Language of document : ECLI:EU:C:2022:491

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 21ης Ιουνίου 2022 (*)

Περιεχόμενα



«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 – Άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Πεδίο εφαρμογής – Οδηγία (ΕΕ) 2016/681 – Χρήση των δεδομένων PNR των επιβατών πτήσεων που εκτελούνται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών – Δυνατότητα να συμπεριλαμβάνονται τα δεδομένα των επιβατών αεροπορικών πτήσεων που εκτελούνται εντός της Ένωσης – Αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων αυτών – Χρονική περίοδος διατήρησης – Καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων – Κύρος – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7, 8 και 21 καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1 – Εθνική νομοθεσία που επεκτείνει την εφαρμογή του συστήματος PNR σε άλλες μεταφορές προσώπων πραγματοποιούμενες με άλλα μέσα εντός της Ένωσης – Ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Άρθρο 45»

Στην υπόθεση C‑817/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο) με απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Οκτωβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Ligue des droits humains

κατά

Conseil des ministres,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, S. Rodin, I. Jarukaitis και N. Jääskinen, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), M. Safjan, F. Biltgen, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi, A. Kumin και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουλίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η Ligue des droits humains, εκπροσωπούμενη από την C. Forget, avocate,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους P. Cottin, J.-C. Halleux και τις C. Pochet και M. Van Regemorter, επικουρούμενους από τους C. Caillet, advocaat, E. Jacubowitz, avocat, καθώς και από τον G. Ceuppens, την V. Dethy και τον D. Vertongen,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Machovičová και τους O. Serdula, M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Jespersen, J. Nymann-Lindegren, V. Pasternak Jørgensen και την M. Søndahl Wolff,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Klebs και J. Möller,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την N. Grünberg,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, τον A. Joyce και την J. Quaney, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Dubois, την E. de Moustier και τον T. Stehelin,

–        η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Νεοφύτου,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Bārdiņš και τις K. Pommere και V. Soņeca,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje, τον J. Langer και την C. S. Schillemans,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Kunnert, A. Posch και την J. Schmoll,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Laine και H. Leppo,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τις O. Hrstková Šolcová και P. López-Carceller,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον J. Lotarski, την N. Rouam και τους E. Sitbon και C. Zadra,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Nardi και M. Wasmeier,

–        ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, εκπροσωπούμενος από τον P. Angelov και τις A. Buchta, F. Coudert και C.-A. Marnier,

–        ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενος από την L. López και τους T. Molnar, M. Nespor και M. O’Flaherty,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, κατ’ ουσίαν:

–        την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1, στο εξής: ΓΚΠΔ), της οδηγίας 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών (ΕΕ 2004, L 261, σ. 24, στο εξής: οδηγία API), καθώς και της οδηγίας 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ (ΕΕ 2010, L 283, σ. 1)·

–        την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 3, σημείο 4, των άρθρων 6 και 12 καθώς και του παραρτήματος I της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων (ΕΕ 2016, L 119, σ. 132, στο εξής: οδηγία PNR), υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και

–        την ερμηνεία και το κύρος της οδηγίας API, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ligue des droits humains και του Conseil des ministres (Υπουργικού Συμβουλίου, Βέλγιο) σχετικά με το κύρος του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 περί της επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών.

I.      Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      H oδηγία 95/46/ΕΚ

3        Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), καταργήθηκε, από τις 25 Μαΐου 2018, με τον ΓΚΠΔ. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας όριζε τα εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

–      η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις των τίτλων V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου,

–      η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων.»

2.      Η οδηγία API

4        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 7, 9 και 12 της οδηγίας API έχουν ως εξής:

«(1)      Για να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η παράνομη μετανάστευση και να βελτιωθεί ο συνοριακός έλεγχος, όλα τα κράτη μέλη απαιτείται να θεσπίσουν διατάξεις για τον καθορισμό των υποχρεώσεων των αερομεταφορέων οι οποίοι μεταφέρουν επιβάτες στο έδαφος των κρατών μελών. Επιπλέον, προκειμένου να διασφαλισθεί η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του μέτρου αυτού, θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να εναρμονισθούν οι χρηματικές κυρώσεις που επιβάλλουν επί του παρόντος τα κράτη μέλη όταν οι μεταφορείς δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στα νομικά συστήματα και τις πρακτικές μεταξύ των κρατών μελών.

[…]

(7)      Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους μεταφορείς δυνάμει της παρούσας οδηγίας είναι συμπληρωματικές προς εκείνες που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 26 της σύμβασης του Σένγκεν του 1990 για την εφαρμογή της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985, όπως συμπληρώθηκαν από την οδηγία 2001/51/ΕΚ του Συμβουλίου, [της 28ης Ιουνίου 2001, για τη συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 26 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 (ΕΕ 2001, L 187, σ. 45)]. Τα δύο είδη υποχρεώσεων εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο, που είναι ο έλεγχος των μεταναστευτικών ρευμάτων και η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

[…]

(9)      Για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και προκειμένου να διασφαλισθεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό η αποτελεσματικότητα του στόχου αυτού, είναι ουσιώδες να λαμβάνονται υπόψη το συντομότερο δυνατόν οι τυχόν τεχνολογικές καινοτομίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας [95/46], ιδίως όσον αφορά την ενσωμάτωση και χρήση των βιομετρικών στοιχείων στις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται από τους μεταφορείς.

[…]

(12)      Η οδηγία [95/46] εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές των κρατών μελών. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ κρίνεται ως θεμιτή η επεξεργασία των στοιχείων των επιβατών τα οποία διαβιβάζονται για την άσκηση των ελέγχων στα σύνορα, προκειμένου να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε διαδικασίες με στόχο την επιβολή των νόμων και των κανονισμών περί εισόδου και μετανάστευσης, περιλαμβανομένων των διατάξεών τους για την προστασία της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας, κάθε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς αυτούς τους σκοπούς κρίνεται ως αντίθετη προς την αρχή που θέτει το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας [95/46]. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν ένα σύστημα κυρώσεων που θα εφαρμόζεται σε περίπτωση χρήσης αντίθετης προς το σκοπό της παρούσας οδηγίας.»

5        Το άρθρο 1 της οδηγίας API, με τίτλο «Σκοπός», προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη βελτίωση των συνοριακών ελέγχων και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης μέσω της εκ των προτέρων διαβίβασης στοιχείων σχετικά με επιβάτες από τους μεταφορείς στις αρμόδιες εθνικές αρχές.»

6        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

α)      ως “μεταφορέας” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα τη μεταφορά προσώπων αεροπορικώς·

β)      ως “εξωτερικά σύνορα” νοούνται τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών με τρίτες χώρες·

γ)      ως “συνοριακός έλεγχος” νοείται ο έλεγχος που ασκείται στα σύνορα αποκλειστικώς επειδή υπάρχει πρόθεση διάβασης των συνόρων αυτών, ανεξαρτήτως οιωνδήποτε άλλων παραμέτρων·

δ)      ως “σημείο διάβασης των συνόρων” νοείται οιοδήποτε σημείο διάβασης εγκεκριμένο από τις αρμόδιες αρχές για τη διάβαση των εξωτερικών συνόρων·

ε)      οι όροι “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, “επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” και “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” έχουν την έννοια που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας [95/46].»

7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διαβίβαση δεδομένων», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπίσουν την υποχρέωση των μεταφορέων να διαβιβάζουν, έπειτα από σχετική αίτηση των αρχών των αρμόδιων για την άσκηση των ελέγχων των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, στο τέλος του ελέγχου εισιτηρίων, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους επιβάτες που θα μεταφέρουν σε εγκεκριμένο σημείο διάβασης των συνόρων από το οποίο τα εν λόγω πρόσωπα θα εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους.

2.      Στα πληροφοριακά αυτά στοιχεία περιλαμβάνονται:

–        ο αριθμός και το είδος του χρησιμοποιούμενου ταξιδιωτικού εγγράφου,

–        η ιθαγένεια,

–        το πλήρες ονοματεπώνυμο,

–        η ημερομηνία γεννήσεως,

–        το σημείο διάβασης των συνόρων κατά την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών,

–        ο κωδικός μεταφοράς,

–        η ώρα αναχώρησης και άφιξης της μεταφοράς,

–        ο συνολικός αριθμός των επιβατών που μεταφέρονται με τη μεταφορά αυτή,

–        το αρχικό σημείο επιβίβασης.»

8        Το άρθρο 6 της οδηγίας API, με τίτλο «Επεξεργασία δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 κοινοποιούνται στις αρχές τις αρμόδιες για την άσκηση ελέγχου των προσώπων σε εξωτερικά σύνορα διά των οποίων οι επιβάτες εισέρχονται στο έδαφος κράτους μέλους, με σκοπό να διευκολύνεται η διενέργεια του ελέγχου προκειμένου να καταπολεμηθεί αποτελεσματικότερα η παράνομη μετανάστευση.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δεδομένα αυτά να συλλέγονται από τους μεταφορείς και να διαβιβάζονται ηλεκτρονικώς ή, σε περίπτωση βλάβης, με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο μέσο στις αρχές τις αρμόδιες για την άσκηση των συνοριακών ελέγχων στο εγκεκριμένο σημείο διάβασης των συνόρων μέσω του οποίου ο επιβάτης θα εισέλθει στο έδαφος κράτους μέλους. Οι αρχές οι υπεύθυνες για την άσκηση των ελέγχων των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα διατηρούν τα δεδομένα σε προσωρινό αρχείο.

Αφού οι επιβάτες εισέλθουν, οι εν λόγω αρχές διαγράφουν τα δεδομένα εντός 24 ωρών από τη διαβίβαση, εκτός αν τα δεδομένα χρειάζονται στο μέλλον ενόψει της άσκησης των εκ του νόμου καθηκόντων των αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση ελέγχου επί προσώπων σε εξωτερικά σύνορα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων περί προστασίας δεδομένων της οδηγίας [95/46].

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να υποχρεούνται οι μεταφορείς να διαγράφουν, εντός 24 ωρών από την άφιξη του μεταφορικού μέσου σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν συλλέξει και διαβιβάσει στις συνοριακές αρχές για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας [95/46] που αφορούν την προστασία δεδομένων, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τα προσωπικά δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 για σκοπούς σχετικούς με την επιβολή του νόμου.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να υποχρεούνται οι μεταφορείς να ενημερώνουν τους επιβάτες βάσει της οδηγίας [95/46]. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει και τις πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 10 στοιχείο γ) και το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.»

3.      Η οδηγία 2010/65

9        Η οδηγία 2010/65 καταργείται, βάσει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1239 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού περιβάλλοντος ναυτιλιακής ενιαίας θυρίδας και για την κατάργηση της οδηγίας 2010/65 (ΕΕ 2019, L 198, σ. 64), από τις 15 Αυγούστου 2025.

10      Η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Για τη διευκόλυνση των θαλάσσιων μεταφορών και προκειμένου να μειωθεί το διοικητικό άχθος των ναυτιλιακών εταιρειών, οι διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων που απαιτούνται σύμφωνα με τις νομικές πράξεις της Ένωσης και από τα κράτη μέλη πρέπει να απλουστευθούν και να εναρμονισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο. […]»

11      Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην απλούστευση και εναρμόνιση των διοικητικών διαδικασιών που εφαρμόζονται στις θαλάσσιες μεταφορές, μέσω της τυποποίησης της ηλεκτρονικής διαβίβασης πληροφοριών και του εξορθολογισμού των διατυπώσεων υποβολής δηλώσεων.

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων που εφαρμόζονται στις θαλάσσιες μεταφορές για πλοία που καταπλέουν σε λιμένες ευρισκόμενους στα κράτη μέλη και για πλοία που αποπλέουν από αυτούς.»

12      Κατά το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εμπιστευτικότητα»:

«1.      Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες νομικές πράξεις της Ένωσης ή την εθνική νομοθεσία, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εμπιστευτικότητα των εμπορικών και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ιδίως για την προστασία δεδομένων εμπορικού χαρακτήρα που συλλέγονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με την οδηγία [95/46]. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης διασφαλίζουν ότι συμμορφώνονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 2001, L 8, σ. 1)].»

4.      Ο ΓΚΠΔ

13      Η αιτιολογική σκέψη 19 του ΓΚΠΔ έχει ως εξής:

«Η προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους και της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων αυτών, αποτελεί το αντικείμενο ειδικής ενωσιακής νομικής πράξης. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται σε δραστηριότητες επεξεργασίας για τους σκοπούς αυτούς. Ωστόσο, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που υφίστανται επεξεργασία από δημόσιες αρχές βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει, όταν χρησιμοποιούνται για αυτούς τους σκοπούς, να ρυθμίζονται από ειδικότερη ενωσιακή νομική πράξη, δηλαδή την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2016, L 119, σ. 89)]. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές κατά την έννοια της [οδηγίας 2016/680] καθήκοντα που δεν ασκούνται απαραιτήτως για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της διασφάλισης έναντι των απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψής τους, ούτως ώστε η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για αυτούς τους άλλους σκοπούς, εφόσον εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

[…]»

14      Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2, τα εξής:

«1.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης.

2.      Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

α)      στο πλαίσιο δραστηριότητας η οποία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης,

β)      από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΕΕ,

[…]

δ)      από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια.»

15      Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

1)      “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”: κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο […] ·

2)      “επεξεργασία”: κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή,

[…]»

16      Το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ, με τίτλο «Περιορισμοί», ορίζει τα εξής:

«1.      Το δίκαιο της Ένωσης ή του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων μπορεί να περιορίζει μέσω νομοθετικού μέτρου το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22 και στο άρθρο 34, καθώς και στο άρθρο 5, εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 22, όταν ένας τέτοιος περιορισμός σέβεται την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διασφάλιση:

α)      της ασφάλειας του κράτους,

β)      της εθνικής άμυνας,

γ)      της δημόσιας ασφάλειας,

δ)      της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης και της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της πρόληψης αυτών,

[…]

η)      της παρακολούθησης, της επιθεώρησης ή της κανονιστικής λειτουργίας που συνδέεται, έστω περιστασιακά, με την άσκηση δημόσιας εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) και ζ),

2.      Ειδικότερα, κάθε νομοθετικό μέτρο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιέχει συγκεκριμένες διατάξεις τουλάχιστον, ανάλογα με την περίπτωση, όσον αφορά:

α)      τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,

β)      τις κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

γ)      το πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που επιβλήθηκαν,

δ)      τις εγγυήσεις για την πρόληψη καταχρήσεων ή παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης,

ε)      την ειδική περιγραφή του υπευθύνου επεξεργασίας ή των κατηγοριών των υπευθύνων επεξεργασίας,

στ)      τις περιόδους αποθήκευσης και τις ισχύουσες εγγυήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τους σκοπούς της επεξεργασίας ή τις κατηγορίες επεξεργασίας,

ζ)      τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και

η)      το δικαίωμα των υποκειμένων των δεδομένων να ενημερώνονται σχετικά με τον περιορισμό, εκτός εάν αυτό μπορεί να αποβεί επιζήμιο για τους σκοπούς του περιορισμού.»

17      Το άρθρο 94 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Κατάργηση της οδηγίας [95/46]», προβλέπει τα εξής:

«1.      Η οδηγία [95/46] καταργείται από τις 25 Μαΐου 2018.

2.      Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό. Οι παραπομπές στην ομάδα προστασίας των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που συστάθηκε με το άρθρο 29 της οδηγίας [95/46], θεωρούνται παραπομπές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων που συστήνεται με τον παρόντα κανονισμό.»

5.      Η οδηγία 2016/680

18      Η οδηγία 2016/680, σύμφωνα με το άρθρο 59 αυτής, κατήργησε και αντικατέστησε, από τις 6 Μαΐου 2018, την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2008, L 350, σ. 60).

19      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 της οδηγίας 2016/680:

«(9)      Επί αυτής της βάσης, ο [ΓΚΠΔ] θεσπίζει γενικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση.

(10)      Στη δήλωση αριθ. 21 σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, η οποία προσαρτάται στην Τελική Πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η διάσκεψη αναγνωρίζει ότι, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των εν λόγω τομέων, ενδέχεται να απαιτηθούν ειδικοί κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία τους στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, βάσει του άρθρου 16 ΣΛΕΕ.

(11)      Ενδείκνυται, επομένως, οι εν λόγω τομείς να διέπονται από μια οδηγία η οποία θεσπίζει ειδικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από τις απειλές κατά της δημόσιας ασφαλείας και της αποτροπής τους, με σεβασμό της ειδικής φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων. Στις εν λόγω αρμόδιες αρχές θα πρέπει να περιλαμβάνονται όχι μόνο δημόσιες αρχές, όπως οι δικαστικές αρχές, η αστυνομία ή άλλες αρχές επιβολής του νόμου, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος φορέας ή οποιαδήποτε οντότητα στα οποία δίκαιο του κράτους μέλους αναθέτει την άσκηση δημόσιας αρχής και την άσκηση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Όταν ένας τέτοιος φορέας ή οντότητα επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για σκοπούς άλλους από αυτούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζεται ο [ΓΚΠΔ]. Ο [ΓΚΠΔ], ως εκ τούτου, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου φορέας ή οντότητα συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για άλλους σκοπούς και επεξεργάζεται περαιτέρω τα εν λόγω δεδομένα προκειμένου να συμμορφωθεί σε νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται. Για παράδειγμα για τους σκοπούς της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διατηρούν ορισμένα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία και επεξεργάζονται, και παρέχουν τα δεδομένα αυτά μόνο στις αρμόδιες εθνικές αρχές σε ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους. Οι φορείς ή οι οντότητες που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό των εν λόγω αρχών εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να δεσμεύονται από σύμβαση ή άλλη νομική πράξη και από τις διατάξεις που ισχύουν για τους εκτελούντες την επεξεργασία σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενώ δε θίγεται η εφαρμογή του [ΓΚΠΔ] για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον εκτελούντα την επεξεργασία εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.»

20      Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Αντικείμενο και στόχοι», το οποίο αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/977, προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κανόνες που αφορούν στην προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους.»

21      Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

7)      “αρμόδια αρχή”:

α)      κάθε δημόσια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους· ή

β)      κάθε άλλος οργανισμός ή φορέας στον οποίο το δίκαιο κράτους μέλους αναθέτει ρόλο δημόσιας αρχής και την εκτέλεση δημόσιων εξουσιών για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων της προστασίας από απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους·

[…]»

6.      Η οδηγία PNR

22      Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 έως 12, 15, 19, 20, 22, 25, 27, 28, 33, 36 και 37 της οδηγίας PNR έχουν ως εξής:

«(4)      Η οδηγία [API] διέπει τη διαβίβαση εκ των προτέρων συλλεγόμενων δεδομένων για τους επιβάτες (ΑΡΙ) από τους αερομεταφορείς προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τους σκοπούς της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης.

(5)      Στόχοι της παρούσας οδηγίας είναι, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια, η προστασία της ζωής και ασφαλείας των προσώπων και η δημιουργία νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων PNR όταν τα επεξεργάζονται οι αρμόδιες αρχές.

(6)      Η αποτελεσματική χρήση δεδομένων PNR, π.χ. μέσω της αντιπαραβολής δεδομένων PNR με διάφορες βάσεις δεδομένων για αναζητούμενα πρόσωπα και αντικείμενα, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων και την κατ’ αυτόν τον τρόπο ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας, με στόχο τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και, κατά περίπτωση, την εξεύρεση συνεργών και την εξάρθρωση εγκληματικών κυκλωμάτων.

(7)      Η αξιολόγηση δεδομένων PNR επιτρέπει την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν υπήρχαν υποψίες εμπλοκής σε τρομοκρατική πράξη ή σοβαρό έγκλημα πριν την αξιολόγηση, και πρέπει κατά συνέπεια να εξετασθούν περαιτέρω από τις αρμόδιες αρχές. Με τη χρήση των δεδομένων PNR μπορεί να αντιμετωπισθεί η απειλή της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων από διαφορετική οπτική γωνία, πέραν εκείνης που προσφέρει η επεξεργασία άλλων κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εντούτοις, προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων PNR να είναι περιορισμένη στο απολύτως αναγκαίο, η θέσπιση και η εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης πρέπει να περιοριστεί στην τρομοκρατία και στα σοβαρά εγκλήματα όπου η χρήση τέτοιων κριτηρίων έχει νόημα. Επιπλέον, τα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο ώστε το σύστημα να ταυτοποιεί όσο το δυνατόν λιγότερους αθώους.

(8)      Οι αερομεταφορείς συλλέγουν και επεξεργάζονται ήδη δεδομένα PNR των επιβατών τους για δική τους εμπορική χρήση. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επιβάλλει καμία υποχρέωση στους αερομεταφορείς να συλλέγουν ή να διατηρούν οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία από τους επιβάτες ούτε να υποχρεώνει τους επιβάτες να παρέχουν και άλλα δεδομένα πέραν εκείνων που έχουν ήδη δοθεί στους αερομεταφορείς.

(9)      Ορισμένοι αερομεταφορείς διατηρούν τα δεδομένα API που ενδεχομένως συλλέγουν ως μέρος των δεδομένων PNR, ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Η χρήση των δεδομένων PNR από κοινού με τη χρήση των πληροφοριών ΑΡΙ έχει προστιθέμενη αξία, καθώς βοηθά τα κράτη μέλη κατά την επαλήθευση της ταυτότητας προσώπων επαυξάνοντας την αξία του αποτελέσματος αυτού για σκοπούς επιβολής του νόμου και ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο διενέργειας ελέγχων και ερευνών σε αθώους. Είναι συνεπώς σημαντικό να διασφαλιστεί ότι, όταν οι αερομεταφορείς συλλέγουν δεδομένα API, τα διαβιβάζουν, ανεξάρτητα από το εάν διατηρούν τα δεδομένα API με διαφορετικά τεχνικά μέσα, εν συγκρίσει με τα άλλα δεδομένα PNR.

(10)      Για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν από όλα τα κράτη μέλη διατάξεις που θα υποχρεώνουν τους αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις εκτός ΕΕ να διαβιβάζουν τα συλλεχθέντα δεδομένα PNR, καθώς και τα δεδομένα API. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν αυτή την υποχρέωση σε αερομεταφορείς που πραγματοποιούν πτήσεις εντός της ΕΕ. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να τηρούν την οδηγία [API].

(11)      Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να είναι ανάλογη προς τους ειδικούς σκοπούς ασφάλειας που επιδιώκει η παρούσα οδηγία.

(12)      Ο κατά την παρούσα οδηγία ορισμός των τρομοκρατικών εγκλημάτων πρέπει να είναι ίδιος με εκείνον της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου[, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2002, L 164, σ. 3)]. Ο ορισμός των σοβαρών εγκλημάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει τις κατηγορίες εγκληματικών πράξεων που απαριθμούνται στο παράρτημα II της παρούσας οδηγίας.

[…]

(15)      Ο κατάλογος δεδομένων PNR που ζητά μια ΜΣΕ πρέπει να αντικατοπτρίζει τις θεμιτές αξιώσεις των δημοσίων αρχών για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων, ιδίως των δικαιωμάτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να εφαρμόζονται υψηλά πρότυπα σύμφωνα με τον [Χάρτη], τη σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα («σύμβαση αριθ. 108») και την Ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών[, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950] («ΕΣΔΑ»). Οι κατάλογοι αυτοί δεν θα πρέπει να βασίζονται στη φυλή ή την εθνοτική καταγωγή, το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, τα πολιτικά ή άλλα φρονήματα, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την κατάσταση της υγείας, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό προσώπου. Τα δεδομένα PNR θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο λεπτομερή στοιχεία για τις κρατήσεις των επιβατών και τα δρομολόγιά τους, τα οποία επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν επιβάτες πτήσεων οι οποίοι συνιστούν απειλή για την εσωτερική ασφάλεια.

[…]

(19)      Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση ενδεχόμενων απειλών που σχετίζονται με τρομοκρατικά και σοβαρά εγκλήματα.

(20)      Με πλήρη σεβασμό του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του δικαιώματος στη μη διακριτική μεταχείριση, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται απόφαση με δυσμενείς νομικές συνέπειες για συγκεκριμένο πρόσωπο ή που θίγει σοβαρά το εν λόγω πρόσωπο με μόνο λόγο την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR. Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 21 του Χάρτη, καμία τέτοια απόφαση δεν θα πρέπει να προκαλεί διακρίσεις για οιοδήποτε λόγο όπως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Όταν η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τις εν λόγω αρχές.

[…]

(22)      Λαμβανομένων πλήρως υπόψη των αρχών που εκπορεύονται εκ της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να διασφαλίζει πλήρως την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ουσιαστικά τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων. Θα πρέπει η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη ενώ θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίζεται το σύννομον οποιασδήποτε αποθήκευσης, ανάλυσης, μεταφοράς ή χρήσης δεδομένων PNR.

[…]

(25)      Η περίοδος διατήρησης των δεδομένων PNR θα πρέπει να είναι η αναγκαία και ανάλογη προς τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Λόγω του χαρακτήρα των δεδομένων και των χρήσεών τους, είναι απαραίτητο να διατηρούνται τα δεδομένα PNR για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να μπορούν να αναλυθούν και να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ερευνών. Μετά την αρχική περίοδο διατήρησης, τα δεδομένα PNR, προκειμένου να αποφευχθεί δυσανάλογη χρήση τους, θα πρέπει να καθίστανται ανώνυμα αποκρύπτοντας διάφορα στοιχεία. Για να διασφαλισθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων, η πρόσβαση στα πλήρη δεδομένα PNR που επιτρέπει την άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων θα πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό πολύ αυστηρούς και περιοριστικούς όρους μετά την πάροδο της αρχικής αυτής περιόδου.

[…]

(27)      Η επεξεργασία δεδομένων PNR που πραγματοποιείται σε κάθε κράτος μέλος από τη ΜΣΕ και από τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να υπόκειται σε πρότυπο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, το οποίο να είναι σύμφωνο με την απόφαση-πλαίσιο [2008/977], και με τις ειδικές απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία. Οι παραπομπές στην απόφαση-πλαίσιο [2008/977] πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στην ισχύουσα νομοθεσία καθώς επίσης και στη νομοθεσία που θα την αντικαταστήσει.

(28)      Λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων ως προς την επεξεργασία των οικείων δεδομένων PNR, όπως το δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού, και τα δικαιώματα αποζημίωσης και δικαστικής προσφυγής, θα πρέπει να είναι σύμφωνα τόσο με την απόφαση-πλαίσιο [2008/977] όσο και με το υψηλό επίπεδο προστασίας που προβλέπεται από τον Χάρτη και την ΕΣΔΑ.

[…]

(33) Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική νομοθεσία τους ένα σύστημα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων PNR από οικονομικούς φορείς που δεν είναι μεταφορείς, όπως ταξιδιωτικά γραφεία και διοργανωτές ταξιδιών που παρέχουν σχετιζόμενες με ταξίδια υπηρεσίες –συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων πτήσεων– για τις οποίες συλλέγουν και επεξεργάζονται δεδομένα PNR, ή από μεταφορείς άλλους πλην εκείνων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, εφόσον η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με τη νομοθεσία της Ένωσης.

[…]

(36)      Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, ιδιαίτερα το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα στη μη διακριτική μεταχείριση, όπως προστατεύονται από τα άρθρα 8, 7 και 21 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμόζεται ανάλογα. Η παρούσα οδηγία είναι συμβατή με τις αρχές προστασίας δεδομένων και οι διατάξεις της ευθυγραμμίζονται με την απόφαση-πλαίσιο [2008/977]. Επιπλέον, για να συμμορφωθεί με την αρχή της αναλογικότητας, η παρούσα οδηγία, σε συγκεκριμένα θέματα, προβλέπει κανόνες προστασίας δεδομένων αυστηρότερους από εκείνους που προβλέπονται από την απόφαση-πλαίσιο [2008/977].

(37)      Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο, καθώς επιτρέπει τη διατήρηση δεδομένων PNR στις ΜΣΕ για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, μετά την οποία τα δεδομένα θα πρέπει να διαγράφονται, προβλέπει ότι τα δεδομένα θα ανωνυμοποιούνται μέσω κάλυψης στοιχείων των δεδομένων μετά από μια αρχική περίοδο έξι μηνών, και απαγορεύει τη συλλογή και χρήση ευαίσθητων δεδομένων. Για να εξασφαλιστούν η αποτελεσματικότητα και υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίσουν ότι μια ανεξάρτητη εθνική εποπτική αρχή και, ειδικότερα, ένας υπεύθυνος προστασίας δεδομένων, είναι αρμόδιος για την παροχή συμβουλών και τον έλεγχο του τρόπου επεξεργασίας των δεδομένων PNR. Κάθε επεξεργασία δεδομένων PNR θα πρέπει να καταγράφεται ή να τεκμηριώνεται για τους σκοπούς της εξακρίβωσης της νομιμότητάς της, του αυτοελέγχου και της εξασφάλισης της ακεραιότητας των δεδομένων και της ασφάλειας της επεξεργασίας τους. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζουν ότι οι επιβάτες είναι σαφώς και επακριβώς ενημερωμένοι για τη συλλογή δεδομένων PNR και για τα δικαιώματά τους.»

23      Το άρθρο 1 της οδηγίας PNR, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία προβλέπει:

α)      τη διαβίβαση, από τους αερομεταφορείς, δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) σε πτήσεις εκτός της ΕΕ·

β)      την επεξεργασία των δεδομένων του στοιχείου α), συμπεριλαμβανομένων της συλλογής, της χρησιμοποίησης και της διατήρησής τους από τα κράτη μέλη και της ανταλλαγής αυτών των δεδομένων μεταξύ των κρατών μελών.

2.      Τα δεδομένα PNR που συλλέγονται βάσει της παρούσας οδηγίας υφίστανται επεξεργασία μόνο για τον σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ).»

