να μπορέσει να ελέγξει την ύπαρξη της προβαλλόμενης παραβάσεως (9). Ειδικότερα, η Επιτροπή πρέπει να εκθέτει στο δικόγραφο της προσφυγής, κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή, τους λόγους για τους οποίους σχημάτισε την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη κάποια από τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις Συνθήκες (10).

2.      Επί της υποχρεώσεως μη μεταβολής του αντικειμένου της διαφοράς

32.      Επ’ αυτού του ζητήματος, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, η προειδοποιητική επιστολή που απευθύνει η Επιτροπή στο κράτος μέλος και, ακολούθως, η αιτιολογημένη γνώμη που εκδίδει οριοθετούν το αντικείμενο της διαφοράς, το οποίο, επομένως, δεν μπορεί μεταγενέστερα να διευρυνθεί. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, ακόμη και αν το κράτος μέλος κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής, αποτελεί ουσιαστική εγγύηση που απορρέει από τη Συνθήκη, η δε τήρησή της συνιστά ουσιώδη τύπο για τη νομιμότητα της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις που προβάλλονται με την προειδοποιητική επιστολή, με την οποία η Επιτροπή κινεί την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία (11). Εάν κάτι τέτοιο δεν ισχύει, η σχετική παρατυπία δεν αίρεται από το γεγονός ότι το καθού κράτος μέλος διατύπωσε παρατηρήσεις επί της αιτιολογημένης γνώμης (12).

33.      Πάντως, μολονότι είναι αληθές ότι το αντικείμενο της προσφυγής οριοθετείται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία και, συνεπώς, η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή πρέπει να στηρίζονται σε πανομοιότυπες αιτιάσεις (13), η επιταγή αυτή δεν μπορεί να βαίνει μέχρις σημείου να απαιτείται οπωσδήποτε απόλυτη σύμπτωση ως προς τη διατύπωση των πράξεων αυτών, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν διευρύνθηκε ή δεν τροποποιήθηκε (14). Επομένως, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να διευκρινίζει στο δικόγραφο της προσφυγής της τις αρχικές αιτιάσεις της, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς (15).

34.      Οι λόγοι απαραδέκτου που προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της ως άνω νομολογίας.

Β.      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36

1.      Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

35.      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου.

36.      Κατά πρώτον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αιτίαση που διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν αντιστοιχεί στην αιτίαση που περιλαμβανόταν στην αιτιολογημένη γνώμη. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η αιτιολογημένη γνώμη αφορούσε αποκλειστικώς και μόνον το γεγονός ότι η τσεχική νομοθεσία όφειλε να διευκρινίσει το καθεστώς των ενδιαφερομένων, ενώ, με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει πλέον στην Τσεχική Δημοκρατία ότι δεν θέσπισε στο εθνικό δίκαιο την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να καθορίζουν το καθεστώς των ενδιαφερομένων.

37.       Κατά δεύτερον, η Τσεχική Δημοκρατία διατείνεται ότι η αιτίαση δεν είναι σαφώς διατυπωμένη. Επισημαίνει ότι, στο σημείο 23 του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή αφήνει να εννοηθεί ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εκδίδει πράξη καθορισμού του καθεστώτος αυτού για έκαστο ενδιαφερόμενο, ενώ, στο σημείο 22 του δικογράφου της προσφυγής, φαίνεται να δέχεται ότι το καθεστώς των προσώπων αυτών μπορεί να προβλέπεται από τον νόμο.

38.      Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αιτίαση είναι παραδεκτή. Υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της διαφοράς, όπως καθορίστηκε με την προειδοποιητική επιστολή και εν συνεχεία με την αιτιολογημένη γνώμη, ούτε διευρύνθηκε ούτε μεταβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής. Προσθέτει ότι η εν λόγω αιτίαση αφορά σαφώς τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36, ως προς την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών να καθορίζουν το νομικό καθεστώς των προσώπων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή επιθυμούν να προετοιμαστούν για δοκιμασία επάρκειας.

β)      Εκτίμηση

39.      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, αφενός, από την αιτιολογημένη γνώμη (16) προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, οι διατάξεις του τσεχικού δικαίου οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή την οδηγία 2005/36 δεν διευκρινίζουν το νομικό καθεστώς των προσώπων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή προετοιμάζονται για δοκιμασία επάρκειας, και επίσης δεν συνιστούν νομική βάση παρέχουσα στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να διευκρινίσουν το καθεστώς αυτό. Προσθέτει ότι το εν λόγω καθεστώς πρέπει να είναι αρκούντως σαφές και ακριβές ώστε να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους. Αφετέρου, κατά το δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσε η Επιτροπή, οι κρίσιμες διατάξεις του τσεχικού δικαίου δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, του νομικού καθεστώτος των ενδιαφερομένων.

40.      Κατά τη γνώμη μου, από την αντιπαραβολή αυτή προκύπτει ότι, τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή προσάπτει στην τσεχική νομοθεσία ότι δεν διευκρινίζει επαρκώς το νομικό καθεστώς των προσώπων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή προετοιμάζονται για δοκιμασία επάρκειας. Ως εκ τούτου, κατ’ εμέ, η Επιτροπή δεν μετέβαλε το αντικείμενο της διαφοράς στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας και, επομένως, ο προβαλλόμενος λόγος απαραδέκτου είναι αβάσιμος.

41.      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, αναφορικά με την υποχρέωση εκθέσεως της αιτιάσεως κατά τρόπο συνεκτικό και ακριβή, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την απαίτηση αυτή, δεδομένου ότι, όπως προανέφερα, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η Επιτροπή υποστηρίζει σαφώς ότι το τσεχικό δίκαιο δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό του νομικού καθεστώτος των ενδιαφερομένων προσώπων. Επομένως, και αυτός ο λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

2.      Επί της βασιμότητας της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

42.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διατάξεις του τσεχικού δικαίου, ήτοι τα άρθρα 13 έως 15 του νόμου 18/2004, δεν διευκρινίζουν το νομικό καθεστώς των προσώπων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή προετοιμάζονται για δοκιμασία επάρκειας.

43.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο κύριος σκοπός των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36 είναι να διασφαλίσει για τους ενδιαφερομένους ασφαλές και αρκούντως σαφές νομικό καθεστώς ώστε να καθίσταται δυνατό γι’ αυτούς να μην εκτίθενται, στο κράτος μέλος στο οποίο μεταβαίνουν, στον κίνδυνο αυθαίρετων αποφάσεων.

44.       Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν αναφέρει καμία διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που να καθιστά δυνατό τον σαφή καθορισμό του καθεστώτος των ενδιαφερομένων προσώπων.

45.      Από την πλευρά της, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι η αιτίαση της Επιτροπής είναι αβάσιμη.

46.      Η Τσεχική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να μεταφέρουν κατά γράμμα τη διάταξη μιας οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο. Επισημαίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36 δεν μνημονεύει τα συγκεκριμένα δικαιώματα και τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις που πρέπει να αναγνωρίζονται στους ενδιαφερομένους, ούτε απαιτεί να τους αναγνωρίζεται ειδικό καθεστώς, οπότε δεν απαγορεύεται, όπως προβλέπει το τσεχικό δίκαιο, το καθεστώς των προσώπων αυτών να αποτελεί αντικείμενο γενικής νομοθεσίας.

47.      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι η οδηγία 2005/36 δεν απαιτεί η εθνική νομοθεσία να προβλέπει την εφαρμογή ενιαίου καθεστώτος για τα πρόσωπα που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής ή προετοιμάζονται για δοκιμασία επάρκειας. Μια τέτοια απαίτηση στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι τα εν λόγω πρόσωπα αποτελούν ομοιογενή ομάδα που δύναται να υπαχθεί σε ενιαίο ειδικό καθεστώς, ενώ το καθεστώς των ενδιαφερομένων εξαρτάται κατ’ ανάγκην από την προσωπική τους κατάσταση. Εκτιμά δε ότι το τσεχικό δίκαιο περιέχει σαφή και ακριβή κριτήρια τα οποία παρέχουν στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να προσδιορίσουν το καθεστώς τους ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες της διαμονής τους.

β)      Εκτίμηση

48.      Για την εξέταση της υπό κρίση αιτιάσεως επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να διευκρινιστεί το ακριβές αντικείμενο και περιεχόμενο της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36.

49.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (17).

50.      Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με την οδηγία 2005/36, από τα άρθρα 1 και 4 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η αμοιβαία αναγνώριση αποσκοπεί κυρίως στο να καταστήσει δυνατή στον κάτοχο επαγγελματικού προσόντος, βάσει του οποίου του παρέχεται πρόσβαση σε επάγγελμα νομοθετικώς κατοχυρωμένο στο κράτος μέλος καταγωγής του, την εντός του κράτους μέλους υποδοχής πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα με εκείνο για το οποίο διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και την άσκησή του στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς (18).

51.      Περαιτέρω, τα άρθρα 10 έως 14 της οδηγίας 2005/36 θεσπίζουν γενικό σύστημα αναγνώρισης των τίτλων εκπαίδευσης. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής οφείλει να παρέχει στους αιτούντες τη δυνατότητα ανάληψης νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, εφόσον είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που μνημονεύονται στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας και έχουν εκδοθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για τον ίδιο σκοπό. Τούτου δοθέντος, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να προβαίνει σε σύγκριση μεταξύ των απαιτήσεων εκπαίδευσης που προβλέπει η δική του νομοθεσία και εκείνων που προβλέπονται στο κράτος μέλος καταγωγής. Μετά το πέρας του ελέγχου αυτού, το κράτος μέλος υποδοχής έχει, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, τη δυνατότητα να επιβάλλει, σε περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις (19), αντισταθμιστικά μέτρα τα οποία συνίστανται είτε σε «πρακτική άσκηση προσαρμογής», διάρκειας τριών ετών κατά το μέγιστο, είτε σε «δοκιμασία επάρκειας». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η δυνατότητα αυτή, περί της οποίας το άρθρο 14, παράγραφος 5, της οδηγίας 2005/36 διευκρινίζει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, τυγχάνει εφαρμογής μόνον εφόσον δεν μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή της ισοδυναμίας των προσόντων.

52.      Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια των όρων «πρακτική άσκηση προσαρμογής» και «δοκιμασία επάρκειας» ορίζεται, αντιστοίχως, στα στοιχεία ζʹ και ηʹ του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36. Ειδικότερα, από τα σημεία αυτά προκύπτει ότι οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής των εν λόγω αντισταθμιστικών μέτρων, καθώς και το νομικά καθεστώτα των οποίων τυγχάνουν ο ασκούμενος και ο αιτών που επιθυμεί να προετοιμαστεί για τη δοκιμασία επάρκειας, «καθορίζονται» από τις αρμόδιες αρχές (20) του κράτους μέλους υποδοχής. Φρονώ ότι από τη χρήση της λέξεως «καθορίζω» συνάγεται ότι οι εν λόγω αρχές υποχρεούνται να «ορίζουν με ακρίβεια» (21) το καθεστώς των προσώπων που αφορούν οι διατάξεις αυτές.

53.      Όσον αφορά την πρακτική άσκηση προσαρμογής, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2005/36 ορίζει, επιπλέον, ότι το «καθεστώς του οποίου απολαύει εντός του κράτους μέλους υποδοχής ο ασκούμενος, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα παραμονής, τις υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και τις κοινωνικές παροχές, τις αποζημιώσεις και τις αποδοχές, καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους σύμφωνα με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο». Κατά τη γνώμη μου, η προσθήκη αυτή δικαιολογείται από τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά της πρακτικής άσκησης προσαρμογής, η οποία, κατά το ίδιο άρθρο, περιλαμβάνει «[την] άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος που πραγματοποιείται στο κράτος μέλος υποδοχής υπό την ευθύνη αναγνωρισμένου επαγγελματία και που συνοδεύεται, ενδεχομένως, από συμπληρωματική εκπαίδευση». Συγκεκριμένα, το καθεστώς των εν λόγω προσώπων δεν έχει κατ’ ανάγκην το ίδιο περιεχόμενο, δεδομένου ότι το καθεστώς των αιτούντων που πραγματοποιούν πρακτική άσκηση προσαρμογής οπωσδήποτε καλύπτει ευρύτερο πεδίο σε σχέση με το καθεστώς των αιτούντων που προετοιμάζονται για δοκιμασία επάρκειας. Ωστόσο, φρονώ ότι αυτή η διαφορά ως προς το περιεχόμενο δεν συνεπάγεται διαφορά ως προς τη μορφή, καθόσον οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να καθορίζουν με τον ίδιο βαθμό ακρίβειας, τόσο το καθεστώς των ασκούμενων μεταναστών όσο και το καθεστώς των υποψηφίων για τη δοκιμασία επάρκειας.

54.      Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων συνάγω ότι οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται όχι μόνο να καθορίζουν το καθεστώς των ενδιαφερομένων προσώπων, αλλά και να διασφαλίζουν την ακρίβεια και τη σαφήνεια του οικείου καθεστώτος, ώστε τα εν λόγω πρόσωπα να μπορούν να γνωρίζουν με βεβαιότητα τη νομική τους κατάσταση, τούτο δε προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διευκολυνθεί η ορθή εκτέλεση των αντισταθμιστικών μέτρων που είναι αναγκαία για την εγκατάστασή τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Πέραν αυτού, η εν λόγω διττή απαίτηση επιβάλλεται ανεξαρτήτως της μεθόδου που επιλέγουν τα κράτη μέλη, τα οποία εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν το οικείο καθεστώς είτε μέσω της θέσπισης ειδικών διατάξεων είτε μέσω παραπομπής σε γενικά νομοθετικά κείμενα. Πάντως, όποια μέθοδος και αν υιοθετηθεί, είναι αναγκαίο τα εθνικά μέτρα να καθιστούν δυνατή την επίτευξη του αποτελέσματος που προβλέπει η οδηγία (22).

55.      Υπό το πρίσμα του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί, σε δεύτερο στάδιο, η βασιμότητα της αιτιάσεως που προβάλλει η Επιτροπή.

56.      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν η Επιτροπή προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι εθνικές διατάξεις που έχει θεσπίσει το καθού κράτος μέλος δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή μιας οδηγίας, εναπόκειται στο εν λόγω κράτος μέλος να αμφισβητήσει ουσιαστικώς και λεπτομερώς τα προσκομιζόμενα στοιχεία και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτά (23).

57.      Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι τα άρθρα 13 έως 15 του νόμου 18/2004 προβλέπουν τους όρους διεξαγωγής της πρακτικής άσκησης προσαρμογής και της δοκιμασίας επάρκειας. Αντιθέτως, τα εν λόγω άρθρα δεν περιλαμβάνουν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, καμία διάταξη σχετική με το καθεστώς των ενδιαφερομένων, ούτε παραπέμπουν σε άλλη νομοθεσία για τον καθορισμό του επίμαχου καθεστώτος.

58.      Βάσει των στοιχείων που γνωστοποίησε η Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία επικαλείται εθνικούς κανόνες γενικού χαρακτήρα των οποίων η εφαρμογή εξαρτάται από την κατηγορία στην οποία υπάγονται, λαμβανομένης υπόψη της ατομικής τους κατάστασης, ο ασκούμενος μετανάστης και ο αιτών που επιθυμεί να προετοιμαστεί για δοκιμασία επάρκειας.

59.      Ωστόσο, ακόμη και αν η πληθώρα των πιθανών καταστάσεων ενδέχεται να καθιστά δυσχερή τη θέσπιση ενιαίου καθεστώτος, μια τέτοια δικαιολόγηση δεν μπορεί να απαλλάξει τις αρμόδιες αρχές από την υποχρέωσή τους να καθορίζουν τη νομική κατάσταση των ενδιαφερομένων κατά τρόπον ώστε οι τελευταίοι να διαθέτουν σαφείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ισχύον καθεστώς.

60.      Εκτιμώ δε ότι, ελλείψει οποιουδήποτε εθνικού κανόνα βάσει του οποίου να καθίσταται δυνατός ο ευχερής προσδιορισμός του καθεστώτος των προσώπων αυτών, απλώς και μόνο η ύπαρξη των εν λόγω γενικού χαρακτήρα διατάξεων δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36.

61.      Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να κάνει δεκτή την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής.

Γ.      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36

1.      Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

62.      Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου.

63.      Όσον αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι για την παράβαση αυτή δεν έγινε λόγος, ούτε καν συνοπτικώς, στην προειδοποιητική επιστολή, ενώ δεν εκτέθηκε κατά τρόπο συνεπή και λεπτομερή στην αιτιολογημένη γνώμη. Προσθέτει ότι η Επιτροπή δεν ανέφερε ούτε στην προειδοποιητική επιστολή ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη τις επίμαχες διατάξεις του τσεχικού δικαίου και ότι η ίδια μόλις κατά το στάδιο της προσφυγής μπόρεσε να αντιληφθεί ότι ως υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης στο κράτος μέλος υποδοχής έπρεπε να νοηθεί και η υποχρέωση του παρόχου να συμβληθεί με δημόσιο ταμείο ασφάλισης ασθενείας. Εξ αυτού συνάγει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε την υποχρέωσή της να προσδιορίσει, ήδη κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, την αιτίαση, ενώ διεύρυνε το αντικείμενο της αιτιάσεως κατά το στάδιο της προσφυγής.

64.      Επιπλέον, η Τσεχική Δημοκρατία τονίζει ότι η υποχρέωση προηγούμενης ή, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μεταγενέστερης ενημέρωσης του φορέα κοινωνικής ασφάλισης σχετικά με την παροχή υπηρεσιών προβλέπεται στο άρθρο 6, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, σημειώνει ότι δεν έγινε λόγος για παράβαση της διατάξεως αυτής ούτε στην προειδοποιητική επιστολή ούτε στην αιτιολογημένη γνώμη, ενώ δεν έγινε σχετική μνεία ούτε στο δικόγραφο της προσφυγής ούτε στο αιτητικό της. Προσθέτει ότι αυτή καθεαυτήν η ουσία της εν λόγω παραβάσεως δεν εξετάστηκε στην προειδοποιητική επιστολή, και ότι επομένως η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της αιτιάσεως. Τέλος, η Τσεχική Δημοκρατία διατείνεται ότι η συγκεκριμένη αιτίαση δεν εκτίθεται κατά τρόπο σαφή και συνεπή στην αιτιολογημένη γνώμη και ότι, ως εκ τούτου, η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως προς το σημείο αυτό.

65.      Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω αιτίαση είναι παραδεκτή.

66.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της αιτιάσεως παρέμεινε το ίδιο από την προειδοποιητική επιστολή και εντεύθεν. Ισχυρίζεται ότι από τα στοιχεία που παρέσχε η Τσεχική Δημοκρατία στην απάντησή της επί της προειδοποιητικής επιστολής καταδεικνύεται ότι αυτή είχε αντιληφθεί το αντικείμενο της αιτιάσεως. Η Επιτροπή προβάλλει ότι, λόγω της ελλείψεως οποιασδήποτε παραπομπής εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους στο τσεχικό δίκαιο, υποχρεώθηκε να αναζητήσει η ίδια τις κρίσιμες διατάξεις του εθνικού δικαίου, οπότε η μνεία των διατάξεων αυτών μόνο στο στάδιο της προσφυγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεταβολή της αιτιάσεως.

67.      Η Επιτροπή παραδέχεται ότι, όσον αφορά την υποχρέωση ενημέρωσης του οργανισμού κοινωνικής ασφάλισης από τον πάροχο υπηρεσιών, θα έπρεπε να είχε αναφερθεί στο «δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6» της οδηγίας 2005/36. Εντούτοις, επισημαίνει ότι στην προειδοποιητική επιστολή και στην αιτιολογημένη γνώμη υπενθύμισε το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής και ότι, στις παρατηρήσεις της, η Τσεχική Δημοκρατία απάντησε συγκεκριμένα στη συγκεκριμένη αιτίαση.

β)      Εκτίμηση

68.      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, επισημαίνω κατ’ αρχάς ότι στην προειδοποιητική επιστολή η Επιτροπή σημείωσε ότι το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, το οποίο αφορά την απαλλαγή των αλλοδαπών παρόχων υπηρεσιών από τις απαιτήσεις εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, δεν έχει μεταφερθεί στην τσεχική εθνική νομοθεσία (24).

69.      Εν συνεχεία, θα ήθελα να επισημάνω ότι, στην αιτιολογημένη γνώμη της, η Επιτροπή εξέτασε τις απαντήσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας και ανέλυσε λεπτομερώς την εν λόγω αιτίαση, διευκρινίζοντας ότι το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι τέτοια εγγραφή δεν απαιτείται, και ότι αντικαθίσταται από την απλή παροχή πληροφοριών εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών προς δημόσιο φορέα κοινωνικής ασφάλισης με σκοπό τη ρύθμιση των λογαριασμών με τον ασφαλιστικό φορέα. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι ένας ιατρός παρέσχε ιατρικές υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος σε ασθενή που υπάγεται στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται την άρνηση απόδοσης των δαπανών περίθαλψης στον ασθενή ή στον ιατρό για τον λόγο ότι ο τελευταίος δεν είναι εγγεγραμμένος στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής. Ακολούθως, εκτίμησε ότι το τσεχικό δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις εν λόγω απαιτήσεις (25).

