Language of document : ECLI:EU:C:2017:776

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2017 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 96, στοιχείο αʹ – Αγωγή για παραποίηση/απομίμηση – Άρθρο 99, παράγραφος 1 – Τεκμήριο εγκυρότητας – Άρθρο 100 – Ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας – Σχέση μεταξύ αγωγής για παραποίηση/απομίμηση και ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας – Δικονομική αυτονομία»

Στην υπόθεση C‑425/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Hansruedi Raimund

κατά

Michaela Aigner,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Juhász, ασκούντα καθήκοντα προέδρου τμήματος, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο H. Raimund, εκπροσωπούμενος από τον C. Hadeyer, Rechtsanwalt,

–        η M. Aigner, εκπροσωπούμενη από τους F. Gütlbauer, S. Sieghartsleitner και M. Pichlmair, Rechtsanwälte,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιουνίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Hansruedi Raimund και της Michaela Aigner, κατόπιν ασκήσεως αγωγής για παραποίηση/απομίμηση λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού.

 Το νομικό πλαίσιο

3        Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού 207/2009, «[o]ι αποφάσεις περί εγκυρότητας και παραποίησης/απομίμησης των […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] είναι απαραίτητο να ισχύουν και να καλύπτουν το σύνολο της [Ένωσης], δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του Γραφείου [Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO)] και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]».

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«Το […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την [Ένωση]: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την [Ένωση]. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού.»

5        Κατά το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκτάται με την καταχώριση.

6        Το άρθρο 52 του κανονισμού 207/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας», ορίζει, στην παράγραφο 1, στοιχείο βʹ, τα εξής:

«1.      Ένα […] σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο [EUIPO] ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

[…]

β)      εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος.

[…]»

7        Το άρθρο 96, στοιχεία αʹ και δʹ, του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα δικαστήρια […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για την εκδίκαση:

α)      όλων των αγωγών για παραποίηση/απομίμηση και –εάν επιτρέπεται από το εθνικό δίκαιο– για επαπειλούμενη παραποίηση/απομίμηση […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]·

[…]

δ)      των ανταγωγών για έκπτωση ή ακυρότητα του […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] που προβλέπονται στο άρθρο 100.»

8        Το άρθρο 99 του εν λόγω κανονισμού, που επιγράφεται «Τεκμήριο εγκυρότητας – Άμυνα επί της ουσίας», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα δικαστήρια […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] θεωρούν το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έγκυρο, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα με ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας».

9        Κατά το άρθρο 100 του κανονισμού 207/2009:

«1.      Η ανταγωγή με αίτημα την έκπτωση ή την ακυρότητα μπορεί να βασίζεται μόνο στους λόγους έκπτωσης ή ακυρότητας που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2.      Το δικαστήριο […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] απορρίπτει ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας, αν το [EUIPO] έχει ήδη εκδώσει τελεσίδικη απόφαση, επί υποθέσεως με το αυτό αντικείμενο, για τους αυτούς λόγους και μεταξύ των αυτών διαδίκων.

[…]

4.      Το δικαστήριο […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί ανταγωγή έκπτωσης ή ακυρότητας […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], ανακοινώνει στο [EUIPO] την ημερομηνία άσκησης της ανταγωγής αυτής. Το [EUIPO] σημειώνει το γεγονός αυτό στο μητρώο […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

[…]

6.      Όταν απόφαση δικαστηρίου […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] επί ανταγωγής έκπτωσης ή ακυρότητας […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αντίγραφό της διαβιβάζεται στο [EUIPO]. Κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει πληροφορίες για τη διαβίβαση αυτή. Το [EUIPO] καταχωρίζει μνεία της απόφασης στο μητρώο […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] σύμφωνα με τους όρους του εκτελεστικού κανονισμού.

[…]»

10      Το άρθρο 104, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, ένα δικαστήριο […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] που έχει επιληφθεί αγωγής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 96, εκτός της αναγνωριστικής αγωγής μη παραποίησης/απομίμησης, αναστέλλει τη διαδικασία, είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] ή εάν έχει ήδη υποβληθεί ενώπιον του [EUIPO] αίτηση έκπτωσης ή ακυρότητας.

2.      Εφόσον δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι συνέχισης της δίκης, το [EUIPO], όταν έχει επιληφθεί αίτησης έκπτωσης ή ακυρότητας, αναστέλλει τη διαδικασία είτε με δική του πρωτοβουλία και αφού ακούσει τους διαδίκους, είτε με αίτηση ενός διαδίκου και αφού ακούσει τους λοιπούς διαδίκους, εάν το κύρος του […] σήματος [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] έχει ήδη αμφισβητηθεί με ανταγωγή ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της [Ευρωπαϊκής Ένωσης]. Ωστόσο, αν το ζητήσει ένας από τους διαδίκους στη δίκη ενώπιον του δικαστηρίου […] σημάτων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], το δικαστήριο μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία, αφού ακούσει τη γνώμη και των άλλων διαδίκων. Στην περίπτωση αυτή, το [EUIPO] συνεχίζει τη διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ως δικαιούχος του λεκτικού σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Baucherlwärmer, ο Η. Raimund εμπορεύεται, υπό το σήμα αυτό, περίπου από το 2000, ένα μείγμα βοτάνων για την παρασκευή ηδύποτου. Από την πλευρά της, η M. Aigner διακινεί επίσης στην αγορά ένα μείγμα βοτάνων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση παρασκευής αλκοολούχων ποτών υψηλού αλκοολικού βαθμού, το οποίο ονομάζει επίσης Baucherlwärmer.

12      Ο Η. Raimund άσκησε ενώπιον του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης, Αυστρία) αγωγή για παραποίηση/απομίμηση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης του οποίου είναι δικαιούχος, προκειμένου να απαγορευθεί στην M. Aigner να χρησιμοποιεί το σημείο «Baucherlwärmer» για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των κλάσεων που καλύπτονται από το εν λόγω σήμα. Η M. Aigner, εναγομένη στην κύρια δίκη, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι ο Η. Raimund είχε αποκτήσει το εν λόγω σήμα με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας του ιδίου σήματος.

13      Το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία επί της ανταγωγής αυτής έως ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Δεδομένου ότι η διάταξη περί αναστολής της δίκης επί της ανταγωγής ανακλήθηκε, η ανταγωγή αυτή εξακολουθεί να εκκρεμεί πρωτοδίκως. Η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση απορρίφθηκε από το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης) για τον λόγο ότι ο Η. Raimund είχε προβεί κακή τη πίστει στην κατάθεση του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

14      Δεδομένου ότι το Oberlandesgericht Wien (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Βιέννης, Αυστρία) επικύρωσε κατ’ έφεση την πρωτόδικη απόφαση, ο Η. Raimund άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία).

15      Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι ο αναιρεσείων στην κύρια δίκη απέκτησε όντως κακή τη πίστει το επίμαχο στο πλαίσιο της κύριας δίκης σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι, κατά συνέπεια, αυτό θα έπρεπε να κηρυχθεί άκυρο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Εντούτοις, διερωτάται ως προς το εάν, ζήτημα το οποίο ήγειρε ο Η. Raimund στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεώς του, το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορούσαν να αποφανθούν επί του ζητήματος της κακής πίστεως στο πλαίσιο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, μολονότι δεν υφίστατο τελεσίδικη απόφαση επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος.

16      Λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσίβλητη στην κύρια δίκη επικαλείται απόλυτο λόγο ακυρότητας, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, ο οποίος δεν μπορεί, όπως προβλέπει το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, να προβληθεί παραδεκτώς στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση παρά μόνον εάν ο εναγόμενος ασκήσει ανταγωγή ερειδόμενη επ’ αυτού του λόγου, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) ερωτά εάν αρκεί η άσκηση ανταγωγής στηριζόμενης στην κακόπιστη κτήση των δικαιωμάτων επί του σήματος για την απόρριψη αγωγής για παραποίηση/απομίμηση προτού ακόμη εκδικαστεί η ανταγωγή αυτή (πρώτη επιλογή)· ή εάν η αγωγή για παραποίηση/απομίμηση δεν μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο αυτόν παρά μόνον εάν το επίμαχο σήμα, τουλάχιστον συγχρόνως, κηρυχθεί άκυρο βάσει της ανταγωγής (δεύτερη επιλογή)· ή ακόμη εάν η ένσταση περί κακόπιστης κτήσεως των δικαιωμάτων επί του σήματος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, παρά μόνον εάν, προηγουμένως, το σήμα έχει κηρυχθεί άκυρο με τελεσίδικη απόφαση στο πλαίσιο της ασκήσεως ανταγωγής (τρίτη επιλογή).

17      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η ευδοκίμηση ή η απόρριψη της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση εξαρτάται μόνον από την ένσταση περί ακυρότητας. Προτείνει στο Δικαστήριο να δεχθεί τη δεύτερη επιλογή, υπό την έννοια ότι από το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 συνάγεται ότι δεν μπορεί να απορριφθεί αγωγή για παραποίηση/απομίμηση λόγω υπάρξεως λόγου ακυρότητας παρά μόνον εάν, ταυτοχρόνως, γίνει δεκτή ανταγωγή ασκηθείσα για την ίδια αυτή αιτία. Φρονεί ότι δεν θα πρέπει να αρκεί η άσκηση και μόνον μιας τέτοιας ανταγωγής, αλλά ότι δεν θα πρέπει, ωστόσο, να είναι αναγκαία η αναμονή μέχρι της τελεσιδικίας της αποφάσεως επί της ανταγωγής αυτής. Διευκρινίζει ότι η ενδεχόμενη υποχρέωση αναμονής μέχρι της τελεσιδικίας της αποφάσεως επί της ανταγωγής, η ενδεχόμενη συνεκδίκαση αγωγής και ανταγωγής και οι επιμέρους ρυθμίσεις που διέπουν τη διαδικασία των ενδίκων μέσων θα πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα του εθνικού δικονομικού δικαίου.

18      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ακόμη ότι η επιλογή την οποία προτείνει στο Δικαστήριο να δεχθεί μπορεί να διασφαλίσει ότι η ένσταση περί ακυρότητας ή εκπτώσεως inter partes, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει παρά μόνον εάν το σήμα κηρυχθεί άκυρο ή εάν ο δικαιούχος του εκπέσει των δικαιωμάτων του για τον ίδιο λόγο στο πλαίσιο της ανταγωγής, με ισχύ erga omnes. Ειδικότερα, ο ενάγων στην κύρια δίκη στο πλαίσιο της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως, θα πρέπει να αμφισβητήσει τόσο την απόφαση που εκδόθηκε επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση όσο και την απόφαση που εκδόθηκε επί της ανταγωγής, ώστε να ευδοκιμήσουν τα ένδικα μέσα του ενώπιον των ανώτερων δικαστηρίων. Εάν προσβάλει μόνον την απόφαση επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, το ένδικο μέσο του θα πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η απόφαση επί της ανταγωγής θα έχει καταστεί τελεσίδικη, αποκλείοντας εκ προοιμίου την ευδοκίμηση της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση.

19      Ωστόσο, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) παραδέχεται ότι το γράμμα ή ο σκοπός του άρθρου 99 του κανονισμού 207/2009 θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική ερμηνεία από αυτήν την οποία προτείνει.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί μια αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 207/2009) να απορριφθεί κατόπιν ενστάσεως περί κακόπιστης αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος (άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009), αν ο εναγόμενος έχει ασκήσει ανταγωγή για κήρυξη της ακυρότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ίδιο λόγο (άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), όμως το δικαστήριο δεν έχει εισέτι εκδώσει απόφαση επί της εν λόγω ανταγωγής;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως: Μπορεί το δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή κατόπιν ενστάσεως περί κακόπιστης καταθέσεως αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος και παράλληλα να κάνει δεκτή την ανταγωγή για κήρυξη της ακυρότητας, ή πρέπει σε κάθε περίπτωση να αναβάλει την απόφαση επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση έως ότου καταστεί τελεσίδικη η απόφαση επί της ανταγωγής;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

21      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνως προς το άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, μπορεί να απορριφθεί λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, χωρίς το δικαστήριο αυτό να έχει δεχθεί την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας την οποία άσκησε ο εναγόμενος στην αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και η οποία στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας.

