Language of document : ECLI:EU:T:2010:246

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 21ης Ιουνίου 2010

Υπόθεση T-284/09 P

Herbert Meister

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι —Βαθμολόγηση — Εκπρόθεσμη κατάρτιση των εκθέσεων βαθμολογίας — Αντικείμενο της ασκηθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προσφυγής — Εκπρόθεσμη απάντηση στις ενστάσεις — Αίτηση αναιρέσεως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 18ης Μαΐου 2009, F‑138/06 και F‑37/08, Meister κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑131 και II‑A‑1‑727).

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Herbert Meister φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προηγούμενη διοικητική διαδικασία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91 § 3)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Προσφυγή που βάλλει κατά της χορηγήσεως των μορίων προαγωγής διαδοχικών περιόδων προαγωγών (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

1.      Ως προς τις προθεσμίες για την απάντηση στις διοικητικές ενστάσεις, αποσκοπώντας στην προστασία του υπαλλήλου από ενδεχόμενη παράλειψη επιληφθείσας ενστάσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ), ο νομοθέτης προέβλεψε ότι η σιωπή της διοικήσεως, η οποία συνίσταται στην έλλειψη απαντήσεως εκ μέρους της ΑΔΑ εντός της τασσομένης προθεσμίας, σημαίνει απορριπτική απόφαση, η οποία μπορεί να αποτελέσει απ’ ευθείας αντικείμενο προσφυγής περί ακυρώσεως και όχι αντικείμενο προσφυγής κατά παραλείψεως. Τα δικαιώματα άμυνας του υπαλλήλου διαφυλάσσονται επαρκώς και προστατεύονται καταλλήλως με τη δυνατότητα που αυτός έχει να ασκήσει προσφυγή κατά της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως εντός προθεσμίας τριών μηνών από της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως επί της ενστάσεως. Η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει, πάντως, ο υπάλληλος να ενεργεί εντός των προβλεπομένων από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) προθεσμιών.

Αντιθέτως, καθυστερημένη απάντηση της ΑΔΑ συνεπάγεται την έναρξη νέας προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, σε περίπτωση που η ρητή απόφαση ληφθεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας προσφυγής κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως επί της ενστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, του ΚΥΚ.

Το γεγονός ότι μία απάντηση σε διοικητική ένσταση επέρχεται με καθυστέρηση δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της απαντήσεως αυτής ούτε τη νομιμότητα της πράξεως την οποία αφορά η εν λόγω ένσταση. Πράγματι, αφενός, αν έπρεπε να ακυρωθεί αυτή η απόφαση για τον λόγο και μόνον της καθυστερήσεως αυτής, η νέα απόφαση που θα αντικαθιστούσε την ακυρωθείσα απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι λιγότερο καθυστερημένη από ό,τι η πρώτη. Αφετέρου, η μη τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ δεν θίγει, αυτή και μόνον, το κύρος αποφάσεως, αλλά μπορεί να καθιστά υπεύθυνο το οικείο θεσμικό όργανο για τη ζημία που ενδεχομένως προκλήθηκε στον ενδιαφερόμενο.

Συναφώς, το θεσμικό όργανο καθίσταται υπεύθυνο μόνον αν ο προσφεύγων αποδεικνύει την ύπαρξη ζημίας που προκλήθηκε από το γεγονός και μόνον της καθυστερημένης κοινοποιήσεως.

(βλ. σκέψεις 26 έως 30)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 29 Οκτωβρίου 1981, 125/80, Arning κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψη 9· 16 Ιουλίου 2009, C‑385/07 P, Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑6155, σκέψεις 193 έως 196

ΓΔΕΕ, 1 Δεκεμβρίου 1994, T‑54/92, Schneider κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑281 και II‑887, σκέψη 27· 18 Μαρτίου 1997, T‑178/95 και T‑179/95, Picciolo και Caló κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑51 και II‑155, σκέψη 29· 6 Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 34· 26 Ιανουαρίου 2005, T‑267/03, Roccato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 84· 5 Μαρτίου 2008, Combescot κατά Επιτροπής, T‑414/06 P, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑Β‑1‑1 και II‑Β‑1‑1, σκέψη 44

2.      Ως προς την αλληλεξάρτηση μεταξύ των διαδοχικών περιόδων προαγωγών, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη λήξη κάθε περιόδου, το σύνολο των μορίων ενός υπαλλήλου αποτελείται από το άθροισμα των μορίων που του χορηγήθηκαν στο πλαίσιο της τελευταίας περιόδου προαγωγών (πρώτο συστατικό στοιχείο) και εκείνων που αυτός ήδη προηγουμένως διέθετε (δεύτερο συστατικό στοιχείο).

Η νομολογία, κατά την οποία η χορήγηση μορίων προαγωγής για ένα συγκεκριμένο έτος έχει αποτελέσματα που δεν περιορίζονται μόνο στην τρέχουσα περίοδο προαγωγών, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση ότι, όταν ένας υπάλληλος, ενημερώνεται για το σύνολο των μορίων που αυτός διαθέτει κατόπιν μιας περιόδου προαγωγών, αυτός δικαιούται να αμφισβητήσει όχι μόνον το πρώτο συστατικό στοιχείο του συνόλου των μορίων που διαθέτει αλλά επίσης και το δεύτερο συστατικό στοιχείο. Πράγματι, αν το εν λόγω δεύτερο συστατικό στοιχείο μπορούσε επίσης να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής ενστάσεως ή προσφυγής, θα παραβιαζόταν η ασφάλεια δικαίου, στο μέτρο που ο υπάλληλος θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα μόρια που του είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο των προηγουμένων περιόδων προαγωγών και τα οποία αυτός δεν είχε αμφισβητήσει εντός των τασσομένων από τον ΚΥΚ προθεσμιών.

(βλ. σκέψεις 41, 42 και 44)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 11 Δεκεμβρίου 2003, T‑323/02, Breton κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑325 και II‑1587, σκέψεις 51 έως 53· 4 Μαΐου 2005, T‑144/03, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑101 και II‑465, σκέψη 147 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 88

3.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, εκτός αν η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποτελεί, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως αποδεικτικών στοιχείων προσκομισθέντων ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου. Η παραμόρφωση αυτή πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψη 55)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 191 έως 193 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία