Language of document : ECLI:EU:C:2021:341

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 29ης Απριλίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Αποτελέσματα της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας – Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα – Καθορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Σύμβαση ανανέωσης – Αποτρεπτικό αποτέλεσμα – Υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή – Άρθρο 6, παράγραφος 1, και άρθρο 7, παράγραφος 1»

Στην υπόθεση C‑19/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Gdańsku XV Wydział Cywilny (πρωτοδικείο περιφέρειας Γκντανσκ, δέκατο πέμπτο πολιτικό τμήμα, Πολωνία) με απόφαση της 30ής Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

Ι.W.,

R.W.

κατά

Bank BPH S.A.,

παρισταμένου του:

Rzecznik Praw Obywatelskich,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kumin, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        οι I.W. και R.W., εκπροσωπούμενοι από τον B. Garlacz, radca prawny,

–        η Bank BPH S.A., εκπροσωπούμενη από τον A. Sienkiewicz, τους B. Krużewski και A. Prokop, adwokaci, καθώς και τον P. Bogdanowicz, radca prawny,

–        ο Rzecznik Praw Obywatelskich, εκπροσωπούμενος από τον M. Taborowski,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Centeno Huerta και τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, T. Paixão και M. Queiroz Ribeiro, καθώς και από τις A. Rodrigues και P. Barros da Costa,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García και την M. Siekierzyńska,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), και ειδικότερα των άρθρων της 6 και 7.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των I.W. και R.W. και, αφετέρου, της Bank BPH S.A. σχετικά με τις συνέπειες του καταχρηστικού χαρακτήρα ορισμένων ρητρών περιεχόμενων σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα μεταξύ των ανωτέρω.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 93/13, ως «καταχρηστικές ρήτρες» νοούνται «οι ρήτρες μιας σύμβασης όπως ορίζονται στο άρθρο 3».

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

5        Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 93/13:

«1.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.      Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της σύμβασης ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

6        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα κατωτέρω:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

7        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το πολωνικό δίκαιο

8        Το άρθρο 58 του Kodeks cywilny (αστικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«1.      Δικαιοπραξία η οποία είναι αντίθετη προς τον νόμο ή αποβλέπει στην καταστρατήγηση του νόμου είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από άλλη σχετική διάταξη, ιδίως αν προβλέπεται ότι οι άκυρες διατάξεις της δικαιοπραξίας αντικαθίστανται από τις σχετικές διατάξεις του νόμου.

2.      Δικαιοπραξία αντίθετη προς τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης είναι άκυρη.

3.      Αν ένα μόνο μέρος της δικαιοπραξίας είναι άκυρο, τα υπόλοιπα μέρη της δικαιοπραξίας παραμένουν σε ισχύ, εκτός αν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δικαιοπραξία δεν θα είχε εκτελεσθεί ελλείψει των άκυρων διατάξεων.»

9        Κατά το άρθρο 120, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού:

«Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή. Αν το απαιτητό μιας αξίωσης εξαρτάται από την έκδοση συγκεκριμένης πράξης από τον δικαιούχο, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κατά την οποία η αξίωση θα καθίστατο απαιτητή αν ο δικαιούχος είχε εκδώσει την πράξη το ταχύτερο δυνατόν.»

10      Το άρθρο 3531 του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να διαμορφώσουν την έννομη σχέση τους κατά την ελεύθερη βούλησή τους, εφόσον το περιεχόμενο ή ο σκοπός της δεν αντιβαίνουν στη φύση της σχέσης, στον νόμο ή στους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης.»

11      Το άρθρο 358 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα κατωτέρω:

«1.      Αν αντικείμενο της ενοχής είναι η παροχή χρηματικού ποσού που εκφράζεται σε ξένο νόμισμα, ο οφειλέτης δύναται να την εκπληρώσει σε πολωνικό νόμισμα, εκτός εάν ο νόμος ή δικαστική απόφαση που αποτελεί την πηγή της υποχρέωσης ή δικαιοπραξία ορίζουν ότι η εκπλήρωση πραγματοποιείται μόνο σε ξένο νόμισμα.

2.      Η αξία του ξένου νομίσματος υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται από την Εθνική Τράπεζα της Πολωνίας, κατά την ημερομηνία κατά την οποία η αξίωση καθίσταται απαιτητή, εκτός αν νόμος, δικαστική απόφαση ή δικαιοπραξία ορίζουν διαφορετικά.

3.      Εφόσον ο οφειλέτης καθυστερεί την εκπλήρωση, ο πιστωτής μπορεί να την απαιτήσει στο πολωνικό νόμισμα σύμφωνα με τη μέση συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται από την Εθνική Τράπεζα της Πολωνίας κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης της καταβολής.»

12      Το άρθρο 3851 του αστικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Οι ρήτρες σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή εάν διαμορφώνουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατά τρόπο που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντά του (μη επιτρεπτές συμβατικές ρήτρες). Αυτό δεν ισχύει για ρήτρες που καθορίζουν τις κύριες παροχές των συμβαλλομένων μερών, ιδίως την τιμή ή την αμοιβή, εφόσον είναι διατυπωμένες με σαφήνεια.

2.      Εάν μια συμβατική ρήτρα δεν είναι δεσμευτική για τον καταναλωτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, η σύμβαση παραμένει κατά τα λοιπά δεσμευτική για τα συμβαλλόμενα μέρη.

3.      Οι ρήτρες σύμβασης που συνάπτεται με καταναλωτή οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης είναι συμβατικές ρήτρες επί των οποίων ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να ασκήσει συγκεκριμένη επιρροή. Ειδικότερα, πρόκειται για συμβατικές ρήτρες οι οποίες αποτελούν γενικούς όρους συναλλαγών που προτάθηκαν στον καταναλωτή από τον αντισυμβαλλόμενό του.

[…]»

13      Το άρθρο 3852 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:

«Το συμβατό των ρητρών μιας σύμβασης με τα χρηστά ήθη εκτιμάται με βάση την κατάσταση κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου της, των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψή της καθώς και των λοιπών συμβάσεων που συνδέονται με τη σύμβαση στην οποία περιλαμβάνονται οι ρήτρες οι οποίες αποτελούν αντικείμενο της εκτίμησης.»

14      Ο ustawa o zmianie ustawy – Prawo bankowe oraz niektórych innych ustaw (νόμος περί τροποποίησης του νόμου περί τραπεζικού δικαίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 29ης Ιουλίου 2011 (Dz. U. 2011, αριθ. 165, θέση 984, στο εξής: νόμος της 29ης Ιουλίου 2011), τέθηκε σε ισχύ στις 26 Αυγούστου 2011.

