Language of document : ECLI:EU:T:2018:817

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 21ης Νοεμβρίου 2018 (*)

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2019]

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα σχετικά με την πρώτη άδεια κυκλοφορίας στην αγορά της δραστικής ουσίας “glyphosate” – Μερική άρνηση πρόσβασης – Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων – Άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 – Οδηγία 91/414/ΕΟΚ»

Στην υπόθεση T‑545/11 RENV,

Stichting Greenpeace Nederland, με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες),

Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο),

εκπροσωπούμενες από τους B. Kloostra και A. van den Biesen, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενοι από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις A. Falk, C. Meyer‑Seitz, H. Shev και τους L. Swedenborg και F. Bergius,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Buchet, P. Ondrůšek και την L. Pignataro-Nolin,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και D. Klebs,

από το

European Chemical Industry Council (Cefic), με έδρα τις Βρυξέλλες,

από την

Association européenne pour la protection des cultures (ECPA), με έδρα τις Βρυξέλλες,

εκπροσωπούμενα από τους I. Antypas και D. Waelbroeck, δικηγόρους,

από την

CropLife International AISBL (CLI), με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τους R. Cana και E. Mullier, δικηγόρους, και τον D. Abrahams, barrister,

από τους

CropLife America Inc., με έδρα την Ουάσιγκτον, DC (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής),

National Association of Manufacturers of the United States of America (NAM), με έδρα την Ουάσιγκτον,

και το

America Chemistry Council Inc. (ACC), με έδρα την Ουάσιγκτον,

εκπροσωπούμενα αρχικώς από τους M. Abenhaïm και K. Nordlander, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τους K. Nordlander, M. Zdzieborska, solicitor και, τέλος, από τους Nordlander, Zdzieborska και Y.‑A. Benizri, δικηγόρο,

και από την

European Crop Care Association (ECCA), με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενη από τον Σ. Παππά, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2011, με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση στον τόμο 4 του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης, το οποίο κατήρτισε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με την ιδιότητα του κράτους μέλους που έχει ορισθεί εισηγητής, της δραστικής ουσίας «glyphosate», κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1).

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαρτίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 20 Δεκεμβρίου 2010 οι προσφεύγουσες, Stichting Greenpeace Nederland και Pesticide Action Network Europe (PAN Europe), ζήτησαν πρόσβαση σε σειρά εγγράφων σχετικών με την πρώτη άδεια κυκλοφορίας στην αγορά της glyphosate ως δραστικής ουσίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ 1991, L 230, σ. 1). Η αίτηση στηρίχθηκε στον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43), και στον κανονισμό (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13).

2        Τα ζητηθέντα έγγραφα ήταν τα ακόλουθα:

–        αντίγραφο του σχεδίου έκθεσης αξιολόγησης που είχε καταρτιστεί από το κράτος μέλος εισηγητή, ήτοι την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πριν από την πρώτη καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (στο εξής: σχέδιο έκθεσης)·

–        πλήρης κατάλογος όλων των δοκιμών που υπέβαλαν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η οποία αποφασίσθηκε με την οδηγία 2001/99/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωρηθεί η glyphosate και η thifensulfuron-methyl ως δραστική ουσία (ΕΕ 2001, L 304, σ. 14)·

–        το πλήρες σύνολο των πρωτότυπων εγγράφων τεκμηρίωσης των δοκιμών που προσκόμισαν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 το 2001, κατά το μέρος που αφορά τις δοκιμές μακροπρόθεσμης τοξικότητας, τις δοκιμές μεταλλαξιογένεσης, καρκινογένεσης, νευροτοξικότητας και τις μελέτες για την αναπαραγωγή.

3        Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάλεσε τις προσφεύγουσες να απευθυνθούν στις γερμανικές αρχές ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στη σκέψη 2 ανωτέρω.

4        Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2011, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, επιβεβαιωτική αίτηση πρόσβασης στα έγγραφα.

5        Αφού ζήτησε την προηγούμενη συγκατάθεση των γερμανικών αρχών, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επέτρεψε, με έγγραφο της 6ης Μαΐου 2011, την πρόσβαση στο σχέδιο έκθεσης, με εξαίρεση τον τόμο 4 (στο εξής: επίδικο έγγραφο), στη γνωστοποίηση του οποίου εναντιώθηκαν οι εν λόγω αρχές και ο οποίος περιλάμβανε τον πλήρη κατάλογο όλων των δοκιμών που προσκόμισαν οι αιτούντες την πρώτη καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της το πλήρες σύνολο των πρωτότυπων εγγράφων τεκμηρίωσης των δοκιμών αυτών, το οποίο ουδέποτε της είχε διαβιβασθεί. Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής διευκρίνισε, επίσης, ότι συνεχιζόταν η διαβούλευση με τις γερμανικές αρχές όσον αφορά τη γνωστοποίηση του επίδικου εγγράφου και ότι αναμενόταν η λήψη απόφασης.

6        Με απόφαση της 10ης Αυγούστου 2011, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής δεν επέτρεψε την πρόσβαση στο επίδικο έγγραφο, στηριζόμενος στην εναντίωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

7        Στην προσβαλλόμενη απόφαση, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εναντιωνόταν στη γνωστοποίηση του επίδικου εγγράφου, με βάση την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ήτοι την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θεωρούσε, ειδικότερα, ότι το επίδικο έγγραφο περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των αιτούντων την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, ήτοι τη λεπτομερή χημική σύνθεση της δραστικής ουσίας που παρασκεύασε έκαστος αυτών, λεπτομερή στοιχεία για τη διαδικασία παρασκευής της ουσίας από έκαστον των αιτούντων την καταχώριση, στοιχεία για τις προσμείξεις, τη σύνθεση των τελικών προϊόντων και τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων αιτούντων την καταχώριση.

8        Αφού επισήμανε ότι οι γερμανικές αρχές είχαν δηλώσει ότι δεν θεωρούσαν ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, το οποίο να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του επίδικου εγγράφου, ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής εξέτασε αν ήταν δυνατή η επίκληση ενός τέτοιου δημόσιου συμφέροντος βάσει του κανονισμού 1367/2006. Παρατήρησε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του δεύτερου αυτού κανονισμού δεν τύγχανε εφαρμογής ως προς το επίδικο έγγραφο, καθώς το έγγραφο αυτό δεν περιείχε πληροφορίες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

9        Κατά τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, η Επιτροπή θεωρούσε ότι οι επίμαχες πληροφορίες αφορούσαν τη διαδικασία παρασκευής της glyphosate από τους αιτούντες την καταχώρισή της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι, κατά την πρέπουσα στάθμιση συμφερόντων, η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας υπερίσχυε του δημοσίου συμφέροντος δημοσιοποίησης των πληροφοριών. Ειδικότερα, η δημοσιοποίηση των περιεχόμενων στο επίδικο έγγραφο πληροφοριών θα επέτρεπε στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις να αντιγράψουν τις διαδικασίες παρασκευής που χρησιμοποιούν οι αιτούντες την καταχώριση της glyphosate, επιφέροντας σημαντικές απώλειες σε βάρος των εμπορικών συμφερόντων τους και των δικαιωμάτων τους πνευματικής ιδιοκτησίας. Το δημόσιο συμφέρον δημοσιοποίησης των πληροφοριών είχε ήδη ληφθεί υπόψη, καθώς οι ενδεχόμενες επιπτώσεις των εκπομπών της glyphosate στο περιβάλλον προέκυπταν από άλλα αποσπάσματα του σχεδίου της έκθεσης, τα οποία είχαν δημοσιοποιηθεί, ιδίως όσον αφορά τις σχετικές προσμείξεις και τους μεταβολίτες. Οι δε περιλαμβανόμενες στο επίδικο έγγραφο πληροφορίες για τις μη έχουσες κρίσιμο χαρακτήρα προσμείξεις αφορούσαν στοιχεία που δεν ενείχαν μεν κινδύνους για την υγεία ή το περιβάλλον, πλην όμως θα καθιστούσαν δυνατή την αποκάλυψη των διαδικασιών παρασκευής του κάθε προϊόντος.

10      Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ακολούθως ότι από τη διαδικασία καταχώρισης της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 προέκυπτε ότι είχαν ληφθεί υπόψη οι προβλεπόμενες στον κανονισμό 1367/2006 απαιτήσεις, όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με τις επιπτώσεις της ουσίας αυτής στο περιβάλλον. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η προστασία των συμφερόντων των παρασκευαστών της ουσίας αυτής έπρεπε να υπερισχύσει.

11      Ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες δεν αφορούσαν εκπομπές στο περιβάλλον, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, και ότι δεν αποδεικνυόταν ότι συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον υπέρ της δημοσιοποίησης, υπό την έννοια του κανονισμού 1049/2001, καθώς τέτοιο συμφέρον συνέτρεχε, κατά την άποψή του, υπέρ της προστασίας των εμπορικών συμφερόντων και των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των παρασκευαστών της glyphosate.

 Διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Οκτωβρίου 2011, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

13      Στο πλαίσιο μέτρου οργάνωσης της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε δύο ερωτήσεις στις προσφεύγουσες, οι οποίες απάντησαν με έγγραφο κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιανουαρίου 2013.

14      Με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιανουαρίου 2013, ζητήθηκε από την Επιτροπή να προσκομίσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το επίδικο έγγραφο και να προσδιορίσει τα αποσπάσματα που αφορούσαν την καθαρότητα της glyphosate, την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιείχε και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους, δεδομένου ότι το επίδικο έγγραφο δεν έπρεπε να γνωστοποιηθεί στις προσφεύγουσες. Με επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προσκόμισε το επίδικο έγγραφο.

