Language of document : ECLI:EU:T:2019:820

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 2019 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Απόφαση περί αρνήσεως καταβολής επιδόματος αποδημίας – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ – Υπηρεσίες παρασχεθείσες προς άλλο κράτος – Διπλωματικό καθεστώς – Πενταετής περίοδος αναφοράς»

Στην υπόθεση T‑592/18,

Katarzyna Wywiał-Prząda, κάτοικος Wezembeek-Oppem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους S. Orlandi και T. Martin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Bohr και την D. Milanowska,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 23ης Νοεμβρίου 2017, περί αρνήσεως καταβολής επιδόματος αποδημίας στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, Α. Μαρκουλλή και R. Frendo (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα είναι πολωνικής ιθαγένειας. Αφίχθη στο Βέλγιο στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 κατόπιν διορισμού του συζύγου της ως διπλωματικού συμβούλου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ).

2        Από τις 2 Ιουλίου 2010 η προσφεύγουσα ήταν κάτοχος διπλωματικού διαβατηρίου, εκδοθέντος από το πολωνικό Υπουργείο Εξωτερικών.

3        Από τις 7 Ιανουαρίου 2011 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα άσκησε γραμματειακά καθήκοντα στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4        Από τις 9 Νοεμβρίου 2012 έως τις 11 Ιανουαρίου 2013, συντόνιζε στρογγυλές τράπεζες συζήτησης στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) για λογαριασμό μιας μη κερδοσκοπικής ένωσης, δραστηριότητα για την οποία της κατεβλήθη ποσό βάσει σημειώματος αμοιβής.

5        Η προσφεύγουσα επέστρεψε το διπλωματικό της διαβατήριο και εγγράφηκε στο μητρώο αλλοδαπών του δήμου Woluwe-Saint-Pierre (Βέλγιο) από την 7η Ιουνίου 2013.

6        Από τις 16 Ιουνίου 2014 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015 και, εν συνεχεία, από τις 4 Ιανουαρίου 2016 έως τις 31 Αυγούστου 2017, η προσφεύγουσα απασχολήθηκε διαδοχικώς σε δύο βελγικές εταιρίες στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

7        Στις 9 Σεπτεμβρίου 2016 ο σύζυγος της προσφεύγουσας, κατά τη λήξη της διπλωματικής του αποστολής, επέστρεψε στην Πολωνία. Η προσφεύγουσα παρέμεινε στο Βέλγιο μαζί με τον γιο τους.

8        Την 1η Σεπτεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα προσλήφθηκε από την Επιτροπή ως συμβασιούχος υπάλληλος.

9        Με απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή της Επιτροπής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) αρνήθηκε την καταβολή επιδόματος αποδημίας στην προσφεύγουσα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

10      Η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης στις 21 Φεβρουαρίου 2018. Η διοικητική ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της ΑΣΣΠΑ της 18ης Ιουνίου 2018, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα την ίδια ημέρα. Η ΑΣΣΠΑ προσδιόρισε, καταρχάς, την περίοδο των «πέντε [ετών] [ληγόντων], έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων» (στο εξής: περίοδος αναφοράς) που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), ο οποίος εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους βάσει των άρθρων 21 και 92 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΑΣΣΠΑ έκρινε ότι η εν λόγω περίοδος αναφοράς συνέπιπτε με το διάστημα από την 1η Μαρτίου 2012 έως την 28η Φεβρουαρίου 2017. Εν συνεχεία, η ΑΣΣΠΑ δικαιολόγησε την απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας με την αιτιολογία ότι η προσφεύγουσα διέμενε στο Βέλγιο από τις 22 Σεπτεμβρίου 2010, ότι είχε ασκήσει εκεί επαγγελματικές δραστηριότητες και ότι συνέχισε να κατοικεί εκεί μετά την αποχώρηση του συζύγου της, τον Σεπτέμβριο του 2016.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 14 Δεκεμβρίου 2018.

13      Στις 14 Φεβρουαρίου 2019, η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως.

14      Την 1η Απριλίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως.

15      Κατόπιν πρότασης της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους και τους κάλεσε να απαντήσουν σ’ αυτές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Ιουλίου 2019.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Ο λόγος αυτός έχει δύο σκέλη, το πρώτο εκ των οποίων αφορά τη μη συνεκτίμηση του διπλωματικού καθεστώτος του οποίου ετύγχανε η προσφεύγουσα, το δε δεύτερο εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της συνήθους διαμονής.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται η μη συνεκτίμηση του διπλωματικού καθεστώτος του οποίου ετύγχανε η προσφεύγουσα

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ετύγχανε διπλωματικού καθεστώτος, ως σύζυγος διπλωματικού υπαλλήλου, από την 22α Σεπτεμβρίου 2010, ημερομηνία άφιξής της στο Βέλγιο, έως την 16η Ιουνίου 2013, ημερομηνία κατά την οποία επέστρεψε το διπλωματικό διαβατήριό της. Λόγω του διπλωματικού αυτού καθεστώτος και δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, υποστηρίζει ότι δεν έπρεπε να προσμετρηθεί το ως άνω διάστημα. Επομένως, η περίοδος αναφοράς εκκινούσε την 1η Μαΐου 2009, σε χρόνο κατά τον οποίο διέμενε και εργαζόταν στην Πολωνία και δεν είχε κανέναν δεσμό με το Βέλγιο. Το επίδομα αποδημίας δεν χορηγείται μόνον αν, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, ο υπάλληλος είχε τη συνήθη διαμονή του ή άσκησε την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στο κράτος όπου άσκησε τα καθήκοντά του. Δεδομένου ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι έπρεπε να της καταβληθεί επίδομα αποδημίας.

