Language of document : ECLI:EU:T:2013:108

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 7ης Μαρτίου 2013 (*)

«REACH – Χαρακτηρισμός του ελαίου ανθρακενίου με χαμηλή περιεκτικότητα ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Κανονιστική πράξη μη περιλαμβάνουσα εκτελεστικά μέτρα – Άμεσος επηρεασμός – Παραδεκτό – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑95/10,

Cindu Chemicals BV, με έδρα το Uithoorn (Κάτω Χώρες),

Deza, a.s., με έδρα το Valašske Meziříčí (Τσεχική Δημοκρατία),

Koppers Denmark A/S, με έδρα τη Nyborg (Δανία),

Koppers UK Ltd, με έδρα το Scunthorpe (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους K. Van Maldegem, R. Cana, δικηγόρους, και P. Sellar, solicitor, στη συνέχεια, από τους K. Van Maldegem και R. Cana,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από την M. Heikkilä και τον W. Broere, επικουρούμενους από τον J. Stuyck, δικηγόρο,

καθού,

υποστηριζόμενου από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους P. Oliver και G. Wilms, στη συνέχεια, από τους P. Oliver και E. Manhaeve, επικουρούμενους από την K. Sawyer, barrister, κατόπιν από τους P. Oliver και E. Manhaeve,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την οποία το έλαιο ανθρακενίου με χαμηλή περιεκτικότητα σε ανθρακένιο (ΕΚ 292‑604‑8) καταχωρίστηκε ως ουσία πληρούσα τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (EE L 396, σ. 1), σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse, I. Wiszniewska-Białecka, M. Prek και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό των διαφορών

1        Οι προσφεύγουσες, Cindu Chemicals BV, Deza a.s., Koppers Denmark A/S και Koppers UK Ltd, είναι παραγωγοί και προμηθευτές του ελαίου ανθρακενίου με χαμηλή περιεκτικότητα σε ανθρακένιο (στο εξής: επίμαχο έλαιο ανθρακενίου) (ΕΚ 292-604-8) στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Η οικεία ουσία στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου, είναι, κατά την περιγραφή της στους πίνακες 3.1 και 3.2 που αναφέρονται στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/EΟΚ και 1999/45/EΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 1907/2006 (EE L 353, σ. 1), το έλαιο που παραμένει μετά την απομάκρυνση, με τη διεργασία κρυσταλλώσεως, στερεού πλούσιου σε ανθρακένιο (πάστα ανθρακενίου) από έλαιο ανθρακενίου, που αποτελείται κυρίως από δύο, τρεις ή τέσσερις αρωματικές ενώσεις. Η ουσία αυτή αποτελεί μέρος ουσιών άγνωστης ή ασταθούς σύνθεσης, που είναι προϊόντα πολύπλοκων αντιδράσεων ή βιολογικών υλικών (στο εξής: ουσίες UVCB), διότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί πλήρως βάσει της χημικής της συνθέσεως. Το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χρησιμοποιείται κυρίως ως ενδιάμεσο στην παραγωγή αιθάλης, η οποία είναι χρωστική ουσία και ενισχυτής στα προϊόντα καουτσούκ, μεταξύ άλλων, στα ελαστικά επίσωτρα. Χρησιμοποιείται επίσης ως ενδιάμεσο στην παραγωγή καθαρού ανθρακενίου.

3        Το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου συμπεριλήφθηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 34), με την οδηγία 94/69/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 1994, για εικοστή πρώτη προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 67/548 (EE L 381, σ. 1). Με την καταχώριση αυτή, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου ταξινομήθηκε μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών της κατηγορίας 2. Η ταξινόμηση αυτή επαναλήφθηκε στον κανονισμό 1272/2008.

4        Με την οδηγία 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2008, για την τριακοστή τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο, της οδηγίας 67/548 (EE L 246, σ. 1), το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου ταξινομήθηκε επίσης μεταξύ των μεταλλαξιογόνων ουσιών της κατηγορίας 2. Η ταξινόμηση αυτή προστέθηκε στο μέρος 3 του παραρτήματος VI του κανονισμού 1272/2008 με τον κανονισμό (ΕΚ) 790/2009 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2009, περί τροποποίησης, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, του κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008 (EE L 235, σ. 1).

5        Στις 28 Αυγούστου 2009, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διαβίβασε στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φάκελο τον οποίο κατάρτισε για τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας, λόγω των ανθεκτικών, βιοσυσσωρεύσιμων και τοξικών ιδιοτήτων της (στο εξής: ιδιότητες ΑBT), καθώς και των άκρως ανθεκτικών και άκρως βιοσυσσωρεύσιμων ιδιοτήτων της (στο εξής: ιδιότητες αΑαB), τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (EE L 396, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό 1272/2008.

6        Στις 31 Αυγούστου 2009, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε στον ιστότοπό του ανακοίνωση με την οποία κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχετικού με το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου φακέλου και επίσης κάλεσε τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να διατυπώσουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους.

7        Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η τομεακή ομάδα των χημικών ουσιών που απορρέουν από τον λιθάνθρακα, της οποίας ήσαν μέλη οι προσφεύγουσες, και ο ΕΟΧΠ υπέβαλαν παρατηρήσεις. Ο ΕΟΧΠ ανέφερε, συναφώς, ότι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου ταξινομήθηκε μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών και πληρούσε επομένως τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006.

8        Αφού έλαβε την απάντηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ο ΕΟΧΠ παρέπεμψε, στις 16 Νοεμβρίου 2009, τον φάκελο αυτόν στην επιτροπή των κρατών μελών του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 1907/2006. Η επιτροπή αυτή αποφάσισε, στις 4 Δεκεμβρίου 2009, ομοφώνως τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄, β΄, δ΄ και ε΄, του κανονισμού 1907/2006.

9        Στις 7 Δεκεμβρίου 2009, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε ανακοινωθέν Τύπου γνωστοποιώντας, αφενός, ότι η επιτροπή των κρατών μελών αποφάσισε ομοφώνως για τον χαρακτηρισμό δεκαπέντε ουσιών, περιλαμβανομένου του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών καθόσον οι ουσίες αυτές πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 και, αφετέρου, ότι ο κατάλογος των ουσιών που είναι υποψήφιες για ενδεχόμενη εγγραφή τους στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 (στο εξής: κατάλογος υποψήφιων ουσιών) θα ενημερωνόταν επισήμως τον Ιανουάριο του 2010. Στις 22 Δεκεμβρίου 2009, ο εκτελεστικός διευθυντής του ΕΟΧΠ έλαβε την απόφαση ED/68/2009 προκειμένου να προβεί, στις 13 Ιανουαρίου 2010, στη δημοσίευση και στην ενημέρωση του καταλόγου υποψήφιων ουσιών όσον αφορά τις δεκαπέντε αυτές ουσίες.

10      Στις 13 Ιανουαρίου 2010, ο κατάλογος των υποψήφιων ουσιών, ο οποίος περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου, δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του ΕΟΧΠ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Φεβρουαρίου 2010, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2010, περί του χαρακτηρισμού του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, σύμφωνα με το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

12      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Απριλίου 2010, ο ΕΟΧΠ ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως με τις υποθέσεις Τ-93/10, Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, T-94/10, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, και T-96/10, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Κατόπιν ακροάσεως των προσφευγουσών, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 10 Μαΐου 2010, να μην ενώσει τις υποθέσεις αυτές προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει επί της αιτήσεως συνεκδικάσεως προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

13      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιουνίου 2010, ο ΕΟΧΠ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

14      Με έγγραφα που πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιστοίχως την 1η και την 3η Ιουνίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Βασίλειο της Δανίας ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του ΕΟΧΠ. Αφού άκουσε τις απόψεις των κυρίων διαδίκων, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή με διατάξεις του προέδρου του ογδόου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2010. Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Αυγούστου 2010, το Βασίλειο της Δανίας απέσυρε την παρέμβασή του στην υπό κρίση διαδικασία.

15      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 23 Αυγούστου 2010.

16      Κατόπιν της αλλαγής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

17      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως αποκλειστικά περί του παραδεκτού της προσφυγής. Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου και 6 Δεκεμβρίου 2010, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

18      Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπό κρίση υπόθεση ενώπιον του εβδόμου πενταμελούς τμήματος, κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

19      Το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα), με διάταξη της 3ης Μαΐου 2011, αποφάσισε να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως και επιφυλάχθηκε επί των δικαστικών εξόδων.

20      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της παρεμβάσεως επί της ουσίας στις 13 Σεπτεμβρίου 2011. Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Νοεμβρίου 2011, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού.

21      Στις 13 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή αγόρευσε σχετικά με την αίτηση συνεκδικάσεως, την οποία υπέβαλε ο ΕΟΧΠ στις 8 Απριλίου 2010, προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

23      Με διάταξη του προέδρου του εβδόμου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 2012, η υπό κρίση υπόθεση και οι υποθέσεις T‑93/10, Bilbaína de Alquitranes κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, T‑94/10, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, και T‑96/10, Rütgers Germany κ.λπ. κατά ΕΟΧΠ, ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

24      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2012, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της εκθέσεως ακροατηρίου.

25      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 13ης Σεπτεμβρίου 2012. Οι διάδικοι αγόρευσαν, ειδικότερα, όσον αφορά το παραδεκτό του δευτέρου λόγου, o οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 59, παράγραφοι 5 και 7, του κανονισμού 1907/2006.

26      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα.

27      Ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Πριν από την επί της ουσίας εξέταση της υποθέσεως, πρέπει να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα τα οποία έθεσαν ο ΕΟΧΠ και η Επιτροπή στο πλαίσιο της ενστάσεως απαραδέκτου.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

30      Η προβληθείσα από τον ΕΟΧΠ ένσταση απαραδέκτου αφορά τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ότι δεν θίγει άμεσα τις προσφεύγουσες και το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν είναι κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες.

31      Η Επιτροπή συντάσσεται με την επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ σχετικά με τη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως και το ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες. Υποστηρίζει επίσης ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν τηρεί τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας καθόσον είναι ασαφές.

32      Όσον αφορά, καταρχάς, την ένσταση απαραδέκτου σχετικά με τις επιταγές του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ΕΟΧΠ δεν προέβαλε αυτόν τον λόγο απαραδέκτου. Εφόσον η Επιτροπή, ως παρεμβαίνουσα, δεν νομιμοποιείται να προβάλει λόγο απαραδέκτου ο οποίος δεν προβλήθηκε από τον διάδικο υπέρ του οποίου παρεμβαίνει (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1998, T‑174/95, Svenska Journalistförbundet κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2289, σκέψεις 77 και 78), η εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι στο δικόγραφο της προσφυγής αναφερόταν με επαρκή σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της διαφοράς (βλ. σκέψη 39 κατωτέρω).

 Επί της φύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

33      Ο ΕΟΧΠ και η Επιτροπή διατείνονται, κατ’ ουσίαν, ότι οι προσφεύγουσες, παραπέμποντας στην από 4 Δεκεμβρίου 2009 ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ, προσέβαλαν μια προπαρασκευαστική πράξη που δεν προοριζόταν να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ. Κατά τον ΕΟΧΠ, η πράξη που δύναται να παραγάγει έννομο αποτέλεσμα είναι η δημοσίευση του ενημερωμένου καταλόγου των υποψήφιων ουσιών στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 10, του κανονισμού 1907/2006. Κατά την Επιτροπή, η τελική πράξη της διαδικασίας την οποία αφορά το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού είναι η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΟΧΠ να συμπεριλάβει μια ουσία στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του εν λόγω άρθρου.

34      Κατά το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ, δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή είναι οι πράξεις των οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

35      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά κάθε πράξεως των οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729, σκέψη 42· βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 32, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2008, T‑322/06, Espinosa Labella κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο διαδικασίας, ιδίως εσωτερικής, περιλαμβάνουσας πλείονα στάδια, συνιστούν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν με προσφυγή ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία παγιώνουν τη θέση του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου της Ένωσης κατά το πέρας της διαδικασίας. Συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μέτρα προκαταρκτικά ή αμιγώς προπαρασκευαστικής φύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 10· βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T‑355/04 και T‑446/04, Co-Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί ότι η διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, η οποία συνίσταται στον χαρακτηρισμό των ουσιών για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 57 του εν λόγω κανονισμού, περιλαμβάνει πλείονα στάδια.

38      Επομένως, κατόπιν κινήσεως της διαδικασίας χαρακτηρισμού των επίμαχων ουσιών και αφού ο ΕΟΧΠ έθεσε τον σχετικό με ουσία φάκελο στη διάθεση των κρατών μελών και δημοσίευσε στον διαδικτυακό ιστότοπό του ανακοίνωση με την οποία καλεί όλους τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις (άρθρο 59, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 1907/2006), τα κράτη μέλη, ο ΕΟΧΠ και όλοι οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του προτεινόμενου στον φάκελο χαρακτηρισμού (άρθρο 59, παράγραφοι 4 και 5, του εν λόγω κανονισμού). Αν, όπως εν προκειμένω, έχουν κατατεθεί σχετικές παρατηρήσεις, ο ΕΟΧΠ παραπέμπει τον φάκελο στην επιτροπή των κρατών μελών και, αν η επιτροπή αυτή συμφωνήσει ομοφώνως επί του χαρακτηρισμού, θα συμπεριλάβει την οικεία ουσία στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών (άρθρο 59, παράγραφοι 7 και 8, του εν λόγω κανονισμού). Τέλος, αφ’ ης στιγμής ληφθεί απόφαση περί της εγγραφής της ουσίας στον εν λόγω κατάλογο, ο ΕΟΧΠ θα δημοσιεύσει και θα ενημερώσει τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών στον διαδικτυακό ιστότοπό του (άρθρο 59, παράγραφος 10, του ίδιου κανονισμού).

39      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν παραπέμπουν μόνο στην από 4 Δεκεμβρίου 2009 συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ περί χαρακτηρισμού του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, αλλά επίσης στη δημοσίευση στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ στις 13 Ιανουαρίου 2010 και στον κωδικό ED/68/2009, ο οποίος ήταν ο κωδικός της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του ΕΟΧΠ περί εγγραφής της εν λόγω ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό ιστότοπο στις 13 Ιανουαρίου 2010, μολονότι οι προσφεύγουσες δεν γνώριζαν το τελευταίο αυτό γεγονός. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες προσέβαλαν, χωρίς καμία αμφιβολία, την απόφαση του ΕΟΧΠ περί χαρακτηρισμού του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006, της οποίας το περιεχόμενο αποφασίστηκε με ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ στις 4 Δεκεμβρίου 2009 και η οποία εκτελέστηκε από τον εκτελεστικό του διευθυντή, ο οποίος διέταξε να συμπεριληφθεί η ουσία αυτή στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ στις 13 Ιανουαρίου 2010, σύμφωνα με το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού, στο σύνολό του. Αναφερόμενες στο κείμενο του καταλόγου που δημοσιεύθηκε στον διαδικτυακό ιστότοπο του ΕΟΧΠ στις 13 Ιανουαρίου 2010, στην ομόφωνη συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών του το 2009 και στον κωδικό ED/68/2009, οι προσφεύγουσες καλώς χαρακτήρισαν με σαφήνεια το αντικείμενο της διαφοράς. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου που βασίζεται μόνον επί του προβαλλομένου ως προπαρασκευαστικού χαρακτήρα της συμφωνίας της επιτροπής των κρατών μελών του ΕΟΧΠ δεν ασκεί επιρροή.

40      Η πράξη χαρακτηρισμού μιας ουσίας στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του 1907/2006 αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων έναντι τρίτων κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η πράξη αυτή δημιουργεί, μεταξύ άλλων, τις κατά τα άρθρα 7, παράγραφος 2, 31, παράγραφοι 1, στοιχείο γ΄, και 3, στοιχείο β΄, καθώς και 33, παράγραφοι 1 και 2, του εν λόγω κανονισμού υποχρεώσεις κοινοποιήσεως. Οι εν λόγω διατάξεις αναφέρονται στις ουσίες που χαρακτηρίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ή στις ουσίες που ενεγράφησαν ή συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο του άρθρου 59, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές αφορούν έννομες υποχρεώσεις απορρέουσες από την πράξη που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006.

41      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η ένσταση απαραδέκτου που στηρίζεται στη φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ζητήματος αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες

42      Ο ΕΟΧΠ, υποστηριζόμενος από την Επιτροπή, διατείνεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

43      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

44      Εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στις προσφεύγουσες, οι οποίες επομένως δεν είναι αποδέκτριες της πράξεως αυτής. Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως μόνον εάν η πράξη τις αφορά, μεταξύ άλλων, άμεσα.

45      Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον ο χαρακτηρισμός της επίμαχης ουσίας αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, κατά πάγια νομολογία η εν λόγω προϋπόθεση απαιτεί, πρώτον, το επίμαχο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, C‑486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑6289, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7993, σκέψη 45).

46      Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα καθόσον η νομική τους κατάσταση επηρεάζεται από το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή αφορά την ενημέρωση ενός δελτίου δεδομένων ασφαλείας η κατάρτιση του οποίου προβλέπεται στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου. Δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, του κανονισμού 1907/2006, οι προμηθευτές της ουσίας πρέπει να παρέχουν στον αποδέκτη της δελτίο δεδομένων ασφαλείας όταν η ουσία πληροί τα κατά την οδηγία 67/548 κριτήρια ταξινομήσεως ως επικίνδυνη ουσία, όταν η ουσία έχει ιδιότητες ΑBT ή αΑαB, σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του εν λόγω κανονισμού, ή όταν περιλαμβάνεται στον κατάλογο που καταρτίζεται κατά το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται ανωτέρω. Το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού ορίζει, συναφώς, ότι το εν λόγω δελτίο δεδομένων ασφαλείας πρέπει να ενημερώνεται αμελλητί από τους προμηθευτές μόλις υπάρξουν νέες πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τα μέτρα διαχειρίσεως του κινδύνου ή νέες πληροφορίες για την επικινδυνότητα.

47      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγουσες, οι οποίες είναι προμηθευτές της ουσίας που καθορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 32, του κανονισμού 1907/2006, δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να παρέχουν στον αποδέκτη της επίμαχης ουσίας δελτίο δεδομένων ασφαλείας οσάκις η ουσία αυτή πληροί τα κατά την οδηγία 67/548 κριτήρια ταξινομήσεως ως επικίνδυνη ουσία. Συγκεκριμένα, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου ταξινομήθηκε μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών της κατηγορίας 2 από την οδηγία 94/69 και μεταξύ των μεταλλαξιογόνων ουσιών της κατηγορίας 2 από την οδηγία 2008/58 (βλ. σκέψη 3 και 4 ανωτέρω).

48      Αντιθέτως, αμφισβητείται ότι, όπως προέβαλαν οι προσφεύγουσες, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, ο οποίος προκύπτει από τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, με την αιτιολογία ότι η ουσία αυτή έχει ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαB, αντιπροσωπεύει νέα πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού η οποία συνεπάγεται ενεργοποίηση της υποχρεώσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή, δηλαδή την ενημέρωση του δελτίου δεδομένων ασφαλείας, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών.

49      Όσον αφορά το δελτίο δεδομένων ασφαλείας, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι αυτό πρέπει να συντάσσεται σύμφωνα με το παράρτημα II του εν λόγω κανονισμού. Κατά το παράρτημα αυτό, το οποίο περιλαμβάνει οδηγό συντάξεως των δελτίων δεδομένων ασφαλείας, τα εν λόγω δελτία πρέπει να παρέχουν ένα μηχανισμό για τη μετάδοση των κατάλληλων πληροφοριών ασφαλείας για τις ταξινομημένες ουσίες στους χρήστες σε όλο το μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού έως τους άμεσους μεταγενέστερους χρήστες. Σκοπός του εν λόγω παραρτήματος είναι να εξασφαλισθεί η συνοχή και η ακρίβεια του περιεχομένου καθενός από τα υποχρεωτικά σημεία που αναγράφονται στο άρθρο 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, ώστε τα σχετικά δελτία δεδομένων ασφαλείας να παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος.

50      Κατά τις προσφεύγουσες, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, ο οποίος προκύπτει από τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, με την αιτιολογία ότι η ουσία αυτή έχει ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, συνιστά νέα πληροφορία σχετικά με το άρθρο 31, παράγραφος 6, σημείο 2 (Προσδιορισμός των κινδύνων), σημείο 3 (Σύσταση/στοιχεία για τα συστατικά) και σημείο 15 (Πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις), του κανονισμού 1907/2006.

51      Όσον αφορά το άρθρο 31, παράγραφος 6, σημείο 2, του κανονισμού 1907/2006 (προσδιορισμός των κινδύνων), κατά το σημείο 2 του παραρτήματος II του κανονισμού 1907/2006, η απορρέουσα από την εφαρμογή των κανόνων ταξινομήσεως της οδηγίας 67/548 ταξινόμηση ουσίας πρέπει να αναγράφεται. Οι βασικοί κίνδυνοι τους οποίους ενέχει η ουσία για τον άνθρωπο και το περιβάλλον πρέπει να αναφέρονται με ακρίβεια και συντομία.

52      Συνομολογείται ότι ουσία με ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαB αποτελεί κίνδυνο για το περιβάλλον. Ωστόσο, κατά τον ΕΟΧΠ, ο κίνδυνος αυτός δεν προέρχεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά από τις εγγενείς ιδιότητες της ουσίας αυτής τις οποίες οι προσφεύγουσες όφειλαν να αξιολογήσουν και, επομένως, να γνωρίζουν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

53      Συναφώς, επισημαίνεται ότι στο σημείο 2 του παραρτήματος II του κανονισμού 1907/2006 γίνεται μνεία, όσον αφορά τον προσδιορισμό των κινδύνων που αντιστοιχούν στην ταξινόμηση ουσίας δυνάμει της οδηγίας 67/548, της εφαρμογής των κανόνων ταξινομήσεως στην οδηγία αυτή, ήτοι της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Οι καρκινογόνες ή μεταλλαξιογόνες ιδιότητες ουσίας, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1907/2006, και οι βασικοί κίνδυνοι που απορρέουν από τις ιδιότητες αυτές πρέπει να επισημαίνονται στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας όταν ουσία, σύμφωνα με τους κανόνες ταξινομήσεως της οδηγίας 67/548, κατατάσσεται μεταξύ των καρκινογόνων ή μεταλλαξιογόνων ουσιών. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι οι καρκινογόνες και μεταλλαξιογόνες ιδιότητες του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου και οι απορρέοντες από αυτές βασικοί κίνδυνοι πρέπει να επισημαίνονται στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας και αποτελούν τον λόγο για τον οποίο οι προσφεύγουσες πρέπει να παρέχουν το δελτίο αυτό.

54      Όσον αφορά τις ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαB μιας ουσίας, όπως μνημονεύονται στο άρθρο 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του κανονισμού 1907/2006, τα κριτήρια χαρακτηρισμού τους καθορίζονται στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006. Για τον χαρακτηρισμό ουσίας ως λίαν ανησυχητικής λόγω των ιδιοτήτων της ΑΒΤ και αΑαB, σύμφωνα με το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού, πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται τα κριτήρια που τίθενται στο παράρτημα XIII του κανονισμού αυτού. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας χαρακτηρισμού, καθορίζονται οι ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαB της ουσίας, όπερ διευκρινίστηκε επίσης στα πρακτικά του εργαστηρίου του ΕΟΧΠ, το οποίο διεξήχθη από τις 21 έως τις 22 Ιανουαρίου 2009, όσον αφορά τον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών και την αδειοδότηση ως μέσων διαχειρίσεως των κινδύνων, σύμφωνα με τα οποία η εγγραφή στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών είναι ο κύριος μηχανισμός για τον χαρακτηρισμό των ουσιών ΑΒΤ και αΑαB. Επομένως, ο χαρακτηρισμός των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαB της ουσίας βασίζεται στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου της Ένωσης, ήτοι, εν προκειμένω, στην εφαρμογή των κριτηρίων του παραρτήματος XIII του κανονισμού 1907/2006. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαB του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου καθορίστηκαν κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων αυτών, λόγω της αποφάσεως αυτής οι εν λόγω ιδιότητες και οι εξ αυτών απορρέοντες βασικοί κίνδυνοι πρέπει να επισημαίνονται στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας. Πρόκειται, εν προκειμένω, για περίπτωση αντιστοιχούσα στην ταξινόμηση ουσίας σύμφωνα με τους κανόνες της οδηγίας 67/548, ως προς την οποία η υποχρέωση εγγραφής της ταξινομήσεως αυτής και των βασικών κινδύνων που απορρέουν από ταξινομηθείσες ιδιότητες στο δελτίο δεδομένων ασφαλείας προκύπτει σαφώς από το σημείο 2 του παραρτήματος II του κανονισμού 1907/2006.

55      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ ότι η επικίνδυνη φύση της επίμαχης ουσίας προκύπτει από τις εγγενείς της ιδιότητες, τις οποίες οι προσφεύγουσες όφειλαν να αξιολογήσουν και, επομένως, να γνωρίζουν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, επισημαίνεται ότι ο ΕΟΧΠ αναφέρει τις συζητήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο υποομάδας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Χημικών Ουσιών (ECB) σχετικά με το αν η επίμαχη ουσία πληροί τα κριτήρια ΑΒΤ και αΑαΒ. Πάντως, μολονότι είναι αληθές ότι οι κίνδυνοι που απορρέουν από την ουσία προκύπτουν από τις εγγενείς της ιδιότητες, οι κίνδυνοι αυτοί πρέπει να αξιολογούνται και να καθορίζονται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες δικαίου. Αναφέροντας τις συζητήσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της εν λόγω υποομάδας, ο ΕΟΧΠ δεν επισημαίνει τους κανόνες δικαίου βάσει των οποίων η υποομάδα αυτή μπόρεσε να καθορίσει τις ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ. Επιπλέον, ο ΕΟΧΠ δεν ισχυρίζεται ότι τα αιτήματα της υποομάδας αυτής είχαν δεσμευτικό χαρακτήρα για τις προσφεύγουσες. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι δεν έλαβε χώρα καμία συζήτηση περί των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου. Αφετέρου, ο ΕΟΧΠ υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες όφειλαν να αξιολογήσουν τις εγγενείς ιδιότητες του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου και, ως εκ τούτου, όφειλαν να γνωρίζουν τις ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ της ουσίας αυτής. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και επιβεβαιώθηκε από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ορθώς αμφισβητούν τις ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν κατέληξαν, στο πλαίσιο της αξιολογήσεώς τους περί του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου, ότι η ουσία αυτή είχε ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ.

56      Κατά συνέπεια, έχοντας υπόψη το σημείο 2 (Προσδιορισμός των κινδύνων) του δελτίου δεδομένων ασφαλείας, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής, προκύπτων από τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, με την αιτιολογία ότι η ουσία αυτή έχει ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαB, συνιστά νέα πληροφορία η οποία επιτρέπει στους χρήστες να λάβουν μέτρα στον τομέα της προστασίας της υγείας του ανθρώπου και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας και στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός αυτός συνιστούσε νέα πληροφορία δυνάμενη να επηρεάσει τα μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων ή νέα πληροφορία για την επικινδυνότητα κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, οπότε οι προσφεύγουσες είχαν υποχρέωση να ενημερώσουν τα οικεία δελτία δεδομένων ασφαλείας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών λόγω της υποχρεώσεως που προβλέπεται από αυτή, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα σημεία 3 (Σύσταση/στοιχεία για τα συστατικά) και 15 (Πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις) του δελτίου δεδομένων ασφαλείας (βλ., όσον αφορά το σημείο 15, διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, T‑343/10, Etimine και Etiproducts κατά ΕΟΧΠ, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-6611, σκέψεις 33 έως 36, και T‑346/10, Borax Europe κατά ΕΟΧΠ, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-6629, σκέψεις 34 έως 37).

57      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα καθόσον η νομική τους κατάσταση επηρεάζεται από το άρθρο 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, σημειωτέον ότι, κατά το άρθρο αυτό, κάθε φορέας της αλυσίδας εφοδιασμού μιας ουσίας οφείλει να γνωστοποιεί τις νέες πληροφορίες για επικίνδυνες ιδιότητες, ανεξαρτήτως χρήσεων, στον αμέσως προηγούμενο φορέα ή διανομέα της αλυσίδας εφοδιασμού.

58      Εφόσον στον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής με την προσβαλλομένη απόφαση, με την αιτιολογία ότι έχει ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαB, περιλαμβάνονται νέες πληροφορίες σχετικά με τις επικίνδυνες αυτές ιδιότητες του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου (βλ. σκέψεις 54 έως 56 ανωτέρω), δημιουργείται η υποχρέωση παροχής πληροφοριών περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει επίσης άμεσα αποτελέσματα ως προς τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών λόγω της κατά τη διάταξη αυτή υποχρεώσεως.

59      Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες. Συνεπώς, η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της εννοίας της κανονιστικής πράξεως η οποία δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα και επί του κατά πόσον οι προσφεύγουσες θίγονται ατομικά

60      Ο ΕΟΧΠ, ο οποίος δεν υποστηρίζεται συναφώς από την Επιτροπή, διατείνεται ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, επομένως, πρέπει να αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, όπερ αποτελεί προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει.

61      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η υπό κρίση προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνον αν η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά κανονιστική πράξη η οποία δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα ή αν η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες.

62      Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο ΕΟΧΠ ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι πράξεις τις οποίες εκδίδει δεν είναι κανονιστικές πράξεις. Η άσκηση κανονιστικής εξουσίας βάσει του κανονισμού 1907/2006 επιφυλάσσεται στην Επιτροπή. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός ουσίας αποτελεί απλώς προπαρασκευαστική πράξη ενόψει τυχόν μελλοντικής αποφάσεως της Επιτροπής περί εγγραφής της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα XIV του κανονισμού αυτού.

63      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της κανονιστικής πράξεως κατά τη διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται ως περιλαμβάνουσα κάθε πράξη γενικής ισχύος, πλην των νομοθετικών πράξεων [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 2011, T‑262/10, Microban International και Microban (Europe) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. ΙΙ-7697, σκέψη 21].

64      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γενικής ισχύος, καθόσον έχει εφαρμογή σε αντικειμενικώς προσδιοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων που καθορίζονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ήτοι έναντι κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, και του άρθρου 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006.

65      Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νομοθετική πράξη εφόσον δεν εκδόθηκε ούτε με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία ούτε με ειδική νομοθετική διαδικασία κατά την έννοια του άρθρου 289, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη του ΕΟΧΠ εκδοθείσα βάσει του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 (βλ., συναφώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2012, T‑381/11, Eurofer κατά Επιτροπής, σκέψη 44).

66      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

67      Αντιθέτως προς όσα διατείνεται ο ΕΟΧΠ, το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν αναφέρει ότι μόνον η Επιτροπή διαθέτει την αναγκαία κανονιστική εξουσία για να θεσπίζει τέτοιου είδους πράξη. Η συναφής επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ δεν έχει κανένα έρεισμα στη Συνθήκη ΛΕΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ αναφέρει ρητώς τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των οργάνων ή των οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παραγάγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ είχαν ως εκ τούτου την πρόθεση να υποβάλουν, καταρχήν, και τις πράξεις του ΕΟΧΠ, ως οργανισμού της Ένωσης, στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης.

68      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται ο ΕΟΧΠ, η αποστολή του δυνάμει του άρθρου 75, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, ήτοι η διαχείριση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η εφαρμογή της εκτελέσεως των τεχνικών, επιστημονικών και διοικητικών πτυχών του κανονισμού 1907/2006 και η εξασφάλιση της συνοχής στην Ένωση, δεν αποκλείει την εξουσία θεσπίσεως κανονιστικής πράξεως. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο ΕΟΧΠ δέχεται ότι οι πράξεις τις οποίες θέσπισε μπορούν να δημιουργήσουν νομικές υποχρεώσεις έναντι τρίτων έστω και σε περιορισμένο βαθμό.

69      Εξάλλου, στο πλαίσιο της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, προβλέπονται δύο διαδικασίες για την περίπτωση κατά την οποία έγιναν παρατηρήσεις σχετικά με τον προτεινόμενο χαρακτηρισμό ουσίας ως λίαν ανησυχητικής. Κατά την πρώτη διαδικασία, ο ΕΟΧΠ παραπέμπει τον φάκελο στην επιτροπή των κρατών μελών και η επιτροπή αυτή αποφασίζει ομοφώνως σχετικά με τον χαρακτηρισμό (άρθρο 59, παράγραφοι 7 και 8, του εν λόγω κανονισμού). Κατά τη δεύτερη διαδικασία, σε περίπτωση ελλείψεως ομοφωνίας στο πλαίσιο της επιτροπής των κρατών μελών, η απόφαση περί χαρακτηρισμού της προς καταχώριση ουσίας λαμβάνεται από την Επιτροπή κατά τη διαδικασία του άρθρου 133, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, στην οποία γίνεται μνεία της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής του άρθρου 5 της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (EE L 184, σ. 23) (άρθρο 59, παράγραφος 9, του κανονισμού αυτού). Από τη σύγκριση των δύο διαδικασιών προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της πρώτης διαδικασίας, η συμφωνία της επιτροπής των κρατών μελών αντιστοιχεί στην απόφαση της Επιτροπής, η οποία λαμβάνεται στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ουσίας. Ωστόσο, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, ενώ η απόφαση με συμμετοχή της Επιτροπής αποτελεί κανονιστική πράξη, η απόφαση χωρίς τη συμμετοχή της, με το ίδιο περιεχόμενο και το ίδιο αποτέλεσμα, δεν συνιστά τέτοια πράξη.

70      Είναι αληθές ότι απόφαση της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 58 του κανονισμού 1907/2006 περί εγγραφής ουσίας στο παράρτημα XIV του κανονισμού αυτού επιφέρει σοβαρότερες έννομες συνέπειες έναντι των χρηστών της ουσίας, ήτοι την απαγόρευση να τη διαθέσουν στην αγορά χωρίς άδεια, από τις συνέπειες που απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μεταξύ άλλων τις υποχρεώσεις κοινοποιήσεως. Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανύπαρκτες. Αντιθέτως, οι υποχρεώσεις κοινοποιήσεως που απορρέουν από την προσβαλλόμενη απόφαση είναι μία από τις συνέπειες της ευθύνης της διαχειρίσεως των κινδύνων που οφείλονται στη χρήση των ουσιών η οποία θα πρέπει να ισχύει επίσης για όλη την αλυσίδα του εφοδιασμού, όπως αναφέρει και η αιτιολογική σκέψη 56 του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, η συναφής επιχειρηματολογία του ΕΟΧΠ πρέπει να απορριφθεί.

71      Δεύτερον, όσον αφορά το αν η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα, επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός της επίμαχης ουσίας ως λίαν ανησυχητικής, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, δημιουργεί υποχρεώσεις πληροφορήσεως των προσφευγουσών χωρίς να είναι αναγκαία η λήψη περαιτέρω μέτρων (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει κανένα εκτελεστικό μέτρο.

72      Ειδικότερα, το επόμενο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως το οποίο συνίσταται στην εγγραφή με σειρά προτεραιότητας των υποψήφιων ουσιών στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006, δηλαδή στον κατάλογο των ουσιών που κατατέθηκαν για άδεια, δεν αποτελεί εκτελεστικό μέτρο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η ολοκλήρωση της διαδικασίας χαρακτηρισμού δημιουργεί αυτοτελείς υποχρεώσεις κοινοποιήσεως οι οποίες δεν εξαρτώνται από τα επόμενα στάδια της διαδικασίας αδειοδοτήσεως.

73      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί κανονιστική πράξη η οποία δεν περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα, οπότε η υπό κρίση ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν τυχόν αφορά ατομικά τις προσφεύγουσες.

