Language of document : ECLI:EU:T:2019:423

Υποθέσεις T624/15, T694/15 και T704/15

European Food κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα)
της 18ης Ιουνίου 2019

«Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (ICSID) – Αποζημίωση ορισμένων οικονομικών φορέων – Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά και διατάσσουσα την ανάκτησή της – Αρμοδιότητα της Επιτροπής»

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διατάξεις της Συνθήκης – Χρονικό πεδίο εφαρμογής – Προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πράξη Προσχωρήσεως – Εφαρμογή των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων από την ημερομηνία προσχωρήσεως και αποκλειστικά σε περιπτώσεις που ανέκυψαν από την ημερομηνία αυτή και έπειτα – Κρατική ενίσχυση προγενέστερη της προσχωρήσεως – Διαιτητική απόφαση σχετική με κρατική ενίσχυση και μεταγενέστερη της προσχωρήσεως – Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρα 107 και 108 ΣΛΕΕ· Πράξη Προσχωρήσεως του 2005)

(βλ. σκέψεις 66-93)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Επιδίκαση από διαιτητικό δικαστήριο αποζημιώσεως με σκοπό την αντιστάθμιση της κατάργησης μέτρων παροχής φορολογικών κινήτρων από κράτος μέλος πριν από την προσχώρησή του στην Ένωση – Αποκλείεται

(Άρθρο 107 § 1 ΣΛΕΕ· Πράξη Προσχωρήσεως του 2005)

(βλ. σκέψεις 100-109)

Σύνοψη

Με την απόφαση European Food κ.λπ. κατά Επιτροπής (συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑624/15, T-694/15 και T-704/15), η οποία εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου 2019, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε στο σύνολό της την απόφαση (ΕΕ) 2015/1470 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2015 (1), με την οποία η τελευταία χαρακτήρισε ως ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά την αποζημίωση που επιδίκασε διοικητικό δικαστήριο το οποίο συστάθηκε υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κέντρου Διακανονισμού Διαφορών από Επενδύσεις (ICSID).

Στις 29 Μαΐου 2002, η Κυβέρνηση του Βασιλείου της Σουηδίας και η Ρουμανική Κυβέρνηση συνήψαν διμερή επενδυτική συμφωνία για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων (στο εξής: ΔΕΣ), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2003 και της οποίας το άρθρο 2, παράγραφος 3, όριζε ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος διασφάλιζε ανά πάσα στιγμή δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεων που πραγματοποιούνται από επενδυτές του άλλου συμβαλλόμενου μέρους. Το 2005, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία πραγματοποιήθηκε τελικώς την 1η Ιανουαρίου 2007), η Ρουμανική Κυβέρνηση κατάργησε εθνικό καθεστώς κινήτρων υπέρ των επενδυτών σε μειονεκτούσες περιφέρειες, το οποίο είχε θεσπίσει με το έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα (στο εξής: ΕΚΔ) 24/1998. Θεωρώντας ότι, με την κατάργηση του εν λόγω καθεστώτος, η Ρουμανία παρέβη την υποχρέωσή της να επιφυλάσσει στους Σουηδούς επενδυτές δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση, πέντε εκ των προσφευγόντων που ωφελούνταν από το εν λόγω καθεστώς (στο εξής: προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία) προσέφυγαν, σύμφωνα με το άρθρο 7 της ΔΕΣ, σε διαιτητικό δικαστήριο στις 28 Ιουλίου 2005. Με τη διαιτητική απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2013, το εν λόγω δικαστήριο επιδίκασε στους προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία αποζημίωση εις βάρος της Ρουμανίας ύψους περίπου 178 εκατομμυρίων ευρώ. Με την απόφασή της, η Επιτροπή χαρακτήρισε την αποζημίωση αυτή, συν τους τόκους από την ημερομηνία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, νέα κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και εξέδωσε, για τον λόγο αυτόν, την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να εμποδίσει τη Ρουμανία να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση. Οι άμεσα ενδιαφερόμενες από την απόφαση αυτή εταιρίες (στο εξής: προσφεύγοντες) άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον οι προσφεύγοντες προέβαλαν ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κατάσταση προγενέστερη της προσχώρησης της Ρουμανίας, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η θέσπιση καθεστώτος κινήτρων και η κατάργησή του, η θέση σε ισχύ της ΔΕΣ, οι παραβάσεις που διέπραξε η Ρουμανία και η προσφυγή των προσφυγόντων στη διαιτητική διαδικασία ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου έλαβαν χώρα στο σύνολό τους πριν την εν λόγω προσχώρηση και ότι η κατάργηση των κινήτρων συνιστά τον γενεσιουργό λόγο της ζημίας για την οποία επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση η επίμαχη αποζημίωση. Το Γενικό Δικαστήριο συνάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα αποζημίωσης των προσφυγόντων στη διαιτητική διαδικασία γεννήθηκε όταν η Ρουμανία κατάργησε τις σχετικές πρωτοβουλίες το 2005 και, συνεπώς, πριν από την προσχώρησή της στην Ένωση. Δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εφαρμοζόταν στη Ρουμανία εκείνη τη χρονική περίοδο, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ασκήσει τις αρμοδιότητες που τις αναγνωρίζει η Συνθήκη σε σχέση με τις κρατικές ενισχύσεις. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, καίτοι είναι αληθές ότι ο νέος κανόνας εφαρμόζεται καταρχήν αμέσως στα μελλοντικά αποτελέσματα κατάστασης που γεννήθηκε υπό το κράτος του παλαιότερου κανόνα, δεν είναι, ωστόσο, δυνατόν να θεωρηθεί ότι τα αποτελέσματα της διαιτητικής απόφασης αποτελούν μελλοντικά αποτελέσματα κατάστασης που γεννήθηκε πριν από την προσχώρηση, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή παρήγαγε αναδρομικώς οριστικώς κεκτημένα αποτελέσματα τα οποία απλώς «διαπίστωσε» για το παρελθόν, ήτοι αποτελέσματα τα οποία ήταν ήδη, εν μέρει, παγιωμένα πριν από την προσχώρηση, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως διαπίστωσε η Επιτροπή με την απόφασή της, με την εφαρμογή της διαιτητικής απόφασης επανήλθε η κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν, κατά πάσα πιθανότητα, οι προσφεύγοντες εάν δεν είχε καταργηθεί ποτέ το ΕΚΔ από τη Ρουμανία, όπερ συνιστούσε ενίσχυση λειτουργίας.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αποκατάσταση προκληθείσας ζημίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ενίσχυση, εκτός εάν συνεπάγεται αποζημίωση για την κατάργηση παράνομης ή ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, και ότι, ως εκ τούτου, στο μέτρο που το δίκαιο της Ένωσης δεν εφαρμόζεται στην αποζημίωση για την αντιστάθμιση της κατάργησης του καθεστώτος κινήτρων, η αποζημίωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποζημίωση για την κατάργηση ενίσχυσης παράνομης ή ασυμβίβαστης με το δίκαιο της Ένωσης. Για τον λόγο αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι παράνομη καθόσον χαρακτήρισε την εν λόγω αποζημίωση ως πλεονέκτημα και ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.


1      Απόφαση (ΕΕ) 2015/1470 της Επιτροπής, της 30ής Μαρτίου 2015, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38517 (2014/C) (πρώην 2014/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία – Διαιτητική απόφαση Μicula κατά Ρουμανίας της 11ης Δεκεμβρίου 2013 [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2015) 2112] (ΕΕ 2015, L 232, σ. 43, στο εξής: επίδικη απόφαση).