22      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα τους, αλλά και το όλο πλαίσιό τους καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 50· της 25ης Οκτωβρίου 2011, eDate Advertising κ.λπ., C‑509/09 και C‑161/10, EU:C:2011:685, σκέψη 54, καθώς και της 26ης Ιουλίου 2017, Jafari, C‑646/16, EU:C:2017:586, σκέψη 73).

23      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 99 του κανονισμού 207/2009, που επιγράφεται «Τεκμήριο εγκυρότητας – Άμυνα επί της ουσίας» και περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του τίτλου Χ του κανονισμού αυτού σχετικά με τις δίκες για θέματα παραποιήσεως/απομιμήσεως και εγκυρότητας σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο αυτό ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεωρούν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγκυρο, εκτός εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την εγκυρότητα με ανταγωγή περί εκπτώσεως ή περί κηρύξεως της ακυρότητας.

24      Συνεπώς, καίτοι από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι υφίσταται τεκμήριο εγκυρότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο μπορεί, στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, να ανατραπεί με ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας, διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι από το γράμμα και μόνον της εν λόγω διατάξεως δεν μπορεί να καθορισθεί εάν, όταν ο εναγόμενος στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση αντιτάξει στην αγωγή αυτή λόγο ακυρότητας του σήματος και ασκήσει επιπλέον ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας, στηριζόμενη στον ίδιο αυτόν λόγο ακυρότητας, το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να έχει δεχθεί την εν λόγω ανταγωγή προτού απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση.

25      Όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 104, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απαιτεί, εφόσον δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι εξακολουθήσεως της δίκης, από το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιλαμβάνεται αγωγής προβλεπόμενης στο άρθρο 96 του εν λόγω κανονισμού να αναστέλλει την πρόοδο της δίκης οσάκις η εγκυρότητα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη αμφισβητηθεί ενώπιον άλλου δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή έχει ήδη υποβληθεί αίτηση περί εκπτώσεως ή περί κηρύξεως της ακυρότητας ενώπιον του EUIPO.

26      Ως εκ τούτου, τυχόν ερμηνεία του άρθρου 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, κατά την οποία θα αρκούσε η άσκηση ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό, προτού ακόμη αποφανθεί επί της ανταγωγής αυτής, να μπορεί να αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, στηριζόμενο στον ίδιο λόγο ακυρότητας με αυτόν που προβάλλεται με την εν λόγω ανταγωγή, θα οδηγούσε στο άτοπο να είναι αυστηρότεροι οι κανόνες του εν λόγω κανονισμού περί συνάφειας των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από ό,τι οι κανόνες περί συνάφειας των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

27      Ως προς τον επιδιωκόμενο σκοπό του κανονισμού 207/2009, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού καθιερώνει τον ενιαίο χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση, το σήμα δεν μπορεί, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραιτήσεως ή αποφάσεως περί εκπτώσεως του δικαιούχου από τα δικαιώματά του ή περί κηρύξεως της ακυρότητας ούτε να απαγορευθεί η χρήση του παρά μόνον για ολόκληρη την Ένωση.

28      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 16 του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι οι αποφάσεις περί εγκυρότητας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν και καλύπτουν το σύνολο της Ένωσης, δεδομένου ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφεύγονται αντιφατικές αποφάσεις των δικαστηρίων και του EUIPO και να μην προσβάλλεται ο ενιαίος χαρακτήρας των σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

29      Συνεπώς, από τον σκοπό του εν λόγω κανονισμού συνάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί ο ενιαίος χαρακτήρας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η απόφαση δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κηρύσσει, στο πλαίσιο ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας ασκηθείσας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 100, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού, την ακυρότητα σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κατ’ ανάγκην ισχύ erga omnes στο σύνολο της Ένωσης.

30      Η erga omnes ισχύς μιας τέτοιας αποφάσεως επιβεβαιώνεται εξάλλου τόσο από το άρθρο 100, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009, κατά το οποίο το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να διαβιβάζει στο EUIPO αντίγραφο της αποφάσεως επί ανταγωγής περί εκπτώσεως ή περί κηρύξεως της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, όσο και από τους περί συνάφειας κανόνες του άρθρου 104 του κανονισμού αυτού που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως.

