Language of document : ECLI:EU:T:2007:266

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Δεύτερο πρόγραμμα-πλαίσιο για δράσεις έρευνας, τεχνολογικής αναπτύξεως και εξελίξεως – Συμβάσεις σχετικές με σχέδια στον τομέα της εφαρμογής της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στις οδικές μεταφορές – Έλλειψη δικαιολογητικών για ορισμένες από τις δηλωθείσες δαπάνες – Καταγγελία των συμβάσεων – Συμβάσεις που έχουν λήξει»

Στην υπόθεση T‑449/04,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Πατακιά, επικουρούμενη από την Κ. Καπουτζίδου και τον Σ. Χατζηγιάννη, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Transport Environment Development Systems (Trends), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενης από τον Β. Χριστιανό και τη Β. Βλάσση, δικηγόρους,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή της Επιτροπής, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η Trends να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό 195 435 ευρώ, προσαυξημένο με τους συμβατικούς τόκους ή, επικουρικώς, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18 Απριλίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Οι επίμαχες συμβάσεις

1        Στις 10 Μαρτίου 1992 η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με διάφορους εργολάβους, μεταξύ των οποίων ήταν η ελληνική αστική μη κερδοσκοπική εταιρία TAΣEIΣ, και στην αγγλική γλώσσα Trends (Transport Environment Development Systems), τη σύμβαση BATT (Behaviour and Advanced Transport Telematics), φέρουσα τον αριθμό V2029. Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από μιαν άλλη σύμβαση, την οποία υπέγραψε η Επιτροπή στις 3 Ιουνίου 1994 (στο εξής: σύμβαση BATT). Η Trends μετείχε στη σύμβαση αυτή τόσο με την ιδιότητα του συμβαλλομένου ο οποίος όφειλε να προβεί στις προβλεπόμενες παροχές όσο και με την ιδιότητα του συντονιστή του σχεδίου.

2        Στις 23 Ιουνίου 1994 η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε, επίσης με διαφόρους εργολάβους, μεταξύ των οποίων η Trends, τη σύμβαση MIRO (Mobility Impact, Reactions and Opinions), φέρουσα τον αριθμό V2060. Η σύμβαση αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από μιαν άλλη σύμβαση, την οποία υπέγραψε η Επιτροπή στις 30 Δεκεμβρίου 1994 (στο εξής: σύμβαση MIRO).

3        Οι δύο αυτές συμβάσεις (στο εξής: επίμαχες συμβάσεις) είχαν ως αντικείμενο την εφαρμογή σχεδίων στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος στον τομέα της εφαρμογής της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στις οδικές μεταφορές [απόφαση 88/416/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1988, σχετικά με ένα κοινοτικό πρόγραμμα στον τομέα της εφαρμογής της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στις οδικές μεταφορές (DRIVE) (ΕΕ L 206, σ. 1)], που υπάγεται στο δεύτερο πρόγραμμα-πλαίσιο κοινοτικών ενεργειών στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης (1987-1991) [απόφαση 87/516/Ευρατόμ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Σεπτεμβρίου 1987 (ΕΕ L 302, σ. 1)].

4        Οι επίμαχες συμβάσεις συντάχθηκαν στην αγγλική γλώσσα και, βάσει του άρθρου 11 αυτών, η μεν σύμβαση BATT διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, η δε σύμβαση MIRO διέπεται από το ισπανικό δίκαιο. Περιλαμβάνουν τέσσερα παραρτήματα αποτελούντα αναπόσπαστο μέρος τους. Τα παραρτήματα II των συμβάσεων αυτών, που περιλαμβάνουν λεπτομερώς τους γενικούς όρους, και τα παραρτήματα IV, που περιλαμβάνουν τους ειδικούς όρους περί συνεννοήσεως, είναι ταυτόσημα, ενώ τα παραρτήματα I, σχετικά με το τεχνικό μέρος των ως άνω σχεδίων, είναι χωριστά για καθεμία από τις συμβάσεις αυτές. Το παράρτημα III της συμβάσεως BATT, το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερώς τους ειδικούς όρους που ισχύουν για τους εργολάβους των χωρών της ΕΖΕΣ, και το παράρτημα IIIA της συμβάσεως MIRO, το οποίο περιλαμβάνει λεπτομερώς τους ειδικούς όρους που ισχύουν για τους εργολάβους και οργανισμούς χωρών μη μελών της Κοινότητας, διαφέρουν επίσης.

5        Το άρθρο 12 των παραρτημάτων II των επίμαχων συμβάσεων (στο εξής: γενικοί όροι) περιλαμβάνει μια ρήτρα διαιτησίας υπό την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, που ορίζει ότι το Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να εκδικάσει τις αφορώσες τις συμβάσεις αυτές διαφορές.

6        Κατά το σημείο 2.1 των επίμαχων συμβάσεων, το σχέδιο το οποίο αφορά η σύμβαση BATT, διάρκειας 36 μηνών, έπρεπε να ολοκληρωθεί στις 31 Δεκεμβρίου 1994 και το σχέδιο το οποίο αφορά η σύμβαση MIRO, διάρκειας 16 μηνών, έπρεπε να ολοκληρωθεί στις 31 Μαΐου 1995. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 13 των γενικών όρων, εκτός αν προβλεπόταν κάτι διαφορετικό, οι επίμαχες συμβάσεις θα έπαυαν να ισχύουν κατά την πρώτη από τις ακόλουθες ημερομηνίες: την ημερομηνία εγκρίσεως από την Επιτροπή της τελευταίας τεχνικής εκθέσεως ή του τελευταίου εγγράφου που επέβαλλε η σύμβαση, την ημερομηνία υποβολής του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος δαπανών ή την ημερομηνία της τελευταίας πληρωμής εκ μέρους της Επιτροπής.

7        Δυνάμει του σημείου 3.2 των επίμαχων συμβάσεων, η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση έναντι της Trends να μετάσχει στις δαπάνες εκάστου σχεδίου μέχρι ποσοστού 50 % των συνδεομένων με το σχέδιο δαπανών της που μπορούσαν να καλυφθούν σύμφωνα με τα άρθρα 8, 22 και 33 των γενικών όρων, μέχρις ενός ανωτάτου ορίου συμμετοχής, ενώ οι λεπτομέρειες σχετικά με την εκ μέρους της Επιτροπής καταβολή της κοινοτικής οικονομικής συμμετοχής περιλαμβάνονταν στο άρθρο 4 των επίμαχων συμβάσεων. Το τελευταίο αυτό άρθρο διευκρινίζει ότι η οικονομική συμμετοχή θα λάβει καταρχάς τη μορφή προκαταβολής, στη συνέχεια δε περιοδικών καταβολών, που θα πραγματοποιούνται σε συνάρτηση με τις καταστάσεις δαπανών, και τέλος μιας τελικής πληρωμής η οποία θα λάβει χώρα μετά την εκ μέρους της Επιτροπής έγκριση όλων των εκθέσεων και των λοιπών εγγράφων που επιβάλλουν οι επίμαχες συμβάσεις και ενός ανακεφαλαιωτικού πίνακα δαπανών.

8        Τα εν λόγω ανώτατα όρια συμμετοχής εκφράσθηκαν σε ECU. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 162, σ. 1), στο εξής κάθε αναφορά στο ECU αντικαθίσταται με αναφορά στο ευρώ, με ισοτιμία ένα ευρώ ανά ένα ECU. Έτσι, η μεν σύμβαση BATT περιόριζε την οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής στο σχέδιο αυτό στα 713 000 ευρώ, η δε σύμβαση MIRO την περιόριζε στα 874 000 ευρώ, ενώ το συνολικό κόστος των εν λόγω σχεδίων εκτιμάται, αντιστοίχως, σε 1 635 000 ευρώ και σε 1 573 000 ευρώ.

9        Δυνάμει των σημείων 5.1 έως 5.4 των επίμαχων συμβάσεων, η Trends ανέλαβε την υποχρέωση υποβολής στην Επιτροπή, μέσω του συντονιστή κάθε σχεδίου, περιοδικών καταστάσεων δαπανών, καθώς και μιας ανακεφαλαιωτικής καταστάσεως δαπανών εντός τριών μηνών από της περατώσεως ή της παύσεως των χρηματοδοτούμενων από την Επιτροπή εργασιών. Οι καταστάσεις αυτές έπρεπε να είναι σύμφωνες με τα οριζόμενα στα άρθρα 36 και 37 των γενικών όρων, που καθορίζουν μεταξύ άλλων τις προθεσμίες υποβολής και τις συνέπειες της μη υποβολής, ενώ έπρεπε να υποβάλλονται με τον τρόπο και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπει το μέρος H των γενικών όρων. Κατά το περιλαμβανόμενο στο ως άνω μέρος H έντυπο καταστάσεως δαπανών, οι εργολάβοι, υπογράφοντας τις καταστάσεις αυτές, βεβαίωναν μεταξύ άλλων ότι οι δηλούμενες δαπάνες ήταν αναγκαίες για την ορθή εκτέλεση των εργασιών και ότι επρόκειτο για πραγματικές δαπάνες που μπορούσαν να καλυφθούν σύμφωνα με τις συμβάσεις. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 38 των γενικών όρων, οι εργολάβοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να τηρούν ενημερωμένα λογιστικά βιβλία και να διατηρούν όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα των δαπανών που δήλωναν στην Επιτροπή.

10      Οι δυνάμενες να καλυφθούν δαπάνες προσδιορίζονται στο μέρος D των γενικών όρων, που περιλαμβάνει τα άρθρα 22 έως 33.

11      Το σημείο 22.2 των γενικών όρων, σχετικά με τις εκτιμήσεις δαπανών και τις μεταφορές μεταξύ κατηγοριών δαπανών, έχει ως ακολούθως:

«Οι εργολάβοι φροντίζουν να αποφεύγουν τις δαπάνες που είναι περιττές ή άσκοπα υψηλές και δεν πρέπει να αποκομίζουν κέρδος από την οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής.»

12      Το άρθρο 23 των γενικών όρων, σχετικά με τις δαπάνες που μπορούν να καλυφθούν, ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 27 [των γενικών όρων], δυνάμενες να καλυφθούν δαπάνες είναι μόνον οι πραγματικές δαπάνες στις οποίες προβαίνουν οι εργολάβοι μετά την ημερομηνία ουσιαστικής ενάρξεως της συμβάσεως και οι οποίες είναι απαραίτητες για την ορθή εκτέλεση των εργασιών που προσδιορίζονται στη σύμβαση. Οι δυνάμενες να καλυφθούν δαπάνες μπορούν να περιλαμβάνουν το σύνολο ή μέρος των ακόλουθων κατηγοριών δαπανών:

–        δαπάνες προσωπικού,

–        γενικά έξοδα,

–        […]».

13      Τα άρθρα 24 και 25 των γενικών όρων αφορούν τις δύο αυτές κατηγορίες δυνάμενων να καλυφθούν δαπανών, δηλαδή, αντιστοίχως, τις δαπάνες προσωπικού και τα γενικά έξοδα.

14      Το σημείο 24.1 των γενικών όρων έχει ως εξής:

«Οι δαπάνες προσωπικού χρεώνονται βάσει του χρόνου που αφιερώνει πραγματικά το προσωπικό των εργολάβων στις εργασίες που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας συμβάσεως και υπολογίζονται με βάση:

–        τις πραγματικές ακαθάριστες αποδοχές ή αμοιβές, προσαυξημένες με τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και με τις άλλες επιβαρύνσεις που συνιστούν την αμοιβή, αποκλειομένης της συμμετοχής στα κέρδη, ή

–        τις μέσες ακαθάριστες αποδοχές ή αμοιβές, προσαυξημένες με τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και με τις άλλες επιβαρύνσεις που προαναφέρθηκαν, σύμφωνα με την πρακτική και τις αρχές που ακολουθεί συνήθως ο ενδιαφερόμενος εργολάβος και υπό τον όρο ότι αυτές οι μέσες τιμές δεν αποκλίνουν αισθητά από τις πραγματικές αποδοχές ή αμοιβές προσαυξημένες με τις ως άνω επιβαρύνσεις.»

15      Τα σημεία 25.1 και 25.2 των γενικών όρων ορίζουν τα ακόλουθα:

«25.1          Ως γενικά έξοδα μπορούν να χρεωθούν οι έμμεσες δαπάνες όπως τα έξοδα διοικήσεως και διαχειρίσεως, η απόσβεση κτηρίων και υλικού, τα μισθώματα, τα έξοδα συντηρήσεως, τηλεφώνου, θερμάνσεως, φωτισμού, ηλεκτρισμού και ειδών γραφείου, τα ταχυδρομικά έξοδα, τα έξοδα καταρτίσεως του προσωπικού και οι ασφάλειες. Αυτές οι έμμεσες δαπάνες υπολογίζονται σύμφωνα με τις λογιστικές αρχές, κανόνες και μεθόδους που ακολουθούν οι εργολάβοι.

25.2      Τα γενικά έξοδα μπορούν να χρεωθούν μόνο βάσει των λογιστικών αρχών κανόνων και μεθόδων που δέχεται η Επιτροπή και αποκλειστικά αν αυτά:

a)      είναι επαληθεύσιμα και δεν υπερβαίνουν τα πραγματικά έξοδα που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσεως του οικείου εργολάβου·

b)      δεν περιλαμβάνουν άλλα έξοδα που έχουν χρεωθεί στην παρούσα σύμβαση σε άλλη κατηγορία δαπανών ή έχουν καταλογιστεί εις βάρος άλλου προσώπου ή στο πλαίσιο άλλου σχεδίου από τον ενδιαφερόμενο εργολάβο.»

16      Το άρθρο 33 των γενικών όρων, σχετικά με τις δαπάνες που δεν μπορούν να καλυφθούν από τη σχετική χρηματοδότηση, προβλέπει μεταξύ άλλων:

«Τα ακόλουθα έξοδα δεν μπορούν να καλυφθούν και δεν μπορούν να χρεωθούν άμεσα ή έμμεσα στην Επιτροπή:

–        το περιθώριο κέρδους,

–        οι περιττές ή αλόγιστες δαπάνες,

–        […]».

17      Το άρθρο 38 των γενικών όρων, σχετικά με τη δικαιολόγηση των δαπανών, ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και διαδικασίες που τους επιβάλλουν οι ισχύοντες νόμοι και κανονισμοί, οι εργολάβοι οφείλουν να τηρούν ενημερωμένα λογιστικά βιβλία και να διατηρούν όλα τα δικαιολογητικά των εξόδων που χρεώνουν στην Επιτροπή, όπως τιμολόγια, ωρολόγιες καταχωρίσεις και έγγραφα που χρησιμεύουν ως βάση για τον υπολογισμό των γενικών εξόδων.»

18      Όσον αφορά την οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής, τα σημεία 21.3 και 21.4 των γενικών όρων έχουν ως ακολούθως:

«21.3          Αν προκύψει κατά τον χρόνο περατώσεως ή παύσεως των εργασιών που προσδιορίζονται στη σύμβαση ότι το συνολικό ποσό της οικονομικής συμμετοχής που η Επιτροπή οφείλει να καταβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος είναι χαμηλότερο των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί, οι εργολάβοι οφείλουν να επιστρέψουν αμελλητί τη διαφορά στην Επιτροπή· η επιστροφή γίνεται σε [ευρώ].

21.4      Με την επιφύλαξη του άρθρου 39 του παρόντος παραρτήματος, οι περιοδικές πληρωμές που πραγματοποιούνται μετά την παραλαβή των καταστάσεων δαπανών θεωρούνται ως προκαταβολές μέχρις ότου εγκριθούν, σύμφωνα με τη διαδικασία του παραρτήματος I, τα έγγραφα που ορίζει το εν λόγω παράρτημα I ή, αν δεν απαιτούνται τέτοια έγγραφα, μέχρις εγκρίσεως της τελικής εκθέσεως.»

19      Όσον αφορά τον οικονομικό έλεγχο, το άρθρο 39 των γενικών όρων ορίζει τα εξής:

«Ακόμη και μετά την κάλυψη των δαπανών από την Επιτροπή, οι καταστάσεις δαπανών που διαβιβάζουν οι εργολάβοι μπορούν να ελεγχθούν είτε από την ίδια την Επιτροπή είτε από πρόσωπα που αυτή εξουσιοδοτεί προς τούτο […]. Για να μπορούν να πραγματοποιήσουν τον έλεγχο αυτό η Επιτροπή και τα εξουσιοδοτούμενα από την ίδια πρόσωπα θα έχουν πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, επίσημα ή άλλα έγγραφα ή αρχεία που έχουν στην κατοχή τους οι εργολάβοι και αφορούν τις δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως και, αν αυτό είναι αναγκαίο, μπορούν να απαιτούν να τους παραδίδονται τα στοιχεία αυτά. Οι έλεγχοι μπορούν να διεξάγονται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και εντός δύο ετών μετά το πέρας ή την καταγγελία της. Το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει τις ίδιες εξουσίες ελέγχου όπως και η Επιτροπή.»

20      Επιπλέον, το άρθρο 9 των γενικών όρων ορίζει ειδικότερα ότι, προς διεξαγωγή οικονομικού ελέγχου, το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει πρόσβαση, ακριβώς όπως και η Επιτροπή, στο σύνολο των σχετικών με τη σύμβαση εγγράφων τα οποία και μπορεί να εξακριβώνει υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν και για την Επιτροπή.

21      Τέλος, όσον αφορά την καταγγελία των συμβάσεων, το άρθρο 8 των γενικών όρων ορίζει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«8.2      Η Επιτροπή μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση:

[…]

d)      σε περίπτωση μη εκπληρώσεως εκ μέρους ενός ή πλειόνων εργολάβων συμβατικής υποχρεώσεώς τους όταν η μη εκπλήρωση δεν δικαιολογείται από βάσιμους τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους και όταν οι ενδιαφερόμενοι εργολάβοι, κληθέντες διά συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής να τηρήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν έχουν συμμορφωθεί εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της επιστολής αυτής·

e)      αν ο εργολάβος, για να λάβει τη χρηματική συμμετοχή της Επιτροπής ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα προβλεπόμενο από τη σύμβαση, προβαίνει σε ψευδείς ή ατελείς δηλώσεις για τις οποίες ευθύνεται πράγματι·

[…]

Η καταγγελία για τους λόγους που μνημονεύονται [στο σημείο 8.2, στοιχεία b, e, f, και g] είναι δυνατή μόνο μετά πάροδο ενός μηνός από την αποστολή προειδοποιήσεως στους εργολάβους διά συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής.

[…]

8.4      Με την επιφύλαξη [του σημείου 21.4] του παρόντος παραρτήματος, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως βάσει [του σημείου 8.2, στοιχεία c έως f ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή όλης ή μέρους της οικονομικής συμμετοχής της, λαμβάνοντας υπόψη κατ’ εύλογη και δίκαιη κρίση τη φύση και τα αποτελέσματα των πραγματοποιηθεισών εργασιών, καθώς και τη χρησιμότητά τους για την Επιτροπή στο πλαίσιο προγράμματος τεχνολογικής έρευνας και αναπτύξεως της Κοινότητας.

[…]

8.5      Όταν η σύμβαση εκτελείται από πλείονες εργολάβους, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να μην καταγγείλει την ίδια τη σύμβαση σύμφωνα με [το σημείο 8.2] του παρόντος παραρτήματος αλλά μόνον τη συμμετοχή του εργολάβου που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, στον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων κατά τον τρόπο που η Επιτροπή κρίνει εύλογο για τον εργολάβο αυτό. Η Επιτροπή κανονικά καταγγέλλει μόνον τη συμμετοχή του μη συμμορφούμενου εργολάβου, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που υπαγορεύουν την καταγγελία της ιδίας της συμβάσεως.

[…]

8.6      Οι ακόλουθες διατάξεις της παρούσας συμβάσεως θα εξακολουθούν να ισχύουν παρά την καταγγελία της σύμφωνα με το άρθρο 8:

–        τα άρθρα 6, 7, 9, 10 και 12 του παρόντος παραρτήματος·

–        το μέρος B [που αφορά την κυριότητα, την εκμετάλλευση και τη διάδοση των αποτελεσμάτων (άρθρα 14 έως 20)] του παρόντος παραρτήματος·

–        τα μέρη F [που αφορά τη δικαιολόγηση των δαπανών (άρθρα 36 έως 38)] και G [που αφορά τον οικονομικό έλεγχο (άρθρο 39)] του παρόντος παραρτήματος, ενώ οι καταστάσεις δαπανών θα καλύπτουν μόνον την περίοδο μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία επέρχεται η λύση της συμβάσεως.»

 Ιστορικό της διαφοράς

22      Η Trends είναι ελληνική αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που συστάθηκε σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο με σύμβαση της 5ης Σεπτεμβρίου 1991 υπό την επωνυμία ΤΑΣΕΙΣ και στην αγγλική γλώσσα Trends (Transport Environment Development Systems). Η εταιρία εδρεύει στην Αθήνα, στην Ελλάδα. Εταίροι της είναι οι A. Τίλλης, M. Κονταράτος, Γ. Αργυράκος, Κ. Πετράκης και Φ. Κουτρουμπά. Η Trends μετέσχε σε διάφορα κοινοτικά σχέδια έρευνας και τεχνολογικής αναπτύξεως (RDT), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα δύο σχέδια που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων.

23      Σύμφωνα με το άρθρο 4 των επίμαχων συμβάσεων, η Επιτροπή κατέβαλε στον συντονιστή κάθε σχεδίου ως χρηματική συμμετοχή ποσό 405 333 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως BATT, εκ των οποίων η Trends έλαβε 293 340,25 ευρώ, και ποσό 437 250 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως MIRO, εκ των οποίων η Trends έλαβε 66 040 ευρώ.