70.      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, η αιτίαση διατυπώθηκε στην προειδοποιητική επιστολή και αναλύθηκε επαρκώς στην αιτιολογημένη γνώμη.

71.      Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε ότι η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της αιτιάσεως κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, κατόπιν των απαντήσεων επί της αιτιολογημένης γνώμης που υπέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία, περιορίστηκε στη μνεία νέων διατάξεων του τσεχικού δικαίου για να υποστηρίξει ότι η αιτίαση, της οποίας το περιεχόμενο δεν μετέβαλε, είναι βάσιμη.

72.      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

73.      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, αρκεί η διαπίστωση ότι, στην προειδοποιητική επιστολή (26), η Επιτροπή υπενθύμισε, κατ’ ουσίαν, την υποχρέωση ενημέρωσης του φορέα κοινωνικής ασφάλισης από τον πάροχο υπηρεσιών και κάλεσε την Τσεχική Δημοκρατία να συμμορφωθεί με την υποχρέωση αυτή. Περαιτέρω, στην αιτιολογημένη γνώμη (27), η Επιτροπή επανέλαβε την αιτίαση αυτή και υπογράμμισε ότι η τσεχική εθνική νομοθεσία θα έπρεπε να είχε επιβάλει μόνον αυτή την υποχρέωση στους εν λόγω παρόχους.

74.      Από τα ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η Επιτροπή τήρησε, κατά το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, τις απαιτήσεις σχετικά με την έκθεση της εν λόγω αιτιάσεως και ότι, επίσης, δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι προέβαλε την αιτίαση μόνο με το δικόγραφο της προσφυγής της.

2.      Επί της βασιμότητας της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

75.      Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 36a του νόμου 18/2004, το οποίο επικαλούνται οι τσεχικές αρχές, δεν αρκεί για την ορθή μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, δεδομένου ότι το τσεχικό δίκαιο (28) εξαρτά την απόδοση των δαπανών στον ασφαλισμένο από την ύπαρξη συμβάσεως μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών και ενός τσεχικού ταμείου ασφάλισης ασθενείας.

76.      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36 επιβάλλει στο κράτος μέλος υποδοχής την υποχρέωση να απαλλάσσει τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρόχους υπηρεσιών από την εγγραφή τους «σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου, ώστε να ρυθμίζονται με ασφαλιστικό φορέα οι λογαριασμοί που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που ασκούνται προς όφελος των ασφαλισμένων» και ότι, κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή απαγορεύει επίσης στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η ένταξη σε τέτοιον φορέα αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση, στον ιατρό και στον ασθενή, των δαπανών της παρεχόμενης στο πλαίσιο αυτό περίθαλψης. Εκτιμά ότι το άρθρο αυτό αποσκοπεί στην απαγόρευση οποιουδήποτε αδικαιολόγητου περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επισημαίνει ότι, πριν από τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2005/36, η άρνηση επιστροφής δαπανών περίθαλψης που παρέχεται χωρίς προηγούμενη άδεια σε ασθενείς από εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρόχους υπηρεσιών κρίθηκε αντίθετη προς το άρθρο 56 ΣΛΕΕ (29).

77.      Επίσης, η Επιτροπή προβάλλει ότι η έννοια της «εγγραφής» πρέπει να θεωρηθεί ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία επιβάλλεται να ερμηνευθεί λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη και του σκοπού που επιδιώκεται με την επίμαχη ρύθμιση, ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση του σεβασμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

78.      Επομένως, η έννοια αυτή περιλαμβάνει όχι μόνον την εγγραφή, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, στον φορέα που το κράτος μέλος προσδιορίζει ως τον κύριο φορέα κοινωνικής ασφάλισης αυτού, αλλά και τις λοιπές, παράγουσες παρόμοια αποτελέσματα με την εγγραφή, διοικητικές ή νομικές απαιτήσεις οι οποίες ενδεχομένως πρέπει να τηρούνται έναντι άλλων φορέων του κράτους μέλους οι οποίοι συμμετέχουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στη λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

79.      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, το τσεχικό σύστημα ασφάλισης ασθενείας είναι οργανωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε, εάν οι ιατροί δεν είναι συμβεβλημένοι με το ταμείο ασφάλισης ασθενείας του ασφαλισμένου, οι δαπάνες για παρασχεθείσα περίθαλψη να μην αποδίδονται στους ασθενείς, έστω και αν αυτοί καταβάλλουν εισφορές στο ασφαλιστικό τους ταμείο. Επομένως, με εξαίρεση τις περιπτώσεις επείγουσας περίθαλψης, ο ασθενής είναι υποχρεωμένος να πληρώσει για την παροχή περίθαλψης στον ιατρό, χωρίς να είναι δυνατόν να του επιστραφεί η σχετική δαπάνη από το ταμείο ασφάλισης ασθενείας του.

80.      Η Επιτροπή σημειώνει ότι η σύναψη των συμβάσεων με το ταμείο ασφάλισης ασθενείας αποτελεί αντικείμενο σύνθετης διαδικασίας και ότι η σύναψη τέτοιας συμβάσεως δεν είναι αυτόματη, αλλά αποτελεί αντικείμενο απαιτητικής διαδικασίας επιλογής, με συνέπεια να μην μπορεί να συναφθεί ad hoc σύμβαση στο πλαίσιο της εμπίπτουσας στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

81.      Εκ των ανωτέρω η Επιτροπή συνάγει ότι η υποχρέωση συνάψεως συμβάσεως με το ταμείο ασφάλισης ασθενείας του ασθενούς πρέπει να θεωρηθεί ως υποχρέωση που εμπίπτει στην έννοια της «εγγραφής» με σκοπό τη δυνατότητα ρύθμισης των λογαριασμών με ασφαλιστικούς φορείς κατά την έννοια του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36.

82.      Η Επιτροπή δέχεται ότι το δίκαιο της Ένωσης, κατ’ αρχήν, δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να εξαρτά την επιστροφή των δαπανών θεραπείας από την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων, πλην όμως εκτιμά ότι το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36 αντιτίθεται στις διοικητικές απαιτήσεις οι οποίες, όπως ακριβώς και η εγγραφή, καθιστούν αυτές καθεαυτές απολύτως αδύνατη την επιστροφή των δαπανών για υπηρεσίες παρεχόμενες στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών.

83.      Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (30), το τσεχικό σύστημα επιστροφής των δαπανών περίθαλψης αντιβαίνει επίσης στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ, του οποίου έκφανση αποτελεί το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, και ότι η υλοποίηση των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται από την εν λόγω Συνθήκη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προσαρμόζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφάλισης.

84.      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η έννοια του «φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου» κατά το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36 είναι ευρύτερη της έννοιας του «ασφαλιστικού φορέα», καλύπτει δε και τα ταμεία ασφάλισης ασθενείας, δεδομένου ότι αυτά είναι επιφορτισμένα με την επιστροφή των δαπανών για ιατρικές υπηρεσίες που παρέχονται στους ασθενείς στο πλαίσιο της ασφάλισης ασθενείας.

85.      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη.

86.      Θεωρεί ότι η υποχρέωση συνάψεως συμβάσεως με ταμείο ασφάλισης ασθενείας η οποία προβλέπεται από το τσεχικό δίκαιο δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 6, στοιχείο β’, της οδηγίας 2005/36, παραπέμπει δε συναφώς στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (31).

87.      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ανάλυση της Επιτροπής δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 6 της οδηγίας 2005/36, το οποίο διακρίνει μεταξύ, αφενός, του φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου και, αφετέρου, του ασφαλιστικού φορέα στον οποίο χρεώνονται οι παροχές. Το δε εν λόγω ταμείο ασφάλισης ασθενείας αποτελεί ασφαλιστικό φορέα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και όχι φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως.

88.      Η Τσεχική Δημοκρατία σημειώνει ότι ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στο πλαίσιο του οποίου οι δαπάνες περίθαλψης, πλην της επείγουσας, αποδίδονται μόνο σε συμβεβλημένους συνεργάτες, είναι απολύτως σύνηθες στην Ένωση, διασφαλίζει δε την οικονομική σταθερότητα και την ποιότητα του εν λόγω συστήματος, καθώς και την άμεση διαθεσιμότητα της ιατρικής περίθαλψης.

89.      Η Τσεχική Δημοκρατία παραπέμπει, επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2005/36, η οποία, κατά την ίδια, ενισχύει την ανάλυσή της ότι η εν λόγω οδηγία δεν αφορά την παροχή υπηρεσιών υγείας και την επιστροφή των σχετικών δαπανών.

β)      Εκτίμηση

90.      Πριν από την εξέταση της βασιμότητας της υπό κρίση αιτιάσεως, πρέπει να οριοθετηθεί επακριβώς το αντικείμενό της. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Τσεχική Δημοκρατία ότι δεν μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, όσον αφορά, αφενός, την απαλλαγή των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος παρόχων υπηρεσιών από την υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου στο κράτος μέλος υποδοχής και, αφετέρου, την υποχρέωση ενημέρωσης του φορέα αυτού εκ μέρους του παρόχου υπηρεσιών.

91.      Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η συμβατότητα των εθνικών μέτρων που θεσπίστηκαν από την Τσεχική Δημοκρατία προς το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης διατάξεως και όχι άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως το άρθρο 56 ΣΛΕΕ. Εξ αυτού καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τα επιχειρήματα που διατυπώνει η Επιτροπή στηριζόμενη στην τελευταία αυτή διάταξη δεν προβάλλονται λυσιτελώς.

92.      Τούτου δοθέντος, για την κατανόηση της έννοιας και του περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, πρέπει προηγουμένως να γίνει υπόμνηση των σκοπών της εν λόγω οδηγίας και του συστήματος που αυτή θεσπίζει στον τομέα της παροχής υπηρεσιών.

93.      Όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας 2005/36, από την αιτιολογική σκέψη 4 προκύπτει ότι αυτή αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών με την καθιέρωση ειδικών κανόνων ώστε να διευρυνθεί η δυνατότητα άσκησης επαγγελματικών δραστηριοτήτων βάσει του αρχικού επαγγελματικού τίτλου.

94.      Στο πλαίσιο αυτό, η οδηγία 2005/36 θεσπίζει, στον τίτλο ΙΙ αυτής (32), απλοποιημένη διαδικασία αναγνώρισης προς όφελος των παρόχων υπηρεσιών. Το σύστημα αυτό, το οποίο στηρίζεται στην «αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών» (33), συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παροχής αυτής, η οποία, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, συνίσταται στην προσωρινή και περιστασιακή άσκηση ενός επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής (34).