74      Κατόπιν των προεκτεθέντων, η ένσταση απαραδέκτου δεν είναι βάσιμη. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

75      Προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής, προβάλλονται πέντε λόγοι. Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούν προβαλλόμενες διαδικαστικές παρατυπίες σχετικά με το άρθρο 59, παράγραφοι 3, 5 και 7, και το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006. Οι λοιποί τρεις λόγοι αντλούνται, αντιστοίχως, από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, προβαλλόμενη πλάνη εκτιμήσεως ή προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον χαρακτηρισμό ουσίας ως έχουσας ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαB βάσει των συστατικών της και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 3, και του παραρτήματος XV του κανονισμού 1907/2006

76      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, κατά παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 3, και του σημείου II 2 του παραρτήματος XV του κανονισμού 1907/2006, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ανέφερε, στον σχετικό με το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου φάκελό της, πληροφορίες για τις εναλλακτικές ουσίες, μολονότι είχε ενημερωθεί από τις προσφεύγουσες για την ύπαρξη τέτοιου είδους ουσιών, ήτοι μειγμάτων με βάση το πετρέλαιο. Ο ΕΟΧΠ θα είχε δεχθεί τον φάκελο αυτόν χωρίς να έχουν προσδιορισθεί εναλλακτικές ουσίες. Κατά τις προσφεύγουσες, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, χωρίς την παρατυπία αυτή και αν ήταν γνωστό το γεγονός ότι οι εναλλακτικές ουσίες περιείχαν επίσης συστατικά ΑΒΤ, δεν θα είχε εκδοθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και θα είχε κινηθεί διαφορετική διαδικασία.

77      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, η διαδικασία χαρακτηρισμού μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία κράτους μέλους το οποίο μπορεί να καταρτίσει φάκελο σύμφωνα με το παράρτημα XV του εν λόγω κανονισμού για ουσίες τις οποίες κρίνει ως πληρούσες τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού αυτού και να τον διαβιβάσει στον ΕΟΧΠ. Όσον αφορά τον φάκελο περί του χαρακτηρισμού ουσίας με ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, το σημείο II 2 του παραρτήματος XV του ίδιου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Πληροφορίες για την έκθεση, τις εναλλακτικές ουσίες και τους κινδύνους», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «[π]αρέχονται οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση και την έκθεση καθώς και πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές ουσίες και τεχνικές».

78      Όσον αφορά τον σχετικό με το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου φάκελο, συνομολογείται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσέθεσε τη μνεία «μη διαθέσιμες πληροφορίες» στο τμήμα του φακέλου αυτού περί εναλλακτικών ουσιών.

79      Είναι αληθές ότι το γράμμα του σημείου II 2 του παραρτήματος XV του κανονισμού 1907/2006 διακρίνει μεταξύ της υποχρεώσεως παροχής, αφενός, «των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη χρήση και την έκθεση» και, αφετέρου, «πληροφοριών σχετικά με εναλλακτικές ουσίες και τεχνικές». Εντούτοις, κράτος μέλος μπορεί να επισημάνει μόνο τις πληροφορίες τις οποίες διαθέτει. Η εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μνεία του ότι καμία πληροφορία δεν είναι διαθέσιμη αφορά την ύπαρξη εναλλακτικών ουσιών, παρέχοντας στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκπληρώσει το τυπικό καθήκον του να αποφανθεί περί των εναλλακτικών ουσιών.

80      Εν πάση περιπτώσει, στο από 17 Ιουλίου 2009 έγγραφο προς τις αρμόδιες γερμανικές αρχές της τομεακής ομάδας των χημικών ουσιών που απορρέουν από λιθάνθρακα, της οποίας οι προσφεύγουσες είναι μέλη, δεν γίνεται λόγος για εναλλακτικές ουσίες. Καλώντας τις γερμανικές αρχές να θεσπίσουν «μια περισσότερο ισορροπημένη προσέγγιση μη επιβάλλουσα κυρώσεις σε ένα μόνον βιομηχανικό τομέα», η τομεακή αυτή ομάδα θεώρησε ότι «ήταν πασίδηλο ότι πολλά ρεύματα πετρελαίου περιέχουν επίσης ανθρακένιο». Επομένως, στην επιστολή αυτή γίνεται μνεία των ουσιών οι οποίες, κατά την εν λόγω ομάδα, παρουσιάζουν επίπεδο κινδύνου παρεμφερές με αυτό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου και όχι των ουσιών οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές ουσίες διότι ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν αντί του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου προς εκτέλεση της ίδιας λειτουργίας. Τέλος, επισημαίνεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 60, παράγραφος 5, του κανονισμού 1907/2006, το σημείο II 2 του παραρτήματος XV του εν λόγω κανονισμού έχει την έννοια ότι αφορά πρόσφορες εναλλακτικές ουσίες, προϋπόθεση την οποία δεν πληρούν τα μείγματα με βάση το πετρέλαιο λόγω της περιεκτικότητάς τους σε ανθρακένιο.

81      Επομένως, πληρούνταν οι διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 59, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

82      Εν προκειμένω, ακόμα και αν υποτεθεί ότι υφίσταται τέτοιου είδους παρατυπία λόγω παραβάσεως του άρθρου 59, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, η παρατυπία αυτή δύναται να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον αν αποδειχθεί ότι η εν λόγω απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο αν δεν είχε σημειωθεί η παρατυπία αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 2005, C‑86/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10979, σκέψη 42).

83      Οι προσφεύγουσες διατείνονται, συναφώς, ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι, αν δεν συνέτρεχε η παρατυπία αυτή και ήταν γνωστό ότι οι εναλλακτικές ουσίες περιέχουν επίσης συστατικά ΑΒΤ, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν θα είχε εκδοθεί και θα είχε κινηθεί διαφορετική διαδικασία.

84      Ωστόσο, δεν πρόκειται περί αυτού στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄, β΄, δ΄ και ε΄, του κανονισμού 1907/2006. Από τη διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού δεν προκύπτει ότι οι πληροφορίες για τις εναλλακτικές ουσίες είναι λυσιτελείς ως προς το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής. Τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄, β΄, δ΄ και ε΄, του κανονισμού αυτού ουδόλως αναφέρουν την ύπαρξη ή μη ύπαρξη εναλλακτικών ουσιών. Αντιθέτως, προκειμένου να χαρακτηριστεί ουσία ως πληρούσα τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του ίδιου κανονισμού, αρκεί να πληροί τα κρίσιμα για τον χαρακτηρισμό ουσιών με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ κριτήρια του παραρτήματος XIII του κανονισμού 1907/2006. Ωστόσο, μολονότι το παράρτημα αυτό περιέχει σημαντικό αριθμό κριτηρίων που πρέπει να πληρούνται, κανένα από τα κριτήρια αυτά δεν αφορά εναλλακτικές ουσίες. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η ύπαρξη πληροφοριών για εναλλακτικές ουσίες θα μπορούσε να τροποποιήσει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του εν λόγω κανονισμού. Το αυτό ισχύει επίσης όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της ουσίας αυτής ως πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού αυτού. Συγκεκριμένα, τα κριτήρια ταξινομήσεως ουσιών ως καρκινογόνων ή μεταλλαξιογόνων τίθενται στην οδηγία 67/548. Η ταξινόμηση του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου μεταξύ των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων ουσιών πραγματοποιήθηκε ήδη με τις οδηγίες 94/69 και 2008/58 (βλ. σκέψεις 3 και 4 ανωτέρω).

85      Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι πληροφορίες για εναλλακτικές ουσίες είναι, μεταξύ άλλων, λυσιτελείς για τη συνέχεια της διαδικασίας αδειοδοτήσεως, της οποίας ο κατά το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006 χαρακτηρισμός ουσίας αποτελεί απλώς το πρώτο στάδιο. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 60, παράγραφος 4, στοιχείο γ΄, και παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού, τέτοιες πληροφορίες είναι κρίσιμες προκειμένου να ληφθεί απόφαση επί αιτήματος αδειοδοτήσεως σχετικά με ουσία περιλαμβανόμενη στον κατάλογο των ουσιών για τις οποίες απαιτείται αδειοδότηση.

86      Επομένως, είναι απορριπτέος ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 59, παράγραφοι 5 και 7, του κανονισμού 1907/2006

87      Οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι ο ΕΟΧΠ δεν ήταν αρμόδιος για να τροποποιήσει την πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, σχετικά με την εγγραφή του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, η οποία βασιζόταν αποκλειστικώς στο γεγονός ότι η ουσία αυτή έχει ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ. Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χαρακτηρίστηκε ως ουσία λίαν ανησυχητική όχι μόνο βάσει των προβαλλομένων ιδιοτήτων της ΑΒΤ και αΑαΒ, αλλά και βάσει των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων ιδιοτήτων της. Δεδομένου ότι η ουσία αυτή δεν μπόρεσε να χαρακτηριστεί ως λίαν ανησυχητική λόγω των ιδιοτήτων της ΑΒΤ και αΑαΒ, η μνεία των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων ιδιοτήτων παραμένει ο μόνος λόγος εγγραφής της στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών.

88      Εν προκειμένω, ο φάκελος τον οποίο κατάρτισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006 περιελάμβανε πράγματι μόνον την πρόταση χαρακτηρισμού του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του εν λόγω κανονισμού, ήτοι ως ουσίας με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, και όχι ως πληρούσας τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού αυτού, ήτοι ως καρκινογόνου και μεταλλαξιογόνου ουσίας, μολονότι στον φάκελο αυτόν αναφερόταν ότι η εν λόγω ουσία είχε ταξινομηθεί μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών.

89      Από τον φάκελο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59, παράγραφος 5, του κανονισμού 1907/2006, κατά τις υποβληθείσες από τον ΕΟΧΠ παρατηρήσεις, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου είχε ταξινομηθεί μεταξύ των καρκινογόνων ουσιών και, επομένως, πληρούσε τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού. Όσον αφορά την ταξινόμηση του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου μεταξύ των μεταλλαξιογόνων ουσιών, η επιτροπή των κρατών μελών, με πρωτοβουλία της, παρατήρησε ότι η εν λόγω ουσία πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 57, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού. Συνεπώς, το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χαρακτηρίστηκε ως ουσία λίαν ανησυχητική πληρούσα τα κριτήρια χαρακτηρισμού του άρθρου 57, στοιχεία α΄, β΄, δ΄ και ε΄, του εν λόγω κανονισμού.

90      Επομένως, οι προσφεύγουσες, ισχυριζόμενες ότι ο ΕΟΧΠ δεν ήταν αρμόδιος να τροποποιήσει την πρόταση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί της εγγραφής του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της ουσίας αυτής ως λίαν ανησυχητικής βάσει των καρκινογόνων και μεταλλαξιογόνων ιδιοτήτων της.

91      Ωστόσο, δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι, χαρακτηρίζοντας μια ουσία όχι μόνο με βάση τους λόγους οι οποίοι προβλήθησαν με τον αρχικώς καταρτισθέντα για την ουσία αυτή φάκελο, αλλά επίσης βάσει μη αναφερθέντος στον φάκελο αυτόν λόγου, ο ΕΟΧΠ υπερέβη τις αρμοδιότητές του, όπως προβλέπονται στο άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006.

92      Συγκεκριμένα, πρώτον, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, η διαδικασία για την οποία γίνεται λόγος στις παραγράφους 2 έως 10 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται για τον χαρακτηρισμό ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006. Η προσβαλλόμενη απόφαση η οποία χαρακτηρίζει το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου με την αιτιολογία ότι η ουσία αυτή πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού συνάδει προς τον σκοπό αυτό. Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί χαρακτηρισμού ουσίας βάσει μη αναφερθέντος στον αρχικώς καταρτισθέντα για την ουσία αυτή φάκελο λόγου δεν αφορά την αρμοδιότητα του ΕΟΧΠ.

93      Δεύτερον, το γράμμα του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 δεν προβλέπει ότι οι λόγοι των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 57 του κανονισμού αυτού, για τον χαρακτηρισμό ουσίας, πρέπει να αντιστοιχούν στους λόγους οι οποίοι περιλαμβάνονται στον αρχικώς καταρτισθέντα για την ουσία αυτή φάκελο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το άρθρο 59, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1907/2006, τα κράτη μέλη δεν έχουν αποκλειστικό δικαίωμα πρωτοβουλίας για την κίνηση της διαδικασίας χαρακτηρισμού. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή μπορεί επίσης να ζητήσει από τον ΕΟΧΠ την κατάρτιση φακέλου σύμφωνα με το παράρτημα XV του εν λόγω κανονισμού.

94      Τρίτον, από τον σκοπό της αδειοδοτήσεως του άρθρου 55 του κανονισμού 1907/2006, ήτοι τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι κίνδυνοι από τις λίαν ανησυχητικές ουσίες ελέγχονται επαρκώς και οι ουσίες αυτές αντικαθίστανται προοδευτικά από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες, προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ουσίας, ο οποίος αποτελεί το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως, βασίζεται επί όσο το δυνατόν πληρέστερης αιτιολογίας.