21      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ορίζει τα ακόλουθα:

«Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων, καταβαλλόμενα στον υπάλληλο, χορηγείται:

α)      Στον υπάλληλο:

–        ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί ο ενδιαφερόμενος, και

–        ο οποίος, δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα, έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσης διατάξεως δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

β)      Στον υπάλληλο, ο οποίος, παρόλο που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.»

22      Επομένως, το άρθρο 4 παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ έχει δύο σκέλη. Το πρώτο καθορίζει τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει, καταρχήν, να πληροί ο υπάλληλος προκειμένου να δικαιούται επίδομα αποδημίας: να μην έχει υπάρξει ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί και να μην είχε τη συνήθη διαμονή του ή να μην άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα, έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους· το δεύτερο σκέλος προβλέπει, κατ’ εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα, ότι δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών προς άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό. Ως εκ τούτου, τα χρονικά διαστήματα που αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους παροχή υπηρεσιών δεν προσμετρούνται.

23      Επιπλέον, το επίδομα αποδημίας δεν χορηγείται στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, μόνιμο ή μη, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, μόνον εάν, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, είχε τη συνήθη διαμονή του ή άσκησε την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στη χώρα του τόπου υπηρεσίας του (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Pondichie κατά Επιτροπής, F-50/14, EU:F:2015:62, σκέψη 35). Εν προκειμένω, όμως, η μη προσμέτρηση της περιόδου από την 22α Σεπτεμβρίου 2010 έως την 16η Ιουνίου 2013, κατά την οποία η προσφεύγουσα παρέμεινε στο Βέλγιο τυγχάνοντας διπλωματικού καθεστώτος υπό την ιδιότητα της συζύγου διπλωματικού υπαλλήλου, έχει ως αποτέλεσμα η έναρξη της περιόδου αναφοράς να τοποθετείται στις 6 Ιουνίου 2009 και όχι στην 1η Μαΐου 2009, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο διέμενε και εργαζόταν στην Πολωνία και δεν είχε κανέναν δεσμό με το Βέλγιο.

24      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν η φράση «καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος» του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει την περίοδο κατά την οποία η προσφεύγουσα ετύγχανε διπλωματικού καθεστώτος ως σύζυγος διπλωματικού υπαλλήλου.

25      Η μη προσμέτρηση του διαστήματος που αντιστοιχεί σε κατάσταση που προκύπτει από την παροχή υπηρεσιών εντός του κράτους υπηρεσίας προς άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό, εξηγείται από το γεγονός ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών τεκμαίρεται ότι έχει ως συνέπεια τη διατήρηση ενός ειδικού δεσμού του ενδιαφερομένου με αυτό το άλλο κράτος ή αυτόν τον διεθνή οργανισμό, εμποδίζοντας τη δημιουργία μόνιμου δεσμού με το κράτος υπηρεσίας και, επομένως, την επαρκή ένταξη του ενδιαφερομένου στην κοινωνία του τελευταίου αυτού κράτους (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 49).

26      Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ως σύζυγος διπλωματικού υπαλλήλου, απήλαυε διαφόρων προνομίων και ασυλιών δυνάμει της Σύμβασης της Βιέννης περί των Διπλωματικών Σχέσεων, της 18ης Απριλίου 1961 (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης). Κατά την προσφεύγουσα, το διπλωματικό καθεστώς, καθαυτό, εμποδίζει τη δημιουργία μόνιμου δεσμού με τη χώρα υπηρεσίας. Επομένως, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «[κατάσταση] που προκύπτ[ει] από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

27      Στη σκέψη 14 της αποφάσεως της 2ας Μαΐου 1985, De Angelis κατά Επιτροπής (246/83, EU:C:1985:165), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή αφορούσε μόνον τις καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών από τον ίδιο τον υπάλληλο που αναλαμβάνει καθήκοντα και δεν μπορεί να επεκταθεί σε κανένα άλλο πρόσωπο.

28      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει εντούτοις ότι η νομολογία αυτή δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωσή της διότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Μαΐου 1985, De Angelis κατά Επιτροπής (246/83, EU:C:1985:165), η ενδιαφερόμενη, η οποία είχε συνοδεύσει στο Βέλγιο τον σύζυγό της, υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δεν ετύγχανε διπλωματικού καθεστώτος λόγω της ιδιότητάς της αυτής.

29      Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την απόφαση της 2ας Μαΐου 1985, De Angelis κατά Επιτροπής (246/83, EU:C:1985:165), το Δικαστήριο ουδόλως άντλησε επιχείρημα από το γεγονός ότι η ενδιαφερόμενη δεν ετύγχανε διπλωματικού καθεστώτος για να απορρίψει το αίτημα της ενδιαφερόμενης περί καταβολής επιδόματος αποδημίας.

30      Αληθεύει βεβαίως ότι, στην απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier (C-424/05 P, EU:C:2007:367, σκέψεις 42 και 43), την οποία παραθέτει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα προνόμια, στις ασυλίες και στην ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατάσταση των οποίων απήλαυε η ενδιαφερομένη, δέχθηκε ότι είχε ειδικό δεσμό με άλλη χώρα ο οποίος εμπόδιζε την ένταξή της στη χώρα υπηρεσίας. Ωστόσο, το ζήτημα που έπρεπε να επιλυθεί στην υπόθεση εκείνη ήταν αν η προσφεύγουσα, η οποία εργαζόταν στο γραφείο-σύνδεσμο των ομόσπονδων κρατών της Δημοκρατίας της Αυστρίας, παρείχε υπηρεσίες για το κράτος εκείνο και συνδεόταν επομένως με το εν λόγω κράτος. Στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο συνήγαγε την ύπαρξη του δεσμού αυτού από σειρά στοιχείων. Το πρώτο από τα στοιχεία αυτά συνίστατο στο γεγονός ότι το προσωπικό μόνιμης αντιπροσωπείας πρέπει να θεωρείται ότι τελεί στην υπηρεσία του οικείου κράτους μέλους και, κατά συνέπεια, σε κατάσταση αποδημίας, λόγω του ότι εντάσσεται στις δομές της αντιπροσωπείας αυτής. Το δεύτερο στοιχείο συνίστατο στο γεγονός ότι, μολονότι ήταν τοποθετημένη στο γραφείο-σύνδεσμο των ομόσπονδων κρατών, η ενδιαφερόμενη ήταν μέλος του προσωπικού της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας της Αυστρίας και υπέκειτο ιεραρχικώς στον Αυστριακό πρέσβη και, ως εκ τούτου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρείχε υπηρεσίες προς το αυστριακό κράτος. Τέλος, το τρίτο στοιχείο απέρρεε από το γεγονός ότι η υπηρεσιακή της κατάσταση ήταν ίδια με εκείνη των λοιπών υπαλλήλων που ήταν τοποθετημένοι στην εν λόγω αντιπροσωπεία (απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier, C-424/05 P, EU:C:2007:367, σκέψεις 41 και 42). Επίσης, η ιδιαίτερη υπηρεσιακή της κατάσταση την οποία μνημονεύει το Δικαστήριο στη σκέψη 43 της εν λόγω αποφάσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απέρρεε μόνον από τα προνόμια και τις ασυλίες των οποίων απήλαυε η ενδιαφερόμενη. Αντιθέτως, το Δικαστήριο τόνισε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι αυτή είχε παράσχει υπηρεσίες στη Δημοκρατία της Αυστρίας στο πλαίσιο της μόνιμης αντιπροσωπείας της χώρας αυτής.

31      Με την επακόλουθη απόφασή του της 29ης Νοεμβρίου 2007, Salvador García κατά Επιτροπής (C-7/06 P, EU:C:2007:724, σκέψη 51), την οποία επίσης παραθέτει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε στην απόφασή του της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier (C-424/05 P, EU:C:2007:367), έκρινε ότι η ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατάσταση του ενδιαφερομένου, ως μέλος του προσωπικού μόνιμης αντιπροσωπείας, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ειδικού δεσμού του με το οικείο κράτος μέλος και ότι ο εν λόγω δεσμός, αυτός καθαυτός, βάσει του οποίου ο ενδιαφερόμενος είχε τη δυνατότητα να τύχει των διαφόρων προνομίων και ασυλιών τον εμπόδιζε να αναπτύξει μόνιμο δεσμό με το κράτος υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, να ενταχθεί επαρκώς στην κοινωνία του εν λόγω κράτους. Εντούτοις, στη σκέψη 50 της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2007, Salvador García κατά Επιτροπής (C-7/06 P, EU:C:2007:724), το Δικαστήριο διευκρίνισε, λαμβανομένης πάντοτε υπόψη της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier (C-424/05 P, EU:C:2007:367), ότι η λειτουργική ένταξη σε μόνιμη αντιπροσωπεία αποτελούσε στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για να θεωρηθεί ότι ένα μέλος του προσωπικού της αντιπροσωπείας είχε παράσχει υπηρεσίες προς άλλο κράτος (πρβλ., επίσης, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Adam κατά Επιτροπής, C-211/06 P, EU:C:2008:34, σκέψη 45).