95.      Ωστόσο, η εν λόγω οδηγία συμβιβάζει την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών με τα συμφέροντα του κράτους μέλους υποδοχής. Συγκεκριμένα, ενώ απαλλάσσει τον πάροχο από τον μηχανισμό αναγνώρισης προσόντων, η ίδια οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη, του άρθρου 7, παράγραφος 1, αυτής να απαιτούν την υποβολή δήλωσης (35) πριν από την πρώτη παροχή υπηρεσιών, αντικείμενο της οποίας είναι, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση των επαγγελμάτων που έχουν συνέπειες για τη δημόσια υγεία και τη δημόσια ασφάλεια, η διενέργεια περιορισμένου ελέγχου των επαγγελματικών προσόντων του παρόχου. Κατόπιν του ελέγχου αυτού, η αρμόδια αρχή οφείλει, το αργότερο εντός ενός μηνός από την παραλαβή της δήλωσης (36), να λάβει την απόφαση να επιτρέψει την παροχή υπηρεσιών ή να απαιτήσει την υποβολή του παρόχου σε δοκιμασία επάρκειας.

96.      Στο πλαίσιο του ανωτέρω συστήματος, και προκειμένου να μειωθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το άρθρο 6 της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι το κράτος μέλος υποδοχής απαλλάσσει τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος παρόχους υπηρεσιών από τις απαιτήσεις που επιβάλλονται στους επαγγελματίες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του και οι οποίες αφορούν, κατά το στοιχείο αʹ, «την αδειοδότηση, την καταχώριση ή την προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα» και, κατά το στοιχείο βʹ, «την εγγραφή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου, ώστε να ρυθμίζονται με ασφαλιστικό φορέα οι λογαριασμοί που σχετίζονται με τις δραστηριότητες που ασκούνται προς όφελος των ασφαλισμένων». Το εν λόγω άρθρο διευκρινίζει ότι «[π]άντως, ο πάροχος ενημερώνει τον αναφερόμενο ανωτέρω στο στοιχείο β) φορέα, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών πριν ή, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μετά την εν λόγω παροχή».

97.      Η απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, την οποία επικαλείται η Τσεχική Δημοκρατία, είναι δυνατόν να διευκολύνει την ερμηνεία του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36. Στην υπόθεση εκείνη, η Επιτροπή, η οποία είχε ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή λόγω παραβάσεως, διατύπωνε κατά του Βασιλείου της Ισπανίας την αιτίαση ότι δεν είχε μεταφέρει στο εσωτερικό του δίκαιο το άρθρο 18 της οδηγίας 93/16/ΕΟΚ (37), του οποίου οι διατάξεις είναι αντίστοιχες (38) προς εκείνες του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36. Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής στηριζόταν κυρίως στο γεγονός ότι η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους εξαρτούσε την επιστροφή των δαπανών για παροχές υγείας από την ένταξη του ιατρού στο εθνικό σύστημα υγείας.

98.      Προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση αυτή, το Δικαστήριο, κατ’ αρχάς, δέχθηκε ότι ούτε το άρθρο 18 της οδηγίας 93/16 ούτε καμία άλλη διάταξή της σκοπεί να εξαλείψει όλα τα εμπόδια που μπορεί να υφίστανται στα κράτη μέλη όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων για ιατρικές παροχές από έναν ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο δεν ανήκει ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος ιατρός (39). Εν συνεχεία, το Δικαστήριο επισήμανε ότι μια τέτοια υποχρέωση θα υπερέβαινε το πλαίσιο οδηγίας για την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και δεν θα ήταν σύμφωνη με την εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/16, από την οποία προκύπτει ότι η οδηγία δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να οργανώνουν τα εθνικά κοινωνικοασφαλιστικά τους συστήματα (40).

99.      Επομένως, από τη εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ, αφενός, της επιβαλλόμενης στο κράτος μέλος υποδοχής υποχρέωσης απαλλαγής του παρόχου υπηρεσιών από την εγγραφή σε οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου και, αφετέρου, της οργάνωσης από το κράτος αυτό του δικού του συστήματος επιστροφής των δαπανών για παροχές υγείας.

100. Φρονώ ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας ισχύει και για την εκτίμηση της βασιμότητας της υπό κρίση αιτιάσεως.

101. Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η επιστροφή των δαπανών για ιατρικές υπηρεσίες παρεχόμενες από πάροχο υπηρεσιών δεν μπορεί να εξαρτάται από την εγγραφή του εν λόγω παρόχου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου. Επομένως, από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής ουδόλως προκύπτει ότι, πέραν της απαλλαγής που προβλέπει, ο πάροχος δεν υποχρεούται να τηρεί τις διαδικασίες χρέωσης των υπηρεσιών υγείας που είναι συμφυείς με την οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους υποδοχής. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει τις διαδικασίες επιστροφής των δαπανών για παροχές υγείας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία κράτους μέλους.

102. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2005/36, κατά την οποία «[ο]ι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την οργάνωση των εθνικών τους συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων που πρέπει να ασκούνται στα πλαίσια του εν λόγω συστήματος». Βάσει της λογικής αυτής, η ως άνω οδηγία ουδόλως προβλέπει γενικό μηχανισμό οργάνωσης των σχέσεων μεταξύ της αναγνώρισης προσόντων και των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι η άσκηση ενός επαγγέλματος στο κράτος μέλος υποδοχής, έστω προσωρινή και περιστασιακή, συνεπάγεται το δικαίωμα κάλυψης των δαπανών για παροχές υγείας από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης του οικείου κράτους μέλους χωρίς την υποχρέωση τηρήσεως των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία διατυπώσεων.

103. Υπό τις συνθήκες αυτές, αμφιβάλλω, όπως επισήμανε και το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας το άρθρο 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36, θέλησε να προσδώσει στην απαλλαγή από την υποχρέωση εγγραφής σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου τέτοιο εύρος ώστε να επηρεάζει την οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους. Με άλλα λόγια, εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν μπορεί να τύχει τόσο ευρείας ερμηνείας και ότι, στην πραγματικότητα, έχει ως μοναδικό αντικείμενο, στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η οικεία οδηγία, την εξαίρεση από τη διατύπωση της εγγραφής που η εν λόγω διάταξη ρητώς προβλέπει.

104. Υπό το πρίσμα του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι η υποχρέωση του κράτους μέλους υποδοχής να απαλλάσσει τους παρόχους υπηρεσιών από την εγγραφή σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης δημοσίου δικαίου συνεπάγεται και την υποχρέωση απαλλαγής των παρόχων υπηρεσιών από την υποχρέωση να συμβάλλονται με το ταμείο ασφάλισης ασθενείας του ασθενούς.

105. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τη δεύτερη αιτίαση, που αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2005/36.

Δ.      Επί της τέταρτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 21, παράγραφος 6, και του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36

1.      Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

106. Η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου.

107. Κατά πρώτον, υποστηρίζει ότι η τέταρτη αιτίαση ουδόλως περιλαμβανόταν στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και ότι η παράλειψη αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί, δεδομένου ότι συνεπάγεται ουσιώδη απόκλιση μεταξύ του εν λόγω διατακτικού και των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής. Προσθέτει ότι η παρατυπία αυτή, η οποία δεν θεραπεύτηκε με τη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη, στέρησε την εν λόγω αιτίαση από κάθε βεβαιότητα όσον αφορά το ακριβές εύρος της προβαλλόμενης από την Επιτροπή παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

108. Κατά δεύτερον, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή μετέβαλε το αντικείμενο της αιτιάσεως σε σχέση με την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, στο στάδιο της αιτιολογημένης γνώμης και της προειδοποίησης, η συγκεκριμένη αιτίαση αφορούσε μόνον την ονομασία του επαγγέλματος του «πρακτικού νοσοκόμου» που προβλέπεται από το τσεχικό δίκαιο, η οποία, όπως προβαλλόταν, προκαλεί κίνδυνο σύγχυσης με το επάγγελμα του γενικού νοσοκόμου, το οποίο αντιστοιχεί στο επάγγελμα του «νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη» που μνημονεύεται στην οδηγία 2005/36. Εξ αυτού, το οικείο κράτος μέλος συμπεραίνει ότι η εν λόγω αιτίαση είναι διαφορετική από την προβαλλόμενη με το δικόγραφο της προσφυγής, καθόσον αυτή αφορά πλέον το ακριβές εύρος των δραστηριοτήτων των πρακτικών νοσοκόμων.

109. Κατά τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι η τέταρτη αιτίαση δεν έχει διατυπωθεί κατά τρόπο συνεκτικό και ακριβή, ιδίως καθόσον, στο σημείο 115 του δικογράφου της προσφυγής, η Επιτροπή ανακεφαλαιώνει την ανάλυση της αιτιάσεως αυτής κάνοντας λόγο μόνο για την ονομασία του επαγγέλματος του πρακτικού νοσοκόμου, χωρίς να μνημονεύει το ζήτημα της αλληλοεπικάλυψης των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν τα εν λόγω επαγγέλματα.

110. Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω αιτίαση είναι παραδεκτή.

111. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παράλειψη αναφοράς της αιτιάσεως στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης, την οποία χαρακτηρίζει «διοικητικό σφάλμα», δεν επηρέασε τα δικαιώματα άμυνας της Τσεχικής Δημοκρατίας, δεδομένου ότι το εν λόγω κράτος μέλος υπέβαλε παρατηρήσεις επί της συγκεκριμένης αιτιάσεως.

112. Όσον αφορά τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ούτε μετέβαλε ούτε διεύρυνε το αντικείμενο της εν λόγω αιτιάσεως, όπως αυτό είχε προσδιοριστεί στην αιτιολογημένη γνώμη, δεδομένου ότι ήδη από την προειδοποιητική επιστολή είχε κάνει λόγο για παράβαση της υποχρεώσεως του άρθρου 21, παράγραφος 6, και του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36. Τονίζει ότι, κατά το στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, επισήμανε ότι ναι μεν η εν λόγω οδηγία δεν απαγορεύει τη δυνατότητα ασκήσεως ορισμένων δραστηριοτήτων του επαγγέλματος του νοσοκόμου και από άλλα πρόσωπα με λιγότερα προσόντα, πλην όμως δεν πρέπει να υπάρχει καμία ασάφεια ως προς τα διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης και ικανοτήτων των ενδιαφερομένων επαγγελματιών.

113. Επιπλέον, όπως προβάλλει η Επιτροπή, στην απάντησή τους οι τσεχικές αρχές σαφώς επικαλέστηκαν τις διαφορές μεταξύ των δραστηριοτήτων των επαγγελμάτων του «γενικού νοσοκόμου» και του «πρακτικού νοσοκόμου», και επομένως είχαν πλήρως αντιληφθεί ότι η αιτίαση της Επιτροπής αφορούσε τη συνύπαρξη των επαγγελμάτων αυτών.