95      Τέταρτον, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας βάσει των καρκινογόνων ιδιοτήτων της, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 59, παράγραφος 5, του κανονισμού 1907/2006, ο ΕΟΧΠ μπορεί να διατυπώνει σχόλια σχετικά με τον χαρακτηρισμό ουσίας όσον αφορά τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού στον φάκελο ο οποίος του διαβιβάζεται. Ούτως επιδιώκεται να διασφαλιστεί ότι ο ΕΟΧΠ έχει τη δυνατότητα να διατυπώνει βασίμως την άποψή του. Επομένως, τα διατυπωθέντα από τον ΕΟΧΠ σχόλια πρέπει να μπορούν να συμπεριληφθούν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

96      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

97      Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η ουσία αυτή είναι συγκρίσιμη, λόγω της χημικής συνθέσεως και του ανταγωνισμού στην αγορά, με άλλες ουσίες UVCB οι οποίες περιέχουν ανθρακένιο. Ωστόσο, ο ΕΟΧΠ χαρακτήρισε, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, μόνο το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου και όχι τις άλλες ουσίες ως λίαν ανησυχητική ουσία.

98      Επισημαίνεται ότι, με τον κανονισμό 1907/2006, ο νομοθέτης θέσπισε καθεστώς για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση των χημικών ουσιών, καθώς και τους εφαρμοστέους στις ουσίες αυτές περιορισμούς, οι οποίοι αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, κατά την αιτιολογική σκέψη 1 του εν λόγω κανονισμού, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος καθώς και στην ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών στην εσωτερική αγορά ενώ ταυτοχρόνως θα εξασφαλίζονται η ανταγωνιστικότητα και η καινοτομία. Ειδικότερα, ο κανονισμός 1907/2006 προβλέπει, στον τίτλο του VII, διαδικασία αδειοδοτήσεως. Ο σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι, κατά το άρθρο 55 του εν λόγω κανονισμού, να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι κίνδυνοι από τις λίαν ανησυχητικές ουσίες ελέγχονται επαρκώς και ότι οι ουσίες αυτές αντικαθίστανται προοδευτικά από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες.

99      Η διαδικασία αδειοδοτήσεως εφαρμόζεται σε όλες τις ουσίες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως συνίσταται στον χαρακτηρισμό των απαριθμούμενων στο άρθρο αυτό ουσιών, για τον οποίο το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει διαδικασία σε διάφορα στάδια. Κατά την αιτιολογική σκέψη 77 του εν λόγω κανονισμού, για λόγους εφαρμοσιμότητας και πρακτικής εφαρμογής, τόσο από την πλευρά των φυσικών ή νομικών προσώπων, που πρέπει να εκπονούν τους φακέλους των αιτήσεων και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων, όσο και από την πλευρά των αρχών, που πρέπει να διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις αδειοδοτήσεως, μόνον ένας μικρός αριθμός ουσιών θα πρέπει να αποτελούν ταυτόχρονα αντικείμενο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως. Όσον αφορά την επιλογή των ουσιών αυτών, το άρθρο 59, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1907/2006 προβλέπει ότι εναπόκειται στην Επιτροπή ή στο οικείο κράτος μέλος να εκτιμήσει κατά πόσον οι ουσίες αυτές πληρούν τα κριτήρια που παραθέτει το άρθρο 57 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, ο νομοθέτης άφησε στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια επιτρέποντας τη σταδιακή εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τις λίαν ανησυχητικές ουσίες του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006.

100    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η διαδικασία χαρακτηρισμού για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006 δεν παρέχει επομένως στον ΕΟΧΠ καμία εξουσία σχετικά με την επιλογή της ουσίας που πρόκειται να χαρακτηρισθεί. Αντιθέτως, αν ένα κράτος μέλος ή, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, ο ΕΟΧΠ καταρτίσει σχετικό με μια ουσία φάκελο, ο ΕΟΧΠ πρέπει να προβεί, τηρουμένων των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου, στον χαρακτηρισμό της ουσίας αυτής.

101    Εν προκειμένω, η διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 τηρήθηκε όσον αφορά την επιλογή της προς χαρακτηρισμό ουσίας. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επέλεξε το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου εφόσον έκρινε ότι η ουσία αυτή πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, εφόσον δεν προσκομίστηκαν φάκελοι καταρτισθέντες από κράτος μέλος σχετικά με άλλες ουσίες περιέχουσες ανθρακένιο ή δεν υποβλήθηκε αίτημα εκπονήσεως τέτοιου φακέλου στον ΕΟΧΠ από την Επιτροπή, ο ΕΟΧΠ δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει τις άλλες αυτές ουσίες, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, χωρίς να υπερβεί τις εξουσίες του. Επομένως, χαρακτηρίζοντας το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου και όχι τις προβαλλόμενες συγκρίσιμες ουσίες ως ουσία λίαν ανησυχητική, ο ΕΟΧΠ δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

102    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 και ο ΕΟΧΠ τήρησε τη διαδικασία αυτή, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως ή από πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με τον χαρακτηρισμό ουσίας ως ΑΒΤ ή αΑαΒ βάσει των συστατικών της

103    Ο λόγος αυτός περιέχει τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, οι προσφεύγουσες παρατηρούν ότι ο εκπονηθείς από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φάκελος για την επίμαχη ουσία δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 59, παράγραφοι 2 και 3, και των παραρτημάτων XIII και XV του κανονισμού 1907/2006 διότι δεν βασίστηκε επί της αξιολογήσεως της ουσίας καθεαυτήν, αλλά επί της αξιολογήσεως των ιδιοτήτων των συστατικών της. Δεύτερον, ο κανόνας κατά τον οποίο η ουσία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ εφόσον η ουσία αυτή περιέχει ένα συστατικό με ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ πυκνότητας ίσης ή μεγαλύτερης του 0,1 % δεν προβλέπεται στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006. Τρίτον, η αξιολόγηση των συστατικών της επίμαχης ουσίας δεν αποτελεί επαρκές στήριγμα για τον χαρακτηρισμό της ως έχουσας ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, εφόσον τα συστατικά αυτά δεν χαρακτηρίστηκαν μεμονωμένα ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ.

104    Εφόσον η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση αφορούν τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως έχοντος ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ βάσει των συστατικών του με πυκνότητα τουλάχιστον 0,1 %, είναι προφανώς σκόπιμο να εξετασθούν από κοινού.

105    Εκ προοιμίου, τονίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ειδικώς ως προς την εκτίμηση πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως ιδιαιτέρως περίπλοκων προκειμένου να καθορισθεί η φύση και η έκταση των μέτρων που υιοθετούν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως την εκτίμηση των αρχών της Ένωσης, που είναι οι μόνες στις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ έχει αναθέσει την αποστολή αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑15/10, Etimine, Συλλογή 2011, σ. Ι-6681, σκέψη 60).

106    Διευκρινίζεται όμως ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια των αρχών της Ένωσης, η οποία συνεπάγεται περιορισμένο δικαστικό έλεγχο της ασκήσεώς της, δεν αφορά μόνον τη φύση και την έκταση των διατάξεων που πρέπει να θεσπιστούν, αλλά επίσης, ισχύει, ως ένα βαθμό, για τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων. Πάντως, ένας τέτοιος δικαστικός έλεγχος, έστω και περιορισμένης εκτάσεως, επιβάλλει όπως οι αρχές της Ένωσης που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη είναι σε θέση να αποδείξουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις της καταστάσεως στη ρύθμιση της οποίας αποσκοπεί η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2010, C‑343/09, Afton Chemical, Συλλογή 2010, σ. I‑7023, σκέψεις 33 και 34).

–       Επί της πρώτης και της δεύτερης αιτιάσεως, σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως έχοντος ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ βάσει των συστατικών του με πυκνότητα τουλάχιστον 0,1 %

107    Οι προσφεύγουσες υπογραμμίζουν ότι ο εκπονηθείς από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φάκελος για το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 59, παράγραφοι 2 και 3, και των παραρτημάτων XIII και XV του κανονισμού 1907/2006 διότι δεν βασιζόταν σε αξιολόγηση της ουσίας καθεαυτήν, αλλά σε αξιολόγηση των ιδιοτήτων των συστατικών της. Εξάλλου, ο κανόνας ότι ουσία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ εφόσον περιέχει ένα συστατικό, με ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, πυκνότητας ίσης ή μεγαλύτερης του 0,1 % δεν προβλέπεται στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006 και, επομένως, στερείται νομίμου ερείσματος. Η εν λόγω έλλειψη κατώτατου ορίου πυκνότητας ήταν ηθελημένη εκ μέρους του νομοθέτη, διότι κατώτατα όρια πυκνότητας έχουν θεσπιστεί σε άλλο σημείο του κανονισμού 1907/2006, ήτοι, μεταξύ άλλων, για την αξιολόγηση της χημικής ασφάλειας δυνάμει του άρθρου 14 του εν λόγω κανονισμού. Καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε στην αξιολόγηση των ιδιοτήτων των συστατικών του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου πυκνότητας τουλάχιστον 0,1 %, ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

108    Από τον σχετικό με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής φάκελο, επί του οποίου η επιτροπή των κρατών μελών συμφώνησε ομοφώνως στις 4 Δεκεμβρίου 2009, προκύπτει ότι η ουσία αυτή χαρακτηρίστηκε ως λίαν ανησυχητική, πληρούσα τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρηθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ δυνάμει του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του κανονισμού 1907/2006, λόγω των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ των συστατικών πυκνότητας τουλάχιστον 0,1 %, τα οποία περιλαμβάνει η εν λόγω ουσία.

109    Συγκεκριμένα, από το τμήμα 6 του σχετικού με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου φακέλου προκύπτει ότι η επιτροπή αυτή κατέληξε στο ότι η ουσία αυτή έπρεπε να θεωρηθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ εφόσον περιείχε, αφενός, τρεις πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (στο εξής: HAP) πυκνότητας τουλάχιστον 0,1 %, εκ των οποίων δύο πρέπει να θεωρηθούν ως έχοντες ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, δηλαδή το φλουορανθένιο και το πυρένιο, και ένας πληροί τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρηθεί ως έχων ιδιότητες αΑαΒ, ήτοι το φαινανθρένιο και, αφετέρου, το ανθρακένιο πυκνότητας από 1 έως 6 %, το οποίο πληροί τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρηθεί ως έχον ιδιότητες ΑΒΤ. Επομένως, η επιτροπή αυτή κατέληξε στο ότι το έλαιο ανθρακενίου ήταν ουσία περιέχουσα τουλάχιστον 18 % συστατικά HAP με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ.

110    Όσον αφορά, καταρχάς, την προβαλλόμενη παραβίαση της διαδικασίας του άρθρου 59, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1907/2006, λαμβανομένου υπόψη από κοινού με το παράρτημα XV του εν λόγω κανονισμού, αρκεί η διαπίστωση ότι οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την κατάρτιση φακέλου για ουσία η οποία εκτιμάται ότι πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού αυτού. Ωστόσο, ο προετοιμασθείς από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φάκελος καθώς και η προσβαλλόμενη απόφαση είχαν σαφώς ως αντικείμενο ουσία κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του ίδιου κανονισμού, η οποία εκτιμήθηκε ως πληρούσα τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, ο ΕΟΧΠ δεν παρέβη τις διατάξεις αυτές.

111    Στη συνέχεια, για να εξεταστεί αν η συλλογιστική του ΕΟΧΠ σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως έχοντος ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, επισημαίνεται ότι τα κριτήρια χαρακτηρισμού ουσίας ως έχουσας ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ καθορίζονται στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006. Συνεπώς, όπως τονίζουν οι προσφεύγουσες, κατά το εφαρμοστέο κείμενο του παραρτήματος αυτού, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ουσίας ως έχουσας ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, η ουσία είναι αυτή η οποία πρέπει να πληροί τα αναγκαία κριτήρια ώστε να θεωρηθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, όπως παρατίθενται στα τμήματα 1 και 2 του εν λόγω παραρτήματος.

112    Πάντως, εφόσον τα στοιχεία ουσίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της, δεν δύναται απλώς να κριθεί ότι ο ΕΟΧΠ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον θεώρησε ότι η επίμαχη ουσία είχε ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ λόγω του ότι ορισμένα συστατικά της είχαν τις ιδιότητες αυτές. Συγκεκριμένα, το πόρισμα αυτό δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τον σκοπό του κανονισμού 1907/2006, ο οποίος διακηρύσσεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ήτοι να εξασφαλισθούν ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολογήσεως των κινδύνων των διαφόρων ουσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Μολονότι το γράμμα του παραρτήματος XIII του κανονισμού 1907/2006, όπως εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεν διευκρινίζει ρητώς ότι για τον χαρακτηρισμό ουσιών με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ των κρίσιμων συστατικών των ουσιών, δεν αποκλείεται η προσέγγιση αυτή. Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, απλώς και μόνον επειδή ένα από τα συστατικά μιας ουσίας έχει ορισμένες ιδιότητες, η ουσία τις έχει επίσης, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποσοστιαία αναλογία και τα χημικά αποτελέσματα του εν λόγω συστατικού (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1985, 187/84, Caldana, Συλλογή 1985, σ. 3013, σκέψη 17).

113    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1907/2006 δεν καταδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τα συστατικά που έχουν ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ μιας ουσίας αποκλειστικά στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της χημικής ασφάλειας για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο αυτό. Συγκεκριμένα, αφενός, η πρόθεση αυτή δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα της διατάξεως αυτής ούτε από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1907/2006 σχετικά με την εν λόγω διάταξη. Αφετέρου, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού αποτελεί μέρος της διαδικασίας καταχωρίσεως των ουσιών την οποία αφορά ο τίτλος II του κανονισμού αυτού, ο οποίος έχει, καταρχήν, εφαρμογή σε όλες τις ουσίες όπως περιλαμβάνονται σε μείγματα ή αντικείμενα, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 6 και στο άρθρο 7 του ίδιου κανονισμού. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 69 του κανονισμού 1907/2006, ο νομοθέτης θέλησε να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις λίαν ανησυχητικές ουσίες τις οποίες αφορά η διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού.

114    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου αποτελεί μέρος των ουσιών UVCB, οι οποίες είναι άγνωστης ή ασταθούς συνθέσεως. Οι ουσίες UVCB αποτελούν μέρος των πολυσυστατικών ουσιών, δηλαδή των ουσιών οι οποίες περιέχουν διάφορα συστατικά στοιχεία. Το παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006 δεν προβλέπει ιδιαίτερους κανόνες για τον χαρακτηρισμό των ουσιών UVCB ως εχουσών ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ.

115    Κατά τον ΕΟΧΠ, η άποψη ότι ουσία UVCB μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ με την αιτιολογία ότι τα συστατικά της χαρακτηρίστηκαν ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ στηρίζεται, αφενός, σε πάγια πρακτική βασιζόμενη σε αναγνωριζόμενη με τη νομοθεσία της Ένωσης αρχή και, αφετέρου, σε επιστημονικούς λόγους. Η εφαρμογή του ορίου του 0,1 %, ως παράγοντος συνεπαγόμενου τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας βάσει των συστατικών της, στηρίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης.

116    Κατά πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία σχετικά με πάγια πρακτική βασιζόμενη σε αναγνωριζόμενη με τη νομοθεσία της Ένωσης αρχή, επισημαίνεται ότι, μολονότι από την αιτιολογική σκέψη 75 και το άρθρο 53, παράγραφος 2, του κανονισμού 1272/2008 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός δεν έχει εφαρμογή στην ταξινόμηση και επισήμανση ουσιών με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, αλλά, μεταξύ άλλων, στην ταξινόμηση και επισήμανση καρκινογόνων, μεταλλαξιογόνων και τοξικών ουσιών, παρ’ όλ’ αυτά από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι ο νομοθέτης αναγνώρισε την αρχή ότι ουσία η οποία έχει ορισμένες ιδιότητες και περιλαμβάνεται σε άλλη ουσία δύναται να συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό της ουσίας αυτής ως έχουσας τις εν λόγω ιδιότητες. Συγκεκριμένα, το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1272/2008 ορίζει ότι τα ειδικά και τα γενικά όρια συγκεντρώσεως που αποδίδονται σε ουσία υποδηλώνουν ένα κατώτατο όριο πέραν του οποίου η παρουσία της εν λόγω ουσίας σε άλλη ουσία ή σε μείγμα υπό μορφή προσδιορισμένης προσμείξεως, προσθέτου ή επιμέρους συστατικού συνεπάγεται την ταξινόμηση ουσίας ή μείγματος ως επικίνδυνου.

117    Η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής στη διαδικασία χαρακτηρισμού ουσίας ως λίαν ανησυχητικής επιβεβαιώθηκε από διάφορα στοιχεία. Αφενός, το άρθρο 57 του κανονισμού 1907/2006 τοποθετεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως των ουσιών που πρόκειται να εγγραφούν στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, τις ουσίες με ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ στο ίδιο επίπεδο με τις καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες και τοξικές ουσίες. Αφετέρου, η δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω αρχής επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 56, παράγραφος 6, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό, κατά βάση, η απαγόρευση εμπορίας ουσίας για την οποία απαιτείται αδειοδότηση δεν έχει εφαρμογή για τη χρησιμοποίηση των ουσιών τις οποίες αφορά το άρθρο 57, στοιχεία δ΄ έως στ΄, του εν λόγω κανονισμού, κάτω του ορίου πυκνότητας 0,1 % κατά βάρος, όταν περιλαμβάνονται σε μείγματα. Ασφαλώς, η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στα μείγματα και όχι σε ουσία όπως η επίμαχη. Πάντως, ο χαρακτηρισμός ουσίας λόγω των ιδιοτήτων των συστατικών της είναι προφανώς συγκρίσιμος με χαρακτηρισμό μείγματος λόγω των ιδιοτήτων των ουσιών του. Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες, προς στήριξη του ισχυρισμού τους ότι ο νομοθέτης αποσκοπούσε στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων που συνδέονται με τα έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ συστατικά ουσίας αποκλειστικά στο πλαίσιο αξιολογήσεως της χημικής ασφάλειας μιας ουσίας, αναφέρουν επίσης διάταξη η οποία δεν έχει εφαρμογή στα συστατικά ουσίας, αλλά στις περιλαμβανόμενες σε μείγμα ουσίες, ήτοι το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1907/2006 (βλ. σκέψη 113 ανωτέρω).

118    Κατά δεύτερον, ο ΕΟΧΠ στηρίζει την άποψή του σε επιστημονικούς λόγους.

119    Αφενός, έχει σημασία η αξιολόγηση ουσίας UVCB βάσει των συστατικών της διότι, άπαξ ελευθερωθούν στο περιβάλλον, τα μεμονωμένα στοιχεία τέτοιας ουσίας συμπεριφέρονται ως αυτοτελείς ουσίες. Οι επίμαχες ουσίες απελευθερώνουν διάφορα HAP έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ κατά τη χρησιμοποίησή τους, παραδείγματος χάρη, διά θερμάνσεως κατά την επεξεργασία ή διά διαχωρισμού μέσω εκπλύσεως με ύδωρ.

120    Αφετέρου, μολονότι η μελέτη της ουσίας UVCB στο σύνολό της είναι δυνατή σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, η άποψη αυτή δεν παράγει ουσιώδη αποτελέσματα για τη μεγάλη πλειοψηφία των ουσιών αυτών, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου. Στην εν λόγω πλειοψηφία, είναι δυνατή η κατανόηση των ιδιοτήτων μιας ουσίας μόνο βάσει της εκτιμήσεως των ιδιοτήτων των σημαντικών συστατικών της. Η πλειονότητα των διαθέσιμων μεθόδων δοκιμών για τον καθορισμό των εγγενών ιδιοτήτων των εν λόγω ουσιών αρμόζουν μόνο για τη μελέτη των ουσιών που συντίθενται από ένα μόνο κύριο συστατικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, η ανθεκτικότητα των ουσιών UVCB δεν μπορεί γενικώς να αξιολογηθεί με τη βοήθεια μεθόδων βιοαποδομήσεως οι οποίες μετρούν συνοπτικές παραμέτρους, διότι οι δοκιμές αυτές μετρούν τις ιδιότητες της ουσίας στο σύνολό της, αλλά δεν παρέχουν πληροφορίες περί των συστατικών της. Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μετά το πέρας μιας τέτοιας δοκιμής προκύψει ότι το σύνολο της ουσίας είναι ευκόλως βιοδιασπώμενο, δεν μπορεί να αποκλειστεί η τυχόν παρουσία μη βιοδιασπώμενων συστατικών στην ουσία. Κατά τον ΕΟΧΠ, παρόμοιες δυσχέρειες απαντώνται κατά τις δοκιμές βιοσυσσωρεύσεως και τοξικότητας για ορισμένες ουσίες UVCB. Η φυσική δομή τέτοιας ουσίας μπορεί να εμποδίζει, σε σημαντικό βαθμό, την απελευθέρωση των συστατικών της αν η δοκιμή αφορά την ουσία καθεαυτήν. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις δοκιμές βιοσυσσωρεύσεως και τοξικότητας, η συσσώρευση στους υπό μελέτη οργανισμούς και η τοξικότητα δεν μπορούν να ανιχνευθούν στο πλαίσιο των δοκιμών ενώ, στην πραγματικότητα, μετά ορισμένο χρόνο, απελευθερώνονται συστατικά HAP στο περιβάλλον.

121    Οι διατυπωθείσες από τις προσφεύγουσες επικρίσεις σχετικά με τις εν λόγω επιστημονικές παρατηρήσεις δεν δύνανται να αποδείξουν ότι οι προβληθέντες από τον ΕΟΧΠ επιστημονικοί λόγοι ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

122    Συγκεκριμένα, πρώτον, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία το γεγονός ότι η ουσία δύναται να διασπασθεί στα συστατικά της εξετάζεται κατά την αξιολόγηση της χημικής ασφάλειας μιας ουσίας η οποία πρέπει να πραγματοποιείται στο πλαίσιο καταχωρίσεως της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού 1907/2006, δεν αντικρούει την εκτίμηση του ΕΟΧΠ, αλλά διευκρινίζει μόνον ότι η διάσπαση πρέπει επίσης, ενδεχομένως, να ληφθεί υπόψη σε άλλη διαδικασία για την οποία γίνεται λόγος στον κανονισμό 1907/2006 (συναφώς, βλ. επίσης σκέψη 113 ανωτέρω).

123    Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι, σε αντίθεση με όσα διατείνεται ο ΕΟΧΠ, οι περισσότερες μέθοδοι δοκιμών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις ουσίες UVCB ή, όταν οι υφιστάμενες μέθοδοι δεν είναι κατάλληλες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί η προσέγγιση βάσει του βάρους των αποδεικτικών στοιχείων, ουδόλως στηρίζεται σε επιστημονικά στοιχεία και, επομένως, δεν αρκεί προς απόρριψη της ακολουθηθείσας από τον ΕΟΧΠ συλλογιστικής ως ενέχουσας πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

124    Κατά τρίτον, όσον αφορά την εφαρμογή του ορίου του 0,1 % ως παράγοντος συνεπαγόμενου τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας βάσει των συστατικών της, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι, μολονότι δεν αμφισβητούν την εφαρμογή του κατωτάτου αυτού ορίου γενικώς, το σχετικό με το κατώτατο όριο 0,1 % κριτήριο δεν απαντά στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι, μολονότι είναι ακριβές ότι υφίστανται νομοθετήματα στα οποία γίνεται μνεία του ποσοστού του 0,1 % ως αποτελούντος σε ορισμένες περιπτώσεις κατώτατο όριο πέραν του οποίου εφαρμόζεται ταξινόμηση σε κατηγορία επικινδυνότητας, το κατώτατο αυτό όριο μπορεί να ανέλθει από 0,1 % σε 1 % αναλόγως του κινδύνου.

125    Ωστόσο, μολονότι είναι ακριβές ότι, στο παράρτημα XIII του κανονισμού 1907/2006, δεν προβλέπεται κανένα κατώτατο όριο πυκνότητας, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου κατώτατου ορίου ως παράγοντος συνεπαγόμενου τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας βάσει των συστατικών της δεν απαιτεί να διευκρινίζεται στο εν λόγω παράρτημα το όριο αυτό.