32      Τέλος, στο πνεύμα της αποφάσεως της 29ης Νοεμβρίου 2007, Salvador García κατά Επιτροπής (C-7/06 P, EU:C:2007:724), το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση του της 24ης Ιανουαρίου 2008, Adam κατά Επιτροπής (C-211/06 P, EU:C:2008:34, σκέψη 49), ότι, για την ερμηνεία της φράσης «παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος» του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μόνον το γεγονός ότι οι υπηρεσίες παρέχονται στο πλαίσιο μόνιμης αντιπροσωπείας κράτους διαφορετικού από το κράτος υπηρεσίας ασκεί επιρροή.

33      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και στη νομολογία την οποία παραθέτει η προσφεύγουσα, το μόνο στοιχείο που εμποδίζει τη δημιουργία δεσμού με τη χώρα υπηρεσίας είναι η παροχή υπηρεσιών υπό καθεστώς λειτουργικής ένταξης σε διπλωματική αντιπροσωπεία άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού.

34      Ωστόσο, η προσφεύγουσα αντιτείνει ότι η φράση «[κατάσταση] που προκύπτ[ει] από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, δεύτερη περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, καλύπτει και άλλες καταστάσεις πέραν εκείνων που απορρέουν απλώς και μόνον από την άσκηση των καθηκόντων για άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

35      Αποτελεί πράγματι σταθερή θέση της νομολογίας ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στα πρόσωπα που ανήκαν στο προσωπικό κράτους διαφορετικού από το κράτος υπηρεσίας ή στο προσωπικό διεθνούς οργανισμού, καθόσον αφορά όλες τις «καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών» για άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Salazar Brier κατά Επιτροπής, T-83/03, EU:T:2005:371, σκέψη 45, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου, T‑368/03, EU:T:2005:372, σκέψη 42). Όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα, η νομολογία αυτή εξηγείται από το ότι η φράση αυτή έχει περιεχόμενο ευρύτερο από εκείνο της φράσης «άσκηση καθηκόντων» του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, T-4/92, EU:T:1993:29, σκέψη 36).

36      Από τα ανωτέρω προκύπτει επομένως ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν καλύπτει μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ενδιαφερόμενος εντάσσεται σε πλαίσιο σχέσης εργασίας υπό στενή έννοια (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2001, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, T-60/00, EU:T:2001:129, σκέψη 50). Γεγονός παραμένει ότι, κατά την ίδια νομολογία, η έννοια της «[κατάστασης] που προκύπτ[ει] από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό» αντιστοιχεί μόνον στις καταστάσεις κατά τις οποίες η υπηρεσία απορρέει από άμεσο νομικό δεσμό μεταξύ του ενδιαφερομένου και του οικείου κράτους ή οργανισμού, στο πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, πρακτικής ασκήσεως ή συμβάσεως εμπειρογνώμονα (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2005, Salazar Brier κατά Επιτροπής, T-83/03, EU:T:2005:371, σκέψη 45, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου, T‑368/03, EU:T:2005:372, σκέψη 42).

37      Ως εκ τούτου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν μπορεί να επεκταθεί στη σύζυγο διπλωματικού υπαλλήλου η οποία απήλαυε, υπό την ιδιότητα αυτή, ορισμένων προνομίων και ασυλιών δυνάμει της Σύμβασης της Βιέννης, χωρίς όμως να μπορεί να επικαλεστεί έναν τέτοιο άμεσο νομικό δεσμό. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι το δικαίωμα της προσφεύγουσας να τύχει διπλωματικού καθεστώτος δεν ήταν αυτοτελές, αλλά παράγωγο δικαίωμα, το οποίο είχε ως σκοπό να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή των διπλωματικών υπαλλήλων και το οποίο η ίδια αντλούσε από τα καθήκοντα του συζύγου της.

38      Η προσφεύγουσα προβάλλει ακόμη ότι, κατά την εξέταση του βαθμού ένταξής της στο Βέλγιο, στοιχείο που, εν τέλει, καθορίζει την καταβολή ή μη επιδόματος αποδημίας, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Βιέννης και μιας εγκυκλίου του Βελγικού Δημοσίου, της 15ης Μαΐου 2014, σχετικά με την άσκηση κερδοσκοπικής επαγγελματικής ή εμπορικής δραστηριότητας από τα μέλη διπλωματικών αποστολών ή τα πρόσωπα που κατέχουν έμμισθες προξενικές θέσεις ή από τα μέλη των οικογενειών τους (στο εξής: εγκύκλιος του Βελγικού Δημοσίου), η ίδια δεν μπορούσε να ασκήσει καμία επαγγελματική δραστηριότητα στο Βέλγιο, εκτός αν επέστρεφε το διπλωματικό διαβατήριό της και έπαυε συνεπώς να τυγχάνει του διπλωματικού καθεστώτος στο οποίο υπάγονται τα μέλη της οικογένειας διπλωματικού υπαλλήλου.

