Language of document : ECLI:EU:C:2017:479

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ‑BORDONA

της 20ής Ιουνίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑425/16

Hansruedi Raimund

κατά

Michaela Aigner

[αίτηση του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Σχέση μεταξύ αγωγής για παραποίηση/απομίμηση και ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας»






1.        Στην υπόθεση που οδήγησε στην υπό κρίση προδικαστική παραπομπή διάδικοι είναι δύο έμποροι σκευασμάτων (βοτάνων για προσθήκη σε υψηλού τίτλου αλκοόλες) παρεμφερών, αν όχι πανομοιότυπων, με την ίδια ονομασία, «Baucherlwärmer». Επιπλέον, ένα εξ αυτών προστατεύεται με σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταχωρισμένο στο Γραφείο διανοητικής ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) (2).

2.        Ο δικαιούχος του διακριτικού αυτού σημείου (Hansruedi Raimund) άσκησε αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του σήματός του, προβάλλοντας ότι η Michaela Aigner, η οποία πωλούσε τα εμπορεύματά της με την ίδια ονομασία, προσβάλλει τα εγγενή προς την προστασία της καταχωρίσεως δικαιώματα.

3.        Η M. Aigner αντέκρουσε την εν λόγω αγωγή προβάλλοντας ένσταση (3) ακυρότητας του σήματος και ασκώντας, δύο χρόνια αργότερα (4), ανταγωγή. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις προσήψε στον H. Raimund ότι κακή τη πίστει ζήτησε την καταχώριση του σημείου «Baucherlwärmer», δεδομένου ότι αυτή το χρησιμοποιούσε προτού αυτός αποκτήσει το δικαίωμα βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

4.        Η διαφορά αποτέλεσε αντικείμενο δύο διαδικασιών, και δη πρωτοδίκως ενώπιον του αυστριακού δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης (Handelsgericht Wien, εμποροδικείου Βιέννης, Αυστρία) και κατ’ έφεση ενώπιον του Oberlandesgericht Wien (εφετείου Βιέννης, Αυστρία). Ενώ η ανταγωγή παραμένει εκκρεμής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση σήματος εκδόθηκαν αποφάσεις τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση. Επί της τελευταίας καλείται να αποφανθεί, κατ’ αναίρεση, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία).

5.        Συγκεκριμένα, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) καλείται να κρίνει αν η απόφαση στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση σήματος μπορούσε να εκδοθεί εγκύρως πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της ανταγωγής. Προς άρση των αμφιβολιών του, υποβάλλει δύο προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να αποφανθεί σχετικά με το πεδίο ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 (5) λαμβανομένων υπόψη δύο κρίσιμων παραγόντων: α) του τεκμηρίου εγκυρότητας των σημάτων της Ένωσης και β) της αλληλεπιδράσεως μεταξύ των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση των εν λόγω σημάτων και των ενδεχόμενων ανταγωγών περί κηρύξεως της ακυρότητας τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι εναγόμενοι κατόπιν της ασκήσεως των αγωγών.

 I.      Νομικό πλαίσιο: κανονισμός 207/2009

6.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 207/2009:

«Οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των κοινοτικών σημάτων είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Κοινότητας, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του Γραφείου και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των σημάτων [της Ένωσης]. […]»

7.        Κατά την αιτιολογική σκέψη 17 του εν λόγω κανονισμού:

«Θα πρέπει να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση σήμα [της Ένωσης] και παράλληλα εθνικά σήματα. […]»

8.        Στο πλαίσιο των γενικών διατάξεων του τίτλου I, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«2.      Το σήμα [της Ένωσης] έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Κοινότητα: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Κοινότητα. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.»

9.        Στον τίτλο VI, που αφορά την παραίτηση, την έκπτωση και την ακυρότητα, ρυθμίζονται, στο τμήμα 3, οι λόγοι ακυρότητας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 52 του τμήματος αυτού εκτίθενται, για τους σκοπούς που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, οι απόλυτοι λόγοι ακυρότητας ως εξής:

«1.      Ένα σήμα [της Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)      εάν το σήμα [της Ένωσης] δεν καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·

β)      εάν ο καταθέτης ενήργησε κακή τη πίστει κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος.

[…]»

10.      Το άρθρο 53 του κανονισμού 207/2009 μνημονεύει τους σχετικούς λόγους ακυρότητας, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, ως εξής:

«1.      Το σήμα [της Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

[…]

γ)      όταν υφίσταται προγενέστερο δικαίωμα προβλεπόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 4, και πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής.

[…]»

11.      Στον τίτλο X («Δικαιοδοσία και διαδικασία σε αγωγές που αφορούν σήματα της Ένωσης») περιλαμβάνεται, στο τμήμα 2, το οποίο αφορά τις δίκες σε θέματα παραποιήσεως/απομιμήσεως και εγκυρότητας σημάτων της Ένωσης, το άρθρο 95, κατά την παράγραφο 1 του οποίου:

«1.      Τα κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους τον μικρότερο δυνατό αριθμό πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων που καλούνται στο εξής “δικαστήρια σημάτων [της Ένωσης]”, τα οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.»

12.      Το άρθρο 96 («Αρμοδιότητα σε θέματα παραποίησης/απομίμησης και εγκυρότητας») του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Τα δικαστήρια σημάτων [της Ένωσης] έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση

α)      όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση και –εάν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο– για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση σήματος [της Ένωσης]·

[…]

δ)      των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του σήματος [της Ένωσης] που προβλέπονται στο άρθρο 100.»

13.      Το άρθρο 99 («Τεκμήριο εγκυρότητας – Άμυνα επί της ουσίας») του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δικαστήρια σημάτων [της Ένωσης] θεωρούν το σήμα [της Ένωσης] έγκυρο, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα με ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.      Η εγκυρότητα σήματος [της Ένωσης] δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με αναγνωριστική αγωγή για μη παραποίηση/απομίμηση.

3.      Στις αναφερόμενες στο άρθρο 96, στοιχεία αʹ και γʹ, αγωγές [(6)], η ένσταση της έκπτωσης ή της ακυρότητας του σήματος [της Ένωσης] που προβάλλεται με άλλο τρόπο πλην της ανταγωγής, είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο δικαιούχος του σήματος [της Ένωσης] θα μπορούσε να εκπέσει των δικαιωμάτων του λόγω ανεπαρκούς χρήσης ή ότι το σήμα θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρο λόγω ύπαρξης προγενέστερου δικαιώματος του εναγόμενου.»

14.      Το άρθρο 100 του κανονισμού 207/2009 ορίζει τα εξής:

«1.      Η ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.      Το δικαστήριο σημάτων [της Ένωσης] απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το Γραφείο έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

[…]»

15.      Για τις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται συνάφεια υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων ή ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης και του EUIPO, το άρθρο 104 του κανονισμού 207/2009 προβλέπει τα εξής:

«1.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, ένα δικαστήριο σημάτων [της Ένωσης] που έχει επιληφθεί αγωγής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 96, εκτός της αναγνωριστικής αγωγής μη παραποίησης/απομίμησης, αναστέλλει τη διαδικασία, είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του σήματος [της Ένωσης] έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου σημάτων [της Ένωσης] ή εάν έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον του Γραφείου αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, το Γραφείο, όταν έχει επιληφθεί αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, αναστέλλει τη διαδικασία είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του σήματος [της Ένωσης] έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον δικαστηρίου σημάτων [της Ένωσης]. […]»

 II.      Ιστορικό της διαφοράς και προδικαστικά ερωτήματα

 A.      Πραγματικά περιστατικά (7)

16.      Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο πατέρας της M. Aigner ασχολούνταν με το εμπόριο, μεταξύ άλλων προϊόντων, βοτάνων και σκευασμάτων μπαχαρικών και βοτάνων, τα οποία πωλούσε στο κατάστημά του καθώς και ως πλανόδιος έμπορος, σε πανηγύρεις, αγορές και δρόμους.