24      Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στις πτήσεις εντός της ΕΕ», έχει ως εξής:

«1.      Εάν ένα κράτος μέλος αποφασίσει να εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πτήσεις εντός της ΕΕ, οφείλει να το ανακοινώσει εγγράφως στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη δύνανται να προβούν σε τέτοια ανακοίνωση, ή να την ανακαλέσουν, ανά πάσα στιγμή. Η Επιτροπή δημοσιεύει την εν λόγω ανακοίνωση και τυχόν ανάκλησή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.      Σε περίπτωση ανακοίνωσης αναφερομένης στην παράγραφο 1, στις πτήσεις εντός της ΕΕ και στα δεδομένα PNR από τις πτήσεις αυτές εφαρμόζεται το σύνολο των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ως να επρόκειτο αντιστοίχως για πτήσεις εκτός της ΕΕ και για δεδομένα PNR από πτήσεις εκτός της ΕΕ.

3.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει την παρούσα οδηγία μόνον σε επιλεγμένες πτήσεις εντός της ΕΕ. Όταν λαμβάνουν την απόφαση αυτή, τα κράτη μέλη επιλέγουν τις πτήσεις που θεωρούν αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν τις επιλεχθείσες πτήσεις εντός της ΕΕ.»

25      Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “αερομεταφορέας”: επιχείρηση αερομεταφορών με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης ή ισοδύναμο αυτής που επιτρέπει την αεροπορική μεταφορά επιβατών·

2)      “πτήση εκτός της ΕΕ”: κάθε τακτική ή μη τακτική πτήση εκτελούμενη από αερομεταφορέα που αναχωρεί από τρίτη χώρα και προβλέπεται να προσγειωθεί στο έδαφος κράτους μέλους ή αναχωρεί από το έδαφος κράτους μέλους και προβλέπεται να προσγειωθεί σε τρίτη χώρα, συμπεριλαμβανομένων, σε αμφότερες τις περιπτώσεις πτήσεων με τυχόν ενδιάμεσες στάσεις στο έδαφος κρατών μελών ή τρίτων χωρών·

3)      “πτήση εντός της ΕΕ”: κάθε τακτική ή μη τακτική πτήση εκτελούμενη από αερομεταφορέα, η οποία αναχωρεί από το έδαφος κράτους μέλους και προβλέπεται να προσγειωθεί στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων από τα λοιπά κράτη μέλη, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις στο έδαφος τρίτης χώρας·

4)      “επιβάτης”: κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανόμενων των μετεπιβιβαζόμενων και διερχόμενων επιβατών και εξαιρουμένων των μελών του πληρώματος, που μεταφέρεται ή πρόκειται να μεταφερθεί με αεροσκάφος με τη συγκατάθεση του αερομεταφορέα, η οποία εκφράζεται με την καταχώριση του επιβάτη στον κατάλογο επιβατών·

5)      “κατάσταση ονομάτων επιβατών” ή “PNR”: ταξιδιωτικός φάκελος κάθε επιβάτη, ο οποίος περιλαμβάνει τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την επεξεργασία και τον έλεγχο των κρατήσεων από τους αερομεταφορείς που πραγματοποιούν την κράτηση ή συμμετέχουν στη μεταφορά για κάθε ταξίδι για το οποίο γίνεται κράτηση από το ίδιο το άτομο ή για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν ο φάκελος περιλαμβάνεται σε συστήματα κράτησης, σε συστήματα ελέγχου αναχωρήσεων που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο επιβατών πριν επιβιβασθούν στο αεροπλάνο ή σε ισοδύναμα συστήματα με τις ίδιες λειτουργίες·

6)      “συστήματα κράτησης”: το εσωτερικό σύστημα του αερομεταφορέα, στο οποίο συγκεντρώνονται δεδομένα PNR για τη διεκπεραίωση των κρατήσεων·

7)      “μέθοδος προώθησης” (“push method”): η μέθοδος βάσει της οποίας οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν δεδομένα PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα I στη βάση δεδομένων της αρχής που τα έχει ζητήσει·

8)      “τρομοκρατικά εγκλήματα”: οι εγκληματικές πράξεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου [2002/475]·

9)      “σοβαρά εγκλήματα»”: οι εγκληματικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II, οι οποίες τιμωρούνται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών·

10)      “ανωνυμοποίηση μέσω κάλυψης των δεδομένων”: ορισμένα στοιχεία των δεδομένων εκείνων που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων καθίστανται αόρατα στους χρήστες.»

26      Το άρθρο 4 της οδηγίας PNR, με τίτλο «Μονάδα στοιχείων επιβατών», ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 3, τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος ιδρύει ή ορίζει μια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων ή τμήμα μιας τέτοιας αρχής, η οποία θα λειτουργεί ως η οικεία “μονάδα στοιχείων επιβατών” (“ΜΣΕ”).

2.      Η ΜΣΕ είναι αρμόδια:

α)      για τη συλλογή δεδομένων PNR από αερομεταφορείς, την αποθήκευση, την επεξεργασία και διαβίβαση των δεδομένων αυτών ή του αποτελέσματος της επεξεργασίας τους στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7·

β)      για την ανταλλαγή τόσο δεδομένων PNR όσο και του αποτελέσματος της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών με τις ΜΣΕ άλλων κρατών μελών και με την Ευρωπόλ σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10.

3.      Τα μέλη του προσωπικού της ΜΣΕ μπορούν να αποσπώνται από αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη παρέχουν στις ΜΣΕ επαρκείς πόρους για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.»

27      Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υπεύθυνος προστασίας δεδομένων εντός της ΜΣΕ», έχει ως εξής:

«1.      Η ΜΣΕ ορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων για την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων PNR και την υλοποίηση των σχετικών διασφαλίσεων.

2.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους υπεύθυνους προστασίας δεδομένων τα μέσα για την αποτελεσματική και ανεξάρτητη εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους κατά το παρόν άρθρο.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να επικοινωνεί με τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, ως ενιαίο σημείο επαφής, σχετικά με όλα τα ζητήματα που συνδέονται με την επεξεργασία των οικείων δεδομένων PNR.»

28      Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Επεξεργασία των δεδομένων PNR», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς συλλέγονται από τη ΜΣΕ του σχετικού κράτους μέλους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8. Στις περιπτώσεις όπου τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς συμπεριλαμβάνουν και άλλα δεδομένα πλην εκείνων του παραρτήματος I, η ΜΣΕ διαγράφει αμέσως και μονίμως αυτά τα δεδομένα μετά την παραλαβή τους.

2.      Η ΜΣΕ επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR μόνο για τους ακόλουθους σκοπούς:

α)      αξιολόγηση των επιβατών πριν από την προγραμματιζόμενη άφιξή τους στο κράτος μέλος ή αναχώρησή τους από αυτό, προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα πρόσωπα που πρέπει να εξεταστούν λεπτομερέστερα από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7 και, εφόσον απαιτείται, από την Ευρωπόλ, σύμφωνα με το άρθρο 10, επειδή ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα·

β)      απάντηση, κατά περίπτωση, σε μια δεόντως αιτιολογημένη αίτηση που βασίζεται σε επαρκείς λόγους, η οποία υποβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές, για τη χορήγηση και την επεξεργασία δεδομένων PNR σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προς το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, και γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές ή, κατά περίπτωση, στην Ευρωπόλ των αποτελεσμάτων αυτής της επεξεργασίας· [και]

γ)      ανάλυση των δεδομένων PNR με σκοπό την επικαιροποίηση ή τη δημιουργία νέων κριτηρίων που θα χρησιμοποιούνται στις αξιολογήσεις που διενεργούνται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 3 με σκοπό την ταυτοποίηση κάθε προσώπου δυναμένου να εμπλέκεται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα.

3.      Κατά τη διεξαγωγή της αξιολόγησης του στοιχείου α) της παραγράφου 2, η ΜΣΕ μπορεί:

α)      να αντιπαραβάλει τα δεδομένα PNR με βάσεις δεδομένων σχετικές με τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων για πρόσωπα ή αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης και τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων· ή

β)      να επεξεργαστεί τα δεδομένα PNR σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια.

4.      Πάσα αξιολόγηση των επιβατών πριν από την προγραμματισμένη άφιξή τους στο κράτος μέλος ή την αναχώρησή τους από αυτό σύμφωνα με τα προκαθορισμένα κριτήρια της παραγράφου 3 στοιχείο β) πραγματοποιείται χωρίς διακρίσεις. Τα προκαθορισμένα κριτήρια πρέπει να είναι στοχοθετημένα, αναλογικά και ειδικά. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω κριτήρια να καθορίζονται από τις ΜΣΕ και να επανεξετάζονται τακτικά σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 7. Τα κριτήρια δεν πρέπει ποτέ να βασίζονται στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην κατάσταση της υγείας, στη σεξουαλική ζωή ή στο σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου.

5.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε θετικό αποτέλεσμα που λαμβάνεται από αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR δυνάμει της παραγράφου 2 στοιχείο α) ελέγχεται μεμονωμένα με μη αυτοματοποιημένα μέσα για να εξακριβωθεί κατά πόσον είναι απαραίτητη η παρέμβαση της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 7, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

6.      Η ΜΣΕ ενός κράτους μέλους διαβιβάζει τα δεδομένα PNR των προσώπων που έχουν ταυτοποιηθεί σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 2 ή τα αποτελέσματα επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, για περαιτέρω εξέταση στις αναφερόμενες στο άρθρο 7 αρμόδιες αρχές του ιδίου κράτους μέλους. Αυτές οι διαβιβάσεις πραγματοποιούνται μόνο κατά περίπτωση και όταν έχει γίνει αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR έπειτα από μεμονωμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα.

7.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που επεξεργάζεται η ΜΣΕ. Σε περίπτωση που ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων θεωρεί ότι η επεξεργασία οποιωνδήποτε δεδομένων δεν ήταν νόμιμη, μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην εθνική εποπτική αρχή.

[…]

9.      Οι συνέπειες των προβλεπόμενων στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου αξιολογήσεων των επιβατών δεν θίγουν το δικαίωμα εισόδου προσώπων που απολαύουν του ενωσιακού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, όπως προβλέπει η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77)]. Επιπροσθέτως, εφόσον διενεργούνται αξιολογήσεις σε σχέση με πτήσεις εντός της ΕΕ μεταξύ κρατών μελών όπου εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1)], οι συνέπειες των αξιολογήσεων αυτών πρέπει να συνάδουν με τον εν λόγω κανονισμό.»

29      Κατά το άρθρο 7 της οδηγίας PNR, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρμόδιες αρχές»:

«1.      Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει έναν κατάλογο των αρμόδιων αρχών εξουσιοδοτημένων να ζητούν ή να λαμβάνουν δεδομένα PNR ή το αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών από τις ΜΣΕ, προκειμένου να εξετάζουν περαιτέρω τις πληροφορίες αυτές ή να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

2.      Αρχές της παραγράφου 1 είναι εκείνες που είναι αρμόδιες στον τομέα της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης και της δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

[…]

4.      Τα δεδομένα PNR και τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών που λαμβάνονται από τη ΜΣΕ μπορούν να υποστούν περαιτέρω επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

5.      Η παράγραφος 4 τελεί υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρχών επιβολής του νόμου ή των δικαστικών αρχών όταν, στο πλαίσιο μέτρων επιβολής του νόμου που ελήφθησαν μετά το πέρας αυτής της επεξεργασίας, διαπιστώνονται άλλες εγκληματικές πράξεις ή υπάρχουν σχετικές ενδείξεις.

6.      Οι αρμόδιες αρχές δεν λαμβάνουν ποτέ απόφαση που έχει δυσμενείς νομικές συνέπειες για συγκεκριμένο πρόσωπο ή το θίγει σημαντικά απλά και μόνο λόγω της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR. Οι αποφάσεις αυτές δεν λαμβάνονται με βάση τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την κατάσταση της υγείας, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου.»

30      Το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Υποχρεώσεις των αερομεταφορέων όσον αφορά τις διαβιβάσεις δεδομένων», προβλέπει, στις παραγράφους 1 έως 3, τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν με τη μέθοδο της «προώθησης» τα δεδομένα PNR, όπως ορίζονται στο παράρτημα I, στο μέτρο που οι αερομεταφορείς αυτοί έχουν ήδη συγκεντρώσει τα δεδομένα αυτά κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών τους, στη βάση δεδομένων της ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου θα προσγειωθεί και/ή από το έδαφος του οποίου θα απογειωθεί το αεροσκάφος. Όταν η πτήση εκτελείται με κοινό κωδικό μεταξύ ενός ή περισσοτέρων αερομεταφορέων, η υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR όλων των επιβατών της πτήσης βαρύνει τον αερομεταφορέα που εκτελεί την πτήση. Όταν μια πτήση εκτός της ΕΕ περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ενδιάμεσες στάσεις στα αεροδρόμια διαφορετικών κρατών μελών, οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR όλων των επιβατών στις ΜΣΕ όλων των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Αυτό ισχύει επίσης και όταν μια πτήση εντός της ΕΕ περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ενδιάμεσες στάσεις στα αεροδρόμια διαφορετικών κρατών μελών, αλλά μόνον όσον αφορά κράτη μέλη τα οποία συλλέγουν δεδομένα PNR από πτήσεις εντός της ΕΕ.

2.      Αν οι αερομεταφορείς έχουν συλλέξει εκ των προτέρων [δεδομένα API] που απαριθμούνται στο σημείο 18 του Παραρτήματος Ι, αλλά δεν διατηρούν τα δεδομένα αυτά με τα ίδια τεχνικά μέσα όπως για τα άλλα δεδομένα PNR, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν επίσης με τη μέθοδο της «προώθησης» τα δεδομένα αυτά στην ΜΣΕ των κρατών μελών της παραγράφου 1. Σε περίπτωση διαβίβασης τέτοιων δεδομένων, όλες οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται επί των εν λόγω δεδομένων API.

3.      Οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR με ηλεκτρονικά μέσα χρησιμοποιώντας τα κοινά πρωτόκολλα και τους υποστηριζόμενους μορφότυπους δεδομένων που θα θεσπιστούν σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 17 παράγραφος 2 ή, σε περίπτωση τεχνικής βλάβης, με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο που εξασφαλίζει κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας των δεδομένων, ως εξής:

α)      η διαβίβαση γίνεται 24 έως 48 ώρες πριν από τον προγραμματισμένο χρόνο αναχώρησης της πτήσης· και

β)      η διαβίβαση γίνεται αμέσως μετά το κλείσιμο της πτήσης, δηλαδή αφού επιβιβαστούν οι επιβάτες στο αεροσκάφος που ετοιμάζεται να αναχωρήσει και δεν είναι πλέον δυνατή η επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών.»

31      Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Περίοδος διατήρησης των δεδομένων και αποπροσωποποίηση», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα PNR που διαβιβάζουν οι αερομεταφορείς στη ΜΣΕ διατηρούνται σε βάση δεδομένων στη ΜΣΕ για περίοδο πέντε ετών από τη διαβίβασή τους στη ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το σημείο άφιξης ή αναχώρησης της πτήσης.

2.      Έξι μήνες από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR κατά την παράγραφο 1, όλα τα δεδομένα PNR ανωνυμοποιούνται με την κάλυψη των ακόλουθων στοιχείων που μπορούν να χρησιμεύσουν προς άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίο αναφέρονται τα δεδομένα PNR:

α)      όνομα (ονόματα), συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων άλλων επιβατών που αναφέρονται στον φάκελο PNR καθώς και του αριθμού επιβατών που συνταξιδεύουν, οι οποίοι περιλαμβάνονται στον φάκελο PNR·

β)      διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας·

γ)      όλα τα στοιχεία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης χρέωσης, στο μέτρο που περιλαμβάνουν πληροφορίες που μπορούν να χρησιμεύσουν προς άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίον αναφέρονται τα δεδομένα PNR, ή άλλων προσώπων·

δ)      πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα τακτικού επιβάτη·

ε)      γενικές παρατηρήσεις, στο μέτρο που περιλαμβάνουν πληροφορίες που μπορούν να χρησιμεύσουν για την άμεση ταυτοποίηση του επιβάτη στον οποίον αναφέρονται τα δεδομένα PNR·

στ)      οποιαδήποτε δεδομένα API έχουν συλλεχθεί.

3.      Μετά την πάροδο των έξι μηνών κατά την παράγραφο 2, η κοινολόγηση των πλήρων δεδομένων PNR εγκρίνεται μόνον εφόσον:

α)      εκτιμάται εύλογα ότι είναι αναγκαία για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 2 στοιχείο β)· και

β)      εγκριθεί από:

i)      δικαστική αρχή, ή

ii)      άλλη εθνική αρχή αρμόδια δυνάμει του εθνικού δικαίου να ελέγχει την τήρηση των όρων κοινολόγησης πληροφοριών, υπό τον όρο ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της ΜΣΕ θα ενημερωθεί για την έγκριση, την οποία και ελέγχει εκ των υστέρων.

4.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα PNR διαγράφονται μονίμως μετά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η συγκεκριμένη υποχρέωση εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των περιπτώσεων διαβίβασης συγκεκριμένων δεδομένων PNR σε αρμόδια αρχή, τα οποία χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης για το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, οπότε η διατήρηση αυτών των δεδομένων από την αρμόδια αρχή διέπεται από το εθνικό δίκαιο.

5.      Το αποτέλεσμα της επεξεργασίας κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο α) διατηρείται από τη ΜΣΕ μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για να ενημερωθούν οι αρμόδιες αρχές και, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, για να ενημερωθούν οι ΜΣΕ των άλλων κρατών μελών για την ύπαρξη θετικού αποτελέσματος. Αν, έπειτα από μεμονωμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5, το αποτέλεσμα μιας αυτοματοποιημένης επεξεργασίας αποδειχθεί αρνητικό, το αποτέλεσμα αυτό μπορεί παρά ταύτα να αποθηκευθεί, προκειμένου να αποφευχθούν στο μέλλον “ψευδώς θετικά” αποτελέσματα, για όσο διάστημα δεν έχουν ακόμη διαγραφεί τα σχετικά δεδομένα σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.»

32      Το άρθρο 13 της οδηγίας PNR, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 5, τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος φροντίζει ώστε, σε οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει της παρούσας οδηγίας, όλοι οι επιβάτες να έχουν το ίδιο δικαίωμα προστασίας των προσωπικών τους δεδομένων, το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης, διόρθωσης, διαγραφής και περιορισμού, καθώς και το ίδιο δικαίωμα αποζημίωσης και δικαστικής προσφυγής, με τα δικαιώματα που ετέθησαν διά της νομοθεσίας της Ένωσης και της εθνικής νομοθεσίας, καθώς και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 17, 18, 19 και 20 της απόφασης-πλαισίου [2008/977]. Κατά συνέπεια, τα άρθρα αυτά τυγχάνουν εφαρμογής.

2.      Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι οι διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή των άρθρων 21 και 22 της απόφασης-πλαισίου [2008/977], που αφορούν τον απόρρητο χαρακτήρα της επεξεργασίας και την ασφάλεια των δεδομένων, εφαρμόζονται επίσης και σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

3.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας [95/46] στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τους αερομεταφορείς και ιδίως τις υποχρεώσεις τους να λαμβάνουν τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ώστε να προστατεύονται η ασφάλεια και η εμπιστευτικότητα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.      Τα κράτη μέλη απαγορεύουν την επεξεργασία δεδομένων PNR που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου. Αν παραληφθούν από τη ΜΣΕ δεδομένα PNR που αποκαλύπτουν τέτοιους είδους πληροφορίες, αυτά διαγράφονται αμέσως.

5.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ΜΣΕ διατηρεί τεκμηρίωση όλων των συστημάτων και διαδικασιών επεξεργασίας που τελούν υπό την ευθύνη της. Η τεκμηρίωση αυτή περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)      το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του οργανισμού και του προσωπικού της ΜΣΕ που έχουν επιφορτιστεί με την επεξεργασία των δεδομένων PNR και τα διαφορετικά επίπεδα άδειας πρόσβασης·

β)      τα αιτήματα των αρμόδιων αρχών και των ΜΣΕ άλλων κρατών μελών·

γ)      όλες τις αιτήσεις και τις διαβιβάσεις δεδομένων PNR προς τρίτη χώρα.

Η ΜΣΕ καθιστά όλη την τεκμηρίωση διαθέσιμη, κατόπιν αιτήματος, στην εθνική εποπτική αρχή.»

33      Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Εθνική εποπτική αρχή»:

«1.      Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι η εθνική εποπτική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 25 της απόφασης-πλαισίου [2008/977] είναι υπεύθυνη για την παροχή συμβουλών και την παρακολούθηση της εφαρμογής στο έδαφός του των διατάξεων που θεσπίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι διατάξεις του άρθρου 25 της απόφασης-πλαισίου [2008/977] τυγχάνουν εφαρμογής.

2.      Αυτές οι εθνικές εποπτικές αρχές εργάζονται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1 με σκοπό την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.      Κάθε εθνική εποπτική αρχή:

α)      χειρίζεται τις καταγγελίες που υποβάλλονται από κάθε υποκείμενο δεδομένων, ερευνά την υπόθεση και ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για την πρόοδο και την έκβαση της καταγγελίας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

β)      ελέγχει τη νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων, διεξάγει έρευνες, επιθεωρήσεις και ελέγχους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε βάσει καταγγελίας κατά το στοιχείο α).

4.      Κάθε εθνική εποπτική αρχή συμβουλεύει, κατόπιν αιτήματος, το υποκείμενο των δεδομένων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία καθορίζονται στις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.»

34      Το άρθρο 19 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Επανεξέταση», προβλέπει τα εξής:

«1.      Βάσει των πληροφοριών που παρέχονται από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών πληροφοριών του άρθρου 20 παράγραφος 2, η Επιτροπή διενεργεί έως 25 Μαΐου 2020, επανεξέταση της εφαρμογής όλων των στοιχείων της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει και παρουσιάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

2.      Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη προσοχή:

α)      στη συμμόρφωση με τα εφαρμοστέα πρότυπα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

β)      στην αναγκαιότητα και αναλογικότητα της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων PNR για καθέναν από τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας·

γ)      στη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων·

δ)      στην αποτελεσματικότητα της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών· και

ε)      στην ποιότητα των αξιολογήσεων μεταξύ άλλων σε συνάρτηση με τα στατιστικά στοιχεία που συλλέγονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 20.

3.      Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει επίσης επανεξέταση της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας της υποχρεωτικής συλλογής και διαβίβασης δεδομένων PNR που αφορούν όλες ή επιλεγμένες πτήσεις εντός ΕΕ. Η Επιτροπή συνεκτιμά την κτηθείσα πείρα των κρατών μελών, ιδίως δε εκείνων τα οποία εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία για τις πτήσεις εντός της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2. Η έκθεση εξετάζει επίσης την ανάγκη να υπαχθούν οικονομικοί φορείς που δεν είναι αερομεταφορείς, όπως ταξιδιωτικά πρακτορεία και τουριστικά γραφεία που παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με τα ταξίδια, περιλαμβανομένης της κράτησης θέσεων σε πτήση, στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

4.      Εάν απαιτείται βάσει της επανεξέτασης που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο με σκοπό την τροποποίηση της παρούσας οδηγίας.»

35      Το άρθρο 21 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Σχέση με άλλες πράξεις», ορίζει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας [95/46] στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων εκ μέρους αερομεταφορέων.»

36      Το παράρτημα I της οδηγίας PNR, το οποίο επιγράφεται «Δεδομένα που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών στο μέτρο που έχουν συλλεχθεί από τους αερομεταφορείς», ορίζει τα εξής:

«1.      Κωδικός ανεύρεσης φακέλου PNR.

2.      Ημερομηνία κράτησης/έκδοσης εισιτηρίου.

3.      Προβλεπόμενη/ες ημερομηνία/-ες ταξιδίου.

4.      Όνομα/-τα

5.      Διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας (αριθμός τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου).

6.      Όλα τα στοιχεία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης χρέωσης.

7.      Πλήρες δρομολόγιο για τον συγκεκριμένο φάκελο PNR.

8.      Πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα τακτικού επιβάτη.

9.      Ταξιδιωτικό πρακτορείο/ταξιδιωτικός πράκτορας.

10.      Ταξιδιωτικό ιστορικό του επιβάτη, συμπεριλαμβανομένων των επιβεβαιώσεων κράτησης, του ελέγχου εισιτηρίων, πληροφοριών σχετικά με τη μη εμφάνιση του επιβάτη ή με την αγορά εισιτηρίου την τελευταία στιγμή χωρίς κράτηση.

11.      Διαχωρισμένες/κατανεμημένες πληροφορίες PNR.

12.      Γενικές πληροφορίες ([ιδίως] όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες για ασυνόδευτους ανηλίκους κάτω των 18 ετών, όπως όνομα και φύλο του ανηλίκου, ηλικία, γλώσσα ή γλώσσες που ομιλεί, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά την αναχώρηση και σχέση με τον ανήλικο, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά τη άφιξη και σχέση με τον ανήλικο, πράκτορας αναχώρησης και άφιξης).

13.      Πληροφορίες σχετικά με την έκδοση των εισιτηρίων, που περιλαμβάνουν τον αριθμό εισιτηρίου, την ημερομηνία έκδοσης, τα εισιτήρια απλής μετάβασης και τα πεδία αυτόματης αναγραφής ναύλου (Automated Ticket Fare Quote).

14.      Αριθμός θέσης και άλλες πληροφορίες για τη θέση.

15.      Πληροφορίες για τη χρήση κοινού κωδικού.

16.      Όλες οι πληροφορίες για τις αποσκευές.

17.      Αριθμός και άλλα ονόματα ταξιδιωτών του φακέλου PNR.

18.      Τυχόν εκ των προτέρων συλλεχθέντα δεδομένα για τους επιβάτες (API) (μεταξύ άλλων είδος εγγράφου, αριθμός εγγράφου, χώρα έκδοσης, ημερομηνία λήξεως ισχύος του εγγράφου ταυτότητος, ιθαγένεια, επώνυμο, όνομα, φύλο, ημερομηνία γέννησης, αεροπορική εταιρεία, αριθμός πτήσης, ημερομηνία αναχώρησης, ημερομηνία άφιξης, αερολιμένας αναχώρησης, αερολιμένας άφιξης, ώρα αναχώρησης και ώρα άφιξης).

19.      Ιστορικό όλων των μεταβολών των δεδομένων PNR που απαριθμούνται στα σημεία 1 έως 18.»

37      Το παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κατάλογος των εγκληματικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 σημείο 9», έχει ως εξής:

«1.      Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

2.      εμπορία ανθρώπων,

3.      σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

4.      παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

5.      παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

6.      δωροδοκία,

7.      απάτη, μεταξύ άλλων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης,

8.      νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος και παραχάραξη/κιβδηλεία νομίσματος, συμπεριλαμβανομένου του ευρώ,

9.      ηλεκτρονικό έγκλημα/έγκλημα στον κυβερνοχώρο,

10.       εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένου του παράνομου εμπορίου απειλουμένων ζωικών ειδών και του παράνομου εμπορίου απειλουμένων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

11.      παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

12.      ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη,

13.      παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

14.      απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

15.      οργανωμένη και [ή] ένοπλη ληστεία,

16.      παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, περιλαμβανομένων αρχαιοτήτων και έργων τέχνης,

17.      παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

18.      πλαστογράφηση και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

19.      λαθρεμπόριο ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

20.      λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

21.      βιασμός,

22.      εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου,

23.      αεροπειρατεία και πειρατεία,

24.      δολιοφθορά,

25.      εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

26.      βιομηχανική κατασκοπία.»

7.      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/475

38      Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/475 όριζε την έννοια του «τρομοκρατικού εγκλήματος» απαριθμώντας σειρά εκ προθέσεως πράξεων, μνημονευόμενων στα στοιχεία αʹ έως θʹ του ίδιου άρθρου, τις οποίες ο δράστης διαπράττει με σκοπό «να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό», «να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα τις δημόσιες αρχές ή ένα διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχουν από την εκτέλεσή της» ή «να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού». Τα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου όριζαν, αντιστοίχως, τις έννοιες των «εγκλημάτων σχετικά με τρομοκρατική ομάδα» και των «εγκλημάτων συνδεόμενων με τις τρομοκρατικές δραστηριότητες». Το άρθρο 4 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προέβλεπε το αξιόποινο της ηθικής αυτουργίας και της συνέργειας στην τέλεση των αξιόποινων αυτών πράξεων, καθώς και της απόπειρας τελέσεως αυτών.

39      Η απόφαση-πλαίσιο 2002/475 καταργήθηκε από την οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2017, L 88, σ. 6), της οποίας τα άρθρα 3 έως 14 περιλαμβάνουν ανάλογους ορισμούς.

Β.      Το βελγικό δίκαιο

1.      Το Σύνταγμα

40      Το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«Καθένας έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, πλην των περιπτώσεων και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος».

Ο νόμος, το διάταγμα ή ο κανόνας του άρθρου 134 διασφαλίζουν την προστασία του δικαιώματος αυτού.»

2.      Ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016

41      Το άρθρο 2 του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 περί της επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών (Moniteur belge της 25ης Ιανουαρίου 2017, σ. 12905, στο εξής: νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016), έχει ως εξής:

«Ο παρών νόμος και τα βασιλικά διατάγματα που θα εκδοθούν σε εκτέλεση του παρόντος νόμου μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την [οδηγία API] και την [οδηγία PNR]. Ο παρών νόμος και το βασιλικό διάταγμα σχετικά με τον ναυτιλιακό τομέα μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο εν μέρει την οδηγία [2010/65].»

42      Το άρθρο 3 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«l.      Ο παρών νόμος καθορίζει τις υποχρεώσεις των μεταφορέων και των επιχειρήσεων ταξιδίων όσον αφορά τη διαβίβαση των δεδομένων των επιβατών με προορισμό ή προέλευση την εθνική επικράτεια ή που διέρχονται από την εθνική επικράτεια.