31      Αντιθέτως, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, η απόφαση ενός τέτοιου δικαστηρίου επί αγωγής για παραποίηση/απομίμηση ισχύει μόνον inter partes, οπότε εφόσον καταστεί τελεσίδικη, η απόφαση αυτή δεν δεσμεύει παρά μόνον αυτούς που ενεπλάκησαν στο πλαίσιο της αγωγής αυτής.

32      Αυτό συμβαίνει όταν, όπως στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρίπτει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι η κακή πίστη του αιτούντος κατά την κατάθεση της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος υπό την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009, χωρίς προηγουμένως να έχει αποφανθεί επί της ανταγωγής περί ακυρότητας την οποία έχει ασκήσει ο εναγόμενος στην αγωγή αυτή.

33      Εντούτοις, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του σκοπού της αποφυγής εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων στον τομέα αυτόν, η κήρυξη της ακυρότητας σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερειδόμενη επί ενός τέτοιου απόλυτου λόγου ακυρότητας πρέπει να ισχύει στο σύνολο της Ένωσης και όχι μόνον μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι το οικείο δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας πριν αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση.

34      Ως εκ τούτου, το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούται να δεχθεί την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ασκήθηκε, συμφώνως προς το άρθρο 100, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση του ίδιου σήματος, κατά την έννοια του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, προτού απορρίψει την αγωγή αυτή για τον ίδιο απόλυτο λόγο ακυρότητας.

35      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 έχει την έννοια ότι αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνως προς το άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να απορριφθεί λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, χωρίς προηγουμένως το δικαστήριο αυτό να έχει δεχθεί την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας, την οποία άσκησε ο εναγόμενος στην αγωγή για παραποίηση/απομίμηση βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και η οποία στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

36      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να απορρίψει αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, παρά το ότι η απόφαση επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας, η οποία ασκήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 100, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας, δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.

37      Από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα συνάγεται ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί ο ενιαίος χαρακτήρας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να αποτραπεί ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 υποχρεώνει το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κάνει δεκτή την ανταγωγή, η οποία ασκήθηκε βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, προτού απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού.

38      Εντούτοις, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών του, ο κανονισμός 207/2009 δεν περιέχει κανέναν κανόνα βάσει του οποίου να απαιτείται η απόφαση που κάνει δεκτή την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας να έχει καταστεί τελεσίδικη προκειμένου το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μπορεί να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ούτε κανέναν κανόνα ο οποίος να απαγορεύει στο δικαστήριο αυτό να αναμείνει την τελεσιδικία της αποφάσεως που κάνει δεκτή την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας προκειμένου να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση.

39      Πράγματι, καμία διάταξη του κανονισμού αυτού δεν εξαρτά τη δυνατότητα του δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος λόγω ακυρότητας του σήματος από την τελεσιδικία της αποφάσεως με την οποία αυτό έκανε δεκτή, για τον ίδιο λόγο ακυρότητας, την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας του σήματος αυτού, ενώ μια τέτοια απαίτηση προβλέπεται σε άλλες περιπτώσεις στο άρθρο 100 του εν λόγω κανονισμού.

40      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικής ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης, ο καθορισμός των αρμόδιων δικαστηρίων και η θέσπιση των λεπτομερών δικονομικών κανόνων για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της προστασίας των παρεχόμενων από το δίκαιο της Ένωσης δικαιωμάτων των ιδιωτών είναι μεν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, ζήτημα της εσωτερικής έννομης τάξεως καθενός από αυτά, πλην όμως τα κράτη μέλη φέρουν, σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη της διασφαλίσεως της αποτελεσματικής προστασίας αυτών των δικαιωμάτων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 47, και της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 35).

41      Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕE, οι λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στην κατοχύρωση της προστασίας των δικαιωμάτων που οι διάδικοι αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα της εσωτερικής έννομης τάξεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral, 33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5· της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck, C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 12, καθώς και της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 36).