17.      Το 2000, η M. Aigner ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα της υπό την εταιρική επωνυμία «Kräuter Paul» («Βοτανολόγος Paul») και πωλεί ιδίως ένα μείγμα βοτάνων για την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών υψηλού αλκοολικού τίτλου, με την ονομασία «Baucherlwärmer» (8).

18.      Ο H. Raimund εργάστηκε με τον πατέρα της M. Aigner έως το 1998, οπότε έγινε ανταγωνιστής του. Από το 2000 περίπου, εμπορεύεται, υπό την εταιρική επωνυμία «Bergmeister», ένα σκεύασμα μπαχαρικών, επίσης με την ονομασία «Baucherlwärmer», για την ίδια χρήση και με τις ίδιες ιδιότητες και τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα του προϊόντος της ανταγωνίστριάς του.

19.      Στις 28 Απριλίου 2006, ο H. Raimund, με σκοπό να διασφαλίσει την αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων επί του σημείου, εξασφάλισε την καταχώριση του (λεκτικού) σήματος της Ένωσης «Baucherlwärmer», για τις κλάσεις 5, 29, 30 και 33 του Διακανονισμού της Νίκαιας (9), με προτεραιότητα από τις 17 Μαΐου 2005, ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως.

20.      Κατά τον H. Raimund, σε πανήγυρη στο Waldviertel (Κάτω Αυστρία) και σε άλλες αγορές στην περιοχή της Άνω Αυστρίας καθώς και στο Σάλτσμπουργκ, τον Ιούλιο του 2006, διαπίστωσε ότι η M. Aigner πρόσφερε και πωλούσε το προϊόν της με την ονομασία «Baucherlwärmer».

21.      Εκτιμώντας ότι η M. Aigner προσέβαλε τα δικαιώματά του που απορρέουν από το σήμα της Ένωσης, ο H. Raimund άσκησε εναντίον της αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ενώπιον του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης), το οποίο δικάζει στην Αυστρία ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο σημάτων της Ένωσης.

 B.      Πορεία της διαδικασίας

22.      Στη δίκη για προσβολή του δικαιώματός του επί του σήματος, ο Η. Raimund ζήτησε να υποχρεωθεί η M. Aigner: i) να παύσει να χρησιμοποιεί το σημείο «Baucherlwärmer» για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των προμνησθεισών κλάσεων (αξίωση παραλείψεως), ii) να αποσύρει από την κυκλοφορία κάθε προϊόν και να παύσει κάθε πράξη που συνιστά προσβολή του δικαιώματος επί του σήματος (αξίωση αποσύρσεως) (10) και iii) να δημοσιεύσει την απόφαση (αξίωση δημοσιεύσεως).

23.      Στο υπόμνημα αντικρούσεώς της, η M. Aigner υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο H. Raimund απέκτησε το σήμα της Ένωσης κατά τρόπο που αντίκειται στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη. Με τα ίδια επιχειρήματα άσκησε, αρκετά αργότερα, ανταγωγή ακυρότητας του καταχωρισμένου από τον H. Raimund σήματος.

24.      Σε πρώτο βαθμό, το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης) ανέστειλε την εκδίκαση της ανταγωγής, έως την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της αγωγής παραποιήσεως/απομιμήσεως.

25.      Εντούτοις, το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης) ανακάλεσε την αναστολή μετά την αντίστοιχη έφεση, με αποτέλεσμα η ανταγωγή να εξακολουθεί να εκκρεμεί σε πρώτο βαθμό (11), χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής έως σήμερα. Αντιθέτως, με την απόφαση που εξέδωσε στις 17 Μαΐου 2015, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση δεχόμενο ότι αποδείχθηκε η κακή πίστη του H. Raimund κατά την καταχώριση του σήματος, όπως ακριβώς είχε προβάλει με την ένστασή της η M. Aigner.

26.      Το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης) επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση με την απόφαση που εξέδωσε στις 5 Οκτωβρίου 2015. Κατά το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης), το άρθρο 99 του κανονισμού 207/2009 επιτρέπει στον εναγόμενο σε αγωγές για παραποίηση/απομίμηση σήματος να αντιτάξει την κακή πίστη του δικαιούχου (τότε αιτούντος) του οικείου σημείου, εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα του καταχωρισμένου σήματος με ανταγωγή, ακόμη και αν η ανταγωγή δεν έχει κριθεί ακόμη. Επομένως, πληρούται η απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

27.      Κατά το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης), όταν ο H. Raimund ζήτησε την καταχώριση του σήματος γνώριζε ήδη από καιρό ότι η M. Aigner, και πριν από αυτήν ο πατέρας της, χρησιμοποιούσαν το σημείο «Baucherlwärmer» για προϊόν πολύ παρεμφερές στο δικό του. Με την αίτησή του, ο H. Raimund επιδίωξε να εμποδίσει τη συνέχιση της χρήσεως του διακριτικού αυτού σημείου από την M. Aigner.

28.      Το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης) επιβεβαίωσε, τελικώς, ότι το σήμα που καταχώρισε ο H. Raimund έπασχε ακυρότητα, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, λόγω καταθέσεως της αιτήσεως κακή τη πίστει. Ως εκ τούτου, ο H. Raimund δεν μπορούσε να επικαλεστεί το σήμα έναντι της M. Aigner.

29.      Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) καλείται να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης) στη δίκη για προσβολή του δικαιώματος επί του σήματος. Ο δικαιούχος του σήματος, H. Raimund, προβάλλει, ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ότι τα δικαστήρια της ουσίας δεν μπορούσαν να κρίνουν στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση την ένσταση της κακής πίστεως, χωρίς την προηγούμενη συνένωση των δύο δικών (με αντικείμενο την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση και την ανταγωγή ακυρότητας) ή την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανταγωγής.

30.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, βάσει του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, η ένσταση ακυρότητας μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον εάν ο εναγόμενος στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση «αμφισβήτησε την εγκυρότητα» του σήματος με ανταγωγή. Υποστηρίζει ότι, κατά τη γραμματική ερμηνεία του εν λόγω κανόνα, η απαιτούμενη προϋπόθεση πληρούται απλώς και μόνο με την άσκηση της ανταγωγής. Αντιθέτως, κατά την τελεολογική ερμηνεία του κανόνα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι επιδιώκεται η αποφυγή των αποκλίσεων μεταξύ των έννομων καταστάσεων inter partes, οι οποίες απορρέουν από τη δίκη για παραποίηση/απομίμηση, και καταστάσεων σχετικών με την erga omnes ισχύ της αναγνωριστικής αποφάσεως ακυρότητας του σήματος, στο πλαίσιο της ανταγωγής.

31.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, καίτοι ο νομοθέτης της Ένωσης καθορίζει ως αρχή ότι η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση μπορεί να απορριφθεί μόνον λόγω υπάρξεως δεόντως εξακριβωμένου λόγου ακυρότητας του σήματος, με ισχύ erga omnes, η ρύθμιση του αυστριακού δικαίου είναι κάπως διαφορετική. Αφενός, οι ρυθμίσεις που ισχύουν επί των δικών για παραποίηση/απομίμηση εθνικού σήματος δεν προβλέπουν την erga omnes αναγνώριση της ακυρότητάς του βάσει ασκήσεως ανταγωγής (12). Αφετέρου, στο πλαίσιο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του εν λόγω εθνικού σήματος, η αναγνώριση της ακυρότητας είναι δυνατή μόνον ως «προκριματικό ζήτημα» και ισχύει μόνο inter partes.

