Language of document : ECLI:EU:T:2020:431

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 23ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Συμφωνία επιχορήγησης που συνήφθη στο πλαίσιο του προγράμματος δράσης αριθ. 3 Erasmus Mundus για την προώθηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – Συμφωνία επιχορήγησης που συνήφθη στο πλαίσιο του προγράμματος διά βίου μάθησης – Επιλέξιμες δαπάνες – Χρεωστικά σημειώματα – Επιστροφή μέρους των προκαταβληθέντων ποσών – Ευθύνη εκ συμβάσεως»

Στην υπόθεση T‑408/18,

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγον,

κατά

Εκτελεστικού Οργανισμού Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA), εκπροσωπούμενου από τον H. Monet και την Π. Καλύβα, επικουρούμενους από τον Γ. Δελλή, την Κ. Σακελλαρίου και τον A. Χασαπόπουλο, δικηγόρους,

εναγομένου,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, να αναγνωριστεί ότι οι απαιτήσεις για τις οποίες ο EACEA εξέδωσε εις βάρος του ενάγοντος τα χρεωστικά σημειώματα αριθ. 3241804682 και 3241804913, της 9ης και της 16ης Απριλίου 2018, αντιστοιχούν σε επιλέξιμες δαπάνες μέχρι του ποσού των 28 976,83 ευρώ και 77 169,78 ευρώ αντιστοίχως και, αφετέρου, να υποχρεωθεί ο EACEA να επιστρέψει στο ενάγον τα ποσά αυτά με τόκους υπερημερίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise (εισηγητή) και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το ενάγον, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι ελληνικό ανώτατο εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα το οποίο, στο πλαίσιο των ερευνητικών δραστηριοτήτων του, συμμετέσχε σε δύο σχέδια που επιχορηγήθηκαν από τον Εκτελεστικό Οργανισμό Εκπαίδευσης, Οπτικοακουστικών Θεμάτων και Πολιτισμού (EACEA).

2        Στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 το ενάγον συνήψε με τον EACEA μια πρώτη συμφωνία επιχορήγησης, με στοιχεία 2011-2550, για την υλοποίηση του σχεδίου με τίτλο «Archi-Mundus: Building up Quality in Architectural Education» (στο εξής: σχέδιο Archi-Mundus).

3        Το σχέδιο αυτό εντασσόταν στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus Mundus, το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 1298/2008/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τη θέσπιση του προγράμματος δράσης Erasmus Mundus 2009-2013 για την ενίσχυση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και για την προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης μέσω της συνεργασίας με τρίτες χώρες (ΕΕ 2008, L 340, σ. 83).

4        Το σχέδιο Archi-Mundus αποσκοπούσε κυρίως στην ενίσχυση των δεσμών, της ροής των πληροφοριών και της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των εταίρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Λατινική Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διερευνήσουν από κοινού την ποιότητα της εκπαίδευσης στον τομέα της αρχιτεκτονικής.

5        Η διάρκεια της δράσης που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο αυτό ορίστηκε αρχικώς από την 1η Σεπτεμβρίου 2011 έως τις 31 Ιανουαρίου 2014 και, κατόπιν τροποποιητικής συμφωνίας που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 2014, παρατάθηκε ως τις 31 Μαΐου 2014. Το ενάγον δήλωσε, όσον αφορά τη δράση αυτή, δαπάνες συνολικού ποσού 448 257,84 ευρώ, για τις οποίες ζήτησε και έλαβε επιχορήγηση συνολικού ποσού 291 035,76 ευρώ, ήτοι λίγο μικρότερου από το ανερχόμενο σε 299 791 ευρώ ανώτατο ποσό επιχορήγησης που μπορούσε να καταβάλει ο EACEA βάσει της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi‑Mundus.

6        Στις 6 Οκτωβρίου 2011 το ενάγον συνήψε με τον EACEA δεύτερη συμφωνία επιχορήγησης, με στοιχεία 2011-3636, για την υλοποίηση του σχεδίου με τίτλο «ENHSA: European Network of Heads of Schools of Architecture: Inhabiting the European Higher Architectural Education Area» (στο εξής: σχέδιο ENHSA).

7        Το σχέδιο αυτό εντασσόταν στο πλαίσιο του προγράμματος Lifelong Learning (2007-2013), το οποίο θεσπίστηκε με την απόφαση 1720/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Νοεμβρίου 2006, για τη θέσπιση προγράμματος δράσης στον τομέα της διά βίου μάθησης (ΕΕ 2006, L 327, σ. 45), και του οποίου η εφαρμογή ανατέθηκε στον EACEA με την απόφαση 2007/114/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2007, για την τροποποίηση της απόφασης 2005/56/ΕΚ, για τη σύσταση του [EACEA] για τη διαχείριση της κοινοτικής δράσης στους τομείς της εκπαίδευσης, των οπτικοακουστικών θεμάτων και του πολιτισμού κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ 2007, L 49, σ. 21).

8        Το σχέδιο ENHSA αποσκοπούσε κυρίως στην εμβάθυνση και διεύρυνση των σχέσεων μεταξύ των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων στο γνωστικό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής, με άξονες τη στρατηγική ανάπτυξη, την ανάπτυξη ποιοτικής εκπαίδευσης, την υποστήριξη της κινητικότητας και την ενίσχυση της απασχολησιμότητας, της έρευνας και της καινοτομίας.

9        Η διάρκεια της δράσης που υλοποιήθηκε στο πλαίσιο αυτό ορίστηκε αρχικώς από την 1η Οκτωβρίου 2011 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014 και παρατάθηκε έως τις 28 Φεβρουαρίου 2015, κατόπιν τροποποιητικής συμφωνίας της 2ας Σεπτεμβρίου 2014. Το ενάγον δήλωσε, όσον αφορά τη δράση αυτή, δαπάνες συνολικού ποσού 1 019 442,76 ευρώ, για τις οποίες ζήτησε και έλαβε επιχορήγηση συνολικού ποσού 622 881 ευρώ, ήτοι το ανώτατο ποσό επιχορήγησης που μπορούσε να καταβάλει ο EACEA βάσει της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA.

10      Με έγγραφο της 8ης Νοεμβρίου 2016, ο EACEA ενημέρωσε το ενάγον για την πρόθεσή του να διενεργήσει οικονομικό έλεγχο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο II.19 των συμφωνιών επιχορήγησης για τα σχέδια Archi-Mundus και ENHSA, όπου προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας ελέγχων σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησης των επιχορηγήσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της οικείας συμφωνίας και για πέντε έτη από την καταβολή της επιχορήγησης, καθώς και το δικαίωμα του EACEA να εκδίδει απόφαση για την ανάκτηση ποσών βάσει των αποτελεσμάτων των ελέγχων αυτών. Ο οικονομικός έλεγχος αφορούσε τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες στο πλαίσιο των σχεδίων Archi-Mundus και ENHSA και ανατέθηκε σε εξωτερική ελεγκτική εταιρία, η οποία, από τις 5 Δεκεμβρίου έως τις 9 Δεκεμβρίου 2016 και από τις 12 Δεκεμβρίου έως τις 16 Δεκεμβρίου 2016, έλεγξε, βάσει εγγράφων και επιτόπου, τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί καθ’ όλη τη διάρκεια των δράσεων που έγιναν στο πλαίσιο των σχεδίων αυτών.

11      Στο πλαίσιο αυτό, το ενάγον επικαλέστηκε κυρίως ένα «ημερολόγιο κινήσεων», που περιλάμβανε το «ημερολόγιο κίνησης» κάθε συμμετέχοντος και παραδόθηκε στους ελεγκτές κατά τον επιτόπιο έλεγχο.

12      Στο «ημερολόγιο κινήσεων» που έχει συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα αναγράφονταν, για κάθε συνέδριο, το όνομα κάθε συμμετέχοντος, αναλυτικά στοιχεία για τη μετακίνησή του, οι δαπάνες ταξιδίου και διαμονής, καθώς και το ποσό της αντίστοιχης ημερήσιας κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης. Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από τα τιμολόγια των ξενοδοχείων και των αεροπορικών εισιτηρίων, τις κάρτες επιβίβασης, τα προγράμματα των συνεδρίων καθώς και από έκθεση πεπραγμένων. Το ενάγον επισήμανε ότι κάθε συμμετέχων αναγνώριζε, υπογράφοντας το έγγραφο αυτό, ότι είχε εισπράξει το ποσό της ημερήσιας αποζημίωσης που του αντιστοιχούσε στο πλαίσιο κάθε δράσης.

13      Εκτιμώντας ότι το ημερολόγιο κινήσεων δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να εξακριβώσουν κατά τρόπο αξιόπιστο αν οι ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις είχαν πράγματι καταβληθεί στους συμμετέχοντες, οι ελεγκτές προχώρησαν στην αποστολή ερωτηματολογίων, οι απαντήσεις στα οποία δημιούργησαν, κατά την άποψή τους, αμφιβολίες σε σχέση με τις πληροφορίες που περιείχε το ημερολόγιο αυτό.

14      Στις 15 Μαΐου 2017 η εξωτερική ελεγκτική εταιρία συνέταξε προσωρινή έκθεση ελέγχου καταλήγοντας στο συμπέρασμα περί μη επιλεξιμότητας των ημερήσιων αποζημιώσεων που καταβλήθηκαν για την κατ’ αποκοπήν κάλυψη των δαπανών διαμονής στις οποίες υποβλήθηκαν οι συμμετέχοντες στις δράσεις που οργανώθηκαν στο πλαίσιο των σχεδίων Archi-Mundus και ENHSA (στο εξής: ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις ή επίδικες αποζημιώσεις). Εν ολίγοις, οι ελεγκτές εκτίμησαν ότι το ενάγον δεν είχε αποδείξει ότι οι αποζημιώσεις αυτές είχαν πράγματι καταβληθεί στους οικείους συμμετέχοντες. Τα προς ανάκτηση ποσά ανέρχονταν σε 127 735,12 ευρώ για το σχέδιο ENHSA και σε 42 868 ευρώ για το σχέδιο Archi-Mundus.

