Language of document : ECLI:EU:T:2013:496

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2013(*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης – Συμβάσεις στο πλαίσιο των έργων Ontogov, FIT και RACWeb – Επιλέξιμες δαπάνες – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση αγωγής – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑489/12,

Planet AE Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και B. Conte, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

εναγόμενη,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, με αίτημα να αναγνωριστεί, αφενός, ότι η άρνηση της Επιτροπής να χαρακτηρίσει ως επιλέξιμες δαπάνες ορισμένα χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν για την εκτέλεση των συμβάσεων «Ontology enabled E-Gov Service Configuration (Ontogov)», «Fostering self-adaptive e-government service improvement using semantic technologies (FIT)» και «Risk Assessment for Customs in Western Balkans (RACWeb)», οι οποίες συνάφθηκαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006), συνιστά αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής και, αφετέρου, ότι τα ποσά αυτά αποτελούν επιλέξιμες δαπάνες και δεν πρέπει να επιστραφούν,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα PLANET AE Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες για τη διαχείριση εταιριών και έργων. Συνεργάζεται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ άλλων και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε θέματα στρατηγικής, πληροφορικής και διαχειρίσεως έργων.

2        Η υπό κρίση υπόθεση αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για την Επιτροπή από συμβάσεις που έχει συνάψει με την ενάγουσα για τρία ερευνητικά έργα. Οι συμβάσεις αυτές συνάφθηκαν βάσει της αποφάσεως 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα‑πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002‑2006) (ΕΕ L 232, σ. 1).

3        Πρόκειται, ειδικότερα, για συμβάσεις τις οποίες έχει συνάψει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, με:

–        την ενάγουσα, ως συντονίστρια και μέλος κοινοπραξίας, στις 17 Δεκεμβρίου 2003 για το έργο «Ontology enabled E-Gov Service Configuration» (Ontogov, n° 507237),

–        το Forschungszentrum Informatik an der Universität Karlsruhe, ως συντονιστή κοινοπραξίας, μέλος της οποίας ήταν η ενάγουσα, στις 21 Δεκεμβρίου 2005 για το έργο «Fostering self-adaptive e-government service improvement using semantic technologies» (FIT, n° 27090),

–        την ενάγουσα, ως συντονίστρια και μέλος κοινοπραξίας, στις 18 Δεκεμβρίου 2006 για το έργο «Risk Assessment for Customs in Western Balkans» (RACWeb, n° 45101) (στο εξής, από κοινού: επίμαχες συμβάσεις).

4        Το άρθρο ΙΙ.24, παράγραφος 1, σημείο α΄, των επίμαχων συμβάσεων προβλέπει ότι η χρηματοδοτική συνδρομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλεται βάσει των επιλέξιμων δαπανών που δηλώνουν οι αντισυμβαλλόμενοι.

5        Κατά το άρθρο II.8 των επίμαχων συμβάσεων, πριν την απόδοση των δαπανών που έχουν δηλωθεί από την κοινοπραξία και/ή τους αντισυμβαλλομένους στο τέλος εκάστης περιόδου αναφοράς, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογεί και να εγκρίνει τις εκθέσεις και τα παραδοτέα στοιχεία του έργου. Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η έγκριση εκθέσεως από την Επιτροπή δεν αποκλείει τη διενέργεια οικονομικού ή άλλου ελέγχου κατά τις διατάξεις του άρθρου II.29.

6        Το άρθρο II.29 των επίμαχων συμβάσεων προβλέπει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή δύναται οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και έως πέντε έτη μετά την περάτωση του έργου να διενεργεί ελέγχους είτε από εξωτερικούς, οικονομικούς, επιστημονικούς ή τεχνολογικούς ελεγκτές, είτε από τις υπηρεσίες της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης. Οι έλεγχοι αυτοί αφορούν επιστημονικά, οικονομικά, τεχνολογικά και άλλα (όπως είναι η τήρηση των αρχών της λογιστικής και της διοικήσεως) στοιχεία σχετικά με την καλή εκτέλεση του έργου και της συμβάσεως. Οι έλεγχοι αυτοί είναι εμπιστευτικοί. Τα ποσά που, σύμφωνα με τα πορίσματα των ελέγχων αυτών, διαπιστώνεται ότι οφείλονται στην Επιτροπή μπορούν να αναζητηθούν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο ΙΙ.31 […]

2.      Οι αντισυμβαλλόμενοι θέτουν απευθείας στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αυτή τους ζητά, προκειμένου να ελέγξει την ορθή διαχείριση και εκτέλεση της συμβάσεως.