39      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η έννοια της αποδημίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την υποκειμενική κατάσταση του υπαλλήλου, ήτοι από τον βαθμό ένταξής του στο κράτος υπηρεσίας που προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από την προηγούμενη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2008, Adam κατά Επιτροπής, C-211/06 P, EU:C:2008:34, σκέψη 38, και της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 44). Κατά συνέπεια, η αδυναμία άσκησης τέτοιας επαγγελματικής δραστηριότητας, εφόσον αποδεικνυόταν, θα μπορούσε να αποτελεί στοιχείο το οποίο θα αντέκρουε ότι υφίστατο η ένταξη αυτή και θα αποδείκνυε, εξ αντιδιαστολής, ότι συνέτρεχε αποδημία.

40      Επιβάλλεται, ωστόσο, η επισήμανση ότι το άρθρο 42 της Σύμβασης της Βιέννης προβλέπει ότι «ο διπλωματικός πράκτωρ δεν θα ασκή εις το παρ’ ω η διαπίστευσις Κράτος δραστηριότητα επαγγελματικήν ή εμπορικήν προς ίδιο όφελος» και καμία διάταξη δεν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης αυτής στα μέλη της οικογένειας του εν λόγω υπαλλήλου. Συνεπώς, σε αντίθεση με τους διπλωματικούς υπαλλήλους, τα μέλη των οικογενειών τους μπορούν να ασκούν επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα εντός του κράτους υποδοχής στο πλαίσιο των νόμων και των κανονιστικών αποφάσεων του κράτους αυτού και λαμβάνοντας επομένως τις άδειες που τυχόν απαιτούνται για κάθε αλλοδαπό της ίδιας ιθαγένειας, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η άδεια εργασίας. Εντούτοις, η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως υπηκόου κράτους μέλους της Ένωσης, απαλλασσόταν μάλιστα από την υποχρέωση αυτή. Επιπλέον, τα μέλη της οικογένειας διπλωματικού υπαλλήλου, ακόμη και αν ασκούν επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα, διατηρούν καταρχήν τα προνόμια και τις ασυλίες που προβλέπονται και καθορίζονται από τα άρθρα 29 έως 36 της εν λόγω Σύμβασης, τα οποία έχουν εφαρμογή επ’ αυτών βάσει του άρθρου 37, παράγραφος 1, της εν λόγω Σύμβασης. Πράγματι, βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της Σύμβασης της Βιέννης, μόνον η αστική και η διοικητική ετεροδικία αίρονται σε περίπτωση άσκησης αγωγής που αφορά επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα. Όσον αφορά την ποινική ετεροδικία, δεν προβλέπεται εκ των προτέρων η άρση της.

41      Αν και μεταγενέστερη του διαστήματος το οποίο, κατά την προσφεύγουσα, δεν έπρεπε να προσμετρηθεί, η εγκύκλιος του Βελγίου επιβεβαιώνει τα ανωτέρω.

42      Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, σε αντίθεση με την προσφεύγουσα, ο σύζυγός της δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να ασκήσει επαγγελματική ή εμπορική δραστηριότητα στο Βέλγιο. Επομένως, η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της δεν βρίσκονταν στην ίδια νομική κατάσταση.

43      Η προσφεύγουσα επικαλείται ακόμη το άρθρο 57 της Σύμβασης της Βιέννης περί των Προξενικών Σχέσεων, της 24ης Απριλίου 1963. Εντούτοις, η ενδιαφερόμενη περιγράφει τα καθήκοντα του συζύγου της ως καθήκοντα διπλωματικού υπαλλήλου και, πιο συγκεκριμένα, ως «συμβούλου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ». Επομένως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν τεκμηριώνει τον ισχυρισμό της ότι τα καθήκοντα αυτά εμπίπτουν στην προαναφερθείσα Σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Σύμβαση αυτή δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

44      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι είναι ανεξήγητο για ποιο λόγο υπάλληλος που ασκεί καθήκοντα, εντός του κράτους υπηρεσίας, για κράτος ή για διεθνή οργανισμό είναι περισσότερο απόδημος από τον ή τη σύζυγό του, ο οποίος ή η οποία έζησε επίσης στο έδαφος του ίδιου κράτους χωρίς να ασκεί καθήκοντα τέτοιας φύσης απολαύοντας όμως διπλωματικού καθεστώτος.

45      Όπως προαναφέρθηκε (σκέψη 39 ανωτέρω), η έννοια της αποδημίας εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον βαθμό ένταξης του ενδιαφερομένου στη χώρα υπηρεσίας. Πλην όμως, μολονότι τεκμαίρεται ότι ένα πρόσωπο διατηρεί ειδικό δεσμό με το κράτος καταγωγής του κατά το διάστημα που παρέχει υπηρεσίες στο πλαίσιο της αντιπροσωπείας ή της πρεσβείας του κράτους αυτού και ότι η κατάσταση αυτή εμποδίζει τη δημιουργία μόνιμου δεσμού με τη χώρα υπηρεσίας (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier, C-424/05 P, EU:C:2007:367, σκέψη 38, και της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 49), τούτο δεν ισχύει κατ’ ανάγκην και για τον σύζυγο, ο οποίος δεν ανήκει στο ίδιο επαγγελματικό περιβάλλον, το οποίο είναι αφιερωμένο στην υπηρεσία του εν λόγω κράτους, και ο οποίος διαθέτει επομένως μεγαλύτερο εύρος δυνατοτήτων ένταξης στην κοινωνία του κράτους υποδοχής.