15      Η προσωρινή έκθεση ελέγχου, στην οποία οι ελεγκτές κατέγραψαν δώδεκα διαπιστώσεις ως προς τη δράση για το σχέδιο ENHSA και οκτώ διαπιστώσεις ως προς τη δράση για το σχέδιο Archi-Mundus, διαβιβάστηκε στο ενάγον στις 30 Ιουνίου 2017, το δε ενάγον απέστειλε τις παρατηρήσεις του στην εξωτερική ελεγκτική εταιρία στις 13 Ιουλίου και στις 30 Αυγούστου 2017. Το ενάγον υποστήριξε, εν συνόψει, ότι υποβλήθηκε πράγματι στις δαπάνες που αντιστοιχούσαν στις ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις και ότι οι δαπάνες αυτές ήταν αναγκαίες στο πλαίσιο των συγκεκριμένων δράσεων. Προέβαλε ότι το ημερολόγιο κινήσεων αποδείκνυε ότι οι συμμετέχοντες είχαν όντως εισπράξει τις επίδικες αποζημιώσεις και ότι η διαδικασία αυτή ανταποκρινόταν στη συνήθη λογιστική πρακτική του. Σε κάθε περίπτωση, το ημερολόγιο κινήσεων αποτελούσε, κατά την άποψη του ενάγοντος, επαρκές αποδεικτικό μέσο της καταβολής των αποζημιώσεων αυτών στους Έλληνες και ελληνόφωνους συμμετέχοντες που το υπέγραψαν, καθώς αυτό είχε συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα.

16      Στην οριστική έκθεση ελέγχου, η εξωτερική ελεγκτική εταιρία ενέμεινε στα πορίσματά της, αλλά μείωσε τα προς ανάκτηση ποσά σε 84 955,12 ευρώ για το σχέδιο ENHSA και σε 28 976,83 ευρώ για το σχέδιο Archi-Mundus. Ειδικότερα, εκτίμησε, κατόπιν των παρατηρήσεων του ενάγοντος, ότι έπρεπε να ανακτηθούν μόνον οι ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν στις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι μη ελληνόφωνοι συμμετέχοντες στις δράσεις που οργανώθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων σχεδίων.

17      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Φεβρουαρίου 2018, ο EACEA κοινοποίησε στο ενάγον την οριστική έκθεση ελέγχου, καθώς και έγγραφο της ίδιας ημερομηνίας με το οποίο το ενημέρωνε για την πρόθεσή του να προβεί στην ανάκτηση ποσού 28 976,83 ευρώ για το έργο Archi-Mundus. Με το ίδιο έγγραφο, ο EACEA ενημέρωσε το ενάγον ότι θα προέβαινε σε έκδοση χρεωστικού σημειώματος για το εν λόγω ποσό και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 12ης Μαρτίου 2018, το ενάγον απέστειλε τις παρατηρήσεις του, αμφισβητώντας τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης και επισυνάπτοντας δηλώσεις μη ελληνόφωνων συμμετεχόντων, με τις οποίες αυτοί διαβεβαίωναν ότι είχαν πλήρως ενημερωθεί για το δικαίωμά τους να εισπράξουν τις επίδικες αποζημιώσεις, αλλά τις «εκχώρησαν» οικειοθελώς στον επιστημονικό υπεύθυνο προκειμένου αυτός να εξοφλήσει απευθείας το σύνολο των δαπανών κάθε συνεδρίου.

18      Ο EACEA, αφού απέρριψε τις αντιρρήσεις του ενάγοντος με ηλεκτρονικό μήνυμα της 26ης Μαρτίου 2018, του απηύθυνε, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 10ης Απριλίου 2018, το από 9 Απριλίου 2016 και υπ’ αριθ. 3241804682 χρεωστικό σημείωμα ποσού 28 976,83 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα για το σχέδιο Archi-Mundus), το οποίο εξοφλήθηκε από το ενάγον στις 20 Απριλίου 2018.

19      Εν τω μεταξύ, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Μαρτίου 2018, ο EACEA κοινοποίησε στο ενάγον εκ νέου την οριστική έκθεση ελέγχου, καθώς και έγγραφο της 9ης Φεβρουαρίου 2018 με το οποίο το ενημέρωνε για την πρόθεσή του να προβεί αυτή τη φορά στην ανάκτηση ποσού 84 955,12 ευρώ για το σχέδιο ENHSA. Με το ίδιο έγγραφο, ο EACEA ενημέρωσε το ενάγον ότι θα προέβαινε σε έκδοση χρεωστικού σημειώματος για το εν λόγω ποσό και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 15ης Μαρτίου 2018, το ενάγον απέστειλε τις παρατηρήσεις του, αμφισβητώντας τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης και επισυνάπτοντας επίσης δηλώσεις μη ελληνόφωνων συμμετεχόντων, με τις οποίες αυτοί διαβεβαίωναν ότι είχαν μεν πλήρως ενημερωθεί για το δικαίωμά τους να εισπράξουν τις επίδικες αποζημιώσεις, αλλά τις «εκχώρησαν» οικειοθελώς στον επιστημονικό υπεύθυνο προκειμένου αυτός να εξοφλήσει απευθείας το σύνολο των δαπανών κάθε συνεδρίου.

20      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 2ας Μαΐου 2018, ο EACEA απηύθυνε στο ενάγον το υπ’ αριθ. 3241804913 χρεωστικό σημείωμα ποσού 84 955,12 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα για το σχέδιο ENHSA), το οποίο εξοφλήθηκε από το ενάγον στις 15 Μαΐου 2018.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Ιουλίου 2018, το ενάγον άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

22      Ο EACEA κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 11 Οκτωβρίου 2018.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Δεκεμβρίου 2018, το ενάγον υπέβαλε αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε να ακουστεί.

24      Στις 27 Αυγούστου 2019 ο EACEA πρότεινε, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, νέα αποδεικτικά μέσα.

25      Στις 17 Οκτωβρίου 2019 το ενάγον κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, παρατηρήσεις επί των νέων αυτών αποδεικτικών μέσων. Υποστήριξε ότι έπρεπε να απορριφθούν, πρώτον, επειδή δεν ήταν παραδεκτά και, δεύτερον, επειδή, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση.

26      Στις 17 Οκτωβρίου 2019, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε την υπόθεση σε άλλον εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο τέταρτο τμήμα.

27      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 2020.

29      Το ενάγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η διατυπωθείσα στο χρεωστικό σημείωμα για το σχέδιο ENHSA απαίτηση του EACEA είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 77 169,78 ευρώ και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες·

–        να αναγνωρίσει ότι η διατυπωθείσα στο χρεωστικό σημείωμα για το σχέδιο Archi-Mundus απαίτηση του EACEA είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 28 976,83 ευρώ και ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες·

–        να υποχρεώσει τον EACEA να επιστρέψει εντόκως τα ως άνω ποσά με τον νόμιμο τόκο·

–        να καταδικάσει τον EACEA στα δικαστικά έξοδα.

30      Ο EACEA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το ενάγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου

31      Το ενάγον υποστηρίζει, εν συνόψει, ότι οι επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης προβλέπουν ρητώς την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου μόνον όσον αφορά τις ένδικες διαδικασίες κατά των αποφάσεων του EACEA σχετικά με την εφαρμογή των ρητρών των εν λόγω συμφωνιών και τους κανόνες εφαρμογής τους και ότι, ως εκ τούτου, οι συμβατικοί αυτοί όροι, οι οποίοι προβλέπουν επιπλέον ότι οι ένδικες διαδικασίες πρέπει να κινηθούν εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της αμφισβητούμενης απόφασης ή από την ημερομηνία κατά την οποία λαμβάνεται γνώση της απόφασης αυτής, θα μπορούσαν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν μόνον τις προσφυγές ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι ως άνω ρήτρες απονομής δικαιοδοσίας στο Γενικό Δικαστήριο δεν συνεπάγονται αρμοδιότητά του κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ για την εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς, επειδή δεν καταλαμβάνουν όλες τις διαφορές που προκύπτουν μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αντισυμβαλλομένων και οι οποίες αφορούν όχι μόνον την εφαρμογή, αλλά και το κύρος και την ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης. Συνεπώς, το ενάγον εκθέτει ότι ασκεί την παρούσα αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ υπό την εκδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο θα κρίνει ότι έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της υπό κρίση διαφοράς. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ενάγον ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί ρητώς με την απόφασή του επί του ζητήματος της αρμοδιότητάς του να εκδικάσει την υπό κρίση διαφορά.

32      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της. Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ συνιστά συνεπώς ειδικό κανόνα ο οποίος επιτρέπει την προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, χωρίς περιορισμούς όσον αφορά τη φύση του ασκούμενου ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ενδίκου βοηθήματος (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Planet κατά Επιτροπής, C‑564/13 P, EU:C:2015:124, σκέψεις 22 και 23).

33      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, εν προκειμένω, η ρήτρα διαιτησίας που περιλαμβάνεται στις επίμαχες συμβάσεις επιχορήγησης παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή που άσκησε το ενάγον με αναγνωριστικό αίτημα, αφενός, και με καταψηφιστικό αίτημα κατά του EACEA, αφετέρου.

34      Κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιληφθούν, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, υποθέσεως που αφορά σύμβαση κρίνεται αποκλειστικά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και τους όρους της ρήτρας διαιτησίας (απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, EU:C:1992:172, σκέψη 13). H αρμοδιότητα αυτή συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, EU:C:1986:501). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί επί συμβατικής διαφοράς μόνο σε περίπτωση εκφράσεως της βουλήσεως των συμβαλλομένων να του αναγνωρίσουν αρμοδιότητα (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, εφόσον η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ειδική διατύπωση που πρέπει να χρησιμοποιείται σε μια ρήτρα διαιτησίας, οποιαδήποτε διατύπωση με την οποία οι συμβαλλόμενοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υποβάλουν τις ενδεχόμενες διαφορές τους στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αντί των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων πρέπει να θεωρείται επαρκής προς θεμελίωση της αρμοδιότητας των πρώτων δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Εν προκειμένω, οι συμφωνίες επιχορήγησης για τα σχέδια ENHSA και Archi-Mundus περιλαμβάνουν, αντιστοίχως, άρθρο I.8 και άρθρο I.9, τα οποία φέρουν τον τίτλο «Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδιο δικαστήριο». Κατά το δεύτερο εδάφιο των δύο αυτών άρθρων, «[ο] δικαιούχος δύναται να κινήσει ένδικη διαδικασία κατά αποφάσεων του [EACEA] σε σχέση με την εφαρμογή των προβλέψεων της [συμφωνίας] και τον τρόπο εκτελέσεώς της, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου [...]». Επιπλέον, κατά τους ίδιους συμβατικούς όρους, «[υ]πό τους όρους της ενωσιακής νομοθεσίας σε σχέση με το ζήτημα αυτό, τέτοια ένδικη διαδικασία πρέπει να κινηθεί εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως στον προσφεύγοντα, ή, σε περίπτωση έλλειψης αυτής, από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση περιήλθε σε γνώση του».

