Language of document : ECLI:EU:F:2015:55

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ EΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 21ης Απριλίου 2015

Υπόθεση F‑31/11 DEP

BI

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop)

«Υπαλληλική υπόθεση — Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Εκπροσώπηση οργάνου της Ένωσης από δικηγόρο — Αμοιβή κατ’ αποκοπήν — Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν — Οικονομική κατάσταση του προσφεύγοντος»

Αντικείμενο:      Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων υποβληθείσα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) κατόπιν της εκδόσεως της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 7ης Μαρτίου 2012, BI κατά Cedefop (F‑31/11, EU:F:2012:28).

Απόφαση:      Το ποσό των εξόδων τα οποία το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης δύναται να αναζητήσει από τον BI στην υπόθεση F‑31/11 καθορίζεται σε 5 000 ευρώ.

Περίληψη

1.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων — Προθεσμία υποβολής — Υποχρέωση υποβολής της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων εντός εύλογου χρόνου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 92 § 1)

2.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν — Αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι — Έννοια — Αμοιβή καταβληθείσα από θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό της Ένωσης στον δικηγόρο του — Εμπίπτει — Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ προσφευγόντων λόγω της προσφυγής στις υπηρεσίες δικηγόρου σε ορισμένες υποθέσεις — Δεν υφίσταται

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

3.      Ένδικη διαδικασία — Δικαστικά έξοδα — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν — Αμοιβή καταβληθείσα από θεσμικό όργανο στον δικηγόρο του — Περιλαμβάνεται — Στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων — Οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα — Δεν λαμβάνεται υπόψη

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 19, εδ. 1, και παράρτημα I, άρθρο 7 § 1) Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 91, στοιχείο β΄)

1.      Η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων πρέπει να υποβάλλεται εντός εύλογου χρόνου πέραν του οποίου ο διάδικος που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δύναται να θεωρήσει βασίμως ότι ο διάδικος που μπορεί να τα αναζητήσει παραιτήθηκε του δικαιώματός του. Εξάλλου, το εύλογον του χρόνου πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με το σύνολο των περιστάσεων κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το διακύβευμα που ενέχει η διαφορά για τον ενδιαφερόμενο, με την πολυπλοκότητα της υποθέσεως και με τη συμπεριφορά των διαδίκων.

Όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων, καίτοι η άσκηση αναιρέσεως δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εύλογον είναι να μπορεί ο διάδικος που έχει δικαίωμα στην αναζήτηση των εξόδων να αναμείνει την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως προτού ζητήσει την απόδοση των δικαστικών εξόδων.

(βλ. σκέψεις 14 και 16)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψεις 28, 30 και 33, και διάταξη Dietz κατά Επιτροπής, 126/76 DEP, EU:C:1979:158, σκέψη 1

ΓΔΕΕ: διάταξη Air France κατά Επιτροπής, T‑2/93 DEP, EU:T:1996:48, σκέψεις 10 επ.

ΔΔΔΕΕ: διάταξη BI κατά Cedefop, F‑31/11, EU:F:2012:28

2.      Από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να εκπροσωπηθούν ή να επικουρηθούν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Συναφώς η αμοιβή του δικηγόρου αυτού εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας, χωρίς το θεσμικό όργανο να υποχρεούται να αποδείξει ότι η παρέμβαση του δικηγόρου αυτού ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη. Για τους σκοπούς της εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως του Οργανισμού του Δικαστηρίου, οι οργανισμοί της Ένωσης εξομοιώνονται προς τα θεσμικά όργανα.

Εξάλλου, το γεγονός ότι ένας οργανισμός της Ένωσης εκπροσωπήθηκε από υπάλληλό του και από εξωτερικό δικηγόρο δεν ασκεί επιρροή ως προς το αν τα εν λόγω έξοδα δύνανται να αναζητηθούν, καθόσον ουδόλως αποκλείεται καταρχήν η δυνατότητα αυτή. Μπορεί, ωστόσο, να έχει επίπτωση στον καθορισμό του ποσού των δικαστικών εξόδων που θα πρέπει τελικώς να αναζητηθεί. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των προσφευγόντων όταν ένα θεσμικό όργανο ή ένας οργανισμός της Ένωσης αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες δικηγόρου σε ορισμένες υποθέσεις, ενώ, σε άλλες υποθέσεις, αυτό το θεσμικό όργανο ή αυτός ο οργανισμός εκπροσωπείται από τους υπαλλήλους του.

Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία εξαρτώσα το δικαίωμα οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης να αξιώσει το σύνολο ή μέρος της αμοιβής που κατέβαλε σε δικηγόρο από την απόδειξη της αντικειμενικής ανάγκης προσφυγής στις υπηρεσίες αυτές θα συνιστούσε, στην πραγματικότητα, έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και θα σήμαινε ότι θα όφειλε ο δικαστής της Ένωσης να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του τη σχετική εκτίμηση των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Όμως, μια τέτοια αποστολή δεν είναι συμβατή ούτε με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ούτε με την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως που διαθέτουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεών τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Επομένως, το γεγονός ότι ένας οργανισμός της Ένωσης διαθέτει νομική υπηρεσία δεν ασκεί επιρροή ως προς το κατά πόσον δύνανται να αναζητηθούν έξοδα συνιστάμενα στην εκ μέρους του οργανισμού αυτού αμοιβή δικηγόρου μη ανήκοντος στο προσωπικό του.

(βλ. σκέψεις 30 έως 33)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: διάταξη Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑554/11 P‑DEP, EU:C:2013:706, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: διάταξη Λογγινίδης κατά Cedefop, T‑283/08 P‑DEP, EU:T:2014:1083, σκέψεις 24 έως 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: διάταξη Χατζηδουκάκης κατά Επιτροπής, F‑84/10 DEP, EU:F:2014:41, σκέψη 21

3.      Στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει το ποσό μέχρι του οποίου μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Αποφαινόμενος επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ο δικαστής της Ένωσης δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη του ούτε κάποιον εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε τυχόν σχετική συμφωνία μεταξύ του ενδιαφερομένου διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του.

Εξάλλου, ελλείψει διατάξεων περί τιμολογήσεως στο δίκαιο της Ένωσης, ο δικαστής οφείλει να εκτιμήσει ελεύθερα τα δεδομένα της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσχέρειες της υποθέσεως, την έκταση της εργασίας που κλήθηκαν να εκτελέσουν οι εκπρόσωποι ή σύμβουλοι στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσώπευσε η διαφορά για τους διαδίκους.

Συναφώς, έστω και αν δεν υπάρχει κατάσταση των παροχών του δικηγόρου και δεν έχει καταγραφεί ο χρόνος που αυτός αφιέρωσε, η δε αμοιβή υπολογίστηκε κατ’ αποκοπήν, μπορεί να συναχθεί από το γεγονός και μόνον της συντάξεως υπομνήματος αντικρούσεως ότι ο δικηγόρος αυτός πράγματι προέβη σε ενέργειες και παροχές αναγκαίες στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασίας. Εξάλλου, ο κατ’ αποκοπήν χαρακτήρας της αμοιβής δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση, εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, του δυναμένου να αναζητηθεί ποσού των δικαστικών εξόδων, καθόσον ο δικαστής στηρίζεται σε παγίως καθορισμένα από το δικαστήριο κριτήρια και στα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία οι διάδικοι οφείλουν να του παράσχουν. Η έλλειψη τέτοιων πληροφοριακών στοιχείων δεν εμποδίζει μεν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να καθορίσει, κατά δίκαιη εκτίμηση, το ποσό των δυναμένων να αναζητηθούν δικαστικών εξόδων, του επιβάλλει, ωστόσο, κατ’ ανάγκην, να προβεί σε αυστηρή εκτίμηση όσον αφορά του τις αξιώσεις του αιτούντος την απόδοση των εξόδων.

Εξάλλου, η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων βάσει των οποίων ο δικαστής της Ένωσης καθορίζει τα δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

(βλ. σκέψεις 35, 36, 41, 42 και 48)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διατάξεις Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑278/07 P‑DEP, EU:T:2013:269, σκέψη 20, και Λογγινίδης κατά Cedefop, EU:T:2014:1083, σκέψη 67

ΔΔΔΕΕ: απόφαση Blais κατά ΕΚΤ, F‑6/08, EU:F:2008:160, σκέψεις 111 έως 116· διατάξεις Martinez Erades κατά SEAE, F‑64/12 DEP, EU:F:2013:111, σκέψη 21, και Χατζηδουκάκης κατά Επιτροπής, EU:F:2014:41, σκέψεις 22 και 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία