Language of document : ECLI:EU:C:2022:568

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/19 και C-232/19

Ιταλική Δημοκρατία

και
Comune di Milano

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
και
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 14ης Ιουλίου 2022

«Προσφυγή ακυρώσεως – Θεσμικό δίκαιο – Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1718 – Καθορισμός του τόπου της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) – Άρθρο 263 ΣΛΕΕ – Παραδεκτό – Έννομο συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίηση – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός – Απόφαση εκδοθείσα από τους αντιπροσώπους των κρατών μελών στο περιθώριο συνόδου του Συμβουλίου για τον καθορισμό του τόπου της έδρας οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έλλειψη δεσμευτικών αποτελεσμάτων στην έννομη τάξη της Ένωσης – Προνόμια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»

1.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Έννομο συμφέρον – Κανονισμός για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης – Προσφυγή ασκηθείσα από περιφερειακή ή τοπική εδαφική οντότητα, υποψήφια για την υποδοχή της έδρας αυτής – Παραδεκτό

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 2018/1718)

(βλ. σκέψεις 55, 57)

2.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Ενεργητική νομιμοποίηση – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κανονισμός για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης – Προσφυγή ασκηθείσα από περιφερειακή ή τοπική εδαφική οντότητα, υποψήφια για την υποδοχή της έδρας αυτής – Παραδεκτό

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 2018/1718)

(βλ. σκέψεις 58-60, 77, 78)

3.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα – Σωρευτικά κριτήρια – Άμεσος επηρεασμός και απουσία εξουσίας εκτιμήσεως των αποδεκτών που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή των πράξεων της Ένωσης – Πράξη που παράγει ευθέως αποτελέσματα επί της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος – Κανονισμός για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης – Προσφυγή ασκηθείσα από περιφερειακή ή τοπική εδαφική οντότητα, υποψήφια για την υποδοχή της έδρας αυτής – Ενεργητική νομιμοποίηση – Υφίσταται

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 2018/1718)

(βλ. σκέψεις 61, 67)

4.        Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Ατομικός επηρεασμός – Κριτήρια – Κανονισμός για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης – Προσφυγή ασκηθείσα από περιφερειακή ή τοπική εδαφική οντότητα, υποψήφια για την υποδοχή της έδρας αυτής – Ενεργητική νομιμοποίηση – Υφίσταται

(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 2018/1718)

(βλ. σκέψεις 68, 72)

5.        Ευρωπαϊκή Ένωση – Έδρα των θεσμικών οργάνων – Καθορισμός – Άρθρο 341 ΣΛΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Ορισμός του τόπου της έδρας των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης – Δεν εμπίπτει – Καθορισμός του τόπου της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) από τους εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών – Απόφαση πολιτικού χαρακτήρα στερούμενη υποχρεωτικών εννόμων αποτελεσμάτων στο δίκαιο της Ένωσης – Αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης

(Άρθρο 13 § 1 ΣΕΕ ·άρθρα 114, 168 § 4, 340, εδ. 2, και 341 ΣΛΕΕ· πρωτόκολλο αριθ. 6· απόφαση των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της 12ης Δεκεμβρίου 1992, άρθρο 2· κανονισμός 2018/1718)

(βλ. σκέψεις 112-115, 120, 122, 126-136, 139-142)

6.        Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμική ισορροπία – Συνέπειες – Τήρηση της κατανομής των αρμοδιοτήτων – Αρμοδιότητες των κρατών μελών και νομοθετική εξουσία της οποίας φορείς είναι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο – Συνήθης νομοθετική διαδικασία – Κανονισμός για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης – Εφαρμογή αποφάσεως ληφθείσας από τους εκπροσώπους των κρατών μελών στο περιθώριο συνόδου του Συμβουλίου για τον καθορισμό του τόπου της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) – Απουσία αντικτύπου επί των αρμοδιοτήτων του νομοθέτη της Ένωσης

(Άρθρα 13 § 2, 14 § 1 και 16 § 1 ΣΕΕ)

(βλ. σκέψεις 145, 149)

Σύνοψη

Ενώπιον του Δικαστηρίου ασκήθηκαν πέντε προσφυγές ακυρώσεως διαφόρων πράξεων που εκδόθηκαν, αφενός, από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών και, αφετέρου, από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχετικά με τον καθορισμό της έδρας δύο ευρωπαϊκών οργανισμών.