32.      Στον τομέα των σημάτων της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για να μπορεί να ευδοκιμήσει η ένσταση ακυρότητας που προβάλλεται σε δίκη για παραποίηση/απομίμηση, το σήμα πρέπει συγχρόνως να έχει κηρυχθεί άκυρο στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας.

33.      Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) συνοψίζει ως ακολούθως τις τρεις εναλλακτικές –και τις συναφείς αμφιβολίες– που υπάρχουν, διερωτώμενο:

–        «Εάν αρκεί η άσκηση ανταγωγής, έτσι ώστε να είναι δυνατή η απόρριψη της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της ανταγωγής για κακή τη πίστει απόκτηση του δικαιώματος επί του σήματος· ή

–        εάν η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση δύναται να απορριφθεί για αυτόν τον λόγο μόνον εάν τουλάχιστον συγχρόνως το σήμα κηρυχθεί άκυρο λόγω της ανταγωγής· ή

–        εάν η κατά την εκδίκαση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση προβαλλόμενη ένσταση περί αποκτήσεως των δικαιωμάτων επί του σήματος κακή τη πίστει μπορεί να ευδοκιμήσει μόνον αφού το σήμα κηρύχθηκε τελεσίδικα άκυρο κατόπιν της ασκήσεως ανταγωγής» (13).

34.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί μια αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος της [Ένωσης] (άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009 […]), να απορριφθεί κατόπιν ενστάσεως περί κακόπιστης αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος (άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009 […]), αν ο εναγόμενος έχει ασκήσει ανταγωγή για κήρυξη της ακυρότητας του σήματος της [Ένωσης] για τον ίδιο λόγο (άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 […]), όμως το δικαστήριο δεν έχει εισέτι εκδώσει απόφαση επί της εν λόγω ανταγωγής;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Μπορεί το δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή κατόπιν ενστάσεως περί κακόπιστης καταθέσεως αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος και παράλληλα να κάνει δεκτή την ανταγωγή για κήρυξη της ακυρότητας, ή πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναβάλει την απόφαση επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση έως ότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της ανταγωγής;»

 III.      Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και κυριότερα επιχειρήματα των διαδίκων

 A.      Διαδικασία

35.      Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 2016.

36.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν αμφότεροι οι διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης.

37.      Δεν κρίθηκε απαραίτητη η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

 B.      Συνοπτική έκθεση των παρατηρήσεων των διαδίκων

38.      Από τις τρεις εναλλακτικές που εξέθεσε το αιτούν δικαστήριο, ο H. Raimund υιοθετεί την τελευταία, δηλαδή την αναγκαιότητα να υπάρχει τελεσίδικη αναγνώριση της ακυρότητας, μέσω ανταγωγής (ή, ενδεχομένως, σε διοικητικό επίπεδο), για την απόρριψη επί της ουσίας της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση σήματος.

39.      Ο H. Raimund θεμελιώνει την απόρριψη της πρώτης εναλλακτικής (κατά την οποία η απλή άσκηση της ανταγωγής αρκεί για την τήρηση του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009) στο γεγονός ότι αυτή δεν συνάδει με τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, συντάσσεται με τη θέση του αιτούντος δικαστηρίου ότι το σύστημα του κανονισμού 207/2009, υπό το φως επίσης του άρθρου 104 του κανονισμού, παρέχει στην άσκηση ανταγωγής το προβάδισμα έναντι της ενστάσεως στο πλαίσιο των δικών για παραποίηση/απομίμηση, όταν πρόκειται περί της αναγνωρίσεως της ακυρότητας σήματος. Η προτίμηση αυτή απορρέει από τον erga omnes χαρακτήρα των αποφάσεων που εκδίδονται επί των ανταγωγών σε σχέση με την ισχύ μόνον inter partes των αποφάσεων επί των ενστάσεων.

40.      Ο H. Raimund εκτιμά επίσης ότι δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης η απλή τυπική πράξη της ασκήσεως ανταγωγής. Εάν γίνει δεκτό ότι τηρείται κατ’ αυτόν τον τρόπο το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το άρθρο 100, παράγραφος 7, καθίσταται άνευ αντικειμένου.

41.      Όσον αφορά τη δεύτερη εναλλακτική (την αναγκαιότητα υπάρξεως ταυτόχρονων αποφάσεων στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση και στη δίκη επί της ανταγωγής), ο H. Raimund την απορρίπτει δεδομένου ότι δεν αποτρέπει την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων, όπως δέχθηκε και το ίδιο το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) στη διάταξη περί παραπομπής (14).

42.      Επομένως, ο H. Raimund τάσσεται υπέρ της τρίτης εναλλακτικής (ήτοι να μην κρίνεται η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας), δεδομένου ότι με αυτήν γίνεται σεβαστή η erga omnes ισχύς των αναγνωριστικών αποφάσεων της ακυρότητας του σήματος που εκδίδονται στο πλαίσιο ανταγωγής. Υπέρ της συγκεκριμένης ερμηνείας, ο H. Raimund προβάλλει λόγους οικονομίας της δίκης.

43.      Από την πλευρά της, η M. Aigner υποστηρίζει την πρώτη εναλλακτική που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο. Θεμελιώνει την άποψή της στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Κατ’ αυτήν, ο εν λόγω κανόνας απαιτεί μόνον η ανταγωγή να έχει ασκηθεί (αρκεί να «αμφισβητηθεί» η εγκυρότητα του σήματος), αλλά όχι να έχει κριθεί με δικαστική απόφαση, πόσω μάλλον να είναι αυτή τελεσίδικη.

44.      Επιπλέον, κατά το άρθρο 99, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, η ακυρότητα του σήματος, λόγω κακής πίστεως του δικαιούχου του, μπορεί να προβληθεί κατά την αντίκρουση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, δεδομένου ότι το εν λόγω σήμα «θα μπορούσε να κηρυχθεί άκυρο», εάν υπάρχει προγενέστερο δικαίωμα του εναγομένου, χωρίς να γίνεται καμία μνεία σε ήδη τελεσίδικη απόφαση περί ακυρότητας.

45.      Η M. Aigner επισημαίνει ότι ούτε το γράμμα ούτε ο σκοπός του ως άνω άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 διασφαλίζουν το συμφέρον αποφυγής αποκλινουσών αποφάσεων στις δίκες για παραποίηση/απομίμηση (που παράγουν αποτελέσματα inter partes) και στις διαδικασίες ακυρότητας (erga omnes) του σήματος. Απόκειται στο εθνικό δίκαιο να επιλύσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης γνώριζε και αποδέχθηκε, ενώ, εξάλλου, ο μεταγενέστερος κανονισμός 2015/2424 δεν τροποποίησε τις οικείες διατάξεις.

46.      Τέλος, επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε απορρίψει τη θέση της, η M. Aigner προτείνει να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η απόρριψη της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του σήματος προϋποθέτει την αναγνώριση, τουλάχιστον συγχρόνως, της ακυρότητας του σήματος στο πλαίσιο ανταγωγής, και τούτο απαιτεί τη συνεκδίκασή τους. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν εξαλείφεται ο κίνδυνος αποκλινουσών αποφάσεων επί της ουσίας.

 IV.      Εκτίμηση

 A.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

47.      Οι ιδιαιτερότητες της υπό κρίση υποθέσεως μπορεί να αποπροσανατολίσουν όσους είναι συνηθισμένοι σε ένα σύστημα πολιτικής δικονομίας στο οποίο η ανταγωγή (και όχι μόνο στο πλαίσιο του δικαίου των σημάτων) ασκείται στην ίδια δίκη και ενώπιον του ίδιου, επιληφθέντος της αγωγής, δικαστή ή δικαστηρίου που αποφαίνεται συγχρόνως επί της αγωγής και της ανταγωγής με μία ενιαία απόφαση (15).