2.      Με βασιλικό διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως του υπουργικού συμβουλίου καθορίζονται για τις επιχειρήσεις ταξιδίων, ανά τομέα μεταφορών, τα δεδομένα των επιβατών που διαβιβάζονται και ο τρόπος διαβίβασης αυτών, κατόπιν γνωμοδότησης της επιτροπής προστασίας της ιδιωτικής ζωής.»

43      Το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου και των εκτελεστικών διαταγμάτων αυτού νοούνται ως:

[…]

8)      “αρμόδιες υπηρεσίες”: οι υπηρεσίες που μνημονεύονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, περίπτωση 2·

9)      “PNR”: ταξιδιωτικός φάκελος κάθε επιβάτη, ο οποίος περιέχει τις πληροφορίες του άρθρου 9 που είναι απαραίτητες για την επεξεργασία και τον έλεγχο των κρατήσεων από τους μεταφορείς και τις οικείες επιχειρήσεις ταξιδίων που πραγματοποιούν την κράτηση, για κάθε ταξίδι για το οποίο γίνεται κράτηση από το ίδιο το άτομο ή για λογαριασμό του, ανεξάρτητα από το αν ο φάκελος περιλαμβάνεται σε συστήματα κράτησης, σε συστήματα ελέγχου αναχωρήσεων (που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο επιβατών κατά την επιβίβαση) ή σε ισοδύναμα συστήματα με τις ίδιες λειτουργίες·

10)      “επιβάτης”: κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανόμενων των μετεπιβιβαζόμενων και διερχόμενων επιβατών και εξαιρουμένων των μελών του πληρώματος, το οποίο μεταφέρεται ή πρόκειται να μεταφερθεί από τον μεταφορέα, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, η οποία εκφράζεται με την καταχώριση του επιβάτη στον κατάλογο επιβατών·

[…]»

44      Το άρθρο 8 του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 ορίζει τα εξής:

«l.      Τα δεδομένα των επιβατών υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους εξής σκοπούς:

1)      διερεύνηση και δίωξη, συμπεριλαμβανομένης της εκτελέσεως περιοριστικών της ελευθερίας ποινών ή μέτρων, σχετικά με τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 90ter, παράγραφος 2, […] 7η, […] 8η, […] 11η, […] 14η, […] 17η, 18η, 19η περίπτωση, και παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας·

2)      διερεύνηση και δίωξη, συμπεριλαμβανομένης της εκτελέσεως περιοριστικών της ελευθερίας ποινών ή μέτρων, σχετικά με τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 196, όσον αφορά το έγκλημα της πλαστογραφίας δημοσίων εγγράφων, 198, 199, 199bis, 207, 213, 375 και 505 του ποινικού κώδικα·

[…]

4)      παρακολούθηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 1η και 3η/1 περίπτωση, και 11, παράγραφος 1, 1η έως 3η και 5η περίπτωση, του νόμου της 30ής Νοεμβρίου 1998 περί οργανώσεως των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας·

5)      διερεύνηση και δίωξη των εγκλημάτων του άρθρου 220, παράγραφος 2, του γενικού νόμου της 18ης Ιουλίου 1977 περί τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης και του άρθρου 45, εδάφιο 3, του νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 2009 περί του γενικού καθεστώτος του ειδικού φόρου κατανάλωσης […]

2.      Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 11, τα δεδομένα των επιβατών υποβάλλονται επίσης σε επεξεργασία με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.»

45      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1 του νόμου αυτού:

«Η ΜΣΕ απαρτίζεται:

[…]

2)      από μέλη αποσπασμένα από τις ακόλουθες υπηρεσίες:

α)      από τις αστυνομικές υπηρεσίες που μνημονεύονται στον νόμο της 7ης Δεκεμβρίου 1998 περί οργανώσεως ενιαίας αστυνομικής υπηρεσίας, δομημένης σε δύο επίπεδα·

β)      από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας που προβλέπει ο νόμος της 30ής Νοεμβρίου 1998 περί οργανώσεως των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας·

γ)      από τη Γενική Υπηρεσία Πληροφοριών και Ασφαλείας που προβλέπει ο νόμος της 30ής Νοεμβρίου 1998 περί οργανώσεως των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας·

[…]»

46      Το άρθρο 24 του εν λόγω νόμου, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 1, με τίτλο «Η επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης των επιβατών», του σχετικού με την επεξεργασία των δεδομένων κεφαλαίου 10 του ίδιου νόμου, έχει ως εξής:

«1.      Τα δεδομένα των επιβατών υποβάλλονται σε επεξεργασία με σκοπό την προηγούμενη αξιολόγηση των επιβατών, πριν από την προβλεπόμενη άφιξή τους στην εθνική επικράτεια ή την αναχώρηση ή διέλευσή τους από αυτήν, προκειμένου να προσδιοριστούν τα πρόσωπα τα οποία πρέπει να υποβληθούν σε λεπτομερέστερο έλεγχο.

2.      Στο πλαίσιο των σκοπών του άρθρου 8, παράγραφος 1, 1η, 4η και 5η περίπτωση, ή των σχετιζόμενων με τις απειλές που μνημονεύονται στα άρθρα 8, 1η περίπτωση, στοιχεία a, b, c, d, f, g, και 11, παράγραφος 2, του νόμου της 30ής Νοεμβρίου 1998 περί οργανώσεως των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας, η προηγούμενη αξιολόγηση των επιβατών στηρίζεται σε θετική αντιστοίχιση, η οποία προκύπτει κατόπιν συσχετίσεως των δεδομένων των επιβατών με:

1)      τις τράπεζες δεδομένων που διαχειρίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες ή οι οποίες είναι άμεσα διαθέσιμες ή προσβάσιμες στις υπηρεσίες αυτές στο πλαίσιο εκπλήρωσης των καθηκόντων τους, ή με καταλόγους προσώπων τους οποίους καταρτίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες στο πλαίσιο εκπλήρωσης των καθηκόντων τους.

2)      τα προκαθορισμένα από τη ΜΣΕ κριτήρια εκτιμήσεως, τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 25.

3.      Για τους σκοπούς του άρθρου 8, παράγραφος 1, 3η περίπτωση, η προηγούμενη αξιολόγηση των επιβατών στηρίζεται σε θετική αντιστοίχιση, η οποία προκύπτει κατόπιν συσχετίσεως των δεδομένων των επιβατών με τις τράπεζες δεδομένων της παραγράφου 2, 1η περίπτωση.

4.      Η θετική αντιστοίχιση επιβεβαιώνεται από τη ΜΣΕ εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη λήψη της αυτοματοποιημένης ειδοποίησης σχετικά με τη θετική αντιστοίχιση.

5.      Αμέσως μετά την επιβεβαίωση αυτή, η αρμόδια υπηρεσία, από την οποία προέρχεται η συγκεκριμένη θετική αντιστοίχιση, προβαίνει στις δέουσες ενέργειες το συντομότερο δυνατόν.»

47      Το κεφάλαιο 11 του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών με σκοπό τη βελτίωση του ελέγχου στα σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης», περιλαμβάνει τα άρθρα 28 έως 31 του εν λόγω νόμου.

48      Το άρθρο 28 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Το παρόν κεφάλαιο έχει εφαρμογή στην επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών από τις αστυνομικές υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο στα σύνορα και από την Υπηρεσία Αλλοδαπών, με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων προσώπων στα εξωτερικά σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

2.      Η εφαρμογή του δεν θίγει τις υποχρεώσεις διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή πληροφοριών που υπέχουν οι επιφορτισμένες με τον έλεγχο στα σύνορα αστυνομικές υπηρεσίες και η Υπηρεσία Αλλοδαπών δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων.»

49      Κατά το άρθρο 29 του εν λόγω νόμου:

«1.      Για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 28, παράγραφος 1, τα δεδομένα των επιβατών διαβιβάζονται στις επιφορτισμένες με τον έλεγχο στα σύνορα αστυνομικές υπηρεσίες και στην Υπηρεσία Αλλοδαπών προκειμένου να δυνηθούν να ασκήσουν τις νόμιμες αρμοδιότητές τους, με τους περιορισμούς που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

2.      Διαβιβάζονται μόνο τα δεδομένα που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, 18η περίπτωση, όσον αφορά τις ακόλουθες κατηγορίες επιβατών:

1)      τους επιβάτες που προτίθενται να εισέλθουν ή εισήλθαν στην επικράτεια μέσω των εξωτερικών συνόρων του Βελγίου·

2)      τους επιβάτες που προτίθενται να εξέλθουν ή εξήλθαν από την επικράτεια μέσω των εξωτερικών συνόρων του Βελγίου·

3)      τους επιβάτες που προτίθενται να διέλθουν από, ή ευρίσκονται σε, ή διήλθαν από διεθνή ζώνη διέλευσης ευρισκόμενη στο Βέλγιο.

3.      Τα δεδομένα των επιβατών που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 διαβιβάζονται στις αστυνομικές υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων του Βελγίου αμέσως μετά την καταχώρισή τους στην τράπεζα δεδομένων επιβατών. Οι εν λόγω υπηρεσίες διατηρούν τα δεδομένα αυτά σε προσωρινό αρχείο και τα καταστρέφουν εντός εικοσιτεσσάρων ωρών από τη διαβίβαση.

4.      Εφόσον είναι αναγκαίο για την άσκηση των νομίμων αρμοδιοτήτων της, τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 2 δεδομένα επιβατών διαβιβάζονται στην Υπηρεσία Αλλοδαπών αμέσως μετά την καταχώρισή τους στην τράπεζα δεδομένων επιβατών. Η εν λόγω υπηρεσία διατηρεί τα δεδομένα αυτά σε προσωρινό αρχείο και τα καταστρέφει εντός εικοσιτεσσάρων ωρών από τη διαβίβαση.

Αν μετά την πάροδο της περιόδου αυτής η πρόσβαση στα μνημονευόμενα στην παράγραφο 2 δεδομένα επιβατών είναι αναγκαία στο πλαίσιο της ασκήσεως των νομίμων αρμοδιοτήτων της, η Υπηρεσία Αλλοδαπών υποβάλλει δεόντως αιτιολογημένη αίτηση στη ΜΣΕ.

[…]»

50      Ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016 τέθηκε σε εφαρμογή για τις αεροπορικές εταιρίες, τους μεταφορείς διεθνών επιβατικών μεταφορών (μεταφορείς HST) και τους μεσάζοντες ταξιδίων που συνδέονται με σύμβαση με τους μεταφορείς αυτούς (διανομείς εισιτηρίων HST), καθώς και για τους μεταφορείς επιβατών με λεωφορεία, αντιστοίχως, με το βασιλικό διάταγμα της 18ης Ιουλίου 2017 περί εκτελέσεως του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, το οποίο περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις των αεροπορικών εταιριών (Moniteur belge της 28ης Ιουλίου 2017, σ. 75934), με το βασιλικό διάταγμα της 3ης Φεβρουαρίου 2019 περί εκτελέσεως του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, το οποίο περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις των μεταφορέων HST και των διανομέων εισιτηρίων HST) (Moniteur belge της 12ης Φεβρουαρίου 2019, σ. 13018), και με το βασιλικό διάταγμα της 3ης Φεβρουαρίου 2019 περί εκτελέσεως του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, το οποίο περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις των μεταφορέων επιβατών με λεωφορεία (Moniteur belge της 12ης Φεβρουαρίου 2019, σ. 13023).

II.    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

51      Με δικόγραφο της 24ης Ιουλίου 2017, η Ligue des droits humains άσκησε ενώπιον του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) προσφυγή με αίτημα την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016.

52      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι ο επίμαχος νόμος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία PNR και την οδηγία API καθώς και, εν μέρει, την οδηγία 2010/65. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του εν λόγω νόμου προκύπτει ότι αυτός αποσκοπεί στη «θέσπιση νομικού πλαισίου για την επιβολή σε ταξιδιωτικούς φορείς, σε διάφορους τομείς διεθνούς μεταφοράς προσώπων (εναέριας, διεθνούς σιδηροδρομικής και θαλάσσιας), της υποχρέωσης διαβίβασης των δεδομένων των επιβατών τους σε τράπεζα δεδομένων την οποία διαχειρίζεται το [Service public fédéral intérieur (ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών, Βέλγιο)]». Ο εθνικός νομοθέτης διευκρίνισε επίσης ότι οι σκοποί του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες, ήτοι, πρώτον, στην πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη αξιόποινων πράξεων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, δεύτερον, στην εκπλήρωση των καθηκόντων των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας και, τρίτον, στη βελτίωση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα και στην καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

53      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ligue des droits humains προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 22 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ, τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη καθώς και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ο δε δεύτερος, επικουρικώς προβαλλόμενος, λόγος, αφορά παράβαση του ως άνω άρθρου 22, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ και το άρθρο 45 του Χάρτη.

54      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η Ligue des droits humains υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο επίμαχος νόμος συνεπάγεται επέμβαση στα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία δεν συνάδει με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ιδίως, με την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου και τα συλλεγόμενα δεδομένα, που ενδέχεται να αποκαλύπτουν ευαίσθητες πληροφορίες, ορίζονται κατά τρόπο υπερβολικά ευρύ. Ομοίως, η έννοια του «επιβάτη», κατά την έννοια του ίδιου νόμου, καθιστά δυνατή τη συστηματική, αυτοματοποιημένη και μη στοχευμένη επεξεργασία των δεδομένων του συνόλου των επιβατών. Επιπλέον, τόσο η φύση και οι λεπτομέρειες εφαρμογής της μεθόδου prescreening, όσο και οι βάσεις δεδομένων προς τις οποίες αντιπαραβάλλονται μετά τη διαβίβασή τους τα δεδομένα αυτά, δεν καθορίζονται κατά τρόπο επαρκώς σαφή. Πέραν αυτού, ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016 επιδιώκει σκοπούς άλλους από εκείνους της οδηγίας PNR. Τέλος, η προβλεπόμενη από τον εν λόγω νόμο πενταετής χρονική περίοδος διατήρησης των επίμαχων δεδομένων είναι δυσανάλογα μεγάλη.

55      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 8, παράγραφος 2, και τα άρθρα 28 έως 31 του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, η Ligue des droits humains ισχυρίζεται ότι οι διατάξεις αυτές, επεκτείνοντας το σύστημα που προβλέπει η οδηγία PNR και στις εντός ΕΕ μεταφορές, έχουν ως αποτέλεσμα την έμμεση επαναφορά ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα οι οποίοι αντιβαίνουν στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που ένα πρόσωπο βρίσκεται στη βελγική επικράτεια, είτε κατά την άφιξή του, είτε κατά την αναχώρησή του ή είτε για ενδιάμεση στάση, τα δεδομένα του συλλέγονται αυτομάτως.

56      Το Conseil des ministres (Υπουργικό Συμβούλιο) αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος καθ’ ο μέρος αφορά τον ΓΚΠΔ, ο οποίος δεν έχει εφαρμογή επί του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016. Πέραν αυτού, η επεξεργασία δεδομένων που προβλέπει ο νόμος αυτός, σύμφωνα με την οδηγία PNR, αποτελεί βασικό εργαλείο στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της μεγάλης εγκληματικότητας, ενώ τα μέτρα που απορρέουν από τον εν λόγω νόμο είναι αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και αναλογικά.

57      Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της προστασίας που προβλέπει ο ΓΚΠΔ στις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που καθιερώνει ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016, ο οποίος αποσκοπεί, κυρίως, στην εφαρμογή της οδηγίας PNR. Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, παραπέμποντας στη νομολογία που απορρέει από τη γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592), ότι ο ορισμός των δεδομένων PNR, στο άρθρο 3, σημείο 5, καθώς και στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής, ενδέχεται, αφενός, να μην είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, λόγω του μη εξαντλητικού χαρακτήρα της περιγραφής ορισμένων εκ των δεδομένων αυτών στις εν λόγω διατάξεις και, αφετέρου, να οδηγεί εμμέσως στην αποκάλυψη ευαίσθητων δεδομένων. Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας του «επιβάτη» στο άρθρο 3, σημείο 4, της εν λόγω οδηγίας θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι η συλλογή, διαβίβαση, επεξεργασία και αποθήκευση των δεδομένων PNR αποτελούν γενικές και χωρίς διάκριση υποχρεώσεις, οι οποίες ισχύουν για κάθε πρόσωπο το οποίο μεταφέρεται ή πρόκειται να μεταφερθεί και είναι εγγεγραμμένο στον κατάλογο των επιβατών, ανεξαρτήτως του αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό τέλεσε ή πρόκειται να τελέσει αξιόποινη πράξη ή ακόμη ότι έχει κριθεί ένοχο τελέσεως αξιόποινης πράξεως.

58      Το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας PNR, τα δεδομένα PNR υποβάλλονται συστηματικά σε προηγούμενη αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει διασταύρωση σε σχέση με βάσεις δεδομένων ή προκαθορισμένα κριτήρια, με σκοπό τη διαπίστωση αντιστοιχίσεων. Ωστόσο, η συμβουλευτική επιτροπή της Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην από 19 Αυγούστου 2016 γνωμοδότησή της σχετικά με την προστασία των δεδομένων από την επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών [T-PD(2016)18rev], επισήμανε ότι οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφορούν όλους τους επιβάτες και όχι μόνον στοχευμένα άτομα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι εμπλέκονται σε ποινικό αδίκημα ή ότι αποτελούν άμεση απειλή για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, και ότι τα δεδομένα PNR μπορούν όχι μόνο να συγκριθούν (data matching) με βάσεις δεδομένων, αλλά και να υποβληθούν σε επεξεργασία μέσω εξόρυξης (data mining) με τη χρήση επιλογέων ή αλγορίθμων πρόβλεψης, με σκοπό τον εντοπισμό οποιουδήποτε θα μπορούσε να εμπλέκεται ή να επιδίδεται σε εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ μια τέτοια αξιολόγηση των επιβατών μέσω αντιστοίχισης δεδομένων μπορεί να εγείρει ζητήματα προβλεψιμότητας, ιδίως όταν πραγματοποιείται βάσει αλγορίθμων πρόβλεψης οι οποίοι χρησιμοποιούν δυναμικά κριτήρια που δύναται να μεταβάλλονται συνεχώς ανάλογα με τις δυνατότητες αυτοεκμάθησης που διαθέτουν. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι τα προκαθορισμένα κριτήρια που χρησιμεύουν για τον προσδιορισμό των επικίνδυνων προφίλ πρέπει να είναι ειδικά, αξιόπιστα και να μην εισάγουν διακρίσεις, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592), εντούτοις φαίνεται ότι τα εν λόγω κριτήρια είναι τεχνικώς αδύνατον να διευκρινιστούν περαιτέρω.

59      Όσον αφορά την πενταετή περίοδο διατήρησης και την πρόσβαση στα δεδομένα που προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας PNR, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Commission de la protection de la vie privée (επιτροπή προστασίας της ιδιωτικής ζωής, Βέλγιο), στην υπ’ αριθ. 01/2010 γνωμοδότησή της, της 13ης Ιανουαρίου 2010, επί του σχεδίου νόμου για την κύρωση της Συμφωνίας PNR ΕΕ-Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, εκτίμησε ότι, όταν η περίοδος διατήρησης είναι μεγάλη και τα δεδομένα αποθηκεύονται μαζικά, αυξάνει ο κίνδυνος κατάρτισης προφίλ των υποκειμένων των δεδομένων, όπως και ο κίνδυνος καταχρηστικής χρησιμοποίησης των δεδομένων αυτών για σκοπούς άλλους από τους αρχικώς προβλεπόμενους. Εξάλλου, από τη γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής της Σύμβασης αριθ. 108 του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 19ης Αυγούστου 2016, προκύπτει ότι τα ανωνυμοποιημένα δεδομένα εξακολουθούν να καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των προσώπων και, επομένως, εξακολουθούν να αποτελούν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, η δε διατήρησή τους πρέπει να είναι χρονικώς περιορισμένη για την αποφυγή γενικευμένης και μόνιμης παρακολούθησης.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που απορρέει ιδίως από τη γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το σύστημα συλλογής, διαβίβασης, επεξεργασίας και διατήρησης των δεδομένων PNR που θεσπίζει η οδηγία PNR μπορεί να θεωρηθεί ότι σέβεται τα όρια του απολύτως αναγκαίου. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει επίσης να διευκρινιστεί αν η οδηγία αυτή αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία των δεδομένων PNR για σκοπό διαφορετικό από τους σκοπούς που προβλέπει η εν λόγω οδηγία, καθώς και κατά πόσον εθνική αρχή όπως η ΜΣΕ που έχει συσταθεί με τον νόμο της 25ης Δεκεμβρίου 2016 δύναται να εγκρίνει την κοινοποίηση του συνόλου των δεδομένων αυτών μετά την ανωνυμοποίησή τους δυνάμει του άρθρου 12 της ίδιας οδηγίας.

61      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του επίμαχου νόμου καθορίζει τις υποχρεώσεις των μεταφορέων και των επιχειρήσεων ταξιδίων σχετικά με τη διαβίβαση των δεδομένων των επιβατών «με προορισμό ή προέλευση την εθνική επικράτεια ή που διέρχονται από την εθνική επικράτεια». Το δικαστήριο αυτό προσθέτει, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου, ότι ο εθνικός νομοθέτης αποφάσισε να «συμπεριλάβει τις μεταφορές εντός ΕΕ στη συλλογή δεδομένων» προκειμένου να σχηματίζεται «πληρέστερη εικόνα των επιβατών που συνιστούν δυνητική απειλή για την ενδοκοινοτική και την εθνική ασφάλεια», όπως προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, για τις πτήσεις που εκτελούνται στο εσωτερικό της Ένωσης. Το εν λόγω δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι η Commission de la protection de la vie privée (επιτροπή προστασίας της ιδιωτικής ζωής), στην υπ’ αριθ. 55/2015 γνωμοδότησή της, της 16ης Δεκεμβρίου 2015, επί του προσχεδίου νόμου που οδήγησε στη θέσπιση του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016, έθεσε το ζήτημα αν το βελγικό σύστημα PNR προσκρούει στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, στο μέτρο που το σύστημα αυτό καταλαμβάνει και τις μεταφορές που πραγματοποιούνται εντός της Ένωσης.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 23 του [ΓΚΠΔ], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, την έννοια ότι εφαρμόζεται σε εθνική νομοθεσία όπως ο [νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016], με τον οποίο μεταφέρονται στην εθνική έννομη τάξη η [οδηγία PNR], καθώς και η [οδηγία API] και η οδηγία [2010/65];

2)      Συνάδει το παράρτημα I της [οδηγίας PNR] προς τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], στο μέτρο που τα δεδομένα που απαριθμεί έχουν πολύ ευρύ χαρακτήρα –ιδίως τα δεδομένα που μνημονεύονται στο σημείο 18 του παραρτήματος I της [οδηγίας αυτής], τα οποία βαίνουν πέραν εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της [οδηγίας API]– και στο μέτρο που, θεωρούμενα συνολικά, θα μπορούσαν να αποκαλύψουν ευαίσθητα δεδομένα, υπερβαίνοντας, ως εκ τούτου, τα όρια του “απολύτως αναγκαίου”;

3)      Συνάδουν τα σημεία 12 και 18 του παραρτήματος I της [οδηγίας PNR] προς τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη των όρων “ιδίως” και “μεταξύ άλλων”, τα σχετικά δεδομένα μνημονεύονται ενδεικτικώς και όχι εξαντλητικώς, με αποτέλεσμα να μην τηρείται η απαίτηση ακρίβειας και σαφήνειας των κανόνων που συνεπάγονται επέμβαση στο δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στο δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα;

4)      Συνάδουν το άρθρο 3, σημείο 4, της [οδηγίας PNR] και το παράρτημα I της ίδιας οδηγίας προς τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], στο μέτρο που το σύστημα γενικής συλλογής, διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών που καθιερώνουν οι διατάξεις αυτές αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί το οικείο μέσο μεταφοράς, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκτίμηση ότι το πρόσωπο αυτό ενδέχεται να είναι επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια;

5)      Έχει το άρθρο 6 της [οδηγίας PNR], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως ο επίμαχος νόμος, η οποία δέχεται ως σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων PNR την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων για τις οποίες είναι αρμόδιες οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας, ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εν λόγω σκοπό στην πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων;

6)      Συνάδει το άρθρο 6 της [οδηγίας PNR] προς τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο μέτρο που η εκ των προτέρων αξιολόγηση που αυτό προβλέπει, διά της συσχέτισης με τράπεζες δεδομένων και προκαθορισμένα κριτήρια, εφαρμόζεται κατά τρόπο συστηματικό και γενικευμένο στα δεδομένα των επιβατών, ανεξαρτήτως της συνδρομής οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκτίμηση ότι οι επιβάτες αυτοί ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια;

7)      Έχει ο όρος “άλλη εθνική αρχή αρμόδια” στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της [οδηγίας PNR] την έννοια ότι καταλαμβάνει τη ΜΣΕ που έχει συσταθεί με τον νόμο της 25ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία θα μπορούσε, στην περίπτωση αυτή, να επιτρέψει την πρόσβαση στα δεδομένα PNR μετά την παρέλευση της εξάμηνης περιόδου, στο πλαίσιο συγκεκριμένων ερευνών;

8)      Έχει το άρθρο 12 της [οδηγίας PNR], σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως ο επίμαχος νόμος, η οποία προβλέπει γενική πενταετή περίοδο διατήρησης των δεδομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με το αν, στο πλαίσιο της εκ των προτέρων αξιολόγησης, προκύπτει ότι οι εν λόγω επιβάτες ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια;

9)      α)      Συνάδει η [οδηγία API] προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, [ΣΕΕ] και το άρθρο 45 του [Χάρτη], στο μέτρο που οι υποχρεώσεις που θεσπίζει εφαρμόζονται στις πτήσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

β)      Έχει η [οδηγία API], σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, [ΣΕΕ] και το άρθρο 45 του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία όπως ο επίμαχος νόμος, η οποία, με σκοπό την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και τη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα, επιτρέπει ένα σύστημα συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών «με προορισμό ή προέλευση την εθνική επικράτεια ή που διέρχονται από την εθνική επικράτεια», πράγμα που θα μπορούσε να συνεπάγεται εμμέσως επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα;

10)      Εάν, βάσει των απαντήσεων που θα δοθούν στα προηγούμενα προδικαστικά ερωτήματα, το Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο) καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος νόμος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την [οδηγία PNR], παραβιάζει μία ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις στις οποίες έγινε μνεία στα ερωτήματα αυτά, δύναται να αποφασίσει την προσωρινή διατήρηση των αποτελεσμάτων του [νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016], προκειμένου να αποτραπεί η ανασφάλεια δικαίου και να εξακολουθήσει να είναι δυνατή η χρήση, για τους σκοπούς του νόμου, των δεδομένων που έχουν ήδη συλλεγεί και διατηρηθεί;»

III. Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Α.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

63      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο, συγχρόνως, τις διατάξεις της οδηγίας PNR, της οδηγίας API και της οδηγίας 2010/65, και, ειδικότερα, αν ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στη διαβίβαση, διατήρηση και επεξεργασία των δεδομένων PNR.

64      Όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στην, εν όλω ή εν μέρει, αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία τέτοιων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε σύστημα αρχειοθέτησης. Η έννοια της «επεξεργασίας» ορίζεται κατά τρόπο ευρύ στο άρθρο 4, σημείο 2, του εν λόγω κανονισμού, ως περιλαμβάνουσα, μεταξύ άλλων, τη συλλογή, την καταχώριση, την αποθήκευση, την αναζήτηση πληροφοριών, τη χρήση, την κοινολόγηση με διαβίβαση, τη διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, τη συσχέτιση ή τη διαγραφή τέτοιων δεδομένων ή συνόλων δεδομένων.

65      Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR από τις επιχειρήσεις στη ΜΣΕ για τους σκοπούς της πρόληψης και της ανίχνευσης ποινικών αδικημάτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, καθώς και στο άρθρο 8 της οδηγίας PNR, η οποία συνιστά «επεξεργασία» δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του ΓΚΠΔ, όπως ακριβώς και η προηγούμενη συλλογή των δεδομένων αυτών, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346, σκέψεις 57 έως 59), που αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 95/46, μπορεί να εφαρμοστεί και για τη συγκεκριμένη διάταξη του εν λόγω κανονισμού.

66      Συναφώς, είναι αληθές ότι, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 95/46, η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον ΓΚΠΔ από τις 25 Μαΐου 2018, εξαιρούσε γενικώς από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας την «επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα [και] την ασφάλεια του κράτους», χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον οικείο φορέα επεξεργασίας των δεδομένων. Επομένως, οι διενεργούμενες από ιδιωτικούς φορείς πράξεις επεξεργασίας που απορρέουν από υποχρεώσεις επιβαλλόμενες από τις δημόσιες αρχές, μπορούσαν, ενδεχομένως, να εμπίπτουν στην εξαίρεση που προέβλεπε η ως άνω διάταξη, λαμβανομένου υπόψη ότι η διατύπωση της διατάξεως αυτής κάλυπτε το σύνολο των επεξεργασιών που αφορούσαν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα ή την ασφάλεια του κράτους, ανεξαρτήτως του φορέα που τις πραγματοποιούσε (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 101).

67      Εντούτοις, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ κάνει μια τέτοια διάκριση, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 41 και 46 των προτάσεών του, από το γράμμα της διατάξεως αυτής σαφώς προκύπτει ότι προκειμένου η επεξεργασία δεδομένων να εμπίπτει στην εξαίρεση που η διάταξη αυτή προβλέπει απαιτούνται δύο προϋποθέσεις. Ενώ η πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές αφορά τους σκοπούς της επεξεργασίας, ήτοι την πρόληψη, τη διερεύνηση, την ανίχνευση ή τη δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, η δεύτερη προϋπόθεση αφορά τον φορέα της επεξεργασίας αυτής, ήτοι μια «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

68      Όπως έχει επίσης δεχθεί το Δικαστήριο, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και ηʹ, του ΓΚΠΔ προκύπτει ότι οι επεξεργασίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιούνται από ιδιώτες για τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 102).