37      Κατά συνέπεια η ρήτρα που περιέχουν το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και το άρθρο I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi‑Mundus ορίζει το Γενικό Δικαστήριο ως πρωτοδίκως αρμόδιο δικαστήριο για κάθε ένδικη διαδικασία που κινείται από δικαιούχο, κατά την έννοια των συμφωνιών επιχορήγησης, κατά των αποφάσεων του EACEA σχετικά με την εφαρμογή της συμβάσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 54).

38      Βεβαίως, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας αυτής, από τη χρήση του όρου «απόφαση» καθώς και από την υποχρέωση τήρησης προθεσμίας «δύο μηνών από την κοινοποίηση […], ή, σε περίπτωση έλλειψης αυτής, από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση περιήλθε σε γνώση του [προσφεύγοντος]», η διατύπωση της ρήτρας διαφέρει από τη διατύπωση των συνήθων ρητρών διαιτησίας και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση, καθόσον φαίνεται να παραπέμπει στον προβλεπόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας που διενεργείται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.

39      Εν πάση περιπτώσει, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η ασάφεια που δημιουργείται από τη διατύπωση του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και του άρθρου I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να αποκλείσουν τον χαρακτηρισμό της εν λόγω ρήτρας ως ρήτρας διαιτησίας.

40      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο τίτλος του άρθρου I.8 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και του άρθρου I.9 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus, ο οποίος είναι «Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδιο δικαστήριο», υποδηλώνει ευθύς εξαρχής ότι αντικείμενο της ρήτρας την οποία περιέχει το δεύτερο εδάφιο των συμβατικών αυτών όρων είναι ο καθορισμός του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών από τις εν λόγω συμφωνίες.

41      Ειδικότερα, προβλέποντας ότι ο δικαιούχος δύναται να προσφύγει πρωτοδίκως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά αποφάσεων του EACEA σε σχέση με την εφαρμογή των όρων των συμβάσεων και τον τρόπο εκτελέσεώς τους, το άρθρο I.8 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και το άρθρο I.9 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus ορίζουν το Γενικό Δικαστήριο ως αρμόδιο, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, να εκδικάζει τις προσφυγές ή αγωγές των δικαιούχων στο πλαίσιο διαφορών από τις εν λόγω συμφωνίες.

42      Το επιχείρημα ότι τα άρθρα αυτά δεν προσδιορίζουν επαρκώς κατά νόμον το «είδος της “ένδικης διαδικασίας”» της οποίας μπορεί να επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο τίτλος τους, ήτοι «Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδιο δικαστήριο», υποδηλώνει ευθύς εξαρχής ότι αντικείμενο της ρήτρας του δεύτερου εδαφίου των άρθρων αυτών είναι ο καθορισμός του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών από τις εν λόγω συμφωνίες επιχορήγησης.

43      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο I.8 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και το άρθρο I.9 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus, οι ένδικες διαδικασίες τις οποίες ενδεχομένως θα κινήσει ο δικαιούχος πρωτοδίκως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν τις αποφάσεις του EACEA σχετικά με την εφαρμογή των όρων των συμβάσεων και τον τρόπο εκτελέσεώς τους, όπως προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση των άρθρων αυτών.

44      Επομένως, στα ως άνω άρθρα εμπίπτουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τον EACEA βάσει των όρων των συμβάσεων και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη συμβατική σχέση, όπως τα επίδικα χρεωστικά σημειώματα στην παρούσα δίκη. Κατά πάγια νομολογία, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσεώς τους, στις κατά το άρθρο 288 ΣΛΕΕ πράξεις, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2019, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, T‑188/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:772, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Ως εκ τούτου, η ρήτρα που περιέχεται στο άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και στο άρθρο I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή υπόμνηση της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να εκδικάζει τις προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

46      Πράγματι, εκτός από το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή ουδόλως αναφέρει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω ακριβώς της φύσεώς τους, στις πράξεις των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

47      Πλην όμως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 και 44 ανωτέρω, η ρήτρα που περιέχεται στο άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και στο άρθρο I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus καλύπτει ακριβώς τις ένδικες διαδικασίες που μπορούν να κινηθούν κατά των αποφάσεων ή των πράξεων για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 46 ανωτέρω, η ερμηνεία κατά την οποία τα άρθρα αυτά παραπέμπουν στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ θα είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση, με τη σύμβαση, των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που καθιερώνονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, ενώ οι προϋποθέσεις αυτές είναι, κατά τη νομολογία, δημοσίας τάξεως (βλ. διατάξεις της 15ης Απριλίου 2010, Makhteshim-Agan Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-517/08 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:190, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, Albertini κ.λπ. κατά Donnelly και Κοινοβουλίου, T‑219/09 και T‑326/09, EU:T:2010:519, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και, επομένως, δεν εξαρτώνται από τη βούληση των διαδίκων.

48      Επιπλέον, αν η ρήτρα που περιέχεται στο άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και στο άρθρο I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi‑Mundus ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι παραπέμπει στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεν θα ήταν ευχερής ο προσδιορισμός του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών που εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο. Το αποτέλεσμα αυτό όμως δεν θα ανταποκρινόταν στη βούληση των μερών, όπως αυτή προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και του άρθρου I.9, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus, ο οποίος καταδεικνύει την πρόθεσή τους να ορίσουν το αρμόδιο δικαστήριο.

49      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι όροι των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης στην υπό κρίση διαφορά οι οποίοι παρατέθηκαν στη σκέψη 36 ανωτέρω συνιστούν ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

50      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στο γράμμα των ρητρών παρέκτασης αρμοδιότητας στις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης δεν γίνεται ρητή αναφορά των διαφορών σχετικά με το κύρος και την ερμηνεία των εν λόγω συμφωνιών.

51      Επισημαίνεται, ειδικότερα, ότι η αγωγή που άσκησε το ενάγον δεν αφορά, εν πάση περιπτώσει, το κύρος των συμφωνιών επιχορήγησης αλλά, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα των χρεωστικών σημειωμάτων που εκδόθηκαν εις βάρος του. Πλην όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει και δεν αμφισβητείται ότι τα ως άνω χρεωστικά σημειώματα εντάσσονται στο πλαίσιο των δύο συμφωνιών επιχορήγησης σχετικά με τα σχέδια ENHSA και Archi-Mundus, καθόσον τα σημειώματα αυτά αποσκοπούν αμφότερα στην είσπραξη απαίτησης κατ’ εφαρμογήν των εν λόγω συμφωνιών, με τις οποίες τα επίδικα σημειώματα είναι, συνεπώς, αναπόσπαστα συνδεδεμένα.

52      Μπορεί ακόμη να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, το Γενικό Δικαστήριο, δεχόμενο, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016, European Children’s Fashion Association και Instituto de Economía Pública κατά EACEA (T‑724/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:600), η οποία αφορούσε ρήτρα διαιτησίας με παρόμοια διατύπωση με εκείνη των επίμαχων στην υπό κρίση διαφορά ρητρών των συμφωνιών επιχορηγήσεως, ότι η αγωγή ήταν παραδεκτή και αποφαινόμενο επί της ουσίας, αναγνώρισε εμμέσως πλην σαφώς την αρμοδιότητά του να επιληφθεί της διαφοράς βάσει μιας τέτοιας ρήτρας.

53      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της υπό κρίση αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ και τη ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται στο άρθρο I.8 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και στο άρθρο I.9 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus.

 Επί του παραδεκτού των νέων αποδεικτικών στοιχείων που κατέθεσε ο EACEA

54      Στις 27 Αυγούστου 2019 ο EACEA κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν αλληλογραφία με το ενάγον μεταξύ της 29ης Απριλίου και της 23ης Ιουλίου 2019, σχετικά με την ανάκτηση των ημερήσιων κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων των ελληνόφωνων συμμετεχόντων στις δράσεις τις οποίες αφορούσαν οι δύο επίμαχες συμφωνίες στην υπό κρίση υπόθεση.

55      Το ενάγον, με τις από 17 Οκτωβρίου 2019 παρατηρήσεις του επί των νέων αποδεικτικών στοιχείων, αφενός, αμφισβήτησε το παραδεκτό των εγγράφων αυτών και, αφετέρου, προέβαλε ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σχετικά με την παρούσα υπόθεση.

56      Η πρώτη αιτίαση του ενάγοντος είναι ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία είναι απαράδεκτα λόγω του ότι προσκομίστηκαν αρκετό χρόνο μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στις 26 Νοεμβρίου 2018 και λόγω του ότι ο EACEA δεν δικαιολόγησε την καθυστέρηση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

57      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο EACEA τόνισε ότι τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατατέθηκαν για σκοπούς ενημέρωσης.

58      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων, οι δε κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης, κατ’ εξαίρεση, να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή.

59      Πλην όμως, η προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων στις 27 Αυγούστου 2019 έλαβε χώρα εκπροθέσμως κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεδομένου ότι ο EACEA παρέλειψε να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη προσκόμισή τους, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία πρέπει να μη ληφθούν υπόψη, ως απαράδεκτα, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφοι 1 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2017, Moravia Consulting κατά EUIPO – Citizen Systems Europe (SDC-554S), T‑316/16, EU:T:2017:717, σκέψη 63].