126    Εξάλλου, από τον κανονισμό 1907/2006 προκύπτει ότι το κατώτατο όριο του 0,1 % εφαρμόστηκε με τη νομοθεσία της Ένωσης, ορισμένες φορές, για τον χαρακτηρισμό μείγματος βάσει των ουσιών του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 31, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1907/2006 επιβάλλει στους προμηθευτές ενός μείγματος υποχρέωση πληροφορήσεως περί του αν το μείγμα αυτό περιέχει ουσία έχουσα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του εν λόγω κανονισμού, πυκνότητας ίσης ή μεγαλύτερης του 0,1 %. Επιπλέον, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού αυτού επιβάλλει στις επιχειρήσεις να προσκομίζουν την αξιολόγηση της χημικής ασφάλειας μείγματος όταν το όριο της πυκνότητας μιας ουσίας περιλαμβανόμενης στο μείγμα και πληρούσας τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του ίδιου κανονισμού είναι ίσο ή μεγαλύτερο του 0,1 %. Εξάλλου, το άρθρο 56, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι η υποχρέωση αδειοδοτήσεως δεν έχει, μεταξύ άλλων, εφαρμογή στη χρησιμοποίηση ουσιών οι οποίες πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του εν λόγω κανονισμού, όταν περιλαμβάνονται σε μείγματα κάτω του ορίου πυκνότητας 0,1 %.

127    Εφόσον ο χαρακτηρισμός ουσίας λόγω των ιδιοτήτων των συστατικών της είναι προφανώς συγκρίσιμος με τον χαρακτηρισμό μείγματος λόγω των ιδιοτήτων των ουσιών του (βλ. σκέψη 117 ανωτέρω) και οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν την εφαρμογή του ορίου του 0,1 % γενικώς, δεν συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον το κατώτατο όριο του 0,1 % εφαρμόστηκε ως παράγων ο οποίος συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας βάσει των συστατικών της.

128    Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου δεν χαρακτηρίστηκε ως έχον ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ απλώς και μόνο λόγω του ότι ένα συστατικό του έχει ορισμένες ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, αλλά ελήφθησαν επίσης υπόψη το ποσοστό και τα χημικά αποτελέσματα του συστατικού αυτού (βλ. σκέψη 112 ανωτέρω). Από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με τον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως έχοντος ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ βάσει των συστατικών του με πυκνότητα τουλάχιστον 0,1 % δεν αποδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

129    Επομένως, η πρώτη και η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθούν.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, σχετικά με τον χαρακτηρισμό των συστατικών της επίμαχης ουσίας ως εχόντων ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ

130    Οι προσφεύγουσες παρατηρούν, κατά βάση, ότι η αξιολόγηση των συστατικών της επίμαχης ουσίας δεν αποτελεί επαρκές στήριγμα για τον χαρακτηρισμό της ως έχουσας ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, εφόσον τα εν λόγω συστατικά δεν χαρακτηρίστηκαν ατομικώς ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ με χωριστή απόφαση του ΕΟΧΠ βάσει εμπεριστατωμένης αξιολογήσεως συναφώς.

131    Υπενθυμίζεται ότι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χαρακτηρίστηκε ως έχον ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ εφόσον περιέχει δύο συστατικά που πρέπει να θεωρηθούν ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ, το φαινανθρένιο το οποίο πληροί τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρηθεί ως έχον ιδιότητες αΑαΒ και το ανθρακένιο το οποίο πληροί τα αναγκαία κριτήρια για να θεωρηθεί ως έχον ιδιότητες ABT (βλ. σκέψη 109 ανωτέρω).

132    Πρώτον, τίθεται το ζήτημα αν ο χαρακτηρισμός της επίμαχης ουσίας ως λίαν ανησυχητικής λόγω των ιδιοτήτων της ΑΒΤ και αΑαΒ, βάσει των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ των συστατικών της, απαιτεί τα συστατικά αυτά να έχουν αποτελέσει προηγουμένως το αντικείμενο χαρακτηρισμού ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ με χωριστή απόφαση του ΕΟΧΠ. Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, και το άρθρο 59 του κανονισμού 1907/2006 προβλέπουν μόνο ότι πρέπει να πληρούνται τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του εν λόγω κανονισμού. Εξάλλου, η θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 προκειμένου να χαρακτηριστούν αυτοτελώς τα οικεία συστατικά του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως έχοντα ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ δεν επιφέρει καμία πρόσθετη αξία στον χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας ως λίαν ανησυχητικής λόγω των ιδιοτήτων της ΑΒΤ και αΑαΒ βάσει των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ των συστατικών της. Συγκεκριμένα, και στο πλαίσιο του καταρτισθέντος σύμφωνα με το παράρτημα XV του εν λόγω κανονισμού φακέλου σχετικά με την επίμαχη ουσία, έπρεπε επίσης να γίνει σύγκριση των διαθέσιμων πληροφοριών με τα κριτήρια του παραρτήματος XIII του ίδιου κανονισμού. Συνεπώς, η συναφής επιχειρηματολογία των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

133    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων συστατικών, πλην του ανθρακενίου, ως συστατικού έχοντος ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, βασίζεται σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση. Όσον αφορά το ανθρακένιο, συνομολογείται ότι χαρακτηρίστηκε ως ουσία λίαν ανησυχητική βάσει των ιδιοτήτων του ABT. Δυνάμει της παρατεθείσας στις σκέψεις 105 και 106 ανωτέρω νομολογίας, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει συναφώς πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

134    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες παραπέμπουν στις παρατηρήσεις του ομίλου μεγάλων εταιριών πετρελαιοειδών, οι οποίες διεξήγαν έρευνες επί περιβαλλοντικών ζητημάτων που αφορούν τη βιομηχανία πετρελαίου κατά την περίοδο εξετάσεως του καταρτισθέντος σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006 φακέλου για την επίμαχη ουσία. Στις παρατηρήσεις αυτές επισυναπτόταν έκθεση αναλύουσα τις σχετικές με τη βιοσυσσώρευση ιδιότητες δεκαπέντε HAP. Κατά τις παρατηρήσεις αυτές, δεδομένου ότι η αρμόδια υποομάδα του ECB δεν συμφώνησε επί των ιδιοτήτων ΑΒΤ ή αΑαΒ των συστατικών αυτών, είναι πρόωρο και άσκοπο να αντληθούν οριστικά συμπεράσματα περί αυτών στον καταρτισθέντα σύμφωνα με το παράρτημα XV του εν λόγω κανονισμού φάκελο. Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν στηρίζουν τα προκαταρκτικά γενικά συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στον φάκελο αυτό κατά τα οποία τα εν λόγω συστατικά πληρούν το κριτήριο της βιοσυσσωρεύσιμης ή άκρως βιοσυσσωρεύσιμης ουσίας, εφόσον τα αξιόπιστα εργαστηριακά στοιχεία αποδεικνύουν μόνον ασθενές ενδεχόμενο βιοσυσσωρεύσεως των συστατικών αυτών.

135    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στη μνεία της υποβολής παρατηρήσεων και εκθέσεως που εκπονήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59, παράγραφος 4, του κανονισμού 1907/2006. Το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χαρακτηρίστηκε ως ουσία λίαν ανησυχητική βάσει της αναλύσεως η οποία περιλαμβάνεται στον φάκελο που κατάρτισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ενέκρινε η επιτροπή των κρατών μελών στις 4 Δεκεμβρίου 2009, σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, έχοντας γνώση των παρατηρήσεων αυτών και της εν λόγω εκθέσεως. Στο τμήμα 6 του φακέλου αυτού αξιολογούνται, αντιστοίχως, λεπτομερέστερα οι ιδιότητες ΑΒΤ και αΑαΒ των κρίσιμων συστατικών της επίμαχης ουσίας. Κατόπιν των προεκτεθέντων, η μνεία γενικώς, αφενός, του γεγονότος ότι η αρμόδια υποομάδα του ECB, η οποία δεν υφίσταται πλέον υπό το καθεστώς του κανονισμού 1907/2006, δεν συμφώνησε επί των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ των επίμαχων συστατικών και, αφετέρου, της προβαλλομένης ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να αναφέρεται ποιο στοιχείο της περιλαμβανομένης στον εν λόγω φάκελο αναλύσεως είναι εσφαλμένο δεν αρκεί για να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

136    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

137    Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

138    Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Η απόφαση αυτή προδήλως αντενδείκνυται για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1907/2006, ήτοι τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος. Οι προσφεύγουσες παρατηρούν συναφώς ότι οι ουσίες οι οποίες δύνανται να χρησιμοποιηθούν σε αντικατάσταση του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου έχουν επίσης ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ. Κατά τις προσφεύγουσες, ο ΕΟΧΠ μπορούσε να λάβει άλλα πρόσφορα και λιγότερο δεσμευτικά μέτρα, ήτοι την εφαρμογή μέτρων διαχειρίσεως των κινδύνων με βάση την αξιολόγηση της χημικής ασφάλειας που περιλαμβάνεται στον φάκελο καταχωρίσεως τον οποίο προετοίμασαν οι προσφεύγουσες βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού 1907/2006 ή την υποβολή φακέλου περί των περιορισμών σχετικά με την επίμαχη ουσία δυνάμει του τίτλου VIII του κανονισμού αυτού.

139    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, απαιτεί να μην υπερβαίνουν οι πράξεις της Ένωσης τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Etimine, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

140    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη, επιβάλλεται να αναγνωριστεί στον ΕΟΧΠ ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομέα όπου αυτός καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις και σε επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως. Η νομιμότητα μέτρου θεσπιζομένου στον τομέα αυτό μπορεί να επηρεαστεί μόνον όταν το μέτρο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νομοθέτη σκοπού (βλ., συναφώς, απόφαση Etimine, σκέψη 105 ανωτέρω, σκέψη 125 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

141    Εν προκειμένω, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προαγωγής εναλλακτικών μεθόδων αξιολογήσεως των κινδύνων ουσιών, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των ουσιών εντός της εσωτερικής αγοράς, με παράλληλη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καινοτομίας. Λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψεως 16 του κανονισμού αυτού, διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης καθόρισε ως κύριο σκοπό της υποχρεώσεως καταχωρίσεως τον πρώτο από αυτούς τους τρεις σκοπούς, δηλαδή την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2009, C-558/07, S.P.C.M. κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I-5783, σκέψη 45). Ειδικότερα, ο σκοπός της διαδικασίας αδειοδοτήσεως, κατά το άρθρο 55 του εν λόγω κανονισμού, είναι να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως ότι οι κίνδυνοι από τις ουσίες που προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία ελέγχονται επαρκώς και οι ουσίες αυτές αντικαθίστανται προοδευτικά από κατάλληλες εναλλακτικές οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες ουσίες ή τεχνολογίες.

142    Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει ο κανονισμός 1907/2006, υπενθυμίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνίσταται στον χαρακτηρισμό του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής που προκύπτει από τη διαδικασία του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού. Όταν ουσία χαρακτηρίζεται ως λίαν ανησυχητική, στους οικείους επιχειρηματίες επιβάλλονται υποχρεώσεις κοινοποιήσεως (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

143    Όσον αφορά τον σκοπό της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ως λίαν ανησυχητικής χρησιμεύει στη βελτίωση της εκ των προτέρων πληροφορήσεως του κοινού και των επαγγελματιών για τους πιθανούς και πραγματικούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν και, στη συνέχεια, ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως μέσο βελτιώσεως της προστασίας αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση S.P.C.M. κ.λπ., σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 49).

144    Όσον αφορά ειδικότερα την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενδείκνυται συναφώς εφόσον οι ουσίες που δύνανται να χρησιμοποιηθούν σε αντικατάσταση της επίμαχης ουσίας έχουν επίσης ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται την απαγόρευση διαθέσεως του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου στην αγορά υποχρεώνοντας τους οικείους επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν εναλλακτικές ουσίες. Τέτοιου είδους συνέπεια προβλέπεται μόνο, δυνάμει του άρθρου 56 του κανονισμού 1907/2006, για τις ουσίες οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα XIV του ιδίου κανονισμού, ήτοι στον κατάλογο των ουσιών για τις οποίες απαιτείται αδειοδότηση. Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 59, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι η διαδικασία του χαρακτηρισμού εφαρμόζεται ενόψει ενδεχόμενης εγγραφής στο παράρτημα XIV του ίδιου κανονισμού, από τη διαδικασία του άρθρου 58 του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει συναφώς ότι η εγγραφή της ουσίας στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εγγραφή της στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 58, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού αυτού, ο ΕΟΧΠ πρέπει να συνιστά την εγγραφή των ουσιών προτεραιότητας στο παράρτημα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της επιτροπής των κρατών μελών και διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, τις χρήσεις ή κατηγορίες χρήσεων που εξαιρούνται της απαιτήσεως αδειοδοτήσεως. Κάθε ουσία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εγκρίσεως αποκλειστικά κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής να εγγράψει την ουσία αυτή στο εν λόγω παράρτημα XIV.