69      Επομένως, η νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346), την οποία επικαλείται η Βελγική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ.

70      Επιπλέον, η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά, όπως και οι λοιπές εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

71      Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 19 του εν λόγω κανονισμού, η εν λόγω εξαίρεση δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς, μεταξύ άλλων, της πρόληψης και της διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας και πρόληψης έναντι κινδύνων που απειλούν τη δημόσια ασφάλεια, διέπονται από ειδικότερη πράξη της Ένωσης, ήτοι από την οδηγία 2016/680, η οποία θεσπίστηκε την ίδια ημέρα με τον ΓΚΠΔ [απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 69].

72      Εξάλλου, όπως διευκρινίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 της οδηγίας 2016/680, η οδηγία αυτή θεσπίζει ειδικούς κανόνες για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι αυτών των πράξεων επεξεργασίας, με σεβασμό στην ειδική φύση των δραστηριοτήτων αυτών που εμπίπτουν στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας, ενώ ο ΓΚΠΔ θεσπίζει γενικούς κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων οι οποίοι εφαρμόζονται στις εν λόγω πράξεις επεξεργασίας εφόσον δεν έχει εφαρμογή η ειδικότερη πράξη που είναι η οδηγία 2016/680. Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας αυτής, ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται μεν από «αρμόδια αρχή», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας, αλλά για σκοπούς άλλους από τους προβλεπόμενους στην οδηγία αυτή [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 70].

73      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, και, ειδικότερα, όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκονται με τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπει η οδηγία PNR, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, τα δεδομένα PNR μπορούν να υποβληθούν σε επεξεργασία μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Οι σκοποί αυτοί περιλαμβάνονται στους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680, οπότε τέτοιες πράξεις επεξεργασίας ενδέχεται να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού και, συνεπώς, να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

74      Αντιθέτως, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά τις πράξεις επεξεργασίας που προβλέπονται από την οδηγία API και από την οδηγία 2010/65, των οποίων οι σκοποί είναι άλλοι από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ και στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/680.

75      Συγκεκριμένα, η οδηγία API αποσκοπεί στη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα και στην καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 7 και 9, καθώς και από το άρθρο 1 αυτής, μέσω της εκ των προτέρων διαβίβασης στοιχείων σχετικών με τους επιβάτες από τους μεταφορείς στις αρμόδιες εθνικές αρχές. Εξάλλου, από πολλές αιτιολογικές σκέψεις και διατάξεις της οδηγίας αυτής καθίσταται σαφές ότι οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται για την εφαρμογή της εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική σκέψη 12 της εν λόγω οδηγίας επισημαίνεται ότι «η οδηγία [95/46] εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρχές των κρατών μελών». Επιπλέον, το άρθρο 6, παράγραφος 1, πέμπτο εδάφιο, της οδηγίας API διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τα δεδομένα API προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των υπηρεσιών επιβολής του νόμου, «υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας [95/46] που αφορούν την προστασία δεδομένων», έκφραση που χρησιμοποιείται και στο τρίτο εδάφιο της συγκεκριμένης διατάξεως. Ομοίως, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας API χρησιμοποιείται η έκφραση «με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας [95/46]». Τέλος, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας API προβλέπει ότι οι επιβάτες πρέπει να ενημερώνονται από τους μεταφορείς «βάσει της οδηγίας [95/46]».

76      Όσον αφορά την οδηγία 2010/65, από την αιτιολογική σκέψη 2 και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής προκύπτει ότι η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην απλούστευση και εναρμόνιση των διοικητικών διαδικασιών που εφαρμόζονται στις θαλάσσιες μεταφορές, μέσω της τυποποίησης της ηλεκτρονικής διαβίβασης πληροφοριών και του εξορθολογισμού των διατυπώσεων υποβολής δηλώσεων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι θαλάσσιες μεταφορές και να μειωθεί το διοικητικό άχθος των ναυτιλιακών εταιριών. Το δε άρθρο 8, παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας επιβεβαιώνει ότι οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται για την εφαρμογή της εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει συγκεκριμένα στα κράτη μέλη, όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με την οδηγία 95/46.

77      Επομένως, οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις της οδηγίας API και της οδηγίας 2010/65 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ. Αντιθέτως, οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία PNR ενδέχεται να εξαιρούνται της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού αυτού, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής της δεύτερης προϋπόθεσης περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι υπό την προϋπόθεση ότι οι πράξεις επεξεργασίας διενεργούνται από αρμόδια αρχή, κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως.

78      Σχετικά με τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον η οδηγία 2016/680 ορίζει, στο άρθρο 3, παράγραφος 7, την έννοια του όρου «αρμόδια αρχή», ο ορισμός αυτός πρέπει να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογία, και για το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Latvijas Republikas Saeima (Βαθμοί ποινής), C‑439/19, EU:C:2021:504, σκέψη 69].

79      Επίσης, βάσει των άρθρων 4 και 7 της οδηγίας PNR, κάθε κράτος μέλος οφείλει, αντιστοίχως, να ορίσει, ως ΜΣΕ αυτού, μια αρχή αρμόδια για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων και να καταρτίσει κατάλογο των αρμοδίων αρχών που είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν ή να λαμβάνουν από τη ΜΣΕ δεδομένα PNR ή το αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, αρχές οι οποίες είναι και αυτές αρμόδιες αρχές στον συγκεκριμένο τομέα, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

80      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι πράξεις επεξεργασίας των δεδομένων PNR που διενεργούνται για τους σκοπούς αυτούς από τη ΜΣΕ και τις εν λόγω αρμόδιες αρχές πληρούν τις δύο προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 67 της παρούσας αποφάσεως και ότι, συνεπώς, οι εν λόγω πράξεις επεξεργασίας υπάγονται, πέραν των διατάξεων της ίδιας της οδηγίας PNR, στις διατάξεις της οδηγίας 2016/680 και όχι του ΓΚΠΔ, πράγμα που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας PNR.

81      Αντιθέτως, εφόσον επιχειρήσεις όπως οι αερομεταφορείς, μολονότι υπέχουν νόμιμη υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR, δεν είναι επιφορτισμένες με την άσκηση δημόσιας εξουσίας ούτε τους απονέμονται προνόμια δημόσιας εξουσίας από την οδηγία αυτή, οι επιχειρήσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αρμόδιες αρχές, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 2016/680 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ΓΚΠΔ, και επομένως, η συλλογή και η διαβίβαση των δεδομένων αυτών στη ΜΣΕ, από τους αερομεταφορείς, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Το ίδιο συμπέρασμα επιβάλλεται και σε περίπτωση όπως η προβλεπόμενη από τον νόμο της 25ης Δεκεμβρίου 2016, στην οποία η συλλογή και η διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων πραγματοποιούνται από άλλους μεταφορείς ή από τις επιχειρήσεις ταξιδίων.

82      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει η θέσπιση εθνικής νομοθεσίας, όπως ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016, η οποία αποσκοπεί στη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, συγχρόνως, των διατάξεων της οδηγίας PNR, της οδηγίας API και της οδηγίας 2010/65. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 72 και 75 έως 77 της παρούσας αποφάσεως, οι πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που προβλέπονται από τις δύο τελευταίες εκ των οδηγιών αυτών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΓΚΠΔ, ο οποίος περιλαμβάνει γενικούς κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

83      Επομένως, όταν μια πράξη επεξεργασίας δεδομένων, η οποία διενεργείται βάσει της νομοθεσίας αυτής, εμπίπτει στην οδηγία API και/ή στην οδηγία 2010/65, ο ΓΚΠΔ έχει εφαρμογή επί της επεξεργασίας αυτής. Το ίδιο ισχύει και για μια πράξη επεξεργασίας δεδομένων η οποία διενεργείται με την ίδια νομική βάση και εμπίπτει, από την άποψη του σκοπού της, πέραν της οδηγίας PNR, και στην οδηγία API και/ή στην οδηγία 2010/65. Τέλος, όταν μια πράξη επεξεργασίας δεδομένων, η οποία διενεργείται βάσει της ίδιας νομοθεσίας, εμπίπτει, από την άποψη του σκοπού της, μόνο στην οδηγία PNR, ο ΓΚΠΔ έχει εφαρμογή εφόσον πρόκειται για τη συλλογή και διαβίβαση των δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς στη ΜΣΕ. Αντιθέτως, όταν τέτοια επεξεργασία πραγματοποιείται από τη ΜΣΕ ή τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR, η επεξεργασία αυτή εμπίπτει, πέραν του εθνικού δικαίου, στην οδηγία 2016/680.

84      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 23 του ΓΚΠΔ έχουν την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο συγχρόνως οι διατάξεις της οδηγίας PNR, της οδηγίας API και της οδηγίας 2010/65, όσον αφορά, αφενός, τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται από δημόσιες αρχές και εμπίπτουν μόνο στην οδηγία API ή στην οδηγία 2010/65 ή σε αμφότερες τις οδηγίες αυτές. Αντιθέτως, ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στις προβλεπόμενες από τέτοια νομοθεσία πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εμπίπτουν μόνο στην οδηγία PNR και διενεργούνται από τη ΜΣΕ ή τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

Β.      Επί του δευτέρου έως τετάρτου και έκτου προδικαστικού ερωτήματος

85      Με το δεύτερο έως τέταρτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κύρους της οδηγίας PNR υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8, καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, μεταξύ άλλων:

–        το παράρτημα I της οδηγίας αυτής και τα δεδομένα που απαριθμούνται στο παράρτημα αυτό, ιδίως δε τα μνημονευόμενα στα σημεία 12 και 18 δεδομένα, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων σαφήνειας και ακρίβειας (δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα)·

–        το άρθρο 3, σημείο 4, της εν λόγω οδηγίας και το παράρτημα I αυτής, καθ’ όσον το σύστημα γενικευμένης συλλογής, διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων PNR που καθιερώνουν οι διατάξεις αυτές μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ταξιδεύει σε πτήση που εμπίπτει στις διατάξεις της ως άνω οδηγίας (τέταρτο προδικαστικό ερώτημα), και

–        το άρθρο 6 της οδηγίας PNR, καθ’ όσον το άρθρο αυτό προβλέπει προηγούμενη αξιολόγηση, μέσω αντιπαραβολής των δεδομένων PNR προς βάσεις δεδομένων και/ή μέσω επεξεργασίας των δεδομένων αυτών βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, η οποία εφαρμόζεται στα εν λόγω δεδομένα κατά συστηματικό και γενικευμένο τρόπο, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι οικείοι επιβάτες ενδέχεται να είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια (έκτο προδικαστικό ερώτημα).

86      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο που να μη θίγει το κύρος της και να συνάδει με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, ιδίως, με τις διατάξεις του Χάρτη. Ως εκ τούτου, όταν πράξη του παράγωγου δικαίου της Ένωσης επιδέχεται περισσότερες από μία ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με το πρωτογενές δίκαιο, και όχι εκείνη η οποία θα συνεπαγόταν το ασυμβίβαστό της με το πρωτογενές δίκαιο (απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2021, Consob, C‑481/19, EU:C:2021:84, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, τα κράτη μέλη, στην περίπτωση που οι διατάξεις ορισμένης οδηγίας τούς αφήνουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό μέτρων μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο προσαρμοσμένων στις διάφορες περιπτώσεις που μπορεί να ανακύψουν, οφείλουν κατά την εφαρμογή των μέτρων αυτών όχι μόνο να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τη συγκεκριμένη οδηγία, αλλά και να μεριμνούν ώστε η ερμηνεία της οδηγίας στην οποία στηρίζονται να μη συγκρούεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης ή με τις λοιπές γενικές αρχές που αναγνωρίζει η εν λόγω έννομη τάξη [πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, État belge (Οικογενειακή επανένωση – Ανήλικο τέκνο), C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19, EU:C:2020:577, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Ως προς την οδηγία PNR, επισημαίνεται ότι, μεταξύ άλλων, οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 20, 22, 25, 36 και 37 της οδηγίας αυτής τονίζουν τη σημασία που αποδίδει ο νομοθέτης της Ένωσης, κάνοντας λόγο για υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων, στον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 21 του Χάρτη, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, οπότε, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 36, η οδηγία αυτή «θα πρέπει […] να εφαρμόζεται ανάλογα».

89      Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας PNR υπογραμμίζεται ότι, «[λ]αμβανομένων πλήρως υπόψη των αρχών που εκπορεύονται εκ της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του [Δικαστηρίου], η εφαρμογή της [εν λόγω] οδηγίας θα πρέπει να διασφαλίζει πλήρως την τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή καθώς και την αρχή της αναλογικότητας» και «να διασφαλίζει ουσιαστικά τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας στην προσπάθεια επίτευξης των στόχων γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση και υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και των σοβαρών εγκλημάτων». Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη προσθέτει ότι η εφαρμογή αυτή «θα πρέπει […] να είναι δεόντως αιτιολογημένη ενώ θα πρέπει επίσης να θεσπιστούν τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης προκειμένου να εξασφαλίζεται το σύννομον οποιασδήποτε αποθήκευσης, ανάλυσης, μεταφοράς ή χρήσης δεδομένων PNR».

90      Περαιτέρω, το άρθρο 19, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR επιβάλλει στην Επιτροπή, κατά την επανεξέταση της οδηγίας αυτής, να αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή «στη συμμόρφωση με τα εφαρμοστέα πρότυπα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», «στην αναγκαιότητα και αναλογικότητα της συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων PNR για καθέναν από τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας» καθώς και «στη διάρκεια διατήρησης των δεδομένων».

91      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η οδηγία PNR, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις και τις διατάξεις της οδηγίας αυτής που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 88 έως 90 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, καθώς και της αρχής της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού.

1.      Επί των επεμβάσεων που συνεπάγεται η οδηγία PNR στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

92      Το άρθρο 7 του Χάρτη εγγυάται σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του, ενώ το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη παρέχει ρητώς σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

93      Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, σημείο 5, της οδηγίας PNR και από την απαρίθμηση που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I αυτής, τα δεδομένα PNR που αφορά η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πέραν του ονόματος του ή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την κράτηση, όπως είναι οι προβλεπόμενες ημερομηνίες και το δρομολόγιο του ταξιδιού, πληροφορίες σχετικά με τα εισιτήρια, τις ομάδες προσώπων που καταχωρίζονται με τον ίδιο αριθμό κράτησης, τα στοιχεία επικοινωνίας του ή των επιβατών, πληροφορίες σχετικά με τους τρόπους πληρωμής ή χρέωσης, πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές καθώς και γενικές πληροφορίες για τους επιβάτες.

94      Εφόσον τα δεδομένα PNR περιλαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν φυσικά πρόσωπα των οποίων η ταυτότητα είναι γνωστή, δηλαδή τους οικείους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, οι διάφορες πράξεις επεξεργασίας, των οποίων αντικείμενο μπορούν να αποτελέσουν τα δεδομένα αυτά, θίγουν το θεμελιώδες δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψεις 121 και 122, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

95      Επιπλέον, οι προβλεπόμενες από την οδηγία PNR πράξεις επεξεργασίας δεδομένων PNR εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 του Χάρτη, για τον λόγο ότι αποτελούν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού, και πρέπει, ως εκ τούτου, κατ’ ανάγκη να πληρούν τις απαιτήσεις περί προστασίας των δεδομένων οι οποίες απορρέουν από το εν λόγω άρθρο [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

96      Επίσης, κατά πάγια νομολογία, η κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτο, όπως είναι μια δημόσια αρχή, συνιστά επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσεως των κοινοποιούμενων πληροφοριών. Το αυτό ισχύει και για τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως και για την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά με σκοπό τη χρήση τους από τις δημόσιες αρχές. Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει αν οι σχετικές με την ιδιωτική ζωή γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι ή όχι ευαίσθητου χαρακτήρα ή αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν ή όχι ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες λόγω της επεμβάσεως αυτής [γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψεις 124 και 126, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

97      Επομένως, τόσο η διαβίβαση δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς προς τη ΜΣΕ του οικείου κράτους μέλους, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής, όσο και ο καθορισμός των προϋποθέσεων όσον αφορά τη διατήρηση των δεδομένων αυτών, τη χρήση τους καθώς και τυχόν μεταγενέστερες διαβιβάσεις τους στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους, στις ΜΣΕ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, στην Ευρωπόλ ή ακόμη και σε αρχές τρίτων χωρών, που επιτρέπονται, μεταξύ άλλων, από τα άρθρα 6, 7, 9 και 10 έως 12 της οδηγίας αυτής, συνιστούν επεμβάσεις στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

98      Ως προς τη σοβαρότητα των επεμβάσεων αυτών, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της οδηγίας PNR, η οδηγία αυτή προβλέπει τη συστηματική και συνεχή διαβίβαση στις ΜΣΕ των δεδομένων PNR κάθε επιβάτη που ταξιδεύει με πτήση εκτός ΕΕ, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, η οποία εκτελείται μεταξύ τρίτων κρατών και της Ένωσης. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, μια τέτοια διαβίβαση συνεπάγεται γενική πρόσβαση εκ μέρους των ΜΣΕ στο σύνολο των κοινοποιούμενων δεδομένων PNR, που αφορούν το σύνολο των προσώπων που κάνουν χρήση υπηρεσιών αεροπορικής μεταφοράς, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσεως των δεδομένων αυτών.

99      Δεύτερον, το άρθρο 2 της οδηγίας PNR προβλέπει, στην παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν την οδηγία αυτή στις πτήσεις εντός ΕΕ, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 3, αυτής, και διευκρινίζει, στην παράγραφο 2, ότι, στην περίπτωση αυτή, το σύνολο των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζεται «στις πτήσεις εντός της ΕΕ και στα δεδομένα PNR από τις πτήσεις αυτές […] ως να επρόκειτο αντιστοίχως για πτήσεις εκτός της ΕΕ και για δεδομένα PNR από πτήσεις εκτός της ΕΕ».

100    Τρίτον, μολονότι ορισμένα εκ των δεδομένων PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας PNR και εκτίθενται συνοπτικά στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως, θεωρούμενα μεμονωμένα, δεν φαίνεται να μπορούν να αποκαλύψουν σημαντικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, εντούτοις, θεωρούμενα συνολικά, τα εν λόγω δεδομένα μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποκαλύψουν ένα πλήρες ταξιδιωτικό δρομολόγιο, ταξιδιωτικές συνήθειες, σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων και πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, τις διατροφικές συνήθειες ή την κατάσταση της υγείας τους, ακόμη δε και ευαίσθητες πληροφορίες για τους επιβάτες αυτούς [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 128].

101    Τέταρτον, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας PNR, τα δεδομένα που διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς προορίζονται να υποβληθούν όχι μόνο σε προηγούμενη αξιολόγηση, που λαμβάνει χώρα πριν από την προγραμματιζόμενη άφιξη ή αναχώρηση των επιβατών, αλλά και σε μεταγενέστερη αξιολόγηση.

102    Όσον αφορά την προηγούμενη αξιολόγηση, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας PNR προκύπτει ότι η αξιολόγηση αυτή διενεργείται από τις ΜΣΕ των κρατών μελών κατά συστηματικό τρόπο και με αυτοματοποιημένα μέσα, δηλαδή συνεχώς και ανεξαρτήτως του αν υφίσταται η παραμικρή ένδειξη περί κινδύνου εμπλοκής των υποκειμένων των δεδομένων σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα. Προς τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν ότι τα δεδομένα PNR μπορούν να αντιπαραβάλλονται με «σχετικές βάσεις δεδομένων» και να υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με «προκαθορισμένα κριτήρια».

103    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το εύρος της επεμβάσεως που συνεπάγονται οι αυτοματοποιημένες αναλύσεις δεδομένων PNR στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη εξαρτάται κατ’ ουσίαν από τα προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια και από τις βάσεις δεδομένων, δηλαδή τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται αυτό το είδος επεξεργασίας δεδομένων [γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 172].

104    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, η επεξεργασία που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, ήτοι η αντιπαραβολή των δεδομένων PNR προς τις «σχετικές βάσεις δεδομένων», μπορεί να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και να καταστήσει δυνατό να συναχθούν πολύ ακριβή σχετικά συμπεράσματα.

105    Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων PNR σύμφωνα με «προκαθορισμένα κριτήρια», που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, είναι αληθές ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί η αξιολόγηση των επιβατών μέσω των κριτηρίων αυτών να πραγματοποιείται χωρίς διακρίσεις και, ιδίως, να μην στηρίζεται στα χαρακτηριστικά που μνημονεύονται στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 4. Επιπλέον, τα οριζόμενα κριτήρια πρέπει να είναι στοχευμένα, αναλογικά και ειδικά.

106    Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον οι αυτοματοποιημένες αναλύσεις των δεδομένων PNR διενεργούνται επί μη εξακριβωμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στηρίζονται σε προκαθορισμένα πρότυπα και κριτήρια, ενέχουν κατ’ ανάγκην ορισμένο ποσοστό σφάλματος [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 169]. Ειδικότερα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, από το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής [SWD(2020) 128 τελικό], που προσαρτάται στην από 24 Ιουλίου 2020 έκθεση της Επιτροπής για την επανεξέταση της οδηγίας PNR, προκύπτει ότι το πλήθος των προβλεπόμενων στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής θετικών αντιστοιχίσεων που αποδείχθηκαν εσφαλμένες, κατόπιν εξατομικευμένης επανεξέτασης με μη αυτοματοποιημένα μέσα, είναι αρκετά σημαντικό και ανήλθε, κατά τα έτη 2018 και 2019, σε τουλάχιστον πέντε στα έξι ταυτοποιημένα πρόσωπα. Επομένως, η επεξεργασία αυτή οδηγεί σε προχωρημένη ανάλυση των δεδομένων PNR που αφορούν τα εν λόγω πρόσωπα.

107    Όσον αφορά τη μεταγενέστερη αξιολόγηση των δεδομένων PNR που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, η ΜΣΕ υποχρεούται, κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών, να κοινοποιεί στις αρχές αυτές τα δεδομένα PNR και να προβαίνει σε επεξεργασία αυτών σε ειδικές περιπτώσεις, για τον σκοπό της καταπολέμησης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων.

108    Επιπλέον, μολονότι, μετά το πέρας της εξάμηνης αυτής περιόδου, τα δεδομένα PNR ανωνυμοποιούνται μέσω καλύψεως ορισμένων στοιχείων τους, η ΜΣΕ μπορεί να υποχρεωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας PNR, να κοινοποιήσει, κατόπιν σχετικής αιτήσεως, τα πλήρη δεδομένα PNR υπό μορφή που να καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές, εφόσον εκτιμάται εύλογα ότι τούτο είναι αναγκαίο για τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, κοινοποίηση η οποία, πάντως, εξαρτάται από την προϋπόθεση χορηγήσεως αδείας από δικαστική αρχή ή «άλλη αρμόδια αρχή».

109    Πέμπτον, προβλέποντας, στο άρθρο 12, παράγραφος 1, χωρίς να παρέχει περισσότερες διευκρινίσεις σχετικώς, ότι τα δεδομένα PNR διατηρούνται σε βάση δεδομένων για περίοδο πέντε ετών από τη διαβίβασή τους στη ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το σημείο άφιξης ή αναχώρησης της πτήσης, λαμβανομένου δε υπόψη ότι, παρά την μετά το πέρας της αρχικής εξάμηνης περιόδου ανωνυμοποίησή τους μέσω καλύψεως ορισμένων στοιχείων, τα πλήρη δεδομένα PNR εξακολουθούν να μπορούν να κοινοποιηθούν στην περίπτωση που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία PNR καθιστά δυνατή την κατοχή πληροφοριών για την ιδιωτική ζωή των επιβατών αεροπορικών μεταφορών για χρονικό διάστημα που το Δικαστήριο έχει χαρακτηρίσει, με την υπ’ αριθ. 1/15 γνωμοδότησή του (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 132), ως ιδιαιτέρως μεγάλο.

110    Λαμβανομένης υπόψη της συνήθους χρήσεως των αεροπορικών μεταφορών, μια τέτοια περίοδος διατήρησης έχει ως συνέπεια ότι πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Ένωσης μπορεί να έλθει αντιμέτωπο με την επαναλαμβανόμενη διατήρηση των δεδομένων PNR που το αφορούν στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει η οδηγία PNR και, ως εκ τούτου, με το ενδεχόμενο τα δεδομένα αυτά να υφίστανται ανάλυση στο πλαίσιο προηγούμενων και μεταγενέστερων αξιολογήσεων από τη ΜΣΕ και τις αρμόδιες αρχές επί μεγάλο χρονικό διάστημα, ή ακόμη και επ’ αόριστον, προκειμένου περί προσώπων που ταξιδεύουν αεροπορικώς περισσότερο από μία φορά κάθε πέντε έτη.

111    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία PNR συνεπάγεται επεμβάσεις αναμφίβολης σοβαρότητας στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ιδίως στο μέτρο που αποσκοπεί στην καθιέρωση συστήματος συνεχούς, μη στοχευμένης και συστηματικής παρακολούθησης, το οποίο περιλαμβάνει αυτοματοποιημένη αξιολόγηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του συνόλου των προσώπων που κάνουν χρήση υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών.

2.      Επί της δικαιολογήσεως των επεμβάσεων που συνεπάγεται η οδηγία PNR

112    Υπενθυμίζεται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν είναι απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας [γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 136 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Privacy International, C‑623/17, EU:C:2020:790, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

113    Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενό τους. Κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται στα εν λόγω δικαιώματα και ελευθερίες μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη διευκρινίζει ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει, μεταξύ άλλων, να γίνεται «για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο».

114    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η απαίτηση κατά την οποία κάθε περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο συνεπάγεται ότι η πράξη που επιτρέπει την επέμβαση στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προσδιορίζει η ίδια την έκταση του περιορισμού της άσκησης του αντίστοιχου δικαιώματος, με τη διευκρίνιση, αφενός, ότι η απαίτηση αυτή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η ρύθμιση που περιέχει τον περιορισμό να διατυπώνεται με αρκούντως ευρείς όρους ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται στις μεταβολές των καταστάσεων (πρβλ. Απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑401/19, EU:C:2022:297, σκέψεις 64 και 74, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και αφετέρου, ότι το Δικαστήριο μπορεί, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να διευκρινίσει, μέσω ερμηνείας, το συγκεκριμένο περιεχόμενο του περιορισμού με γνώμονα τόσο τους ίδιους τους όρους της επίμαχης ρυθμίσεως της Ένωσης όσο και την όλη οικονομία της και τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

115    Όσον αφορά την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής στο επίπεδο της Ένωσης επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου. Επιπλέον, δεν μπορεί να επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά το μέτρο, μέσω ισόρροπης στάθμισης μεταξύ, αφενός, του σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των επίμαχων δικαιωμάτων [γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 140, καθώς και απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

116    Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας των κρατών μελών να δικαιολογήσουν περιορισμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως που συνεπάγεται ο περιορισμός αυτός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2018, Ministerio Fiscal, C‑207/16, EU:C:2018:788, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Προκειμένου να πληροί την απαίτηση αναλογικότητας, η επίμαχη ρύθμιση που συνεπάγεται την επέμβαση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή των μέτρων που η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει και να επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται να έχουν επαρκείς εγγυήσεις ικανές να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων αυτών από κινδύνους καταχρήσεως. Ειδικότερα, η ρύθμιση αυτή πρέπει να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις και συνθήκες μπορεί να ληφθεί μέτρο που προβλέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτό ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Η ανάγκη να παρέχονται τέτοιες εγγυήσεις καθίσταται ακόμη πιο σημαντική όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Τα προεκτεθέντα ισχύουν ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία τα δεδομένα PNR είναι ικανά να αποκαλύψουν ευαίσθητες πληροφορίες για τους επιβάτες [avis 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 141, καθώς και απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 132 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

118    Επομένως, μια ρύθμιση που προβλέπει τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται σε αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται η σχέση μεταξύ των προς διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιδιωκόμενου σκοπού [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 191 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2019, A κ.λπ., C‑70/18, EU:C:2019:823, σκέψη 63, και της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 133].

α)      Επί της τηρήσεως της αρχής της νομιμότητας και του σεβασμού του βασικού περιεχομένου των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων

119    Ο περιορισμός στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ο οποίος απορρέει από το σύστημα που καθιερώνει η οδηγία PNR, προβλέπεται από νομοθετική πράξη της Ένωσης. Όσον αφορά το ζήτημα αν, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 114 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, η οδηγία αυτή, ως πράξη του δικαίου της Ένωσης που επιτρέπει την επέμβαση στα δικαιώματα αυτά, ορίζει η ίδια την έκταση του περιορισμού της ασκήσεως των εν λόγω δικαιωμάτων, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας καθώς και τα παραρτήματα I και II αυτής, αφενός, περιλαμβάνουν απαρίθμηση των δεδομένων PNR και, αφετέρου, οριοθετούν την επεξεργασία των δεδομένων αυτών, καθορίζοντας, μεταξύ άλλων, τους σκοπούς και τις λεπτομέρειες διενέργειας της επεξεργασίας αυτής. Κατά τα λοιπά, το ζήτημα αυτό συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με το ζήτημα της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 117 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Facebook Ireland και Schrems, C‑311/18, EU:C:2020:559, σκέψη 180) και θα εξεταστεί στις σκέψεις 125 επ. της παρούσας αποφάσεως.