β)      Εκτίμηση

114. Όπως προανέφερα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αιτιολογημένη γνώμη και η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να στηρίζονται στις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες που διατυπώνονται στην προειδοποιητική επιστολή με την οποία κινείται η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Ακόμη και αν η απαίτηση αυτή δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να επιβάλλεται οπωσδήποτε απόλυτη σύμπτωση στη διατύπωση των αιτιάσεων, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να διευρυνθεί ή να μεταβληθεί κατά την ένδικη διαδικασία (41).

115. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προειδοποιητική επιστολή (42) και την αιτιολογημένη γνώμη (43) προκύπτει ότι, στο στάδιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι το τσεχικό δίκαιο προβλέπει το επάγγελμα του «γενικού νοσοκόμου», οι δε ασκούντες το επάγγελμα αυτό μπορούν να επικαλεστούν τον επαγγελματικό τίτλο του «νοσοκόμου υπεύθυνου για γενική περίθαλψη», όπως αυτός ορίζεται στην οδηγία 2005/36. Η Επιτροπή επισήμανε ότι το τσεχικό δίκαιο έχει επίσης καθιερώσει το επάγγελμα του «πρακτικού νοσοκόμου» και ότι η πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό προϋποθέτει εκπαίδευση της οποίας το επίπεδο δεν ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 31, παράγραφος 3, της οικείας οδηγίας. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι οι όροι «γενικός» και «πρακτικός» προκαλούν, για τους ασθενείς και τους επαγγελματίες των κρατών μελών, κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ των δύο αυτών επαγγελμάτων. Ως εκ τούτου, εκτίμησε ότι είναι αναγκαίο να τροποποιηθούν τόσο ο επαγγελματικός τίτλος «πρακτικός νοσοκόμος», με την προσθήκη της λέξης «βοηθός», όσο και οι προϋποθέσεις εκπαίδευσης για το εν λόγω επάγγελμα.

116. Στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αιτίαση που διατυπώνει στηρίζεται κατ’ ουσίαν στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες των δύο επαγγελμάτων του «γενικού νοσοκόμου» και του «πρακτικού νοσοκόμου» είναι, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά παρεμφερείς, και επομένως η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσε να δημιουργήσει ένα παράλληλο επάγγελμα, ειδάλλως θα υπονομευόταν η αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2005/36 και θα καταστρατηγούνταν οι απαιτήσεις της. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, η Επιτροπή προβαίνει σε συγκριτική και λεπτομερή ανάλυση των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνει καθένα από τα προαναφερθέντα επαγγέλματα.

117. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι κατατείνει στην πανομοιότυπη διαπίστωση της παραβάσεως του άρθρου 21, παράγραφος 6, και του άρθρου 31, παράγραφος 3, της οδηγίας 2005/36, η αιτίαση, όπως εκτίθεται στο δικόγραφο της προσφυγής, αφορά πλέον, κατ’ ουσίαν, τον ακριβή προσδιορισμό των δραστηριοτήτων των πρακτικών νοσοκόμων και την ενδελεχή εξέταση της ομοιότητάς τους με τις δραστηριότητες των γενικών νοσοκόμων, ενώ η προειδοποιητική επιστολή και η αιτιολογημένη γνώμη αφορούσαν τον κίνδυνο σύγχυσης που προκαλούσε η ονομασία των δύο αυτών επαγγελμάτων.

118. Επομένως, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν διασαφήνισε απλώς την αιτίαση αυτή, αλλά μετέβαλε ουσιωδώς το αντικείμενό της μετατοπίζοντας τη συζήτηση σε ένα ζήτημα επί του οποίου οι διάδικοι δεν είχαν ανταλλάξει επιχειρήματα κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τσεχική Δημοκρατία στερήθηκε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τους αμυντικούς της ισχυρισμούς κατά της αιτιάσεως που διατυπώνει η Επιτροπή.

119. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι η εκτιθέμενη στο δικόγραφο της προσφυγής αιτίαση έχει ιδιαιτέρως τεχνικό χαρακτήρα, καθόσον συνεπάγεται ενδελεχή εξέταση των δραστηριοτήτων που ανατίθενται αντιστοίχως στα επαγγέλματα του «γενικού νοσοκόμου» και του «πρακτικού νοσοκόμου». Φρονώ δε ότι, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεως κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, το Δικαστήριο δεν θα έχει στη διάθεσή του τα στοιχεία που θα του παρείχαν τη δυνατότητα να διαμορφώσει εμπεριστατωμένη κρίση.

120. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει απαράδεκτη την τέταρτη αιτίαση.

2.      Επί της βασιμότητας της αιτιάσεως

121. Όπως εξήγησα, η πλημμέλεια η οποία βαρύνει τη νομιμότητα της διαδικασίας δεν επιτρέπει την εκτίμηση σχετικά με το υποστατό της αιτιάσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα επί της βασιμότητάς της.

Ε.      Επί της πέμπτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τη μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36

1.      Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

122. Προς στήριξη των λόγων απαραδέκτου που προβάλλει, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε κατά τρόπο συνεκτικό και ακριβή την προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.

123. Ειδικότερα, η Τσεχική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε με σαφήνεια στην αιτιολογημένη γνώμη τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου που θεωρούσε αντίθετες προς το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, ούτε και το ακριβές περιεχόμενο της παραβάσεως που προσήπτε στην Τσεχική Δημοκρατία.

124. Εξάλλου, ούτε το ίδιο το δικόγραφο της προσφυγής καθιστά δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό του περιεχομένου της παραβάσεως, δεδομένου ότι άλλοτε αναφέρεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 στο σύνολό του και άλλοτε μόνον στα στοιχεία γʹ, εʹ και στʹ, της διατάξεως αυτής.

125. Επιπλέον, κατά το στάδιο της προσφυγής, η Επιτροπή έπαυσε να επικαλείται τις διατάξεις του τσεχικού δικαίου τις οποίες είχε αναφέρει στην προειδοποιητική επιστολή και παραπέμπει πλέον σε άλλες διατάξεις του δικαίου αυτού. Εξ αυτού η Τσεχική Δημοκρατία συνάγει ότι η Επιτροπή διεύρυνε το αντικείμενο της επίμαχης αιτιάσεως.

126. Από την πλευρά της, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πέμπτη αιτίαση είναι παραδεκτή.

127. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ήδη με την προειδοποιητική επιστολή, είχε προσάψει στην Τσεχική Δημοκρατία ότι δεν είχε μεταφέρει επαρκώς στο εσωτερικό της δίκαιο το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 και ότι είχε αναφερθεί στο διάταγμα 187/2009 Sb. (44) λόγω του ότι το εν λόγω νομοθέτημα δεν μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο ορισμένες υποχρεώσεις του δικαίου της Ένωσης και όχι διότι το παραβίαζε. Επομένως, δεν έχει σημασία το ότι το νομοθέτημα αυτό δεν μνημονεύεται πλέον στο δικόγραφο της προσφυγής.

128. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αναφέρθηκε εν συνεχεία στον νόμο 95/2004 στην αιτιολογημένη γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις επί της προειδοποιητικής επιστολής που υπέβαλε η Τσεχική Δημοκρατία.

129. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, κατόπιν των παρατηρήσεων του εν λόγω κράτους μέλους επί της προειδοποιητικής επιστολής, περιόρισε εν τέλει, στην αιτιολογημένη γνώμη, την αιτίαση στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2005/35, και ότι αυτό είναι το αντικείμενο της αιτιάσεως και στο δικόγραφο της προσφυγή της.

β)      Εκτίμηση

130. Όσον αφορά τον λόγο απαραδέκτου με τον οποίον προβάλλεται μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς, διαπιστώνω ότι η Επιτροπή επισήμανε, στην προειδοποιητική επιστολή (45), ότι το τσεχικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 4, παράγραφος 2, του διατάγματος 187/2009 Sb., δεν μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, καθόσον δεν μνημονεύει τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στα στοιχεία γʹ, στʹ και ηʹ έως ιʹ, της διατάξεως αυτής, ενώ μνημονεύει μόνον ένα μέρος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στο στοιχείο εʹ της εν λόγω διατάξεως.

131. Στις παρατηρήσεις της επί της προειδοποιητικής επιστολής (46), η Τσεχική Δημοκρατία επισήμανε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του διατάγματος 187/2009 ρυθμίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την απόκτηση των επαγγελματικών ικανοτήτων για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού. Πρόσθεσε ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, του νόμου 95/2004 διέπει τις δραστηριότητες που ένας φαρμακοποιός δικαιούται να ασκεί ανεξάρτητα.

132.  Στην αιτιολογημένη γνώμη (47), η Επιτροπή εξέτασε τις κρίσιμες διατάξεις των δύο αυτών νόμων και σημείωσε ότι το τσεχικό δίκαιο θέτει την απόκτηση συμπληρωματικής ειδικής εκπαίδευσης ως προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση από τον φαρμακοποιό των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στα στοιχεία γʹ και στʹ και μέρους των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στο στοιχείο εʹ του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36. Βάσει αυτού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Τσεχική Δημοκρατία, καθόσον δεν μνημόνευσε τις δραστηριότητες αυτές μεταξύ εκείνων που μπορεί να ασκήσει ένας φαρμακοποιός ο οποίος διαθέτει βασική εκπαίδευση, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το προαναφερθέν άρθρο. Στη συνέχεια, η επιχειρηματολογία αυτή επαναλήφθηκε και αναπτύχθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής.

133. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, ήδη με την προειδοποιητική επιστολή, η Επιτροπή υποστήριξε ότι το τσεχικό δίκαιο δεν διασφαλίζει την πρόσβαση των φαρμακοποιών σε μέρος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36. Στη συνέχεια, η Επιτροπή, στην αιτιολογημένη γνώμη και στο δικόγραφο της προσφυγής, ανέπτυξε την αιτίαση αυτή υπό το πρίσμα των διατάξεων του εθνικού δικαίου που μνημόνευσε η Τσεχική Δημοκρατία στις παρατηρήσεις της επί της προειδοποιητικής επιστολής. Φρονώ ότι με την αναφορά νέων διατάξεων του τσεχικού δικαίου, η Επιτροπή δεν διεύρυνε την αιτίαση, όπως αυτή εκτέθηκε στην προειδοποιητική επιστολή, αλλά διασαφήνισε το αντικείμενό της στο πλαίσιο της εκατέρωθεν προβολής επιχειρημάτων που είναι συμφυής με την κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας ακροάσεως.

134. Επίσης, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ούτε ότι δεν εξέθεσε την αιτίαση κατά τρόπο ακριβή και συνεκτικό, κατά το στάδιο τόσο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας όσο και της ένδικης προσφυγής. Πράγματι, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, τόσο στην αιτιολογημένη γνώμη όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι οι διατάξεις του τσεχικού δικαίου, τις οποίες προσδιόρισε επακριβώς, αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2005/36.

135. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η Τσεχική Δημοκρατία αβασίμως υποστηρίζει ότι η πέμπτη αιτίαση είναι απαράδεκτη.

2.      Επί της βασιμότητας της αιτιάσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

136. Η Επιτροπή εκθέτει ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν στους φαρμακοποιούς οι οποίοι πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις επαγγελματικών προσόντων που καθορίζονται στο άρθρο 44 της εν λόγω οδηγίας την πρόσβαση στις δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, με μόνη επιφύλαξη, ενδεχομένως, την τήρηση της απαίτησης περί συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας. Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιβάλει άλλον περιορισμό στην άσκηση των επίμαχων δραστηριοτήτων πέραν εκείνου που συνίσταται στην εν λόγω απαίτηση περί συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας.

137. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν μετέφερε τη διάταξη αυτή στο εσωτερικό δίκαιο όσον αφορά ορισμένες από τις δραστηριότητες του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, εξαρτώντας την ανεξάρτητη άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών από πρόσθετες ειδικές ικανότητες. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις της τσεχικής νομοθεσίας που περιλαμβάνονται στο άρθρο 11, παράγραφοι 7 έως 11, του νόμου 95/2004 απαιτούν την απόκτηση συμπληρωματικής ειδικής εκπαίδευσης για την ανεξάρτητη άσκηση των ακόλουθων δραστηριοτήτων:

–        φαρμακευτικές τεχνολογίες,

–        εργαστηριακές και αναλυτικές μέθοδοι στον χώρο της υγείας,

–        ραδιοφάρμακα,

–        πρακτική λειτουργία φαρμακείου,

–        κλινική φαρμακευτική,

–        νοσοκομειακή φαρμακευτική.

138. Επίσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 12, του ως άνω νόμου προκύπτει ότι, πριν από την απόκτηση των ειδικών αυτών ικανοτήτων, ο φαρμακοποιός μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στις παραγράφους 7 έως 11 της εν λόγω διατάξεως μόνον υπό την επαγγελματική επίβλεψη επαγγελματία της υγείας ο οποίος ήδη διαθέτει τις εν λόγω ικανότητες.

139. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω δραστηριότητες αντιστοιχούν στις δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2005/36.

140. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι προϋποθέσεις περί συμπληρωματικής ειδικής εκπαίδευσης ή επαγγελματικής επίβλεψης τις οποίες επιβάλλει το τσεχικό δίκαιο δεν συνάδουν με τον σκοπό και την οικονομία του τμήματος 7 της οδηγίας 2005/36, που φέρει τον τίτλο «Φαρμακοποιοί». Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι οι φαρμακοποιοί των οποίων η επαγγελματική εκπαίδευση πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις εναρμόνισης πρέπει να μπορούν να ασκούν όλες τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, υπό τη μόνη επιφύλαξη, ενδεχομένως, της απόκτησης συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας. Εξ αυτού συνάγει ότι οι πρόσθετοι περιορισμοί που επιβάλλει το τσεχικό δίκαιο συνιστούν παράβαση του προαναφερθέντος άρθρου, καθώς και εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία.

141. Από την πλευρά της, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρεί ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

142. Κατά πρώτον, υποστηρίζει ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36 δεν καλύπτει τις δραστηριότητες για τις οποίες η τσεχική νομοθεσία απαιτεί ειδικά προσόντα εκ μέρους των φαρμακοποιών. Ισχυρίζεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, χρησιμοποιώντας στη διάταξη αυτή τον όρο «τουλάχιστον», δέχθηκε ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλες δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαίτερη εξειδίκευση, στις οποίες δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση οι φαρμακοποιοί που διαθέτουν τα βασικά προσόντα κατά την έννοια της οδηγίας 2005/36. Επισημαίνει ότι σε πολύ εξειδικευμένους τομείς της φαρμακευτικής, η έλλειψη εμπειρίας και επαγγελματικής εποπτείας ενδέχεται να έχει μεγάλες επιπτώσεις στη ζωή και στην υγεία μεγάλου αριθμού ανθρώπων.

143. Η Τσεχική Δημοκρατία εκτιμά ότι οι δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 11, παράγραφοι 7 έως 11, του νόμου 95/2004, τις οποίες εκθέτει λεπτομερώς, εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία και δεν είναι αντίστοιχες με τις «συνήθεις» δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εʹ και στʹ, της οδηγίας 2005/36.

144. Κατά δεύτερον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα εν λόγω ειδικά προσόντα αφορούν αποκλειστικώς την ανεξάρτητη άσκηση των επίμαχων δραστηριοτήτων και ότι, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 12, του νόμου 95/2004, κάθε φαρμακοποιός δύναται να ασκεί όλες τις δραστηριότητες για τις οποίες απαιτούνται τα ειδικά προσόντα, υπό την επαγγελματική επίβλεψη επαγγελματία της υγείας που διαθέτει τα επίμαχα προσόντα. Κατά την άποψή της, η προσέγγιση αυτή είναι απολύτως σύμφωνη με το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, καθόσον η εν λόγω διάταξη επιβάλλει απλώς και μόνον οι κάτοχοι τίτλου επαγγελματικής εκπαίδευσης στον τομέα της φαρμακευτικής να έχουν πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες και στην άσκησή τους. Αντιθέτως, η προαναφερθείσα διάταξη δεν απαιτεί οι μνημονευόμενες σε αυτήν δραστηριότητες να ασκούνται απαραιτήτως κατ’ ανεξάρτητο τρόπο.

145. Κατά τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν, για τη χορήγηση πρόσβασης σε ορισμένες δραστηριότητες φαρμακοποιού, την απόκτηση συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας. Συναφώς, σημειώνει ότι, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νόμου 95/2004, οι επίμαχες ειδικές ικανότητες μπορούν να αποκτηθούν είτε με εξειδικευμένη κατάρτιση, είτε με συμπληρωματική επαγγελματική πείρα. Εξ αυτού συνάγει ότι η διάταξη αυτή αφήνει την επιλογή μεταξύ δύο μεθόδων αποκτήσεως ειδικών ικανοτήτων, και επομένως ο φαρμακοποιός δεν είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει ειδική εκπαίδευση προκειμένου να μπορεί να ασκήσει τις δραστηριότητες που απαιτούν ειδική ικανότητα.

β)      Εκτίμηση

146. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2005/36 θεσπίζει, στο κεφάλαιο III του τίτλου III, σύστημα αμοιβαίας αυτόματης αναγνώρισης το οποίο ισχύει για επτά επαγγέλματα, μεταξύ των οποίων το επάγγελμα του φαρμακοποιού (48). Το σύστημα αυτό στηρίζεται, αφενός, στον καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων εκπαίδευσης που πρέπει να τηρούν όλα τα κράτη μέλη και, αφετέρου, στην αυτόματη αναγνώριση όλων των διπλωμάτων που πληρούν τις προβλεπόμενες απαιτήσεις.  

147. Στο πλαίσιο αυτό, τα άρθρα 44 και 45 (49) της ανωτέρω οδηγίας καθορίζουν τους κανόνες εκπαίδευσης που ισχύουν για τους φαρμακοποιούς και τις δραστηριότητες που αυτοί μπορούν να ασκούν με βάση τα προβλεπόμενα προσόντα. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι κάτοχοι τίτλου εκπαίδευσης πανεπιστημιακού ή αναγνωρισμένου ως ισοδύναμου επιπέδου στον τομέα της φαρμακευτικής, που πληροί τους όρους του άρθρου 44, να έχουν τη δυνατότητα ανάληψης και άσκησης τουλάχιστον των ακόλουθων δραστηριοτήτων, με την επιφύλαξη, ενδεχομένως, της απαίτησης συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας». Οι επίμαχες δραστηριότητες περιλαμβάνουν, στο στοιχείο γʹ της διατάξεως αυτής, τη δοκιμή των φαρμάκων σε εργαστήριο δοκιμής φαρμάκων, στο στοιχείο εʹ, τον εφοδιασμό, την προετοιμασία, τον έλεγχο, την αποθήκευση, τη διανομή και τη διάθεση ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων της απαιτούμενης ποιότητας στα φαρμακεία που είναι ανοιχτά στο κοινό (50), και στο στοιχείο στʹ, την προετοιμασία, τον έλεγχο, την αποθήκευση και τη διανομή ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων της απαιτούμενης ποιότητας στα νοσοκομεία.

148. Στην υπό κρίση περίπτωση, το άρθρο 11 του νόμου 95/2004 εξαρτά την ανεξάρτητη άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων φαρμακοποιού από την απόκτηση ειδικών ικανοτήτων, με αποτέλεσμα, πριν από την απόκτηση των ικανοτήτων αυτών, ο φαρμακοποιός να μην μπορεί να ασκεί τις εν λόγω δραστηριότητες παρά μόνον υπό την επίβλεψη επαγγελματία της υγείας ο οποίος διαθέτει τις επίμαχες ικανότητες.

149. Προκειμένου να εκτιμηθεί η βασιμότητα της αιτιάσεως αυτής, είναι αναγκαίο, σε πρώτο στάδιο, να εξακριβωθεί κατά πόσον η επιβαλλόμενη από το τσεχικό δίκαιο προϋπόθεση περί αποκτήσεως ειδικών ικανοτήτων είναι σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαρτούν την πρόσβαση στις δραστηριότητες φαρμακοποιού μόνον από την απαίτηση περί συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας.

150. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2005/36 διευκρινίζει ότι ως «επαγγελματική εμπειρία» νοείται η πραγματική και νόμιμη άσκηση του οικείου επαγγέλματος εντός κράτους μέλους (51). Κατά τη γνώμη μου, από τον ορισμό αυτόν συνάγεται ότι η πείρα πρέπει να έχει συγκεκριμένο και πραγματικό χαρακτήρα, ώστε να παρέχει στον φαρμακοποιό τη δυνατότητα να ασκήσει, μετά το πέρας της πρακτικής, τη σχετική δραστηριότητα.

151. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, η εν λόγω πείρα δεν αποτελεί παρά συμπλήρωμα της εκπαίδευσης που έχει προηγουμένως λάβει ο φαρμακοποιός υπό τις προϋποθέσεις που απαιτεί η οικεία οδηγία. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτήσει επαγγελματική πείρα που να έχει, στην πραγματικότητα, τον χαρακτήρα συμπληρωματικής εκπαίδευσης η οποία οδηγεί στην απονομή διπλώματος, ειδάλλως παραβιάζεται το σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης προσόντων που διέπει το επάγγελμα του φαρμακοποιού.