15      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου της 29ης Ιουλίου 2011:

«Στον [ustawa – Prawo bankowe (νόμο περί τραπεζικού δικαίου), της 29ης Αυγούστου 1997 (Dz. U. 2002, αριθ. 72, θέση 665), όπως έχει τροποποιηθεί,] επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

1)      στο άρθρο 69:

a)      στην παράγραφο 2, μετά το σημείο 4 παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο 4a:

“4a)      σε περίπτωση σύμβασης πίστωσης συνομολογηθείσας ή υπολογιζόμενης σε νόμισμα διαφορετικό από το πολωνικό νόμισμα, [προβλέπονται] λεπτομερείς κανόνες για τον προσδιορισμό των τρόπων και των προθεσμιών καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας βάσει της οποίας υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, το ποσό της πίστωσης, οι τμηματικές καταβολές (κεφάλαιο και τόκοι), καθώς και κανόνες μετατροπής στο νόμισμα εκταμίευσης ή εξόφλησης της πίστωσης,”

b)      μετά την παράγραφο 2, προστίθεται νέα παράγραφος 3, η οποία έχει ως εξής:

“3.      Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης συνομολογηθείσας ή υπολογιζόμενης σε νόμισμα διαφορετικό από το πολωνικό νόμισμα, ο δανειολήπτης μπορεί να εξοφλήσει τις μηνιαίες δόσεις (κεφάλαιο και τόκους) και να προβεί σε πρόωρη εξόφληση του συνόλου ή τμήματος του ποσού της πίστωσης απευθείας στο νόμισμα αυτό. Στην περίπτωση αυτή, η σύμβαση πίστωσης καθορίζει επίσης τους κανόνες ανοίγματος και τήρησης λογαριασμού για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων που προορίζονται για την εξόφληση της πίστωσης, καθώς και τους κανόνες αποπληρωμής μέσω του λογαριασμού αυτού.”»

16      Το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση πιστώσεων ή χρηματικών δανείων συναπτόμενων από δανειολήπτη πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, το άρθρο 69, παράγραφος 2, σημείο 4a, και το άρθρο 75b του νόμου περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 1 εφαρμόζονται στις πιστώσεις ή τα χρηματικά δάνεια που δεν έχουν εξοφληθεί ολοσχερώς, τούτο δε μέχρι του ποσού της πίστωσης ή του δανείου που απομένει να εξοφληθεί. Συναφώς, η τράπεζα τροποποιεί δωρεάν τη σύμβαση πίστωσης ή τη σύμβαση δανείου αναλόγως.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Κατά τη διάρκεια του 2008, οι I.W. και R.W. συνήψαν, ως καταναλωτές, σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την προκάτοχο της Bank BPH, η διάρκεια του οποίου ήταν 360 μήνες (30 έτη). Η σύμβαση αυτή ήταν εκπεφρασμένη σε πολωνικά ζλότι (PNL), αλλά περιείχε ρήτρα υπολογισμού σε ξένο νόμισμα, ήτοι το ελβετικό φράγκο (CHF).

18      Από τις διευκρινίσεις που παρέχει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι ως άνω δανειολήπτες ενημερώθηκαν για το γεγονός ότι η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου προς το πολωνικό ζλότι μπορούσε να αυξηθεί, πράγμα που θα επηρέαζε το ύψος των μηνιαίων δόσεων αποπληρωμής του συνομολογηθέντος δανείου. Κατόπιν σχετικού αιτήματος της τράπεζας, οι δανειολήπτες υπέβαλαν δήλωση ότι επιθυμούσαν να επιλέξουν τη σύνδεση του δανείου με την τιμή του ελβετικού φράγκου, τούτο δε μολονότι είχαν ενημερωθεί δεόντως για τους κινδύνους που συνεπαγόταν η χορήγηση δανείου σε ξένο νόμισμα.

19      Δυνάμει των όρων της ως άνω σύμβασης, οι πληρωμές για την εξόφληση του δανείου πραγματοποιούνταν σε πολωνικά ζλότι, το δε πιστωτικό υπόλοιπο καθώς και οι μηνιαίες δόσεις υπολογίζονταν βάσει της τιμής πώλησης του ξένου νομίσματος CHF, προσαυξανόμενες κατά το περιθώριο πώλησης του ξένου νομίσματος από την τράπεζα. Η μέθοδος καθορισμού του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας δεν διευκρινιζόταν στην εν λόγω σύμβαση.

20      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της σύμβασης δανείου ορίζει τα εξής:

«Η Τράπεζα χορηγεί στον δανειολήπτη δάνειο ποσού […] PLN, που αναπροσαρμόζεται βάσει της ισοτιμίας προς το [ελβετικό φράγκο] […], και ο δανειολήπτης δεσμεύεται να χρησιμοποιήσει την πίστωση σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, να επιστρέψει εντόκως το ποσό του χορηγούμενου δανείου εντός των προθεσμιών που προβλέπει η σύμβαση και να καταβάλει στην Τράπεζα τις προμήθειες, τα έξοδα και τις λοιπές επιβαρύνσεις που προβλέπει η σύμβαση. […]

Κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης, το υπόλοιπο της πίστωσης εκφράζεται στο νόμισμα στο οποίο υπολογίζεται η αξία της πίστωσης βάσει της τιμής αγοράς του νομίσματος με το οποίο συνδέεται το δάνειο, η οποία αναγράφεται στον Πίνακα τιμών αγοράς/πώλησης συναλλάγματος για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα και περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο 17, και στη συνέχεια το νομισματικό υπόλοιπο μετατρέπεται καθημερινώς σε πολωνικά ζλότι βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος με το οποίο συνδέεται το δάνειο, η οποία αναγράφεται στον Πίνακα τιμών αγοράς/πώλησης συναλλάγματος για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα και περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο 17.»

21      Το άρθρο 7, παράγραφος 2, της σύμβασης αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η εκταμίευση του αναγραφόμενου στην αίτηση εκταμίευσης ποσού της πίστωσης πραγματοποιείται με έμβασμα σε τραπεζικό λογαριασμό ο οποίος αναγράφεται στην αίτηση αυτή και τηρείται σε πολωνική τράπεζα. Η ημερομηνία πραγματοποίησης του εμβάσματος θεωρείται ως ημερομηνία εκταμίευσης της χορηγούμενης πίστωσης. Σε κάθε περίπτωση, το ποσό που καταβλήθηκε σε πολωνικά ζλότι μετατρέπεται στο νόμισμα με το οποίο συνδέεται το δάνειο βάσει των τιμών αγοράς/πώλησης συναλλάγματος που ισχύουν κατά την ημερομηνία της εκταμίευσης από την Τράπεζα για τα ενυπόθηκα δάνεια που αυτή χορηγεί.»

22      Το άρθρο 10, παράγραφος 6, της οικείας σύμβασης ορίζει τα εξής:

«Ο υπολογισμός κάθε καταβολής που πραγματοποιεί ο δανειολήπτης πραγματοποιείται βάσει της τιμής πώλησης του νομίσματος με το οποίο συνδέεται το δάνειο, η οποία αναγράφεται στον Πίνακα τιμών αγοράς/πώλησης συναλλάγματος για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα και η οποία ισχύει κατά την ημερομηνία περιέλευσης των κεφαλαίων στην Τράπεζα. […]»

23      Το άρθρο 17 της σύμβασης δανείου προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τον υπολογισμό των ποσών εκταμίευσης και εξόφλησης της πίστωσης εφαρμόζονται, αντιστοίχως, οι τιμές αγοράς και πώλησης συναλλάγματος που ισχύουν κατά τον χρόνο της συναλλαγής για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα στα ξένα νομίσματα τα οποία περιλαμβάνονται στην προσφορά της.

2.      Οι τιμές αγοράς συναλλάγματος ορίζονται ως οι μέσες τιμές του πολωνικού ζλότι έναντι του οικείου νομίσματος οι οποίες αναγράφονται στους πίνακες μέσων συναλλαγματικών ισοτιμιών της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας, αφαιρουμένου του περιθωρίου αγοράς.

3.      Οι τιμές πώλησης συναλλάγματος ορίζονται ως οι μέσες τιμές του πολωνικού ζλότι έναντι του οικείου νομίσματος οι οποίες αναγράφονται στους πίνακες μέσων συναλλαγματικών ισοτιμιών της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας, προστιθέμενου του περιθωρίου πώλησης.

4.      Για τον υπολογισμό των τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα εφαρμόζεται η ισοτιμία του πολωνικού ζλότι έναντι του οικείου νομίσματος η οποία αναγράφεται στους πίνακες μέσων συναλλαγματικών ισοτιμιών της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας την οικεία εργάσιμη ημέρα, διορθωμένη κατά το περιθώριο αγοράς/πώλησης της Τράπεζας.

5.      Οι τιμές αγοράς/πώλησης που ισχύουν σε δεδομένη εργάσιμη ημέρα για τα ενυπόθηκα δάνεια που χορηγεί η Τράπεζα στα ξένα νομίσματα τα οποία περιλαμβάνονται στην προσφορά της καθορίζονται από την Τράπεζα μετά τις 15:00 την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα, αναρτώνται στην έδρα της Τράπεζας και δημοσιεύονται στον ιστότοπό της […].»

24      Η επίμαχη σύμβαση δανείου τροποποιήθηκε με πράξη υπογραφείσα από τους συμβαλλομένους στις 7 Μαρτίου 2011 (στο εξής: τροποποιητική πράξη), η οποία περιείχε, αφενός, ρήτρες για τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους της Bank BPH. Αφετέρου, η εν λόγω τροποποιητική πράξη προέβλεπε ότι οι δανειολήπτες μπορούσαν πλέον να εξοφλήσουν το δάνειο στο νόμισμα με το οποίο είχε επιλεγεί να συνδεθεί το δάνειο, δηλαδή το ελβετικό φράγκο, και το οποίο μπορούσαν να προμηθευτούν και στην ελεύθερη αγορά.

25      Ενόψει της αύξησης της τιμής του ελβετικού φράγκου, οι I.W. και R.W. προέβαλαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ένσταση καταχρηστικότητας της ρήτρας υπολογισμού του δανείου σε ελβετικά φράγκα, ζητώντας την ακύρωση της σύμβασης και την επιστροφή όλων των ποσών τα οποία είχαν καταβάλει για τόκους και έξοδα που συνδέονταν με την εν λόγω σύμβαση.

26      Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ρήτρες που αφορούν τον υπολογισμό του χορηγούμενου δανείου σε αξία ξένου νομίσματος καθώς και τον τρόπο καθορισμού της τιμής του ξένου νομίσματος στο οποίο πρέπει να εξοφληθεί το δάνειο ανάγονται στο κύριο αντικείμενο της σύμβασης. Στο μέτρο που, κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, οι ρήτρες αυτές διατυπώθηκαν κατά τρόπο κατανοητό και σαφή και οι οφειλέτες αντιλήφθηκαν το περιεχόμενό τους και τις συνέπειές τους, πράγμα που επιβεβαίωσαν εγγράφως στην Bank BPH, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών αυτών.

27      Αντιθέτως, το ίδιο αυτό δικαστήριο κρίνει καταχρηστικές τις ρήτρες αυτές, καθόσον παρέχουν στην Bank BPH τη δυνατότητα να εισπράττει περιθώριο κέρδους συνδεόμενο με την αγορά και την πώληση του ξένου νομίσματος. Δεδομένου ότι η μέθοδος καθορισμού του περιθωρίου αυτού δεν διευκρινίζεται στην αρχική σύμβαση δανείου, το αιτούν δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι το εν λόγω περιθώριο δημιουργεί σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή.

28      Παρά την, κατά το αιτούν δικαστήριο, άρση του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών σχετικά με το περιθώριο κέρδους της Bank BPH για την αγορά/πώληση του ξένου νομίσματος που επήλθε με την εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων σύναψη της τροποποιητικής πράξης με την οποία καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του εν λόγω περιθωρίου κέρδους της τράπεζας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, σε ποια έκταση είναι ικανός ο αρχικός καταχρηστικός χαρακτήρας των όρων αυτών να επηρεάσει το κύρος της ρήτρας υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος ή ακόμη και της σύμβασης δανείου στο σύνολό της.

29      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν έχει τη δυνατότητα να αφήσει ανεφάρμοστους μόνον τους συμβατικούς όρους σχετικά με το περιθώριο κέρδους της τράπεζας διατηρώντας σε ισχύ τη ρήτρα υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, παρά το γεγονός ότι μια τέτοια δικαστική παρέμβαση θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας.

30      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νόμος της 29ης Ιουλίου 2011 καθορίζει πλέον τους κανόνες που διέπουν τον τρόπο μετατροπής του ξένου νομίσματος για τα δάνεια που συνομολογούνται σε ξένο νόμισμα. Εξ αυτού συνάγει ότι ο σκοπός της αποτροπής της χρήσης καταχρηστικών ρητρών δεν δικαιολογεί πλέον την απαγόρευση μετριασμού ή αντικατάστασης καταχρηστικής ρήτρας από τον εθνικό δικαστή ο οποίος διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιων ρητρών σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ιδίως όταν η διαπίστωση αυτή μπορεί να επιφέρει την ακυρότητα της σύμβασης στο σύνολό της.