15      Το επίδικο έγγραφο απαρτίζεται από τρία επιμέρους έγγραφα. Το πρώτο επιμέρους έγγραφο επιγράφεται «Μονογραφία – 11 Δεκεμβρίου 1998 – Τόμος 4 – Μέρος A – Glyphosate» και περιλαμβάνει οκτώ σημεία, με τίτλους «C.1 Εμπιστευτικές πληροφορίες», «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)», «C.1.2 Αναλυτικές προδιαγραφές της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.9 έως 1.11)», «C.1.3 Αναλυτικές προδιαγραφές των προετοιμασιών (παράρτημα II A 1.4)», «C.2 Σύνοψη και αξιολόγηση των σχετικών με την υποβολή των κοινών φακέλων πληροφοριών», «C.2.1 Σύνοψη των πληροφοριών και των εγγράφων που υποβλήθηκαν (φάκελος εγγράφων B)», «C.2.2 Αξιολόγηση των πληροφοριών και των εγγράφων που υποβλήθηκαν» και «C.2.3 Συμπέρασμα ως προς τον εύλογο χαρακτήρα των μέτρων που έλαβαν οι κοινοποιούσες επιχειρήσεις». Το δεύτερο επιμέρους έγγραφο επιγράφεται «Προσθήκη στη μονογραφία – Τόμος 4 της 11ης Δεκεμβρίου 1998 – Glyphosate – Glyphosate-trimesium – Μέρος A – Glyphosate», φέρει ημερομηνία 14 Ιανουαρίου 2000 και περιλαμβάνει ένα μόνο σημείο, με τίτλο «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)». Το τρίτο επιμέρους έγγραφο επιγράφεται «Προσθήκη 2 στη μονογραφία – Τόμος 4 της 11ης Δεκεμβρίου 1998 – Glyphosate – Glyphosate-trimesium», φέρει ημερομηνία 12 Μαΐου 2001 και περιλαμβάνει τρία σημεία, με τίτλους «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)», «C.1.2 Λεπτομερείς προδιαγραφές σχετικά με την καθαρότητα της δραστικής ουσίας» και «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)».

16      Με επιστολή της 25ης Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προσδιόρισε επίσης τα αποσπάσματα των τριών επιμέρους εγγράφων που απαρτίζουν το επίδικο έγγραφο τα οποία αφορούσαν την καθαρότητα της glyphosate, την «ταυτότητα» και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιείχε και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους.

17      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2013 (στο εξής: επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2013).

18      Με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, Stichting Greenpeace Nederland και PAN Europe κατά Επιτροπής (T‑545/11, στο εξής: αρχική απόφαση, EU:T:2013:523), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που αρνείτο την πρόσβαση στα αποσπάσματα του επίδικου εγγράφου τα οποία περιείχαν πληροφορίες που αφορούν τις εκπομπές στο περιβάλλον, ήτοι, πρώτον, πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα και την ποσότητα όλων των προσμείξεων που περιέχονταν στη δραστική ουσία την οποία είχε κοινοποιήσει ο κάθε επιχειρηματίας, δεύτερον, δεδομένα σχετικά με τις προσμείξεις που απαντούσαν στις διάφορες παρτίδες καθώς και την ελάχιστη, μέση και μέγιστη ποσότητα καθεμίας εκ των προσμείξεων αυτών και, τρίτον, πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που είχαν αναπτύξει οι οικείοι επιχειρηματίες.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Δεκεμβρίου 2013, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αρχικής απόφασης.

20      Οι αιτήσεις παρέμβασης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των America Chemistry Council Inc. (ACC), CropLife America Inc., CropLife International AISBL (CLI), European Chemical Industry Council (Cefic), European Crop Care Association (ECCA), European Crop Protection Association (ECPA) και National Association of Manufacturers of the United States of America (NAM) υπέρ της Επιτροπής έγιναν δεκτές.

21      Προς στήριξη της αίτησης αναίρεσης, η Επιτροπή προέβαλε έναν μοναδικό λόγο περί εσφαλμένης ερμηνείας, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 έννοιας των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον».

22      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.

23      Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Stichting Greenpeace Nederland και PAN Europe (C‑673/13 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2016:889), αναίρεσε την αρχική απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναπομπής

24      Η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Στις 30 Ιανουαρίου και στις 2 Φεβρουαρίου 2017 οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή υπέβαλαν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της αναπομπής, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

26      Αφού απέκτησαν πρόσβαση, κατόπιν σχετικών αιτημάτων, στη δικογραφία της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2013, Stichting Greenpeace Nederland και PAN Europe κατά Επιτροπής (T‑545/11, EU:T:2013:523) (στο εξής: αρχική υπόθεση), το Βασίλειο της Σουηδίας καθώς και η CropLife America, η NAM, το ACC, η CLI, το Cefic και η ECPA κατέθεσαν, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με την αναπομπή στις 23 Ιανουαρίου και στις 2 Φεβρουαρίου 2017.

27      Στις 3 και 4 Μαΐου 2017 η Επιτροπή, η CLI, το Cefic, η ECPA, η ECCA, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Βασίλειο της Σουηδίας κατέθεσαν συμπληρωματικές γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

28      Με τις παρατηρήσεις τους, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, η οποία υπεγράφη στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 (στο εξής: Σύμβαση του Aarhus) και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1) και των κανονισμών 1049/2001 και 1367/2006·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Με τις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την CropLife America, τη NAM, το ACC, την CLI, το Cefic, την ECPA, την ECCA και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της έκτασης της διαφοράς

30      Κατόπιν των διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν από τις προσφεύγουσες, όπως ήδη επισημάνθηκε στις σκέψεις 22 έως 24 της αρχικής απόφασης, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν κατ’ αναίρεση, επιβάλλεται να περιοριστεί η διαφορά στο τμήμα του επίδικου εγγράφου που περιλαμβάνει πληροφορίες ως προς τον βαθμό καθαρότητας της δραστικής ουσίας, την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στο τεχνικό υλικό, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων και την ακριβή σύνθεση του αναπτυχθέντος προϊόντος, όπως οι πληροφορίες αυτές διευκρινίστηκαν από τις προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2013. Όσον αφορά τις προσμείξεις, οι προσφεύγουσες δήλωσαν ότι επιθυμούν να πληροφορηθούν τις άλλες χημικές ουσίες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παρασκευής της glyphosate και την ποσότητά τους. Όσον αφορά τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποίησαν οι επιχειρήσεις για τις δοκιμές, δήλωσαν ότι επιθυμούν να πληροφορηθούν το περιεχόμενο και τη σύνθεση των παρτίδων, και δη τις άλλες προστεθείσες χημικές ουσίες, καθώς και την περιγραφή των δοκιμών και τα πραγματικά τους αποτελέσματα.

 Σκεπτικό

31      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακύρωσης. Πρώτον, φρονούν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν παρέχει δικαίωμα βέτο στα κράτη μέλη και ότι η Επιτροπή δικαιούται να αποκλίνει από την άποψή τους όσον αφορά την εφαρμογή εξαίρεσης προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης η οποία αποβλέπει στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου πρέπει να υποχωρεί οσάκις υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον το οποίο δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των ζητούμενων πληροφοριών που αφορούν τις εκπομπές στο περιβάλλον. Τρίτον, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και προς το άρθρο 4 της Σύμβασης του Aarhus, διότι η Επιτροπή δεν αξιολόγησε τον πραγματικό κίνδυνο προσβολής των προβαλλόμενων εμπορικών συμφερόντων.

 Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001

32      Με τον πρώτο λόγο, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την εναντίωση στη δημοσιοποίηση πληροφοριών ή για τον περιορισμό της εξουσίας της Επιτροπής μόνο σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της εφαρμογής των εξαιρέσεων που επικαλείται το κράτος μέλος. Τούτο απορρέει, αφενός, από την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής (C‑64/05 P, EU:C:2007:802), και, αφετέρου, από την εφαρμογή του κανονισμού 1367/2006 καθώς και από ερμηνεία της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση του Aarhus.

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

34      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 1049/2001, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 και από το άρθρο 1, είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το δικαίωμα πρόσβασης δεν καλύπτει μόνον τα έγγραφα που συντάσσουν τα θεσμικά όργανα, αλλά και όσα παραλαμβάνουν από τρίτους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και τα κράτη μέλη, όπως ρητώς διευκρινίζει το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

35      Ο κανονισμός 1049/2001 προβλέπει, πάντως, στο άρθρο 4, εξαιρέσεις από αυτό το δικαίωμα πρόσβασης. Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού ορίζει, ειδικότερα, ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.

36      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 συνιστά διαδικαστικό κανόνα, στον βαθμό που απλώς απαιτεί την προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, σε περίπτωση που διατυπώσει επί τούτου αίτημα, και αφορά τη διαδικασία έκδοσης αποφάσεων της Ένωσης (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψεις 78 και 81).

37      Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, αντιθέτως προς την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου η οποία παρέχει στους τρίτους, στην περίπτωση εγγράφων προερχόμενων από αυτούς, μόνον το δικαίωμα να πραγματοποιήσουν διαβουλεύσεις με το θεσμικό όργανο όσον αφορά την εφαρμογή μιας εκ των εξαιρέσεων του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού, προβλέπει ότι το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει έγγραφο προερχόμενο από αυτό το κράτος χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του.

38      Έχει κριθεί ότι, εφόσον κράτος μέλος έκανε χρήση της ευχέρειας που του αναγνωρίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 να ζητήσει να μη δημοσιοποιηθεί, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, συγκεκριμένο έγγραφο προερχόμενο από το ίδιο, για την τυχόν δημοσιοποίηση του εγγράφου από το θεσμικό όργανο απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 50).