Η Ιταλία και ο Comune di Milano (Δήμος Μιλάνου, Ιταλία) αντιστοίχως άσκησαν δύο προσφυγές κατά, αφενός, του Συμβουλίου, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 20ής Νοεμβρίου 2017 (1), την οποία έλαβαν οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-59/18 και C-182/18), και, αφετέρου, κατά του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1718 (2) (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/19 και C-232/19) σχετικά με τον ορισμό του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) ως τόπου της νέας έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) κατόπιν του Brexit. Με τη σειρά του, το Κοινοβούλιο άσκησε προσφυγή κατά του Συμβουλίου με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 13ης Ιουνίου 2019 (3), η οποία ελήφθη με κοινή συμφωνία μεταξύ των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών και με την οποία ορίστηκε η Μπρατισλάβα (Σλοβακία) ως τόπος της έδρας της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας (ELA) (υπόθεση C-743/19).

Στις υποθέσεις που αφορούν την έδρα του ΕΜΑ, οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων είχαν εγκρίνει, κατόπιν του Brexit, διαδικασία για την έκδοση αποφάσεως σχετικά με τη μεταφορά της εν λόγω έδρας, η οποία μέχρι τότε βρισκόταν στο Λονδίνο. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η προσφορά των Κάτω Χωρών επικράτησε της προσφοράς της Ιταλίας (Μιλάνο). Κατά συνέπεια, με την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017 στο περιθώριο συνόδου του Συμβουλίου, οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών όρισαν το Άμστερνταμ ως τον τόπο της νέας έδρας του ΕΜΑ. Ο ορισμός του τόπου της νέας έδρας επικυρώθηκε από τον προσβαλλόμενο κανονισμό με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, η οποία συνεπαγόταν τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου. Πλην όμως, η Ιταλία και ο δήμος Μιλάνου υποστήριξαν ότι η απόφαση περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του EMA, καθόσον αφορούσε τον καθορισμό του τόπου της έδρας αποκεντρωμένου οργανισμού και όχι θεσμικού οργάνου της Ένωσης, ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης και ότι έπρεπε, στην πραγματικότητα, να καταλογιστεί στο Συμβούλιο. Ως εκ τούτου, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής ως βάσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού, ενώ παράλληλα υποστήριξαν ότι το Κοινοβούλιο δεν είχε ασκήσει πλήρως τα νομοθετικά του προνόμια κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού.

Στην υπόθεση που αφορά την έδρα της ELA, οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών είχαν εγκρίνει με κοινή συμφωνία τη διαδικασία και τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αποφασιζόταν η τοποθεσία της έδρας του εν λόγω αποκεντρωμένου οργανισμού. Κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας αυτής, οι ως άνω αντιπρόσωποι έλαβαν, στο περιθώριο συνόδου του Συμβουλίου, την απόφαση περί ορισμού της Μπρατισλάβα ως τόπου της έδρας της ELA. Το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι ο πραγματικός εκδότης της εν λόγω αποφάσεως ήταν το Συμβούλιο και ότι, δεδομένου ότι επρόκειτο για νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης, αυτή μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως.

Με τρεις αποφάσεις που εξέδωσε το τμήμα μείζονος συνθέσεως, το Δικαστήριο αναπτύσσει τη νομολογία του σχετικά με το νομικό πλαίσιο που έχει εφαρμογή στον καθορισμό του τόπου της έδρας των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι αποφάσεις περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του ΕΜΑ και του τόπου της έδρας της ELA είναι πολιτικές πράξεις, οι οποίες εκδίδονται από τα κράτη μέλη μόνον υπό τη συγκεκριμένη ιδιότητά τους και όχι υπό την ιδιότητά τους ως μελών του Συμβουλίου, με αποτέλεσμα αυτές να εκφεύγουν του ελέγχου νομιμότητας που προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Οι επίμαχες αποφάσεις δεν μπορούν να εξομοιωθούν προς εκείνες που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 341 ΣΛΕΕ (4), το οποίο αφορά μόνο τον καθορισμό του τόπου της έδρας των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (5). Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση των επίμαχων αποφάσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

–        Επί του παραδεκτού της προσφυγής που ασκεί περιφερειακή ή τοπική εδαφική οντότητα κατά του κανονισμού περί καθορισμού του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνου ή ενός οργανισμού της Ένωσης (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑106/19 και C-232/19)

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η προσφυγή περιφερειακής εδαφικής οντότητας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσφυγή κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, μια τέτοια οντότητα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον και ενεργητική νομιμοποίηση. Έχοντας διαπιστώσει ότι ο δήμος Μιλάνου πράγματι είχε έννομο συμφέρον, στο μέτρο που τυχόν ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού θα συνεπαγόταν την επανάληψη της νομοθετικής διαδικασίας για τον καθορισμό του τόπου της έδρας του EMA για την οποία ο ίδιος είχε υποβάλει υποψηφιότητα, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά τη συγκεκριμένη οντότητα, η οποία νομιμοποιείται, ως εκ τούτου, να ζητήσει την ακύρωσή του. Συναφώς, το Δικαστήριο διαπιστώνει, αφενός, ότι η επίμαχη κανονιστική πράξη δεν καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της και, αφετέρου, ότι ο δήμος Μιλάνου μετέσχε ειδικώς στη διαδικασία επιλογής της έδρας του ΕΜΑ, διαδικασία που τον περιήγαγε σε κατάσταση η οποία τον εξατομίκευσε κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνο του αποδέκτη της πράξεως.

–        Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται αποφάσεων των κρατών μελών σχετικά με τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑59/18 και C-182/18 και υπόθεση C-743/19)

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος μόνο για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων που καταλογίζονται στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Επομένως, οι πράξεις που εκδίδονται από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών, υπό την ιδιότητά τους αυτή και στο πλαίσιο της συλλογικής ασκήσεως των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών, δεν υπόκεινται στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης, εκτός αν η επίμαχη πράξη, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της και των περιστάσεων υπό τις οποίες εκδόθηκε, συνιστά στην πραγματικότητα απόφαση του Συμβουλίου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι οι αποφάσεις περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του ΕΜΑ και του τόπου της έδρας της ELA μπορούν να εξετασθούν μόνον υπό το πρίσμα του ισχύοντος νομικού πλαισίου για τον καθορισμό του τόπου της έδρας των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης.

Συναφώς, το Δικαστήριο εξετάζει από γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής απόψεως αν μπορεί βασίμως να γίνει επίκληση του άρθρου 341 ΣΛΕΕ ως βάσεως των επίμαχων αποφάσεων (6).

Πρώτον, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το γράμμα του άρθρου 341 ΣΛΕΕ αναφέρεται ρητώς μόνο στα «θεσμικά όργανα της Ένωσης».

Δεύτερον, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ως άνω διάταξη, το Δικαστήριο κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η διασταλτική ερμηνεία του όρου αυτού στην οποία έχει προβεί όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη (7) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί λυσιτελώς προκειμένου να οριστεί, κατ’ αναλογίαν, το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η προγενέστερη θεσμική πρακτική την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, βάσει της οποίας οι έδρες των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης καθορίστηκαν βάσει πολιτικής επιλογής στην οποία προέβησαν μόνον οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών, πόρρω απέχει από το να είναι γενικευμένη, ότι δεν απολαύει θεσμικής αναγνωρίσεως και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να δημιουργήσει προηγούμενο που να δεσμεύει τα θεσμικά όργανα.

Τρίτον, όσον αφορά τον σκοπό του άρθρου 341 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο διευκρινίζει, καταρχάς, ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται στη διαφύλαξη των εξουσιών λήψεως αποφάσεων των κρατών μελών κατά τον καθορισμό του τόπου της έδρας των θεσμικών οργάνων και μόνον της Ένωσης. Εν συνεχεία, επισημαίνει ότι η σύσταση των λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης απορρέει από πράξη του παράγωγου δικαίου εκδοθείσα βάσει ουσιαστικών διατάξεων που θέτουν σε εφαρμογή την πολιτική της Ένωσης στην οποία παρεμβαίνει το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός. Η απόφαση περί καθορισμού του τόπου της έδρας τους είναι σύμφυτη με τη σχετική με τη σύστασή τους απόφαση. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει, καταρχήν, αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης, όπως ακριβώς έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων και της οργανώσεώς του. Τέλος, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι η απόφαση περί καθορισμού του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης ενδέχεται να έχει σημαντική πολιτική διάσταση δεν εμποδίζει τον νομοθέτη της Ένωσης να λάβει την απόφαση αυτή σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπουν οι διατάξεις των σχετικών ουσιαστικών διατάξεων των Συνθηκών.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο καταλήγει ότι το άρθρο 341 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διέπει τον καθορισμό του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης, όπως ο ΕΜΑ ή η ELA, και ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του τόπου της έδρας των εν λόγω αποκεντρωμένων οργανισμών δεν ανήκει στα κράτη μέλη αλλά στον νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξετάζει την αρμοδιότητά του να κρίνει το κύρος των αποφάσεων περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του ΕΜΑ και του τόπου της έδρας της ELA δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το κρίσιμο κριτήριο για τον αποκλεισμό της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται ένδικης προσφυγής κατά πράξεων των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών είναι αποκλειστικά το κριτήριο του εκδότη τους, ανεξαρτήτως των υποχρεωτικών εννόμων αποτελεσμάτων τους. Η επέκταση, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, της έννοιας της πράξεως που είναι δεκτικής προσφυγής και στις πράξεις που εκδίδονται, έστω και με κοινή συμφωνία, από τα κράτη μέλη θα ισοδυναμούσε με αποδοχή άμεσου ελέγχου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης επί των πράξεων των κρατών μελών και, επομένως, με καταστρατήγηση των ενδίκων βοηθημάτων που προβλέπονται ειδικώς σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν από τις Συνθήκες.