31      Τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το δικαίωμα του καταναλωτή προς επιστροφή των καταβληθέντων, το οποίο γεννάται μετά την κήρυξη καταχρηστικής ρήτρας ως άκυρης, είναι συμφυές με την απόφαση του εθνικού δικαστηρίου περί διαπίστωσης του καταχρηστικού αυτού χαρακτήρα ή αν η αναγνώρισή του απαιτεί ρητό αίτημα του καταναλωτή στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας υποκείμενης ενδεχομένως σε προθεσμίες παραγραφής.

32      Τέλος, πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το περιεχόμενο της υποχρέωσης ενημέρωσης που θα μπορούσε το ίδιο να υπέχει έναντι του καταναλωτή, δεδομένου ότι ο τελευταίος πρέπει να είναι σε θέση να αποφασίσει αν επιθυμεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Gdańsku XV Wydział Cywilny (πρωτοδικείο περιφέρειας Γκντανσκ, δέκατο πέμπτο πολιτικό τμήμα, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν τα άρθρα 3, παράγραφοι 1 και 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να διαπιστώσει τον –κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [αυτής]– καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα με καταναλωτή ακόμη και στην περίπτωση που, κατά την ημερομηνία κατά την οποία αποφαίνεται το δικαστήριο, κατόπιν τροποποίησης του περιεχομένου της σύμβασης με την προσθήκη παραρτήματος, η ρήτρα έπαυσε να έχει καταχρηστικό χαρακτήρα και η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας κατά την αρχική της διατύπωση ενδέχεται να οδηγήσει σε ακυρότητα της σύμβασης στο σύνολό της;

2)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, [παράγραφος 1 και παράγραφος 2], δεύτερη περίοδος, και το άρθρο 2 της οδηγίας [93/13], την έννοια ότι επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ορισμένων μόνο στοιχείων συμβατικής ρήτρας σχετικής με τον εκ μέρους της τράπεζας καθορισμό της ισοτιμίας του ξένου νομίσματος με το οποίο συνδέεται η χορηγούμενη στον καταναλωτή πίστωση (όπως ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης), και ως εκ τούτου να καταργήσει συμβατική διάταξη περί μονομερούς και κατά τρόπο ασαφή προσδιορισμού του περιθωρίου κέρδους της τράπεζας, το οποίο αποτελεί συνιστώσα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, διατηρώντας σε ισχύ σαφή συμβατική διάταξη αναφερόμενη στη μέση συναλλαγματική ισοτιμία της Εθνικής Τράπεζας της Πολωνίας (Narodowy Bank Polski, NBP), χωρίς να παρίσταται ανάγκη αναπλήρωσης του απαλειφθέντος περιεχομένου της σύμβασης από οποιαδήποτε νομική διάταξη, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η αποκατάσταση της πραγματικής ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του καταναλωτή και του επαγγελματία, αν και θα μεταβληθεί προς όφελος του καταναλωτή το ουσιαστικό περιεχόμενο συμβατικής διάταξης σχετικής με την εκ μέρους του εκπλήρωση της συμβατικής του υποχρέωσης;

3)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], την έννοια ότι η υπό τις ανωτέρω (ερώτημα 2) περιγραφόμενες συνθήκες διαπίστωση της ακυρότητας ορισμένων μόνο στοιχείων συμβατικής ρήτρας αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο εθνικός νομοθέτης θεσπίζει μέτρα για την παύση της πάγιας χρήσης καταχρηστικών συμβατικών ρητρών, όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, εισάγοντας, αφενός, διατάξεις που επιβάλλουν στις τράπεζες την υποχρέωση να διευκρινίζουν τις μεθόδους και τις προθεσμίες για τον καθορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας βάσει της οποίας υπολογίζεται το ποσό της πίστωσης και το ποσό των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων και, αφετέρου, κανόνες μετατροπής στο νόμισμα εκταμίευσης ή εξόφλησης;

4)      Έχει η μη διατήρηση της σύμβασης σε ισχύ, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], και η οποία απορρέει από την απάλειψη των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της [εν λόγω] οδηγίας, την έννοια ότι συνιστά κύρωση δυνάμενη να απορρεύσει ως αποτέλεσμα διαπλαστικής απόφασης του δικαστηρίου εκδοθείσας κατόπιν ρητού αιτήματος του καταναλωτή, με συνέπειες από τη χρονική στιγμή σύναψης της σύμβασης, ήτοι, ex tunc, ενώ οι αξιώσεις του καταναλωτή και του επαγγελματία περί επιστροφής των καταβληθέντων καθίστανται απαιτητές με την τελεσιδικία της απόφασης;

5)      Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13], σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 30ής Μαρτίου 2010 (ΕΕ 2010, C 83, σ. 389), την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή την υποχρέωση να ενημερώσει τον καταναλωτή, ο οποίος έχει ζητήσει την ακύρωση σύμβασης ως αποτέλεσμα της κατάργησης καταχρηστικών ρητρών, για τις έννομες συνέπειες της σχετικής δικαστικής απόφασης, καθώς και για τις ενδεχόμενες αξιώσεις του επαγγελματία (της τράπεζας) περί επιστροφής των καταβληθέντων, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων που δεν προβλήθηκαν στη σχετική διαδικασία, καθώς και των αξιώσεων των οποίων η βασιμότητα δεν έχει βεβαιωθεί πέραν πάσης αμφισβήτησης, ακόμη και αν ο καταναλωτής εκπροσωπείται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η σύναψη τροποποιητικής πράξης της εν λόγω σύμβασης μεταξύ των ως άνω αντισυμβαλλομένων επέφερε την άρση του ελαττώματος της επίμαχης ρήτρας και, αφετέρου, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας ως είχε αρχικώς δύναται να έχει ως συνέπεια να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση.

 Επί του παραδεκτού

35      Οι I.W. και R.W. προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου του προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών στην απόφαση περί παραπομπής δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά περιστατικά που όντως έλαβαν χώρα στην υπόθεση της κύριας δίκης. Ειδικότερα, αμφισβητούν το γεγονός ότι η τροποποιητική πράξη κατέστησε δυνατή την άρση του καταχρηστικού χαρακτήρα της αρχικής ρήτρας υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος, δεδομένου ότι ο μηχανισμός υπολογισμού της αξίας σε άλλο νόμισμα είναι στο σύνολό του καταχρηστικός. Κατ’ αυτούς, κακώς έκρινε το αιτούν δικαστήριο ότι καταχρηστικό είναι μόνον το στοιχείο σχετικά με το περιθώριο κέρδους της Bank BPH που συνδέεται με τις συναλλαγματικές πράξεις.