60      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δέχεται την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι στην περίπτωση που ο προτείνων διάδικος δεν μπορούσε, πριν την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, να έχει στη διάθεσή του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Einhell Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑73/12, EU:T:2015:865, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Εν προκειμένω, η αλληλογραφία μεταξύ του ενάγοντος και του EACEA σχετικά με την ανάκτηση των κατ’ αποκοπήν ημερήσιων αποζημιώσεων των ελληνόφωνων συμμετεχόντων ως προς τις δύο επίμαχες συμφωνίες περιλαμβάνει, πρώτον, δύο έγγραφα προκαταρκτικής ενημέρωσης απευθυνόμενα από το EACEA προς το ενάγον σχετικά με τη διαχείριση των σχετικών με τα επίμαχα σχέδια επιχορηγήσεων, δεύτερον, παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από το ενάγον σχετικά με τα ανωτέρω έγγραφα προκαταρκτικής ενημέρωσης και, τρίτον, δύο απαντητικά έγγραφα του EACEA στις παρατηρήσεις του ενάγοντος. Ο EACEA ανέφερε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, αλλά και κατά την κατάθεση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, ότι είχε επιφυλαχθεί του δικαιώματός του να ζητήσει από το ενάγον την επιστροφή των ποσών που αντιστοιχούν στις ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις των ελληνόφωνων συμμετεχόντων.

62      Ως προς το ζήτημα αυτό, το γεγονός και μόνον ότι η αλληλογραφία του ενάγοντος και του EACEA μεταξύ της 29ης Απριλίου και της 23ης Ιουλίου 2019 είναι μεταγενέστερη της περάτωσης της έγγραφης διαδικασίας, η οποία έλαβε χώρα στις 26 Νοεμβρίου 2018, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, ο EACEA, με πρωτοβουλία του οποίου άρχισε η αλληλογραφία με το ενάγον, είχε στη διάθεσή του, βάσει της από 15 Μαΐου 2017 προσωρινής έκθεσης ελέγχου και της από 6 Δεκεμβρίου 2017 οριστικής έκθεσης ελέγχου (βλ. σκέψεις 14 και 15 ανωτέρω), τα απαραίτητα πληροφοριακά στοιχεία ώστε να αρχίσει την αλληλογραφία αυτή πριν από την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας. Μολονότι, σύμφωνα με την οριστική έκθεση ελέγχου, έπρεπε να ανακτηθούν μόνον οι ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν στις δαπάνες στις οποίες είχαν υποβληθεί οι μη ελληνόφωνοι συμμετέχοντες, εκτίμηση μάλλον διαφορετική από τη θέση την οποία εξέφρασε ο EACEA στην αλληλογραφία του με το ενάγον, εντούτοις ο EACEA θα μπορούσε, βάσει των δύο εκθέσεων ελέγχου, να έχει κατανοήσει ποια έγγραφα πιστοποιούσαν το υποστατό των κατ’ αποκοπήν ημερήσιων αποζημιώσεων όλων των συμμετεχόντων, καθώς και ότι η καταβολή των ημερήσιων κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων των ελληνόφωνων συμμετεχόντων αποδεικνυόταν επίσης από το ημερολόγιο κινήσεων όπως συνέβαινε στην υπό κρίση υπόθεση.

63      Κατά συνέπεια, πρέπει να κριθούν απαράδεκτα τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο EACEA, χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της κρισιμότητάς τους.

 Επί της ουσίας

64      Το ενάγον προβάλλει κατά των χρεωστικών σημειωμάτων για τα σχέδια Archi‑Mundus και ENHSA δύο ισχυρισμούς, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των συμβατικών όρων σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών για την ημερήσια αποζημίωση που καταβαλλόταν στους συμμετέχοντες και ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων.

 Επί του πρώτου ισχυρισμού με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των συμβατικών όρων

65      Υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς είναι αίτημα αναγνώρισης της επιλεξιμότητας άμεσων δαπανών που αφορούν κατ’ αποκοπήν ημερήσιες αποζημιώσεις για την κάλυψη των δαπανών διαμονής και τοπικών μετακινήσεων των μη ελληνόφωνων συμμετεχόντων κατά τη συμμετοχή τους στα συνέδρια που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο δύο σχεδίων τα οποία επιχορήγησε ο EACEA, καθώς και έμμεσες δαπάνες που υπολογίζονται με βάση τις άμεσες δαπάνες.

66      Όσον αφορά το σχέδιο Archi-Mundus, το ενάγον υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να κριθούν επιλέξιμες οι άμεσες δαπάνες της ημερήσιας κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης που ανέρχονται στο ποσό των 41 571,00 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχεί επιχορήγηση ποσού 30 762,54 ευρώ, και έμμεσες δαπάνες, υπολογιζόμενες κατ’ αποκοπήν στο 7 % των άμεσων δαπανών, ήτοι 2 909,97 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχεί επιχορήγηση 2 153,38 ευρώ. Το ενάγον προβάλλει ότι η απαίτηση του EACEA στο πλαίσιο της δράσης Archi-Mundus είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 32 915,92 ευρώ. Με δεδομένο, όμως, ότι στις 19 Μαρτίου 2015 είχε συμφωνηθεί μεταξύ του EACEA και του ενάγοντος ότι το δεύτερο δεν θα ελάμβανε επιχορήγηση υψηλότερη των 291 035,76 ευρώ και ο EACEA είχε ήδη αναγνωρίσει ως επιλέξιμο το ποσό των 262 058,93 ευρώ στην οριστική έκθεση ελέγχου, το ενάγον υποστηρίζει ότι το αίτημά του στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής δεν μπορεί να ανέλθει στο ποσό των 32 915,92 ευρώ, αλλά περιορίζεται στο ποσό που έχει δικαίωμα να λάβει κατ’ ανώτατο όριο δυνάμει της από 19 Μαρτίου 2015 συμφωνίας μεταξύ του EACEA και του ιδίου, ήτοι στο ποσό των 28 976,83 ευρώ.

67      Όσον αφορά το σχέδιο ENHSA, το ενάγον υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να κριθούν επιλέξιμες οι άμεσες δαπάνες της ημερήσιας κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης που ανέρχονται στο ποσό των 113 212,12 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχεί επιχορήγηση ποσού 72 121,29 ευρώ, και έμμεσες δαπάνες, υπολογιζόμενες κατ’ αποκοπήν στο 7 % των άμεσων δαπανών, ήτοι 7 924,85 ευρώ, στις οποίες αντιστοιχεί επιχορήγηση 5 048,49 ευρώ. Το ενάγον προβάλλει ότι η απαίτηση του EACEA στο πλαίσιο της δράσης για το σχέδιο ENHSA είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 77 169,78 ευρώ.

68      Το ενάγον, υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι δαπάνες για την ημερήσια αποζημίωση στις οποίες υποβλήθηκε στο πλαίσιο των δύο σχετικών με τα επίμαχα σχέδια δράσεων είναι επιλέξιμες βάσει των συμφωνιών επιχορήγησης, διότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει ο EACEA, οι δαπάνες αυτές αντιστοιχούν σε ποσά που πράγματι καταβλήθηκαν στους συμμετέχοντες στις δράσεις τις οποίες αφορούσαν τα αιτήματα χρηματοδότησης. Αυτό ισχύει γιατί, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια τα οποία οι ίδιοι οι ελεγκτές απηύθυναν σε ορισμένους μη ελληνόφωνους συμμετέχοντες, οι εν λόγω συμμετέχοντες δήλωσαν ότι δεν πλήρωσαν οτιδήποτε κατά τη διάρκεια των συναντήσεων και ότι όλες οι δαπάνες είχαν πληρωθεί από τον επιστημονικό υπεύθυνο.

69      Τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών αυτών δεν μπορεί να κλονίσει το γεγονός ότι οι ίδιοι ως άνω συμμετέχοντες, σύμφωνα άλλωστε με τη συνήθη πρακτική του ενάγοντος στο πλαίσιο της εκτέλεσης παρόμοιων σχεδίων, διέθεσαν «οικειοθελώς» την αποζημίωση αυτή στον επιστημονικό υπεύθυνο, ώστε να προβεί αυτός για λογαριασμό τους στο σύνολο των πληρωμών. Ειδικότερα, κατά το ενάγον, οι συμμετέχοντες είχαν ενεργήσει αυτοβούλως υπογράφοντας με πλήρη επίγνωση ημερολόγιο κίνησης στο οποίο επισυνάπτονταν τα τιμολόγια για τις διάφορες δαπάνες διαμονής και ταξιδίων στο πλαίσιο κάθε συνεδρίου, βάσει δε του ημερολογίου αυτού μπορούσε να ελεγχθεί, κατά την απόδοση λογαριασμού, εάν οι δαπάνες που έγιναν ήταν πραγματικές.

70      Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο, κατά το ενάγον, οι συμμετέχοντες δεν κατέβαλαν καμία δαπάνη, καθόσον όλες οι σχετικές με τις μετακινήσεις και τη διαμονή τους δαπάνες καλύφθηκαν από τον επιστημονικό υπεύθυνο τόσο για τις μετακινήσεις τους όσο και για τη διαμονή τους κατά τη συμμετοχή στα συνέδρια. Ειδικότερα, η πρακτική αυτή αποτελούσε «προσωπική συμφωνία» μεταξύ των συμμετεχόντων και του επιστημονικού υπευθύνου, της οποίας, όμως, το ενάγον δεν είχε λάβει γνώση και, ως εκ τούτου, η συμφωνία αυτή συνιστά, έναντι του ενάγοντος, «res inter alios acta» και, συνεπώς, δεν είναι σε καμία περίπτωση αντιτάξιμη έναντι αυτού.

71      Η επιλεξιμότητα των επίδικων δαπανών επιβεβαιώνεται, κατά το ενάγον, από τις δηλώσεις των μη ελληνόφωνων συμμετεχόντων τις οποίες διαβίβασε στον EACEA προκειμένου να αμφισβητήσει την οριστική έκθεση ελέγχου η οποία καταρτίστηκε για καθένα από τα επίμαχα σχέδια.