152. Θα ήθελα, ωστόσο, να επισημάνω ότι βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του νόμου 95/2004, οι ειδικές ικανότητες του φαρμακοποιού αποκτώνται είτε με την επιτυχή ολοκλήρωση ειδικής εκπαίδευσης η οποία βεβαιώνεται από δοκιμασία πιστοποίησης, είτε με την απόκτηση συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας.

153. Είναι πρόδηλο ότι η πρώτη προϋπόθεση, που συνίσταται στην επιτυχή ολοκλήρωση ειδικής εκπαίδευσης, δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της «συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας» τον οποίο προτείνω στο Δικαστήριο να υιοθετήσει.

154. Όσον αφορά τη δεύτερη εκ των προϋποθέσεων αυτών, εκτιμώ ότι, παρά την ονομασία της, ούτε αυτή ανταποκρίνεται στον εν λόγω ορισμό. Σχετικώς, επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 11 του νόμου 95/2004 (52), η αίτηση εγγραφής για την απόκτηση συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας υποβάλλεται σε διαπιστευμένο ίδρυμα και ότι μετά το πέρας της εν λόγω περιόδου εκπαίδευσης που βεβαιώνεται από πιστοποιητικό, το υπουργείο χορηγεί δίπλωμα ειδικής ικανότητας. Φρονώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων αυτών, η συμπληρωματική επαγγελματική πείρα, όπως προβλέπεται από το τσεχικό δίκαιο, ισοδυναμεί με συμπληρωματική ειδική εκπαίδευση.

155. Πάντως, μόνη η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί για να κριθεί βάσιμη η αιτίαση που διατυπώνει η Επιτροπή.

156. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο, σε δεύτερο στάδιο, να κριθεί κατά πόσον το κράτος μέλος υποδοχής βασίμως μπορεί να απαιτήσει, για ορισμένες από τις επαγγελματικές δραστηριότητες των φαρμακοποιών, την απόκτηση ειδικών ικανοτήτων που υπερβαίνουν την απαίτηση περί συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36.

157. Συναφώς, εκτιμώ ότι η γραμματική ερμηνεία της διατάξεως αυτής παρέχει ένα χρήσιμο στοιχείο ερμηνείας. Συγκεκριμένα, από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι, εφόσον πληρούν τις απαιτήσεις εκπαίδευσης που προβλέπει η οδηγία 2005/36, οι φαρμακοποιοί πρέπει τουλάχιστον να έχουν δικαίωμα πρόσβασης στις δραστηριότητες που αναφέρει η διάταξη. Φρονώ ότι από τη χρήση του όρου «τουλάχιστον» προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας επιβάλλει απλώς και μόνον στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την πρόσβαση στις δραστηριότητες που αυτή απαριθμεί η διάταξη, με την επιφύλαξη τυχόν απαιτήσεως συμπληρωματικής επαγγελματικής πείρας (53). Ως εκ τούτου, τα εν λόγω κράτη διαθέτουν, συνακόλουθα, πλήρη ευχέρεια ώστε να προβλέπουν αυξημένες απαιτήσεις εκπαίδευσης για την πρόσβαση σε άλλες δραστηριότητες οι οποίες δεν μνημονεύονται στην οικεία διάταξη (54).

158. Η ως άνω ερμηνεία επιρρωννύεται, εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2005/36, από την οποία προκύπτει ότι, πέραν ενός ελαχίστου πεδίου δραστηριοτήτων στις οποίες πρέπει να έχουν πρόσβαση οι φαρμακοποιοί που πληρούν τις βασικές προϋποθέσεις εκπαίδευσης, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να προβλέπουν συμπληρωματικές προϋποθέσεις εκπαίδευσης για την πρόσβαση σε δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν σε αυτό το ελάχιστο πεδίο (55).

159. Επιπλέον, επισημαίνω ότι η αιτιολογική σκέψη 44 της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι «[η] παρούσα οδηγία δεν θίγει τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας και των καταναλωτών». Φρονώ ότι η διατύπωση αυτή αντανακλά τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αφήσει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιβάλλουν, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ειδική εκπαίδευση για ορισμένες δραστηριότητες που απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης.

160. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων ερμηνείας πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον οι δραστηριότητες για τις οποίες η τσεχική νομοθεσία απαιτεί την απόκτηση ειδικών ικανοτήτων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχεία γʹ, εν μέρει εʹ, και στʹ, της οδηγίας 2005/36.

161. Όσον αφορά, κατά πρώτον, τον τομέα των εργαστηριακών και αναλυτικών μεθόδων στον χώρο της υγείας, που εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 7, του νόμου 95/2004, παρατηρώ ότι το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2005/36, στο οποίο στηρίζεται η Επιτροπή, αναφέρεται στη δοκιμή των φαρμάκων σε εργαστήριο δοκιμής φαρμάκων. Τόσο από την ονομασία του συγκεκριμένου τομέα όσο και από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Τσεχική Δημοκρατία προκύπτει ότι οι εν λόγω μέθοδοι αφορούν τεχνικές σχετιζόμενες με τους ελέγχους που πραγματοποιούνται σε εργαστήριο. Στο μέτρο που ο συγκεκριμένος τομέας διακρίνεται από τη δοκιμή φαρμάκων σε εργαστήριο δοκιμής φαρμάκων, κατά τη γνώμη μου, δεν εμπίπτει στο ελάχιστο πεδίο δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

162. Όσον αφορά, κατά δεύτερον, τον τομέα της κλινικής φαρμακευτικής, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδείξει την προβαλλόμενη παράβαση και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη διαπίστωση της παράβασης αυτής, χωρίς να μπορεί να στηριχθεί σε οποιοδήποτε τεκμήριο (56). Στην υπό κρίση περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν εκθέτει με βάση ποια στοιχεία υποστηρίζει ότι ο επίμαχος τομέας εμπίπτει σε κάποια από τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 45, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, ενώ περιορίζεται στον ισχυρισμό ότι τα επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας δεν ερείδονται σε καμία σχετική παραπομπή στην τσεχική νομοθεσία. Επομένως, η ύπαρξη της εν λόγω παραβάσεως δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμο.

163. Όσον αφορά, κατά τρίτον, τη νοσοκομειακή φαρμακευτική, τις φαρμακευτικές τεχνολογίες και τα ραδιοφάρμακα, επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφοι 10 και 11, του νόμου 95/2004, οι δραστηριότητες αυτές σχετίζονται με την παρασκευή ιδιαιτέρως σύνθετων φαρμακευτικών μορφών και ότι ως τέτοιες νοούνται, κατά την έννοια του νόμου, τα αποστειρωμένα φάρμακα που προορίζονται για παρεντερική χρήση και τα οποία παρασκευάζονται σε ειδικές εγκαταστάσεις εντός των φαρμακείων. Κατά τη γνώμη μου, οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να εξομοιωθούν με την προετοιμασία ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμάκων της απαιτούμενης ποιότητας στα νοσοκομεία, καθόσον το αντίθετο θα συνιστούσε υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2005/36 (57). Ειδικότερα, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο ερμηνείας το γεγονός ότι το εν λόγω στοιχείο δεν κάνει διάκριση ανάλογα με τον βαθμό πολυπλοκότητας των παρασκευαζόμενων στα νοσοκομεία φαρμάκων. Τουναντίον, βάσει της συλλογιστικής που προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει, φρονώ ότι η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί απολύτως την ερμηνεία ότι η παρασκευή φαρμακευτικών μορφών που απαιτούν, εξ ορισμού, υψηλό επίπεδο τεχνολογίας δεν περιλαμβάνεται στο ελάχιστο πεδίο δραστηριοτήτων που προβλέπει το άρθρο 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

164. Όσον αφορά, κατά τέταρτον, τον τομέα της πρακτικής λειτουργίας φαρμακείου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 8, του νόμου 95/2004, κατά το οποίο η απόκτηση ειδικών ικανοτήτων στον τομέα αυτόν αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης φαρμακείου. Είναι όμως αναντίρρητο ότι ο εφοδιασμός και η διανομή φαρμάκων σε φαρμακεία που είναι ανοικτά στο κοινό, για τα οποία κάνει λόγο το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/36, προϋποθέτουν κατ’ ανάγκην την εκτέλεση δραστηριοτήτων διαχείρισης φαρμακείου, αποτελούν δε βασική συνιστώσα των επίμαχων δραστηριοτήτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι ο εν λόγω τομέας, ο οποίος, επιπλέον, άπτεται της συνήθους ασκήσεως του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, εμπίπτει στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 45 της οδηγίας.

165. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, προτείνω η πέμπτη αιτίαση να γίνει δεκτή μόνον ως προς το τελευταίο αυτό σημείο.

ΣΤ.    Σύνοψη της αναλύσεως

166. Από την εξέταση της προσφυγής συμπεραίνω ότι η πρώτη αιτίαση και, εν μέρει, η πέμπτη αιτίαση είναι βάσιμες. Η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

VI.    Πρόταση

167. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί της πρώτης, της δεύτερης, της τέταρτης και της πέμπτης αιτιάσεως ως εξής:

1)      Η Τσεχική Δημοκρατία:

–        καθόσον δεν έλαβε τα αναγκαία μέτρα για τον καθορισμό του καθεστώτος του ασκούμενου μετανάστη και του καθεστώτος του αιτούντος που επιθυμεί να προετοιμαστεί για τη δοκιμασία επάρκειας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία ζʹ και ηʹ, της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013, και

–        καθόσον εξάρτησε την ανεξάρτητη άσκηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη διαχείριση φαρμακείου από την απόκτηση ειδικών ικανοτήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/36, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55.

2)      Η προσφυγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 354, σ. 132).


4      Περίπου 270 ευρώ.


5      Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/55 προβλέπει τα εξής: «Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία έως τις 18 Ιανουαρίου 2016».


6      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 8ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (C‑33/04, EU:C:2005:750, σκέψη 70), της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 49), και της 18ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (C‑301/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:846, σκέψη 32).


7      Βλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Τέλος ταξινομήσεως) (C‑552/15, EU:C:2017:698, σκέψεις 28 και 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Απόφαση της 26ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Βουλγαρίας (C‑97/17, EU:C:2018:285, σκέψεις 18 και 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


9      Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Καταπολέμηση της απάτης που συνίστατο στη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


10      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑356/15, EU:C:2018:555, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


11      Απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας (C‑525/14, EU:C:2016:714, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


12      Απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑64/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:264, σκέψη 14 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Απόφαση της 2ας Μαρτίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Διαχείριση δασών και ορθή δασοκομική πρακτική) (C‑432/21, EU:C:2023:139, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑503/14, EU:C:2016:979, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


15      Απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Ρουμανίας (Υπέρβαση των οριακών τιμών των PM10) (C‑638/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:334, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ. σημείο 3.1 της αιτιολογημένης γνώμης και, ειδικότερα, τα διαλαμβανόμενα στη σελίδα 155 της αιτιολογημένης γνώμης.