36      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, δυνάμει του άρθρου 3851, παράγραφοι 1 και 3, του αστικού κώδικα, οι ρήτρες της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης σχετικά με τη σύνδεση του ποσού του δανείου με ξένο νόμισμα καθώς και οι ρήτρες σχετικά με τους κανόνες καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας αφορούν το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13. Επιπλέον, κατά το δικαστήριο αυτό, μόνον τα επιμέρους στοιχεία των ρητρών για τον μηχανισμό υπολογισμού της αξίας σε άλλο νόμισμα τα οποία αφορούν το περιθώριο της τράπεζας δεν ήταν διατυπωμένα κατά τρόπο σαφή και κατανοητό. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λοιπά στοιχεία των ρητρών για τον μηχανισμό υπολογισμού της αξίας σε άλλο νόμισμα δεν ήταν καταχρηστικά.

37      Υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, τόσο η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης όσο και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Raiffeisen Bank και BRD Groupe Société Générale, C-698/18 και C-699/18, EU:C:2020:537, σκέψη 46).

38      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεσμεύεται από τη διαπίστωση και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που πραγματοποιεί το αιτούν δικαστήριο, οπότε οι I.W. και R.W. δεν μπορούν να τα αμφισβητήσουν στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

39      Εκτός αυτού, όσον αφορά τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα τα οποία έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο εντός του νομικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει το τεκμήριο ότι είναι λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που του έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Lovasné Tóth, C-34/18, EU:C:2019:764, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε το κανονιστικό και πραγματικό πλαίσιο που παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να απαντήσει στο πρώτο υποβληθέν ερώτημα καθώς και ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια του πλαισίου αυτού, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω ερώτημα είναι παραδεκτό.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να δοθεί απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί της ουσίας

42      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Επομένως, συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Συνεπώς, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήνει ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν αντιτίθεται σ’ αυτό ο καταναλωτής (αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Νοεμβρίου 2020, Banca B., C-269/19, EU:C:2020:954, σκέψη 29).

45      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η μέσω της τροποποιητικής πράξης συμβατική τροποποίηση των αρχικών ρητρών υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος κατέστησε δυνατή την άρση του ελαττώματος που αυτές ενείχαν και αποκατέστησε την ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων του επαγγελματία και των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, από την υπογραφή της τροποποιητικής πράξης και εφεξής, οι ρήτρες υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος υπό την αρχική τους μορφή δεν δέσμευαν πλέον τους αντισυμβαλλομένους.

46      Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα του καταναλωτή σε αποτελεσματική δικαστική προστασία εμπεριέχει και τη δυνατότητα να μην επικαλεστεί τα δικαιώματά του και, επομένως, πρέπει να λαμβάνεται ενδεχομένως υπόψη η εκπεφρασμένη βούληση του καταναλωτή όταν, καίτοι έχει επίγνωση του μη δεσμευτικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας, εντούτοις δηλώνει ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή της, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 25).

47      Πράγματι, η οδηγία 93/13 δεν φτάνει μέχρι του σημείου να καταστήσει υποχρεωτικό το σύστημα προστασίας από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών εκ μέρους των επαγγελματιών το οποίο καθιερώνει υπέρ των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, όταν ο καταναλωτής προτιμά να μην επικαλεστεί το εν λόγω σύστημα προστασίας, το σύστημα αυτό δεν εφαρμόζεται (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Kατ’ αναλογίαν, ο καταναλωτής μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας στο πλαίσιο σύμβασης ανανέωσης οφειλής με την οποία ο καταναλωτής παραιτείται από τα αποτελέσματα που θα συνεπαγόταν η κήρυξη μιας τέτοιας ρήτρας ως καταχρηστικής, υπό την επιφύλαξη ότι η παραίτηση αυτή είναι αποτέλεσμα ελεύθερης και εν επιγνώσει συναινέσεως (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Ibercaja Banco, C-452/18, EU:C:2020:536, σκέψη 28).

49      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το σύστημα που προβλέπει η οδηγία 93/13 δεν μπορεί να εμποδίσει τα μέρη σύμβασης να άρουν τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας που περιέχει η οικεία σύμβαση τροποποιώντας την συμβατικώς, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, η παραίτηση του καταναλωτή από το δικαίωμά του να επικαλεστεί τον καταχρηστικό χαρακτήρα απορρέει από την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του και, αφετέρου, η νέα τροποποιητική ρήτρα δεν είναι η ίδια καταχρηστική, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

50      Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, οι καταναλωτές δεν είχαν επίγνωση των εννόμων συνεπειών που απορρέουν γι’ αυτούς από μια τέτοια παραίτηση, θα πρέπει να υπομνησθεί, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει κατ’ αρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, με συνέπεια την επαναφορά του καταναλωτή στη νομική και πραγματική κατάσταση στην οποία θα τελούσε αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C-118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Πράγματι, η υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνεται ότι δεν οφείλονται εμπεριέχει κατ’ αρχήν αποτελέσματα επιστροφής αναφορικά με τα εν λόγω ποσά (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 62).

52      Ως εκ τούτου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαναφέρει την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν οι I.W. και R.W. αν δεν υπήρχε η αρχική ρήτρα της οποίας διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα.

53      Όσον αφορά τις συνέπειες που έχει για το κύρος μιας σύμβασης η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών της, υπογραμμίζεται καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, in fine, της οδηγίας 93/13, «η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες».

54      Εν συνεχεία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 93/13 δεν απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να αφήνουν ανεφάρμοστες, πέραν της κηρυχθείσας ως καταχρηστικής ρήτρας, τις ρήτρες που δεν χαρακτηρίσθηκαν καταχρηστικές. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει η οδηγία αυτή συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή και στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών με τη μη εφαρμογή των ρητρών που κρίνονται καταχρηστικές και τη διατήρηση, κατ’ αρχήν, της ισχύος των λοιπών ρητρών της επίμαχης σύμβασης (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés, C-96/16 και C-94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 75).

55      Συναφώς, ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής δεν είναι η ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 31).

56      Τέλος, όσον αφορά τα κριτήρια με βάση τα οποία εξακριβώνεται αν μια σύμβαση μπορεί πράγματι να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, επισημαίνεται ότι τόσο το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 όσο και οι απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου ως προς τις οικονομικές δραστηριότητες συνηγορούν υπέρ μιας αντικειμενικής προσέγγισης κατά την ερμηνεία της διάταξης αυτής, οπότε η κατάσταση στην οποία τελεί ο ένας από τους συμβαλλόμενους, εν προκειμένω ο καταναλωτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το αποφασιστικό κριτήριο για τη μελλοντική τύχη της σύμβασης (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C-453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 32).

57      Επομένως, κατά την εξακρίβωση του ζητήματος αν μια σύμβαση που περιέχει μία ή περισσότερες καταχρηστικές ρήτρες μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, ο δικάζων δικαστής δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στο ότι η ακύρωση ολόκληρης της σύμβασης ενδέχεται να είναι ευνοϊκή για τον καταναλωτή (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič, C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 33).