120    Όσον αφορά τον σεβασμό του βασικού περιεχομένου των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, είναι αληθές ότι τα δεδομένα PNR μπορούν, ενδεχομένως, να αποκαλύψουν πολύ ακριβείς πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή ενός προσώπου. Εντούτοις, δεδομένου ότι, αφενός, η φύση των πληροφοριών αυτών περιορίζεται σε ορισμένες πτυχές της ιδιωτικής ζωής, που σχετίζονται ειδικότερα με τα αεροπορικά ταξίδια του προσώπου αυτού, και ότι, αφετέρου, η οδηγία PNR απαγορεύει ρητώς, στο άρθρο 13, παράγραφος 4, αυτής, την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ, τα δεδομένα που αφορά η οδηγία αυτή δεν παρέχουν, αυτά καθεαυτά, πλήρη εικόνα της ιδιωτικής ζωής ενός προσώπου. Επιπλέον, η εν λόγω οδηγία οριοθετεί, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημεία 8 και 9, καθώς και με το παράρτημα II αυτής, τους σκοπούς της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών. Τέλος, η ίδια οδηγία καθορίζει, στα άρθρα 4 έως 15 αυτής, κανόνες που διέπουν τη διαβίβαση, επεξεργασία και διατήρηση των εν λόγω δεδομένων, καθώς και κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση, μεταξύ άλλων, της ασφάλειας, της εμπιστευτικότητας και της ακεραιότητας των δεδομένων αυτών, καθώς και στην προστασία τους έναντι της παράνομης πρόσβασης και επεξεργασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επεμβάσεις που συνεπάγεται η οδηγία PNR δεν θίγουν το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

β)      Επί του σκοπού γενικού συμφέροντος και της καταλληλότητας των μορφών επεξεργασίας των δεδομένων PNR υπό το πρίσμα του σκοπού αυτού

121    Όσον αφορά το ζήτημα αν το σύστημα που καθιερώνει η οδηγία PNR επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος, από τις αιτιολογικές σκέψεις 5, 6 και 15 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η προάσπιση της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και, συνακόλουθα, η προστασία της ζωής και της ασφάλειας των προσώπων και, συγχρόνως, η δημιουργία νομικού πλαισίου που να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των επιβατών, ιδίως δε των δικαιωμάτων σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όταν τα δεδομένα PNR υποβάλλονται σε επεξεργασία από τις αρμόδιες αρχές.

122    Προς τούτο, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR ορίζει ότι τα δεδομένα PNR που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο των πράξεων επεξεργασίας που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω οδηγίας, μόνο για τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Οι σκοποί αυτοί συνιστούν αναμφίβολα σκοπούς γενικού συμφέροντος της Ένωσης δυνάμενους να δικαιολογήσουν ακόμη και σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη [πρβλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42, καθώς και γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψεις 148 και 149].

123    Όσον αφορά την καταλληλότητα του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η πιθανότητα «ψευδώς αρνητικών» αποτελεσμάτων και ο αρκετά σημαντικός αριθμός «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, προέκυψαν από την βάσει της οδηγίας αυτής αυτοματοποιημένη επεξεργασία κατά τα έτη 2018 και 2019, ενδέχεται να περιορίζουν την καταλληλότητα του συστήματος αυτού, εντούτοις δεν είναι ικανές να καταστήσουν το εν λόγω σύστημα ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το έγγραφο εργασίας της Επιτροπής περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, η αυτοματοποιημένη επεξεργασία δυνάμει της εν λόγω οδηγίας πράγματι κατέστησε δυνατή την ταυτοποίηση επιβατών αεροπορικών μεταφορών που είναι επικίνδυνοι στο πλαίσιο της καταπολέμησης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων.

124    Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του εγγενούς στην αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR ποσοστού σφάλματος και, ιδίως, του αρκετά σημαντικού αριθμού «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων, η καταλληλότητα του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR εξαρτάται κυρίως από την ορθή λειτουργία της μεταγενέστερης εξακρίβωσης, με μη αυτοματοποιημένα μέσα, των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την επεξεργασία αυτή, καθήκον το οποίο ανατίθεται, βάσει της οδηγίας PNR, στη ΜΣΕ. Επομένως, οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών αυτών.

γ)      Επί του αναγκαίου χαρακτήρα των επεμβάσεων που συνεπάγεται η οδηγία PNR 

125    Σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 115 έως 118 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι επεμβάσεις που συνεπάγεται η οδηγία PNR περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο και, ειδικότερα, αν η οδηγία αυτή θεσπίζει σαφείς και ακριβείς κανόνες που διέπουν την έκταση και την εφαρμογή των μέτρων που αυτή προβλέπει και αν το σύστημα που θεσπίζει ανταποκρίνεται πάντοτε σε αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται η σχέση μεταξύ των δεδομένων PNR, τα οποία συνδέονται στενά με την κράτηση και την πραγματοποίηση αεροπορικών ταξιδίων, και του σκοπού που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, ήτοι του σκοπού της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων.

1)      Επί των δεδομένων των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που αφορά η οδηγία PNR

126    Επιβάλλεται να εκτιμηθεί αν στις κατηγορίες δεδομένων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας PNR ορίζονται κατά τρόπο σαφή και ακριβή τα δεδομένα PNR που ένας αερομεταφορέας υποχρεούται να κοινοποιεί στη ΜΣΕ.

127    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας PNR, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε ο κατάλογος των δεδομένων PNR που διαβιβάζονται σε μια ΜΣΕ «να αντικατοπτρίζει τις θεμιτές αξιώσεις των δημοσίων αρχών για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων, με στόχο την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων, ιδίως των δικαιωμάτων [σεβασμού] της ιδιωτικής ζωής και [προστασίας] των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Ειδικότερα, κατά την ίδια αιτιολογική σκέψη, τα δεδομένα αυτά «θα πρέπει να περιλαμβάνουν μόνο λεπτομερή στοιχεία για τις κρατήσεις των επιβατών και τα δρομολόγιά τους, τα οποία επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν επιβάτες πτήσεων οι οποίοι συνιστούν απειλή για την εσωτερική ασφάλεια». Επιπλέον, η οδηγία PNR απαγορεύει, στο άρθρο 13, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, «την επεξεργασία δεδομένων PNR που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, τη σεξουαλική ζωή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ατόμου».

128    Κατά συνέπεια, τα δεδομένα PNR που συλλέγονται και κοινοποιούνται σύμφωνα με το παράρτημα I της οδηγίας PNR πρέπει να έχουν άμεση σχέση με την πτήση και τον οικείο επιβάτη και να περιορίζονται κατά τρόπον ώστε, αφενός, να ανταποκρίνονται αποκλειστικώς και μόνον στις θεμιτές απαιτήσεις των δημοσίων αρχών σχετικά με την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, και, αφετέρου, να μην περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα.

129    Τα σημεία 1 έως 4, 7, 9, 11, 15, 17 και 19 του παραρτήματος I της οδηγίας PNR πληρούν τις απαιτήσεις αυτές, καθώς και τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας, καθόσον αφορούν σαφώς προσδιορίσιμες και συγκεκριμένες πληροφορίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την εκτελούμενη πτήση και τον οικείο επιβάτη. Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 165 των προτάσεών του, το ίδιο ισχύει και για τα σημεία 10, 13, 14 και 16, παρά την ανοικτή διατύπωσή τους.

130    Αντιθέτως, για την ερμηνεία των σημείων 5, 6, 8, 12 και 18 απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις.

131    Το σημείο 5, το οποίο αφορά τη «διεύθυνση και [τα] στοιχεία επικοινωνίας (αριθμός τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου)» δεν διευκρινίζει ρητώς αν αναφέρεται στη διεύθυνση και στα στοιχεία επικοινωνίας μόνον του επιβάτη αεροπορικών μεταφορών ή και των τρίτων που έχουν πραγματοποιήσει την κράτηση της πτήσης για λογαριασμό του επιβάτη, των τρίτων μέσω των οποίων είναι δυνατή η επικοινωνία με τον επιβάτη, ή ακόμη των τρίτων που πρέπει να ενημερωθούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Εντούτοις, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 162 των προτάσεών του, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων σαφήνειας και ακρίβειας, το σημείο αυτό δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι επιτρέπει, σιωπηρώς, τη συλλογή και διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εν λόγω τρίτων. Κατά συνέπεια, το εν λόγω σημείο πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνον την ταχυδρομική διεύθυνση και τα στοιχεία επικοινωνίας, ήτοι τον αριθμό τηλεφώνου και την ηλεκτρονική διεύθυνση, του επιβάτη αεροπορικών μεταφορών στο όνομα του οποίου έχει γίνει η κράτηση.

132    Το σημείο 6, το οποίο αφορά «[ό]λα τα στοιχεία πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης χρέωσης», προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι αφορά μόνον τις πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο πληρωμής και διακανονισμού του αεροπορικού εισιτηρίου, εξαιρουμένης κάθε άλλης πληροφορίας που δεν σχετίζεται άμεσα με την πτήση [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 159].

133    Το σημείο 8, το οποίο αφορά τις «πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα τακτικού επιβάτη», πρέπει να ερμηνευθεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 164 των προτάσεών του, υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικώς και μόνον τα δεδομένα σχετικά με το καθεστώς του οικείου επιβάτη στο πλαίσιο προγράμματος πιστότητας συγκεκριμένης αεροπορικής εταιρίας ή συγκεκριμένου ομίλου αεροπορικών εταιριών, καθώς και τον αναγνωριστικό αριθμό του εν λόγω επιβάτη ως «τακτικού επιβάτη». Επομένως, το σημείο 8 δεν επιτρέπει τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις συναλλαγές με τις οποίες αποκτήθηκε το καθεστώς αυτό.

134    Το σημείο 12 αφορά τις «[γ]ενικές πληροφορίες ([ιδίως] όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες για ασυνόδευτους ανηλίκους κάτω των 18 ετών, όπως όνομα και φύλο του ανηλίκου, ηλικία, γλώσσα ή γλώσσες που ομιλεί, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά την αναχώρηση και σχέση με τον ανήλικο, ονοματεπώνυμο και στοιχεία επικοινωνίας κηδεμόνα κατά τη άφιξη και σχέση με τον ανήλικο, πράκτορας αναχώρησης και άφιξης)».

135    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι ναι μεν η έκφραση «γενικές πληροφορίες» δεν πληροί τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας, καθόσον δεν θέτει, αυτή καθεαυτή, κανέναν περιορισμό ως προς το είδος και το εύρος των πληροφοριών που μπορούν να συλλεγούν και να κοινοποιηθούν σε μια ΜΣΕ δυνάμει του σημείου 12 (πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 160), πλην όμως η απαρίθμηση των εντός παρενθέσεως στοιχείων πληροί τις απαιτήσεις αυτές.

136    Κατά συνέπεια, προκειμένου το σημείο 12 να ερμηνευτεί κατά τρόπο που, κατ’ εφαρμογήν της υπομνησθείσας στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, να καθιστά τη διάταξη αυτή σύμφωνη προς τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας και, γενικότερα, προς τα άρθρα 7 και 8, καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι επιτρέπεται να συλλέγονται και να κοινοποιούνται μόνον οι πληροφορίες που απαριθμούνται ρητώς στο σημείο αυτό, ήτοι το όνομα και το φύλο του ανηλίκου επιβάτη αεροπορικών μεταφορών, η ηλικία του, η γλώσσα ή οι γλώσσες που ομιλεί, το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του κηδεμόνα κατά την αναχώρηση και η σχέση του με τον ανήλικο, το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του κηδεμόνα κατά την άφιξη και η σχέση του με τον ανήλικο, ο πράκτορας κατά την αναχώρηση και κατά την άφιξη.

137    Τέλος, το σημείο 18 αφορά «[τ]υχόν εκ των προτέρων συλλεχθέντα δεδομένα για τους επιβάτες (API) (μεταξύ άλλων είδος εγγράφου, αριθμός εγγράφου, χώρα έκδοσης, ημερομηνία λήξεως ισχύος του εγγράφου ταυτότητος, ιθαγένεια, επώνυμο, όνομα, φύλο, ημερομηνία γέννησης, αεροπορική εταιρεία, αριθμός πτήσης, ημερομηνία αναχώρησης, ημερομηνία άφιξης, αερολιμένας αναχώρησης, αερολιμένας άφιξης, ώρα αναχώρησης και ώρα άφιξης)».

138    Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 156 έως 160 των προτάσεών του, από το εν λόγω σημείο 18, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 4 και 9 της οδηγίας PNR, προκύπτει ότι οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται είναι εξαντλητικώς τα δεδομένα API που απαριθμούνται στο εν λόγω σημείο, καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας API.

139    Επομένως, το σημείο 18, εφόσον ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει μόνο τις πληροφορίες που μνημονεύονται ρητώς στο ίδιο αυτό σημείο καθώς και στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας API, μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληροί τις προϋποθέσεις σαφήνειας και ακρίβειας [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 161].

140    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το παράρτημα I της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ειδικότερα στις σκέψεις 130 έως 139 της παρούσας αποφάσεως, είναι στο σύνολό του αρκούντως σαφές και ακριβές, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό την έκταση της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

2)      Επί των σκοπών των πράξεων επεξεργασίας των δεδομένων PNR

141    Όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR, οι πράξεις επεξεργασίας των συλλεγόμενων σύμφωνα με την οδηγία αυτή δεδομένων PNR έχουν ως σκοπό την καταπολέμηση των «τρομοκρατικών εγκλημάτων» και των «σοβαρών εγκλημάτων».

142    Όσον αφορά το ζήτημα αν η οδηγία PNR προβλέπει, συναφώς, σαφείς και ακριβείς κανόνες οι οποίοι περιορίζουν την εφαρμογή του συστήματος που καθιερώνει η εν λόγω οδηγία στο απολύτως αναγκαίο για τον σκοπό αυτό μέτρο, επισημαίνεται, αφενός, ότι ο όρος «τρομοκρατικά εγκλήματα» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 8, της εν λόγω οδηγίας διά παραπομπής στις «εγκληματικές πράξεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 της απόφασης-πλαισίου [2002/475]».

143    Πέραν της εν λόγω αποφάσεως-πλαίσιο η οποία όριζε, στα άρθρα 1 έως 3 αυτής, κατά τρόπο σαφή και ακριβή, τα «τρομοκρατικά εγκλήματα», τα «εγκλήματα σχετικά με τρομοκρατική ομάδα» και τα «συνδεόμενα με τρομοκρατικές δραστηριότητες εγκλήματα», που τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να καταστήσουν αξιόποινα δυνάμει της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2017, L 88, σ. 6), ορίζει και αυτή, στα άρθρα 3 έως 14, κατά τρόπο σαφή και ακριβή, τα ίδια αδικήματα.

144    Αφετέρου, το άρθρο 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR ορίζει τον όρο «σοβαρά εγκλήματα» διά παραπομπής στις «εγκληματικές πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II, οι οποίες τιμωρούνται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών».

145    Κατ’ αρχάς, το εν λόγω παράρτημα απαριθμεί εξαντλητικώς τις διάφορες κατηγορίες αδικημάτων που μπορούν να συνιστούν «σοβαρά εγκλήματα» κατά το άρθρο 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR.

146    Εν συνεχεία, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων που παρουσίαζαν, κατά τη θέσπιση της εν λόγω οδηγίας, τα ποινικά συστήματα των κρατών μελών ελλείψει εναρμονίσεως των εν λόγω αδικημάτων, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να αρκεστεί στην πρόβλεψη κατηγοριών αδικημάτων χωρίς να καθορίσει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων αυτών, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι, εξ ορισμού, τα στοιχεία αυτά καθορίζονται κατ’ ανάγκην από το εθνικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται να τηρούν την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, ως συνιστώσα της μνημονευόμενης στο άρθρο 2 ΣΕΕ κοινής αξίας του κράτους δικαίου που συμμερίζονται με την Ένωση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψεις 136, 160 και 234), αρχή η οποία κατοχυρώνεται, εξάλλου, στο άρθρο 49, παράγραφος 1, του Χάρτη, τον οποίον υποχρεούνται να τηρούν τα κράτη μέλη όταν θέτουν σε εφαρμογή πράξη της Ένωσης όπως η οδηγία PNR (πρβλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, QB, C‑405/10, EU:C:2011:722, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, λαμβανομένης επίσης υπόψη της συνήθους έννοιας των όρων που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω παράρτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτό καθορίζει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, τα αδικήματα που μπορούν να συνιστούν σοβαρά εγκλήματα.

147    Είναι αληθές ότι τα σημεία 7, 8, 10 και 16 του παραρτήματος ΙΙ αφορούν πολύ γενικές κατηγορίες αδικημάτων (απάτη, νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος και παραχάραξη/κιβδηλεία νομίσματος, σοβαρά εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών), μνημονεύοντας ωστόσο και ειδικότερα αδικήματα τα οποία εμπίπτουν στις γενικές αυτές κατηγορίες. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο επαρκής βαθμός ακρίβειας που επίσης απαιτεί το άρθρο 49 του Χάρτη, τα σημεία αυτά πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αναφέρονται στα εν λόγω αδικήματα, όπως αυτά εξειδικεύονται από το σχετικό εθνικό και/ή ενωσιακό δίκαιο. Ερμηνευόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα εν λόγω σημεία μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούν τις απαιτήσεις σαφήνειας και ακρίβειας.

148    Τέλος, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι ενώ, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ο σκοπός της καταπολέμησης της σοβαρής εγκληματικότητας δύναται να δικαιολογήσει τη σοβαρή επέμβαση που συνεπάγεται η οδηγία PNR στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, εντούτοις δεν ισχύει το ίδιο και για τον σκοπό της καταπολέμησης της εγκληματικότητας εν γένει, δεδομένου ότι ο τελευταίος αυτός σκοπός μπορεί να δικαιολογήσει μόνον μη σοβαρές επεμβάσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η εν λόγω οδηγία πρέπει να διασφαλίζει, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία περιορίζεται μόνο στα αδικήματα που εμπίπτουν στο σοβαρό έγκλημα και αποκλείει, ως εκ τούτου, τα αδικήματα που εμπίπτουν στο κοινό έγκλημα.

149    Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 121 των προτάσεών του, πολλά από τα αδικήματα που μνημονεύονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας PNR, όπως η εμπορία ανθρώπων, η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία, η παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών, η νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος, το ηλεκτρονικό έγκλημα/έγκλημα στον κυβερνοχώρο, το παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών, το λαθρεμπόριο πυρηνικών ή ραδιενεργών ουσιών, η αεροπειρατεία ή πειρατεία, τα σοβαρά εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ο βιασμός, η απαγωγή, η παράνομη κατακράτηση και η ομηρία ενέχουν, ως εκ της φύσεώς τους, αναμφισβήτητα μεγάλο βαθμό σοβαρότητας.

150    Επιπλέον, μολονότι άλλα αδικήματα που επίσης μνημονεύονται στο εν λόγω παράρτημα II είναι λιγότερο πιθανό να συνδέονται, εκ των προτέρων, με το σοβαρό έγκλημα, εντούτοις από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR προκύπτει ότι τα αδικήματα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως σοβαρά εγκλήματα μόνον εφόσον τιμωρούνται, βάσει του εθνικού δικαίου του οικείου κράτους μέλους, με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών. Οι απορρέουσες από τη διάταξη αυτή απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν το είδος και την αυστηρότητα της επαπειλούμενης ποινής, είναι, κατ’ αρχήν, ικανές να περιορίσουν την εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία μόνο σε αδικήματα που ενέχουν επαρκή βαθμό σοβαρότητας δυνάμενο να δικαιολογήσει την επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη την οποία συνεπάγεται το σύστημα της οδηγία αυτής.

151    Πάντως, δεδομένου ότι το άρθρο 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR δεν αναφέρεται στην ελάχιστη αλλά στη μέγιστη επαπειλούμενη ποινή, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο υποβολής των δεδομένων PNR σε επεξεργασία για τον σκοπό της καταπολέμησης εγκλημάτων τα οποία, μολονότι πληρούν το προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή κριτήριο περί ελαχίστου ορίου σοβαρότητας, εντούτοις δεν εμπίπτουν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων του εθνικού ποινικού συστήματος, στο σοβαρό έγκλημα, αλλά στο κοινό έγκλημα.

152    Επομένως, εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR περιορίζεται πράγματι στην καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων και ότι το σύστημα αυτό δεν επεκτείνεται και σε αδικήματα που εμπίπτουν στο κοινό έγκλημα.

3)      Επί της σχέσεως μεταξύ των δεδομένων PNR και των σκοπών της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών

153    Είναι μεν αληθές ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 119 των προτάσεών του, το γράμμα του άρθρου 3, σημείο 8, και του άρθρου 3, σημείο 9, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με το παράρτημα II της οδηγίας αυτής, δεν προβλέπει ρητώς κριτήριο ικανό να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής μόνο στα αδικήματα που είναι πιθανόν, ως εκ της φύσεώς τους, να συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με τα αεροπορικά ταξίδια, και, κατά συνέπεια, με τις κατηγορίες δεδομένων που διαβιβάζονται, υποβάλλονται σε επεξεργασία και διατηρούνται σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

154    Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 121 των προτάσεών του, ορισμένα από τα αδικήματα που μνημονεύονται στο παράρτημα II της οδηγίας PNR, όπως η εμπορία ανθρώπων, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ή όπλων, η παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή, ή ακόμη η αεροπειρατεία, είναι πιθανόν να έχουν, ως εκ της φύσεώς τους, άμεση σχέση με την αεροπορική μεταφορά επιβατών. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένα τρομοκρατικά εγκλήματα, όπως η πρόκληση μαζικών καταστροφών σε συγκοινωνιακά συστήματα ή υποδομές ή η κατάληψη αεροσκαφών, αδικήματα που προβλέπονταν στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και εʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/475, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, σημείο 8, της οδηγίας PNR, ή ακόμη η πραγματοποίηση ταξιδιών για τρομοκρατικούς σκοπούς και η οργάνωση ή διευκόλυνση των ταξιδιών αυτών, αδικήματα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2017/541.

155    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε την εκ μέρους της πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στους φακέλους επιβατών (δεδομένα PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών εγκλημάτων, της 2ας Φεβρουαρίου 2011 [(COM(2011) 32 τελικό)], η οποία οδήγησε στη θέσπιση της οδηγίας PNR, επισημαίνοντας ότι «[ο]ι τρομοκρατικές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2001, η αποτυχημένη τρομοκρατική επίθεση του Αυγούστου του 2006 με στόχο την ανατίναξη πολλών αεροσκαφών κατά τη διάρκεια της πτήσης τους από το Ηνωμένο Βασίλειο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και η απόπειρα τρομοκρατικής επίθεσης κατά τη διάρκεια πτήσης από το Άμστερνταμ προς το Ντιτρόιτ το Δεκέμβριο του 2009 απέδειξαν την ικανότητα των τρομοκρατών να εξαπολύουν επιθέσεις, με στόχο διεθνείς πτήσεις, σε οποιαδήποτε χώρα» και ότι «οι περισσότερες τρομοκρατικές δραστηριότητες έχουν διεθνικό χαρακτήρα και συνεπάγονται διεθνείς μετακινήσεις, μεταξύ άλλων σε στρατόπεδα εκπαίδευσης εκτός της ΕΕ». Επιπλέον, για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα ανάλυσης των δεδομένων PNR για τον σκοπό της καταπολέμησης των σοβαρών εγκλημάτων, η Επιτροπή ανέφερε, ως παραδείγματα, την περίπτωση ομάδας διακινητών οι οποίοι, με σκοπό την εμπορία ανθρώπων, είχαν χρησιμοποιήσει πλαστά έγγραφα κατά τον έλεγχο εισιτηρίων σε πτήση, καθώς και την περίπτωση δικτύου εμπορίας ανθρώπων και ναρκωτικών, το οποίο, με σκοπό την εισαγωγή ναρκωτικών σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, χρησιμοποιούσε άτομα που ήταν τα ίδια θύματα εμπορίας, έχοντας αγοράσει τα αεροπορικά εισιτήρια των ατόμων αυτών με κλεμμένες πιστωτικές κάρτες. Το σύνολο των περιπτώσεων αυτών αφορούσε αδικήματα που συνδέονταν άμεσα με την αεροπορική μεταφορά επιβατών, καθόσον επρόκειτο για αδικήματα που στόχευαν στην αεροπορική μεταφορά επιβατών καθώς και για αδικήματα που είχαν διαπραχθεί επ’ ευκαιρία ή μέσω αεροπορικού ταξιδιού.

156    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ακόμη και αδικήματα που δεν έχουν τέτοια άμεση σχέση με την αεροπορική μεταφορά επιβατών μπορούν, αναλόγως των περιστάσεων εκάστης υποθέσεως, να έχουν έμμεση σχέση με την αεροπορική μεταφορά επιβατών. Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν η αεροπορική μεταφορά χρησιμεύει ως μέσο προπαρασκευής τέτοιων αδικημάτων ή αποφυγής της ποινικής δίωξης μετά τη διάπραξή τους. Αντιθέτως, τα αδικήματα που στερούνται οιασδήποτε αντικειμενικής σύνδεσης, έστω έμμεσης, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR.

157    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 3, σημεία 8 και 9, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το παράρτημα II αυτής και υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που απορρέουν από τα άρθρα 7, 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιβάλλει στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία αυτή, ιδίως κατά την εξατομικευμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, να περιορίζεται μόνο στα τρομοκρατικά εγκλήματα και σε όσα σοβαρά εγκλήματα συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

4)      Επί των οικείων επιβατών αεροπορικών μεταφορών και των οικείων πτήσεων

158    Το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία PNR καλύπτει τα δεδομένα PNR του συνόλου των προσώπων που πληρούν την έννοια του «επιβάτη», κατά το άρθρο 3, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, και ταξιδεύουν σε πτήσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

159    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται στη ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου πρόκειται να προσγειωθεί ή από το έδαφος του οποίου πρόκειται να απογειωθεί το αεροσκάφος, ανεξαρτήτως οποιουδήποτε αντικειμενικού στοιχείου βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι οικείοι επιβάτες παρουσιάζουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα. Ωστόσο, τα δεδομένα που διαβιβάζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο υποβάλλονται, μεταξύ άλλων, σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας PNR, η οποία αξιολόγηση έχει ως σκοπό, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας, την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν υπήρχαν υποψίες εμπλοκής σε τρομοκρατική πράξη ή σοβαρό έγκλημα πριν την αξιολόγηση και τα οποία πρέπει να υποβληθούν σε λεπτομερέστερο έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές.

160    Πιο συγκεκριμένα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και από το άρθρο 2 της οδηγίας PNR προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία διακρίνει μεταξύ των επιβατών που ταξιδεύουν σε πτήσεις εκτός ΕΕ, οι οποίες εκτελούνται μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών, και των επιβατών που ταξιδεύουν σε πτήσεις εντός ΕΕ, οι οποίες εκτελούνται μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών.

161    Όσον αφορά τους επιβάτες των πτήσεων εκτός ΕΕ, υπενθυμίζεται ότι, για τους επιβάτες που ταξιδεύουν σε πτήσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών αυτών, πριν από την άφιξή τους στον Καναδά, διευκολύνει και επιταχύνει τους ελέγχους ασφαλείας, ιδίως δε τους συνοριακούς. Επιπλέον, ο αποκλεισμός ορισμένων κατηγοριών προσώπων ή ορισμένων περιοχών προελεύσεως δύναται να παρακωλύσει την επίτευξη του σκοπού της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR, δηλαδή την ταυτοποίηση, μέσω ελέγχου των δεδομένων αυτών, των προσώπων τα οποία, μεταξύ του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, είναι ενδεχομένως επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια, ή να καταστήσει δυνατή την αποφυγή του ελέγχου αυτού [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 187].

162    Τα προαναφερθέντα μπορούν να εφαρμοστούν mutatis mutandis και στην περίπτωση των επιβατών που ταξιδεύουν με πτήσεις μεταξύ της Ένωσης και του συνόλου των τρίτων χωρών, τις οποίες πτήσεις τα κράτη μέλη υποχρεούνται να υπαγάγουν στο σύστημα που θεσπίζει η οδηγία PNR, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημεία 2 και 4, της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, η διαβίβαση και προηγούμενη αξιολόγηση των δεδομένων PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που εισέρχονται στην Ένωση ή εξέρχονται από αυτήν δεν μπορούν να περιοριστούν σε συγκεκριμένη ομάδα επιβατών αεροπορικών μεταφορών, λαμβανομένης υπόψη της ίδιας της φύσεως των απειλών για τη δημόσια ασφάλεια που μπορούν να προκύψουν από τρομοκρατικά και σοβαρά εγκλήματα τα οποία συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται η αναγκαία σχέση μεταξύ των δεδομένων αυτών και του σκοπού της καταπολέμησης τέτοιων αδικημάτων και, επομένως, η οδηγία PNR δεν υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου απλώς και μόνον διότι επιβάλλει στα κράτη μέλη τη συστηματική διαβίβαση και εκ των προτέρων αξιολόγηση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αυτών.

163    Όσον αφορά τους επιβάτες που ταξιδεύουν σε πτήσεις μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών της Ένωσης, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, προβλέπει απλώς και μόνον τη δυνατότητα των κρατών μελών να επεκτείνουν την εφαρμογή του συστήματος της εν λόγω οδηγίας στις πτήσεις εντός ΕΕ.

164    Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν θέλησε να επιβάλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επεκτείνουν την εφαρμογή του συστήματος της οδηγίας PNR στις πτήσεις εντός ΕΕ, αλλά, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, επιφυλάχθηκε να αποφανθεί σχετικά με μια τέτοια επέκταση, εκτιμώντας συγχρόνως ότι πριν από μια τέτοια επέκταση θα πρέπει να αξιολογηθούν λεπτομερώς οι νομικές συνέπειές της, ιδίως επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων.

165    Συναφώς, παρατηρείται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, ορίζοντας ότι η έκθεση επανεξέτασης της Επιτροπής που μνημονεύεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας «περιλαμβάνει επίσης επανεξέταση της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας και της αποτελεσματικότητας της υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας της υποχρεωτικής συλλογής και διαβίβασης δεδομένων PNR που αφορούν όλες ή επιλεγμένες πτήσεις εντός ΕΕ», και ότι, συναφώς, η Επιτροπή πρέπει να συνεκτιμά «την κτηθείσα πείρα των κρατών μελών, ιδίως δε εκείνων τα οποία εφαρμόζουν την παρούσα οδηγία για τις πτήσεις εντός της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2», καθιστά σαφές ότι, για τον νομοθέτη της Ένωσης, το σύστημα που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία δεν είναι αναγκαίο να επεκταθεί σε όλες τις πτήσεις εντός ΕΕ.

166    Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας PNR ορίζει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να εφαρμόσουν την οδηγία αυτή μόνο σε ορισμένες πτήσεις εντός ΕΕ, εφόσον το κρίνουν αναγκαίο για την επιδίωξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας, διατηρώντας συγχρόνως τη δυνατότητα να τροποποιούν την επιλογή των πτήσεων αυτών ανά πάσα στιγμή.

167    Εν πάση περιπτώσει, η ευχέρεια των κρατών μελών να επεκτείνουν την εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR στις πτήσεις εντός ΕΕ πρέπει να ασκείται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας αυτής, με πλήρη τήρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Συναφώς, μολονότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 19 της εν λόγω οδηγίας, η αξιολόγηση των απειλών που σχετίζονται με τρομοκρατικά και σοβαρά εγκλήματα εναπόκειται στα κράτη μέλη, εντούτοις η άσκηση της ευχέρειας αυτής προϋποθέτει ότι, κατά την αξιολόγηση αυτή, τα κράτη μέλη διαπιστώνουν την ύπαρξη απειλής η οποία σχετίζεται με τέτοια εγκλήματα και είναι ικανή να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας και σε πτήσεις εντός ΕΕ.

168    Υπό τις συνθήκες αυτές, ένα κράτος μέλος, εφόσον επιθυμεί να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 2 της οδηγίας PNR, είτε για το σύνολο των πτήσεων εντός ΕΕ, δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, είτε μόνον για ορισμένες εκ των πτήσεων αυτών, δυνάμει της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να ελέγξει αν η επέκταση της εφαρμογής της οδηγίας αυτής στο σύνολο ή σε μέρος των πτήσεων εντός ΕΕ είναι πράγματι αναγκαία και αναλογική σε σχέση με την επίτευξη του σκοπού που προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

169    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων 5, 6, 7, 10 και 22 της οδηγίας PNR, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξακριβώσουν ότι οι προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή πράξεις επεξεργασίας των δεδομένων PNR των επιβατών που ταξιδεύουν σε πτήσεις εντός ΕΕ ή σε ορισμένες από τις πτήσεις αυτές είναι απολύτως αναγκαίες, σε σχέση με της σοβαρότητα της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, για τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης ή, τουλάχιστον, του εν λόγω κράτους μέλους, και επομένως, για την προστασία της ζωής και της ασφάλειας των προσώπων.

170    Όσον αφορά, ειδικότερα, τις απειλές που σχετίζονται με τα τρομοκρατικά εγκλήματα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων των δραστηριοτήτων που είναι ικανές να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος, και ότι η πρόληψη και η καταστολή των δραστηριοτήτων αυτών αποτελεί πρωταρχικό συμφέρον κάθε κράτους μέλους προκειμένου να προστατεύονται οι βασικές λειτουργίες του κράτους και τα θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας, προς τον σκοπό διαφυλάξεως της εθνικής ασφάλειας. Τέτοιες απειλές διακρίνονται, ως εκ της φύσεως και της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους, καθώς και εκ του ειδικού χαρακτήρα των περιστάσεων που τις συγκροτούν, από τον γενικό και διαρκή κίνδυνο τελέσεως σοβαρών ποινικών αδικημάτων (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 135 και 136, καθώς και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψεις 61 και 62).

171    Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται, βάσει της αξιολόγησης που διενεργεί ένα κράτος μέλος, ότι υφίστανται αρκούντως συγκεκριμένες περιστάσεις ώστε να συναχθεί ότι το κράτος αυτό αντιμετωπίζει τρομοκρατική απειλή η οποία είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, η εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού πρόβλεψη εφαρμογής της οδηγίας PNR, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, επί του συνόλου των πτήσεων εντός ΕΕ με προέλευση ή προορισμό το εν λόγω κράτος μέλος, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, δεν φαίνεται να βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου. Πράγματι, η ύπαρξη τέτοιας απειλής αρκεί αφ’ εαυτής για να γίνει δεκτή η ύπαρξη σχέσης μεταξύ, αφενός, της διαβίβασης και της επεξεργασίας των οικείων δεδομένων και, αφετέρου, της καταπολέμησης της τρομοκρατίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 137).

172    Η απόφαση που προβλέπει την εφαρμογή αυτή πρέπει να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει η περίπτωση αυτή καθώς καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπιστεί. Η περίοδος εφαρμογής πρέπει επίσης να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, ωστόσο, παράτασης σε περίπτωση εξακολούθησης της απειλής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 168, καθώς και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 58).

173    Αντιθέτως, ελλείψει πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης τρομοκρατικής απειλής την οποία αντιμετωπίζει το οικείο κράτος μέλος, η χωρίς διάκριση εφαρμογή, εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού, του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR όχι μόνο στις πτήσεις εκτός ΕΕ αλλά και στο σύνολο των πτήσεων εντός ΕΕ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο.

174    Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του συστήματος της οδηγίας PNR σε ορισμένες πτήσεις εντός ΕΕ πρέπει να περιορίζεται στη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων PNR των πτήσεων που αφορούν ειδικώς ορισμένες αεροπορικές συνδέσεις ή δρομολόγια ταξιδίων, ή ακόμη, ορισμένους αερολιμένες για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτή. Στο οικείο κράτος μέλος εναπόκειται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιλέξει τις πτήσεις εντός ΕΕ σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκτιμήσεως στην οποία αυτό οφείλει να προβεί, βάσει των απαιτήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 163 έως 169 της παρούσας αποφάσεως, και να επανεξετάζει τακτικά την επιλογή αυτή ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών που δικαιολόγησαν την επιλογή των πτήσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία στις πτήσεις εντός ΕΕ περιορίζεται πάντοτε στο απολύτως αναγκαίο μέτρο.

175    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ως άνω γενομένη δεκτή ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 3, σημείο 4, της οδηγίας PNR, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μπορεί να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις αυτές δεν υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου.

5)      Επί της προηγούμενης αξιολόγησης των δεδομένων PNR μέσω αυτοματοποιημένων μορφών επεξεργασίας

176    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, η προηγούμενη αξιολόγηση που η διάταξη αυτή προβλέπει αποσκοπεί στην ταυτοποίηση των προσώπων για τα οποία απαιτείται λεπτομερέστερη εξέταση, μεταξύ άλλων, από τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, λόγω του ότι τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα.

177    Η εν λόγω προηγούμενη αξιολόγηση διενεργείται σε δύο στάδια. Σε πρώτο στάδιο, η ΜΣΕ του οικείου κράτους μέλους προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας PNR, σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR, αντιπαραβάλλοντας τα δεδομένα αυτά προς βάσεις δεδομένων ή βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων. Σε δεύτερο στάδιο, στην περίπτωση κατά την οποία η εν λόγω αυτοματοποιημένη επεξεργασία καταλήξει σε θετική αντιστοίχιση (hit), η εν λόγω μονάδα διενεργεί, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, εξατομικευμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν οι αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας πρέπει να προβούν στη λήψη μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου (match).

178    Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, οι πράξεις αυτοματοποιημένης επεξεργασίας παρουσιάζουν κατ’ ανάγκην αρκετά σημαντικό ποσοστό σφάλματος, καθόσον διενεργούνται επί μη εξακριβωμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και στηρίζονται σε προκαθορισμένα κριτήρια.

179    Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης, η οποία τονίζεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του Χάρτη, να ενισχυθεί η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων, πρέπει να διασφαλιστεί, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 20 και στο άρθρο 7, παράγραφος 6, της οδηγίας PNR, ότι καμία απόφαση που συνεπάγεται δυσμενείς έννομες συνέπειες για ένα πρόσωπο ή θίγει σημαντικά το πρόσωπο αυτό δεν θα μπορεί να ληφθεί από τις αρμόδιες αρχές μόνον βάσει της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής, η ίδια η ΜΣΕ μπορεί να διαβιβάσει τα δεδομένα PNR στις αρχές αυτές μόνον αφού έχει προηγουμένως διενεργήσει εξατομικευμένη επανεξέταση με μη αυτοματοποιημένα μέσα. Τέλος, πέραν των εξακριβώσεων αυτών, τις οποίες η ΜΣΕ και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να διενεργούν οι ίδιες, η νομιμότητα όλων των πράξεων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων και από την εθνική εποπτική αρχή, αντιστοίχως, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και από τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της δικαστικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

180    Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 207 των προτάσεών του, η εθνική εποπτική αρχή, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και η ΜΣΕ πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία υλικά μέσα και το αναγκαίο προσωπικό για την άσκηση του ελέγχου που τους ανατίθεται βάσει της οδηγίας PNR. Επιπλέον, είναι σημαντικό η εθνική νομοθεσία που μεταφέρει την εν λόγω οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο και επιτρέπει τις προβλεπόμενες από αυτήν πράξεις αυτοματοποιημένης επεξεργασίας να καθορίζει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν τον καθορισμό των βάσεων δεδομένων καθώς και των χρησιμοποιούμενων κριτηρίων αναλύσεως, χωρίς να είναι δυνατή η χρήση, για τους σκοπούς της προηγούμενης αξιολόγησης, άλλων μεθόδων πλην των ρητώς προβλεπόμενων στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

181    Εξάλλου, από το άρθρο 6, παράγραφος 9, της οδηγίας PNR προκύπτει ότι οι συνέπειες της προηγούμενης αξιολόγησης, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, δεν θίγουν το δικαίωμα εισόδου των προσώπων που απολαύουν του ενωσιακού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους, το οποίο προβλέπεται από την οδηγία 2004/38, και ότι, επιπλέον, πρέπει να τηρείται και ο κανονισμός 562/2006. Επομένως, το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία PNR δεν επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να περιορίζουν το δικαίωμα αυτό πέραν των όσων προβλέπουν η οδηγία 2004/38 και ο κανονισμός 562/2006.

i)      Επί της αντιπαραβολής των δεδομένων PNR προς βάσεις δεδομένων

182    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, η ΜΣΕ «μπορεί», κατά τη διενέργεια της αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, να αντιπαραβάλει τα δεδομένα PNR με «βάσεις δεδομένων σχετικές» με τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, «συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων για πρόσωπα ή αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης και τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων».

183    Μολονότι από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, και ειδικότερα από τον όρο «συμπεριλαμβανομένων», προκύπτει ότι μεταξύ των «σχετικών βάσεων δεδομένων» στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή περιλαμβάνονται οι βάσεις δεδομένων που αφορούν πρόσωπα ή αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, εντούτοις η εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζει ποιες άλλες βάσεις δεδομένων θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν «σχετικές» με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή. Πράγματι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 217 των προτάσεών του, η εν λόγω διάταξη δεν διευκρινίζει ρητώς το είδος των δεδομένων που μπορούν να περιέχουν τέτοιες βάσεις και τη σχέση τους με τους σκοπούς αυτούς, ούτε ορίζει αν τα δεδομένα PNR πρέπει να αντιπαραβάλλονται αποκλειστικώς και μόνον προς βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται δημόσιες αρχές ή και προς βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται ιδιώτες.

184    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα δεδομένα PNR μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απλά κριτήρια αναζήτησης για την πραγματοποίηση αναλύσεων επί διαφόρων βάσεων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων που διαχειρίζονται και αξιοποιούν οι υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών των κρατών μελών στο πλαίσιο της επιδίωξης σκοπών άλλων από εκείνους της εν λόγω οδηγίας, και ότι οι αναλύσεις αυτές μπορούν να λάβουν τη μορφή εξόρυξης δεδομένων (data mining). Ωστόσο, η δυνατότητα διενέργειας τέτοιων αναλύσεων και αντιπαραβολής των δεδομένων PNR προς τέτοιες βάσεις δεδομένων θα μπορούσε να προκαλέσει στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών το αίσθημα ότι η ιδιωτική τους ζωή τίθεται υπό κάποιας μορφής παρακολούθηση. Επομένως, ενώ η προηγούμενη αξιολόγηση που προβλέπει η διάταξη αυτή εκκινεί από ένα σχετικώς περιορισμένο σύνολο δεδομένων το οποίο αποτελούν τα δεδομένα PNR, μια τέτοια ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθόσον θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσανάλογη χρήση των δεδομένων αυτών, η οποία θα παρείχε τα μέσα για την κατάρτιση του ακριβούς προφίλ των υποκειμένων των δεδομένων απλώς και μόνον επειδή τα πρόσωπα αυτά προτίθενται να ταξιδέψουν αεροπορικώς.

185    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 86 και 87 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

186    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 και 15 της οδηγίας PNR προκύπτει ότι η αυτοματοποιημένη επεξεργασία που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο μέτρο για τον σκοπό της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, διασφαλίζοντας συγχρόνως υψηλό επίπεδο προστασίας των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων.

187    Επιπλέον, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, η διατύπωση της διατάξεως αυτής, κατά την οποία η ΜΣΕ «μπορεί» να αντιπαραβάλει τα δεδομένα PNR προς τις βάσεις δεδομένων που αναφέρει η διάταξη αυτή, παρέχουν στη ΜΣΕ τη δυνατότητα να επιλέξει τρόπο επεξεργασίας που να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, αναλόγως της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης τηρήσεως των προϋποθέσεων σαφήνειας και ακρίβειας που απαιτούνται για τη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, η ΜΣΕ υποχρεούται να περιορίζει την αυτοματοποιημένη επεξεργασία που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR μόνο στις βάσεις δεδομένων που είναι δυνατόν να προσδιοριστούν βάσει της διατάξεως αυτής. Συναφώς, μολονότι η μνεία, στην τελευταία αυτή διάταξη, περί «σχετικών βάσεων δεδομένων» δεν επιδέχεται ερμηνεία που να διευκρινίζει, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, ποιες βάσεις δεδομένων αφορά η εν λόγω διάταξη, τούτο δεν ισχύει για την αναφορά περί «βάσεων δεδομένων για πρόσωπα ή αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης και τις διεθνείς και εθνικές διατάξεις που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων».

188    Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 219 των προτάσεών του, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, υπό το πρίσμα των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι εν λόγω τελευταίες βάσεις δεδομένων είναι οι μόνες βάσεις δεδομένων προς τις οποίες η ΜΣΕ μπορεί να αντιπαραβάλει τα δεδομένα PNR.

189    Όσον αφορά τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν αυτές οι βάσεις δεδομένων, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας PNR, η προηγούμενη αξιολόγηση βάσει των προκαθορισμένων κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς διακρίσεις, ενώ τα κριτήρια αυτά πρέπει, αφενός, να είναι στοχευμένα, αναλογικά και ειδικά και, αφετέρου, να καθορίζονται και να επανεξετάζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα από τις ΜΣΕ σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας. Μολονότι, παραπέμποντας στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας, η διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 4, αφορά αποκλειστικά την επεξεργασία δεδομένων PNR βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων, εντούτοις η τελευταία αυτή διάταξη, υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 21 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις που επιβάλλει πρέπει να εφαρμόζονται mutatis mutandis και για την αντιπαραβολή των δεδομένων αυτών προς τις βάσεις δεδομένων περί των οποίων έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι οι απαιτήσεις αυτές αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στις απαιτήσεις που έγιναν δεκτές για την αντιπαραβολή των δεδομένων PNR προς βάσεις δεδομένων στη νομολογία που απορρέει από τη γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017 (EU:C:2017:592, σκέψη 172).

190    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η απαίτηση ότι οι εν λόγω βάσεις δεδομένων δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι η εγγραφή στις βάσεις δεδομένων που αφορούν τα πρόσωπα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει καταχώριση πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις και καθορίζονται από τους εθνικούς, διεθνείς και ενωσιακούς κανόνες που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 78).

191    Επιπλέον, για να πληρούται η απαίτηση περί στοχευμένου, αναλογικού και ειδικού χαρακτήρα των προκαθορισμένων κριτηρίων, η αξιοποίηση των βάσεων δεδομένων περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 188 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να σχετίζεται με την καταπολέμηση τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

192    Εξάλλου, οι βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR πρέπει, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 183 και 184 της παρούσας αποφάσεως, να τελούν υπό τη διαχείριση των αρμοδίων αρχών του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας ή, όσον αφορά τις ενωσιακές και τις διεθνείς βάσεις δεδομένων, να αξιοποιούνται από τις αρχές αυτές στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς τους που αφορά την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Τέτοιες δε βάσεις δεδομένων είναι οι βάσεις δεδομένων που αφορούν τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που αναζητούνται ή για τα οποία υπάρχει σχετική καταχώριση, σύμφωνα με τους εθνικούς, διεθνείς και ενωσιακούς κανόνες που ισχύουν για τέτοιες βάσεις δεδομένων.

ii)    Επί της επεξεργασίας δεδομένων PNR βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων

193    Το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR προβλέπει ότι η ΜΣΕ μπορεί επίσης να επεξεργαστεί τα δεδομένα PNR βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων. Από το άρθρο 6 παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η προηγούμενη αξιολόγηση και, επομένως, η επεξεργασία δεδομένων PNR βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων αποσκοπεί, κατ’ ουσίαν, στην ταυτοποίηση των προσώπων που ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικό ή σοβαρό έγκλημα.

194    Όσον αφορά τα κριτήρια που μπορεί να χρησιμοποιήσει για τον σκοπό αυτό η ΜΣΕ, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, τα κριτήρια αυτά πρέπει να είναι «προκαθορισμένα». Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 228 των προτάσεών του, η απαίτηση αυτή αντιτίθεται στη χρήση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης στο πλαίσιο συστημάτων αυτόματης μάθησης (machine learning), τα οποία δύνανται να τροποποιήσουν, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και έλεγχο, τη διαδικασία αξιολόγησης και, ειδικότερα, τα κριτήρια αξιολόγησης στα οποία στηρίζεται το εξαγόμενο από την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας αποτέλεσμα, καθώς και τη στάθμιση των κριτηρίων αυτών.

195    Πρέπει να προστεθεί ότι η χρησιμοποίηση τέτοιων τεχνολογιών ενέχει τον κίνδυνο να στερήσει από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους την εξατομικευμένη επανεξέταση των θετικών αντιστοιχίσεων καθώς και τον επιβαλλόμενο από τις διατάξεις της οδηγίας PNR έλεγχο νομιμότητας. Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 228 των προτάσεών του, λαμβανομένης υπόψη της αδιαφάνειας που χαρακτηρίζει τη λειτουργία των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης, ενδέχεται να μην μπορεί να γίνει κατανοητός ο λόγος για τον οποίο ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα κατέληξε σε θετική αντιστοίχιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η χρήση τέτοιων τεχνολογιών ενδέχεται να στερήσει τα υποκείμενα των δεδομένων από το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και για το οποίο η οδηγία PNR, κατά την αιτιολογική σκέψη 28 αυτής, επιδιώκει να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας, ιδίως για την αμφισβήτηση των εξαγόμενων αποτελεσμάτων λόγω του ότι ενέχουν διακριτική μεταχείριση.

196    Εν συνεχεία, όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας PNR, η διάταξη αυτή ορίζει, στην πρώτη περίοδο αυτής, ότι η προηγούμενη αξιολόγηση βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων πραγματοποιείται κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, ενώ διευκρινίζει, στην τέταρτη περίοδο αυτής, ότι τα εν λόγω κριτήρια σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βασίζονται στη φυλετική ή εθνική καταγωγή, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην κατάσταση της υγείας, στη σεξουαλική ζωή ή στο σεξουαλικό προσανατολισμό ενός προσώπου.

197    Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιλέξουν, εν είδει προκαθορισμένων κριτηρίων, κριτήρια τα οποία στηρίζονται στα μνημονευόμενα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως χαρακτηριστικά και των οποίων η χρήση μπορεί να συνεπάγεται διακριτική μεταχείριση. Συναφώς, από τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 4, τέταρτη περίοδος, της οδηγίας PNR, κατά την οποία τα προκαθορισμένα κριτήρια δεν βασίζονται «ποτέ» στα χαρακτηριστικά αυτά, προκύπτει ότι η συγκεκριμένη διάταξη αναφέρεται τόσο στις άμεσες όσο και στις έμμεσες διακρίσεις. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη, υπό το πρίσμα του οποίου πρέπει να ερμηνευθεί η εν λόγω διάταξη, το οποίο απαγορεύει «κάθε» διάκριση λόγω των ανωτέρω χαρακτηριστικών. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα προκαθορισμένα κριτήρια πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπον ώστε, παρά την ουδέτερη διατύπωσή τους, η εφαρμογή τους να μην μπορεί να περιαγάγει σε ιδιαίτερη μειονεκτική θέση τα πρόσωπα που διαθέτουν τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά.

198    Όσον αφορά τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τον στοχευμένο, αναλογικό και ειδικό χαρακτήρα των προκαθορισμένων κριτηρίων, που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, δεύτερη φράση, της οδηγίας PNR, από αυτές προκύπτει ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της προηγούμενης αξιολόγησης πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπον ώστε να στοχεύουν, ειδικώς, τα άτομα για τα οποία μπορεί να υπάρχει εύλογη υπόνοια συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που αφορά η συγκεκριμένη οδηγία. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο τονίζει ότι η ταυτοποίηση γίνεται «επειδή» τα εν λόγω πρόσωπα «ενδέχεται» να εμπλέκονται σε ένα τρομοκρατικό ή σε ένα σοβαρό έγκλημα. Στο ίδιο πνεύμα, η αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι η θέσπιση και η εφαρμογή κριτηρίων αξιολόγησης πρέπει να περιορίζεται στην τρομοκρατικά και στα σοβαρά εγκλήματα «όπου η χρήση τέτοιων κριτηρίων έχει νόημα».

199    Για να στοχεύσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο στα πρόσωπα αυτά, και λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου διακριτικής μεταχείρισης που ενέχουν τα κριτήρια που στηρίζονται στα μνημονευόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 4, τέταρτη περίοδος, της οδηγίας PNR χαρακτηριστικά, η ΜΣΕ και οι αρμόδιες αρχές, κατ’ αρχήν, δεν μπορούν να στηρίζονται στα χαρακτηριστικά αυτά. Αντιθέτως, όπως επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, μπορούν μεταξύ άλλων να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις της συμπεριφοράς των προσώπων σε σχέση με την προετοιμασία και την πραγματοποίηση αεροπορικών ταξιδίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις και την κτηθείσα πείρα των αρμοδίων αρχών, θα μπορούσαν να υποδηλώνουν ότι τα πρόσωπα που συμπεριφέρονται με τον τρόπο αυτό ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα.

200    Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισήμανε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, τα προκαθορισμένα κριτήρια πρέπει να προσδιορίζονται κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται υπόψη τόσο τα «ενοχοποιητικά» όσο και τα «απαλλακτικά» στοιχεία, απαίτηση η οποία μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία των εν λόγω κριτηρίων και, ιδίως, να διασφαλίσει την αναλογικότητά τους, όπως επιβάλλει το άρθρο 6, παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας PNR.

201    Τέλος, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, τρίτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας, τα προκαθορισμένα κριτήρια πρέπει να επανεξετάζονται τακτικά. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης αυτής, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να επικαιροποιούνται αναλόγως της εξέλιξης των συνθηκών που δικαιολόγησαν την χρησιμοποίησή τους για τους σκοπούς της προηγούμενης αξιολόγησης, ώστε να καθίσταται, μεταξύ άλλων, δυνατή η παρακολούθηση των εξελίξεων στην καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων που μνημονεύονται στη σκέψη 157 της παρούσας αποφάσεως [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 82]. Ιδίως, η εν λόγω επανεξέταση πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πείρα που αποκτάται κατά την εφαρμογή των προκαθορισμένων κριτηρίων, προκειμένου να μειώνεται, στο μέτρο του δυνατού, το πλήθος των «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων και να διασφαλίζεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο απολύτως αναγκαίος χαρακτήρας της εφαρμογής των κριτηρίων αυτών.

iii) Επί των εγγυήσεων που περιβάλλουν την αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR

202    Η τήρηση των απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας PNR, η αυτοματοποιημένη επεξεργασία των δεδομένων PNR επιβάλλεται όχι μόνο κατά τον προσδιορισμό και την επανεξέταση των βάσεων δεδομένων καθώς και των προκαθορισμένων κριτηρίων που προβλέπει η διάταξη αυτή, αλλά, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 230 των προτάσεών του, και καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επεξεργασίας των δεδομένων αυτών.

203    Όσον αφορά ειδικότερα τα προκαθορισμένα κριτήρια, διευκρινίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η ΜΣΕ οφείλει μεν, όπως διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 7 της οδηγίας PNR, να καθορίζει τα κριτήρια αξιολόγησης κατά τρόπον ώστε το σύστημα που θεσπίζεται από την εν λόγω οδηγία να οδηγεί σε όσο το δυνατόν μικρότερο αριθμό εσφαλμένων ταυτοποιήσεων αθώων ατόμων, πλην όμως η ίδια αυτή μονάδα οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 5 και 6, της εν λόγω οδηγίας, να προβαίνει και σε εξατομικευμένη επανεξέταση κάθε θετικής αντιστοίχισης με μη αυτοματοποιημένα μέσα, προκειμένου να διαπιστώσει, στο μέτρο του δυνατού, την ύπαρξη τυχόν «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων. Επιπλέον, η ΜΣΕ, παρά το γεγονός ότι οφείλει να καθορίζει τα κριτήρια αξιολόγησης κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις, υποχρεούται να προβαίνει στην επανεξέταση αυτή ώστε να αποκλείσει τυχόν αποτελέσματα ενέχοντα διακριτική μεταχείριση. Η ΜΣΕ οφείλει να τηρεί την ίδια υποχρέωση επανεξέτασης και όσον αφορά την αντιπαραβολή των δεδομένων PNR προς τις βάσεις δεδομένων.

204    Επομένως, η ΜΣΕ οφείλει να μη διαβιβάζει τα αποτελέσματα της εν λόγω αυτοματοποιημένης επεξεργασίας στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της οδηγίας PNR όταν, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν στη σκέψη 198 της παρούσας αποφάσεως, δεν διαθέτει, κατόπιν της επανεξετάσεως αυτής, στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν, επαρκώς κατά νόμον, εύλογη υπόνοια συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα για τα πρόσωπα που ταυτοποιήθηκαν μέσω της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας ή όταν διαθέτει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η εν λόγω επεξεργασία οδηγεί σε αποτελέσματα που εισάγουν διακρίσεις.

205    Όσον αφορά τους ελέγχους στους οποίους οφείλει να προβαίνει για τον σκοπό αυτό η ΜΣΕ, από το άρθρο 6, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές σκέψεις 20 και 22 της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν σαφείς και ακριβείς κανόνες που να καθοδηγούν και να οριοθετούν την ανάλυση που διενεργούν οι αρμόδιοι για την εξατομικευμένη επανεξέταση υπάλληλοι, προκειμένου να διασφαλίζεται ο πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 21 του Χάρτη και, ιδίως, προκειμένου να εξασφαλίζεται συνεπής διοικητική πρακτική εκ μέρους της ΜΣΕ με τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

206    Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του αρκετά σημαντικού αριθμού «ψευδώς θετικών» αποτελεσμάτων, περί του οποίου έγινε λόγος στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν ότι η ΜΣΕ καθορίζει, κατά τρόπο σαφή και ακριβή, αντικειμενικά κριτήρια επανεξέτασης που παρέχουν στους υπαλλήλους της τη δυνατότητα να εξακριβώσουν, αφενός, αν και κατά πόσον μια θετική αντιστοίχιση (hit) αφορά πράγματι πρόσωπο το οποίο ενδέχεται να εμπλέκεται στα μνημονευόμενα στη σκέψη 157 της παρούσας αποφάσεως τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα και αν το εν λόγω πρόσωπο πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβληθεί σε λεπτομερέστερο έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και, αφετέρου, ότι οι προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή πράξεις αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και, ειδικότερα, τα προκαθορισμένα κριτήρια και οι χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων, δεν εισάγουν διακρίσεις.

207    Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε η ΜΣΕ να διατηρεί, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 5, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας αυτής, τεκμηρίωση για κάθε επεξεργασία των δεδομένων PNR που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της εξατομικευμένης επανεξέτασης με μη αυτοματοποιημένα μέσα, προς τον σκοπό ελέγχου της νομιμότητας της επεξεργασίας και αυτοελέγχου.

208    Επίσης, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, της οδηγίας PNR, οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να λαμβάνουν καμία απόφαση η οποία συνεπάγεται δυσμενείς έννομες συνέπειες εις βάρος ενός προσώπου ή το θίγει σημαντικά μόνον βάσει της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR, όπερ σημαίνει ότι, στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα της εξατομικευμένης επανεξέτασης που διενεργείται με μη αυτοματοποιημένα μέσα από τη ΜΣΕ και, ενδεχομένως, να αποφαίνονται ότι το αποτέλεσμα αυτό υπερισχύει έναντι του αποτελέσματος που προκύπτει από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Η δεύτερη περίοδος του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 6, διευκρινίζει ότι οι αποφάσεις αυτές δεν πρέπει να ενέχουν διακριτική μεταχείριση.