24      Από τις 7 έως τις 11 Οκτωβρίου 1996 το Ελεγκτικό Συνέδριο διενήργησε έλεγχο διαφόρων συμβάσεων στις οποίες μετείχε η Trends, μεταξύ των οποίων οι επίμαχες συμβάσεις, και διαπίστωσε ότι η Trends είχε διαπράξει σημαντικές οικονομικές παραβάσεις. Οι παραβάσεις αυτές συνίσταντο μεταξύ άλλων, κατά το Ελεγκτικό Συνέδριο, σε διόγκωση των δαπανών της, σε μη τήρηση της υποχρεώσεως να χρηματοδοτήσει η ίδια ένα μέρος των σχεδίων και σε μη τήρηση της ελληνικής νομοθεσίας και των εφαρμοστέων φορολογικών κανόνων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο συνέστησε στην Επιτροπή να πράξει τα αναγκαία προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό των δαπανών που υπερεκτιμήθηκαν και να αναζητήσει το κατάλληλο ποσό για το σύνολο των κοινοτικών συμβάσεων RDT που είχαν συναφθεί με την Trends.

25      Από τις 7 έως τις 10 Οκτωβρίου 1997 η μονάδα συντονισμού της υπηρεσίας καταπολέμησης της απάτης (UCLAF) της Επιτροπής διενήργησε οικονομικό έλεγχο στην Trends, που αφορούσε μεταξύ άλλων τις επίμαχες συμβάσεις. Με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1998 η UCLAF κάλεσε την Trends να της παράσχει συμπληρωματικές εξηγήσεις και πληροφορίες προκειμένου να ολοκληρώσει τον οικονομικό έλεγχο. Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από κατάσταση των ζητηθέντων συμπληρωματικών στοιχείων. Η Trends απάντησε με έγγραφο της 24ης Μαρτίου 1998, εκφράζοντας ιδίως την έκπληξή της όσον αφορά αυτό το αίτημα παροχής συμπληρωματικών στοιχείων και δήλωσε ότι είχε παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία κατά τη διάρκεια του οικονομικού ελέγχου.

26      Στις 3 Ιουνίου 1998 η Trends υπέβαλε στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καταγγελία κατά της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι οι χειρισμοί της Επιτροπής ήταν κακοί και αντίθετοι προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

27      Με έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998 η Επιτροπή διαβίβασε στην Trends περίληψη των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε η UCLAF μετά τον οικονομικό έλεγχο που διενήργησε τον Οκτώβριο του 1997. Το έγγραφο αυτό εξέθετε επίσης με λεπτομέρειες διάφορους συμβατικούς όρους τους οποίους, κατά την UCLAF, παρέβη η Trends. Συγκεκριμένα, πρώτον, η Trends παρέβη το σημείο 22.2 και τα άρθρα 23 και 33 των γενικών όρων, υποβάλλοντας στην Επιτροπή καταστάσεις δαπανών περιλαμβάνουσες συστηματικά υπερεκτιμημένες δαπάνες οι οποίες δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την εκτέλεση των σχεδίων. Δεύτερον, η Trends παρέβη το σημείο 24.1 των γενικών όρων, παραλείποντας να υπολογίσει τις δαπάνες προσωπικού βάσει των πραγματικών ακαθάριστων αποδοχών ή κάθε άλλης δαπάνης απευθείας συνδεομένης με τη χρησιμοποίηση εργατικού δυναμικού, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και οι συνταξιοδοτικές εισφορές. Τρίτον, η Trends παρέβη τα σημεία 25.1 και 25.2 των γενικών όρων, παραλείποντας να υπολογίσει τα γενικά έξοδα σύμφωνα με τα συνήθη λογιστικά πρότυπα και δηλώνοντας γενικά έξοδα που ήταν αδύνατον να ελεγχθούν και που υπερέβαιναν κατά πολύ το πραγματικό κόστος.

28      Η Επιτροπή υπογράμμισε επίσης στο έγγραφο αυτό ότι, λαμβανομένων υπόψη αυτών των παραβάσεων των συμβάσεων, είχε δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβληθεί υπέρ το δέον στην Trends στο πλαίσιο των ως άνω συμβάσεων. Κάλεσε εντούτοις την Trends να της προσκομίσει, εντός προθεσμίας ενός μηνός, δικαιολογητικά στοιχεία που να αναιρούν τα συμπεράσματα αυτά και την προειδοποίησε ότι, διαφορετικά, θα προχωρούσε στη έκδοση εντολής εισπράξεως για τα σχετικά ποσά.

29      Με έγγραφο της 10ης Ιουλίου 1998 η Trends απάντησε στην Επιτροπή ότι δεν αποδέχεται τις μεθόδους ελέγχου που ακολούθησε η τελευταία και επιφυλάσσεται να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα της UCLAF. Εξέφρασε επίσης τη διαφωνία της με την απόφαση της Επιτροπής να καταγγείλει τις επίμαχες συμβάσεις.

30      Mε έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 1998, που κατέθεσε η Επιτροπή σε απάντηση σχετικού αιτήματος του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή πληροφόρησε την Trends ότι, δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν δικαιολογητικά ικανά να ανατρέψουν τα συμπεράσματα του οικονομικού ελέγχου, οι επίμαχες συμβάσεις λύονται από 17ης Ιουλίου 1998, σύμφωνα με το σημείο 8.2, στοιχείο d, των γενικών όρων. Επιπλέον, μεταξύ άλλων, της ζήτησε να επιστρέψει τα ποσά που της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, όπως αυτά διευκρινίζονται στους πίνακες που προσαρτήθηκαν στο έγγραφο αυτό (στο εξής: ανακεφαλαιωτικοί πίνακες).

31      Στις 26 Οκτωβρίου 1998 η Επιτροπή εξέδωσε την απευθυνόμενη στην Trends υπ’ αριθ. 98006933A εντολή εισπράξεως, με την οποία ζήτησε την επιστροφή 163 798 ευρώ που είχε εισπράξει η εναγόμενη αχρεωστήτως στο πλαίσιο της συμβάσεως BATT και 31 637 ευρώ αχρεωστήτως εισπραχθέντων στο πλαίσιο της συμβάσεως MIRO. Η εν λόγω εντολή εισπράξεως αφορούσε και δύο άλλες συμβάσεις που είχε συνάψει η Trends και οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της υποθέσεως Τ-448/04 μεταξύ των ιδίων διαδίκων.

32      Στις 29 Ιουνίου 1999 ο Διαμεσολαβητής εξέδωσε την απόφασή του, διαπιστώνοντας, αφενός, ότι δεν είναι αρμόδιος να εξετάσει τη διαφορά επί της ουσίας και, αφετέρου, ότι, εν προκειμένω, οι ενέργειες της Επιτροπής δεν συνιστούν κακοδιοίκηση.

33      Στις 13 Μαΐου, στις 2 Αυγούστου, στις 26 Οκτωβρίου και στις 29 Οκτωβρίου 1999, καθώς και στις 8 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή κάλεσε και πάλι την Trends με συστημένη επιστολή ή τηλεομοιοτυπία να της επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό ύψους 243 481 ευρώ για τις τέσσερις συμβάσεις τις οποίες αφορά η προαναφερθείσα εντολή εισπράξεως.

34       Με έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2000, το οποίο απέστειλε στην Επιτροπή με τηλεομοιοτυπία της 9ης Φεβρουαρίου 2000, η Trends αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της UCLAF, τα οποία θεώρησε αυθαίρετα, και, κατά συνέπεια, την οφειλή της έναντι της Επιτροπής. Επίσης αρνήθηκε να ανταποκριθεί στο αίτημα της Επιτροπής χωρίς προηγουμένη συζήτηση της διαφοράς ενώπιον ουδέτερης αρχής.

35      Στις 5 Σεπτεμβρίου 2001 η Επιτροπή επέδωσε στην Trends «εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία», με την οποία την κάλεσε να καταβάλει το ποσό που της ζήτησε με τους νόμιμους και τους συμβατικούς τόκους, καθώς και με τόκους υπερημερίας από την επομένη της λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε με την προαναφερθείσα εντολή εισπράξεως, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1999, και υπενθύμισε ότι, σε περίπτωση μη πληρωμής, θα επιδίωκε την είσπραξη του ποσού αυτού δικαστικώς.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

36      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Ιουνίου 2003, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή, που στρέφεται κατά της Trends και κατά των πέντε εταίρων της ατομικά.

37      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2003, η Trends προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σχετικά με τους τόκους που ζήτησε η Επιτροπή με το κύριο αίτημά της, και υπέβαλε αίτημα απαλείψεως από τα δικόγραφα ενός όρου που θεωρεί ότι συνιστά δυσφήμιση (στο εξής: παρεμπίπτον αίτημα), κατέθεσε δε υπόμνημα αντικρούσεως.

38      Στις 10 Φεβρουαρίου 2004 η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου και επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος. Η διαδικασία επί της ουσίας συνεχίστηκε μεταξύ της Επιτροπής και της Trends με ανταλλαγή υπομνήματος απαντήσεως και υπομνήματος ανταπαντήσεως.

39      Με διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2004 το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5).

40      Με διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2006 το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή της Επιτροπής καθόσον στρεφόταν κατά των πέντε εταίρων της Trends, καταδικάζοντας την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα σε σχέση με την κριθείσα ως απαράδεκτη αγωγή.

41      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε ερωτήσεις εγγράφως. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός των ταχθεισών προθεσμιών, η Επιτροπή ωστόσο έδωσε μία από τις ζητηθείσες απαντήσεις μετά την εκπνοή της προθεσμίας που της είχε τάξει το Πρωτοδικείο με το αίτημα παροχής πληροφοριών. Επιπλέον, την επομένη, παραμονή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ένα διορθωμένο κείμενο της τελευταίας αυτής απαντήσεως.

42      Με διατάξεις της 16ης Μαρτίου 2007 το Πρωτοδικείο αποφάσισε τη συνεκδίκαση της ενστάσεως απαραδέκτου και του παρεμπίπτοντος αιτήματος με την εξέταση επί της ουσίας και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

43      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Απριλίου 2007. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως οι διάδικοι διευκρίνισαν μεταξύ άλλων το περιεχόμενο ορισμένων αιτημάτων τους, διευκρινίσεις τις οποίες έλαβε υπό σημείωση το Πρωτοδικείο στα πρακτικά της προφορικής διαδικασίας.