3.      Οι αντισυμβαλλόμενοι διατηρούν, επί πέντε έτη μετά το πέρας του έργου, τα πρωτότυπα ή, κατ’ εξαίρεση, εφόσον συντρέχουν επαρκείς προς τούτο λόγοι, ακριβή αντίγραφα των σχετικών με το έργο εγγράφων. Τα έγγραφα αυτά τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής, εφόσον ζητηθούν κατά τη διενέργεια ελέγχου στο πλαίσιο της συμβάσεως.»

7        Κατά το άρθρο II.31, παράγραφος 1, των επίμαχων συμβάσεων, «σε περίπτωση αχρεώστητης καταβολής χρηματικού ποσού στον αντισυμβαλλόμενο ή σε περίπτωση που δικαιολογείται, κατά τους όρους της συμβάσεως, η αναζήτηση χρηματικού ποσού, ο αντισυμβαλλόμενος υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό αυτό στην Επιτροπή υπό τους όρους και κατά τον χρόνο που αυτή ορίζει».

8        Τέλος, κατά το άρθρο 12 των επίμαχων συμβάσεων, οι συμβάσεις αυτές διέπονται από το βελγικό δίκαιο. Το άρθρο 13 ορίζει ότι «για την εκδίκαση διαφορών μεταξύ της Κοινότητας και των αντισυμβαλλομένων όσον αφορά το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της παρούσας συμβάσεως είναι αρμόδιο, κατά περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο ή το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων».

9        Από τις 17 έως τις 21 Νοεμβρίου 2008, καθώς και στις 4 Δεκεμβρίου 2008, διενεργήθηκε στην ενάγουσα, από εταιρία εξωτερικού ελέγχου, για λογαριασμό του τμήματος εξωτερικού ελέγχου της γενικής διευθύνσεως (ΓΔ) «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Ενημέρωσης» (στο εξής: ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας), οικονομικός έλεγχος για τις δαπάνες που η ενάγουσα κατά καιρούς είχε δηλώσει στο πλαίσιο των έργων Ontogov, FIT και RACWeb.

10      Με ηλεκτρονική επιστολή της 8ης Απριλίου 2009, η ελεγκτική εταιρία παρέδωσε στην ενάγουσα την προσωρινή έκθεση ελέγχου, με την οποία αμφισβητούνταν, μεταξύ άλλων, οι δαπάνες προσωπικού για τρία ανώτερα στελέχη της (στο εξής: επίμαχες δαπάνες).

11      Στις 29 Μαΐου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου.

12      Στις 10 Ιουλίου 2009, η ενάγουσα υπέβαλε αναθεωρημένη δήλωση δαπανών, δεχόμενη ορισμένες από τις συστάσεις της ελεγκτικής εταιρίας.

13      Με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 2009, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους αποδεχόταν τα συμπεράσματα της προσωρινής εκθέσεως ελέγχου και διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου.

14      Με έγγραφο της 23ης Δεκεμβρίου 2009, η ενάγουσα αμφισβήτησε το σύννομο του ελέγχου και ζήτησε συνάντηση με την Επιτροπή, προκειμένου να θέσει υπόψη της λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις υποχρεώσεις της.

15      Στις 4 Μαρτίου 2010 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της ενάγουσας και του τμήματος εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας. Συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα προσκομίσει στην Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή των ανώτερων στελεχών της.

16      Με έγγραφο της 19ης Απριλίου 2010, η ενάγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή τα υπεσχημένα συμπληρωματικά έγγραφα.

17      Με έγγραφο της 10ης Μαΐου 2010, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας ενημέρωσε την ενάγουσα ότι προτίθεται να διενεργήσει συμπληρωματικό έλεγχο (follow-up audit) στην έδρα της και της διαβίβασε κατάλογο δικαιολογητικών που θα έπρεπε να προσκομιστούν κατά τον έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός διενεργήθηκε από τις 20 έως τις 22 Ιουλίου 2010.