48.      Από τη διάταξη περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι το αυστριακό αστικό δικονομικό δίκαιο δεν στοιχείται κατ’ ανάγκη προς τους ως άνω κανόνες και, για τον λόγο αυτόν, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμη η ανάπτυξη συλλογιστικής η οποία θα συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των εξεταζόμενων ερωτημάτων.

49.      Πρώτον, το Oberster Gerichsthof (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι, κατά τον αυστριακό κώδικα πολιτικής δικονομίας, «το δικαστήριο θα εξέταζε (προκριματικά) την ένσταση ακυρότητας εθνικού σήματος κατά τη δίκη περί προσβολής ακόμα και σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν είχε υποβάλει σχετική αίτηση διαγραφής στο αυστριακό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων (επί εθνικών σημάτων δεν προβλέπεται η άσκηση ανταγωγής)» (16). Εντούτοις, δέχεται ότι αυτό δεν συμβαίνει όταν πρόκειται για σήματα της Ένωσης.

50.      Δεύτερον, εάν ως ανταγωγή νοείται, γενικά, μια αντίθετη αγωγή η οποία ασκείται από τον εναγόμενο σε δίκη στρεφόμενη κατ’ αυτού από τον ενάγοντα ενώπιον του ίδιου δικαιοδοτικού οργάνου (17), η M. Aigner παραδεκτώς προέβαλε το αίτημά της με ανταγωγή στην ανοιγείσα δίκη, καθόσον την άσκησε ενώπιον του αρμόδιου στην Αυστρία δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης(18)

51.      Τρίτον, από άλλη οπτική, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει τα ερωτήματά του θεωρώντας ότι η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του σήματος δεν μπορεί να απορριφθεί, εν προκειμένω, για λόγους διαφορετικούς από την κακή πίστη του αιτούντος το σήμα (όπως η απουσία κινδύνου συγχύσεως των προϊόντων των διαδίκων). Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι, εφόσον συντρέχουν οι άλλες αυτές περιστάσεις, δεν θα απαιτείται κατ’ ανάγκη να εκδικασθεί προηγουμένως η ανταγωγή.

 B.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

52.      Επιτρέπεται, βάσει του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, η απόρριψη αγωγής για παραποίηση/απομίμηση σήματος, λόγω της κακής πίστεως του αιτούντος το σήμα, όταν ο εναγόμενος άσκησε με τη σειρά του ανταγωγή (βασισμένη στην ίδια κακή πίστη) με αίτημα την ακυρότητα του σήματος, και η εν λόγω ανταγωγή δεν έχει κριθεί ακόμη; Αυτό είναι, συνοπτικά, το αρχικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου.

53.      Εκτιμώ ότι θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό να δοθεί απάντηση στο ερώτημα με γνώμονα μόνον το γράμμα του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Ελλείψει άλλων νομολογιακών προηγούμενων (καθόσον, εάν δεν απατώμαι, ο συγκεκριμένος κανόνας δεν έχει ερμηνευθεί έως τώρα από το Δικαστήριο), η απάντηση πρέπει να έχει ως αφετηρία δύο στοιχεία εγγενή στο υπό εξέταση άρθρο και σε άλλα άρθρα του ίδιου νομικού πλαισίου.

54.      Το πρώτο από τα στοιχεία αυτά είναι ο ενιαίος χαρακτήρας του σήματος της Ένωσης, του οποίου η σημασία δεν πρέπει να παροράται. Κατά την αιτιολογική σκέψη 3, σκοπός του κανονισμού 207/2009 είναι η καθιέρωση ενός καθεστώτος σημάτων της Ένωσης το οποίο θα παρέχει στα σήματα ενιαία προστασία, ώστε να παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλο το έδαφος της Ένωσης.

55.      Ο εν λόγω σκοπός αποτυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο το σήμα της Ένωσης έχει ενιαίο χαρακτήρα, παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση και δεν μπορεί να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραιτήσεως ή αποφάσεως περί εκπτώσεως του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητας, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Ένωση (19).

56.      Στις αιτιολογικές σκέψεις 16 και 17 του ίδιου κανονισμού τονίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας του τίτλου βιομηχανικής ιδιοκτησίας της Ένωσης. Βάσει αυτών, αφενός, οι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποιήσεως/απομιμήσεως των σημάτων της Ένωσης είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της Ένωσης, ώστε να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του Γραφείου οι οποίες θίγουν τον ενιαίο χαρακτήρα των εν λόγω σημάτων. Αφετέρου, τονίζεται η αναγκαιότητα να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί αγωγών μεταξύ των ιδίων διαδίκων, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά με βάση σήμα της Ένωσης και παράλληλα εθνικά σήματα (20).

57.      Το δεύτερο στοιχείο που έχει σημασία είναι το τεκμήριο εγκυρότητας το οποίο απολαύουν τα σήματα της Ένωσης, μετά τον έλεγχο που διενεργεί το EUIPO κατά την εξέταση της αιτήσεως καταχωρίσεως. Η τήρηση της αρχής της νομιμότητας σημαίνει την αναγνώριση της πλήρους ισχύος των εν λόγω σημάτων (καθόσον η καταχώρισή τους είναι πράξη προερχόμενη από οργανισμό της Ένωσης), εφόσον δεν έχει διαπιστωθεί η ακυρότητά τους με άλλη αντίθετη τελεσίδικη απόφαση εκδοθείσα από αρμόδιο όργανο (21).

58.      Το εν λόγω τεκμήριο κατοχυρώνεται νομικά στο άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιβάλλει σε όλους τους ενδιαφερομένους, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, να θεωρούν καταρχήν έγκυρα τα σήματα της Ένωσης.

59.      Οι μηχανισμοί προσβολής της εν λόγω εγκυρότητας προβλέπονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του ως άνω κανονισμού και είναι δύο: α) η διοικητική διαδικασία ενώπιον του EUIPO, αιτήσει διαδίκου (22)· και β) η ανταγωγή κατόπιν της ασκήσεως αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του σήματος, ήτοι η δικαστική διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σημάτων της Ένωσης.

60.      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι απαγορεύεται στα δικαστήρια σημάτων της Ένωσης να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα σήματος και ότι, στις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν τους, απόκειται στον εναγόμενο, μέσω ανταγωγής, να ζητήσει την κήρυξη της ακυρότητας (23) του σήματος του οποίου η παραποίηση/απομίμηση προσάπτεται σε αυτόν στο πλαίσιο της κύριας δίκης (24).

61.      Εντούτοις, το άρθρο 99, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009 επιτρέπει στον εναγόμενο σε δίκη για παραποίηση/απομίμηση σήματος (25) να προβάλει την ένσταση ακυρότητας, χωρίς να χρειάζεται να ασκήσει ανταγωγή, αλλά μόνο εάν επικαλεστεί ίδιο προγενέστερο δικαίωμα επί του επίμαχου σημείου (26). Εν προκειμένω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

62.      Από την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, και του άρθρου 53, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 99, παράγραφοι 1 και 3, και με το άρθρο 100, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, προκύπτει ότι η κήρυξη της ακυρότητας σήματος της Ένωσης μπορεί να επιδιωχθεί, σε δικαστικό επίπεδο, μόνο με ανταγωγή. Η ανταγωγή θα πρέπει να θεμελιώνεται σε έναν ή περισσότερους από τους λόγους που απαριθμούνται στα προπαρατεθέντα άρθρα 52 (απόλυτοι λόγοι ακυρότητας) και 53 (σχετικοί λόγοι ακυρότητας) του ως άνω κανονισμού. Η μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 99, παράγραφος 3, του κανονισμού και στην οποία έγινε μνεία ανωτέρω, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω.

63.      Η επιλογή αυτή του νομοθέτη της Ένωσης συνάδει με τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος και με τον σκοπό αποφυγής της εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων επί του ίδιου διακριτικού σημείου που έχει καταχωρισθεί από το EUIPO.