44      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την αγωγή παραδεκτή·

–        να καταδικάσει την Trends να επιστρέψει στην Επιτροπή ποσό 195 435 ευρώ, ήτοι 163 798 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως BATT και 31 637 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως MIRO, πλέον συμβατικών τόκων από της καταβολής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής, ή, επικουρικώς, πλέον τόκων υπερημερίας, που οφείλονται στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 94 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑX, ΕΚ) 3418/93 της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού της 21ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ L 315, σ. 1), με επιτόκιο 5,50 %, από 31ης Δεκεμβρίου 1998 μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως της οφειλής·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

45      Η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να καλέσει ως μάρτυρα τον Α. Τσαούση·

–        να απορρίψει στο σύνολό της την αγωγή της Επιτροπής ως αόριστη και, κατά συνέπεια, ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη, όσον αφορά τόσο το κυρίως ζητούμενο ποσό όσο και τους τόκους που ζητούνται κυρίως ή επικουρικώς·

–        επικουρικώς, να μειώσει κατά 75 % το ποσό που ζητεί κυρίως η Επιτροπή και τους τυχόν επιδικασθησομένους τόκους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

46      Με την ένσταση απαραδέκτου η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη καθόσον αφορά το κύριο αίτημα σχετικά με τους τόκους·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

47      Με το παρεμπίπτον αίτημά της η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποσύρει από τα υπομνήματά της τον όρο «ατασθαλίες» και να τον αντικαταστήσει με τον όρο «παρατυπίες»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

48      Με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

49      Με τις παρατηρήσεις της επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει το παρεμπίπτον αίτημα·

–        να καταδικάσει την Trends στα δικαστικά έξοδα.

50      Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως η Trends ζήτησε επιπλέον από το Πρωτοδικείο να κηρύξει απαράδεκτες την απάντηση που έδωσε εκπροθέσμως η Επιτροπή και την απάντηση που υποκατέστησε την αρχικώς δοθείσα.

 Σκεπτικό

51      Εκ προοιμίου πρέπει να σημειωθεί ότι οι επίμαχες ρήτρες διαιτησίας, μολονότι αναφέρονται στο Δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθούν ότι προσδιορίζουν το αρμόδιο κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο κατ’ εφαρμογήν των κανόνων κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C-294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-2175, σκέψεις 49, 50 και 52). Όμως, δυνάμει της αποφάσεως 2004/407, οι προσφυγές ή αγωγές περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 238 ΕΚ υπάγονται πλέον σε πρώτο βαθμό στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση αγωγής.

1.     Επί του παραδεκτού της αγωγής και ορισμένων παραρτημάτων

 Επί του παραδεκτού της αγωγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Xωρίς να προβάλλει ρητά ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Trends υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι αόριστη και ότι πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

53      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι η αγωγή της είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

54      Από τα υπομνήματα που κατέθεσε η Trends προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, αφενός, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει με αυτά αποσκοπεί να αποδείξει μόνον το απαράδεκτο του κυρίου αιτήματος περί καταβολής τόκων ή ορισμένων επιχειρημάτων της Επιτροπής, ενώ το ουσιώδες μέρος των προβαλλομένων επιχειρημάτων αφορά το αβάσιμο των αιτημάτων της Επιτροπής, και ότι, αφετέρου, το μόνο στοιχείο που επικαλείται η Trends προς στήριξη του αιτήματός της να απορριφθεί η αγωγή της Επιτροπής ως απαράδεκτη είναι η προβαλλόμενη αοριστία της. Η αοριστία αυτή προκύπτει από το ότι η Επιτροπή δεν προσκομίζει επαρκή στοιχεία προς στήριξη της αγωγής της και από το ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τα ποσά που ζητεί, δεδομένου ότι δεν εξήγησε τον τρόπο υπολογισμού βάσει του οποίου προσδιόρισε τα ποσά των οποίων ζητείται η επιστροφή, πράγμα το οποίο περιήγαγε την Trends σε αδυναμία να αμυνθεί και στερεί το Πρωτοδικείο από τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του.

55      Όμως, πρώτον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι, με το δικόγραφο της αγωγής, η Επιτροπή εκθέτει τόσο τη νομική βάση των αιτημάτων της όσο και τα ποσά που ζητεί να της επιστραφούν, καθώς και τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι τα αιτήματα αυτά είναι βάσιμα. Δεύτερον, η επιχειρηματολογία που αφορά την απουσία ενδείξεων περί του τρόπου υπολογισμού αφορά στην πραγματικότητα το ζήτημα του βασίμου της αγωγής και, επομένως, δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση του παραδεκτού, καθόσον τα ζητούμενα ποσά μνημονεύονται σαφώς στο δικόγραφο της αγωγής. Διαπιστώνεται, κατά τα λοιπά, ότι όντως δόθηκε στην Trends η δυνατότητα να αμυνθεί, καθόσον η εταιρία αυτή υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως, όπου εκθέτει λεπτομερέστατα γιατί η αγωγή της Επιτροπής είναι αβάσιμη.

56      Επομένως, η αγωγή της Επιτροπής δεν είναι αόριστη, οπότε είναι απορριπτέο το αίτημα της Trends να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αγωγή της Επιτροπής, καθόσον το ζήτημα του ενδεχόμενου απαραδέκτου του κυρίου αιτήματος της Επιτροπής σχετικά με τους τόκους δεν εξετάζεται στο πλαίσιο του παρόντος σταδίου.

 Επί του παραδεκτού ορισμένων παραρτημάτων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Η Trends ισχυρίζεται ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η Επιτροπή ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως, ειδικότερα οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες από τους οποίους προκύπτουν τα ζητούμενα ποσά, ανά σύμβαση και ανά κατηγορία δαπάνης, καθώς και η έκθεση που συνέταξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε και τα έγγραφα που συνάπτονται σε αυτήν, στα οποία στηρίζεται η έκθεση αυτή, προσκομίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος l, του Κανονισμού Διαδικασίας και είναι, επομένως, απαράδεκτα.

58      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι δικαιούται να προσκομίζει έγγραφα στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

59      Δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, μπορούν να προτείνουν αποδεικτικά μέσα με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, αλλά οφείλουν στην περίπτωση αυτή να αιτιολογούν το γεγονός ότι καθυστερημένα προτάθηκαν αποδεικτικά μέσα. Εντούτοις, κατά τη νομολογία, ο περί προθεσμιών κανόνας του άρθρου 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως που προσκομίζει ο αντίδικος με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, που ορίζει ρητά ότι η ανταπόδειξη και η περαιτέρω απόδειξη είναι δυνατή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 71 και 72, και του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 2006, T-303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 189).

60      Εν προκειμένω, προσκομίστηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως η έκθεση που συνέταξε η UCLAF κατόπιν του οικονομικού ελέγχου της, μαζί με τα παραρτήματά της (παράρτημα 23 του υπομνήματος απαντήσεως), οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες που αναφέρουν με λεπτομέρειες, ανά σύμβαση και ανά κατηγορία δαπάνης, τα ποσά που ζητεί εν προκειμένω η Επιτροπή (παραρτήματα 24 και 25 του υπομνήματος απαντήσεως), τρεις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που παρασχέθηκαν το 1994 και το 1995 στο πλαίσιο της συμβάσεως BATT (παραρτήματα 26 έως 28 του υπομνήματος απαντήσεως) και δύο έγγραφα σχετικά με δύο συμβάσεις οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαφοράς (παραρτήματα 29 και 30 του υπομνήματος απαντήσεως).

61      Όσον αφορά την έκθεση της UCLAF, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή προσκόμισε ως παράρτημα του δικογράφου της αγωγής το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998, που παραπέμπει στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η UCLAF και εκθέτει λεπτομερώς το ουσιώδες μέρος των αιτιάσεων που διατύπωσε η UCLAF με την ως άνω έκθεση σε βάρος της Trends κατόπιν του οικονομικού ελέγχου.

62      Πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι τα παραρτήματα της εν λόγω εκθέσεως και οι ως άνω ανακεφαλαιωτικοί πίνακες περιλαμβάνουν διάφορα έγγραφα αλληλογραφίας που αντάλλαξαν η Επιτροπή και η Trends, καθώς και λεπτομερείς πίνακες αριθμητικών στοιχείων, αναφέροντες ιδίως τις δαπάνες που δήλωσε η Trends, τις δαπάνες που έγιναν δεκτές κατά τον οικονομικό έλεγχο και τα ποσά που όφειλε η Trends. Όμως, καταρχάς, η σχετική αλληλογραφία αφορά, κατ’ ουσίαν, την προετοιμασία και την παρακολούθηση του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε η UCLAF, ζητήματα με τα οποία είχε ήδη ασχοληθεί η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής της. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε ήδη προσκομίσει ορισμένα από τα έγγραφα αλληλογραφίας που συνάπτονται στην έκθεση της UCLAF σε παράρτημα του δικογράφου της αγωγής της. Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσκόμισε σε παράρτημα του δικογράφου της αγωγής της την εντολή εισπράξεως με ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1998, η οποία αναφέρει, αφενός, στη θέση «Δικαιολόγηση της εντολής εισπράξεως», ότι πρόκειται για τον διενεργηθέντα από 7 έως 10 Οκτωβρίου 1997 οικονομικό έλεγχο και, αφετέρου, ότι αυτή έχει ως σκοπό την είσπραξη των υπέρ το δέον καταβληθέντων ποσών ιδίως στο πλαίσιο των επίμαχων συμβάσεων, προσδιοριζομένων των ποσών που αντιστοιχούν στις ως άνω συμβάσεις. Τέλος, περιλαμβάνονται επίσης σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής δύο πίνακες που παραθέτουν λεπτομερώς για κάθε σύμβαση τους προς καταβολή τόκους υπερημερίας και που, κατά συνέπεια, αναφέρουν επίσης το ποσό που οφείλει η Trends για καθεμία από τις επίμαχες συμβάσεις.

63      Επομένως, η έκθεση της UCLAF, τα παραρτήματά της και οι ανακεφαλαιωτικοί πίνακες, που συνάπτονται για πρώτη φορά στο υπόμνημα απαντήσεως, δεν αποτελούν πρόταση νέων αποδεικτικών μέσων, όπως διατείνεται η Trends, αλλά απλώς περαιτέρω ανάπτυξη αποδείξεων που είχε ήδη προσκομίσει η Επιτροπή στο στάδιο του δικογράφου της αγωγής, περαιτέρω ανάπτυξη η οποία αποσκοπεί να απαντήσει λεπτομερώς στην επιχειρηματολογία που εκθέτει η Trends με το υπόμνημα αντικρούσεως ή να επεξηγήσει λεπτομερέστερα τη σύνθεση των ποσών των οποίων ζητείται η επιστροφή. Επομένως, τα έγγραφα που συνάπτει η Επιτροπή στα παραρτήματα 23 έως 25 του υπομνήματος απαντήσεως είναι παραδεκτά.

64      Το ίδιο ισχύει για τις αποδείξεις πληρωμής που προσκομίζονται με τα παραρτήματα 26 έως 28 του υπομνήματος απαντήσεως, που σκοπούν αποκλειστικά τη στήριξη του επιχειρήματος που προέβαλε η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής ότι η Trends διέπραξε οικονομικές παρατυπίες. Εξάλλου, η Επιτροπή προσκόμισε τις αποδείξεις αυτές σε παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της κατά την οποία, σε αντίθεση με όσα διατείνεται η Trends, η εταιρία αυτή παρέλειψε να προσκομίσει δικαιολογητικά σύμφωνα με τα επιβαλλόμενα από το καταστατικό της, πράγμα το οποίο αποδεικνύει την ύπαρξη ορισμένων από τις συμβατικές παραβάσεις που της προσάπτονται.

65      Τα παραρτήματα 29 και 30 του υπομνήματος απαντήσεως αφορούν συμβάσεις οι οποίες δεν αποτελούν το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς και δεν συνδέονται με αποδείξεις που είχε προσκομίσει η Επιτροπή με το δικόγραφο της αγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξηγεί γιατί τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως ούτε ποια είναι η σημασία τους για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς. Επομένως, τα παραρτήματα 29 έως 30 του υπομνήματος απαντήσεως δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

66      Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι, με γνώμονα τις ανωτέρω παρατηρήσεις, πρέπει τώρα να εξεταστεί το βάσιμο του παρεμπίπτοντος αιτήματος και της αγωγής, ενώ επιφυλάσσεται στο στάδιο αυτό να κρίνει το ζήτημα του παραδεκτού των εκπροθέσμων απαντήσεων της Επιτροπής.

2.     Επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

67      Βάσει μιας κοινής στα δίκαια των κρατών μελών γενικής αρχής που καταδικάζει τη χρήση δυσφημιστικών όρων έναντι του αντιδίκου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων, η Trends ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή να απαλείψει από τα διαδικαστικά έγγραφα τον όρο «ατασθαλίες», που παραπέμπει στον δόλο και είναι αντίθετος προς την αρχή της αναλογικότητας και δυσφημιστικός, και να τον αντικαταστήσει με τον πιο ουδέτερο όρο «παρατυπίες».

68      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το παρεμπίπτον αίτημα πρέπει να απορριφθεί, καθόσον ο χρησιμοποιηθείς όρος είναι ουδέτερος

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

69      Δεν απόκειται στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα να περιορίζουν την ελευθερία εκφράσεως των διαδίκων, εντός των ορίων της τηρήσεως των κανόνων δεοντολογίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2004, T-120/01 και T-300/01, De Nicola κατά ΕΤΕπ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-365 και II-1671, σκέψη 314). Πάντως, ο όρος στον οποίο αναφέρεται η Trends δεν υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα από τη δεοντολογία όρια. Επομένως, το παρεμπίπτον αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

3.     Επί του αιτήματος της Επιτροπής περί επιστροφής των σχετικών ποσών

 Επί του εφαρμοστέου δικαίου και επί της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι το ελληνικό και το ισπανικό δίκαιο έχουν εφαρμογή στις επίμαχες συμβάσεις, το Πρωτοδικείο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει των συμβατικών όρων, που επαρκούν εν προκειμένω, ερμηνευομένων με βάση τη βούληση των συμβαλλομένων, την καλή πίστη και τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση κοινοτικών πόρων. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να στηριχθεί στις διατάξεις του εθνικού δικαίου παρά μόνο για να συμπληρώσει τους εν λόγω συμβατικούς και κοινοτικούς κανόνες και υπό την προϋπόθεση ότι αυτές συμφωνούν με τους εν λόγω κανόνες και με τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου και αν ο σκοπός τους είναι σύμφωνος προς τους σκοπούς των σχετικών κοινοτικών δράσεων (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lentz υπό την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 1992, C-209/90, Επιτροπή κατά Feilhauer, Συλλογή 1992, σ. I-2613, I-2622), δεδομένου ότι οι επίμαχες συμβάσεις δεν είναι αμφοτεροβαρείς συμβάσεις αστικού δικαίου, αλλά συμβάσεις χορηγήσεως επιδοτήσεων δημοσίου δικαίου. Το γεγονός ότι μπορεί να πρόκειται για συμβάσεις προσχωρήσεως δεν ασκεί επιρροή και, επομένως, η Trends δεν μπορεί να αντλεί κάποιο επιχείρημα από τη φύση τους προφασιζόμενη την παρερμηνεία τους. Συνεπώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι επίμαχες συμβάσεις διέπονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν επηρεάζεται η έκβαση της δίκης.

71      Η Trends αντιτείνει, καταρχάς, ότι το Πρωτοδικείο πρέπει να επιλύσει τη διαφορά βάσει του εθνικού δικαίου το οποίο έχει εφαρμογή στη σύμβαση που περιλαμβάνει τη ρήτρα δυνάμει της οποίας το Πρωτοδικείο επελήφθη της υποθέσεως και ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες συμβάσεις είναι ατελείς και ασαφείς, καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στο εθνικό αυτό δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, έχει εφαρμογή το ελληνικό φορολογικό δίκαιο, ως ρύθμιση δημοσίας τάξεως. Η εταιρία αυτή παρατηρεί, στη συνέχεια, ότι οι επίμαχες συμβάσεις είναι αμφοτεροβαρείς και, ειδικότερα όσον αφορά τους γενικούς όρους, συμβάσεις προσχωρήσεως. Έτσι, δεδομένου ότι η σύμβαση BATT διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, αυτή πρέπει εν πάση περιπτώσει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το δίκαιο αυτό. Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η υπό κρίση υπόθεση διέπεται εξ ολοκλήρου από το ελληνικό δίκαιο. Τέλος, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα περί αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι ταυτόσημες με εκείνες που απορρέουν από την εφαρμογή των επίμαχων συμβάσεων. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη αδικαιολογήτου πλουτισμού της Trends στο στάδιο της επιδόσεως της αγωγής. Επομένως, έχει αποσβεστεί η υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών δυνάμει του άρθρου 909 του ελληνικού Αστικού Κώδικα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

72      Κατά τη νομολογία, οι διαφορές που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση μιας συμβάσεως πρέπει να επιλύονται κυρίως βάσει των όρων της συμβάσεως αυτής, ενώ οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να τηρούν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους ανεξάρτητα από τη φύση της οικείας συμβάσεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2001, T-68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-1443, σκέψη 77, και της 15ης Μαρτίου 2005, T-29/02, GEF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-835, σκέψη 108).

73      Από αυτό προκύπτει, αφενός, ότι ο χαρακτηρισμός μιας συμβάσεως δεν ασκεί επιρροή επί της επιλύσεως μιας διαφοράς εκ συμβάσεως όταν οι συμβατικοί όροι προβλέπουν σχετικούς με τα εριζόμενα ζητήματα κανόνες. Επομένως, στο παρόν στάδιο, παρέλκει ο προσδιορισμός της φύσεως των επίμαχων συμβάσεων. Αφετέρου, η ερμηνεία μιας συμβάσεως με βάση το εφαρμοστέο σ’ αυτήν δίκαιο ή το κοινοτικό δίκαιο δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικής με το περιεχόμενο της συμβάσεως αυτής. Όμως, τέτοιες αμφιβολίες δεν μπορούν να ανακύψουν παρά μόνον κατά την εξέταση επί της ουσίας των προβλεπομένων όρων. Εν προκειμένω, επομένως, το Πρωτοδικείο θα προσδιορίσει αν και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη ορισμένες διατάξεις του ελληνικού, του ισπανικού ή του κοινοτικού δικαίου προκειμένου να εκτιμήσει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που περιλαμβάνουν οι επίμαχες συμβάσεις κατά την εξέταση του βασίμου της αγωγής της Επιτροπής.

 Επί της υπάρξεως της αξιώσεως της Επιτροπής

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

74      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του σημείου 8.2, στοιχείο e, και του σημείου 8.5 των γενικών όρων, η ίδια μπορεί να καταγγέλλει τις επίμαχες συμβάσεις έναντι κάποιου εργολάβου όταν ο εργολάβος αυτός υποβάλλει με υπαιτιότητά του ψευδείς ή ατελείς δηλώσεις με σκοπό να λάβει την προβλεπόμενη κοινοτική χρηματοδότηση. Στην περίπτωση αυτή η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή του συνόλου ή μέρους των ποσών που κατέβαλε στον εργολάβο αυτόν, δυνάμει του σημείου 8.4 των γενικών όρων. Εν προκειμένω, ο οικονομικός έλεγχος τον οποίο διενήργησε η UCLAF επιβεβαίωσε την ύπαρξη των οικονομικών παρατυπιών που είχε ήδη διαπιστώσει το Ελεγκτικό Συνέδριο επ’ ευκαιρία προηγουμένου ελέγχου και η Trends δεν προσκόμισε κανένα δικαιολογητικό που να μπορεί να κλονίσει τα συμπεράσματα του ελέγχου αυτού, κατόπιν του οποίου προέκυψε ότι η Trends έλαβε 163 798 ευρώ υπέρ το δέον στο πλαίσιο της συμβάσεως BATT και 31 637 ευρώ υπέρ το δέον στο πλαίσιο της συμβάσεως MIRO. Επομένως, δυνάμει του σημείου 8.4 των γενικών όρων, η Trends υποχρεούται να επιστρέψει ποσό 195 435 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων και τόκων υπερημερίας.

75      Έτσι, η Επιτροπή στηρίζει την αγωγή προς επιστροφή των σχετικών ποσών στο σημείο 8.4 των γενικών όρων. Όμως, η διάταξη αυτή, που ισχύει σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων γενικά ή σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων έναντι ενός συγκεκριμένου εργολάβου, αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες μιας τέτοιας καταγγελίας. Επομένως, προκειμένου να εξακριβωθεί το βάσιμο της αγωγής της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο πρέπει να βεβαιωθεί καταρχάς αν η Επιτροπή μπορούσε πράγματι να προβεί σε καταγγελία των συμβάσεων έναντι της Trends, οπότε σ’ αυτό απόκειται να εξακριβώσει αν οι συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν όταν η Επιτροπή θέλησε να τις καταγγείλει, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή προϋπόθεση είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα καταγγελίας. Μόνο σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως θα πρέπει στη συνέχεια το Πρωτοδικείο να ελέγξει αν αποδεικνύονται οι ενέργειες που προσάπτει στην Trends η Επιτροπή, οι οποίες στηρίζουν την καταγγελία των συμβάσεων, αν η Επιτροπή απέδειξε ότι η Trends έλαβε ποσά υπέρ το δέον, ποιο είναι το ύψος του σχετικού ποσού και, τέλος, αν η ενδεχόμενη αξίωση μπορεί να προσαυξηθεί με τόκους.

 Επί του προκαταρκτικού ζητήματος της δυνατότητας καταγγελίας των συμβάσεων

76       Όπως προκύπτει από τη σκέψη 6 ανωτέρω, το άρθρο 13 των γενικών όρων προβλέπει ότι, εκτός αντίθετης διατάξεως, οι συμβάσεις παύουν να ισχύουν κατά την πρώτη από τις ακόλουθες ημερομηνίες: την ημερομηνία εγκρίσεως από την Επιτροπή της τελευταίας τεχνικής εκθέσεως, την ημερομηνία εγκρίσεως από την Επιτροπή του τελευταίου εγγράφου που επέτασσε η σύμβαση, την ημερομηνία υποβολής του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος δαπανών ή την ημερομηνία της τελευταίας πληρωμής εκ μέρους της Επιτροπής. Με γνώμονα αυτήν τη ρήτρα πρέπει να εξακριβωθεί αν ίσχυαν ακόμη οι επίμαχες συμβάσεις όταν η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτές καταγγέλθηκαν, δηλαδή στις 17 Ιουλίου 1998. Το Πρωτοδικείο έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους επ’ αυτού στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας. Κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως ζήτησε εκ νέου από τους διαδίκους να εκθέσουν ιδίως αν τα γεγονότα που απαριθμεί το άρθρο 13 των γενικών όρων είχαν ήδη επέλθει όταν καταγγέλθηκαν οι συμβάσεις έναντι της Trends ή αν αντιθέτως δεν είχε επέλθει κάποιο από τα γεγονότα αυτά.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

77      Με την απάντησή της σε έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου η Επιτροπή υποστήριξε ότι, όταν το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998 απεστάλη στην Trends, οι συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν. Το άρθρο 13 των γενικών όρων αφορά μόνον καταστάσεις στις οποίες οι συμβάσεις έχουν πλήρως εκτελεστεί ή έχουν λήξει με άλλον τρόπο εκτός της καταγγελίας λόγω υπαιτιότητας του αντισυμβαλλομένου. Εξάλλου, την τελευταία αυτή κατάσταση αφορά μια ειδική ρήτρα των γενικών όρων. Έτσι, το άρθρο 13 των γενικών όρων δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Αν ληφθεί ως βάση μια αντίθετη ερμηνεία, το αποτέλεσμα θα είναι ότι μια πληρωμή η οποία, στη συνέχεια, προκύπτει ότι ήταν η τελευταία θα μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη επιφέρουσα τη λήξη της ισχύος της συμβάσεως, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

78      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε την άποψή της ότι τα γεγονότα που απαριθμεί το άρθρο 13 των γενικών όρων αποδεικνύουν ότι η λήξη των επίμαχων συμβάσεων δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο μετά την πλήρη εκτέλεση των συμβάσεων αυτών. Προσέθεσε ότι από ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων, ειδικότερα από το έγγραφο της Trends που συνάπτεται στο παράρτημα 9 του δικογράφου της αγωγής, αποδεικνύεται ότι οι συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν όταν καταγγέλθηκαν.

79      Με την απάντησή της σε σχετική έγγραφη ερώτηση του Πρωτοδικείου η Trends υποστήριξε ότι οι τελευταίες πληρωμές τις οποίες αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων πραγματοποιήθηκαν στις 12 Απριλίου 1996 για τη σύμβαση BATT και στις 15 Δεκεμβρίου 1995 για τη σύμβαση MIRO. Η έγκριση των τελευταίων τεχνικών εκθέσεων έλαβε χώρα την ίδια περίοδο, καθόσον η Επιτροπή δεν θα ολοκλήρωνε τις πληρωμές ή δεν θα χρησιμοποιούσε τις εκπονηθείσες μελέτες αν οι τελευταίες εκθέσεις δεν είχαν εγκριθεί. Επιπλέον, οι ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις δαπανών υποβλήθηκαν επίσης την ίδια περίοδο. Η Trends συνάγει εξ αυτών ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίζει την αγωγή της στο σημείο 8.2 των γενικών όρων.

80      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Trends επιβεβαίωσε ότι οι μελέτες τις οποίες αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή και ότι οι εργασίες που προβλέπουν οι συμβάσεις είχαν περατωθεί, προσέθεσε δε, σχετικά με τη σύμβαση BATT στο πλαίσιο της οποίας ενεργούσε επίσης ως συντονιστής, ότι είχε λάβει στις 21 Μαΐου 1996 την οριστική επιβεβαίωση της Επιτροπής, που αποδεικνύει ότι είχαν εκτελεστεί όλες οι συμβατικές υποχρεώσεις. Όσον αφορά τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η Επιτροπή υποστηρίζοντας ότι οι συμβάσεις όντως καταγγέλθηκαν, αυτά δεν έχουν καμία νομική αξία.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

81      Όπως σημειώθηκε στη σκέψη 76 ανωτέρω, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι επίμαχες συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν όταν καταγγέλθηκαν.

82      Συναφώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει, πρώτον, ότι δεν αμφισβητείται ότι τα σχετικά σχέδια εκτελέστηκαν. Η Trends ισχυρίστηκε εξάλλου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι όλες οι μελέτες τις οποίες αφορούν οι επίμαχες συμβάσεις είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή και ότι είχε εκτελεστεί το σύνολο των σχετικών εργασιών, χωρίς η Επιτροπή να διαφωνήσει. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι η Trends παρέβη άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εκτός εκείνων που εκτίθενται λεπτομερώς στο έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998, οι οποίες συνδέονται όλες αποκλειστικά με την υποχρέωση να δηλώνονται στην Επιτροπή μόνον οι πραγματικές και δικαιολογημένες δαπάνες (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

83      Δεύτερον, η Επιτροπή εκθέτει με το δικόγραφο της αγωγής ότι οι τελευταίες πληρωμές για τις συμβάσεις BATT και MIRO πραγματοποιήθηκαν, αντιστοίχως, στις 12 Απριλίου 1996 και στις 15 Δεκεμβρίου 1995 και ότι οι σχετικές εντολές προς πληρωμή έχουν ημερομηνία 12 Απριλίου 1996 και 14 Δεκεμβρίου 1995

84      Ασφαλώς, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η έννοια της τελευταίας πληρωμής την οποία αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων δεν μπορεί να αφορά μια χρηματική καταβολή εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία, στη συνέχεια, προέκυψε ότι ήταν η τελευταία. Αντιθέτως, από το σημείο 21.2, στοιχεία a έως c, των γενικών όρων, που περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο καταβολής της οικονομικής συνεισφοράς της Επιτροπής, προκύπτει ότι οι πληρωμές της Επιτροπής αποτελούνται, πρώτον, από μια προκαταβολή, το ύψος της οποίας περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 των επίμαχων συμβάσεων, δεύτερον, από περιοδικές καταβολές, εντός δύο μηνών από της εγκρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής των εκθέσεων προόδου των εργασιών και των σχετικών καταστάσεων δαπανών και, τρίτον, από μια τελική πληρωμή, η οποία αντιστοιχεί καταρχήν σε μια κράτηση ύψους μέχρι 10 % της συνολικής προσαρμοσμένης κοινοτικής οικονομικής συνεισφοράς όσον αφορά το υπόλοιπο των οφειλομένων ποσών εντός δύο μηνών από της εγκρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος δαπανών, της τελευταίας τεχνικής εκθέσεως και του τελευταίου εγγράφου που επιβάλλει η σύμβαση.

85      Επομένως, η έννοια της τελευταίας πληρωμής την οποία αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων δεν μπορεί να καλύπτει παρά αυτήν την τελευταία πληρωμή στην οποία αναφέρεται το σημείο 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων, η οποία επέρχεται οπωσδήποτε μετά την προκαταβολή και τις περιοδικές καταβολές. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι πληρωμές στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή είναι οι τελευταίες πληρωμές τις οποίες αφορούν το άρθρο 13 και το σημείο 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων.

86      Συναφώς, πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, μεταξύ των εντολών προς πληρωμή σχετικά με τις επίμαχες συμβάσεις, που συνάπτει η Επιτροπή στο δικόγραφο της αγωγής της, οι εντολές προς πληρωμή με ημερομηνία, αντιστοίχως, 12 Απριλίου 1996 (σύμβαση BATT) και 14 Δεκεμβρίου 1995 (σύμβαση MIRO) αναφέρουν ρητά ότι σκοπός τους είναι η τελική πληρωμή σχετικά με καθεμία από τις συμβάσεις. Το ποσό της τελευταίας πληρωμής που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως MIRO αντιστοιχεί εξάλλου ακριβώς στο 10 % της μέγιστης συνολικής οικονομικής συμμετοχής την οποία η Επιτροπή είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει δυνάμει του σημείου 3.2 της εν λόγω συμβάσεως, ήτοι 87 450 ευρώ.

87      Δεύτερον, διάφορα έγγραφα της Επιτροπής, τα οποία προσκόμισε η Trends ως παραρτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως, αποδεικνύουν επίσης ότι οι εντολές προς πληρωμή στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή αφορούσαν όντως την τελευταία πληρωμή την οποία αφορούν το άρθρο 13 και το σημείο 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων. Έτσι, καταρχάς, όσον αφορά τη σύμβαση BATT, με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 1996 η Επιτροπή απηύθυνε στην Trends την τελική παγιωμένη κατάσταση δαπανών, η οποία συντάχθηκε βάσει των διαφόρων καταστάσεων που της είχαν υποβληθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως και η οποία εξέφραζε την τελική θέση της Επιτροπής, και ζήτησε από την Trends να φροντίσει ώστε αυτή να υπογραφεί από κάθε μετέχοντα στο σχέδιο και να επιστραφεί στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων ώστε, από της παραλαβής του εν λόγω εγγράφου, να προετοιμαστεί η τελική καταβολή, ενώ η έλλειψη αντιδράσεως στο έγγραφο αυτό εθεωρείτο ότι αποτελούσε αποδοχή του. Το ως άνω έγγραφο ανέφερε ότι η εν λόγω τελική πληρωμή ανερχόταν σε 65 233 ευρώ και, πράγματι, η εντολή προς πληρωμή της 12ης Απριλίου 1996 αφορούσε την καταβολή αυτού ακριβώς του ποσού. Εξάλλου, η Επιτροπή ενημέρωσε στη συνέχεια την Trends, με έγγραφο της 20ής Μαΐου 1996, ότι είχε αρχίσει η διαδικασία πληρωμής και ότι επρόκειτο να προβεί στην τελική πληρωμή ποσού 65 233 ευρώ, υπενθύμισε δε στην εταιρία αυτή ότι τα άρθρα 7 και 8 της συμβάσεως και το άρθρο 7 των γενικών όρων εξακολουθούσαν να ισχύουν ακόμα και μετά τη λήξη της συμβάσεως. Τέλος, όσον αφορά τη σύμβαση MIRO, με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 1995 προς την Trends ο οικονομικός διαχειριστής του σχεδίου MIRO πληροφόρησε την Trends ότι είχε λάβει μεταξύ άλλων από την Επιτροπή την παγιωμένη τελική κατάσταση δαπανών και ότι επρόκειτο να προβεί στην τελική πληρωμή που αντιστοιχούσε σε μια αρχική κράτηση 10 %. Επίσης για τη σύμβαση αυτή, πράγματι το εν λόγω ποσό ήταν αυτό το οποίο αφορούσε η εντολή προς πληρωμή της 14ης Δεκεμβρίου 1995.

88      Τρίτον, οι πίνακες Excel σχετικά με τις επίμαχες συμβάσεις, οι οποίοι συνάπτονται στο παράρτημα 10 της εκθέσεως της UCLAF και περιλαμβάνουν, ανά κατηγορία δαπάνης, ιδίως τα ποσά που είχε δηλώσει η Trends, τα ποσά που θεωρήθηκαν ως δικαιολογημένα κατά τον οικονομικό έλεγχο και τα ποσά που είχαν καταβληθεί στην Trends, αναφέρουν ρητά, στη γραμμή που περιέχει το άθροισμα των πληρωμών προς την Trends στο πλαίσιο καθεμιάς των συμβάσεων αυτών, ότι πρόκειται για τις προκαταβολές, τις περιοδικές καταβολές και την τελική καταβολή. Επ’ αυτού, έχει σημασία να υπογραμμιστεί ότι η σχετική μνεία δεν μπορεί να αποτελεί κάποια στερεότυπη ένδειξη, καθόσον ένας άλλος παρόμοιος πίνακας που συνάπτεται στην έκθεση της UCLAF, ο οποίος αφορά σύμβαση που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαφοράς, αναφέρει στην ίδια γραμμή, σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες πληρωμές, ότι έλαβε χώρα μόνον η σχετική προκαταβολή. Επιπλέον, κανένας διάδικος δεν υποστήριξε ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνουν οι πίνακες αυτοί είναι εσφαλμένα.

89      Τέταρτον, ένα έγγραφο με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1997, επίσης προσκομιζόμενο στο παράρτημα 10 της εκθέσεως της UCLAF, συνταχθέν από την Επιτροπή, αναφέρει επίσης, σχετικά με τις επίμαχες συμβάσεις, ότι πραγματοποιήθηκε η τελική πληρωμή. Και πάλι, δεν μπορεί να πρόκειται για μια στερεότυπη ένδειξη, καθόσον, σχετικά με μια άλλη η σύμβαση, το ίδιο έγγραφο εκθέτει ρητά ότι η δεύτερη περιοδική καταβολή και η τελική πληρωμή προετοιμάζονται αλλά δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμη.

90      Πέμπτον, ένας πίνακας που συνάπτεται στο παράρτημα 8 της εκθέσεως της UCLAF εκθέτει επίσης, στον κατάλογο των πληρωμών προς την Trends ότι, όσον αφορά τόσο τη σύμβαση BATT όσο και τη σύμβαση MIRO, οι τελικές πληρωμές πραγματοποιήθηκαν, αντιστοίχως, στις 21 Μαΐου 1996 και στις 15 Φεβρουαρίου 1996.

91      Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι καταβολές τις οποίες αφορούσαν οι εντολές προς πληρωμή της 12ης Απριλίου 1996 και της 14ης Δεκεμβρίου 1995 είναι όντως οι τελευταίες πληρωμές τις οποίες αφορούν το άρθρο 13 και το σημείο 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων και ότι δεν πρόκειται απλώς, όπως αφήνει να εννοηθεί η Επιτροπή, για πληρωμές οι οποίες στη συνέχεια προέκυψε ότι ήταν οι τελευταίες.

92      Όσον αφορά τις ημερομηνίες διενέργειας των πληρωμών αυτών, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ημερομηνίες της 12ης Απριλίου 1996 και της 14ης Δεκεμβρίου 1995 τις οποίες φέρουν οι εν λόγω διαταγές προς πληρωμή αντιστοιχούν στην πραγματικότητα στις ημερομηνίες εκτυπώσεως των εγγράφων αυτών και όχι στις ημερομηνίες στις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι πληρωμές. Στην πραγματικότητα, από την τελική εντολή προς πληρωμή σχετικά με τη σύμβαση BATT προκύπτει ότι η εντολή αυτή υπεγράφη από τον διατάκτη μόλις στις 22 Απριλίου 1996, ενώ η αντίστοιχη ημερομηνία όσον αφορά τη σύμβαση MIRO είναι δυσανάγνωστη.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τις ημερομηνίες αποστολής των εγγράφων που παρατίθενται στη σκέψη 87 ανωτέρω, τον αναγκαίο στο πλαίσιο κάθε διοικητικής διαδικασίας χρόνο για την εκτέλεση των εντολών προς πληρωμή και τις ημερομηνίες που αναγράφονται στον πίνακα ο οποίος συνάπτεται στο παράρτημα 8 της εκθέσεως της UCLAF, που δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ημερομηνίες της 21ης Μαΐου 1996 και της 15ης Φεβρουαρίου 1996 ως ημερομηνίες διενέργειας των τελευταίων πληρωμών τις οποίες αφορούν το άρθρο 13 και το σημείο 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων, αντιστοίχως, για τη σύμβαση BATT και για τη σύμβαση MIRO.

94      Τρίτον, όσον αφορά τα λοιπά γεγονότα τα οποία αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων, ναι μεν οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν τις ημερομηνίες επελεύσεώς τους, παράλληλα όμως δεν υποστήριξαν ότι δεν έλαβε χώρα κάποιο από τα γεγονότα αυτά, όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία που εκτίθεται στις σκέψεις 77 έως 80 ανωτέρω. Αντιθέτως, η Trends ισχυρίστηκε, χωρίς να διαψευστεί επί του σημείου αυτού από την Επιτροπή, ότι οι τεχνικές εκθέσεις και οι ανακεφαλαιωτικές καταστάσεις δαπανών, καθώς και οι μελέτες τις οποίες αφορά το άρθρο 13 των γενικών όρων, είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή.

95       Εν πάση περιπτώσει, από τις επίμαχες συμβάσεις προκύπτει ότι τα γεγονότα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 13 των γενικών όρων, εκτός της τελευταίας πληρωμής εκ μέρους της Επιτροπής, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να επέλθουν παρά μόνον πριν από την τελευταία αυτή πληρωμή. Πράγματι, δυνάμει του σημείου 21.2, στοιχείο c, των γενικών όρων, η τελευταία πληρωμή, που πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω για καθεμία από τις επίμαχες συμβάσεις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 82 έως 91 ανωτέρω, δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο μετά την έγκριση του ανακεφαλαιωτικού σημειώματος δαπανών και, επομένως, εξ υποθέσεως, μετά την υποβολή του, μετά την έγκριση της τελευταίας τεχνικής εκθέσεως και μετά την έγκριση του τελευταίου εγγράφου που επιβάλλει η σύμβαση.

96      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια του τελευταίου εγγράφου που επιβάλλει η σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά τα δικαιολογητικά των δηλουμένων δαπανών. Πράγματι, οι επίμαχες συμβάσεις δεν επιβάλλουν την προσκόμισή τους. Έτσι, αφενός, το άρθρο 5 των επίμαχων συμβάσεων και τα άρθρα 36 και 37 των γενικών όρων περιορίζονται στην επιβολή της υποχρεώσεως στους εργολάβους να υποβάλλουν καταστάσεις δαπανών, αλλά δεν επιτάσσουν οι καταστάσεις αυτές να συνοδεύονται από τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αφετέρου, το άρθρο 38 των γενικών όρων περιορίζεται στην επιβολή της υποχρεώσεως στους εργολάβους να διατηρούν για ορισμένο χρόνο τα δικαιολογητικά αυτά.

97      Επιπλέον, ασφαλώς, δυνάμει του σημείου 36.4 των γενικών όρων, οι εργολάβοι οφείλουν να γνωστοποιούν στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς της, κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις καταστάσεις δαπανών που μπορεί να χρειάζεται για την ορθή διαχείριση της συμβάσεως και, δυνάμει του άρθρου 39 των γενικών όρων, η Επιτροπή μπορεί να ζητεί να της παραδίδονται τα εν λόγω δικαιολογητικά έγγραφα στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου. Εντούτοις, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα ως άνω δικαιολογητικά είναι έγγραφα που επιβάλλει η σύμβαση υπό την έννοια του άρθρου 13 των γενικών όρων, καθόσον εναπόκειται στην Επιτροπή να τα ζητεί αν κρίνει αναγκαίο κάτι τέτοιο.

98      Τέταρτον, ούτε το γεγονός ότι δεν διενεργήθηκε ο οικονομικός έλεγχος που προβλέπει το άρθρο 39 των γενικών όρων εμποδίζει τη λήξη της σχετικής συμβάσεως, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό ορίζει ρητά ότι ο εν λόγω έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί εντός δύο ετών από της λήξεως της συμβάσεως. Ομοίως, ναι μεν ο οικονομικός έλεγχος μπορεί να οδηγήσει σε καταγγελία της συμβάσεως, αλλά μπορεί επίσης να μην έχει αποτελέσματα έναντι αυτής, καθόσον μπορεί να διενεργηθεί μετά τη λήξη της συμβάσεως, ανεξαρτήτως του αν αυτή επήλθε επειδή η σύμβαση έπαψε να ισχύει ή επειδή καταγγέλθηκε.

99      Έτσι, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, διαπιστώνεται ότι η τελική πληρωμή που πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαΐου 1996 και η τελική πληρωμή που πραγματοποιήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1996 επέφεραν τη λήξη, αντιστοίχως, της συμβάσεως BATT και της συμβάσεως MIRO, σύμφωνα με το άρθρο 13 των γενικών όρων.

100    Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία των συμβάσεων την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά την οποία δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθρο 13 των γενικών όρων.

101    Πρώτον, όπως ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, την καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων αφορούν και άλλες διατάξεις πέραν εκείνων που διέπουν τη λήξη τους. Έτσι, το σημείο 2.2 των επίμαχων συμβάσεων προβλέπει ότι οι εργολάβοι μπορούν να τερματίζουν τις συμβάσεις υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το σημείο 8.2 των γενικών όρων, σχετικά με την καταγγελία των συμβάσεων αυτών. Εντούτοις, οι εν λόγω διατάξεις δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο οι επίμαχες συμβάσεις να λήξουν ή να πάψουν να ισχύουν λόγω άλλων περιστάσεων.

102    Δεύτερον, ασφαλώς, μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι συμβάσεις γενικά δεν μπορούν να παύουν να ισχύουν πριν εκτελεστούν πλήρως. Εντούτοις, καταρχάς, εν προκειμένω, από την ανάγνωση των επίμαχων συμβάσεων διαπιστώνεται ότι αυτές θεωρούνται ως πλήρως εκτελεσθείσες όταν έχει λάβει χώρα το σύνολο των πράξεων που προβλέπει το άρθρο 13 των γενικών όρων και, εξ υποθέσεως, των πράξεων που οπωσδήποτε προηγούνται αυτών, όπως η υποβολή των εκθέσεων προόδου των εργασιών. Όμως, διαπιστώθηκε προηγουμένως ότι όντως αυτό συνέβη εν προκειμένω. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, οι επίμαχες συμβάσεις δεν προβλέπουν ότι δεν μπορούν να λήξουν πριν διενεργηθεί ο οικονομικός έλεγχος και πριν υποβάλει ο ενδιαφερόμενος εργολάβος όλα τα έγγραφα που του ζητούνται στο πλαίσιο του ως άνω ελέγχου ή πριν αυτός δικαιολογήσει, κατά τον έλεγχο αυτό, το σύνολο των δηλουμένων δαπανών για τις οποίες έλαβε κοινοτική χρηματοδότηση προβλεπόμενη από τη σύμβαση.