39      Εντεύθεν προκύπτει, εξ αντιδιαστολής, ότι το θεσμικό όργανο που δεν έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους δεν νομιμοποιείται να δημοσιοποιήσει το επίμαχο έγγραφο (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 44). Εν προκειμένω, η απόφαση της Επιτροπής σχετικά με την αίτηση πρόσβασης στο επίδικο έγγραφο στηριζόταν, επομένως, από την απόφαση την οποία έλαβαν οι γερμανικές αρχές κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

40      Παρά ταύτα, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν αναγνωρίζει στο οικείο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα βέτο το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να εναντιωθεί, κατά την απόλυτη κρίση του και χωρίς να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου βρίσκεται στην κατοχή θεσμικού οργάνου, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι το έγγραφο προέρχεται από αυτό το κράτος μέλος (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 58). Συγκεκριμένα, η άσκηση της εξουσίας την οποία απονέμει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 οριοθετείται από τις ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου αυτού άρθρου, και επομένως στο κράτος μέλος αναγνωρίζεται συναφώς απλώς και μόνο εξουσία συμμετοχής στην απόφαση του θεσμικού οργάνου. Η προηγούμενη συγκατάθεση του οικείου κράτους μέλους, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, δεν ομοιάζει συνεπώς με δικαίωμα βέτο κατά το δοκούν, αλλά με κάποιας μορφής σύμφωνη γνώμη ως προς το ότι δεν συντρέχουν λόγοι εξαίρεσης βασιζόμενοι στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 76). Ως εκ τούτου, η διαδικασία λήψης αποφάσεων την οποία θεσπίζει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 επιβάλλει τόσο στο οικείο θεσμικό όργανο όσο και στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση τήρησης των ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3 (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 83).

41      Κατά συνέπεια, το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση εγγράφων προερχόμενων από το ίδιο μόνον εφόσον η εναντίωσή του στηρίζεται στις ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού και εφόσον αιτιολογήσει προσηκόντως την άποψή του επ’ αυτού (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 99).

42      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, μολονότι εφαρμόστηκε το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 στη συγκεκριμένη υπόθεση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η άρνηση πρόσβασης στο επίδικο έγγραφο στηρίζεται στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ήτοι στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, την οποία επικαλέστηκαν οι γερμανικές αρχές.

43      Δεύτερον, έχει επίσης κριθεί ότι, πριν αρνηθεί την πρόσβαση σε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, το θεσμικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν το εν λόγω κράτος μέλος στήριξε την εναντίωσή του στις ουσιαστικής φύσης εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και αν αιτιολόγησε προσηκόντως τη θέση του επ’ αυτού. Συνεπώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης απόφασης για την άρνηση πρόσβασης σε έγγραφο, η Επιτροπή πρέπει να βεβαιωθεί ότι υφίσταται τέτοια αιτιολογία και να την επικαλεστεί στην απόφαση που θα εκδώσει κατά το πέρας της διαδικασίας (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, EU:C:2007:802, σκέψη 99).

44      Αντιθέτως, κατά τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δεν απόκειται στο θεσμικό όργανο που επιλαμβάνεται της αίτησης πρόσβασης σε έγγραφο να εξετάσει εξαντλητικώς την απόφαση περί εναντίωσης του οικείου κράτους μέλους, εκτείνοντας τον έλεγχό του πέραν του ζητήματος αν απλώς υφίσταται αιτιολογία στηριζόμενη στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds κατά Επιτροπής, C‑135/11 P, EU:C:2012:376, σκέψη 63· διάταξη της 27ης Μαρτίου 2014, Ecologistas en Acción κατά Επιτροπής, T‑603/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:182, σκέψη 44, και απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑669/11, EU:T:2014:814, σκέψη 54). Το επιλαμβανόμενο της αίτησης θεσμικό όργανο πρέπει, ωστόσο, να εξακριβώσει κατά πόσον οι επεξηγήσεις του κράτους μέλους κρίνονται εκ πρώτης όψεως βάσιμες (απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑344/15, EU:T:2017:250, σκέψη 54).

45      Η Επιτροπή εξακρίβωσε, στην απόφαση εναντίωσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου, αν υφίσταται αιτιολογία στηριζόμενη στην εξαίρεση σχετικά με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, καθώς και κατά πόσον η αιτιολογία αυτή κρίνεται εκ πρώτης όψεως βάσιμη (βλ. σκέψεις 7 έως 11 ανωτέρω).

46      Εξάλλου, επιβάλλεται η απόρριψη της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στην εξαίρεση που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 προκειμένου να εναντιωθεί στη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών, καθόσον ο εν λόγω κανονισμός πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με τον κανονισμό 1367/2006 και τη Σύμβαση του Aarhus.

47      Πράγματι, αρκεί η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των όσων διαλαμβάνονται στη σκέψη 42 ανωτέρω, το προβληθέν επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση στο έγγραφο αυτό.

48      Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον

 Επί του περιεχομένου του δικαιώματος πρόσβασης όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006

49      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 επιτάσσει τη δημοσιοποίηση εγγράφου όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, ακόμη και σε περίπτωση ενδεχόμενης προσβολής των προστατευόμενων από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 συμφερόντων. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό την επίφαση μιας ερμηνείας συνεκτικής, εναρμονισμένης ή συνάδουσας με τις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή του άρθρου 39, παράγραφοι 2 και 3, της Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (Συμφωνία TRIPs), της 15ης Απριλίου 1994 (ΕΕ 1994, L 336, σ. 214), που συνιστά το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3), της οδηγίας 91/414 ή του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2009, L 309, σ. 1), ιδίως του άρθρου του 63 (βλ., συναφώς, αρχική απόφαση, σκέψεις 27 έως 46· βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2016, Bayer CropScience και Stichting De Bijenstichting, C‑442/14, EU:C:2016:890, σκέψεις 96 έως 102).

 Ως προς την έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον»

50      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε το τεκμήριο που απορρέει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, καθόσον οι ζητηθείσες πληροφορίες ήταν περιβαλλοντικές πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον. Οι πληροφορίες αυτές αφορούσαν όλες τις ουσίες που απορρίπτονται στο περιβάλλον όταν η εγκεκριμένη ουσία «glyphosate» χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται σε φυτοφάρμακα. Επιπλέον, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο σχέδιο έκθεσης παρείχαν στο κοινό τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν οι δοκιμές που διενεργήθηκαν δίνουν μία εικόνα των εκπομπών και των επιπτώσεων της εγκεκριμένης με βάση τις δοκιμές αυτές ουσίας, ήτοι της δραστικής ουσίας «glyphosate».

51      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την CropLife America, τη NAM, το ACC, την CLI, το Cefic, την ECPA και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκτιμά ότι η έννοια της «εκπομπής» θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς και ότι, σύμφωνα με τον Οδηγό για την εφαρμογή της Σύμβασης του Aarhus, που δημοσιεύθηκε από την οικονομική επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE) το 2000, συνίσταται σε άμεση ή έμμεση απόρριψη των ουσιών από τις εγκαταστάσεις. Κατά την Επιτροπή, οι ζητηθείσες πληροφορίες δεν αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, καθώς οι περιεχόμενες στο επίδικο έγγραφο πληροφορίες αναφέρονται λεπτομερώς στις μεθόδους παρασκευής της glyphosate που περιγράφονται από τους αιτούντες την καταχώριση και προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ οι κατηγορίες πληροφοριών που ενδιαφέρουν τις προσφεύγουσες δεν είναι δυνατό να διακριθούν και να απομονωθούν από τις πληροφορίες σχετικά με τις μεθόδους παρασκευής της δραστικής ουσίας, που αποτελούν ακριβώς το αντικείμενο του επίδικου εγγράφου. Οι επίδικες πληροφορίες είναι, επιπλέον, υπερβολικά «αποκομμένες από την αγορά», ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, και δεν παρουσιάζουν περιβαλλοντικό ενδιαφέρον καθόσον όλες οι προσμείξεις που θεωρούνται σημαντικές από τοξικολογική, οικοτοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη έχουν δημοσιοποιηθεί.

52      Πρώτον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η διάταξη σχετικά με τις εκπομπές στο περιβάλλον πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, αρκεί η επισήμανση ότι το Δικαστήριο έκρινε συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη προκρίνοντας, στις σκέψεις 49 και 53 της αρχικής απόφασης, συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 και της έννοιας «πληροφορίες [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 55).

53      Δεύτερον, όσον αφορά την παραπομπή της Επιτροπής στον οδηγό εφαρμογής, που μνημονεύεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η έννοια της «εκπομπής» αναφέρεται σε εκπομπές προερχόμενες από εγκαταστάσεις, αρκεί να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 54 έως 56 της αρχικής απόφασης, ότι η έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 δεν περιοριζόταν στις πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές που προέρχονται από ορισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις (αναιρετική απόφαση, σκέψη 70).

54      Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι η έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» κατά τη διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 δεν περιελάμβανε πληροφορίες σχετικά με καθαρά υποθετικές εκπομπές, η έννοια αυτή δεν μπορεί, εντούτοις, να περιοριστεί αποκλειστικά στις πληροφορίες σχετικά με τις εκπομπές που πράγματι απελευθερώνονται στο περιβάλλον κατά την εφαρμογή του επίμαχου φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή της επίμαχης δραστικής ουσίας στα φυτά ή στο έδαφος, και οι οποίες εξαρτώνται μεταξύ άλλων από τις ποσότητες του προϊόντος που χρησιμοποιούνται στην πράξη από τους γεωργούς καθώς και από την ακριβή σύνθεση του τελικού προϊόντος που διατίθεται στο εμπόριο (αναιρετική απόφαση, σκέψη 73). Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ενέπιπταν στην εν λόγω έννοια και οι πληροφορίες σχετικά με τις δυνάμενες να προβλεφθούν εκπομπές του επίμαχου φυτοπροστατευτικού προϊόντος ή της επίμαχης δραστικής ουσίας στο περιβάλλον, υπό φυσιολογικές ή ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης του προϊόντος ή της ουσίας αυτής που αντιστοιχούν σε εκείνες για τις οποίες χορηγείται η άδεια κυκλοφορίας στην αγορά και επικρατούν στη ζώνη στην οποία προορίζεται να χρησιμοποιηθεί το προϊόν ή η ουσία αυτή (αναιρετική απόφαση, σκέψη 74). Περαιτέρω διευκρίνισε ότι, μολονότι η διάθεση ενός προϊόντος ή μιας ουσίας στην αγορά γενικώς δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ότι το προϊόν αυτό ή η ουσία αυτή θα απορριφθεί οπωσδήποτε στο περιβάλλον και ότι οι σχετικές με το προϊόν αυτό ή την ουσία αυτή πληροφορίες αφορούν «εκπομπές στο περιβάλλον», η κατάσταση είναι διαφορετική σε σχέση με ένα προϊόν, όπως τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, και τις δραστικές ουσίες που το προϊόν αυτό περιέχει, οι οποίες, στο πλαίσιο φυσιολογικής χρήσης, προορίζονται να απελευθερωθούν στο περιβάλλον λόγω της ίδιας της λειτουργίας τους. Στην περίπτωση αυτή, οι δυνάμενες να προβλεφθούν, υπό φυσιολογικές ή ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, εκπομπές του επίμαχου προϊόντος ή των δραστικών ουσιών που το προϊόν αυτό περιέχει στο περιβάλλον δεν έχουν υποθετικό χαρακτήρα και εμπίπτουν στην κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 έννοια των «εκπομπών στο περιβάλλον» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 75).