42      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας ισχύουν, μεταξύ άλλων, όσον αφορά τον καθορισμό των λεπτομερών δικονομικών κανόνων που διέπουν τις ασκούμενες βάσει του δικαίου της Ένωσης αγωγές (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Agrokonsulting, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο αυστριακό δίκαιο, κατά τη νομολογία του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου), δεν μπορεί να απορριφθεί αγωγή για παραποίηση/απομίμηση λόγω ακυρότητας του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά μόνον εάν το σήμα αυτό κηρυχθεί, τουλάχιστον συγχρόνως, άκυρο κατόπιν ασκήσεως ανταγωγής. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η απαίτηση αυτή διασφαλίζει ότι η ένσταση ακυρότητας στο πλαίσιο αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, που παράγει αποτέλεσμα μόνον inter partes, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει παρά μόνον εάν το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κηρυχθεί άκυρο για τον ίδιο λόγο στο πλαίσιο της ανταγωγής, με ισχύ erga omnes.

44      Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 86 των προτάσεών του, οσάκις, όπως στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης, το ίδιο δικαστήριο καλείται να κρίνει τόσο την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση σήματος όσο και την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας του ίδιου σήματος, η συνεκτικότητα με την απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο αυτό επί της ανταγωγής θα το εμποδίσει να εκδώσει αντιφατική απόφαση επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση.

45      Βεβαίως, το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούται να αναμείνει την έκβαση της δίκης επί της ανταγωγής περί ακυρότητας για να αποφανθεί επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση. Εντούτοις, όπως το αιτούν δικαστήριο ορθώς παρατήρησε, το να εξαρτάται η έκβαση της δίκης επί της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση από τη συμπεριφορά των διαδίκων όσον αφορά την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που έκανε δεκτή την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας θα συνεπαγόταν, κατά πάσα πιθανότητα, σημαντικές καθυστερήσεις για τη δίκη αυτή. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 89 των προτάσεών του, ότι, στον βαθμό που οι διάδικοι στις δύο υποθέσεις είναι οι ίδιοι, έχουν τα ίδια μέσα άμυνας και πρέπει να φέρουν τις συνέπειες των αγωγών που έχουν ασκήσει. Έτσι, το ενδεχόμενο κάποιος από τους διαδίκους να επιχειρήσει, με τη διαδοχική άσκηση ενδίκων μέσων, να καθυστερήσει την τελεσιδικία των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερισχύει του καθήκοντος του δικαστηρίου να επιλύσει την ενώπιόν του διαφορά.

46      Έτσι, η συνεκδίκαση από το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 100, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, και της αγωγής για παραποίηση/απομίμηση, η οποία ασκήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, είναι ικανή να διασφαλίσει την αρχή της αποτελεσματικότητας.

47      Ως προς την αρχή της ισοδυναμίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες περί της συμβατότητας της υπομνησθείσας στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως νομολογιακής πρακτικής του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου) προς την αρχή αυτή, πράγμα που εναπόκειται εντούτοις στο δικαστήριο αυτό να εξακριβώσει.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, παρά το γεγονός ότι η απόφαση επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας, η οποία ασκήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 100, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας, δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 99, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αγωγή για παραποίηση/απομίμηση ασκηθείσα ενώπιον δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμφώνως προς το άρθρο 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, δεν μπορεί να απορριφθεί λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, χωρίς προηγουμένως το δικαστήριο αυτό να έχει δεχθεί την ανταγωγή περί κηρύξεως της ακυρότητας, την οποία άσκησε ο εναγόμενος στην αγωγή για παραποίηση/απομίμηση βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και η οποία στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας.

2)      Οι διατάξεις του κανονισμού 207/2009 έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν το δικαστήριο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορρίψει την αγωγή για παραποίηση/απομίμηση, κατά την έννοια του άρθρου 96, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, λόγω συνδρομής απόλυτου λόγου ακυρότητας, όπως είναι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, παρά το ότι η απόφαση επί της ανταγωγής περί κηρύξεως της ακυρότητας, η οποία ασκήθηκε συμφώνως προς το άρθρο 100, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και στηρίζεται στον ίδιο λόγο ακυρότητας, δεν έχει καταστεί τελεσίδικη.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.