103    Στη συνέχεια, η ερμηνεία που υποστηρίζει η Επιτροπή είναι σαφώς αντίθετη προς τους συμβατικούς όρους. Πράγματι, αποτέλεσμά της είναι να θεωρηθεί ότι, αν ένας εργολάβος δεν προσκομίζει τα δικαιολογητικά που του ζητούνται στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου, δεν έχει πλήρως εκτελέσει τη σύμβαση, αυτή δε δεν μπορεί να λήξει, έστω και μετά την επέλευση του συνόλου των γεγονοτων που προβλέπει το άρθρο 13 των γενικών όρων.

104    Τέλος, η ερμηνεία την οποία προτείνει η Επιτροπή είναι επίσης αντίθετη προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Έτσι, αφενός, η αποδοχή της ερμηνείας αυτής καθιστά δυνατή την αναδρομική επαναφορά σε ισχύ μιας συμβάσεως που έχει ήδη λήξει απλώς και μόνον λόγω του ότι, στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου διενεργηθέντος εντός δύο ετών από της λήξεως της συμβάσεως, ο εργολάβος αρνήθηκε να επιδείξει τα έγγραφα που του ζήτησε η Επιτροπή. Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή σημαίνει ότι ο οικονομικός έλεγχος τον οποίο προβλέπει το άρθρο 39 των γενικών όρων μπορεί να διενεργείται χωρίς χρονικό περιορισμό, καθόσον, αν θεωρηθεί ότι η άρνηση επιδείξεως εγγράφου σημαίνει ότι η σύμβαση δεν έχει εκτελεστεί πλήρως και, συνεπώς δεν έχει λήξει, δεν μπορεί να έχει αρχίσει να τρέχει αναδρομικά η προθεσμία των δύο ετών από της λήξεως της συμβάσεως, η οποία οριοθετεί το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορεί να διενεργηθεί ο οικονομικός αυτός έλεγχος. Τούτο εξάλλου προδήλως δεν αντιστοιχεί προς τη βούληση των διαδίκων που εκφράσθηκε με την υπογραφή των επίμαχων συμβάσεων, καθόσον αυτές προβλέπουν ρητά ένα χρονικό όριο μετά το οποίο δεν μπορεί πλέον να διενεργηθεί ο κατά το άρθρο 39 των γενικών όρων οικονομικός έλεγχος.

105    Επομένως, οι επίμαχες συμβάσεις είχαν όντως λήξει πριν η Επιτροπή αποφασίσει να τις καταγγείλει έναντι της Trends.

106    Το γεγονός ότι οι διάδικοι, στο πλαίσιο ορισμένων εγγράφων αλληλογραφίας που αντάλλαξαν κατά τη διάρκεια του 1998, θεώρησαν ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο δεν κλονίζει τη διαπίστωση αυτή. Αφενός, ένα σφάλμα εκ μέρους των διάδικων όσον αφορά ένα πραγματικό γεγονός, δύο έτη μετά τα πραγματικά περιστατικά, δεν μπορεί να δεσμεύσει το Πρωτοδικείο, αλλ’ ούτε και να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία πολυάριθμων στοιχείων της δικογραφίας, τα οποία γενικά είχαν συνταχθεί κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία συνάγεται σαφώς ότι οι επίμαχες συμβάσεις έπαψαν να ισχύουν στις 21 Μαΐου 1996 (σύμβαση BATT) και στις 15 Φεβρουαρίου 1996 (σύμβαση MIRO), αντιστοίχως, όπως προκύπτει από την ανάλυση που εκτίθεται ανωτέρω.

107    Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, κανένα από τα έγγραφα στα οποία παραπέμπουν οι διάδικοι δεν αποδεικνύει ότι οι συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν στις 17 Ιουλίου 1998.

108    Πρώτον, το έγγραφο της Trends της 24ης Μαρτίου 1998, που συνάπτεται στο παράρτημα 9 του δικογράφου της αγωγής, δεν έχει το περιεχόμενο που του αποδίδει η Επιτροπή. Πράγματι, από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι τούτο δεν αφορά μόνον τις επίμαχες συμβάσεις, αλλά το σύνολο των συμβάσεων οι οποίες αποτέλεσαν το αντικείμενο του οικονομικού ελέγχου που διενήργησε η UCLAF. Έτσι, από το ότι η Trends δηλώνει σ’ αυτό γενικά ότι η Επιτροπή έλαβε αυθαίρετα υπόψη ορισμένες πληρωμές και από το ότι η στάση αυτή επηρεάζει τη συμμετοχή της στα ευρισκόμενα σε εξέλιξη προγράμματα έρευνας δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Trends θεωρούσε ότι οι επίμαχες συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν.

109    Δεύτερον, είναι ακριβές ότι, με το από 9 Σεπτεμβρίου 1998 έγγραφό της, η Επιτροπή εκθέτει στην Trends ότι παύει τη συμμετοχή της στις επίμαχες συμβάσεις και ότι δεν θα προβεί σε άλλη πληρωμή υπέρ της εταιρίας αυτής. Εντούτοις, το έγγραφο αυτό απεστάλη ιδίως μετά το έγγραφο της Επιτροπής της 12ης Ιουνίου 1998, όπου η τελευταία περιορίστηκε να μνημονεύσει την επιβαλλόμενη στην Trends υποχρέωση επιστροφής των σχετικών ποσών, χωρίς να αναφέρει ότι θα έπαυε η συμμετοχή της στις επίμαχες συμβάσεις. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο η διατύπωση περί αναστολής των πληρωμών να είναι στερεότυπη. Λαμβανομένου υπόψη επιπλέον του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό συντάχθηκε δύο και πλέον έτη μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω σχεδίων και ότι, όπως προκύπτει από την έκθεση της UCLAF, ο οικονομικός έλεγχος στον οποίο αναφέρεται το έγγραφο αυτό δεν αφορούσε μόνο τις επίμαχες συμβάσεις, αλλά επίσης μια δεκάδα άλλων συμβάσεων στις οποίες μετείχε η Trends, ή η εταιρία Trends Europe Ltd, καθεμία από τις οποίες βρισκόταν σε διαφορετικό στάδιο υλοποιήσεως, το ως άνω έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 1998 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία των στοιχείων και των εγγράφων που αναλύονται ανωτέρω στις σκέψεις 82 έως 90.

110    Τρίτον, δεν συνιστά σχετική απόδειξη ούτε το έγγραφο της Trends της 10ης Ιουλίου 1998, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται επίσης το έγγραφο της 9ης Σεπτεμβρίου 1998. Ασφαλώς, η Trends με αυτό αμφισβητεί τα συμπεράσματα του οικονομικού ελέγχου και εκφράζει τη διαφωνία της όσον αφορά την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί σε καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων. Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το έγγραφο της 12ης Ιουνίου 1998, στο οποίο απαντά το έγγραφο αυτό, δεν αναφέρει ότι η Επιτροπή είχε την πρόθεση να καταγγείλει τις επίμαχες συμβάσεις. Έτσι, και για τους λόγους που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ούτε το έγγραφο αυτό μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία των στοιχείων και των εγγράφων που αναλύονται ανωτέρω στις σκέψεις 82 έως 90.

111    Επομένως, δεδομένου ότι οι συμβάσεις BATT και MIRO έληξαν στις 21 Μαΐου 1996 και στις 15 Φεβρουαρίου 1996, αντιστοίχως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τις καταγγείλει από 17ης Ιουλίου 1998. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται το σημείο 8.4 των γενικών όρων, που ισχύει μόνο σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων, ζητώντας την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν υπέρ το δέον στην Trends.

112    Το γεγονός ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή εκθέτει επίσης παρεμπιπτόντως ότι με την αγωγή της ζητεί την εκτέλεση της υποχρεώσεως επιστροφής των σχετικών ποσών την οποία η Trends ανέλαβε συμβατικά δυνάμει του σημείου 21.3 των γενικών όρων, δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, η Επιτροπή ούτε καν αναφέρει τον συμβατικό αυτόν όρο στο δικόγραφο της αγωγής, δικόγραφο το οποίο, αντιθέτως, εκθέτει σαφώς ότι η Επιτροπή στηρίζει την αγωγή της μόνο στην υποχρέωση επιστροφής των ζητούμενων ποσών που απορρέει από το σημείο 8.4 των γενικών όρων. Επομένως, η επιχειρηματολογία την οποία η Επιτροπή αναπτύσσει δευτερευόντως με το δικόγραφο απαντήσεως σχετικά με το σημείο 21.3 των γενικών όρων μεταβάλλει το έρεισμα της υποχρεώσεως επιστροφής χρηματικών ποσών που υποστηρίζεται ότι έχει η Trends και πρέπει επομένως να θεωρηθεί ως νέος ισχυρισμός, του οποίου η προβολή απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1999, C-104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1997, σ. I-6983, σκέψη 27). Για τον λόγο αυτό είναι απαράδεκτη, διότι δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία (βλ., επ’ αυτού, προαναφερθείσα απόφαση Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σκέψη 29).

113    Τέλος, δεν ασκεί επιρροή ούτε το γεγονός ότι, κατόπιν οικονομικού ελέγχου όπως εκείνος που διενήργησε εν προκειμένω η UCLAF, οι εκ μέρους της Επιτροπής πληρωμές μπορούν να χαρακτηριστούν εκ νέου ως απλές προκαταβολές δυνάμει του σημείου 21.4 των γενικών όρων. Ναι μεν εξ αυτού μπορεί πράγματι να προκύπτει μια υποχρέωση επιστροφής χρηματικών ποσών βαρύνουσα τον ενδιαφερόμενο εργολάβο. Εντούτοις, για τους λόγους που εκτέθηκαν προηγουμένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένας τέτοιος έλεγχος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να επαναφέρει σε ισχύ μια προηγουμένως λήξασα σύμβαση. Επομένως, ακόμα και αν προκύψει από έναν τέτοιο έλεγχο ότι ένας εργολάβος έχει λάβει κάποια ποσά υπέρ το δέον, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται το σημείο 8.4 των γενικών όρων, που ισχύει μόνο σε περίπτωση καταγγελίας μιας συμβάσεως. Επιπλέον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ούτε μια ερμηνεία του σημείου 21.4 των γενικών όρων κατά την οποία ο εκ των υστέρων χαρακτηρισμός των πληρωμών ως προκαταβολών εμποδίζει αναδρομικά τη λήξη της ισχύος των συμβάσεων, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 102 έως 104 ανωτέρω.

114     Κατά συνέπεια, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προβλήθηκαν και επί του αιτήματος εξετάσεως μάρτυρα που υπέβαλε η Trends.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Trends. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Trends ηττήθηκε όσον αφορά το παρεμπίπτον αίτημα, πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά με αυτό δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Απορρίπτει το παρεμπίπτον αίτημα.

3)      Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδα, με εξαίρεση τα σχετικά με το παρεμπίπτον αίτημα.



4)      Η Transport Environment Development Systems (Trends) φέρει τα σχετικά με το παρεμπίπτον αίτημα δικαστικά έξοδα.



Legal

Wiszniewska-Białecka

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       H. Legal


Πίνακας περιεχομένων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.