46      Τέλος, ματαίως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν ο σύζυγός της είχε προσληφθεί από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης την ίδια ημερομηνία με την προσφεύγουσα, το διάστημα κατά το οποίο ο σύζυγός της ετύγχανε διπλωματικού καθεστώτος δεν θα είχε ληφθεί υπόψη. Ειδικότερα, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τις σκέψεις 27 έως 37, 40 και 45 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα και ο σύζυγός της δεν βρίσκονταν στην ίδια νομική και πραγματική κατάσταση.

47      Εν κατακλείδι, η αποδημία ενός προσώπου, βάσει της οποίας θεμελιώνεται δικαίωμα λήψης επιδόματος αποδημίας, είναι ανεξάρτητη από το διπλωματικό καθεστώς του οποίου απολαύει, δυνάμει του διεθνούς δικαίου (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, T-4/92, EU:T:1993:29, σκέψη 40). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν το πρόσωπο αυτό, όπως η προσφεύγουσα εν προκειμένω, απολαύει του καθεστώτος αυτού χωρίς να είναι μέλος του προσωπικού διεθνούς οργανισμού ή της αντιπροσωπείας κράτους διαφορετικού από το κράτος υπηρεσίας.

48      Ως εκ τούτου, η ΑΣΣΠΑ δεν παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προσδιορίζοντας ως περίοδο αναφοράς το διάστημα από την 1η Μαρτίου 2012 έως την 28η Φεβρουαρίου 2017 και μη δεχόμενη ως αφετηρία της περιόδου αυτής την 6η Ιουνίου 2009.

49      Συνεπώς, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της συνήθους διαμονής

50      Η προσφεύγουσα προβάλλει, επικουρικώς, ότι, ακόμη και αν δεν μπορεί να μη προσμετρηθεί το διάστημα κατά το οποίο ετύγχανε ειδικού διπλωματικού καθεστώτος, η ίδια δεν είχε, κατά το διάστημα αυτό, τη βούληση να προσδώσει στην παρουσία της στο Βέλγιο τον σταθερό χαρακτήρα που απαιτείται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, πρώτη περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Απαριθμεί συναφώς τα πραγματικά στοιχεία καθένα εκ οποίων συνιστά ένδειξη περί του ότι ήταν απόδημη.

51      Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διαμονή της στο Βέλγιο συνδεόταν άρρηκτα με τη διπλωματική αποστολή του συζύγου της και ότι η παρουσία της στο βελγικό έδαφος είχε, ως εκ τούτου, πρόσκαιρο και προσωρινό χαρακτήρα. Ο πρόσκαιρος και προσωρινός αυτός χαρακτήρας κατέστησε άνευ ενδιαφέροντος κάθε προσπάθεια δημιουργίας μόνιμου δεσμού με το Βέλγιο.

52      Ωστόσο, στο μέτρο που η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ εξαρτάται από τον βαθμό ένταξης του ενδιαφερόμενου προσώπου στη χώρα υπηρεσίας πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του (σκέψη 39 ανωτέρω) και στο μέτρο που ο βαθμός ένταξης είναι ανεξάρτητος από το διπλωματικό καθεστώς του οποίου απολαύει δυνάμει του διεθνούς δικαίου (σκέψη 47 ανωτέρω), το γεγονός ότι η διαμονή της προσφεύγουσας στο Βέλγιο οφειλόταν στη διπλωματική αποστολή του συζύγου της δεν ασκεί, αφ’ εαυτού, επιρροή.

53      Όσον αφορά τον φερόμενο ως πρόσκαιρο και προσωρινό χαρακτήρα της εν λόγω διαμονής, υπενθυμίζεται ότι στην προσφεύγουσα εναπόκειται να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Από το γεγονός όμως ότι μεταβάλλεται περιοδικώς η τοποθέτηση του διπλωματικού προσωπικού δεν τεκμαίρεται ότι δεν υφίσταται ένταξη. Πλην εξαιρετικής περίστασης, οι διπλωματικοί υπάλληλοι ασκούν καθήκοντα για κάποια έτη σε μια χώρα. Εν προκειμένω, εξάλλου, ο σύζυγος της προσφεύγουσας παρέμεινε τοποθετημένος στις Βρυξέλλες επί έξι έτη.

54      Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ως επιχείρημα την ιδιαίτερη φύση της διαμονής της στο Βέλγιο, καθώς η ίδια στεγαζόταν με την οικογένειά της σε διαμέρισμα που της παραχώρησε η Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ, η οποία κατέβαλλε το μίσθωμα και εξοφλούσε τους λογαριασμούς κατανάλωσης ενέργειας.

55      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της συνήθους διαμονής έχει ερμηνευθεί παγίως από τη νομολογία ως ο τόπος όπου ο ενδιαφερόμενος όρισε το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του με τη βούληση να του προσδώσει σταθερό χαρακτήρα. Εξάλλου, η έννοια της διαμονής, ανεξαρτήτως του αμιγώς ποσοτικού στοιχείου που είναι ο χρόνος τον οποίο διήνυσε ο ενδιαφερόμενος στο έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, περιλαμβάνει, πέραν του φυσικού γεγονότος της παραμονής σε κάποιον τόπο, την πρόθεση να δοθεί στο γεγονός αυτό συνέχεια ως απόρροια μιας βιοτικής συνήθειας και της αναπτύξεως φυσιολογικών κοινωνικών σχέσεων (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 48).

56      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα διαμένει στο Βέλγιο από τις 22 Σεπτεμβρίου 2010. Το γεγονός ότι απήλαυε υλικών πλεονεκτημάτων που συνίσταντο σε υπηρεσιακή κατοικία της οποίας το μίσθωμα και η κατανάλωση ενέργειας καλύπτονταν από τη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ δεν αποδεικνύει τη διατήρηση δεσμού με τη χώρα καταγωγής της ο οποίος αποκλείει οποιαδήποτε ένταξη στο Βέλγιο. Με άλλα λόγια, η ανάληψη του κόστους αυτού από τη Δημοκρατία της Πολωνίας δεν συνεπάγεται ότι η κατοικία αυτή δεν μπορούσε να είναι, κατά τρόπο σταθερό, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων της προσφεύγουσας στο Βέλγιο.

57      Η ανάληψη αυτή του εν λόγω κόστους ωσαύτως δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να δημιουργήσει κοινωνικές σχέσεις με το Βέλγιο. Έτσι, το γεγονός ότι, μετά την επιστροφή του συζύγου της στην Πολωνία, η προσφεύγουσα παρέμεινε στο Βέλγιο μαζί με τον γιο της προκειμένου αυτός να συνεχίσει εκεί τη σχολική του εκπαίδευση, αποτελεί ένδειξη ένταξης της προσφεύγουσας. Ένδειξη της ένταξης αυτής αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, μολονότι εξακολουθούσε να τυγχάνει διπλωματικού καθεστώτος, συνεργάστηκε προσωρινά με ένωση εδρεύουσα στις Βρυξέλλες που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εκπαίδευσης και μετείχε έτσι στο δίκτυο ενώσεων του κράτους που κατέστη μετέπειτα για αυτήν κράτος υπηρεσίας.

58      Συναφώς, κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακριβώς ότι το γεγονός ότι συντόνιζε στρογγυλές τράπεζες συζήτησης δεν συνιστούσε επαγγελματική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και ότι δεν τεκμαίρεται από τη δραστηριότητα αυτή η βούλησή της να μεταφέρει στο Βέλγιο το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων της. Η δραστηριότητα αυτή ήταν πολύ περιορισμένη και της καταβλήθηκαν απλώς τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί συναφώς.  Η Επιτροπή, αντιθέτως, θεωρεί ότι επρόκειτο για αμειβόμενη δραστηριότητα.

59      Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η επαγγελματική δραστηριότητα αποτελεί αντικειμενικό βέβαια κριτήριο που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ για να καλύψει την κατάσταση των νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων, μονίμων ή μη (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Pozza κατά Κοινοβουλίου, T-216/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:118, σκέψη 25), αλλά αποτελεί απλώς ένα παράδειγμα (αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier, C-424/05 P, EU:C:2007:367, σκέψη 35, και της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T-273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 44). Ομοίως, η συμβολή υπαλλήλου, μονίμου ή μη, στη δραστηριότητα ενός φορέα του δικτύου ενώσεων στη χώρα της μελλοντικής τοποθέτησής του μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποτελεί ένδειξη, μεταξύ άλλων, της ένταξης του ενδιαφερομένου.

60      Τέταρτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι μόνον αφού επέστρεψε το διπλωματικό της διαβατήριο, στις 16 Ιουνίου 2013, εγγράφηκε στα βελγικά μητρώα πληθυσμού.

61      Εντούτοις, μολονότι η εγγραφή του ενδιαφερομένου ως κατοίκου ενός δήμου μαρτυρεί τη βούληση και την πρόθεσή του να ορίσει τον εν λόγω τόπο ως το σταθερό και μόνιμο κέντρο της κατοικίας και των συμφερόντων του (διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, Salvador Roldán κατά Επιτροπής, F-129/06, EU:F:2007:166, σκέψη 60), η εγγραφή αυτή εξακολουθεί να αποτελεί τυπικό στοιχείο από το οποίο δεν μπορεί να συναχθεί, εν προκειμένω, ότι η προσφεύγουσα δεν διέμενε πράγματι προηγουμένως στο Βέλγιο, ειδικώς υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, κατά τις οποίες δεν αμφισβητείται άλλωστε η διαμονή αυτή.