Τέλος, στην υπόθεση C-743/19, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης, τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου όσο και για λόγους αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, να εκδώσει πράξη της Ένωσης που να επικυρώνει την πολιτική απόφαση των κρατών μελών ή, αντιθέτως, να μην ακολουθήσει την απόφαση αυτή. Δεδομένου ότι η εν λόγω πράξη προηγείται κατ’ ανάγκην κάθε μέτρου εφαρμογής σχετικού με την έδρα του οικείου οργανισμού, μόνον η πράξη αυτή του νομοθέτη της Ένωσης μπορεί να παραγάγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης.

Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών με τις οποίες καθορίζεται ο τόπος της νέας έδρας του ΕΜΑ και ο τόπος της έδρας της ELA (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-59/18 και C-182/18 και υπόθεση C-743/19) δεν αποτελούν πράξεις του Συμβουλίου, αλλά πολιτικές πράξεις, στερούμενες δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, οι οποίες εκδίδονται συλλογικώς από τα κράτη μέλη, οπότε οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο απορρίπτει τις ασκηθείσες προσφυγές ως βάλλουσες κατά πράξεων των οποίων τη νομιμότητα δεν είναι αρμόδιο να κρίνει.

–        Επί του κύρους νομοθετικής πράξεως περί καθορισμού του τόπου της έδρας ενός εκ των λοιπών οργάνων ή ενός οργανισμού της Ένωσης (συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/19 και C-232/19)

Όσον αφορά τον προσβαλλόμενο κανονισμό, με τον οποίο το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο επικύρωσαν, με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, την απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του ΕΜΑ, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο καθορισμός του περιεχομένου του εναπόκειται αποκλειστικώς στα εν λόγω θεσμικά όργανα, δυνάμει των αρχών της κατανομής των εξουσιών και της θεσμικής ισορροπίας που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΕΕ (8). Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι στην απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί καμία δεσμευτική ισχύς δυνάμενη να περιορίσει την εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης. Επομένως, η εν λόγω απόφαση έχει την αξία πράξεως πολιτικής συνεργασίας και ουδόλως συνιστά σφετερισμό των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας. Η μη εμπλοκή του Κοινοβουλίου στη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της εν λόγω αποφάσεως δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, προσβολή ή καταστρατήγηση των προνομιών του θεσμικού αυτού οργάνου ως συννομοθέτη, η δε πολιτική επίπτωση της εν λόγω αποφάσεως επί της νομοθετικής εξουσίας του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ακυρώσεως του προσβαλλόμενου κανονισμού από το Δικαστήριο. Δεδομένου ότι η απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2017 στερείται παντελώς δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων στο δίκαιο της Ένωσης, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση του προσβαλλόμενου κανονισμού, οπότε η νομιμότητα του οικείου κανονισμού δεν θίγεται από τυχόν πλημμέλειες κατά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως.


1      Απόφαση ληφθείσα στο περιθώριο συνόδου του Συμβουλίου, με την οποία ορίστηκε το Άμστερνταμ ως τόπος της νέας έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΑ) (στο εξής: απόφαση περί καθορισμού του τόπου της νέας έδρας του ΕΜΑ).


2      Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1718 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 όσον αφορά τον καθορισμό της τοποθεσίας της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΕ 2018, L 291, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).


3      Απόφαση (ΕΕ) 2019/1199 η οποία ελήφθη κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, της 13ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τον καθορισμό της έδρας της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας (ΕΕ 2019, L 189, σ. 68, στο εξής: απόφαση περί καθορισμού του τόπου της έδρας της ELA).


4      Το άρθρο 341 ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «[η] έδρα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ορίζεται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων των κρατών μελών».


5      Όπως μνημονεύονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ.


6      Το Δικαστήριο αναπτύσσει, κατ’ ουσίαν, παρεμφερή συλλογιστική στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑106/19 και C-232/19.


7      Στο πλαίσιο του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.


8      Άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.