72      Το ενάγον εκθέτει ειδικότερα ότι οι ως άνω συμμετέχοντες δήλωσαν, αφενός, ότι είχαν δικαίωμα να εισπράξουν τις επίδικες αποζημιώσεις, αλλά τις είχαν οικειοθελώς εκχωρήσει στον επιστημονικό υπεύθυνο, και, αφετέρου, ότι είχαν ενημερωθεί ότι αυτός θα κατέβαλλε απευθείας το σύνολο των δαπανών διαμονής τους. Είχαν επίσης επιβεβαιώσει στις δηλώσεις τους ότι οι λοιπές δαπάνες ταξιδίων για τα συνέδρια ανέρχονταν πράγματι στο ποσό που αναφερόταν στα ημερολόγια κίνησης.

73      Συνεπώς, οι δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνουν, κατά το ενάγον, ότι οι επίδικες αποζημιώσεις είχαν πράγματι καταβληθεί στους συμμετέχοντες. Επιπλέον, ορισμένοι από αυτούς τους συμμετέχοντες ταυτίζονται με τους συμμετέχοντες στους οποίους ο EACEA απηύθυνε ερωτηματολόγια κατά τη διαδικασία του οικονομικού ελέγχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα που προέβαλαν οι ελεγκτές για την απόρριψη της επιλεξιμότητας των επίδικων δαπανών, ήτοι ότι οι ίδιοι ως άνω μη ελληνόφωνοι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν τι υπέγραφαν όταν δήλωναν στο ημερολόγιο κίνησης, το οποίο συντασσόταν στην ελληνική γλώσσα, ότι είχαν εισπράξει την αποζημίωση, διαψεύδεται πλήρως από τις δηλώσεις που συγκέντρωσε κατά τα ανωτέρω το ενάγον.

74      Ως εκ τούτου, κατά το ενάγον, δεδομένου, αφενός, ότι απέδειξε ότι οι επίδικες δαπάνες ήταν πραγματικές και, αφετέρου, ότι ο EACEA αμφισβήτησε μόνον το υποστατό τους για τον λόγο ότι οι ημερήσιες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις δεν είχαν καταβληθεί στους συμμετέχοντες, οι ως άνω δαπάνες πρέπει να κριθούν επιλέξιμες, αφού δεν αμφισβητείται η συνδρομή των λοιπών κριτηρίων επιλεξιμότητας, όπως αυτά προσδιορίζονται στους κρίσιμους όρους των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

75      Το ενάγον, θεωρώντας ότι οι άμεσες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι συμμετέχοντες είναι επιλέξιμες, υποστηρίζει ότι ο EACEA υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αρνούμενος να αναγνωρίσει την επιλεξιμότητα των έμμεσων δαπανών στις οποίες υποβλήθηκαν οι ίδιοι ως άνω συμμετέχοντες, αποκλειστικώς και μόνο λόγω της απόρριψης της επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών με τις οποίες οι έμμεσες δαπάνες είναι αλληλένδετες σύμφωνα με τους συμβατικούς όρους.

76      Τέλος, το ενάγον τονίζει ότι είναι αντιφατική η αναγνώριση εκ μέρους του EACEA της επιλεξιμότητας ορισμένων αποζημιώσεων όσον αφορά τους ελληνόφωνους συμμετέχοντες ενώ παρόμοιες δαπάνες κρίθηκαν μη επιλέξιμες όσον αφορά τους μη ελληνόφωνους συμμετέχοντες.

77      Ο EACEA ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων του ενάγοντος.

78      Υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, σύμφωνα με το σύστημα της Ένωσης για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, η χρησιμοποίηση των εν λόγω επιχορηγήσεων υπόκειται σε κανόνες που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική ή ολική επιστροφή της χορηγηθείσας επιχορήγησης. Επομένως, ο δικαιούχος επιχορήγησης του οποίου η αίτηση έχει εγκριθεί δεν αποκτά, εξ αυτού του γεγονότος, κανένα οριστικό δικαίωμα για τη λήψη ολόκληρης της επιχορήγησης, εφόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις από τις οποίες αυτή εξαρτάται (αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, EU:T:2007:146, σκέψη 93, και της 17ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά EU Research Projects, T‑220/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:551, σκέψη 28).

79      Κατά θεμελιώδη αρχή που διέπει, μεταξύ άλλων, τη χορήγηση επιχορηγήσεων από την Ένωση, η επιχορήγηση μπορεί να αφορά μόνον πραγματικές δαπάνες. Ως εκ τούτου, προκειμένου να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να ασκήσει έλεγχο, οι δικαιούχοι αυτών των επιχορηγήσεων πρέπει να αποδεικνύουν το υποστατό των δαπανών που καταλογίζονται στα επιχορηγούμενα σχέδια, δεδομένου ότι η υποβολή αξιόπιστων πληροφοριακών στοιχείων από τους δικαιούχους αυτούς είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου και απόδειξης που έχει θεσπισθεί προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης των επιχορηγήσεων. Επομένως, δεν αρκεί να αποδεικνύεται η υλοποίηση ενός σχεδίου προς δικαιολόγηση της χορήγησης συγκεκριμένης επιχορήγησης. Ο δικαιούχος της ενίσχυσης οφείλει, επιπλέον, να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δαπάνες τις οποίες δηλώνει σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας επιχορήγησης, μόνο δε οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες. Η υποχρέωσή του για την τήρηση των προβλεπόμενων δημοσιονομικών προϋποθέσεων αποτελεί μάλιστα μία από τις βασικές δεσμεύσεις του και, εξ αυτού του λόγου, συνιστά προϋπόθεση για τη χορήγηση της επιχορήγησης από την Ένωση (βλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2014, Technische Universität Dresden κατά Επιτροπής, T‑29/11, EU:T:2014:912, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Υπενθυμίζεται επίσης ότι οι διαφορές που γεννώνται κατά την εκτέλεση μιας συμβάσεως πρέπει να επιλύονται, κατ’ αρχήν, βάσει των συμβατικών ρητρών (βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Edificios Inteco, T‑235/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:79, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, Synergy Hellas κατά Επιτροπής, T‑106/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:860, σκέψη 37).

81      Εν προκειμένω, το άρθρο I.8 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και το άρθρο I.9 της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus προβλέπουν ότι η επιχορήγηση διέπεται από τις συμβατικές ρήτρες και από τους σχετικούς κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

82      Ως προς το ζήτημα αυτό, το άρθρο II.14.1 και των δύο επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης προβλέπει τα εξής:

«Είναι επιλέξιμες οι δαπάνες της δράσεως οι οποίες πράγματι βαρύνουν τον δικαιούχο επιχορηγήσεως και ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

–        πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της δράσεως όπως ορίζεται στο άρθρο Ι.2.2 της συμφωνίας, με εξαίρεση τις δαπάνες που αφορούν τελικές εκθέσεις και εκθέσεις εξωτερικού λογιστικού ελέγχου σε σχέση με τις οικονομικές δηλώσεις και τους υποκείμενους λογαριασμούς της δράσεως·

–        σχετίζονται με το αντικείμενο της συμφωνίας και εμφαίνονται στον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό της δράσεως·

–        είναι αναγκαίες για την υλοποίηση της δράσεως που αποτελεί αντικείμενο της επιχορηγήσεως·

–        είναι αναγνωρίσιμες και επαληθεύσιμες, ιδίως με την εγγραφή τους στα λογιστικά βιβλία του δικαιούχου, και προσδιορίζονται σύμφωνα με τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένος ο δικαιούχος και σύμφωνα με τις συνήθεις πρακτικές κοστολόγησης που αυτός εφαρμόζει·

–        συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας φορολογικής και κοινωνικής νομοθεσίας·

–        είναι εύλογες, δικαιολογημένες και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως σε ότι αφορά την οικονομία και την αποδοτικότητα.

Οι λογιστικές διαδικασίες και οι διαδικασίες εσωτερικών ελέγχων του δικαιούχου πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης συμφωνίας των δαπανών και εσόδων που δηλώνονται ως προς τη δράση με τις αντίστοιχες λογιστικές δηλώσεις και τα αντίστοιχα υποστηρικτικά έγγραφα.»

83      Περαιτέρω, το άρθρο II.14.2 και των δύο επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης ορίζει τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες ως εξής:

«Οι επιλέξιμες άμεσες δαπάνες της δράσεως είναι οι δαπάνες οι οποίες, τηρουμένων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας που ορίζονται στο άρθρο II.14.1, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ειδικές δαπάνες της δράσης, άμεσα συνδεόμενες με την υλοποίησή της και δυνάμενες να καταλογισθούν άμεσα σε αυτήν. Ειδικότερα, επιλέξιμες είναι οι ακόλουθες άμεσες δαπάνες, εφόσον πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο:

–        […]

–        οι δαπάνες ταξιδιού και διαμονής του προσωπικού που συμμετέχει στη δράση, εφόσον αντιστοιχούν στη συνήθη πρακτική των δικαιούχων σε σχέση με τις δαπάνες ταξιδίων και δεν υπερβαίνουν τις κλίμακες που εγκρίνει ετησίως η Επιτροπή·

–        […]».

84      Το άρθρο II.14.3 και των δύο επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης προβλέπει τα εξής:

«Οι έμμεσες επιλέξιμες δαπάνες της δράσεως είναι οι δαπάνες οι οποίες, τηρουμένων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας που ορίζονται στο άρθρο II.14.1, δεν μπορούν μεν να χαρακτηρισθούν ως ειδικές δαπάνες της δράσης, άμεσα συνδεόμενες με την υλοποίησή της και δυνάμενες να καταλογισθούν άμεσα σε αυτήν, αλλά μπορούν να χαρακτηρισθούν και να δικαιολογηθούν από το λογιστικό σύστημα του δικαιούχου ως πραγματοποιηθείσες σε άμεση σχέση με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που συνδέονται με τη δράση. Δεν μπορούν να περιλαμβάνουν επιλέξιμες άμεσες δαπάνες.

[…]»

85      Το άρθρο I.3.2, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και το άρθρο I.4.2, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus προβλέπουν ότι οι έμμεσες δαπάνες αναγνωρίζονται ως επιλέξιμες σε κατ’ αποκοπήν ποσοστό 7 % του συνολικού ποσού των επιλέξιμων άμεσων δαπανών.