18      Στις 3 Σεπτεμβρίου και στις 9 Δεκεμβρίου 2010, η ενάγουσα προσκόμισε τα συμπληρωματικά στοιχεία που είχαν ζητηθεί κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο.

19      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας ενημέρωσε την ενάγουσα για την απόφασή του να αναθεωρήσει εν μέρει τα συμπεράσματα της εκθέσεώς του, δεχόμενο ορισμένες δαπάνες, αλλά να διατηρήσει τα συμπεράσματα ως προς τις επίμαχες δαπάνες.

20      Με έγγραφο της 11ης Φεβρουαρίου 2011, η ενάγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί των αναθεωρημένων συμπερασμάτων της εκθέσεως ελέγχου.

21      Με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2012, το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας απάντησε ότι εμμένει σε όλα σχεδόν τα συμπεράσματά του όσον αφορά τις επίμαχες δαπάνες.

22      Με έγγραφο της 21ης Μαΐου 2012, η ενάγουσα επανέλαβε τις θέσεις της σχετικά με την επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2012, η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

24      Στις 24 Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Στις 11 Μαρτίου 2013, η ενάγουσα κατέθεσε παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής.

26      Με την αγωγή της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας τις επίμαχες δαπάνες, παρέβη τις επίμαχες συμβάσεις και ότι, ως εκ τούτου, οι δαπάνες αυτές, συνολικού ύψους 547 653,42 ευρώ, είναι επιλέξιμες και δεν πρέπει να επιστραφούν στην Επιτροπή,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

27      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως προδήλως απαράδεκτη,

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

28      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αγωγή παραδεκτή,

–        επικουρικώς, να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

29      Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος να κινήσει την προφορική διαδικασία.

30      Η Επιτροπή φρονεί ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί διαφοράς η οποία, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ήταν ανύπαρκτη και υποθετική.

31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προς εξασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η άσκηση ενδίκου βοηθήματος προϋποθέτει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑192/01 και T‑245/04, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 247· βλ. επίσης, συναφώς, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2005, T‑28/02, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4119, σκέψη 42). Το έννομο συμφέρον εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4063, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, εάν το συμφέρον που επικαλείται ο ασκών ένδικο βοήθημα αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδειχθεί ότι η προσβολή της καταστάσεως αυτής παρίσταται ήδη ως βεβαία (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, T‑138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2181, σκέψη 33, της 14ης Απριλίου 2005, T‑141/03, Sniace κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψη 26, και διάταξη First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 43). Κατά συνέπεια, ο ασκών ένδικο βοήθημα δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προκειμένου να αποδείξει ότι έχει το απαιτούμενο προς τούτο έννομο συμφέρον (απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

33      Διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι, κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να ζητήσει έννομη προστασία.

34      Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, η διαδικασία βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του ελέγχου που διεξήγε το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας. Η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής δεν είχε ακόμη απευθύνει εντολή επιστροφής προκαταβληθέντων εξόδων στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο II.31, παράγραφος 1, των εν λόγω συμβάσεων (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω).

35      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή, η διαδικασία του ελέγχου έχει προκαταρκτικό και προπαρασκευαστικό χαρακτήρα και διακρίνεται από τη διαδικασία η οποία ενδέχεται να καταλήξει στην είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, διαδικασία για την οποία αρμόδιες είναι άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής, οι οποίες δεν δεσμεύονται από τα συμπεράσματα της εκθέσεως ελέγχου.

36      Εν προκειμένω, με το τελευταίο έγγραφο που απέστειλε στην ενάγουσα πριν την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, δηλαδή με το έγγραφο της 10ης Απριλίου 2012 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας επιβεβαίωσε μεν το σύνολο σχεδόν των συμπερασμάτων του όσον αφορά τις επίμαχες δαπάνες, πλην όμως γνωστοποίησε συγχρόνως στην ενάγουσα ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής ανέστειλαν την εφαρμογή των συμπερασμάτων του ελέγχου και ότι της παρέχεται μια τελευταία δυνατότητα να αποδείξει την επιλεξιμότητα των επίμαχων δαπανών.

37      Επιπλέον, από την απάντηση της ενάγουσας της 21ης Μαΐου 2012 προκύπτει ότι αυτή θεωρούσε ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή δεν είχε ακόμη καταλήξει στα τελικά συμπεράσματα του ελέγχου. Συγκεκριμένα, με το έγγραφο αυτό, η ενάγουσα ζήτησε από την Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία, ώστε να μπορέσει να υποβάλει παρατηρήσεις πριν τη διαμόρφωση των τελικών συμπερασμάτων του ελέγχου.