209    Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι τόσο η εν λόγω αυτοματοποιημένη επεξεργασία όσο και η εξατομικευμένη επανεξέταση διενεργούνται συννόμως, και ιδίως, κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.

210    Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο ενδιαφερόμενος, χωρίς να του παρέχεται κατ’ ανάγκην η δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να λάβει γνώση των προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης και των προγραμμάτων εφαρμογής των κριτηρίων αυτών, είναι ωστόσο σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία των εν λόγω κριτηρίων και προγραμμάτων, ούτως ώστε να μπορεί να αποφασίσει, έχοντας πλήρη επίγνωση, αν θα ασκήσει ή όχι το δικαίωμά του για δικαστική προσφυγή, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, προκειμένου να αμφισβητήσει, ενδεχομένως, τον σύννομο χαρακτήρα των εν λόγω κριτηρίων και, ιδίως, το ότι δεν εισάγουν διακρίσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Minister van Buitenlandse Zaken, C‑225/19 και C‑226/19, EU:C:2020:951, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τα κριτήρια επανεξέτασης που μνημονεύονται στη σκέψη 206 της παρούσας αποφάσεως.

211    Τέλος, στο πλαίσιο προσφυγής ασκούμενης δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως των αρμοδίων αρχών καθώς και ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος, πλην των περιπτώσεων απειλής για την ασφάλεια του κράτους, πρέπει να μπορούν να λάβουν γνώση του συνόλου των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων στηρίχθηκε η επίμαχη απόφαση (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, ZZ, C‑300/11, EU:C:2013:363, σκέψεις 54 έως 59), συμπεριλαμβανομένων των προκαθορισμένων κριτηρίων αξιολόγησης και της λειτουργίας των προγραμμάτων εφαρμογής των κριτηρίων αυτών.

212    Εξάλλου, βάσει, αντιστοίχως, του άρθρου 6, παράγραφος 7, και του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων και η εθνική εποπτική αρχή οφείλουν να διασφαλίζουν τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας που διενεργεί η ΜΣΕ στο πλαίσιο της προηγούμενης αξιολόγησης, έλεγχος ο οποίος αφορά, μεταξύ άλλων, και το αν εν λόγω πράξεις επεξεργασίας ενέχουν διακρίσεις. Μολονότι η πρώτη εκ των διατάξεων αυτών διευκρινίζει, προς τον σκοπό αυτό, ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που επεξεργάζεται η ΜΣΕ, εντούτοις η εν λόγω πρόσβαση πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτείνεται και στα προκαθορισμένα κριτήρια και στις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιεί η μονάδα αυτή, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και το υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων που οφείλει να εξασφαλίζει ο εν λόγω υπεύθυνος σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 37 της οδηγίας αυτής. Ομοίως, οι έρευνες, οι επιθεωρήσεις και οι έλεγχοι που διενεργεί η εθνική εποπτική αρχή δυνάμει της δεύτερης εκ των ως άνω διατάξεων μπορούν επίσης να αφορούν τα εν λόγω προκαθορισμένα κριτήρια και τις βάσεις δεδομένων.

213    Εκ του συνόλου των προεκτεθέντων προκύπτει ότι οι διατάξεις της οδηγίας PNR που διέπουν την προηγούμενη αξιολόγηση των δεδομένων PNR, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, επιδέχονται ερμηνεία σύμφωνη με τα άρθρα 7, 8 και 21 του Χάρτη, χωρίς να βαίνουν πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

6)      Επί της μεταγενέστερης κοινοποίησης και αξιολόγησης των δεδομένων PNR

214    Βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, τα δεδομένα PNR μπορούν, επίσης, κατόπιν αιτήματος των αρμοδίων αρχών, να κοινοποιούνται στις αρχές αυτές και να αξιολογούνται μετά την προγραμματισμένη άφιξη στο κράτος μέλος ή την προγραμματισμένη αναχώρηση από αυτό.

215    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια κοινοποίηση και αξιολόγηση, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η ΜΣΕ μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR προκειμένου να απαντά «κατά περίπτωση» σε «δεόντως αιτιολογημένη αίτηση που βασίζεται σε επαρκείς λόγους» υποβαλλόμενη από τις αρμόδιες αρχές, με την οποία ζητείται η κοινοποίηση και η επεξεργασία των δεδομένων αυτών «σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προς το σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων». Επιπλέον, σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται περισσότερο από έξι μήνες μετά τη διαβίβαση των δεδομένων PNR στη ΜΣΕ, χρονική περίοδο μετά την πάροδο της οποίας όλα τα δεδομένα PNR ανωνυμοποιούνται μέσω καλύψεως ορισμένων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι η κοινοποίηση των πλήρων δεδομένων PNR, ήτοι μιας μη ανωνυμοποιημένης εκδοχής των δεδομένων αυτών, επιτρέπεται μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, να εκτιμάται εύλογα ότι η κοινοποίηση είναι αναγκαία για τους σκοπούς του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, και αφετέρου, η κοινοποίηση να έχει εγκριθεί από δικαστική αρχή ή από άλλη εθνική αρχή αρμόδια κατά το εθνικό δίκαιο.

216    Συναφώς, κατ’ αρχάς, από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR προκύπτει ότι η ΜΣΕ δεν δύναται να προβαίνει συστηματικά σε μεταγενέστερη κοινοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, αλλά δύναται μόνον να απαντά «κατά περίπτωση» σε αιτήσεις που αφορούν τέτοιες πράξεις επεξεργασίας «σε συγκεκριμένες περιπτώσεις». Πάντως, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη κάνει λόγο για «συγκεκριμένες περιπτώσεις», οι πράξεις επεξεργασίας αυτές δεν είναι αναγκαίο να περιορίζονται στα δεδομένα PNR ενός μόνον επιβάτη αεροπορικών μεταφορών, αλλά μπορούν, όπως επισήμανε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου, να αφορούν και περισσότερα του ενός πρόσωπα, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά βάσει των οποίων να μπορεί να θεωρηθεί ότι συναποτελούν μια «συγκεκριμένη περίπτωση» για τους σκοπούς της ζητούμενης κοινοποίησης και αξιολόγησης.

217    Εν συνεχεία, όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταγενέστερη κοινοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων PNR των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, μολονότι στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, χρησιμοποιούνται, αντιστοίχως, οι όροι «επαρκείς λόγοι» και «εκτιμάται εύλογα» χωρίς να διευκρινίζεται ρητώς το περιεχόμενο των όρων αυτών, εντούτοις από την ίδια τη διατύπωση της πρώτης εκ των διατάξεων αυτών, η οποία παραπέμπει στους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, προκύπτει ότι η μεταγενέστερη κοινοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων PNR μπορεί να πραγματοποιείται μόνο με σκοπό να εξακριβωθεί η ύπαρξη ενδείξεων περί ενδεχόμενης εμπλοκής των υποκειμένων των δεδομένων σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 157 της παρούσας αποφάσεως, συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

218    Ωστόσο, στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR, η κοινοποίηση και η επεξεργασία δεδομένων PNR κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής αφορά δεδομένα προσώπων τα οποία έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης αξιολόγησης πριν από την προγραμματισμένη άφιξή τους στο οικείο κράτος μέλος ή την προγραμματισμένη αναχώρησή τους από αυτό. Επιπλέον, μια αίτηση μεταγενέστερης αξιολόγησης μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα PNR δεν διαβιβάστηκαν στις αρμόδιες αρχές κατόπιν της προηγούμενης αξιολόγησης, για τον λόγο ότι δεν προέκυψαν εξ αυτής στοιχεία βάσει των οποίων να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να εμπλέκονται σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινοποίηση και επεξεργασία των δεδομένων αυτών με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγησή τους πρέπει να στηρίζεται σε νέες περιστάσεις που δικαιολογούν τη χρήση αυτή [πρβλ. γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 200 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

219    Όσον αφορά το είδος των περιστάσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν την κοινοποίηση και επεξεργασία των δεδομένων PNR με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγησή τους, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο μέτρο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γενική πρόσβαση σε όλα τα διατηρούμενα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν αυτά συνδέονται, τουλάχιστον έμμεσα, με τον επιδιωκόμενο σκοπό, περιορίζεται στον απολύτως αναγκαίο βαθμό, η οικεία ρύθμιση, είτε πρόκειται για την ενωσιακή είτε για την εθνική ρύθμιση που αποσκοπεί στη μεταφορά αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα. Συναφώς, τέτοια πρόσβαση μπορεί, κατ’ αρχήν, να παρασχεθεί, προς τον σκοπό της καταπολέμησης του εγκλήματος, μόνο στα δεδομένα προσώπων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδιάζουν, προτίθενται να διαπράξουν ή έχουν διαπράξει σοβαρή παράβαση ή ακόμη ότι εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια παράβαση. Εντούτοις, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, όπως εκείνες στις οποίες ζωτικά συμφέροντα της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας απειλούνται από πράξεις τρομοκρατίας, θα μπορούσε επίσης να παρασχεθεί πρόσβαση στα δεδομένα άλλων προσώπων, εφόσον υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι τα εν λόγω δεδομένα θα μπορούσαν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση τέτοιων πράξεων [αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 105].

220    Επομένως, οι όροι «επαρκείς λόγοι» και «εκτιμάται εύλογα», αντιστοίχως, στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αναφέρονται σε αντικειμενικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν εύλογη υπόνοια εμπλοκής, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, του υποκειμένου των δεδομένων σε σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών, ενώ για τα τρομοκρατικά εγκλήματα που παρουσιάζουν τέτοια σύνδεση, η απαίτηση αυτή πληρούται εφόσον υφίστανται αντικειμενικά στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι τα δεδομένα PNR θα μπορούσαν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, να συμβάλουν αποφασιστικά στην καταπολέμηση τέτοιων πράξεων.

221    Τέλος, όσον αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται η κοινοποίηση και επεξεργασία δεδομένων PNR με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγησή τους, το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR απαιτεί, στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση υποβάλλεται περισσότερο από έξι μήνες μετά τη διαβίβαση των δεδομένων στη ΜΣΕ, δηλαδή αφού τα εν λόγω δεδομένα έχουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, ανωνυμοποιηθεί μέσω καλύψεως των στοιχείων που μνημονεύονται στην εν λόγω παράγραφο 2, η κοινοποίηση των πλήρων δεδομένων PNR, ήτοι μιας μη ανωνυμοποιημένης εκδοχής των δεδομένων αυτών, να έχει εγκριθεί από δικαστική αρχή ή από άλλη εθνική αρχή αρμόδια κατά το εθνικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στις αρχές αυτές να εξετάζουν συνολικά το βάσιμο της αιτήσεως και, μεταξύ άλλων, να εξακριβώνουν αν τα στοιχεία που προσκομίζονται προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως είναι τέτοια ώστε να πληρούται η ουσιαστική προϋπόθεση περί «εύλογης εκτίμησης» όπως αυτή εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

222    Είναι αληθές ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση μεταγενέστερης γνωστοποίησης και αξιολόγησης των δεδομένων PNR υποβάλλεται πριν από την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών, το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR δεν προβλέπει ρητώς τέτοια διαδικαστική προϋπόθεση. Εντούτοις, για την ερμηνεία της τελευταίας αυτής διατάξεως πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας αυτής, από την οποία προκύπτει ότι, προβλέποντας την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε «να διασφαλισθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων» όσον αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα PNR υπό μορφή που καθιστά δυνατή την άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων. Όμως, οποιαδήποτε αίτηση μεταγενέστερης κοινοποίησης και αξιολόγησης συνεπάγεται τέτοια πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, ανεξαρτήτως του αν η αίτηση αυτή υποβάλλεται πριν από την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR στη ΜΣΕ ή μετά την πάροδο της περιόδου αυτής.

223    Ειδικότερα, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη ο πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR και, ιδίως, η τήρηση των προϋποθέσεων περί των οποίων έγινε λόγος στις σκέψεις 218 και 219 της παρούσας αποφάσεως, είναι ουσιώδους σημασίας η κοινοποίηση των δεδομένων PNR με σκοπό τη μεταγενέστερη αξιολόγηση να εξαρτάται, κατ’ αρχήν, εκτός αν συντρέχει δεόντως αιτιολογημένη επείγουσα περίπτωση, από προηγούμενο ελέγχο διενεργούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η δε απόφαση του δικαστηρίου αυτού ή της αρχής αυτής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμοδίων αρχών, υποβαλλόμενης, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών πρόληψης, ανίχνευσης και ποινικής δίωξης. Σε περίπτωση δεόντως αιτιολογημένης επείγουσας περίπτωσης, ο εν λόγω έλεγχος πρέπει να διενεργείται σε σύντομο χρόνο [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 202 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 110].

224    Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαίτηση προηγούμενου ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, για τις αιτήσεις κοινοποίησης δεδομένων PNR που υποβάλλονται μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων αυτών στη ΜΣΕ, πρέπει να ισχύει, mutatis mutandis, και στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση κοινοποίησης υποβάλλεται πριν από την πάροδο της περιόδου αυτής.

225    Εξάλλου, μολονότι το άρθρο 12 παράγραφος 3, στοιχείο β ʹ, της οδηγίας PNR δεν διευκρινίζει ρητώς τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η αρχή που είναι επιφορτισμένη με τη διενέργεια του προηγούμενου ελέγχου, εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, την οποία συνεπάγεται η πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο, η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει όλες τις αρμοδιότητες και να παρέχει όλες τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να διασφαλίζεται ο συγκερασμός των επίμαχων συμφερόντων και δικαιωμάτων. Όσον αφορά ειδικότερα την ποινική έρευνα, ο έλεγχος αυτός απαιτεί η εν λόγω αρχή να είναι σε θέση να διασφαλίσει δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, των έννομων συμφερόντων που συνδέονται με τις ανάγκες της διερεύνησης αξιόποινων πράξεων στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος και, αφετέρου, των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα αφορά η πρόσβαση (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

226    Προς τούτο, μια τέτοια αρχή πρέπει να απολαύει καθεστώτος που να της επιτρέπει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων της κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και πρέπει, για τον σκοπό αυτό, να μην υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή. Η εν λόγω απαίτηση περί ανεξαρτησίας επιβάλλει να έχει η αρχή αυτή την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με τον αιτούντα την πρόσβαση στα δεδομένα, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο αυτόν χωρίς καμία εξωτερική επιρροή. Ειδικότερα, στον ποινικό τομέα, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι η εν λόγω αρχή πρέπει, αφενός, να μην εμπλέκεται στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας και, αφετέρου, να έχει ουδέτερη θέση έναντι των μετεχόντων στην ποινική δίκη (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 108, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

227    Συνεπώς, οι διατάξεις της οδηγίας PNR που διέπουν τη μεταγενέστερη κοινοποίηση και αξιολόγηση των δεδομένων PNR, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, ερμηνευόμενες κατά τρόπο σύμφωνο με τα άρθρα 7 και 8, καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν βαίνουν πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου.

228    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, δεδομένου ότι με την ερμηνεία της οδηγίας PNR υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 21 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, διασφαλίζεται ότι η οδηγία αυτή συνάδει με τα εν λόγω άρθρα του Χάρτη, από την εξέταση του δευτέρου έως τετάρτου και έκτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της εν λόγω οδηγίας.

Γ.      Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

229    Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6 της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία των συλλεγόμενων σύμφωνα με την οδηγία αυτή δεδομένων PNR για την παρακολούθηση δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας.

230    Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται ειδικότερα στις δραστηριότητες της Sûreté de l’État (Υπηρεσίας κρατικής ασφαλείας, Βέλγιο) και της Service général du renseignement et de la sécurité (Γενικής υπηρεσίας πληροφοριών και ασφαλείας, Βέλγιο), στο πλαίσιο των καθηκόντων τους που αφορούν την προστασία της εθνικής ασφάλειας.

231    Συναφώς, προκειμένου να τηρούνται οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει σαφείς και ακριβείς κανόνες που διέπουν τους σκοπούς των μέτρων που προβλέπει η οδηγία PNR και τα οποία συνεπάγονται επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

232    Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR ορίζει ρητώς ότι τα δεδομένα PNR που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία «μόνο για τον σκοπό της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) [της εν λόγω οδηγίας]». Η τελευταία αυτή διάταξη επιβεβαιώνει την αρχή που διατυπώνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αναφερόμενη συστηματικά στις έννοιες του «τρομοκρατικού εγκλήματος» και του «σοβαρού εγκλήματος».

233    Επομένως, από το γράμμα των εν λόγω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι η απαρίθμηση, στις διατάξεις αυτές, των σκοπών που επιδιώκονται με την επεξεργασία των δεδομένων PNR δυνάμει της οδηγίας PNR έχει εξαντλητικό χαρακτήρα.

234    Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, μεταξύ άλλων, από την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας PNR, κατά την οποία η επεξεργασία δεδομένων PNR πρέπει να είναι ανάλογη προς τους «ειδικούς σκοπούς ασφάλειας» που επιδιώκει η οδηγία αυτή, καθώς και από το άρθρο 7, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο τα δεδομένα PNR και τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των δεδομένων αυτών που λαμβάνονται από τη ΜΣΕ μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταγενέστερης επεξεργασίας «μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή της δίωξης τρομοκρατικών ή σοβαρών εγκλημάτων».

235    Εξάλλου, ο εξαντλητικός χαρακτήρας των σκοπών που μνημονεύονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR συνεπάγεται επίσης ότι τα δεδομένα PNR δεν μπορούν να διατηρούνται σε μία ενιαία βάση δεδομένων στην οποία μπορεί να γίνει αναζήτηση για την επιδίωξη τόσο των σκοπών αυτών όσο και άλλων σκοπών. Συγκεκριμένα, η διατήρηση των δεδομένων αυτών σε τέτοια βάση δεδομένων ενέχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα εν λόγω δεδομένα για σκοπούς άλλους από τους προβλεπόμενους στο εν λόγω άρθρο 1, παράγραφος 2.

236    Στην προκειμένη περίπτωση, στο μέτρο που, κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία δέχεται ως σκοπό της επεξεργασίας των δεδομένων PNR την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων για τις οποίες είναι αρμόδιες οι υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, ενσωματώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον σκοπό αυτό στην πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, η νομοθεσία αυτή ενδέχεται να παραβιάζει τον εξαντλητικό χαρακτήρα της απαρίθμησης των σκοπών που επιδιώκονται με την επεξεργασία των δεδομένων PNR δυνάμει της οδηγίας PNR, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

237    Ως εκ τούτου, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6 της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8, καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων PNR που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή για σκοπούς άλλους από εκείνους που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

Δ.      Επί του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

238    Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αρχή που έχει συσταθεί ως ΜΣΕ είναι επίσης και η αρμόδια εθνική αρχή που έχει την εξουσία να εγκρίνει την κοινοποίηση των δεδομένων PNR μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στη ΜΣΕ.

239    Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η Βελγική Κυβέρνηση διατηρεί αμφιβολίες ως προς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα, όπως αυτό διατυπώνεται από το αιτούν δικαστήριο, για τον λόγο ότι μόνο το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις εθνικές διατάξεις και, ειδικότερα, να εκτιμήσει τις απαιτήσεις που επιβάλλει ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016 υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR.

240    Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, με το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, μολονότι, στο πλαίσιο διαδικασίας που κινείται δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ερμηνεία των εθνικών διατάξεων επαφίεται στα εθνικά δικαστήρια και όχι στο Δικαστήριο, και μολονότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί του συμβατού χαρακτήρα των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία άπτονται του δικαίου της Ένωσης και τα οποία παρέχουν στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το συμβατό των κανόνων του εθνικού δικαίου με τη ρύθμιση της Ένωσης (απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, CTT – Correios de Portugal, C‑661/18, EU:C:2020:335, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα.

241    Επί της ουσίας του ερωτήματος, επισημαίνεται ότι το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR, το οποίο μνημονεύει, αντιστοίχως, στις περιπτώσεις i και ii αυτού, τους όρους «δικαστική αρχή» και «άλλη εθνική αρχή αρμόδια δυνάμει του εθνικού δικαίου να ελέγχει την τήρηση των όρων κοινολόγησης πληροφοριών», αντιμετωπίζει ως ισότιμες τις δύο αυτές αρχές, όπως προκύπτει από τη χρήση του συνδέσμου «ή» μεταξύ των εν λόγω περιπτώσεων i και ii. Συνεπώς, από την εν λόγω διατύπωση προκύπτει ότι η «άλλη» αρμόδια εθνική αρχή αποτελεί εναλλακτικό της δικαστικής αρχής όργανο και επιβάλλεται, ως εκ τούτου, να έχει αντίστοιχο βαθμό ανεξαρτησίας και αμεροληψίας με τη δικαστική αρχή.

242    Η ανάλυση αυτή ενισχύεται από τον διαλαμβανόμενο στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας PNR σκοπό της οδηγίας αυτής ο οποίος έγκειται στη διασφάλιση του υψηλότερου επιπέδου προστασίας δεδομένων όσον αφορά την πρόσβαση στα πλήρη δεδομένα PNR τα οποία καθιστού δυνατή την άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων. Η ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζει άλλωστε ότι μια τέτοια πρόσβαση πρέπει να επιτρέπεται μόνον υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR στη ΜΣΕ.

243    Η ως άνω ανάλυση επιρρωννύεται επίσης από το ιστορικό θεσπίσεως της οδηγίας PNR. Συγκεκριμένα, ενώ η μνημονευόμενη στη σκέψη 155 της παρούσας αποφάσεως πρόταση οδηγίας, η οποία οδήγησε στη θέσπιση της οδηγίας PNR, περιοριζόταν στην πρόβλεψη ότι «[η] πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων PNR εγκρίνεται μόνον από τον προϊστάμενο της μονάδας στοιχείων επιβατών», το κείμενο του άρθρου 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής που υιοθέτησε τελικώς ο νομοθέτης της Ένωσης ορίζει, υπό όρους ισοτιμίας, τη δικαστική αρχή και μια «άλλη εθνική αρχή» ως αρμόδιες να εξακριβώνουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κοινοποίηση των πλήρων δεδομένων PNR και να εγκρίνουν την κοινοποίηση αυτή.

244    Επιπλέον και κυρίως, σύμφωνα με την πάγια νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 223, 225 και 226 της παρούσας αποφάσεως, είναι ουσιώδους σημασίας η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα PNR να εξαρτάται από προηγούμενο ελέγχο διενεργούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή, η δε απόφαση του δικαστηρίου αυτού ή της αρχής αυτής να εκδίδεται κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως των αρμοδίων αρχών, υποβαλλόμενης, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασιών πρόληψης, ανίχνευσης και ποινικής δίωξης. Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας την οποία πρέπει να πληροί η οντότητα που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση του προηγούμενου ελέγχου επιβάλλει η οντότητα αυτή να έχει την ιδιότητα τρίτου έναντι της αρχής που ζητεί την πρόσβαση στα δεδομένα, ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχο αυτόν κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή. Ειδικότερα, στον ποινικό τομέα, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι η αρχή που είναι επιφορτισμένη με αυτόν τον προηγούμενο έλεγχο πρέπει, αφενός, να μην εμπλέκεται στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης ποινικής έρευνας και, αφετέρου, να έχει ουδέτερη θέση έναντι των μετεχόντων στην ποινική διαδικασία.

245    Όμως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 271 των προτάσεών του, το άρθρο 4 της οδηγίας PNR προβλέπει, στις παραγράφους 1 και 3, ότι η ΜΣΕ που συστήνεται ή ορίζεται σε κάθε κράτος μέλος είναι η αρμόδια αρχή για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, και ότι τα μέλη του προσωπικού της μπορούν να είναι αποσπασμένοι υπάλληλοι από τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής, οπότε η ΜΣΕ φαίνεται ότι συνδέεται κατ’ ανάγκην με τις αρχές αυτές. Η ΜΣΕ μπορεί επίσης, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, να διενεργεί πράξεις επεξεργασίας δεδομένων PNR, των οποίων τα αποτελέσματα γνωστοποιεί στις εν λόγω αρχές. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ΜΣΕ έχει την ιδιότητα τρίτου σε σχέση με αυτές αρχές και ότι, συνεπώς, διαθέτει όλα τα εχέγγυα ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που απαιτούνται για να μπορεί να ασκεί τον μνημονευόμενο στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως προηγούμενο έλεγχο και να εξακριβώνει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την κοινοποίηση των πλήρων δεδομένων PNR, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.

246    Εξάλλου, το γεγονός ότι η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει, στην περίπτωση ii αυτής, ήτοι σε περίπτωση που η κοινοποίηση των πλήρων δεδομένων PNR εγκρίνεται από «άλλη αρμόδια εθνική αρχή», τον όρο ότι ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της ΜΣΕ «θα ενημερωθεί για την έγκριση, την οποία και ελέγχει εκ των υστέρων», ενώ τούτο δεν ισχύει όταν η κοινοποίηση εγκρίνεται από τη δικαστική αρχή, δεν μπορεί να μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ένας μεταγενέστερος έλεγχος, όπως ο διενεργούμενος από τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων, δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη του σκοπού του προηγούμενου ελέγχου, ο οποίος συνίσταται στο να εμποδίζεται η παροχή πρόσβασης στα επίμαχα δεδομένα πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 110, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

247    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας PNR έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αρχή που έχει συσταθεί ως ΜΣΕ είναι επίσης και η αρμόδια εθνική αρχή η οποία έχει την εξουσία να εγκρίνει την κοινοποίηση των δεδομένων PNR μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στη ΜΣΕ.

Ε.      Επί του ογδόου προδικαστικού ερωτήματος

248    Με το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12 της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει γενική πενταετή διάρκεια διατήρησης των δεδομένων PNR, χωρίς να διακρίνει ανάλογα με το αν οι οικείοι επιβάτες είναι ή όχι επικίνδυνοι για τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα.

249    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 4, της εν λόγω οδηγίας, η ΜΣΕ του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το σημείο άφιξης ή αναχώρησης της οικείας πτήσης διατηρεί τα δεδομένα PNR που παρέχονται από τους αερομεταφορείς σε βάση δεδομένων για χρονική περίοδο πέντε ετών από τη διαβίβασή τους στην εν λόγω μονάδα και διαγράφει μονίμως τα δεδομένα αυτά μετά το πέρας της εν λόγω πενταετούς περιόδου.

250    Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας PNR, η περίοδος διατήρησης των δεδομένων PNR «θα πρέπει να είναι η αναγκαία και ανάλογη προς τους σκοπούς της πρόληψης, ανίχνευσης, διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων».

251    Κατά συνέπεια, η διατήρηση των δεδομένων PNR κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR δεν μπορεί να δικαιολογηθεί αν δεν υφίσταται αντικειμενική σχέση της διατήρησης αυτής με τους σκοπούς που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, ήτοι την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

252    Συναφώς, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας PNR, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της αρχικής εξάμηνης περιόδου διατήρησης, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, και, αφετέρου, της μεταγενέστερης περιόδου, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

253    Για την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR πρέπει να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού, οι οποίες διέπουν το καθεστώς διατήρησης και πρόσβασης στα δεδομένα PNR που διατηρούνται μετά την πάροδο της αρχικής εξάμηνης περιόδου διατήρησης. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας αυτής, οι συγκεκριμένες διατάξεις, αφενός, απηχούν τον σκοπό «να διατηρούνται τα δεδομένα PNR για αρκετό χρονικό διάστημα, ώστε να μπορούν να αναλυθούν και να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ερευνών», πράξεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν ήδη πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου διατήρησης. Αφετέρου, επιδιώκουν, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη 25, να «αποφευχθεί [οποιαδήποτε] δυσανάλογη χρήση», με την κάλυψη των δεδομένων αυτών, και να «διασφαλισθεί το υψηλότερο επίπεδο προστασίας δεδομένων», επιτρέποντας την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά υπό μορφή που καθιστά δυνατή την άμεση ταυτοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων «μόνον υπό πολύ αυστηρούς και περιοριστικούς όρους μετά την πάροδο της αρχικής αυτής περιόδου», λαμβανομένου, επομένως, υπόψη ότι όσο περισσότερο διαρκεί η διατήρηση των δεδομένων PNR, τόσο σοβαρότερη είναι η επέμβαση που αυτή συνεπάγεται.

254    Η διάκριση μεταξύ της αρχικής εξάμηνης περιόδου διατήρησης, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR, και της μεταγενέστερης περιόδου, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, ισχύει και για την επιβεβλημένη τήρηση της απαιτήσεως περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 251 της παρούσας αποφάσεως.

255    Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας PNR και των αναγκών διερεύνησης και δίωξης τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διατήρηση, κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου, των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που υπόκεινται στο σύστημα που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, ακόμη και χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη εμπλοκής τους σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, δεν φαίνεται να υπερβαίνει, κατ’ αρχήν, τα όρια του απολύτως αναγκαίου, στον βαθμό που καθιστά δυνατή τη διενέργεια των αναγκαίων αναζητήσεων για την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν έχει υπάρξει υπόνοια συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα.

256    Αντιθέτως, όσον αφορά τη μεταγενέστερη περίοδο, που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας PNR, η διατήρηση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών αεροπορικών μεταφορών που υπόκεινται στο σύστημα της εν λόγω οδηγίας, πέραν του ότι ενέχει, λόγω της σημαντικής ποσότητας δεδομένων που μπορούν να διατηρούνται σε διαρκή βάση, εγγενείς κινδύνους δυσανάλογης χρήσης και κατάχρησης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 119), προσκρούει και στην απαίτηση που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 25 της εν λόγω οδηγίας, κατά την οποία τα δεδομένα αυτά πρέπει να διατηρούνται μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο και ανάλογο προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να εξασφαλίσει το υψηλότερο επίπεδο προστασίας των δεδομένων PNR που καθιστούν δυνατή την άμεση ταυτοποίηση των υποκειμένων των δεδομένων.