62      Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το διάστημα που ο σύζυγός της ασκούσε στο Βέλγιο καθήκοντα υπαλλήλου πρεσβείας, η ίδια διατηρούσε μόνιμους δεσμούς με την Πολωνία.

63      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ειδικότερα ότι εξακολουθούσε να είναι κυρία ακινήτου στην Πολωνία και ότι διατηρούσε πολωνικό τηλεφωνικό αριθμό. Διατήρησε μάλιστα την επαγγελματική της δραστηριότητα ως καθηγήτρια γλώσσας και ορκωτή μεταφράστρια έως το 2013 και συνέχισε να καταβάλλει φόρους.

64      Ωστόσο, το γεγονός ότι διατηρούσε τη φορολογική κατοικία της στη χώρα καταγωγής της και το γεγονός ότι είχε εκεί συμφέροντα και διέθετε περιουσιακά στοιχεία δεν αποδεικνύουν ότι η συνήθης διαμονή της προσφεύγουσας βρισκόταν στη χώρα αυτή (πρβλ. διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, Salvador Roldán κατά Επιτροπής, F-129/06, EU:F:2007:166, σκέψη 59). Αυτό ισχύει κατά μείζονα δε λόγο όταν τα εισοδήματα που δηλώνονται στη φορολογική αρχή της χώρας καταγωγής προκύπτουν από επαγγελματική δραστηριότητα που ασκείται στο εξωτερικό. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα εξέθεσε ακριβώς ότι είχε ασκήσει το ελεύθερο επάγγελμα του ορκωτού μεταφραστή για τα πολωνικά δικαστήρια από το Βέλγιο και ότι για τον λόγο αυτό είχε δηλώσει, για το έτος 2012, έσοδα από επαγγελματική δραστηριότητα ύψους 2 664,64 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 650 ευρώ). Η προσφεύγουσα εξέθεσε επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε ζητήσει τη διαγραφή της από το πολωνικό εμπορικό μητρώο το 2014 και ότι το ποσό των 54 289,16 PLN (περίπου 12 700 ευρώ) που είχε δηλώσει για το έτος αυτό αποτελούσε τον μισθό που είχε λάβει στο Βέλγιο για την απασχόλησή της από βελγική εταιρία η οποία παρείχε υπηρεσίες στην Επιτροπή.

65      Ωσαύτως, το γεγονός ότι διατήρησε πολωνικό τηλεφωνικό αριθμό δεν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα διατήρησε το κέντρο των συμφερόντων της στην Πολωνία, κατά μείζονα δε λόγο αφ’ ης στιγμής επρόκειτο, όπως ανέφερε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, για αριθμό κινητού τηλεφώνου, ο οποίος μπορούσε επομένως να χρησιμοποιηθεί από τη βελγική επικράτεια.

66      Έκτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι εργαζόταν πάντοτε σε περιβάλλον του διεθνούς δημοσίου τομέα, αρχικώς στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση, από την 7η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2011, και εν συνεχεία στην Επιτροπή, από την 16η Ιουνίου 2014 έως την 31η Αυγούστου 2017. Υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι εργάσθηκε επομένως σε περιβάλλον του διεθνούς δημοσίου τομέα και ότι δεν άσκησε δραστηριότητα στον ιδιωτικό τομέα αποδυναμώνει οποιοδήποτε τεκμήριο ένταξης στη βελγική κοινωνία.

67      Ωστόσο, όπως αναφέρει και η ίδια η προσφεύγουσα, επαγγελματική δραστηριότητα στην Επιτροπή άσκησε αποκλειστικώς μέσω δύο διαδοχικών συμβάσεων με δύο βελγικές εταιρίες που ενεργούν για το θεσμικό αυτό όργανο στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Πλην όμως, η νομολογία έχει αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ τις καταστάσεις τριγωνικής σχέσης στο πλαίσιο των οποίων ο νέος υπάλληλος, μόνιμος ή μη, είχε βεβαίως εργασθεί προηγουμένως στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αλλά για λογαριασμό ιδιωτικών εταιριών των οποίων ήταν μισθωτός υπάλληλος (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Pozza κατά Κοινοβουλίου, T‑216/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:118, σκέψη 51). Ομοίως, η άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας στην Επιτροπή υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη μη ένταξης της προσφεύγουσας στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

68      Η δε παροχή υπηρεσιών από την προσφεύγουσα στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ένωση ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της περιόδου αναφοράς. Επομένως, η εν λόγω παροχή υπηρεσιών δεν ασκεί ουσιαστική επιρροή στην εκτίμηση της ΑΣΣΠΑ περί του ζητήματος αν η προσφεύγουσα είχε ενταχθεί ή όχι στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

69      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο και συνεπώς ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

70      Ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

71      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Katarzyna Wywiał-Prząda στα δικαστικά έξοδα.

Γρατσίας

Μαρκουλλή

Frendo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Νοεμβρίου 2019.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.