64.      Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε δίκες για παραποίηση/απομίμηση σημάτων της Ένωσης ισχύουν inter partes, με αποτέλεσμα, όταν καταστούν τελεσίδικες, το δεδικασμένο να δεσμεύει μόνον αυτούς που μετείχαν στην οικεία δίκη. Αντιθέτως, οι αποφάσεις στις οποίες κηρύσσεται η ακυρότητα του σήματος, κάνοντας δεκτή την ανταγωγή, παράγουν αποτελέσματα erga omnes. Για τον λόγο αυτόν, βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, το EUIPO οφείλει να καταχωρίζει στο μητρώο σημάτων «μνεία της [δικαστικής ακυρωτικής] απόφασης», η οποία έχει αναδρομική (ex tunc) ισχύ (27).

65.      Εάν γίνει δεκτό ότι κάθε εναγόμενος σε αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος μπορεί να προβάλει άνευ ετέρου, κατ’ ένσταση, τους (απόλυτους ή σχετικούς) λόγους ακυρότητας αυτού, θα υπάρχει κίνδυνος παρόμοιες αγωγές τις οποίες καταθέτει ο δικαιούχος του δικαιώματος σε διάφορα δικαιοδοτικά όργανα να οδηγήσουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αναγνώριση της ακυρότητας του σήματος και, σε άλλες περιπτώσεις, στην αντίθετη λύση. Σημειωτέον ότι, βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, για την άσκηση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, ο δικαιούχος του σήματος έχει επίσης την εναλλακτική να κάνει χρήση του forum delicti commissi αντί του φόρουμ της κατοικίας του εναγομένου (28).

66.      Επομένως, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων η εγκυρότητα του συγκεκριμένου είδους σημάτων μόνον μέσω της ασκήσεως ανταγωγής. Ταυτόχρονα, καθιέρωσε έναν μηχανισμό ασφαλείας για την αντιμετώπιση της ενδεχόμενης ασκήσεως πλειόνων αγωγών, τόσο αγωγών για παραποίηση/απομίμηση όσο και ανταγωγών: την αναστολή της προόδου της δίκης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

67.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορώ να συνταχθώ με την ερμηνεία του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 που προτείνει η M. Aigner. Κατ’ αυτήν, η ένσταση ακυρότητας του σήματος μπορεί να γίνει δεκτή, στο πλαίσιο δίκης για παραποίηση/απομίμηση, εφόσον έχει ασκηθεί ανταγωγή (πλην όμως αυτή δεν έχει ακόμη κριθεί).

68.      Όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η λύση αυτή δεν συνάδει με τον σκοπό του κανόνα. Δεν είναι κατανοητό για ποιον λόγο ο νομοθέτης της Ένωσης να επιβάλλει την αναστολή της διαδικασίας, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας μεταξύ δύο δικαστηρίων σημάτων, για την αποφυγή εκδόσεως διαφορετικών αποφάσεων επί του ιδίου αντικειμένου, αλλά να μην επιβάλλει την ίδια υποχρέωση όταν η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση και η ανταγωγή φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης (καίτοι αυτό εκδικάζει μέσω δύο διαφορετικών συνθέσεων).

69.      Αναμφισβήτητα, δυνάμει της δικονομικής του αυτονομίας (29), απόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίζει την οργάνωση των δικαστηρίων σημάτων της Ένωσης, καθώς και να ορίζει τους δικονομικούς κανόνες τους, τηρώντας τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό 207/2009. Εντούτοις, το σύστημα απονομής αρμοδιοτήτων (και, υπό την ίδια έννοια, το σύστημα κατανομής υποθέσεων μεταξύ των διαφορετικών συνθέσεων του ίδιου δικαστηρίου) στα εθνικά δικαστήρια σημάτων της Ένωσης δεν πρέπει να διακυβεύει τον σκοπό της αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων σχετικά με το ίδιο σήμα.

70.      Το σύστημα δικαστικής προσβολής των σημάτων της Ένωσης διακρίνει μεταξύ μέσων άμυνας επί της ουσίας (ενστάσεων) και ανταγωγών. Ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει την ένσταση ακυρότητας του σήματος, στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, μόνον όταν έχει ο ίδιος προγενέστερο δικαίωμα επί του οικείου σημείου (προπαρατεθέν άρθρο 99, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009) (30).

71.      Πέραν της περιπτώσεως αυτής, ο εναγόμενος για παραποίηση/απομίμηση σήματος της Ένωσης ο οποίος υποστηρίζει ότι αυτό είναι άκυρο οφείλει να ασκήσει ανταγωγή. Η προβαλλόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο ακυρότητα καθίσταται κατ’ ανάγκη προκριματικό ζήτημα σε σχέση με την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, δεδομένου ότι τίθεται εν αμφιβόλω το τεκμήριο της εγκυρότητας του σήματος. Προτού εξετασθεί αν προσβάλλονται τα εγγενή προς το σήμα δικαιώματα, πρέπει να επιλυθεί ως ζήτημα εκ των ων ουκ άνευ η εγκυρότητα του οικείου διακριτικού σημείου, την οποία έθεσε ακριβώς εν αμφιβόλω ο εναγόμενος με την ανταγωγή του.

72.      Δεν θα ήταν λογικό από δικονομικής απόψεως να απορριφθεί η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση (με εξαίρεση την περίπτωση την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο) χωρίς να αρθούν οι αμφιβολίες σχετικά με την ακυρότητα του σήματος οι οποίες εκτίθενται στην ανταγωγή. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση που οι υποθέσεις εξετάζονται ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων σημάτων της Ένωσης όσο και στην περίπτωση που εξετάζονται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου [εν προκειμένω, του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης)] οσάκις δικαιοδοτεί υπό διαφορετικές συνθέσεις χωριστά σε καθεμία από τις δίκες αυτές.

73.      Επομένως, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 έχει την έννοια ότι, εφόσον ασκηθεί ανταγωγή στην οποία προβάλλεται η ακυρότητα του σήματος της Ένωσης λόγω κακής πίστεως του δικαιούχου του κατά την καταχώρισή του, το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του εν λόγω σήματος δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει δεκτό τον συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, ο οποίος προβάλλεται κατ’ ένσταση, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ανταγωγής.

 Γ.      Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

74.      Το δεύτερο ερώτημα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) υποβάλλεται για την περίπτωση που, όπως προτείνω, ήθελε δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

75.      Η αμφιβολία του αιτούντος δικαστηρίου σχετίζεται με το γεγονός ότι, υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις, το δικαστήριο σημάτων της Ένωσης οφείλει να αναμένει την απόφαση επί της ανταγωγής, προκειμένου να αποφανθεί επί της παραποιήσεως/απομιμήσεως του σήματος. Εντούτοις, αρκεί η έκδοση αποφάσεως ή πρέπει αυτή να καταστεί τελεσίδικη;

76.      Εάν η ανταγωγή του εναγομένου ευδοκιμήσει (δηλαδή, εάν το διακριτικό σημείο κηρυχθεί άκυρο), το δικαστήριο σημάτων μπορεί, κατά τα προβλεπόμενα στο εθνικό του δίκαιο (31), τόσο να απορρίψει την αγωγή παραποιήσεως/απομιμήσεως όσο και να κρίνει ότι αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η παραποίηση/απομίμηση σήματος το οποίο απώλεσε αναδρομικά (ex tunc) την προστασία της καταχωρίσεως.

77.      Εξαρτώντας την απόφαση που θα εκδοθεί στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση από την προηγούμενη δικαστική κρίση επί της ανταγωγής, το αρμόδιο δικαστήριο εκπληρώνει τον σκοπό της αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων οι οποίες μπορούν να διακυβεύσουν τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ένωσης.

78.      Εντούτοις, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) ανησυχεί ότι η δικονομική συμπεριφορά των διαδίκων στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση και στην ανταγωγή μπορεί να υπονομεύσει, εκ νέου, την επιτευχθείσα με τις ταυτόχρονες αποφάσεις συνεκτικότητα εάν, για παράδειγμα, ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον του ανώτερου ιεραρχικά δικαστηρίου μόνον κατά μίας εξ αυτών (32).

79.      Σε μια τέτοια περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, ακριβώς για τον αποκλεισμό της ενδεχόμενης αντιφάσεως, θα πρέπει να απαιτηθεί από το πρώτο δικαστήριο να μην αποφανθεί επί της διαφοράς σχετικά με την παραποίηση/απομίμηση του σήματος έως ότου αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η ανταγωγή.

80.      Κατά την άποψή μου, ο κανονισμός 207/2009 δεν περιέχει κανέναν απόλυτο κανόνα βάσει του οποίου το αρμόδιο δικαστήριο οφείλει να αναμένει να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η ανταγωγή. Δεν περιέχει επίσης κανέναν κανόνα που να απαγορεύει κάτι τέτοιο.

81.      Από τα άρθρα του κανονισμού 207/2009 τα οποία κάνουν ρητή μνεία στην ισχύ «δεδικασμένου» της δικαστικής αποφάσεως (33), το άρθρο 56, παράγραφος 3, τη συνδέει με αίτηση με το αυτό αντικείμενο, και για την αυτή αιτία, η οποία έχει κριθεί μεταξύ των αυτών διαδίκων από δικαστήριο κράτους μέλους, η δε απόφαση αυτή έχει καταστεί απρόσβλητη (ήτοι, μη δυνάμενη να ανατραπεί με την άσκηση περαιτέρω ενδίκου μέσου) (34).

82.      Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν αποσαφηνίζουν την τύχη που πρέπει να έχουν οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στις οικείες υποθέσεις, ενόσω δεν έχουν καταστεί τελεσίδικες. Αυτή η απουσία ρυθμίσεως οφείλεται, πιθανώς, στο γεγονός ότι ο κανονισμός 207/2009 εξετάζει την τελεσιδικία των αποφάσεων από την άποψη της συνεκτικότητας μεταξύ των αποφάσεων του Γραφείου και εκείνων των εθνικών δικαστηρίων σημάτων της Ένωσης. Αξίζει να εξετάσουμε περαιτέρω το σημείο αυτό.

83.      Εν αντιθέσει προς τη διαδικασία καταχωρίσεως των σημάτων της Ένωσης, η οποία, στο σύστημα του κανονισμού 207/2009, καθορίζεται ως αποκλειστική αρμοδιότητα του EUIPO, ανεξάρτητη από κάθε απόφαση εθνικού δικαστηρίου (35), η αρμοδιότητα αναγνωρίσεως της ακυρότητας σήματος της Ένωσης ανατέθηκε, από κοινού, στα εθνικά δικαστήρια σημάτων της Ένωσης και στο Γραφείο.

84.      Εντούτοις, η εν λόγω αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται κατά τρόπο διαζευκτικό και αποκλειστικό, υπό την έννοια ότι μόνον το πρώτο εκ των δύο αυτών οργάνων που επιλαμβάνεται της διαφοράς (36) (είτε πρόκειται για δικαστήριο σημάτων της Ένωσης ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η ανταγωγή είτε για το EUIPO ενώπιον του οποίου κατατέθηκε αίτηση περί κηρύξεως της ακυρότητας) μπορεί να αποφανθεί επί της εγκυρότητας του τίτλου βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Με σκοπό την αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων, το έτερο όργανο οφείλει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία έως ότου ολοκληρωθεί η πρώτη διαδικασία, βάσει του άρθρου 104 του κανονισμού 207/2009.

85.      Επομένως, η αναστολή αυτή (37) και το καθήκον (άρθρο 100, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού) του εθνικού δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης να κοινοποιήσει την απόφασή του στο EUIPO, όταν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση με την οποία κηρύσσεται η ακυρότητα σήματος στο πλαίσιο ανταγωγής, αποτελούν τους μηχανισμούς με τους οποίους ο νομοθέτης επιδιώκει να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα των αποφάσεων επί ακυρότητας και τη στοίχιση του μητρώου σημάτων της Ένωσης με την πραγματική κατάσταση των σημείων που αυτό περιλαμβάνει.

86.      Όταν το ίδιο δικαστήριο καλείται, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, να κρίνει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του σήματος και την ανταγωγή με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα του εν λόγω διακριτικού σημείου, η συνεκτικότητα με την απόφασή του επί της ανταγωγής θα εμποδίσει την έκδοση αντιφατικής αποφάσεως επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Εντούτοις, εκτιμώ ότι δεν υπάρχει έρεισμα στον κανονισμό 2007/2009, προκειμένου να επιβληθεί στο δικαστήριο η υποχρέωση να αναστείλει την έκδοση της (δεύτερης) αποφάσεως ώστε να ληφθούν υπόψη οι τυχόν εξελίξεις που θα σημειωθούν στην ένδικη διαφορά στα ανώτερα δικαστήρια.

87.      Το καθήκον του δικαστηρίου σημάτων της Ένωσης, το οποίο εξέθεσα στην ανάλυση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, είναι να αναμείνει την απόφαση επί της ανταγωγής, ώστε να αποφανθεί (συγχρόνως ή διαδοχικώς, κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες) επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Εφόσον εκδοθεί απόφαση επί της ανταγωγής, εκτιμώ ότι το εν λόγω καθήκον δεν πρέπει να εξαρτάται υποχρεωτικά από τις δικονομικές στρατηγικές των διαδίκων, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, τις πιθανότητες ευδοκιμήσεως τυχόν περαιτέρω ενδίκων μέσων.

88.      Συντάσσομαι με την άποψη του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) ότι η σύνδεση της αποφάσεως στη δίκη για παραποίηση/απομίμηση με τη συμπεριφορά των διαδίκων όσον αφορά τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκήσουν εν συνεχεία κατά της αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή η ανταγωγή θα επιφέρει, κατά πάσα πιθανότητα, σημαντικές καθυστερήσεις στην έκδοση της αποφάσεώς του. Ο σκοπός αποφυγής αποκλινουσών αποφάσεων επί του ίδιου σήματος έχει ήδη εκπληρωθεί με το να δίνεται προτεραιότητα στην εκδοθείσα επί της ανταγωγής απόφαση, με βάση το αποτέλεσμα της οποίας θα κριθεί η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση.

89.      Δεδομένου ότι οι διάδικοι στις δύο υποθέσεις είναι ίδιοι, καίτοι ευρίσκονται δικονομικά σε αντίθετες θέσεις, έχουν τα ίδια μέσα άμυνας και πρέπει να αναλάβουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Αναμφισβήτητα καθένας εξ αυτών μπορεί, με τη διαδοχική άσκηση ενδίκων μέσων, να καθυστερήσει την ανάπτυξη ισχύος δεδικασμένου των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά το ενδεχόμενο αυτό δεν πρέπει να υπερισχύει του καθήκοντος του δικαστηρίου να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά.

90.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να διευκρινίσω ότι, καίτοι ο κανονισμός 207/2009 δεν απαιτεί από το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση να αναμείνει την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ανταγωγής, δεν υφίσταται επίσης κανένας κανόνας στο εν λόγω νομοθέτημα ο οποίος να εμποδίζει μια τέτοια αναβολή. Οι δικονομικοί κανόνες κάθε κράτους μέλους, κατά την ερμηνεία τους από τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών, μπορούν να προκρίνουν τη μία ή την άλλη λύση, εφόσον το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει θέσει κανόνες επί του ζητήματος αυτού.

91.      Ενδέχεται η απόφαση επί της ανταγωγής να μην αμφισβητηθεί, οπότε θα απόκειται στο δικαστήριο που την εξέδωσε να ενημερώσει το EUIPO για την απόφασή του με ισχύ δεδικασμένου. Δεδομένου ότι η προθεσμία ασκήσεως ενδίκου μέσου δεν θα είναι υπερβολικά μεγάλη, εκτιμώ ότι δεν είναι άσκοπο να αναμείνει το εθνικό δικαστήριο, προτού αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, να καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της ανταγωγής. Εάν, αντιθέτως, η απόφαση επί της ανταγωγής αμφισβητηθεί, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να σταθμίσει τις ιδιαιτερότητες της δίκης για παραποίηση/απομίμηση (38) και, εφόσον είναι σκόπιμο, να αναστείλει την εν λόγω δίκη έως ότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της ανταγωγής.

92.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δικαστήριο σημάτων της Ένωσης μπορεί να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος, λόγω της κακής πίστεως του αιτούντος την καταχώρισή του, όταν, τουλάχιστον συγχρόνως, γίνεται δεκτή η ανταγωγή με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα του εν λόγω σήματος για τον ίδιο λόγο. Το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να αναμείνει την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ανταγωγής, προκειμένου να αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, αλλά ούτε το εμποδίζει να το πράξει.

 V.      Πρόταση

93.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο πολιτικό και ποινικό Δικαστήριο, Αυστρία) ως εξής:

«1)      Το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα, έχει την έννοια ότι, εφόσον ασκηθεί ανταγωγή στην οποία προβάλλεται η ακυρότητα του σήματος της Ένωσης λόγω κακής πίστεως του δικαιούχου του κατά την καταχώρισή του, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κύρια αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του εν λόγω σήματος δεν μπορεί να κάνει δεκτό τον συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, ο οποίος προβάλλεται κατ’ ένσταση, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ανταγωγής.

2)      Το δικαστήριο σημάτων της Ένωσης μπορεί να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος, λόγω της κακής πίστεως του αιτούντος την καταχώρισή του, όταν, τουλάχιστον συγχρόνως, γίνεται δεκτή η ανταγωγή με την οποία προβάλλεται η ακυρότητα του εν λόγω σήματος για τον ίδιο λόγο. Το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει το εθνικό δικαστήριο να αναμείνει την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ανταγωγής, προκειμένου να αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, αλλά ούτε το εμποδίζει να το πράξει.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Στο εξής, επίσης: Γραφείο.


3      Θα χρησιμοποιήσω τον όρο ένσταση με τη δικονομική του έννοια, όπως αυτή απορρέει από την exceptio του ρωμαϊκού δικαίου με την οποία ο εναγόμενος αντέκρουε την actio του ενάγοντος.


4      Όπως υποστηρίζει ο H. Raimund.


5      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1). Τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα και του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 2869/95 της Επιτροπής σχετικά με τα πληρωτέα προς το Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς τέλη (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21) (στο εξής: κανονισμός 2015/2424). Εντούτοις, ανεξάρτητα από την ερμηνευτική χρησιμότητά του, ο κανονισμός 2015/2424 δεν εφαρμόζεται, ratione temporis, στην υπό κρίση υπόθεση.


6      Το στοιχείο γʹ του εν λόγω άρθρου αφορά την αγωγή αποζημιώσεως του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009, που δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον για την υπό κρίση υπόθεση.


7      Τα πραγματικά περιστατικά συνάγονται από τη διάταξη περί παραπομπής και τα έγγραφα της δικογραφίας. Όπως είναι εύλογο, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, μετά βεβαιότητας, ποια εξ αυτών αποδεικνύονται επαρκώς.


8      Το σκεύασμα αναμειγνύεται με αυτό το είδος οινοπνευματωδών ποτών και προκαλεί μια αίσθηση θερμότητας στο στομάχι, εξ ου και το όνομα του προϊόντος, δεδομένου ότι η κατά λέξη μετάφραση του σημείου είναι «αυτό που ζεσταίνει το στομάχι».


9      Διακανονισμός της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως αναθεωρήθηκε και τροποποιήθηκε.


10      Παρότι η διάταξη περί παραπομπής κάνει λόγο για αξίωση άρσεως της προσβολής («Beseitigung»), από τα έγγραφα της δικογραφίας που διαβίβασε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο), και ιδίως από την αναιρεσιβαλλόμενη ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου απόφαση, συνάγεται ότι ο H. Raimund προέβαλε επίσης αξίωση καταστροφής («Vernichtung»).


11      Από τα έγγραφα που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να προκύπτει ότι η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του σήματος και η ανταγωγή εξετάζονται από διαφορετικές δικαστικές συνθέσεις του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης). Αυτό οφείλεται, πιθανώς, στο διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε μεταξύ της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση και της ανταγωγής, όπως επισημαίνει στο υπόμνημά του ο H. Raimund. Σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει συνεκδίκαση των αντίστοιχων υποθέσεων.


12      Κατά τη διάταξη περί παραπομπής, στο αυστριακό δίκαιο των σημάτων η αναγνώριση της ακυρότητας των εθνικών σημάτων με ισχύ erga omnes εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Patentamt (Γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και σημάτων).


13      Υπογράμμιση στο πρωτότυπο.


14      Το εν λόγω δικαστήριο παραθέτει κατάλογο περιπτώσεων στις οποίες, μετά την αναγνώριση της ακυρότητας του σήματος στο πλαίσιο ανταγωγής και την απόρριψη της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, τα εν συνεχεία ασκούμενα ένδικα μέσα (είτε από τον ενάγοντα μόνον κατά της αποφάσεως που κάνει δεκτή την ανταγωγή είτε από τον εναγόμενο μόνον κατά μίας εκ των δύο αποφάσεων) θα μπορούν, εάν ευδοκιμήσουν, να καταλήξουν σε αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις.


15      Η ανταγωγή είναι αυτοτελής, πλην όμως προκύπτουσα στην ίδια δίκη, αγωγή, την οποία ασκεί ο εναγόμενος κατά του ενάγοντος, επ’ αφορμή της αγωγής του τελευταίου, όταν μεταξύ αγωγής και ανταγωγής υφίστανται ορισμένα στοιχεία συνάφειας και το δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αμφοτέρων με μία ενιαία απόφαση. Σε συγκεκριμένη διαφορά, ο εναγόμενος μπορεί είτε να αμυνθεί (ήτοι να προβάλει ενστάσεις κατά της αγωγής του ενάγοντος) είτε να αντεπιτεθεί (ήτοι να διατυπώσει τα δικά του αιτήματα κατά του ενάγοντος) μέσω ανταγωγής. Καίτοι ορισμένες έννομες τάξεις δέχονται τις «ανταγωγικές ενστάσεις» ή τις έμμεσες ανταγωγές (για παράδειγμα, αυτήν που αφορά τον συμψηφισμό απαιτήσεων ή την ακυρότητα ορισμένων δικαιοπραξιών), στο πλαίσιο της υπό κρίση προδικαστικής παραπομπής δεν απαιτείται να γίνει μνεία σε αυτές.


16      Σημείο 3.2 της διατάξεως περί παραπομπής. Δεν γνωρίζω εάν η περίσταση αυτή μπορεί να συνδέεται με την καθυστερημένη άσκηση ανταγωγής από την M. Aigner και με το γεγονός ότι αυτή πρόβαλε την κακή πίστη ως επί της ουσίας ένσταση για την αντίκρουση της αγωγής του H. Raimund.


17      Ως σκοποί της ανταγωγής είθισται να θεωρούνται η οικονομία της δίκης και η αποφυγή του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Βλ. Okońska, A., Die Widerklage im Zivilprozessrecht der Europäischen Union und ihrer Mitgliedstaaten, εκδόσεις Mohr Siebeck, Tubinga, 2015, σ. 269 και 270.


