Language of document :

Προσφυγή της 17ης Φεβρουαρίου 2010 - Rütgers Germany κ.λπ. κατά ECHA

(Υπόθεση T-94/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Rütgers Germany GmbH (Castrop-Rauxel, Γερμανία), Rütgers Belgium NV (Zelzate, Βέλγιο), Deza, a.s. (Valašské Meziříčí, Τσεχική Δημοκρατία), Industrial Química del Nalón, SA (Oviedo, Ισπανία), Bilbaína de Alquitranes, SA (Luchana-Baracaldo- Vizcaya, Ισπανία) (εκπρόσωποι: K. Van Maldegem, R. Cana, δικηγόροι, και P. Sellar, Solicitor)

Καθού: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ECHA)

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη,

να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλομένη πράξη, κατά το μέτρο που αφορά το έλαιο ανθρακενίου,

να καταδικάσει τον ECHA στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ECHA) (ED/68/2009) περί χαρακτηρισμού του ελαίου ανθρακενίου (αριθμός CAS 90640-80-5) (έλαιο ανθρακενίου) ως ουσίας που ανταποκρίνεται στα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχεία δ΄ και ε΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 1 (REACH), σύμφωνα με το άρθρο 59 REACH.

Βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως, της οποίας έλαβαν γνώση οι προσφεύγουσες μέσω του ανακοινωθέντος Τύπου του ECHA, το έλαιο ανθρακενίου περιελήφθη στον κατάλογο των 14 χημικών ουσιών που είναι υποψήφιες προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του REACH, ως ουσίες οι οποίες προκαλούν πολύ μεγάλη ανησυχία (στο εξής: ΟΠΜΑ). Οι λόγοι που εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση για τον χαρακτηρισμό του ελαίου ανθρακενίου ως ΟΠΜΑ είναι ότι η ουσία είναι καρκινογόνος και επίσης ανθεκτική, βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική (ΑΒΤ), καθώς και άκρως ανθεκτική και άκρως βιοσυσσωρεύσιμη (αΑαΒ), σύμφωνα με τα κριτήρια που εκτίθενται στο παράρτημα XIII του REACH.

Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η προσβαλλομένη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων που έχουν θεσπισθεί για τον χαρακτηρισμό των ΟΠΜΑ βάσει του REACH και προβάλλουν τέσσερις λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους.

Πρώτον, ισχυρίζονται ότι η απόφαση είναι παράνομη, δεδομένου ότι εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών επιταγών. Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο φάκελος στον οποίο στηρίχτηκε η προσβαλλομένη πράξη δεν περιείχε πληροφορίες περί εναλλακτικών ουσιών, κατά παράβαση του άρθρου 59, παράγραφος 3, και του παραρτήματος XV του REACH. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο καθού τροποποίησε ουσιωδώς την πρόταση χαρακτηρισμού του ελαίου ανθρακενίου ως ΟΠΜΑ, προσθέτοντας το άρθρο 57, στοιχεία α΄ και β΄, ως λόγους για τον χαρακτηρισμό αυτόν, χωρίς να έχει αρμοδιότητα να το πράξει, κατά παράβαση του άρθρου 59, παράγραφοι 5 και 7, του REACH.

Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι εισάγει δυσμενή διάκριση κατά του ελαίου ανθρακενίου σε σχέση με άλλες παρεμφερείς ουσίες, χωρίς αντικειμενική δικαιολόγηση.

Τρίτον, ισχυρίζονται ότι ο ECHA υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, χαρακτηρίζοντας το έλαιο ανθρακενίου ως ουσία ΑΒΤ και αΑαΒ, βάσει των ιδιοτήτων των συστατικών του, πράγμα το οποίο δεν έχει έρεισμα στον REACH.

Τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλομένη πράξη αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, διότι είναι δυσανάλογη, λαμβανομένων υπόψη των μέτρων που έχει στη διάθεσή του ο καθού και των μειονεκτημάτων που προκαλούνται σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/EΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 396, σ. 1)