55      Τέταρτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο, με την αναιρετική απόφαση, αποφάνθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι αρκεί μια πληροφορία να αφορά, κατά τρόπο αρκούντως άμεσο, εκπομπές στο περιβάλλον προκειμένου να εμπίπτει στην έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006.

56      Αφενός, επισήμανε ότι από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1367/2006 προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στις πληροφορίες που «αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», δηλαδή στις πληροφορίες εκείνες που έχουν ως αντικείμενο ή είναι σχετικές με τέτοιες εκπομπές, και όχι στις πληροφορίες οι οποίες παρουσιάζουν άμεσο ή έμμεσο σύνδεσμο με τις εκπομπές στο περιβάλλον. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Σύμβασης του Aarhus που αναφέρεται στις «πληροφορίες σχετικά με εκπομπές» (αναιρετική απόφαση, σκέψη 78). Αφετέρου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος αυτός πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι καλύπτει τα δεδομένα που παρέχουν στο κοινό τη δυνατότητα να γνωρίζει τι απορρίπτεται πράγματι στο περιβάλλον, ή είναι προβλέψιμο ότι θα απορριφθεί στο περιβάλλον υπό φυσιολογικές ή ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης του επίμαχου προϊόντος ή της επίμαχης δραστικής ουσίας, αντιστοιχούσες σε εκείνες για τις οποίες χορηγείται η άδεια κυκλοφορίας του προϊόντος ή της ουσίας αυτής στην αγορά και επικρατούσες στη ζώνη στην οποία προορίζεται να χρησιμοποιηθεί το εν λόγω προϊόν ή ουσία. Επομένως, ο εν λόγω όρος πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εμπερικλείει μεταξύ άλλων τα στοιχεία που αφορούν τη φύση, τη σύνθεση, την ποσότητα, την ημερομηνία και τον τόπο πραγματοποίησης των, πραγματικών ή δυνάμενων υπό τις ως άνω συνθήκες να προβλεφθούν, εκπομπών του εν λόγω προϊόντος ή της εν λόγω ουσίας (αναιρετική απόφαση, σκέψη 79).

57      Στον όρο «πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν, αφενός, οι πληροφορίες που παρέχουν τη δυνατότητα στο κοινό να ελέγξει κατά πόσον είναι ορθή η αξιολόγηση των πραγματικών ή δυνάμενων να προβλεφθούν εκπομπών, βάσει της οποίας η αρμόδια αρχή ενέκρινε το επίμαχο προϊόν ή την επίμαχη ουσία και, αφετέρου, τα δεδομένα που αφορούν τις επιπτώσεις των εκπομπών αυτών στο περιβάλλον. Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 1367/2006 προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι η κατοχυρούμενη στον ως άνω κανονισμό πρόσβαση στις περιβαλλοντικές πληροφορίες αποσκοπεί ιδίως στο να ενθαρρύνει την ουσιαστικότερη συμμετοχή του κοινού στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ούτως ώστε να εντείνει την υποχρέωση λογοδοσίας των αρμόδιων αρχών όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού και τη στήριξη των λαμβανομένων αποφάσεων. Για να μπορεί όμως να ελέγχει κατά πόσον οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών σε περιβαλλοντικά θέματα είναι θεμελιωμένες και να μετέχει αποτελεσματικά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε περιβαλλοντικά θέματα, το κοινό πρέπει να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που του επιτρέπουν να επαληθεύει κατά πόσον οι εκπομπές αξιολογήθηκαν ορθώς και πρέπει να έχει λογικά τη δυνατότητα να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον κινδυνεύει να επηρεασθεί από τις εν λόγω εκπομπές (αναιρετική απόφαση, σκέψη 80).

58      Αντιστρόφως, μολονότι δεν πρέπει να υιοθετηθεί στενή ερμηνεία του όρου «πληροφορίες [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», στον ως άνω όρο δεν δύναται πάντως να συμπεριληφθεί κάθε πληροφορία που παρουσιάζει οποιονδήποτε, έστω και άμεσο, σύνδεσμο με εκπομπές στο περιβάλλον. Ειδικότερα, αν ο εν λόγω όρος ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι εμπερικλείει τέτοιες πληροφορίες, θα εξαντλούσε εν πολλοίς το περιεχόμενο της κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1367/2006 «περιβαλλοντικής πληροφορίας». Μια τέτοια ερμηνεία θα στερούσε έτσι από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 δυνατότητα των θεσμικών οργάνων να αρνούνται τη δημοσιοποίηση περιβαλλοντικών πληροφοριών μεταξύ άλλων για τον λόγο ότι η δημοσιοποίηση αυτή θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου και θα διακύβευε την ισορροπία την οποία θέλησε να εξασφαλίσει ο νομοθέτης της Ένωσης μεταξύ του σκοπού της διαφάνειας και της προστασίας των συμφερόντων αυτών. Επιπλέον, θα έπληττε δυσανάλογα την κατοχυρούμενη στο άρθρο 339 ΣΛΕΕ προστασία του επαγγελματικού απορρήτου (αναιρετική απόφαση, σκέψη 81).

 Εφαρμογή της έννοιας «πληροφορίες [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον» στο επίδικο έγγραφο

59      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι οι προσφεύγουσες δεν ζητούν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων φορέων που κοινοποίησαν την glyphosate ή σχετικά με τη μέθοδο παρασκευής της, οι οποίες αντιστοιχούν στα σημεία «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)» (σ. 1 έως 11) και «C.2 Σύνοψη και αξιολόγηση των σχετικών με την υποβολή των κοινών φακέλων πληροφοριών» (σ. 88 και 89) του πρώτου επιμέρους εγγράφου που διαβίβασε η Επιτροπή στο Γενικό Δικαστήριο, καθώς και στο σημείο «C.1.1 Λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα διαδοχικά στάδια παρασκευής της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.8)» (σ. 1 έως και 3) του τρίτου διαβιβασθέντος από την Επιτροπή επιμέρους εγγράφου.

60      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2013 ορισμένα σημεία της αίτησης πρόσβασης που υπέβαλαν. Επιθυμούσαν να λάβουν πληροφορίες σχετικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate καθώς και σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, και συγκεκριμένα τη σύνθεσή τους, «την ταυτότητα» και την ποσότητα των χημικών ουσιών που προστέθηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμών, τη διάρκεια των δοκιμών και τα πραγματικά τους αποτελέσματα επί της δραστικής ουσίας.

61      Συνεπώς, μόνον στο μέτρο που αποσπάσματα του επίδικου εγγράφου άλλα από τα μνημονευόμενα στη σκέψη 59 ανωτέρω περιλαμβάνουν πληροφορίες όπως οι διευκρινισθείσες στη σκέψη 60 ανωτέρω ή σχετικές με τη σύνθεση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει glyphosate, και υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες αυτές μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί την εκτίμηση αρνούμενη να τις δημοσιοποιήσει.

62      Τρίτον, στο πλαίσιο της αρχικής υπόθεσης, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες σχετικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν και τη σύνθεση του προϊόντος που περιέχει την ουσία αυτή μπορούσαν να συμβάλουν στον προσδιορισμό του επιπέδου εκπομπών των εν λόγω προσμείξεων στο περιβάλλον.

63      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι τα υπολείμματα της δραστικής ουσίας στο περιβάλλον και οι επιπτώσεις τους για την ανθρώπινη υγεία συνδέονται ευθέως με την καθαρότητα της ουσίας, ήτοι με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων στην glyphosate, και όχι αποκλειστικά με την «ταυτότητα» και την ποσότητα των προσμείξεων που θεωρούνται από την Επιτροπή ως σχετικές. Κατά την άποψή τους, είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίσουν τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που χρησιμοποιήθηκαν για τους ελέγχους, ώστε να μπορέσουν να ερμηνεύσουν τους ελέγχους αυτούς, και τις μελέτες επί των οποίων στηρίχθηκε η καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απαιτείται η δημοσιοποίηση της ακριβούς σύνθεσης των αναπτυχθέντων και ελεγχθέντων προϊόντων, ώστε να είναι δυνατός ο προσδιορισμός των εκπεμπόμενων στο περιβάλλον τοξικών στοιχείων που ενδέχεται να παραμείνουν εκεί για ορισμένο χρονικό διάστημα.

64      Με την απάντησή τους στις γραπτές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αρχικής υπόθεσης, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν επίσης ως προς τι οι πληροφορίες που ζητούσαν αφορούσαν την έννοια της «εκπομπής στο περιβάλλον». Ειδικότερα, οι περιεχόμενες στην glyphosate προσμείξεις απελευθερώνονται στο περιβάλλον ταυτόχρονα με την ουσία αυτή. Περαιτέρω, οι προσμείξεις αυτές ενδεχομένως να επιδρούν, λόγω της ποσότητάς τους, στα αποτελέσματα των δοκιμών που είναι αναγκαίες για την εξέταση των επιπτώσεων της glyphosate ενόψει της καταχώρισής της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Επομένως, προκειμένου να διαπιστώσουν αν οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν για την καταχώριση αυτή είναι αντιπροσωπευτικές των εκπομπών στο περιβάλλον κατά τη χρησιμοποίηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν glyphosate, απαιτείται να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων. Σε παράρτημα προσαρτημένο στην απάντησή τους, οι προσφεύγουσες περιέλαβαν έγγραφο στο οποίο εκτίθεται, μεταξύ άλλων, μια διαδικασία παρασκευής της glyphosate καθώς και τα στοιχεία τα οποία προστέθηκαν για την παρασκευή αυτής της δραστικής ουσίας, και το οποίο δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι προσμείξεις στην παρασκευασθείσα δραστική ουσία εκπέμπονται στο περιβάλλον. Εξάλλου, το ίδιο έγγραφο τονίζει τη σημασία της απόκτησης των πληροφοριών σχετικά με τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα χαρακτηριστικά αυτά αντιστοιχούν σε εκείνα των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά, καθώς η παρασκευή σε μικρή κλίμακα μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικά αναλυτικά χαρακτηριστικά της glyphosate από εκείνα που προκαλούνται σε μεγάλη κλίμακα με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο. Με την απόκτηση των πληροφοριών αυτών, είναι δυνατός ο έλεγχος των ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ των αναλυτικών χαρακτηριστικών των παρτίδων που ελέγχθηκαν με σκοπό την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και εκείνων των προϊόντων που τέθηκαν στην αγορά, και να διαπιστωθεί αν οι δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν ήταν οι ενδεδειγμένες όσον αφορά τις πραγματικές εκπομπές της glyphosate στο περιβάλλον. Τέλος, το εν λόγω έγγραφο υπογραμμίζει ότι με βάση τις ζητηθείσες πληροφορίες θα μπορούσε να διαπιστωθεί το επίπεδο του μεταβολίτη στον οποίο μετατρέπεται η glyphosate, που εκπέμπεται στο περιβάλλον, παρουσιάζει διάρκεια και μολύνει τα υπόγεια ύδατα.

65      Καίτοι η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι όλες οι δραστικές ουσίες απορρίπτονται κατ’ ανάγκη στο περιβάλλον σε δεδομένη στιγμή του κύκλου ζωής τους, εντούτοις εκτιμά ότι το επίδικο έγγραφο δεν περιέχει πληροφορίες που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον, αλλά πληροφορίες σχετικές με τις μεθόδους παρασκευής που χρησιμοποιούν οι διάφοροι φορείς που κοινοποίησαν την glyphosate με σκοπό την καταχώρισή της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σχετικά με τις προσμείξεις και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων, διότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να αναπαρασταθεί η μέθοδος παρασκευής της δραστικής ουσίας και τα συνδεόμενα με αυτήν εμπορικά απόρρητα, καθώς δεν είναι δυνατό να διακριθούν και να απομονωθούν οι διάφορες αυτές κατηγορίες πληροφοριών. Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όλες οι κρίσιμες από τοξικολογική άποψη πληροφορίες και οι σχετικές με τις επιπτώσεις της δραστικής ουσίας στην υγεία αποτέλεσαν αντικείμενο λεπτομερούς ανάλυσης και δημοσιοποιήθηκαν με την απόφασή της τής 6ης Μαΐου 2011, παρατηρώντας παράλληλα ότι οι προσφεύγουσες δεν επισημαίνουν τους λόγους για τους οποίους τα ήδη δημοσιοποιηθέντα έγγραφα δεν επαρκούν για την εκτίμηση της ορθότητας της διαδικασίας καταχώρισης της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

66      Τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διεξαγωγή των αποδείξεων στο πλαίσιο της αρχικής υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε γνώση του επίδικου εγγράφου, το οποίο υποδιαιρείται, όπως υπενθύμισε η Επιτροπή στη συνοδευτική του επίδικου εγγράφου επιστολή, σε επιμέρους έγγραφα.

67      Το πρώτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το σημείο «C.1.2 Αναλυτικές προδιαγραφές της δραστικής ουσίας (παράρτημα II A 1.9 έως 1.11)», το οποίο παραθέτει, αφενός, τις κοινοποιήσεις που υποβλήθηκαν στο κράτος μέλος το οποίο είχε ορισθεί εισηγητής από τους φορείς που ζητούσαν την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και προσδιορίζει τις διάφορες προσμείξεις που περιέχονται στην παρασκευασθείσα glyphosate καθώς και την ακριβή ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών [σημείο «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)», σ. 11 έως 61] και, αφετέρου, τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, παρουσιάζοντας υπό μορφή πινάκων τις ποσότητες όλων των προσμείξεων στις διάφορες παρτίδες καθώς και τις ελάχιστες, μέσες και μέγιστες ποσότητες εκάστης των προσμείξεων, ενώ η πλειονότητα των επίμαχων φορέων εξέθεσε και τις μεθόδους ανάλυσης και αξιολόγησης των δεδομένων [τμήμα «C.1.2.2 Αναλυτικά χαρακτηριστικά παρτίδων (παράρτημα II A 1.11)», σ. 61 έως 84]. Το πρώτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει επίσης το σημείο «C.1.3 Αναλυτικές προδιαγραφές των προετοιμασιών (παράρτημα II A 1.4)», όπου περιγράφεται το περιεχόμενο του φυτοπροστατευτικού προϊόντος με glyphosate παρασκευασθείσα από έκαστο των φορέων που προέβησαν στην κοινοποίηση της εν λόγω δραστικής ουσίας (σ. 84 έως 88).

68      Το μόνο σημείο του δεύτερου επιμέρους εγγράφου (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) συνίσταται σε πίνακα όπου προσδιορίζονται οι διάφοροι φορείς που κοινοποίησαν την glyphosate, ο συντακτικός τύπος κάθε πρόσμειξης παρούσας στη δραστική ουσία εκάστου των φορέων και η ακριβής ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων (σ. 1 έως 6).

69      Το τρίτο επιμέρους έγγραφο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δύο σημεία που επιγράφονται, αντιστοίχως, «C.1.2 Λεπτομερείς προδιαγραφές σχετικά με την καθαρότητα της δραστικής ουσίας» και «C.1.2.1 Ταυτότητα ισομερών, προσμείξεων και προσθέτων (παράρτημα II A 1.10)» (σ. 4 έως 13). Το σημείο C.1.2 παρουσιάζει τις διάφορες προσμείξεις που περιέχει η glyphosate-trimesium καθώς και την ακριβή ή μέγιστη ποσότητα εκάστης των προσμείξεων αυτών (σ. 4), και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων που ελέγχθηκαν, παρουσιάζοντας υπό μορφή πινάκων τις ποσότητες όλων των προσμείξεων στις διάφορες παρτίδες (σ. 7). Το σημείο C.1.2.1 απαρτίζεται από πίνακα παρόμοιο με τον περιλαμβανόμενο στο δεύτερο επιμέρους έγγραφο, ο οποίος περιέχει πληροφορίες της ίδιας φύσης (σ. 8 έως 13).

70      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των διευκρινίσεων πρέπει να εξεταστεί αν το επίδικο έγγραφο περιέχει πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον.

71      Εκ προοιμίου, πρέπει να τονιστεί, αφενός, ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι μια δραστική ουσία όπως η glyphosate απορρίπτεται κατ’ ανάγκη στο περιβάλλον σε δεδομένο χρόνο στον κύκλο ζωής της και, αφετέρου, ότι το επίδικο έγγραφο περιέχει πληροφορίες σχετικές με το περιβάλλον. Αντιθέτως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν στην έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», όπως ορίζεται από το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση.

72      Προκειμένου να ληφθεί απόφαση ως προς το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να γίνει αναφορά στις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 1107/2009. Σκοπός του κανονισμού αυτού είναι η θέσπιση κανόνων για την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων υπό εμπορική μορφή, καθώς και για τη διάθεσή τους στην αγορά, τη χρήση και τον έλεγχό τους στο εσωτερικό της Ένωσης (άρθρο 1 του κανονισμού 1107/2009) και εφαρμόζεται σε προϊόντα, με τη μορφή με την οποία παραδίδονται στον χρήστη, που αποτελούνται από δραστικές ουσίες, αντιφυτοτοξικά ή συνεργιστικά ή περιέχουν τέτοιες ουσίες (άρθρο 2 του κανονισμού 1107/2009).

73      Από τον κανονισμό 1107/2009 προκύπτει ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα θα πρέπει να περιέχουν ουσίες μόνον όταν έχει αποδειχθεί ότι αυτές ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και δεν αναμένεται να έχουν επιβλαβείς συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή να έχουν μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον (αιτιολογική σκέψη 10). Για λόγους προβλεψιμότητας, αποδοτικότητας και συνέπειας, θα πρέπει να ορισθεί λεπτομερής διαδικασία με βάση την οποία θα αξιολογείται αν μια δραστική ουσία μπορεί να εγκριθεί (αιτιολογική σκέψη 12). Εκτός από τις δραστικές ουσίες, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα μπορούν να περιέχουν αντιφυτοτοξικά ή συνεργιστικά καθώς και βοηθητικά (αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22).

74      Τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν δραστικές ουσίες μπορούν να παρασκευάζονται με πολλούς τρόπους και να χρησιμοποιούνται σε ποικίλα φυτά και φυτικά προϊόντα υπό διαφορετικές γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες. Επομένως, οι άδειες φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα πρέπει να χορηγούνται από τα κράτη μέλη (αιτιολογική σκέψη 23). Οι διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας. Ειδικότερα, κατά την αδειοδότηση για φυτοπροστατευτικά προϊόντα, θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος σε σχέση με τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής. Συνεπώς, θα πρέπει να αποδεικνύεται, πριν από τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, ότι ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή και ότι δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών ομάδων, ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον (αιτιολογική σκέψη 24).

75      Οι δραστικές ουσίες που περιέχονται σε ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορούν να παράγονται από διαφορετικές διαδικασίες παρασκευής, γεγονός που συνεπάγεται διαφορές στις προδιαγραφές. Οι διαφορές αυτές ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια. Για λόγους αποδοτικότητας, θα πρέπει να προβλεφθεί εναρμονισμένη διαδικασία σε επίπεδο Ένωσης για την αξιολόγηση αυτών των διαφορών (αιτιολογική σκέψη 27).