38      Συνάγεται, επομένως, ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, δηλαδή στις 8 Νοεμβρίου 2012, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής δεν είχε ακόμη διαμορφώσει την τελική θέση της και ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απαίτηση επιστροφής των επίμαχων δαπανών ήταν ακόμη αβέβαιη και υποθετική. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τα όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, η οποία, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, «θεωρούσε» ότι, κατόπιν του εγγράφου της Επιτροπής της 10ης Απριλίου 2012 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν επρόκειτο πλέον να τροποποιήσει τα συμπεράσματα του ελέγχου και ότι, ως εκ τούτου, θα της ζητούσε να επιστρέψει τα ποσά που είχαν απορρίψει οι ελεγκτές.

39      Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, οι συμβαλλόμενοι συνέχισαν να επικοινωνούν εγγράφως. Συγκεκριμένα, με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 2012, το τμήμα «Συμμόρφωση» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Επικοινωνιακά Δίκτυα, Περιεχόμενο και Τεχνολογίες της Επιτροπής (το οποίο αντικατέστησε το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας) γνωστοποίησε στην ενάγουσα ότι όλες οι παρατηρήσεις της επί των αναθεωρημένων εκθέσεων ελέγχου εξετάστηκαν με προσοχή, πλην όμως δεν περιέχουν κανένα συμπληρωματικό στοιχείο που να δικαιολογεί την τροποποίηση των συμπερασμάτων του ελέγχου. Ωστόσο, με το έγγραφο αυτό, το εν λόγω τμήμα επανέλαβε ότι είναι δυνατή η διεξαγωγή νέας συναντήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η ενάγουσα θα «προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία θεωρεί ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη και ενδεχομένως δικαιολογούν τροποποίηση των συμπερασμάτων του ελέγχου.»

40      Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 2012, η ενάγουσα απάντησε ότι, με βάση τη συμπεριφορά της Επιτροπής, θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν πρόκειται να δεχθεί τα επιχειρήματά της ούτε έχει την πρόθεση να τροποποιήσει τα συμπεράσματα του ελέγχου. Η ενάγουσα θεωρούσε, επίσης, ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί με τη διεξαγωγή νέας συναντήσεως και ότι, ως εκ τούτου, η συνάντηση αυτή δεν είναι πλέον απαραίτητη.

41      Επισημαίνεται, επίσης, ότι, με την αγωγή της, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή παρέβη τις επίμαχες συμβάσεις και ότι, ως εκ τούτου, οι επίμαχες δαπάνες, συνολικού ύψους 547 653,42 ευρώ, είναι επιλέξιμες και δεν πρέπει να επιστραφούν στην Επιτροπή.

42      Δεδομένου, όμως, ότι η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής δεν έχει εκδώσει πράξη με την οποία να ζητεί από την ενάγουσα την επιστροφή συγκεκριμένου ποσού, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί του αιτήματος της ενάγουσας, διότι η ζημία την οποία αυτή επικαλείται παραμένει έως σήμερα υποθετική.

43      Συναφώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα της ενάγουσας ότι έχει ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο απορρέει από ισχύουσα και πραγματική συμβατική σχέση, καθώς και από ισχύοντα δικαιώματα που αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως, μολονότι έχει καθοριστική σημασία για την επιλογή του νομικού ερείσματος του ενδίκου βοηθήματος που ενδεχομένως θα ασκήσει ένας εκ των συμβαλλομένων, εντούτοις δεν επηρεάζει την κρίση σχετικά με το αν ο εν λόγω συμβαλλόμενος έχει ενεστώς έννομο συμφέρον να ασκήσει αγωγή.

44      Η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το έννομο συμφέρον της να ασκήσει αγωγή, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι δεν υποχρεούται να επιστρέψει τις επίμαχες δαπάνες στην Επιτροπή, ήταν γεγενημένο κατά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Από τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε επανειλημμένως και συστηματικά αμφισβητήσει την επιλεξιμότητα των εν λόγω δαπανών.

45      Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι το τμήμα εξωτερικού ελέγχου της ΓΔ Κοινωνία της Πληροφορίας της Επιτροπής είχε μεν αποφασίσει να διατηρήσει ως επί το πλείστον τα συμπεράσματα του ελέγχου όσον αφορά τις επίμαχες δαπάνες, πλην όμως, με το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), διατύπωσε την εκτίμηση ότι οι επίμαχες δαπάνες μπορούν να χαρακτηριστούν επιλέξιμες ως έμμεσες δαπάνες, με το δε έγγραφο της 10ης Απριλίου 2012 (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), μείωσε το ύψος των απορριπτέων δαπανών για το έργο RACWeb. Σε κάθε περίπτωση και όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 34 ανωτέρω, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής δεν είχε ακόμη απευθύνει στην ενάγουσα αίτημα επιστροφής. Επομένως, η ενάγουσα δεν είχε ακόμη υποχρέωση να επιστρέψει κάποιο χρηματικό ποσό.

46      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα άλλα επιχειρήματα που προέβαλε η ενάγουσα.

47      Πρώτον, κατά την ενάγουσα, η απαίτηση ότι το έννομο συμφέρον του ενάγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς κατά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ δεν ισχύει σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής δυνάμει των άρθρων 272 ΣΛΕΕ και 340, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Κατ’ αυτήν δεν χωρεί κατ’ αναλογία εφαρμογή σε περίπτωση που η διαφορά διέπεται από ειδική διάταξη.

48      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Συγκεκριμένα, η απαίτηση ότι ο ασκών ένδικο βοήθημα πρέπει να έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον δεν ισχύει μόνο για το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω, καθώς και από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 38 και 41 έως 45 ανωτέρω προκύπτει ότι η απαίτηση αυτή δεν ισχύει μόνο στο πλαίσιο προσφυγών που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, αλλά εν γένει για όλα τα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται ενώπιον δικαστηρίου της Ένωσης.

49      Δεύτερον, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος αναγνωριστικής φύσεως με σκοπό την αναγνώριση της συμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, όπως εν προκειμένω, δεν απαιτείται βλαπτική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, η ενάγουσα φρονεί ότι, εάν έπρεπε να αναμείνει την τελική πράξη, δηλαδή την έκδοση, από την Επιτροπή, εντολής εισπράξεως των επίμαχων δαπανών, θα είχε μόνο τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε να αμφισβητήσει μόνο τη νομιμότητα της πράξεως, για τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Η ενάγουσα θα στερούνταν έτσι ενός ένδικου βοηθήματος το οποίο της παρέχει ευθέως η Συνθήκη και το οποίο συνίσταται στην αναγνώριση της συμβατικής ευθύνης της Επιτροπής.

50      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Συγκεκριμένα, από την εξέταση της νομολογίας προκύπτει ότι ουδόλως αποκλείεται ότι η έκδοση, από την Επιτροπή, εντάλματος εισπράξεως ή κάθε άλλης πράξεως αναπόσπαστα ενταγμένης σε ένα συμβατικό πλαίσιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αγωγής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Εξάλλου, η νομολογία που επικαλείται η ενάγουσα δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο αντίθετο προς το συμπέρασμα αυτό.

51      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στον ενάγοντα να επιλέξει το νομικό έρεισμα της αγωγής του και όχι στον δικαστή της Ένωσης να επιλέξει αυτός την καταλληλότερη νομική βάση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2013, T‑87/11, GRP Security κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Ωστόσο, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 256 ΣΛΕΕ και 272 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι μόνο δυνάμει ρήτρας διαιτησίας έχει το Γενικό Δικαστήριο αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί των διαφορών που αφορούν συμβάσεις και υποβάλλονται στην κρίση του από φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Αυγούστου 2011, T‑435/10, IEM κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με τις μονομερείς πράξεις, οι οποίες δεν στηρίζονται σε σύμβαση, οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑428/07 και T‑455/07, CEVA κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑2431, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 13ης Ιουνίου 2012, T‑246/09, Insula κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 96 έως 99).

54      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει το συμπέρασμα ότι, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση αγωγής, η ενάγουσα δεν είχε γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον προς άσκηση αγωγής. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

55      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.


Για τους λόγους αυτούς,


ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)


διατάσσει:


1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την Planet AE Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 9 Σεπτεμβρίου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.