18      Δεν είναι σαφές για ποιον λόγο αυτό δεν συνένωσε τις δύο διαδικασίες για να τις συνεκδικάσει. Πράγματι, δεν φαίνεται να αποτελεί συνήθη πρακτική η ανάθεση της ανταγωγής σε άλλο δικαστή ή άλλη σύνθεση του δικαστηρίου: στην υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Chocoladefabriken Lindt & Sprüngli (C‑529/07, EU:C:2009:361, σκέψεις 3 και 4), η ίδια σύνθεση του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης), δικάζοντας ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο σημάτων της Ένωσης, επιλήφθηκε τόσο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του σήματος της Ένωσης όσο και της ανταγωγής.


19      Απόφαση της 12ης Απριλίου 2011, DHL Express France (C‑235/09, EU:C:2011:238, σκέψεις 40 και 41).


20      Όπ.π., σκέψη 42.


21      Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Granaria (101/78, EU:C:1979:38, σκέψη 5), και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής (C‑514/14 P, EU:C:2016:55, σκέψη 40).


22      Κατά της αποφάσεως που εκδίδει το Γραφείο, με την οποία γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται το αίτημα κηρύξεως της ακυρότητας, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου· η απόφαση αυτών μπορεί, με τη σειρά της, να προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, του οποίου οι αποφάσεις υπόκεινται σε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Εντούτοις, κατ’ ακριβολογία, η κήρυξη της ακυρότητας γίνεται διά της διοικητικής οδού, δεδομένου ότι ο εν συνεχεία δικαστικός έλεγχος (της Ένωσης) περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της εν λόγω κηρύξεως. Η ακυρότητα μπορεί να εξετασθεί σε δικαστικό επίπεδο μόνον εάν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απορρίψεως αιτήματος κηρύξεως ακυρότητας και το εν λόγω αίτημα γίνει δεκτό από κάποιο εκ των δικαστηρίων της Ένωσης.


23      Ο εναγόμενος μπορεί, επίσης, να προβάλει την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του ως ενδεχόμενη βάση της ανταγωγής του. Δεν θα εξετάσω το ενδεχόμενο αυτό, το οποίο δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση.


24      Σε διοικητικό επίπεδο, ούτε το EUIPO διαθέτει αρμοδιότητες αυτεπάγγελτης εξετάσεως της ακυρότητας. Βάσει του άρθρου 56, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, απόκειται στους οικονομικούς φορείς ανταγωνιστές των δικαιούχων των σημάτων να εξασφαλίσουν, όπως επισήμανε ένας εκ των προκατόχων μου, την «κάθαρση» του μητρώου σημάτων, ενώ το Γραφείο οφείλει να τηρεί απολύτως ουδέτερη στάση. Βλ. συναφώς τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ruiz‑Jarabo Colomer στην υπόθεση Silberquelle (C‑495/07, EU:C:2008:633, σημείο 46). Καίτοι η υπόθεση αφορούσε την έκπτωση από δικαίωμα, η συλλογιστική ισχύει επίσης για την ακυρότητα.


25      Με άμεση παραπομπή στο άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού.


26      Με τη μεταρρύθμιση που επέφερε ο κανονισμός 2015/2424 η δυνατότητα αυτή καταργήθηκε, δεδομένου ότι γεννιόνταν αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητά της με την αρχή της προτεραιότητας, λόγω της απαιτήσεως από τον δικαιούχο προγενέστερου δικαιώματος να εξασφαλίσει την αναγνώριση της ακυρότητας του μεταγενέστερου σημείου για να αντιταχθεί με επιτυχία σε αυτό. Η νέα διατύπωση του άρθρου 9 του κανονισμού 207/2009 αναμένεται να διασκεδάσει τις αμφιβολίες αυτές. Βλ. Max Planck Institute for Intellectual Property and Competition Law, Study on the Overall Functioning of the European Trade Mark System, Μόναχο, 2011, σ. 108.


27      Κατά το άρθρο 55, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, και υπό την επιφύλαξη του σεβασμού των παγιωμένων νομικών καταστάσεων που μνημονεύονται στην παράγραφό του 3.


28      Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 98, παράγραφος 2, περιορίζει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων σημάτων της Ένωσης, ώστε να αποφαίνονται μόνο για τις πράξεις που διαπράχθηκαν ή που υπάρχει κίνδυνος να διαπραχθούν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύουν τα εν λόγω δικαστήρια. Καίτοι η πρόβλεψη αυτή δεν συνάδει απολύτως με την αρχή του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ένωσης, σκοπός της είναι να αποφεύγεται η πάντοτε ανεπιθύμητη αναζήτηση ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας (forum shopping). Βλ. Sosnitza, O., «Der Grundsatz der Einheitlichkeit im Verletzungsverfahren der Gemeinschaftsmarke – Zugleich Besprechung von EuGH, Urt. v. 12.4.2011 – C‑235/09 – DHL/Chronopost», GRUR, 2011, σ. 468.


29      Βλ., αντί άλλων, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Safalero (C‑13/01, EU:C:2003:447, σκέψη 49)· της 2ας Οκτωβρίου 2003, Weber’s Wine World κ.λπ. (C‑147/01, EU:C:2003:533, σκέψη 103)· της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, EU:C:2004:12, σκέψη 67), και της 13ης Μαρτίου 2007, Unibet (C‑432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 43).


30      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνουν οι Huet, A., «La marque communautaire: la compétence des juridictions des États membres pour connaître de sa validité et de sa contrefaçon [Règlement (CE) n.º 40/94 du Conseil, du 20 décembre 1993]», Journal du Droit International, αριθ. 3, 1994, σ. 630, και Gallego Sánchez, F., «Artículo 96 – Demanda de reconvención», σε Casado Cerviño, A. και Llobregat Hurtado, M.L. (επιμ.), Comentarios a los reglamentos sobre la marca comunitaria, La Ley, Μαδρίτη, 2000, σ. 874.


31      Βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, «[…] οι προσβολές σήματος [της Ένωσης] διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου Χ».


32      Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. υποσημείωση 14 των παρουσών προτάσεων.


33      Άρθρο 55, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ· άρθρο 56, παράγραφος 3· άρθρο 84, παράγραφος 3· άρθρο 100, παράγραφος 6· και άρθρο 112, παράγραφος 6.


34      Το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 επεκτείνει την ίδια αυτή ισχύ (καίτοι δεν κάνει λόγο για «δεδικασμένο», δεδομένου του διοικητικού χαρακτήρα του οργανισμού) στην «τελεσίδικη» απόφαση που «έχει ήδη εκδώσει» το EUIPO «επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων».


35      Απόφαση της 21ης Ιουλίου 2016, Apple and Pear Australia Ltd και Star Fruits Diffusion κατά EUIPO (Pink Lady) (C‑226/15 P, EU:C:2016:582, σκέψη 50).


36      Με την επιφύλαξη της δυνατότητας που παρέχεται στο εθνικό δικαστήριο σημάτων, βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 7, του κανονισμού 207/2009, να αναστείλει την εξέταση της ανταγωγής και να παραπέμψει στο EUIPO την απόφαση περί της ακυρότητας, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των διαδίκων.


37      Η νέα διατύπωση του άρθρου 100, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009 με τον κανονισμό 2015/2424 υποχρεώνει το δικαστήριο σημάτων της Ένωσης ενώπιον του οποίου ασκήθηκε ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας να αναστείλει τη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 1, μέχρις ότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του EUIPO επί της αιτήσεως κηρύξεως της ακυρότητας.


38      Επισημαίνεται, συγκριτικά, ότι η υποχρέωση αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 104, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα, δεδομένου ότι εξαρτάται από την ανυπαρξία ειδικών λόγων συνεχίσεως της δίκης.