76      Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 1107/2009 αναφέρεται ότι η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης είναι ένα από τα μέσα εξασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης. Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των εργασιών, να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τη βιομηχανία και για τα κράτη μέλη και να υπάρξει πιο εναρμονισμένη διαθεσιμότητα των φυτοπροστατευτικών προϊόντων, οι άδειες που χορηγούνται από ένα κράτος μέλος θα πρέπει να γίνονται δεκτές από άλλα κράτη μέλη, όταν οι γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες είναι συγκρίσιμες. Επομένως, η Ένωση θα πρέπει να χωρισθεί σε ζώνες στις οποίες επικρατούν αυτές οι συγκρίσιμες συνθήκες προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση. Ωστόσο, οι ιδιάζουσες περιβαλλοντικές ή γεωργικές συνθήκες του εδάφους ενός ή περισσότερων κρατών μελών ενδέχεται να επιβάλλουν όπως, κατ’ αίτηση, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ή τροποποιούν την άδεια που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος, ή δεν αδειοδοτούν το φυτοπροστατευτικό προϊόν στο έδαφός τους, εάν αυτό δικαιολογείται λόγω ειδικών περιβαλλοντικών ή γεωργικών συνθηκών ή εάν δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί το υψηλό επίπεδο προστασίας, τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος, που προβλέπεται στον εν λόγω κανονισμό.

77      Για τους σκοπούς της διάθεσης στην αγορά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων εντός της Ένωσης, ο κανονισμός 1107/2009 προέβλεψε σύστημα στο πλαίσιο του οποίου οι διαδικασίες έγκρισης δραστικής ουσίας (άρθρα 7 έως 13 του κανονισμού 1107/2009), όπως της glyphosate, διακρίνονται από τις διαδικασίες έγκρισης του παρασκευαζόμενου φυτοπροστατευτικού προϊόντος, ήτοι του τελικού προϊόντος που περιέχει τη δραστική ουσία και άλλα στοιχεία, οι οποίες στη συνέχεια εφαρμόζονται από τις επιχειρήσεις (άρθρα 33 έως 39 του κανονισμού 1107/2009).

78      Η διαδικασία έγκρισης των δραστικών ουσιών διεξάγεται σε επίπεδο Ένωσης και ολοκληρώνεται με την έκδοση πράξης της Επιτροπής για την έγκριση ή μη της ουσίας. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι, για την έγκριση μιας δραστικής ουσίας, η αξιολόγηση αφορά «μία ή περισσότερες αντιπροσωπευτικές χρήσεις ενός τουλάχιστον φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία» (άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1107/2009), συνιστώμενες κυρίως σε μία ή περισσότερες προτεινόμενες συγκεκριμένες χρήσεις του φυτοπροστατευτικού προϊόντος σε ένα ή περισσότερα φυτικά προϊόντα, και περιέχει τους σχετικούς όρους χρήσης που προτείνονται για τη συγκεκριμένη αντιπροσωπευτική χρήση.

79      Καθόσον ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορεί να διατεθεί στην αγορά ή να χρησιμοποιηθεί μόνον αν έχει αδειοδοτηθεί στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τον κανονισμό 1107/2009 (άρθρο 28 του κανονισμού 1107/2009), και δη σύμφωνα με τις απαιτήσεις για την αδειοδότηση που προβλέπονται ειδικότερα στο άρθρο 29, ο αιτών που επιθυμεί να διαθέσει στην αγορά ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν υποβάλλει αίτηση αδείας ή τροποποίησης αδείας, αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, σε κάθε κράτος μέλος στην αγορά του οποίου πρόκειται να διατεθεί το φυτοπροστατευτικό προϊόν (άρθρο 33 του κανονισμού 1107/2009).

80      Στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης, το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση διενεργεί ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση, με βάση τις τελευταίες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις χρησιμοποιώντας τα κατευθυντήρια έγγραφα που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Παρέχει σε όλα τα κράτη μέλη στην ίδια ζώνη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις οι οποίες εξετάζονται κατά την αξιολόγηση. Εφαρμόζει τις κατά το άρθρο 29, παράγραφος 6, του κανονισμού 1107/2009 ενιαίες αρχές για την αξιολόγηση και την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, προκειμένου, κατά το δυνατόν, να διαπιστώσει κατά πόσον το φυτοπροστατευτικό προϊόν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 29 στην ίδια ζώνη, όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 55 και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης. Το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση καθιστά διαθέσιμη την αξιολόγησή του στα άλλα κράτη μέλη της ίδιας ζώνης (άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009).

81      Τέλος, σε περίπτωση που είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί, όσον αφορά δραστική ουσία, αντιφυτοτοξικό ή συνεργιστικό, κατά πόσον μια διαφορετική πηγή ή, για την ίδια πηγή, μια αλλαγή στη διαδικασία παρασκευής ή/και στον χώρο παρασκευής συμμορφώνεται προς το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009, η σχετική αξιολόγηση πραγματοποιείται από το κράτος μέλος που ενήργησε ως εισηγητής για τη δραστική ουσία, το αντιφυτοτοξικό ή το συνεργιστικό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, εκτός αν το κράτος μέλος που εξετάζει την αίτηση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού, συμφωνεί να αξιολογήσει την ισοδυναμία. Ο αιτών υποβάλλει όλα τα απαραίτητα στοιχεία στο κράτος μέλος που αξιολογεί την ισοδυναμία (άρθρο 38 του κανονισμού 1107/2009).

82      Όπως προκύπτει από τις διατάξεις που αναφέρονται στις σκέψεις 73 έως 81 ανωτέρω, μια δραστική ουσία όπως η glyphosate πρέπει να αδειοδοτηθεί σε επίπεδο Ένωσης πριν εισέλθει στη σύνθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, στα οποία πρέπει, με τη σειρά τους, να χορηγηθεί υποχρεωτικώς άδεια από κράτος μέλος προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η σύνθεσή τους πληροί τους όρους αδειοδότησης που προβλέπονται στο άρθρο 29 του κανονισμού 1107/2009. Επιπλέον, όπως τόνισε, κατ’ ουσίαν, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η αξιολόγηση και η έγκριση της δραστικής ουσίας «glyphosate» σε επίπεδο Ένωσης δεν έχουν, κατ’ αρχήν, καμία σχέση με τη μεταγενέστερη συγκεκριμένη χρήση της εν λόγω ουσίας. Πράγματι, η έγκριση της δραστικής ουσίας «glyphosate» ουδόλως περιλαμβάνει την άδεια χρήσης της εν λόγω ουσίας μεμονωμένα. Μόνον άπαξ η ουσία αυτή εισέλθει στη σύνθεση εγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος που μπορεί να διατεθεί στην αγορά κράτους μέλους μπορεί να γίνει χρήση της ουσίας αυτής. Επομένως, μολονότι είναι αληθές ότι μια δραστική ουσία όπως η glyphosate απορρίπτεται κατ’ ανάγκη στο περιβάλλον σε δεδομένη στιγμή του κύκλου ζωής της, τούτο συμβαίνει μόνο διά του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που έχει υπαχθεί στη διαδικασία αδειοδότησης.

83      Συνάγεται επίσης από τις διατάξεις που αναφέρονται στις σκέψεις 73 έως 81 ανωτέρω ότι το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 1107/2009 συνεπάγεται ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο ζητείται άδεια σε ένα κράτος μέλος είναι πιθανό να διαφέρει, από πολλές απόψεις, από το προϊόν το οποίο υποβλήθηκε και αξιολογήθηκε σε επίπεδο Ένωσης για τους σκοπούς της έγκρισης της δραστικής ουσίας. Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, αφενός, η χρήση και οι όροι εφαρμογής του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που καλύπτονται από την άδεια σε ένα κράτος μέλος ενδέχεται να διαφέρουν κατά πολύ από τη χρήση και τους όρους που αποτέλεσαν αντικείμενο θεωρητικής αξιολόγησης σε επίπεδο Ένωσης.

84      Αφετέρου, η δραστική ουσία και το συγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν που την περιέχει, για τα οποία ζητείται άδεια σε εθνικό επίπεδο, μπορούν, από ορισμένες τεχνικές πτυχές, να διαφέρουν κατά πολύ από τη δραστική ουσία και από την αντιπροσωπευτική χρήση του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που εξετάστηκαν σε επίπεδο Ένωσης κατά το στάδιο της διαδικασίας έγκρισης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο ζητείται άδεια μπορεί να παρασκευάζεται, κάτι που εξάλλου γίνεται συχνά, από επιχείρηση διαφορετική από εκείνη που ζήτησε την έγκριση της δραστικής ουσίας σε επίπεδο Ένωσης.

85      Εξάλλου, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, έστω και αν η εγκεκριμένη δραστική ουσία και το συγκεκριμένο εγκεκριμένο φυτοπροστατευτικό προϊόν παρασκευάζονται από την ίδια επιχείρηση με εκείνη που υπέβαλε την αίτηση έγκρισης της δραστικής ουσίας, η μέθοδος παρασκευής της εν λόγω ουσίας και, ως εκ τούτου, οι προσμείξεις στο φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο ζητείται η άδεια και το οποίο στη συνέχεια θα απορριφθεί στο περιβάλλον μπορεί να διαφέρουν από αυτές που αναλύθηκαν σε επίπεδο Ένωσης. Πράγματι, όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 27 του κανονισμού 1107/2009, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα όχι μόνον μπορούν να παρασκευάζονται με πολλούς τρόπους και να χρησιμοποιούνται σε ποικίλα φυτά και φυτικά προϊόντα, υπό διαφορετικές γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές (καθώς και κλιματικές) συνθήκες (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω), αλλά, επιπλέον, οι δραστικές ουσίες που περιέχονται σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μπορούν να παράγονται με διαφορετικές διαδικασίες παρασκευής, γεγονός που συνεπάγεται διαφορές στις προδιαγραφές (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω).