17      Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Les Entreprises du Médicament (C‑20/22, EU:C:2022:1028, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


18      Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Sosiaali- ja terveysalan lupa- ja valvontavirasto (Βασική ιατρική εκπαίδευση) (C‑634/20, EU:C:2022:149, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


19      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι το κράτος μέλος δύναται να απαιτεί αντισταθμιστικά μέτρα, εάν η εκπαίδευση αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον τίτλο εκπαίδευσης που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής ή εάν το πεδίο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων που καταλαμβάνει το οικείο επάγγελμα είναι ευρύτερο στο κράτος μέλος υποδοχής απ’ ό,τι στο κράτος μέλος καταγωγής.


20      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2005/36, ως «αρμόδια αρχή» νοείται: «οιαδήποτε αρχή ή οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά από τα κράτη μέλη να χορηγεί ή να παραλαμβάνει τους τίτλους εκπαίδευσης και άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, καθώς και να παραλαμβάνει τις αιτήσεις και να λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία».


21      Αυτόν τον ορισμό δίνει στη λέξη «déterminer» (καθορίζω) η ένατη έκδοση (υπό δημοσίευση) του Dictionnaire de l’Académie française (Λεξικού της Γαλλικής Ακαδημίας). Οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2005/36 παρουσιάζουν ομοιογένεια ως προς την απαίτηση αυτή. Βλ. όσον αφορά αντιστοίχως τα στοιχεία ζʹ και ηʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τις αποδόσεις στη γερμανική, «festgelegt», στην εσθονική, «kehtestab» και «määrab», στην αγγλική, «shall be laid down» και «shall be determined», στην ιταλική, «sono determinati» και «sono determinate», και στην τσεχική γλώσσα «stanoví».


22      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, μολονότι οι εθνικές αρχές είναι αρμόδιες να επιλέξουν τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη του αποτελέσματος που προβλέπει μια οδηγία, εντούτοις οι πράξεις μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο πρέπει να είναι αρκούντως ακριβείς και σαφείς, προκειμένου να ικανοποιείται η απαίτηση της ασφάλειας δικαίου. Πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, U.I. (Έμμεσος τελωνειακός αντιπρόσωπος) (C‑714/20, EU:C:2022:374, σκέψεις 57 έως 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


23      Απόφαση της 6ης Μαΐου 2010, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑311/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:257, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


24      Βλ. σημείο 2.2.2 της προειδοποιητικής επιστολής.


25      Βλ. σημείο 3.3 της αιτιολογημένης γνώμης.


26      Βλ. σημείο 2.2.2 της προειδοποιητικής επιστολής.


27      Βλ. σημείο 3.3 της αιτιολογημένης γνώμης.


28      Η Επιτροπή παραπέμπει στο άρθρο 11, παράγραφος 1, και στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του νόμου 48/1997.


29      Η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, Decker (C‑120/95, EU:C:1998:167) και της 28ης Απριλίου 1998, Kohll (C‑158/96, EU:C:1998:171).


30      Η Επιτροπή παραπέμπει στις αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, Watts (C‑372/04, EU:C:2006:325), και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (C‑255/09, EU:C:2011:695).


31      Απόφαση της 16ης Μαΐου 2002 (C‑232/99, στο εξής: απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, EU:C:2002:291).


32      Ο συγκεκριμένος τίτλος περιλαμβάνει τα άρθρα 5 έως 9 της οδηγίας 2005/36.


33      Η εν λόγω φράση αντιστοιχεί στον τίτλο του άρθρου 5 της οδηγίας 2005/36/ΕΚ.


34      Κατά το δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, ο «προσωρινός και περιστασιακός χαρακτήρας της παροχής εκτιμάται κατά περίπτωση, ιδίως σε συνάρτηση με τη διάρκεια, τη συχνότητα, την περιοδικότητα και το συνεχή χαρακτήρα της συγκεκριμένης παροχής.»


35      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η δήλωση να συνοδεύεται από δικαιολογητικά έγγραφα. Χωρίς να μνημονευθεί το σύνολο των περιοριστικά απαριθμούμενων στο εν λόγω άρθρο εγγράφων, η προσκόμισή τους αποσκοπεί στο να παρασχεθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ελέγξουν τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική πείρα του παρόχου και να διασφαλίσουν, ιδίως στον τομέα της δημόσιας υγείας, ότι ο πάροχος υπηρεσιών παρέχει επαρκή εχέγγυα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την ηθική του ακεραιότητα και τη γνώση της γλώσσας του κράτους μέλους υποδοχής.


36      Πάντως, ο χρόνος εκδόσεως της αποφάσεως αυτής μπορεί να μετατεθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2005/36.


37      Οδηγία του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (ΕΕ 1993, L 165, σ. 1).


38      Κατά το άρθρο 18 της οδηγίας 93/16, «[ό]ταν, σε κράτος μέλος υποδοχής, ο διακανονισμός με ασφαλιστικούς οργανισμούς των λογαριασμών που αναφέρονται σε παρεχόμενες υπηρεσίες υπέρ των κοινωνικά ασφαλισμένων, προϋποθέτει εγγραφή σε οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως δημοσίου δικαίου, το εν λόγω κράτος μέλος, σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών που συνεπάγονται μετακίνηση του δικαιούχου, απαλλάσσει της υποχρεώσεως αυτής τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος. Ωστόσο, ο δικαιούχος ενημερώνει προηγουμένως ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, μεταγενεστέρως, τον εν λόγω οργανισμό περί της παροχής των υπηρεσιών του.»


39      Απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 52).


40      Απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 53).


41      Βλ. σημεία 32 και 33 των παρουσών προτάσεων.


42      Βλ. σημείο 2.4.3 της προειδοποιητικής επιστολής.


43      Βλ. σημείο 3.5.3.1 της αιτιολογημένης γνώμης, με τη διευκρίνιση ότι η αιτίαση αυτή δεν διατυπώνεται στη συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη.


44      Vyhláška č. 187/2009 Sb., o minimálních požadavcích na studijní programy všeobecné lékařství, zubní lékařství, farmacie a na vzdělávací program všeobecné praktické lékařství (διάταγμα 187/2009 Sb., περί των ελαχίστων απαιτήσεων για τα προγράμματα σπουδών γενικής ιατρικής, οδοντιατρικής και για το πρόγραμμα εκπαίδευσης της πρακτικής γενικής ιατρικής).


45      Βλ. σημείο 2.4.6 της προειδοποιητικής επιστολής.


46      Βλ. σημείο 2.4.6 των παρατηρήσεων επί της προειδοποιητικής επιστολής.


47      Βλ. σημείο 3.5.1 της αιτιολογημένης γνώμης.


48      Οι διατάξεις που αφορούν ειδικώς τους φαρμακοποιούς περιλαμβάνονται στο τμήμα 7 του κεφαλαίου αυτού.


49      Τα άρθρα 44 και 45 της οδηγίας 2005/36 επανέλαβαν τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 85/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 1985, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν ορισμένες δραστηριότητες στον τομέα της φαρμακευτικής (ΕΕ 1985, L 253, σ. 34). Γενικότερα, οι διατάξεις της οδηγίας 2005/36 αποσκοπούν στην ενοποίηση και απλούστευση του καθεστώτος της οδηγίας 85/432. Πρβλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων [COM/2002/0119 τελικό] (ΕΕ 2002, C 181 E, σ. 183).


50      Διευκρινίζεται ότι, όσον αφορά το άρθρο 45, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2005/36, η Επιτροπή αναφέρεται, προς στήριξη της προσφυγής της, μόνο στις δραστηριότητες του εφοδιασμού και της διανομής φαρμάκων.


51      Πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2011, Τόκη (C‑424/09, EU:C:2011:210, σκέψη 28).


52      Αναφέρομαι ιδίως στις παραγράφους 3 και 5 της διατάξεως αυτής.


53      Μια τέτοια διασφάλιση συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι ο φαρμακοποιός ο οποίος πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις επαγγελματικών προσόντων δύναται να ασκεί κατά τρόπο πλήρως ανεξάρτητο τις δραστηριότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 45 παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/36, ειδάλλως οι διατάξεις αυτές θα στερούνταν κάθε αποτελεσματικότητας.


54      Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 3 της οδηγίας 85/432, η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις δέουσες προτάσεις σχετικά με την ειδίκευση στον τομέα της φαρμακευτικής, και ιδίως της νοσοκομειακής φαρμακευτικής. Ως εκ τούτου, πέραν των βασικών απαιτήσεων εκπαίδευσης και του πεδίου των δραστηριοτήτων που δύνανται να ασκηθούν με βάση τα προσόντα τα οποία διέπονται από τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης είχε επιφυλαχθεί ως προς την ύπαρξη ειδικής εκπαίδευσης. Δεδομένου ότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις επαναλαμβάνονται κατ’ ουσίαν στα άρθρα 44 και 45 της οδηγίας 2005/36, φρονώ ότι το σύστημα που θεσπίζεται με την οικεία οδηγία, όπως και το σύστημα της οδηγίας 85/432, αποσκοπεί μόνον στον καθορισμό ενός ελαχίστου πεδίου δραστηριοτήτων στις οποίες πρέπει να έχουν πρόσβαση οι φαρμακοποιοί που διαθέτουν τα βασικά προσόντα.


55      Κατά την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2005/36, «[o]ι κάτοχοι των τίτλων φαρμακευτικής εκπαίδευσης είναι ειδικοί στον τομέα των φαρμάκων και θα πρέπει να μπορούν να αναλάβουν, κατ’ αρχήν, σε όλα τα κράτη μέλη, ένα ελάχιστο πεδίο δραστηριοτήτων στον συγκεκριμένο τομέα». Ωστόσο, «[ο]ι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να απαιτούν συμπληρωματικές προϋποθέσεις εκπαίδευσης για την ανάληψη δραστηριοτήτων που δεν περιλαμβάνονται στο συντονισμένο ελάχιστο πεδίο δραστηριοτήτων. Επομένως το κράτος μέλος υποδοχής που επιβάλλει τέτοιες προϋποθέσεις θα πρέπει να μπορεί να τις επιβάλει και στους υπηκόους οι οποίοι είναι κάτοχοι τίτλων εκπαίδευσης καλυπτόμενων από την αυτόματη αναγνώριση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας».


56      Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία) (C‑808/18, EU:C:2020:1029, σκέψη 112 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


57      Σχετικώς, υπενθυμίζω ότι, όσον αφορά το στοιχείο εʹ του άρθρου 45, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η Επιτροπή δεν αναφέρεται, προς στήριξη της προσφυγής της, στη δραστηριότητα της προετοιμασίας φαρμάκων.