58      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, με τη σύναψη της τροποποιητικής πράξης, οι συμβαλλόμενοι ήραν το ελάττωμα που ενείχαν οι αρχικές καταχρηστικές ρήτρες και αποκατέστησαν την ισορροπία μεταξύ των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των μερών που απέρρεαν από τη σύμβαση.

59      Πάντως, οι σκοποί της οδηγίας 93/13, οι οποίοι υπομνήσθηκαν στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης, επιτυγχάνονται πλήρως όταν αποκαθίσταται η νομική και πραγματική κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η καταχρηστική ρήτρα και όταν τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν άρει το ελάττωμα της σύμβασης με τη σύναψη τροποποιητικής πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά τη σύναψη αυτή, ο καταναλωτής είχε επίγνωση του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της οικείας ρήτρας και των απορρεουσών από αυτήν συνεπειών.

60      Ως εκ τούτου, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η παραίτηση του καταναλωτή από το δικαίωμα επίκλησης του καταχρηστικού χαρακτήρα απορρέει από την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των αρχικών ρητρών της οικείας σύμβασης θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης όπως τροποποιήθηκε με την τροποποιητική πράξη, έστω και αν, αφενός, η απάλειψη των ρητρών αυτών θα είχε συνεπιφέρει την ακύρωση της αρχικώς συναφθείσας σύμβασης στο σύνολό της και, αφετέρου, μια τέτοια ακύρωση θα ήταν προς όφελος του καταναλωτή.

61      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ακόμη και αν η ρήτρα αυτή τροποποιήθηκε συμβατικώς από τους συμβαλλομένους. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται την επαναφορά της κατάστασης στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η ρήτρα της οποίας διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας, εκτός αν ο τελευταίος παραιτήθηκε από την εν λόγω επαναφορά μέσω τροποποίησης της καταχρηστικής ρήτρας κατόπιν ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει. Εντούτοις, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της αρχικής ρήτρας έχει, κατ’ αρχήν, ως αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης, καθόσον η τροποποίηση της ρήτρας αυτής κατέστησε δυνατή την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση και την άρση του ελαττώματός της.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

62      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να απαλείφει μόνον το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ιδίως όταν ο επιδιωκόμενος από την οδηγία αυτή αποτρεπτικός σκοπός διασφαλίζεται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη χρήση της ως άνω ρήτρας.

63      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι I.W. και R.W. αμφισβητούν το παραδεκτό του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, υποστηρίζοντας ότι, με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο ερμηνεία του εθνικού δικαίου.

64      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την πάγια νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή, όπως και η ερμηνεία και εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Συνεπώς, εφόσον το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί.

65      Δεδομένου ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτού.

66      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο το οποίο αποφαίνεται επί καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας οφείλει μόνο να την αφήσει ανεφάρμοστη ώστε αυτή να μην παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, χωρίς να έχει την εξουσία να αναθεωρήσει, κατ’ αρχήν, το περιεχόμενο της εν λόγω ρήτρας. Συγκεκριμένα, η σύμβαση αυτή πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει, κατ’ αρχήν, χωρίς τροποποιήσεις πέραν εκείνων που προκύπτουν από την απάλειψη της εν λόγω ρήτρας, κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η εξακολούθηση της ισχύος της σύμβασης είναι νομικώς εφικτή (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander et Escobedo Cortés, C-96/16 και C-94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 73).

67      Επομένως, όταν το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να συμπληρώσει την εν λόγω σύμβαση αναθεωρώντας το περιεχόμενο της ρήτρας αυτής (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C-70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Πράγματι, εάν το εθνικό δικαστήριο είχε την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών που περιέχονται σε τέτοιες συμβάσεις, η ευχέρεια αυτή θα καθιστούσε ενδεχομένως δυσχερέστερη την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια αυτή θα συνέτεινε στην εκμηδένιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες η πλήρης απαγόρευση εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών, στο μέτρο που οι επαγγελματίες θα εξακολουθούσαν να υπόκεινται στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, γνωρίζοντας ότι, ακόμη και αν αυτές κηρύσσονταν άκυρες, η σύμβαση θα μπορούσε παρά ταύτα να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλιστεί το συμφέρον των εν λόγω επαγγελματιών (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C-70/17 και C-179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αν από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα σύνδεσης του ενυπόθηκου δανείου με ξένο νόμισμα απαλειφθεί το στοιχείο που αφορά το περιθώριο κέρδους της τράπεζας, δεν δημιουργείται κανένα κενό που να καθιστά αναγκαία την εκ μέρους του θετική παρέμβαση. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η απάλειψη αυτή μεταβάλλει την ουσία της ρήτρας στην αρχική της διατύπωση.

70      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 αντιτίθενται στη μερική διατήρηση ρήτρας που κρίνεται καταχρηστική, διά της απάλειψης των στοιχείων που την καθιστούν καταχρηστική, όταν μια τέτοια απάλειψη θα είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C-70/17 και C-179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 64).

71      Ο εθνικός δικαστής θα μπορούσε να απαλείψει το στοιχείο που αφορά το περιθώριο κέρδους της Bank BPH από την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα σύνδεσης του ενυπόθηκου δανείου με ξένο νόμισμα μόνον αν το στοιχείο αυτό συνίστατο σε συμβατική υποχρέωση διακριτή από τους λοιπούς συμβατικούς όρους και δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο εξατομικευμένης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα της.

72      Πράγματι, η οδηγία 93/13 δεν απαιτεί από το εθνικό δικαστήριο να αφήσει ανεφάρμοστες, πέραν της ρήτρας που κηρύχθηκε καταχρηστική, και εκείνες που δεν έχουν χαρακτηριστεί ως καταχρηστικές, δεδομένου ότι ο σκοπός που επιδιώκει ο νομοθέτης στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής συνίσταται στην προστασία του καταναλωτή και στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών με τη μη εφαρμογή των ρητρών που κρίνονται καταχρηστικές και τη διατήρηση, κατ’ αρχήν, της ισχύος των λοιπών ρητρών της επίμαχης σύμβασης (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés, C-96/16 και C-94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 75).

73      Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά τις ρήτρες δανειακής σύμβασης που αφορούν, αντιστοίχως, συμβατικούς τόκους και τόκους υπερημερίας, ότι η ακύρωση ρήτρας σύμβασης δανείου περί καθορισμού του επιτοκίου υπερημερίας, λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, δεν μπορεί επίσης να συνεπάγεται την ακύρωση της ρήτρας της σύμβασης αυτής περί καθορισμού του συμβατικού επιτοκίου, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι οι διάφορες αυτές ρήτρες πρέπει να διακρίνονται σαφώς (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés, C-96/16 και C-94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 76).