86      Όσον αφορά τις δαπάνες διαμονής του προσωπικού, το παράρτημα III της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA (Guidelines for administrative and financial management and reporting) και το παράρτημα VI της συμφωνίας επιχορήγησης για το έργο Archi-Mundus (Administrative and financial Handbook) (στο εξής, από κοινού: εγχειρίδια των επίμαχων σχεδίων), τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, προβλέπουν, στο πλαίσιο κάθε επίμαχου σχεδίου, την καταβολή ημερήσιας αποζημίωσης για την κάλυψη των γευμάτων και των λοιπών προσωπικών εξόδων, καθώς και των δαπανών για τοπικές μετακινήσεις. Η ως άνω ημερήσια αποζημίωση δεν καλύπτει τις δαπάνες για τη μετακίνηση του συμμετέχοντος από τον τόπο αναχώρησής του στον τόπο όπου διεξάγεται η επίμαχη δράση και τις δαπάνες καταλύματος, για τις οποίες προβλέπεται ειδική επιστροφή.

87      Η ημερήσια αποζημίωση καταβάλλεται είτε βάσει των πραγματικών δαπανών (επιστροφή έναντι τιμολογίων) είτε βάσει κατ’ αποκοπήν ποσού ανά ημέρα και ανά άτομο με ανώτατα όρια που καθορίζονται ανάλογα με τη χώρα στην οποία διεξάγεται η εκδήλωση. Πράγματι, από τα εγχειρίδια των επίμαχων σχεδίων προκύπτει ότι «η επιστροφή [των δαπανών διαμονής] ακολουθεί τους ισχύοντες εσωτερικούς κανόνες των οργανισμών-εταίρων και μπορεί να γίνεται είτε επί τη βάσει πραγματικών δαπανών είτε μέσω ημερήσιας αποζημίωσης».

88      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, αντί της κάλυψης των δαπανών των συμμετεχόντων επί τη βάσει των πραγματικών εξόδων, είναι δυνατή η επιλογή συστήματος βάσει του οποίου ο «οργανισμός-εταίρος» καλύπτει τα έξοδα των συμμετεχόντων καταβάλλοντας σε αυτούς ημερήσιες αποζημιώσεις, τις οποίες αυτοί μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα για την κάλυψη όλων των προσωπικών καθημερινών εξόδων, πλην των δαπανών ταξιδίου και καταλύματος, στα οποία ενδέχεται να υποβληθούν κατά τη διάρκεια της οικείας δράσης. Στην περίπτωση αυτή, προς απόδειξη του υποστατού των δαπανών, ο «οργανισμός-εταίρος» πρέπει να αποδείξει την καταβολή των ως άνω αποζημιώσεων στους συμμετέχοντες.

89      Στις λοιπές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης κατά την οποία ο «οργανισμός-εταίρος» επιλέγει να καταβάλει ο ίδιος την αμοιβή σε εκείνους που παρέχουν υπηρεσίες στους συμμετέχοντες, αν υποτεθεί ότι ένας τέτοιος τρόπος κάλυψης των δαπανών είναι σύμφωνος με τις συμφωνίες επιχορήγησης, εφαρμόζεται το σύστημα που βασίζεται στις πραγματικές δαπάνες. Μια διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις που τίθενται από το άρθρο II.14.1 και των δύο συμφωνιών επιχορήγησης (βλ. σκέψη 82 ανωτέρω) υπό το πρίσμα των οποίων η επιλεξιμότητα των κατ’ αποκοπήν δαπανών πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση θα ενείχε το ενδεχόμενο εξομοίωσης των δαπανών διαμονής του προσωπικού που ορίζονται ως άμεσες δαπάνες (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω) με τις έμμεσες δαπάνες οι οποίες, αφενός, δεν μπορούν να περιλαμβάνουν, κατά το άρθρο I.14.3 αμφοτέρων των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης, άμεσες επιλέξιμες δαπάνες (βλ. σκέψη 84 ανωτέρω) και, αφετέρου, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα εγχειρίδια των επίμαχων σχεδίων (βλ., παραδείγματος χάριν, όσον αφορά τη συμφωνία επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA, παράρτημα A 29, σ. 1374), υπολογίζονται κατ’ αποκοπήν και δεν χρειάζεται να δικαιολογούνται από λογιστικά έγγραφα.

90      Τέλος, επισημαίνεται ότι το ίδιο το ενάγον επέλεξε, εν προκειμένω, να εφαρμόσει το κατ’ αποκοπήν σύστημα. Συγκεκριμένα, δεν επιχείρησε να αποδείξει, μέσω δικαιολογητικών, ότι είχε καταβάλει σε παρέχοντες υπηρεσίες το κόστος των υπηρεσιών που αυτοί είχαν παράσχει στους συμμετέχοντες ως δαπάνες διαμονής. Κατά συνέπεια, έχοντας επιλέξει όχι το σύστημα των πραγματικών δαπανών, αλλά το κατ’ αποκοπήν σύστημα, το ενάγον, για να αποδείξει το υποστατό των ως άνω δαπανών, όφειλε να αποδείξει, εν προκειμένω, ότι είχε καταβάλει τις κατ’ αποκοπήν ημερήσιες αποζημιώσεις στους συμμετέχοντες. Υπογραμμίζεται, ακόμη, ότι το ενάγον δεν αμφισβητεί με τα δικόγραφά του το γεγονός ότι, για να χαρακτηριστούν ως πραγματικές, οι κατ’ αποκοπήν ημερήσιες αποζημιώσεις πρέπει να έχουν καταβληθεί στους συμμετέχοντες (βλ. σκέψεις 65 έως 69 ανωτέρω), αλλά υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αποζημιώσεις αυτές καταβλήθηκαν στους συμμετέχοντες οι οποίοι, με τη σειρά τους, τις «εκχώρησαν» στον επιστημονικό υπεύθυνο του επίμαχου σχεδίου.

91      Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρείται ότι οι συμβατικοί όροι που έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά προβλέπουν ότι η ημερήσια αποζημίωση, όταν λαμβάνει τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού, πρέπει να καταβάλλεται απευθείας στον συμμετέχοντα.

92      Εν προκειμένω, αρκεί όμως η διαπίστωση ότι το ενάγον όχι μόνο δεν ισχυρίζεται ότι κατέβαλε απευθείας τις κατ’ αποκοπήν ημερήσιες αποζημιώσεις στους συμμετέχοντες, αλλά υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, «[Σ]ε πρακτικό επίπεδο», τις κατέβαλλε στον επιστημονικό υπεύθυνο, ο οποίος ελάμβανε κατ’ αρχάς προκαταβολή και στη συνέχεια το υπολειπόμενο ποσό, κατόπιν υποβολής δικαιολογητικών, αν η προκαταβολή ήταν κατώτερη του ποσού των πληρωμών που είχε πραγματοποιήσει για λογαριασμό των συμμετεχόντων.

93      Μολονότι το ενάγον υποστηρίζει συγχρόνως, και μάλιστα κατά τρόπο αντιφατικό, ότι οι συμμετέχοντες είχαν λάβει στην πραγματικότητα τις επίδικες αποζημιώσεις, εντούτοις το επιχείρημα αυτό στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, μόνο στο γεγονός ότι αυτοί υπέγραψαν το ημερολόγιο κίνησης. Πλην όμως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η υπογραφή αυτή «σήμαινε ότι είχαν εισπράξει την ημερήσια κατ’ αποκοπή αποζημίωση», επειδή ο επιστημονικός υπεύθυνος τους είχε εξηγήσει προφορικά τη σημασία της υπογραφής τους στο έγγραφο αυτό, η απλή αυτή δήλωση, η οποία δεν στηρίζεται από κανένα απτό και αντικειμενικό δικαιολογητικό από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι οι αποζημιώσεις αυτές κατατέθηκαν πράγματι στους λογαριασμούς των συμμετεχόντων, δεν αρκεί για να αποδείξει τα όσα υποστηρίζει το ενάγον.

94      Ως προς το ζήτημα αυτό, το ενάγον υποστηρίζει αλυσιτελώς, για να απαλλαγεί από τις συμβατικές υποχρεώσεις του, ότι δεν είχε ενημερωθεί για «προσωπική συμφωνία» μεταξύ κάθε συμμετέχοντος και του επιστημονικού υπευθύνου με την οποία οι συμμετέχοντες εκχωρούσαν οικειοθελώς στον επιστημονικό υπεύθυνο το ποσό της ημερήσιας κατ’ αποκοπήν αποζημίωσης. Πράγματι, το ενάγον, το οποίο υποχρεούται να τηρεί διαδικασία εσωτερικού ελέγχου η οποία να καθιστά δυνατή, μεταξύ άλλων, την άμεση συμφωνία μεταξύ των δαπανών και των εσόδων που δηλώθηκαν για την οικεία δράση, δεν μπορεί να επικαλείται ότι μια συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων και του επιστημονικού υπευθύνου του σχεδίου συνιστά έναντί του «inter alios acta», την οποία δεν όφειλε να γνωρίζει και της οποίας μπορούσε θεμιτά να αγνοεί τον χρόνο σύναψης και τον τρόπο εφαρμογής.

95      Επιπλέον, τα τιμολόγια ξενοδοχείου ή τα αεροπορικά εισιτήρια, που επισυνάπτονταν στο ημερολόγιο κίνησης, δεν μπορούν να αποδείξουν ότι οι επίδικες αποζημιώσεις είχαν πράγματι καταβληθεί στους συμμετέχοντες, αλλά απλώς, όπως άλλωστε παρατηρεί και το ενάγον, ότι «έλαβαν πράγματι χώρα τα ταξίδια αυτά στο πλαίσιο των οποίων καταβλήθηκαν οι [επίδικες] αποζημιώσεις».

96      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα δικαιολογητικά αυτά, τα οποία, κατά το ενάγον, συνοδεύονταν από έγγραφα των συνεδρίων και από έκθεση πεπραγμένων την οποία συνέτασσε ο επιστημονικός υπεύθυνος, μπορούν, όπως υποστηρίζει το ενάγον, να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα των μετακινήσεων αυτών στο πλαίσιο των επίδικων δράσεων, υπενθυμίζεται ότι, βάσει της νομολογίας που εκτίθεται στη σκέψη 79 ανωτέρω, δεν αρκεί ο δικαιούχος της επιχορήγησης να αποδείξει ότι υλοποίησε το σχέδιο για το οποίο καταβλήθηκε η επιχορήγηση, αλλά πρέπει επιπλέον να αποδείξει ότι υποβλήθηκε στις δηλωθείσες δαπάνες, εν προκειμένω εκείνες για τις οποίες προβλέπονται οι επίδικες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί για τη χορήγηση της οικείας επιχορήγησης.