86      Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009, το κράτος μέλος οφείλει, στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης, να εξετάζει κατά πόσον η δραστική ουσία παράγεται από διαφορετική πηγή ή από την ίδια πηγή αλλά με αλλαγή στη διαδικασία παρασκευής ή/και στον χώρο παρασκευής. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος οφείλει να εξετάζει αν η προδιαγραφή της δραστικής ουσίας στο φυτοπροστατευτικό προϊόν για το οποίο ζητείται άδεια (άρθρο 38 του κανονισμού 1107/2009) είναι ισοδύναμη με εκείνη που αξιολογήθηκε στο επίπεδο της Ένωσης και θεωρείται ότι πληροί τα κριτήρια έγκρισης του άρθρου 4 του κανονισμού 1107/2009.

87      Πρέπει να προστεθεί, εξάλλου, ότι το άρθρο 29, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ισοδυναμίας κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009 «αποδεικνύεται με επίσημες ή επίσημα αναγνωρισμένες δοκιμές και αναλύσεις που διεξάγονται από επίσημες ή επίσημα αναγνωρισμένες μονάδες υπό γεωργικές, φυτοϋγειονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που είναι σχετικές με τη χρήση του εν λόγω φυτοπροστατευτικού προϊόντος και αντιπροσωπευτικές των συνθηκών που επικρατούν στη ζώνη στην οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το προϊόν».

88      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υποστήριξαν η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι μόνο κατά το στάδιο της εθνικής διαδικασίας αδειοδότησης για τη διάθεση στην αγορά συγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος το κράτος μέλος αξιολογεί τις πιθανές εκπομπές στο περιβάλλον και μόνον τότε προκύπτουν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη φύση, τη σύνθεση, την ποσότητα, την ημερομηνία και τον τόπο πραγματοποίησης των, πραγματικών ή δυνάμενων υπό τις ως άνω συνθήκες να προβλεφθούν, εκπομπών της δραστικής ουσίας και του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που την περιέχει, κατά την έννοια της σκέψης 79 της αναιρετικής απόφασης (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω).

89      Στην προκειμένη περίπτωση, τούτο σημαίνει ότι το σχέδιο έκθεσης που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης σε επίπεδο Ένωσης καλύπτει μία ή περισσότερες αντιπροσωπευτικές χρήσεις των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την glyphosate, τις οποίες προτείνουν οι αιτούντες την έγκριση της ουσίας αυτής, και τη συγκεκριμένη σύνθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που προκύπτουν από τη διαδικασία παρασκευής που χρησιμοποιούν οι ως άνω αιτούντες, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης για την έγκριση.

90      Εφόσον η χρήση, οι προϋποθέσεις εφαρμογής και η σύνθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος το οποίο έχει εγκριθεί από κράτος μέλος στο έδαφός του μπορούν να διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες των προϊόντων που αξιολογήθηκαν στο επίπεδο της Ένωσης κατά το στάδιο έγκρισης της δραστικής ουσίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο επίδικο έγγραφο δεν αφορούν εκπομπές των οποίων η απόρριψη στο περιβάλλον είναι δυνατό να προβλεφθεί και απλώς σχετίζονται, στην καλύτερη περίπτωση, με εκπομπές στο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, τέτοιες πληροφορίες αποκλείονται από την έννοια των «πληροφορ[ιών] [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», σύμφωνα με τη σκέψη 78 της αναιρετικής απόφασης.

91      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να κριθεί ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση, κρίνοντας ότι το επίδικο έγγραφο δεν περιείχε πληροφορίες που αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακύρωσης.

92      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα που επανέλαβαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, κατ’ ουσίαν, είναι αναγκαία η χορήγηση πρόσβασης στο επίδικο έγγραφο κατά το στάδιο της έγκρισης φυτοπροστατευτικού προϊόντος, καθόσον τα κράτη μέλη δεν επαναξιολογούν τη δραστική ουσία που εγκρίθηκε σε επίπεδο Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως τόνισαν η Επιτροπή, το Cefic και η ECPA, στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης αναλύεται το φυτοπροστατευτικό προϊόν στο σύνολό του, μαζί με όλα τα συστατικά του στοιχεία. Μόνον αν, έπειτα από όλες τις δοκιμές και αναλύσεις, προκύψει ότι πληρούνται οι απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας του άρθρου 29 του κανονισμού 1107/2009, και αν, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι το εν λόγω προϊόν δεν έχει επιβλαβείς συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον, το προϊόν αυτό εγκρίνεται.

93      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι, κατ’ ουσίαν, εφόσον η δραστική ουσία «glyphosate» δεν εκπέμπεται αυτή καθεαυτήν στο περιβάλλον, αλλά μόνο άπαξ ενσωματωθεί σε φυτοπροστατευτικό προϊόν υποκείμενο σε έγκριση, οι περιεχόμενες στο επίδικο έγγραφο πληροφορίες δεν είναι δυνατό να εμπίπτουν στην έννοια «πληροφορίες [που] αφορούν εκπομπές στο περιβάλλον», όπως ορίστηκε από το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση.

94      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και του άρθρου 4 της Σύμβασης του Aarhus

95      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο δʹ, της Σύμβασης του Aarhus. Επιπλέον, προβάλλουν ότι τα εμπορικά συμφέρονται μπορούν να υπερισχύσουν μόνο αν συνιστούν προστατευόμενα από τον νόμο συμφέροντα προς διαφύλαξη νόμιμου οικονομικού συμφέροντος. Εξάλλου, τα συμφέροντα αυτά έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθόσον το άρθρο 13 της οδηγίας 91/414 προβλέπει ότι άλλοι αιτούντες την καταχώριση της δραστικής ουσίας μπορούν, κατόπιν περιόδου δέκα ετών, να χρησιμοποιήσουν τον φάκελο που υποβλήθηκε για την καταχώριση. Τέλος, η Επιτροπή δεν παρέσχε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο για να στηρίξει το συμπέρασμα ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας πρέπει να υπερισχύουν του δικαιώματος πρόσβασης. Κατά τις προσφεύγουσες, κατόπιν ορθής στάθμισης στηριζόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus, ή στηριζόμενης σε ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 συνάδουσα προς τη Σύμβαση του Aarhus, θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν οι ζητηθείσες πληροφορίες.

96      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών.

97      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 συνιστούν παρέκκλιση από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και να εφαρμόζονται αυστηρά (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, C‑506/08 P, EU:C:2011:496, σκέψη 75). Πρέπει να αποδειχθεί ότι η επίμαχη πρόσβαση ενδέχεται να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύεται από την εξαίρεση και ότι ο κίνδυνος διακύβευσης του συμφέροντος αυτού είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός. Η εξέταση αυτή πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, EU:T:2005:125, σκέψη 69, και της 22ας Μαΐου 2012, Sviluppo Globale κατά Επιτροπής, T‑6/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:245, σκέψη 64).

98      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το καθεστώς των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, και ιδίως η παράγραφος 2 αυτού, βασίζεται σε στάθμιση των συμφερόντων που αντιπαρατίθενται σε συγκεκριμένη περίπτωση, και συγκεκριμένα, αφενός, των συμφερόντων που θα ευνοούνταν από τη δημοσιοποίηση των οικείων εγγράφων και, αφετέρου, των συμφερόντων που θα απειλούνταν από τη δημοσιοποίηση αυτή. Η απόφαση που λαμβάνεται επί αιτήσεως πρόσβασης σε έγγραφα εξαρτάται από την απάντηση στο ζήτημα ποιο είναι το συμφέρον που πρέπει να υπερισχύσει στη συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις της 14ης Νοεμβρίου 2013, LPN και Φινλανδία κατά Επιτροπής, C‑514/11 P και C‑605/11 P, EU:C:2013:738, σκέψη 42, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2015, ClientEarth και International Chemical Secretariat κατά ECHA, T‑245/11, EU:T:2015:675, σκέψη 168).

99      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, για να δικαιολογηθεί η άρνηση πρόσβασης σε έγγραφο δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα ή συμφέρον διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, αλλά το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και πραγματικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου αυτού (αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob, C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 116· της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Agrofert Holding, C‑477/10 P, EU:C:2012:394, σκέψη 57, και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Επιτροπή κατά EnBW, C‑365/12 P, EU:C:2014:112, σκέψη 64).

100    Όσον αφορά την έννοια των εμπορικών συμφερόντων, από τη νομολογία προκύπτει ότι δεν μπορεί κάθε σχετική με εταιρίες και τις εμπορικές τους σχέσεις πληροφορία να τυγχάνει της προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται στα εμπορικά συμφέροντα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, άλλως θίγεται η εφαρμογή της γενικής αρχής της όσο το δυνατόν ευρύτερης πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2011, CDC Hydrogene Peroxide κατά Επιτροπής, T‑437/08, EU:T:2011:752, σκέψη 44, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑516/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:759, σκέψη 81).

101    Επομένως, για να εφαρμοστεί η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, απαιτείται να αποδειχθεί ότι τα επίδικα έγγραφα περιέχουν στοιχεία τα οποία, αν δημοσιοποιηθούν, ενδέχεται να πλήξουν τα εμπορικά συμφέροντα νομικού προσώπου. Το ίδιο ισχύει και όταν, μεταξύ άλλων, τα ζητούμενα έγγραφα περιέχουν ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες σχετικές, ειδικότερα, με τις εμπορικές στρατηγικές των οικείων επιχειρήσεων ή με τις εμπορικές σχέσεις τους ή όταν τα έγγραφα αυτά περιέχουν στοιχεία τα οποία αφορούν ειδικά την επιχείρηση και αποκαλύπτουν την τεχνογνωσία της (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑516/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:759, σκέψεις 82 έως 84).

102    Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορά αρνητική απόφαση της Επιτροπής η οποία δεν έρχεται σε αντίθεση με τους λόγους εναντίωσης που προέβαλε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αλλά αντιθέτως στηρίζεται στους λόγους αυτούς και είχε ως συνέπεια τη μη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου.

103    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας μιας τέτοιας αρνητικής απόφασης, από τη σκέψη 94 της απόφασης της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής (C‑64/05 P, EU:C:2007:802), προκύπτει ότι στον δικαστή της Ένωσης εναπόκειται να ελέγξει, κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου του οποίου η αίτηση πρόσβασης απορρίφθηκε από το θεσμικό όργανο, αν αυτή η άρνηση πρόσβασης στηρίχθηκε εγκύρως στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η άρνηση αυτή οφείλεται στην αξιολόγηση των εξαιρέσεων αυτών εκ μέρους του ίδιου του θεσμικού οργάνου ή του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 δεν περιορίζει τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης σε έναν εκ πρώτης όψεως έλεγχο. Η εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν τον εμποδίζει να προβεί σε πλήρη έλεγχο της αρνητικής απόφασης της Επιτροπής, για την οποία πρέπει να έχει τηρηθεί, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογιών και η οποία στηρίζεται στην εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ουσιαστική εκτίμηση της δυνατότητας εφαρμογής των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001.

104    Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να εξετασθεί η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών, συνεπεία της οποίας καλείται, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, να εφαρμόσει το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus ή να ερμηνεύσει τη νομοθεσία της Ένωσης σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει ότι οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, και, αφετέρου, να διαπιστώσει αν, κατά τη στάθμιση των υφισταμένων συμφερόντων, η Επιτροπή προσέδωσε πολύ μεγάλη βαρύτητα στα εμπορικά συμφέροντα, χωρίς να αποδείξει συγκεκριμένα και με ακρίβεια τον κίνδυνο προσβολής τους.

105    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι ο δικαστής της Ένωσης έκρινε ότι η υποχρέωση να ερμηνεύονται συσταλτικά οι λόγοι άρνησης της πρόσβασης δεν μπορεί να νοηθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει ειδική υποχρέωση (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑612/13 P, EU:C:2015:486, σκέψη 42, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, ClientEarth κατά Επιτροπής, T‑111/11, EU:T:2013:482, σκέψεις 92 και 94). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στο δίκαιο της Ένωσης, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι των ιδιωτών (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2017, Justice & Environment κατά Επιτροπής, T‑727/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:18, σκέψη 75).

106    Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παράγωγου δικαίου απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Řízení Letového Provozu, C‑335/05, EU:C:2007:321, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, είναι κοινός τόπος ότι η Ένωση δεσμεύεται από τη Σύμβαση του Aarhus. Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η έλλειψη άμεσου αποτελέσματος μιας διάταξης διεθνούς συμφωνίας δεν εμποδίζει την επίκλησή της για τους σκοπούς της σύμφωνης με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνείας. Πράγματι, για παράδειγμα, μολονότι έχει κριθεί νομολογιακά ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45, και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψεις 55 και 61), εντούτοις έχει αναγνωριστεί, παρά την εν λόγω έλλειψη άμεσου αποτελέσματος, η αρχή της σύμφωνης προς το παράγωγο δίκαιο ερμηνείας υπό το πρίσμα της διάταξης αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 51).

107    Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει υποχρεωτικά να ερμηνευθεί υπό την έννοια που προτείνουν προκειμένου να διασφαλιστεί η συμφωνία του με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus. Σκόπιμη είναι η υπόμνηση ότι η νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης αναγνωρίζει ήδη ότι οι εξαιρέσεις από το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω). Εάν γίνει δεκτό ότι με τη μη τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία τους οι προσφεύγουσες επιδιώκουν μια ερμηνεία υπό την έννοια ότι η νομολογία αυτή πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο περιοριστική, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συνάδουσα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus ερμηνεία δεν επιβάλλει υποχρέωση επίτευξης του αποτελέσματος το οποίο επιθυμούν (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2017, Justice & Environment κατά Επιτροπής, T‑727/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:18, σκέψη 78). Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

108    Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, της Σύμβασης του Aarhus, τα εμπορικά συμφέροντα μπορούν να υπερισχύσουν μόνον εφόσον συνιστούν προστατευόμενα από τον νόμο συμφέροντα προς διαφύλαξη νόμιμου οικονομικού συμφέροντος και, αφετέρου, τα συμφέροντα αυτά έχουν περιορισμένο πεδίο εφαρμογής σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 91/414 (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω). Πράγματι, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι τα προβληθέντα εν προκειμένω εμπορικά συμφέροντα δεν προστατεύονται από τον νόμο προς διαφύλαξη νόμιμου οικονομικού συμφέροντος. Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, τα εμπορικά συμφέροντα των αιτούντων την καταχώριση της glyphosate στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, ιδίως τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, προστατεύονται από τη νομοθεσία της Ένωσης, και συγκεκριμένα από το άρθρο 14 της οδηγίας 91/414, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009, με ισχύ από 14ης Ιουνίου 2011, όπως προκύπτει από το άρθρο 84 του ίδιου κανονισμού. Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με το άρθρο 13 της οδηγίας 91/414, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 59 του κανονισμού 1107/2009, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, η διάταξη αυτή αφορά τις δοκιμές και τις μελέτες για τη δραστική ουσία και όχι έγγραφα, όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, τα οποία αφορούν ιδίως τη μέθοδο παρασκευής μιας τέτοιας ουσίας. Πράγματι, τέτοιες πληροφορίες εμπίπτουν στην εμπιστευτική μεταχείριση που καθιερώνεται με το άρθρο 14 της οδηγίας 91/414, το οποίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 1107/2009.

109    Δεύτερον, όσον αφορά τη στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση ενημέρωσε τις προσφεύγουσες σχετικά με την εξαίρεση στην οποία στηρίχθηκαν οι γερμανικές αρχές ώστε να εναντιωθούν στην πρόσβαση στο επίδικο έγγραφο, δηλαδή το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εκθέτοντας λεπτομερώς τις πληροφορίες που, κατά τις εν λόγω αρχές, αφορούσαν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, έγινε μνεία της λεπτομερούς χημικής σύνθεσης της δραστικής ουσίας, των λεπτομερειών ως προς τις διαδικασίες παρασκευής της, των πληροφοριών για τη χημική ανάλυση της ουσίας και όλων των προσμείξεών της, της σύνθεσης των τελικών προϊόντων και των πληροφοριών σχετικά με τις συμβατικές σχέσεις μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων που κοινοποίησαν την ουσία.

110    Με βάση την εξαίρεση που επικαλέστηκε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Επιτροπή αρνήθηκε να δημοσιοποιήσει το επίδικο έγγραφο.

111    Παρά ταύτα, η Επιτροπή προέβη σε στάθμιση των εμπορικών συμφερόντων και του δημοσίου συμφέροντος στη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου, εξετάζοντας ακριβώς τον κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των αιτούντων την καταχώριση. Επισήμανε ότι το επίδικο έγγραφο αφορούσε τη διαδικασία παρασκευής των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία και ότι η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας υπερίσχυε του δημοσίου συμφέροντος για τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Τόνισε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν οι αιτούντες την καταχώριση να γίνει αντιγραφή των λεπτομερειών των μεθόδων παρασκευής που χρησιμοποιούν και των τεχνικών προδιαγραφών της glyphosate από τους ανταγωνιστές τους. Κατά την Επιτροπή, μια τέτοια περίσταση θα επέφερε σημαντικές απώλειες μεριδίων της αγοράς για τις οικείες επιχειρήσεις και θα άφηνε απροστάτευτα τα δικαιώματά τους πνευματικής ιδιοκτησίας.

112    Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε ότι το δημόσιο συμφέρον στη δημοσιοποίηση είχε ληφθεί επαρκώς υπόψη, καθώς από τα άλλα τμήματα του σχεδίου έκθεσης, τα οποία είχαν δημοσιοποιηθεί εξ ολοκλήρου, καθίσταντο γνωστές οι πιθανές συνέπειες της απόρριψης της glyphosate στο περιβάλλον. Στη συνέχεια, απαρίθμησε τα σχετικά στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί. Ανέφερε, επίσης, ότι η δημοσιοποίηση πληροφοριών για τις μη κρίσιμες προσμείξεις, οι οποίες περιλαμβάνονταν στο επίδικο έγγραφο, θα καθιστούσε δυνατή την ανασύσταση της διαδικασίας παρασκευής κάθε προϊόντος, υπενθυμίζοντας τους κινδύνους για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των αιτούντων την καταχώριση της glyphosate.

113    Η Επιτροπή επικαλέσθηκε τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία η δραστική ουσία είχε αξιολογηθεί και καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, ιδίως τις επιστημονικές αξιολογήσεις στις οποίες είχαν υποβληθεί οι φάκελοι καταχώρισης. Εκτίμησε ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες της glyphosate, που ήταν δημόσια διαθέσιμες, κατόπιν της διαδικασίας καταχώρισης της ουσίας και της αίτησης πρόσβασης στα έγγραφα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του κανονισμού 1367/2006.

114    Η Επιτροπή ολοκλήρωσε τη στάθμιση των υφιστάμενων συμφερόντων κρίνοντας ότι, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων από τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένες διαδικασίες παρασκευής και σχετικά με τα δικαιώματα των επιχειρήσεων, η προστασία των συμφερόντων τους έπρεπε να υπερισχύσει.

115    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή προέβη σε ορθή στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων, αφού εξέθεσε ειδικά και συγκεκριμένα με ποιον τρόπο τα εμπορικά συμφέροντα των παραγωγών της ουσίας glyphosate ή των προϊόντων φυτοπροστασίας που την περιέχουν απειλούνταν από τη δημοσιοποίηση του επίδικου εγγράφου.

116    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακύρωσης καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

117    Με την αρχική απόφαση, η Επιτροπή είχε καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα. Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, επί του συνόλου των εξόδων για όλες τις διαδικασίες, σύμφωνα με το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας.

118    [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 7ης Ιουνίου 2019] Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, της CropLife America, της NAM, του ACC, της CLI, του Cefic, της ECPA και της ECCA.

119    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, το Βασίλειο της Σουηδίας καθώς και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Stichting Greenpeace Nederland και Pesticide Action Network Europe (PAN Europe) καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα.

3)      Το Βασίλειο της Σουηδίας και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.