257    Συγκεκριμένα, για τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά την εξάμηνη περίοδο του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με το αεροπορικό ταξίδι που πραγματοποίησαν οι εν λόγω επιβάτες, δεν υφίσταται, υπό τις συνθήκες αυτές, ουδεμία σχέση, έστω και έμμεση, μεταξύ των δεδομένων PNR των επιβατών αυτών και του σκοπού που επιδιώκεται με την εν λόγω οδηγία, η οποία θα δικαιολογούσε τη διατήρηση των δεδομένων αυτών [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψεις 204 και 205].

258    Επομένως, η διαρκής αποθήκευση των δεδομένων PNR του συνόλου των επιβατών μετά την αρχική εξάμηνη περίοδο δεν περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 206].

259    Εφόσον, όμως, διαπιστώνονται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αντικειμενικά στοιχεία, όπως τα δεδομένα PNR των επιβατών για τους οποίους προέκυψε επιβεβαιωμένη θετική αντιστοίχιση, βάσει των οποίων είναι δυνατόν να συναχθεί ότι ορισμένοι επιβάτες αεροπορικών μεταφορών θα μπορούσαν να εμπλέκονται σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, η αποθήκευση των δεδομένων PNR αυτών των επιβατών δύναται να επιτραπεί και πέραν της εν λόγω αρχικής περιόδου [βλ., κατ’ αναλογία, γνωμοδότηση 1/15 (Συμφωνία PNR ΕΕ-Καναδά), της 26ης Ιουλίου 2017, EU:C:2017:592, σκέψη 207 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

260    Συγκεκριμένα, η διαπίστωση τέτοιων αντικειμενικών στοιχείων είναι ικανή να θεμελιώσει την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της διατήρησης και των σκοπούς που επιδιώκονται από τις πράξεις επεξεργασίας δυνάμει της οδηγίας PNR, ούτως ώστε να δικαιολογείται η διατήρηση των δεδομένων PNR των επιβατών αυτών για το ανώτατο επιτρεπόμενο, από την εν λόγω οδηγία, χρονικό διάστημα, ήτοι επί πέντε έτη.

261    Στην προκειμένη περίπτωση, στο μέτρο που η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία προβλέπει γενική πενταετή διάρκεια διατήρησης των δεδομένων PNR, η οποία ισχύει χωρίς διάκριση για όλους τους επιβάτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα, η νομοθεσία αυτή ενδέχεται να παραβιάζει το άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, εκτός εάν μπορεί να τύχει σύμφωνης με τις διατάξεις αυτές ερμηνείας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

262    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο όγδοο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει γενική πενταετή διάρκεια διατήρησης των δεδομένων PNR, ισχύουσα χωρίς διάκριση για όλους τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας PNR, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

ΣΤ.    Επί του ενάτου προδικαστικού ερωτήματος, υπό στοιχείο αʹ

263    Με το ένατο προδικαστικό ερώτημα, υπό στοιχείο αʹ, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, σχετικά με το κύρος της οδηγίας API υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη, εκκινώντας από την παραδοχή ότι οι υποχρεώσεις που θεσπίζει η οδηγία αυτή εφαρμόζονται στις πτήσεις εντός ΕΕ.

264    Ωστόσο, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 277 των προτάσεών του και όπως υποστήριξαν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και πολλές Κυβερνήσεις, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.

265    Συγκεκριμένα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας API προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεσπίσουν την υποχρέωση των μεταφορέων να διαβιβάζουν, κατόπιν σχετικής αιτήσεως των αρχών που είναι αρμόδιες για την άσκηση των ελέγχων των προσώπων στα εξωτερικά σύνορα, πριν από το τέλος του ελέγχου εισιτηρίων, πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους επιβάτες που θα μεταφέρουν σε εγκεκριμένο σημείο διάβασης των συνόρων από το οποίο τα εν λόγω πρόσωπα θα εισέλθουν στο έδαφος κράτους μέλους. Τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, στις αρχές που είναι αρμόδιες για τη διενέργεια του ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα διά των οποίων ο επιβάτης θα εισέλθει στο έδαφος αυτό, και υποβάλλονται σε επεξεργασία υπό τους όρους που προβλέπονται στην τελευταία αυτή διάταξη.

266    Από τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του άρθρου 2, στοιχεία αʹ, βʹ και δʹ, της οδηγίας API, στο οποίο ορίζονται οι έννοιες του «μεταφορέα», των «εξωτερικών συνόρων» και του «σημείου διάβασης των συνόρων», προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αυτή επιβάλλει στους αερομεταφορείς την υποχρέωση να διαβιβάζουν τα δεδομένα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, μόνο στις περιπτώσεις πτήσεων που μεταφέρουν επιβάτες σε εγκεκριμένο σημείο διάβασης των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών με τρίτα κράτη, προβλέπει δε την επεξεργασία μόνον των δεδομένων που αφορούν αυτές τις πτήσεις.

267    Αντιθέτως, η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση σχετικά με τα δεδομένα των επιβατών που ταξιδεύουν με πτήσεις οι οποίες διέρχονται μόνον εσωτερικά σύνορα μεταξύ των κρατών μελών.

268    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η οδηγία PNR, με το να συμπεριλάβει μεταξύ των δεδομένων PNR, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 και από το άρθρο 8, παράγραφος 2, αυτής, τα δεδομένα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας API, τα οποία συλλέγονται και διατηρούνται από ορισμένους αερομεταφορείς σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή οδηγία, και με το να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εφαρμόζουν την οδηγία PNR, βάσει του άρθρου 2 αυτής, και σε όσες πτήσεις εντός ΕΕ τα ίδια ορίζουν, δεν τροποποίησε ούτε το περιεχόμενο των διατάξεων της οδηγίας API ούτε τους περιορισμούς που απορρέουν εκ της οδηγίας αυτής.

269    Κατόπιν των ανωτέρω, στο ένατο προδικαστικό ερώτημα, υπό στοιχείο αʹ, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία API δεν εφαρμόζεται στις πτήσεις εντός ΕΕ.

Ζ.      Επί του ενάτου προδικαστικού ερωτήματος, υπό στοιχείο βʹ

270    Μολονότι, με το ένατο προδικαστικό ερώτημα, στοιχείο βʹ, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην οδηγία API, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ και το άρθρο 45 του Χάρτη, εντούτοις από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται ως προς το αν το σύστημα διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών που θεσπίζεται με τον νόμο της 25ης Δεκεμβρίου 2016 είναι συμβατό με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, στο μέτρο που το εν λόγω σύστημα εφαρμόζεται όχι μόνο στις αεροπορικές μεταφορές, αλλά και στις σιδηροδρομικές, οδικές, ακόμη και θαλάσσιες μεταφορές, που έχουν προέλευση ή προορισμό το Βέλγιο και πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Ένωσης χωρίς διέλευση των εξωτερικών συνόρων με τρίτα κράτη.

271    Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 265 έως 269 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία API, η οποία δεν εφαρμόζεται στις πτήσεις εντός ΕΕ και δεν επιβάλλει υποχρέωση διαβίβασης και επεξεργασίας των δεδομένων των επιβατών που ταξιδεύουν αεροπορικώς ή με άλλο τρόπο μεταφοράς στο εσωτερικό της Ένωσης, χωρίς διέλευση των εξωτερικών συνόρων με τρίτα κράτη, δεν είναι κρίσιμη για την απάντηση στο ερώτημα αυτό.

272    Από την άλλη πλευρά, ενώ, κατά το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, το άρθρο 2 της οδηγίας PNR, στο οποίο, όπως από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, στηρίχθηκε ο Βέλγος νομοθέτης για να θεσπίσει τον επίμαχο στην κύρια δίκη νόμο της 25ης Δεκεμβρίου 2016, επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την οδηγία αυτή στις πτήσεις εντός ΕΕ.

273    Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το ένατο προδικαστικό ερώτημα, υπό στοιχείο βʹ, πρέπει να αναδιατυπωθεί ώστε με αυτό να ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 2 της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει σύστημα διαβίβασης από τους αερομεταφορείς και τις επιχειρήσεις ταξιδίων, καθώς και επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές, των δεδομένων PNR των πτήσεων και των πραγματοποιούμενων με άλλα μέσα μεταφορών στο εσωτερικό της Ένωσης, οι οποίες έχουν προέλευση ή προορισμό το κράτος μέλος που έχει θεσπίσει την εν λόγω νομοθεσία, ή και διέρχονται από το κράτος μέλος αυτό.

274    Κατ’ αρχάς, το άρθρο 45 του Χάρτη κατοχυρώνει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, η οποία, εξάλλου, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς [πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Προληπτικά μέτρα ενόψει απομάκρυνσης), C‑718/19, EU:C:2021:505, σκέψη 54].

275    Το άρθρο αυτό εγγυάται, στην παράγραφο 1, το δικαίωμα κάθε πολίτη της Ένωσης να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, δικαίωμα το οποίο, κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), αντιστοιχεί στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ και ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη, υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται από τις Συνθήκες και από τα μέτρα που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους.

276    Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, καθώς και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας. Ομοίως, κατά το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα και αναπτύσσει κοινή πολιτική, μεταξύ άλλων, στον τομέα του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων.

277    Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους υπηκόους ενός κράτους μέλους απλώς και μόνον επειδή άσκησαν το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που διασφαλίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 45, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ., όσον αφορά το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποφάσεις της 8ης Ιουνίου 2017, Freitag, C‑541/15, EU:C:2017:432, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2020, ZW, C‑454/19, EU:C:2020:947, σκέψη 30).

278    Εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία εφαρμόζει το σύστημα που προβλέπει η οδηγία PNR όχι μόνο στις πτήσεις εκτός ΕΕ, αλλά και στις πτήσεις εντός ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθώς και, πέραν όσων προβλέπει η εν λόγω διάταξη, στις μεταφορές που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης, συνεπάγεται τη διαβίβαση καθώς και τη συστηματική και συνεχή επεξεργασία των δεδομένων PNR κάθε επιβάτη ο οποίος μετακινείται με τα μέσα αυτά στο εσωτερικό της Ένωσης ασκώντας το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας.

279    Όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 98 έως 111 της παρούσας αποφάσεως, η διαβίβαση και η επεξεργασία των δεδομένων των επιβατών πτήσεων εκτός ΕΕ και εντός ΕΕ, οι οποίες απορρέουν από το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία PNR, συνεπάγονται σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Η σοβαρότητα της επεμβάσεως αυτής είναι ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος επεκτείνεται και σε άλλα μέσα μεταφορών στο εσωτερικό της Ένωσης. Για τους ίδιους λόγους με αυτούς που εκτέθηκαν στις εν λόγω σκέψεις, τέτοιες επεμβάσεις είναι επίσης ικανές να περιαγάγουν σε μειονεκτική θέση και, κατά συνέπεια, να αποτρέψουν από την άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 45 του Χάρτη, τους υπηκόους των κρατών μελών που έχουν θεσπίσει τέτοια νομοθεσία καθώς και, εν γένει, τους πολίτες της Ένωσης που μετακινούνται με τα εν λόγω μέσα μεταφοράς εντός της Ένωσης, με προέλευση ή προορισμό τα κράτη μέλη αυτά, με αποτέλεσμα η εν λόγω νομοθεσία να συνεπάγεται περιορισμό της θεμελιώδους αυτής ελευθερίας.

280    Σύμφωνα με πάγια νομολογία, περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους και είναι αναλογικός σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο από το εθνικό δίκαιο σκοπό. Ένα μέτρο είναι αναλογικό όταν είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Coman κ.λπ., C‑673/16, EU:C:2018:385, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

281    Πρέπει να προστεθεί ότι εθνικό μέτρο το οποίο είναι ικανό να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων δεν μπορεί να δικαιολογείται παρά μόνον εφόσον συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, του οποίου την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, Stolichna obshtina, rayon «Pancharevo», C‑490/20, EU:C:2021:1008, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

282    Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 115 και 116 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά το μέτρο, μέσω ισόρροπης σταθμίσεως μεταξύ, αφενός, του σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των επίμαχων δικαιωμάτων. Συναφώς, για την εκτίμηση της δυνατότητας των κρατών μελών να δικαιολογήσουν περιορισμό του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως που συνεπάγεται ο περιορισμός αυτός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με την σοβαρότητα αυτή.

283    Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 122 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και σοβαρών μορφών εγκλημάτων που επιδιώκεται με την οδηγία PNR αποτελεί αναμφίβολα σκοπό γενικού συμφέροντος της Ένωσης.

284    Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον εθνική νομοθεσία η οποία θεσπίζεται για τη μεταφορά της οδηγίας PNR στο εσωτερικό δίκαιο και επεκτείνει το σύστημα που προβλέπει η οδηγία αυτή στις πτήσεις εντός ΕΕ και σε άλλους τρόπους μεταφοράς στο εσωτερικό της Ένωσης είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, από τα στοιχεία της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η χρήση των δεδομένων PNR καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία δεν υπήρχαν υπόνοιες συμμετοχής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα και τα οποία θα πρέπει να υποβληθούν σε λεπτομερέστερη εξέταση για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης των τρομοκρατικών και των σοβαρών εγκλημάτων.

285    Όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα της νομοθεσίας αυτής, η άσκηση εκ μέρους των κρατών μελών της ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας PNR, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων περί των οποίων έγινε λόγος στις σκέψεις 163 έως 174 της παρούσας αποφάσεως.

286    Οι απαιτήσεις αυτές ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, στην περίπτωση κατά την οποία το προβλεπόμενο από την οδηγία PNR σύστημα εφαρμόζεται και σε άλλα μέσα μεταφοράς στο εσωτερικό της Ένωσης.

287    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο, με μία και μόνη πράξη, την οδηγία PNR, την οδηγία API και, εν μέρει, την οδηγία 2010/65. Προς τούτο, η νομοθεσία αυτή προβλέπει την εφαρμογή του συστήματος της οδηγίας PNR στο σύνολο των πτήσεων εντός ΕΕ και στις σιδηροδρομικές, χερσαίες, ακόμη και θαλάσσιες μεταφορές που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της Ένωσης και έχουν προέλευση ή προορισμό το Βέλγιο ή διέρχονται από αυτό, ενώ έχει εφαρμογή και στις επιχειρήσεις ταξιδίων, επιδιώκοντας συγχρόνως και άλλους σκοπούς και όχι μόνον την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και των σοβαρών εγκλημάτων. Με βάση τα ίδια στοιχεία, φαίνεται ότι όλα τα δεδομένα που συλλέγονται στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η επίμαχη εθνική νομοθεσία διατηρούνται από τη ΜΣΕ σε ενιαία βάση δεδομένων η οποία περιέχει τα δεδομένα PNR, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας API, για το σύνολο των επιβατών των μεταφορών που εμπίπτουν στην εν λόγω νομοθεσία.

288    Συναφώς, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει, στο ένατο προδικαστικό ερώτημα, υπό στοιχείο βʹ, τον σκοπό της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, ο οποίος αποτελεί τον σκοπό της οδηγίας API, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 233, 234 και 237 της παρούσας αποφάσεως, η απαρίθμηση των σκοπών που επιδιώκονται με την επεξεργασία των δεδομένων PNR δυνάμει της οδηγίας PNR έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, επομένως εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων PNR που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή, για σκοπούς άλλους από εκείνους που η οδηγία αυτή προβλέπει, ήτοι, μεταξύ άλλων, για τους σκοπούς της βελτίωσης των ελέγχων στα σύνορα και της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, είναι αντίθετη προς το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, όπως ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Χάρτη.

289    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 235 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να δημιουργήσουν μία ενιαία βάση δεδομένων που να περιέχει τόσο τα δεδομένα PNR που συλλέγονται δυνάμει της οδηγίας PNR και αφορούν τις πτήσεις εκτός ΕΕ και εντός ΕΕ, όσο και τα δεδομένα των επιβατών άλλων μέσων μεταφοράς, καθώς και τα δεδομένα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας API, ιδίως όταν η εν λόγω βάση δεδομένων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιδίωξη όχι μόνον των σκοπών που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας PNR, αλλά και άλλων σκοπών.

290    Τέλος και εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 281 των προτάσεών του, τα άρθρα 28 έως 31 του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 μπορούν να συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως με το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μόνον εφόσον ερμηνευθούν και εφαρμοστούν υπό την έννοια ότι αφορούν αποκλειστικώς και μόνον τη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων API των επιβατών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα του Βελγίου με τρίτα κράτη. Πράγματι, ένα μέτρο με το οποίο κράτος μέλος, με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, επεκτείνει τις διατάξεις της οδηγίας API στις πτήσεις εντός ΕΕ και, κατά μείζονα λόγο, και σε άλλα μέσα μεταφοράς τα οποία μεταφέρουν εντός της Ένωσης επιβάτες που προέρχονται, αναχωρούν ή ακόμη διέρχονται από το κράτος μέλος αυτό, ήτοι επεκτείνοντας, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων των επιβατών που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, θα ισοδυναμούσε με την παροχή στις αρμόδιες αρχές της δυνατότητας να ελέγχουν συστηματικά, κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων του εν λόγω κράτους μέλους, αν οι εν λόγω επιβάτες έχουν άδεια να εισέλθουν στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού ή να εξέλθουν από αυτό, και θα είχε, επομένως, αποτέλεσμα ισοδύναμο με τους ελέγχους που διενεργούνται στα εξωτερικά σύνορα με τρίτα κράτη.

291    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο ένατο προδικαστικό ερώτημα, υπό στοιχείο βʹ, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 2 της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται:

–        σε εθνική νομοθεσία η οποία, ελλείψει πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης τρομοκρατικής απειλής την οποία αντιμετωπίζει το οικείο κράτος μέλος, προβλέπει σύστημα διαβίβασης από τους αερομεταφορείς και τις επιχειρήσεις ταξιδίων, καθώς και επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές, των δεδομένων PNR του συνόλου των πτήσεων εντός ΕΕ και των μεταφορών που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης και έχουν προέλευση ή προορισμό το εν λόγω κράτος μέλος, ή ακόμη, διέρχονται από αυτό, με σκοπό την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και των σοβαρών εγκλημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία PNR πρέπει να περιορίζεται στη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων PNR των πτήσεων και/ή των μεταφορών που αφορούν ειδικώς ορισμένες συνδέσεις ή δρομολόγια ταξιδίων, ή ακόμη, ορισμένους αερολιμένες, σιδηροδρομικούς σταθμούς ή θαλάσσιους λιμένες για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτή. Εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να επιλέξει τις πτήσεις εντός ΕΕ και/ή τις μεταφορές που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης για τις οποίες υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις και να επανεξετάζει τακτικά την εν λόγω εφαρμογή ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών που δικαιολόγησαν την επιλογή τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος στις πτήσεις και/ή στις μεταφορές αυτές περιορίζεται πάντοτε στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, και

–        σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τέτοιο σύστημα διαβίβασης και επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

Η.      Επί του δεκάτου προδικαστικού ερωτήματος

292    Με το δέκατο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο μπορεί να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως για την έκδοση της οποίας είναι αρμόδιο, βάσει του εθνικού δικαίου, και με την οποία διαπιστώνεται το ανίσχυρο εθνικής νομοθεσίας που επιβάλλει στους αερομεταφορείς, στους σιδηροδρομικούς και επίγειους φορείς, καθώς και στις επιχειρήσεις ταξιδίων, υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR και προβλέπει επεξεργασία και διατήρηση των δεδομένων αυτών, κατά τρόπο μη συμβατό προς τις διατάξεις της οδηγίας για PNR, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και των άρθρων 7, 8, 45 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

293    Η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης καθιερώνει την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης έναντι του δικαίου των κρατών μελών. Η αρχή αυτή επιβάλλει, ως εκ τούτου, σε όλες τις αρχές των κρατών μελών να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διαφόρων κανόνων της Ένωσης, το δε δίκαιο των κρατών μελών δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα που αναγνωρίζεται στους κανόνες αυτούς εντός των εν λόγω κρατών. Βάσει της αρχής αυτής, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του, η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της είτε διά της νομοθετικής οδού είτε μέσω οποιασδήποτε άλλης συνταγματικής διαδικασίας (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, Costa, 6/64, EU:C:1964:66, σ. 1159 και 1160· της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 214 και 215, καθώς και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 118).

294    Μόνον το Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση και για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου, να αποφασίσει ότι διάταξη του εθνικού δικαίου που έχει κριθεί αντίθετη προς κανόνα του δικαίου της Ένωσης είναι δυνατό να εξακολουθήσει προσωρινά να εφαρμόζεται. Ένας τέτοιος περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνείας του δικαίου αυτού μπορεί να γίνει μόνο με την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της αιτηθείσας [ζητηθείσας] ερμηνείας. Η υπεροχή και η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης θα διακυβευόταν αν τα εθνικά δικαστήρια είχαν την εξουσία να κρίνουν ότι οι εθνικές διατάξεις υπερισχύουν, έστω και προσωρινώς, των αντίθετων προς αυτές διατάξεων του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 119 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

295    Σε αντίθεση με την παράλειψη διαδικαστικής υποχρέωσης όπως η προηγούμενη εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός σχεδίου, που ήταν επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen (C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψεις 175, 176, 179 και 181), στην οποία το Δικαστήριο αποφάσισε την προσωρινή διατήρηση της ισχύος των εθνικών μέτρων, η παράβαση των διατάξεων της οδηγίας PNR, ερμηνεύομενης υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8, 45 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν μπορεί να θεραπευθεί μέσω διαδικασίας παρόμοιας με αυτή που έγινε δεκτή στην υπόθεση εκείνη. Πράγματι, η διατήρηση των αποτελεσμάτων εθνικής νομοθεσίας, όπως ο νόμος της 25ης Δεκεμβρίου 2016, θα σήμαινε ότι η νομοθεσία αυτή εξακολουθεί να επιβάλλει τόσο στους αερομεταφορείς, όσο και σε άλλους μεταφορείς και στις επιχειρήσεις ταξιδίων, υποχρεώσεις οι οποίες είναι αντίθετες προς το δίκαιο της Ένωσης και συνεπάγονται σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων των οποίων τα δεδομένα διαβιβάστηκαν, διατηρήθηκαν και υποβλήθηκαν σε επεξεργασία, καθώς και περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων αυτών που υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

296    Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως για την έκδοση της οποίας είναι αρμόδιο, βάσει του εθνικού δικαίου, και με την οποία διαπιστώνεται το ανίσχυρο της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

297    Τέλος, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες που μπορεί να έχει τυχόν ασυμβατότητα του νόμου της 25ης Δεκεμβρίου 2016 προς τις διατάξεις της οδηγίας PNR, ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα του Χάρτη, για το παραδεκτό και τη δυνατότητα χρήσεως, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, των αποδεικτικών στοιχείων και των πληροφοριών που αποκτήθηκαν μέσω των δεδομένων που διαβιβάστηκαν από τους οικείους μεταφορείς και τις οικείες επιχειρήσεις ταξιδίων, αρκεί η παραπομπή στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και ιδίως στις αρχές που υπενθυμίζονται στις σκέψεις 41 έως 44 της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (C‑746/18, EU:C:2021:152), από τις οποίες προκύπτει ότι, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, το εν λόγω παραδεκτό εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη της τηρήσεως, ιδίως, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 127).

298    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δέκατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως για την έκδοση της οποίας είναι αρμόδιο, βάσει του εθνικού δικαίου, και με την οποία διαπιστώνεται το ανίσχυρο εθνικής νομοθεσίας που επιβάλλει στους αερομεταφορείς, στους σιδηροδρομικούς και επίγειους φορείς, καθώς και στις επιχειρήσεις ταξιδίων, υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR και προβλέπει επεξεργασία και διατήρηση των δεδομένων αυτών, κατά τρόπο μη συμβατό προς τις διατάξεις της οδηγίας PNR, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και των άρθρων 7, 8, 45 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν με τον τρόπο αυτό εμπίπτει, σύμφωνα με την αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, στο εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη της τηρήσεως, ιδίως, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

299    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι, πέραν των εν λόγω διαδίκων, υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), έχουν την έννοια ότι ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή στις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται από εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρονται στο εσωτερικό δίκαιο συγχρόνως οι διατάξεις της οδηγίας 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών, της οδηγίας 2010/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με τις διατυπώσεις υποβολής δηλώσεων για τα πλοία κατά τον κατάπλου ή/και απόπλου από λιμένες των κρατών μελών και για την κατάργηση της οδηγίας 2002/6/ΕΚ, και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/681 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων, όσον αφορά, αφενός, τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις και, αφετέρου, τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που διενεργούνται από δημόσιες αρχές και εμπίπτουν μόνο στην οδηγία 2004/82 ή στην οδηγία 2010/65 ή σε αμφότερες τις οδηγίες αυτές. Αντιθέτως, ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει εφαρμογή στις προβλεπόμενες από τέτοια νομοθεσία πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που εμπίπτουν μόνο στην οδηγία 2016/681 και διενεργούνται από τη ΜΣΕ ή τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

2)      Δεδομένου ότι με την ερμηνεία της οδηγίας 2016/681 υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 21 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζεται ότι η οδηγία αυτή συνάδει με τα εν λόγω άρθρα του Χάρτη, από την εξέταση του δευτέρου έως τετάρτου και έκτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της εν λόγω οδηγίας.

3)      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2016/681, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων των καταστάσεων ονομάτων επιβατών (δεδομένων PNR) που συλλέγονται σύμφωνα με την οδηγία αυτή για σκοπούς άλλους από εκείνους που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

4)      Το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2016/681 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η αρχή που έχει συσταθεί ως μονάδα στοιχείων επιβατών (ΜΣΕ) είναι επίσης και η αρμόδια εθνική αρχή η οποία έχει την εξουσία να εγκρίνει την κοινοποίηση των δεδομένων PNR μετά την πάροδο της εξάμηνης περιόδου από τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων στη ΜΣΕ.

5)      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2016/681, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει γενική πενταετή διάρκεια διατήρησης των δεδομένων PNR, ισχύουσα χωρίς διάκριση για όλους τους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για τους οποίους δεν έχει διαπιστωθεί, ούτε από την προηγούμενη αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ούτε από τυχόν διενεργηθέντες ελέγχους κατά τη διάρκεια της αρχικής εξάμηνης περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ούτε από οποιαδήποτε άλλη περίσταση, η ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων ικανών να στοιχειοθετήσουν κίνδυνο εμπλοκής σε τρομοκρατικά ή σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται αντικειμενικά, τουλάχιστον έμμεσα, με την αεροπορική μεταφορά επιβατών.

6)      Η οδηγία 2004/82 έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε πτήσεις, τακτικές ή μη, οι οποίες πραγματοποιούνται από αερομεταφορέα με προέλευση το έδαφος ενός κράτους μέλους και προβλέπεται να προσγειωθούν στο έδαφος ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, χωρίς ενδιάμεση στάση στο έδαφος τρίτου κράτους (πτήσεις εντός ΕΕ).

7)      Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 2 της οδηγίας 2016/681, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 45 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται:

–        σε εθνική νομοθεσία η οποία, ελλείψει πραγματικής και ενεστώσας ή προβλέψιμης τρομοκρατικής απειλής την οποία αντιμετωπίζει το οικείο κράτος μέλος, προβλέπει σύστημα διαβίβασης από τους αερομεταφορείς και τις επιχειρήσεις ταξιδίων, καθώς και επεξεργασίας από τις αρμόδιες αρχές, των δεδομένων PNR του συνόλου των πτήσεων εντός ΕΕ και των μεταφορών που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης και έχουν προέλευση ή προορισμό το εν λόγω κράτος μέλος, ή ακόμη, διέρχονται από αυτό, με σκοπό την καταπολέμηση των τρομοκρατικών και των σοβαρών εγκλημάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία 2016/681 πρέπει να περιορίζεται στη διαβίβαση και επεξεργασία των δεδομένων PNR των πτήσεων και/ή των μεταφορών που αφορούν ειδικώς ορισμένες συνδέσεις ή δρομολόγια ταξιδίων, ή ακόμη, ορισμένους αερολιμένες, σιδηροδρομικούς σταθμούς ή θαλάσσιους λιμένες για τους οποίους υπάρχουν ενδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν την εφαρμογή αυτή. Εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να επιλέξει τις πτήσεις εντός ΕΕ και/ή τις μεταφορές που πραγματοποιούνται με άλλα μέσα στο εσωτερικό της Ένωσης για τις οποίες υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις και να επανεξετάζει τακτικά την εν λόγω εφαρμογή ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών που δικαιολόγησαν την επιλογή τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος στις πτήσεις και/ή στις μεταφορές αυτές περιορίζεται πάντοτε στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, και

–        σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τέτοιο σύστημα διαβίβασης και επεξεργασίας των εν λόγω δεδομένων με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων στα σύνορα και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

8)      Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να περιορίσει χρονικώς τα αποτελέσματα μιας αποφάσεως για την έκδοση της οποίας είναι αρμόδιο, βάσει του εθνικού δικαίου, και με την οποία διαπιστώνεται το ανίσχυρο εθνικής νομοθεσίας που επιβάλλει στους αερομεταφορείς, στους σιδηροδρομικούς και επίγειους φορείς, καθώς και στις επιχειρήσεις ταξιδίων, υποχρέωση διαβίβασης των δεδομένων PNR και προβλέπει επεξεργασία και διατήρηση των δεδομένων αυτών, κατά τρόπο μη συμβατό προς τις διατάξεις της οδηγίας 2016/681, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, του άρθρου 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και των άρθρων 7, 8, 45 καθώς και 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν με τον τρόπο αυτό εμπίπτει, σύμφωνα με την αρχή της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, στο εθνικό δίκαιο, με την επιφύλαξη της τηρήσεως, ιδίως, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.