74      Οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της συμβατικής ρήτρας η οποία καθορίζει το επιτόκιο υπερημερίας και της ρήτρας η οποία καθορίζει το συμβατικό επιτόκιο. Ειδικότερα, οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν όχι μόνον όταν το επιτόκιο υπερημερίας καθορίζεται ανεξαρτήτως του συμβατικού επιτοκίου, σε διαφορετική ρήτρα, αλλά και όταν το επιτόκιο υπερημερίας καθορίζεται υπό μορφή προσαύξησης του συμβατικού επιτοκίου κατά ορισμένες ποσοστιαίες μονάδες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεδομένου ότι η καταχρηστική ρήτρα συνίσταται στην προσαύξηση αυτή, η οδηγία 93/13 απαιτεί μόνον την ακύρωση της εν λόγω προσαύξησης (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Banco Santander και Escobedo Cortés, C-96/16 και C‑94/17, EU:C:2018:643, σκέψη 77).

75      Πέραν τούτου, η δυνατότητα που αναγνωρίζεται κατ’ εξαίρεση στον εθνικό δικαστή να απαλείφει το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την ύπαρξη εθνικών διατάξεων οι οποίες, στο πλαίσιο ρύθμισης της χρήσης μιας τέτοιας ρήτρας, διασφαλίζουν τον αποτρεπτικό σκοπό που επιδιώκει η οδηγία αυτή, και ο οποίος υπομνήσθηκε με τη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης.

76      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, μετά την έκδοση του νόμου της 29ης Ιουλίου 2011, ο οποίος είναι μεταγενέστερος της σύναψης της σύμβασης και της τροποποιητικής πράξης που είναι επίμαχες στην κύρια δίκη, οι τράπεζες δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν ρήτρες υπολογισμού σε αξία ξένου νομίσματος υπό μορφή όπως η προβλεπόμενη στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης. Δυνάμει των διατάξεων του νόμου αυτού, μια σύμβαση δανείου συνομολογούμενη σε ξένα νομίσματα πρέπει πλέον να περιλαμβάνει πληροφορίες για τον προσδιορισμό των μεθόδων και των προθεσμιών καθορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας βάσει της οποίας υπολογίζονται το ποσό της πίστωσης και οι μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής, καθώς και τους κανόνες μετατροπής των νομισμάτων.

77      Όπως όμως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μολονότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέπουν με νομοθετική ρύθμιση την παύση της χρήσης καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές, γεγονός παραμένει ότι ο νομοθέτης πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να τηρεί τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C-118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 42).

78      Πράγματι, η βάσει εθνικής νομοθεσίας κήρυξη συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής και άκυρης, καθώς και η αντικατάστασή της από νέα ρήτρα, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της προστασίας που διασφαλίζεται υπέρ των καταναλωτών, όπως η προστασία αυτή υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 της παρούσας απόφασης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Dunai, C-118/17, EU:C:2019:207, σκέψη 43).

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, η θέσπιση από τον νομοθέτη διατάξεων που οριοθετούν τη χρήση συμβατικής ρήτρας και συμβάλλουν στην εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που επιδιώκει η οδηγία 93/13 όσον αφορά τη συμπεριφορά των επαγγελματιών δεν θίγει τα δικαιώματα που αναγνωρίζει στον καταναλωτή η οδηγία αυτή.

80      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, αφενός, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να απαλείφει μόνον το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο αποτρεπτικός σκοπός που επιδιώκει η οδηγία διασφαλίζεται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη χρήση της εν λόγω ρήτρας, υπό τον όρο ότι το απαλειφόμενο στοιχείο συνίσταται σε διακριτή συμβατική υποχρέωση, δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο εξατομικευμένης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα της. Αφετέρου, οι ως άνω διατάξεις αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να απαλείφει μόνον το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν μια τέτοια απάλειψη θα είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

81      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η κήρυξη της ακυρότητας μιας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή λόγω της διαπίστωσης του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας της σύμβασης αυτής συνιστά κύρωση προβλεπόμενη από την οδηγία η οποία απορρέει από δικαστική απόφαση εκδοθείσα κατόπιν ρητού αιτήματος του καταναλωτή και γεννά υπέρ αυτού δικαίωμα επιστροφής των ποσών που εισέπραξε αχρεωστήτως ο επαγγελματίας ή έχει την έννοια ότι η ως άνω κήρυξη της ακυρότητας επέρχεται αυτοδικαίως, ανεξαρτήτως της βούλησης του εν λόγω καταναλωτή.

82      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας των κρατών μελών, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους υπό τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.

83      Επομένως, η διάταξη αυτή, ιδίως δε η δεύτερη ημιπερίοδός της, δεν έχει ως σκοπό την ακύρωση όλων των συμβάσεων που περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες, αλλά την αντικατάσταση της τυπικής ισορροπίας που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια ουσιαστική ισορροπία, δυνάμενη να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα, με τη διευκρίνιση ότι η επίμαχη σύμβαση πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών. Εάν η τελευταία αυτή προϋπόθεση πληρούται, η επίμαχη σύμβαση μπορεί, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, να διατηρηθεί σε ισχύ κατά το μέτρο που, βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ της σύμβασης χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες είναι νομικώς εφικτή, στοιχείο το οποίο πρέπει να εξετάζεται βάσει αντικειμενικής προσέγγισης (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak, C‑260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Ως εκ τούτου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13 δεν ορίζει το ίδιο τα κριτήρια που διέπουν τη δυνατότητα διατήρησης σε ισχύ της σύμβασης χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, αλλά αφήνει στην εθνική έννομη τάξη τη μέριμνα να τα καθορίσει σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, εναπόκειται στα κράτη μέλη, μέσω του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την υλοποίηση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων της διαπίστωσης αυτής. Εν πάση περιπτώσει, η διαπίστωση αυτή πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω καταχρηστική ρήτρα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 66).

85      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, πρώτον, αν ένα εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων του εσωτερικού του δικαίου, η διατήρηση σε ισχύ σύμβασης χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες τις οποίες αυτή περιέχει δεν είναι δυνατή, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 δεν απαγορεύει κατ’ αρχήν την ακύρωση της εν λόγω σύμβασης (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak, C-260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 43).

86      Επομένως, η κήρυξη ως άκυρης μιας σύμβασης της οποίας μία εκ των ρητρών έχει κηρυχθεί καταχρηστική δεν μπορεί να συνιστά κύρωση προβλεπόμενη από την οδηγία 93/13.

87      Κατά τα λοιπά, όσον αφορά ειδικότερα τις προθεσμίες παραγραφής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο καθορισμός εύλογης αποκλειστικής προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι σύμφωνος με το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C-154/15, C-307/15 και C-308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 69).

88      Δεύτερον, το ζήτημα από ποιο χρονικό σημείο παράγει τα αποτελέσματά της η κήρυξη της ακυρότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη σύμβασης εξαρτάται αποκλειστικώς από το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζεται η προστασία την οποία παρέχουν στους καταναλωτές οι διατάξεις της οδηγίας 93/13.

89      Τρίτον, η κήρυξη ως άκυρης της σύμβασης στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν μπορεί να εξαρτάται από σχετικό αίτημα που υποβάλλουν ρητώς οι καταναλωτές, αλλά εντάσσεται σε ένα πλαίσιο αντικειμενικής εφαρμογής από το εθνικό δικαστήριο των κριτηρίων που προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

90      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι οι συνέπειες της δικαστικής διαπίστωσης περί της ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, το δε ζήτημα της διατήρησης μιας τέτοιας σύμβασης σε ισχύ πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το εθνικό δικαστήριο βάσει αντικειμενικής προσέγγισης στηριζόμενης στις διατάξεις αυτές.

 Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

91      Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να ενημερώσει τον τελευταίο για τις έννομες συνέπειες που ενδέχεται να έχει η ακύρωση της σύμβασης αυτής, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής εκπροσωπείται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο.

92      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας και οφείλει να συναγάγει εξ αυτού τις έννομες συνέπειες, να τηρήσει τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Μεταξύ των απαιτήσεων αυτών περιλαμβάνεται η αρχή της αντιμωλίας, η οποία συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας και επιβάλλεται στον δικαστή ιδίως οσάκις επιλύει διαφορά στηριζόμενος σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει διαπιστώσει βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που διαθέτει ότι μια ρήτρα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13, καταλήγει ότι η ρήτρα αυτή έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, οφείλει, κατά γενικό κανόνα, να ενημερώσει σχετικώς τους διαδίκους και να τους καλέσει να συζητήσουν επ’ αυτής κατ’ αντιμωλίαν σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπει σχετικώς το εθνικό δικονομικό δίκαιο (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank, C-472/11, EU:C:2013:88, σκέψη 31)

94      Ως εκ τούτου, στον βαθμό που το εν λόγω σύστημα προστασίας έναντι των καταχρηστικών ρητρών δεν έχει εφαρμογή εάν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό, ο εν λόγω καταναλωτής πρέπει κατά μείζονα λόγο να έχει το δικαίωμα να αντιτάσσεται στην προστασία την οποία του εξασφαλίζει το ίδιο αυτό σύστημα από τις επιζήμιες συνέπειες που προκαλούνται από την κήρυξη της σύμβασης ως άκυρης στο σύνολό της, όταν δεν επιθυμεί να επικαλεσθεί την προστασία αυτή (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak, C-260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 55).

95      Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής μπορεί, αφού ενημερωθεί από τον εθνικό δικαστή, να μην προβάλει τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα ρήτρας, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak, C-260/18, EU:C:2019:819, σκέψη 66).

96      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι πληροφορίες τις οποίες μπορεί να διαθέτει ο εθνικός δικαστής βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικές καθόσον παρέχουν στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποφασίσει αν επιθυμεί να παραιτηθεί από την προστασία που του εξασφαλίζεται σύμφωνα με την οδηγία 93/13.

97      Πάντως, προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να δώσει ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να υποδείξει κατά τρόπο αντικειμενικό και εξαντλητικό στους διαδίκους, στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών κανόνων και υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας στις αστικές διαδικασίες, τις έννομες συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η απάλειψη της καταχρηστικής ρήτρας, τούτο δε ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω διάδικοι εκπροσωπούνται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο ή όχι.

98      Η πληροφόρηση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, ειδικότερα όταν η μη εφαρμογή της καταχρηστικής ρήτρας μπορεί να έχει ως συνέπεια την κήρυξη της σύμβασης ως άκυρης στο σύνολό της, με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη έκθεση του καταναλωτή σε αξιώσεις περί επιστροφής, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

99      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να ενημερώσει τον τελευταίο, στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών κανόνων και κατόπιν κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, για τις έννομες συνέπειες που ενδέχεται να έχει η ακύρωση της σύμβασης αυτής, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής εκπροσωπείται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

100    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, ακόμη και αν η ρήτρα αυτή τροποποιήθηκε συμβατικώς από τους συμβαλλομένους. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται την επαναφορά της κατάστασης στην οποία θα βρισκόταν ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η ρήτρα της οποίας διαπιστώθηκε ο καταχρηστικός χαρακτήρας, εκτός αν ο τελευταίος παραιτήθηκε από την εν λόγω επαναφορά μέσω τροποποίησης της καταχρηστικής ρήτρας κατόπιν ελεύθερης και εν επιγνώσει συναίνεσης, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει. Εντούτοις, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει ότι η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της αρχικής ρήτρας έχει, κατ’ αρχήν, ως αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης, καθόσον η τροποποίηση της ρήτρας αυτής κατέστησε δυνατή την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση και την άρση του ελαττώματός της.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, αφενός, δεν αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να απαλείφει μόνον το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν ο αποτρεπτικός σκοπός που επιδιώκει η οδηγία διασφαλίζεται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη χρήση της εν λόγω ρήτρας, υπό τον όρο ότι το απαλειφόμενο στοιχείο συνίσταται σε διακριτή συμβατική υποχρέωση, δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο εξατομικευμένης εξέτασης του καταχρηστικού χαρακτήρα της. Αφετέρου, οι ως άνω διατάξεις αποκλείουν τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να απαλείφει μόνον το καταχρηστικό στοιχείο ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, όταν μια τέτοια απάλειψη θα είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση του περιεχομένου της εν λόγω ρήτρας επηρεάζοντας την ουσία της, ζήτημα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

3)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι οι συνέπειες της δικαστικής διαπίστωσης περί της ύπαρξης καταχρηστικής ρήτρας σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή διέπονται από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, το δε ζήτημα της διατήρησης μιας τέτοιας σύμβασης σε ισχύ πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το εθνικό δικαστήριο βάσει αντικειμενικής προσέγγισης στηριζόμενης στις διατάξεις αυτές.

4)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σύμβασης συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να ενημερώσει τον τελευταίο, στο πλαίσιο των εθνικών δικονομικών κανόνων και κατόπιν κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, για τις έννομες συνέπειες που ενδέχεται να έχει η ακύρωση της σύμβασης αυτής, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής εκπροσωπείται από επαγγελματία δικαστικό πληρεξούσιο.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.