97      Ως προς το ζήτημα αυτό, μπορεί ακόμη να επισημανθεί ότι τα προσκομισθέντα τιμολόγια δεν αφορούν δαπάνες που καλύπτονται από τις επίδικες κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις, αλλά άλλου είδους επιστρεπτέες δαπάνες, ήτοι τις δαπάνες μετακίνησης και διαμονής. Το ενάγον, μολονότι υποστηρίζει ότι απέδειξε την επιλεξιμότητα των δαπανών των οποίων ζητεί την επιστροφή, δεν προσκόμισε ούτε κατά τη διαδικασία ελέγχου ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τιμολόγια τα οποία να πιστοποιούν το υποστατό των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για την ημερήσια αποζημίωση.

98      Εξάλλου, από την οριστική έκθεση ελέγχου προκύπτει και δεν αμφισβητείται ότι ορισμένοι συμμετέχοντες δήλωσαν, απαντώντας στο ερωτηματολόγιο που τους απηύθυνε ο EACEA, «σαφώς και ρητώς ότι όλες οι δαπάνες πληρώνονταν απευθείας από τον [επιστημονικό υπεύθυνο] και ότι δεν είχαν λάβει καμία ημερήσια αποζημίωση».

99      Αντιθέτως προς το συμπέρασμα που συνάγει από τις δηλώσεις αυτές το ενάγον, δεν προκύπτει από αυτές ότι όντως πραγματοποιήθηκαν οι δαπάνες στις οποίες αντιστοιχούσαν οι επίδικες αποζημιώσεις. Το γεγονός ότι όλες οι δαπάνες καταβλήθηκαν από τον επιστημονικό υπεύθυνο, χωρίς οι συμμετέχοντες να λάβουν απευθείας τις εν λόγω αποζημιώσεις, δεν αποδεικνύει ότι οι δαπάνες που αυτός πραγματοποίησε αντιστοιχούν στο ποσό των αποζημιώσεων, ούτε ότι οι δαπάνες καταβλήθηκαν ως τέτοιες αποζημιώσεις. Συνεπώς, από τις ανωτέρω δηλώσεις προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, το ενάγον δεν κατέβαλε τις αποζημιώσεις στους συμμετέχοντες.

100    Περαιτέρω, οι δηλώσεις ορισμένων συμμετεχόντων τις οποίες προσκόμισε το ενάγον κατά τη διαδικασία ελέγχου, δηλώσεις κατά τις οποίες τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των οικείων δράσεων ανήλθαν στο ακριβές ποσό των κατ’ αποκοπήν ημερήσιων αποζημιώσεών τους, έχουν μειωμένη αποδεικτική αξία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι συντρέχει το μάλλον απίθανο ενδεχόμενο ένα κατ’ αποκοπήν ποσό να αντιστοιχεί στο ακριβές ποσό των δαπανών που όντως πραγματοποιήθηκαν.

101    Πράγματι, ούτε αποδείχθηκε ούτε καν υποστηρίχθηκε ότι οι ως άνω συμμετέχοντες είχαν προηγουμένως ενημερωθεί για το ποσό των εξόδων που θα γίνονταν γι’ αυτούς στο πλαίσιο των επίδικων αποζημιώσεων, ενώ, μεταξύ άλλων, κατά το ενάγον, απόλαυσαν «παροχές τύπου “all-inclusive”», υπό την έννοια ότι δεν «επιβαρύνθηκαν με οποιαδήποτε δαπάνη για το σύνολο της μετακίνησης και διαμονής τους», δεδομένου ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος τις κάλυπτε για λογαριασμό τους, προκειμένου να τους «απαλλάξει» από κάθε τέτοιου είδους μέριμνα. Ως προς το ζήτημα αυτό, το γεγονός ότι οι δηλώσεις των ως άνω συμμετεχόντων «έχουν συνταχθεί στα αγγλικά, ήτοι στη γλώσσα εργασίας [...] και, επομένως, σε γλώσσα κατανοητή στους εν λόγω συμμετέχοντες [στα συνέδρια]», δεν μπορεί, προφανώς, να τους προσδώσει «σημαντική αποδεικτική αξία», δεδομένου ότι αυτό που είναι κατανοητό δεν είναι, εξ αυτού του λόγου και μόνον, αποδεδειγμένο.

102    Κατά τα λοιπά, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος είχε όντως δαπανήσει για λογαριασμό κάθε συμμετέχοντος το ακριβές ποσό της ημερήσιας αποζημίωσής του για τις δαπάνες στην κάλυψη των οποίων αποσκοπούσε η αποζημίωση αυτή, δεδομένου ότι στα ημερολόγια κίνησης επισυνάφθηκαν μόνον τα τιμολόγια ξενοδοχείου και αεροπορικών εισιτηρίων.

103    Επιπλέον, το ενάγον δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι οι συμμετέχοντες δεν απαιτούσαν την καταβολή των επίδικων αποζημιώσεων και ότι υπέγραφαν τα ημερολόγια κίνησης, «πιστοποιώντας» ότι τις είχαν εισπράξει.

104    Υποπίπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε αντιφάσεις, το ενάγον δεν μπορεί να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα πορίσματα της ελεγκτικής εταιρίας στα οποία στηρίχθηκε ο EACEA για να ανακτήσει τις επίδικες αποζημιώσεις και κατά τα οποία το ενάγον δεν είχε αποδείξει ότι οι αποζημιώσεις αυτές είχαν πράγματι καταβληθεί στους συμμετέχοντες στο πλαίσιο των οικείων δράσεων.

105    Το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορεί να κλονιστεί από το γεγονός ότι δεν υπήρξε κανένας συμμετέχων «ο οποίος να όχλησε το [ενάγον], ζητώντας την ημερήσια αποζημίωση που του αναλογούσε η κατηγορώντας το [ενάγον] ότι δεν την είχε καταβάλει ως όφειλε». Το γεγονός και μόνον ότι δεν ζητήθηκε η καταβολή της αποζημίωσης δεν είναι προφανώς ικανό να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι έλαβε πράγματι χώρα τέτοια καταβολή.

106    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το γεγονός που υπογράμμισε το ενάγον ότι ο EACEA ουδόλως αμφισβήτησε την αυθεντικότητα των ημερολογίων κίνησης ή την ακρίβεια των δικαιολογητικών που τα συνόδευαν, ή ακόμη το γεγονός ότι το ενάγον κατέβαλε απευθείας στον επιστημονικό υπεύθυνο τις επίδικες αποζημιώσεις, δεν μπορεί να σημαίνει ότι ο EACEA δεν μπορεί να αμφισβητήσει λυσιτελώς τη νομιμότητα των πρακτικών αυτών ή την ανεπάρκεια των ως άνω δικαιολογητικών υπό το πρίσμα των συμβατικών όρων που προβλέπουν τους κανόνες που διέπουν τη χρήση των ημερήσιων αποζημιώσεων.

107    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα του ενάγοντος, το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 76 ανωτέρω, ότι είναι αντιφατική η αναγνώριση εκ μέρους του EACEA της επιλεξιμότητας ορισμένων αποζημιώσεων όσον αφορά τους ελληνόφωνους συμμετέχοντες, ενώ παρόμοιες δαπάνες κρίθηκαν μη επιλέξιμες όσον αφορά τους μη ελληνόφωνους συμμετέχοντες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι η αναγνώριση, εκ μέρους του EACEA, της επιλεξιμότητας των κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεων των ελληνόφωνων συμμετεχόντων ενδέχεται να μην είναι απολύτως συνεπής με την άποψή του σχετικά με τις δαπάνες που αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, το γεγονός αυτό δεν μπορεί εντούτοις να θέσει υπό αμφισβήτηση την επιστροφή των δαπανών αυτών οι οποίες ορθώς κρίθηκαν ως μη επιλέξιμες.

108    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, ο πρώτος ισχυρισμός του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου ισχυρισμού με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων

109    Το ενάγον υποστηρίζει ότι ο EACEA παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων για τέσσερις, κατ’ ουσίαν, λόγους.

110    Πρώτον, κατά το ενάγον, ο EACEA διέψευσε την εύλογη εμπιστοσύνη του ότι θα εξέταζε επιμελώς τις δηλώσεις των συμμετεχόντων που προσκόμισε το ενάγον προς αμφισβήτηση της απόφασης περί ανακτήσεως και της οριστικής έκθεσης ελέγχου για καθένα από τα επίμαχα σχέδια.

111    Δεύτερον, ο EACEA δεν εξήγησε για ποιο λόγο οι δηλώσεις των συμμετεχόντων, των οποίων δεν αμφισβητεί την αυθεντικότητα, δεν παρέχουν απόδειξη ότι οι επίδικες αποζημιώσεις καταβλήθηκαν πράγματι σε αυτούς.

112    Τρίτον, ο EACEA παρέβη την υποχρέωση αντικειμενικότητας που απορρέει από τα διεθνή πρότυπα ελέγχου «ISA 200», ιδίως επειδή δεν έλαβε υπόψη στοιχεία προς όφελος του ενάγοντος.

113    Τέταρτον, ο EACEA παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι αρνήθηκε να αναγνωρίσει ως επιλέξιμες τις επίδικες αποζημιώσεις που οφείλονταν στους μη ελληνόφωνους συμμετέχοντες, οι οποίοι δήλωσαν ότι είχαν πλήρη γνώση και αντίληψη του περιεχομένου των ημερολογίων κίνησης και επιβεβαίωσαν με πλήρη επίγνωση ότι οι δαπάνες διαμονής που καλύπτονταν με την ημερήσια κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ανέρχονταν πράγματι στο ποσό της εν λόγω αποζημίωσης που εμφανιζόταν στα ημερολόγια αυτά. Αυτό αφορούσε τις δαπάνες για 48 συμμετέχοντες στο πλαίσιο του σχεδίου ENHSA και για 25 συμμετέχοντες στο πλαίσιο του σχεδίου Archi-Mundus.

114    Ο EACEA ζητεί την απόρριψη των επιχειρημάτων του ενάγοντος.

115    Έχει κριθεί ότι, για τον καθορισμό των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών οι οποίες απορρέουν από την εκτέλεση των συμφωνιών επιχορήγησης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η υποχρέωσή τους περί καλόπιστης εκτελέσεως της συμβάσεως (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, ADR Center κατά Επιτροπής, T‑644/14, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2017:533, σκέψη 172).

116    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτή μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, το γεγονός και μόνον, το οποίο επικαλείται το ενάγον προς στήριξη της αιτίασής του, ότι ο EACEA περιορίστηκε στο να ισχυριστεί ότι οι δηλώσεις τις οποίες το ενάγον είχε προσκομίσει στους ελεγκτές δεν αναιρούσαν τα πορίσματά τους δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί παραβίαση της αρχής αυτής.

117    Κατά τα λοιπά, από την απάντηση που απέστειλε ο EACEA στις 26 Μαρτίου 2018 προκύπτει ότι έλαβε δεόντως υπόψη το σύνολο των συμπληρωματικών στοιχείων τα οποία επικαλέστηκε το ενάγον, εξηγώντας του τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά δεν ήταν ικανά να αναιρέσουν τα πορίσματα των ελεγκτών όσον αφορά την ανάκτηση των ποσών για το σχέδιο Archi-Mundus. Συγκεκριμένα, ο EACEA επισήμανε ότι οι δηλώσεις τις οποίες είχε προσκομίσει το ενάγον στους ελεγκτές ήταν αντιφατικές και διαπίστωσε ότι αυτές ανέφεραν ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος είχε καταβάλει απευθείας όλες τις δαπάνες διαμονής, ότι τα ότι τα αντίστοιχα ποσά είχαν καταβληθεί στους συμμετέχοντες και ότι το ποσό των δαπανών διαμονής, το οποίο θα μπορούσε να εισπράξει κάθε συμμετέχων, διαχειριζόταν ο επιστημονικός υπεύθυνος ο οποίος είχε δεσμευθεί να εξοφλεί το σύνολο των ημερήσιων δαπανών για λογαριασμό των συμμετεχόντων. Ο EACEA προσέθεσε ότι δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο των δηλώσεων αυτών ότι οι κατ’ αποκοπήν ημερήσιες αποζημιώσεις είχαν κατατεθεί από το ενάγον στους τραπεζικούς λογαριασμούς των συμμετεχόντων ούτε είχε επισυναφθεί οποιοδήποτε στοιχείο ικανό να αποδείξει μια τέτοια κατάθεση. Ο EACEA παρατήρησε επίσης ότι το ενάγον είχε, αντιθέτως, μεταρρυθμίσει τις εσωτερικές διαδικασίες του και ότι στο μέλλον η καταβολή των αποζημιώσεων αυτών θα γινόταν με τραπεζικό έμβασμα στον ατομικό τραπεζικό λογαριασμό κάθε συμμετέχοντος.

118    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ενάγον δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επικαλείται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προβάλλοντας ότι ο EACEA δεν εξέτασε επιμελώς τις δηλώσεις που του είχε υποβάλει.

119    Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από ελλιπή αιτιολογία καθόσον ο EACEA δεν παρέσχε εξηγήσεις όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους οι δηλώσεις που προσκόμισε το ενάγον δεν ήταν ικανές να αποδείξουν ότι οι επίδικες αποζημιώσεις όντως καταβλήθηκαν, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αιτίαση αυτή μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση αυτή δεν παραβιάστηκε εν προκειμένω.

120    Όσον αφορά το σχέδιο Archi-Mundus, από τη σκέψη 117 ανωτέρω προκύπτει ότι ο EACEA εξήγησε στο ενάγον τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι οι επίμαχες δηλώσεις δεν ήταν ικανές να αναιρέσουν τα πορίσματα των ελεγκτών.

121    Όσον αφορά το σχέδιο ENHSA, μολονότι ο EACEA δεν επαναλαμβάνει στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Μαΐου 2018 με το οποίο απάντησε στις παρατηρήσεις του ενάγοντος τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι οι δηλώσεις των συμμετεχόντων στο εν λόγω σχέδιο δεν του παρείχαν τη δυνατότητα να αναιρέσει τα πορίσματα της έκθεσης ελέγχου, αρκεί η διαπίστωση ότι οι δηλώσεις αυτές είναι της ίδιας φύσης και περιέχουν ακριβώς τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που περιλαμβάνονταν στις δηλώσεις που υπέβαλαν οι συμμετέχοντες στο σχέδιο Archi-Mundus, δεδομένου ότι οι δηλώσεις για αμφότερα τα σχέδια «αντιγράφουν» το ίδιο υπόδειγμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ενάγον, το οποίο γνώριζε τους λόγους για τους οποίους ο EACEA δεν έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο της εκτίμησής του, τις δηλώσεις που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου Archi-Mundus, μπορούσε ευχερώς να κατανοήσει τους ίδιους λόγους για τους οποίους ο EACEA κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα όσον αφορά τις δηλώσεις που προσκομίστηκαν προς στήριξη του άλλου σχεδίου. Κατά το μέτρο που η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα το πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνεται η επίμαχη απόφαση (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Versorgungswerk der Zahnärztekammer Schleswig-Holstein κατά ΕΚΤ, T‑376/13, EU:T:2015:361, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), το ενάγον δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να υποστηρίξει βασίμως ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει την άποψη του EACEA.

122    Επιπροσθέτως, μολονότι, σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Μαΐου 2018, ο EACEA περιορίστηκε πράγματι στην επισήμανση ότι οι δηλώσεις που προσκόμισε το ενάγον δεν ήταν ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω την οριστική έκθεση ελέγχου που καταρτίστηκε στο πλαίσιο του σχεδίου ENHSA, από την ίδια την έλλειψη αιτιολογίας και μόνο δεν μπορεί να συναχθεί παράλειψη εξέτασης των δηλώσεων αυτών, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ο EACEA δεν συμμερίζεται τα συμπεράσματα που αντλεί το ενάγον από αυτές δεν σημαίνει, προφανώς, ότι δεν τις έλαβε υπόψη και ότι αρνήθηκε να τις εξετάσει με τη δέουσα επιμέλεια.

123    Τρίτον, όσον αφορά τα διεθνή πρότυπα ελέγχου που επικαλείται το ενάγον, διαπιστώνεται ότι στο άρθρο II.19 αμφοτέρων των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης δεν διευκρινίζονται οι συγκεκριμένοι τεχνικοί όροι υπό τους οποίους οι ελεγκτές πρέπει να επιτελέσουν το έργο τους και δεν γίνεται μνεία των διεθνών προτύπων ελέγχου «ISA 200» τα οποία επικαλείται το ενάγον. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι οι διεθνείς κανόνες λογιστικού ελέγχου δεν έχουν ως βάση τους τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ισότης κατά Επιτροπής, T‑59/11, EU:T:2014:679, σκέψη 184).

124    Σε κάθε περίπτωση, το ενάγον δεν μπορεί να επικαλεστεί βασίμως, εν προκειμένω, παράβαση της υποχρέωσης αντικειμενικότητας η οποία απορρέει, κατά την άποψή του, από τα διεθνή πρότυπα ελέγχου για τον μοναδικό λόγο ότι ο EACEA απέρριψε τα επιχειρήματά του, ενώ, μεταξύ άλλων, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ενάγον, ο EACEA στήριξε τα συμπεράσματά του στο σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων και ιδίως σε εκείνα που το ενάγον προέβαλε προς στήριξη των παρατηρήσεών του.

125    Τέταρτον, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή αυτή ρυθμίζει τους τρόπους δράσης της Ένωσης στο πλαίσιο της εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων, διαπιστώνεται, εν πάση περιπτώσει, ότι, εν προκειμένω, για τους λόγους που εκτέθηκαν στο σκεπτικό σχετικά με τον πρώτο ισχυρισμό, δεδομένου ότι ο EACEA ορθώς θεώρησε ότι οι δηλώσεις ορισμένων συμμετεχόντων στα συνέδρια τις οποίες υπέβαλε το ενάγον δεν έθεταν εν αμφιβόλω τα πορίσματα των ελεγκτών, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επειδή δεν εκτίμησε ότι οι ημερήσιες αποζημιώσεις των συμμετεχόντων αυτών, ήτοι 48 συμμετεχόντων στο πλαίσιο του σχεδίου ENHSA και 25 συμμετεχόντων στο πλαίσιο του σχεδίου Archi-Mundus, μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιλέξιμες.

126    Ως προς το ζήτημα αυτό, ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου δικαίου στις επίμαχες συμφωνίες επιχορήγησης, υπενθυμίζεται ότι ο EACEA δεσμεύεται, βάσει του άρθρου 317 ΣΛΕΕ, από την υποχρέωση χρηστής και υγιούς διαχείρισης των πόρων της Ένωσης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το σύστημα της Ένωσης για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, η χρησιμοποίηση των εν λόγω επιχορηγήσεων υπόκειται σε κανόνες που ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μερική ή ολική επιστροφή της χορηγηθείσας επιχορήγησης.

127    Κατά συνέπεια, ορθώς έκρινε ο EACEA ότι οι επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις δεν ήταν επιλέξιμες στο πλαίσιο των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης.

128    Ως εκ τούτου, ο EACEA δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτέλεσης των συμβάσεων, απαιτώντας την επιστροφή των έμμεσων δαπανών που είχαν υπολογιστεί, σύμφωνα με τη σύμβαση, κατ’ αποκοπήν σε ποσοστό επί των άμεσων επιλέξιμων δαπανών, δυνάμει του άρθρου I.3.2, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο ENHSA και του άρθρου I.4.2, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας επιχορήγησης για το σχέδιο Archi-Mundus.

129    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων και δεδομένου ότι όλοι οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό της καθόσον αυτή αφορά το σχέδιο Archi-Mundus.

 Επί των δικαστικών εξόδων

130    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ενάγον ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά του, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε ο EACEA, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Σεπτεμβρίου 2020.

Ο Γραμματέας

 

Ο Αντιπρόεδρος

E. Coulon

 

      Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.