Language of document :

Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλαν στις 8 Ιουλίου 2008 η Stanislava Boudova κ.λπ. κατά της διατάξεως που εξέδωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στις 21 Απριλίου 2008 στην υπόθεση F-78/07, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-271/08 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Αναιρεσείοντες: Stanislava Boudova (Howald, Λουξεμβούργο), Adovica (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο), Kuba (Konz, Γερμανία), Puciriuss (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο), Strzelecka (Arlon, Βέλγιο), Szyprowska (Berbourg, Λουξεμβούργο), Tibai (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) και Vaituleviciene (Λουξεμβούργο, Λουξεμβούργο) (εκπρόσωπος: Marc-Albert Lucas, δικηγόρος)

Αναιρεσίβλητη: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των αναιρεσειόντων

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να αναιρέσει τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 21ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση F-78/07·

να δεχθεί τα αιτήματα που οι αναιρεσείοντες είχαν προβάλει πρωτοδίκως·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα των δύο δικών.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν την αναίρεση της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: ΔΔΔ) της 21ης Απριλίου 2008 στην υπόθεση F-78/07, Boudova κ.λπ. κατά Επιτροπής, με την οποία το ΔΔΔ απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή των αναιρεσειόντων που είχε ως αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως απορρίψεως της αιτήσεώς τους να αναθεωρηθεί η βαθμολογική τους κατάταξη που έγινε με τις αποφάσεις προσλήψεώς τους.

Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται, πρώτον, ότι στη σκέψη 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως το ΔΔΔ παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως, καθόσον προσλήφθηκαν για να καταλάβουν προσωρινά μόνιμες θέσεις που περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού και όχι για να αντικαταστήσουν μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους που προσωρινά εμποδίζονταν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, οπότε στην πραγματικότητα προσλήφθηκαν -ή έπρεπε να προσληφθούν- ως έκτακτοι υπάλληλοι ή τουλάχιστον βρίσκονταν σε κατάσταση ανάλογη με αυτήν των εκτάκτων υπαλλήλων.

Δεύτερον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, όσον αφορά τις σκέψεις 39 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το ΔΔΔ, μη έχοντας αποκλείσει ότι η δέσμευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2006, να ανακατατάξει τους υπαλλήλους του -που προσλήφθηκαν ως έκτακτοι υπάλληλοι πριν από την 1η Μαΐου 2004 αφότου πέτυχαν σε εσωτερικό ή γενικό διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί πριν από την 1η Μαΐου 2004 και στη συνέχεια ορίστηκαν δόκιμοι υπάλληλοι στην ίδια κατηγορία αλλά σε κατώτερο βαθμό από εκείνον στον οποίο θα είχαν οριστεί πριν από την 1η Μαΐου 2004- απορρέει από υποχρέωση βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως (στο εξής: ΚΥΚ), παρέβη τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

Στη συνέχεια, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη ή μη ύπαρξη υποχρεώσεως απορρέουσας από τον ΚΥΚ δεν είναι πραγματικό ζήτημα όπου η απόδειξη έπρεπε να προσκομιστεί από τους αναιρεσείοντες, αλλά είναι νομικό ζήτημα που έπρεπε να λυθεί από το ΔΔΔ, και ότι η απορρέουσα από μεταγενέστερη απόφαση ενός κοινοτικού οργάνου στο οποίο δεν ανήκουν οι αναιρεσείοντες διαφορετική κατάταξη υπαλλήλων που βρίσκονταν σε πανομοιότυπη ή όμοια πραγματική και νομική κατάσταση είναι νέο και ουσιώδες στοιχείο το οποίο δικαιολογεί την επανεξέταση της βαθμολογικής κατατάξεως των αναιρεσειόντων.

Τρίτον, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το ΔΔΔ παρερμήνευσε την έννοια του συγγνωστού σφάλματος, καθόσον το σημείωμα που στις 20 Ιουλίου 2005 η Επιτροπή δημοσίευσε στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 59-2005 ήταν ικανό να παραπλανήσει τους αναιρεσείοντες σχετικά με τη σκοπιμότητα να υποβληθεί εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο ΚΥΚ διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως κατατάξεως.

Τέλος, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η συλλογιστική του ΔΔΔ αντίκειται στις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας που αφορούν το απαράδεκτο της προσφυγής.

____________