145    Εξάλλου, για τον χαρακτηρισμό ουσιών ως λίαν ανησυχητικών, ο κανονισμός 1907/2006 προβλέπει διαδικασία σχεδιασθείσα ώστε οι ουσίες αυτές να υποβάλλονται σταδιακώς στη διαδικασία αδειοδοτήσεως. Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 77 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι, για λόγους εφαρμοσιμότητας και πρακτικής εφαρμογής, τόσο από την πλευρά των φυσικών ή νομικών προσώπων, που πρέπει να εκπονούν τους φακέλους των αιτήσεων και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων, όσο και από την πλευρά των αρχών, που πρέπει να διεκπεραιώνουν τις αιτήσεις αδειοδοτήσεως, μόνον ένας μικρός αριθμός ουσιών θα πρέπει να αποτελέσουν ταυτόχρονα αντικείμενο της διαδικασίας αδειοδοτήσεως. Συνεπώς, δεν αποκλείεται ότι, στο πλαίσιο της σταδιακής αυτής προσεγγίσεως, οι εναλλακτικές ουσίες για τις οποίες κάνουν λόγο οι προσφεύγουσες θα αποτελέσουν επίσης αντικείμενο της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006.

146    Πρέπει επίσης να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι ο χαρακτηρισμός του επίμαχου ελαίου ανθρακενίου ως ουσίας λίαν ανησυχητικής δεν είναι πρόσφορος για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 1907/2006 εφόσον οι συνδεόμενοι με την έκθεση στην ουσία αυτή κίνδυνοι είναι αμελητέοι διότι το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου χρησιμοποιείται κυρίως ως ενδιάμεσο στην παραγωγή αιθάλης. Συγκεκριμένα, καθόσον το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου αποτελεί ενδιάμεσο, η ουσία αυτή εξαιρείται του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του εν λόγω κανονισμού, και, επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως οι οποίες απορρέουν από τον χαρακτηρισμό ουσίας ως λίαν ανησυχητικής δυνάμει του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού. Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών δεν ασκεί επιρροή δεδομένου ότι προκύπτει ότι η επίμαχη ουσία δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικώς ως ενδιάμεσο.

147    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί του προβαλλόμενου απρόσφορου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

148    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των επιδιωκόμενων σκοπών, δεδομένου ότι η εφαρμογή μέτρων διαχειρίσεως των κινδύνων ή η προσκόμιση φακέλου σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006 περί των σχετικών με την επίμαχη ουσία περιορισμών θα διασφάλιζαν επίσης υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, όντας λιγότερο δεσμευτικά μέτρα.

149    Πρώτον, όσον αφορά τα μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων, οι προσφεύγουσες κάνουν μνεία των υποχρεώσεων που περιέχονται στο άρθρο 14 του κανονισμού 1907/2006. Βάσει της παραγράφου 1 της εν λόγω διατάξεως, πρέπει να πραγματοποιείται αξιολόγηση χημικής ασφάλειας και να καταρτίζεται έκθεση επί της ασφάλειας αυτής για την επίμαχη ουσία. Κατά την παράγραφο 3, στοιχείο δ΄, του άρθρου αυτού, η αξιολόγηση χημικής ασφάλειας μιας ουσίας περιλαμβάνει και την αξιολόγηση των ιδιοτήτων ΑΒΤ και αΑαΒ της επίμαχης ουσίας. Εάν η αξιολόγηση αυτή οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ουσία έχει ιδιότητες ΑΒΤ ή αΑαΒ, οι προσφεύγουσες πρέπει να προβούν σε αξιολόγηση και εκτίμηση της εκθέσεως καθώς και στον χαρακτηρισμό των κινδύνων που άπτονται των προσδιοριζόμενων χρήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, οι προσφεύγουσες υποχρεούνται να προσδιορίζουν και να εφαρμόζουν τα κατάλληλα μέτρα για τον επαρκή έλεγχο των κινδύνων. Εφόσον η αξιολόγηση αυτή δεν ήταν ακόμη διαθέσιμη κατά τη χρονική στιγμή του χαρακτηρισμού της επίμαχης ουσίας ως λίαν ανησυχητικής με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ΕΟΧΠ μπορούσε να αποφασίσει να αναμείνει την υποβολή της αξιολογήσεως αυτής προκειμένου να εξετάσει την έκθεση επί της χημικής ασφάλειας και τα προτεινόμενα μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων, αντί να χαρακτηρίσει την επίμαχη ουσία ως λίαν ανησυχητική.

150    Ωστόσο, ουδόλως προκύπτει από τον κανονισμό 1907/2006 ότι ο νομοθέτης επρόκειτο να εξαρτήσει την κατά το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού διαδικασία για τον χαρακτηρισμό ουσίας, η οποία αποτελεί μέρος της διαδικασίας αδειοδοτήσεως ουσίας περί της οποίας γίνεται λόγος στον τίτλο VII του κανονισμού αυτού, από τη διαδικασία καταχωρίσεως του τίτλου II του ίδιου κανονισμού, στην οποία εμπίπτουν οι υποχρεώσεις του άρθρου 14 του κανονισμού αυτού. Είναι αληθές ότι οι υποχρεώσεις αυτές συμβάλλουν επίσης στη βελτίωση της πληροφορήσεως του κοινού και των επαγγελματιών για τους πιθανούς και πραγματικούς κινδύνους της ουσίας. Πάντως, εφόσον οι καταχωρισθείσες ουσίες πρέπει να μπορούν να κυκλοφορήσουν στην εσωτερική αγορά, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 1907/2006, ο σκοπός της διαδικασίας αδειοδοτήσεως, της οποίας αποτελεί μέρος η διαδικασία χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του εν λόγω κανονισμού, είναι, μεταξύ άλλων, η προοδευτική αντικατάσταση των λίαν ανησυχητικών ουσιών με άλλες κατάλληλες ουσίες ή τεχνολογίες, όταν αυτές είναι οικονομικώς και τεχνικώς βιώσιμες (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω). Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 69 του κανονισμού 1907/2006, ο νομοθέτης θέλησε να προσδώσει ιδιαίτερη προσοχή στις λίαν ανησυχητικές ουσίες.

151    Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, τα προτεινόμενα δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006 μέτρα διαχειρίσεως των κινδύνων δεν είναι πρόσφορα για την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει ο εν λόγω κανονισμός περί επεξεργασίας των λίαν ανησυχητικών ουσιών και, επομένως, δεν είναι λιγότερο δεσμευτικά εν προκειμένω.

152    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο ΕΟΧΠ μπορούσε να αναμείνει, πριν να χαρακτηρίσει το επίμαχο έλαιο ανθρακενίου ως ουσία λίαν ανησυχητική, την υποβολή του φακέλου καταχωρίσεως της επίμαχης ουσίας, στον οποίο περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της χημικής της ασφάλειας, διότι ο φάκελος αυτός συνιστά την καλύτερη πηγή πληροφοριών, αρκεί η διαπίστωση ότι ο χαρακτηρισμός αυτός πραγματοποιήθηκε βάσει των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στον ομοφώνως εγκριθέντα από την επιτροπή των κρατών μελών φάκελο σχετικά με την επίμαχη ουσία (βλ. σκέψη 108 ανωτέρω). Η επιτροπή αυτή δεν διαπίστωσε την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το κύρος και τη λυσιτέλεια των στοιχείων. Επιπλέον, εφόσον η καταχώριση της επίμαχης ουσίας, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006, έπρεπε υποχρεωτικώς να έχει υλοποιηθεί την 1η Δεκεμβρίου 2010, επομένως, δυόμισι έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία είχε εφαρμογή η διαδικασία αδειοδοτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, ήτοι την 1η Ιουνίου 2008, η προβαλλόμενη υποχρέωση αναμονής υποβολής του επίμαχου φακέλου καταχωρίσεως θα έθιγε την αποτελεσματικότητα του κανονισμού 1907/2006.

153    Δεύτερον, όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο σχετικός με την πρόταση λήψεως τέτοιου μέτρου φάκελος, σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να περιέχει τις διαθέσιμες πληροφορίες περί των εναλλακτικών ουσιών, περιλαμβανομένων των πληροφοριών περί των κινδύνων για την υγεία του ανθρώπου και για το περιβάλλον, οι οποίοι συνδέονται με την παρασκευή και τη χρησιμοποίηση των εν λόγω εναλλακτικών ουσιών, τη διαθεσιμότητά τους και την τεχνική και οικονομική τους σκοπιμότητα. Με την πρόταση αυτή, η οποία, επομένως, βασίζεται σε παρεμφερείς με τις χρησιμοποιηθείσες για την εκπόνηση φακέλου παραμέτρους προκειμένου να χαρακτηρισθεί ουσία ως λίαν ανησυχητική, θα παρακάμπτονταν οι σχετικές με τον χαρακτηρισμό αυτό αρνητικές συνέπειες και θα επιτυγχανόταν το ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά τους σκοπούς του κανονισμού 1907/2006.

154    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός και μόνον ότι μια ουσία περιλαμβάνεται στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών δεν εμποδίζει την επιβολή περιορισμών επί της ουσίας αυτής αντί της απαιτήσεως αδειοδοτήσεως. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 58, παράγραφος 5, και το άρθρο 69 του κανονισμού 1907/2006, η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος μπορεί πάντα να προτείνει τον έλεγχο της παρασκευής, της διαθέσεως στην αγορά ή της χρησιμοποιήσεως της ουσίας επιβάλλοντας περιορισμούς αντί να απαιτεί αδειοδότηση.

155    Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το παράρτημα XVII του κανονισμού 1907/2006, τα περιοριστικά μέτρα, τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία περί της οποίας γίνεται λόγος στον τίτλο VIII του εν λόγω κανονισμού και ισχύουν για την παρασκευή, τη διάθεση στην αγορά και τη χρησιμοποίηση ορισμένων επικίνδυνων ουσιών και ορισμένων επικίνδυνων μειγμάτων και προϊόντων, δύνανται να κυμαίνονται από την επιβολή ιδιαίτερων όρων στην παρασκευή ή στη διάθεση στην αγορά ουσίας έως την πλήρη απαγόρευση της χρησιμοποιήσεως ουσίας. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα περιοριστικά μέτρα είναι επίσης πρόσφορα για την εκπλήρωση των επιδιωκόμενων με τον κανονισμό αυτό σκοπών, δεν συνιστούν, επομένως, καθεαυτά, λιγότερο περιοριστικά μέτρα σε σχέση με τον χαρακτηρισμό ουσίας ο οποίος συνεπάγεται μόνον υποχρεώσεις κοινοποιήσεως.

156    Εξάλλου, καθόσον οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον φάκελο σχετικά με πρόταση περιοριστικού μέτρου σύμφωνα με το παράρτημα XV του κανονισμού 1907/2006 αποδεικνύουν ότι ο χαρακτηρισμός της επίμαχης ουσίας δεν ήταν αναγκαίος, αρκεί η επισήμανση ότι ο χαρακτηρισμός αυτός πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, η οποία αποτελεί διαφορετική διαδικασία από εκείνη περί της οποίας γίνεται λόγος στον τίτλο VIII του ίδιου κανονισμού (βλ. σκέψη 154 ανωτέρω).

157    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

158    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως και, επομένως, η προσφυγή στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

159    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, του ίδιου Κανονισμού, τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

160    Εφόσον οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και στα έξοδα του ΕΟΧΠ, σύμφωνα με τα αιτήματα του ΕΟΧΠ. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Cindu Chemicals BV, Deza, a.s., Koppers Denmark A/S και Koppers UK Ltd φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ).

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Dittrich

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Prek

 

      Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαρτίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.